P. L. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.777/23, 29/10/2025
print
Τίτλος:
P. L. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.777/23, 29/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.777/23

 

29 Οκτωβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

P. L. B.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Δ. Κακουλλής, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Λ. Γιάγκου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.24/02/23, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή της διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και έκδοση απόφασης «επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας [...] για διεθνή προστασία […] προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων η αιτήτρια κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω  κατεχομένων στις 11/07/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 29/07/21 (ερ.1-3, 23-25, 42).

Στις  19/01/23 έγινε συνέντευξη στην αιτήτρια προς εξέταση του αιτήματός της, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.27-42). Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 24/01/23 η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.66-77).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός στις 24/02/23 σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.80, 2).

Στην επίδικη αίτηση η αιτήτρια κατέγραψε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι ο σύζυγος της θείας της απειλούσε να την βιάσει και να τη σκοτώσει. Αναφέρει δε ότι είναι ορφανή.

Στη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κινσάσα, οι γονείς της χώρισαν όταν η ίδια ήταν σε μικρή ηλικία και ακολούθως διέμεινε με τη μητέρα της, όταν όμως η τελευταία απεβίωσε το 2004,  η αιτήτρια, ούσα 3 ετών, εγκαταστάθηκε στη θεία της, με την οποία διέμεινε μέχρι το 2020. Η αιτήτρια δήλωσε ότι έχει μια αδερφή, η οποία ωστόσο δε γνωρίζει που βρίσκεται ,όπως και ο πατέρας της. Η ίδια είναι άτεκνη και άγαμη, φοίτησε μέχρι την 5η τάξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ωστόσο διέκοψε τις σπουδές της το 2018 και δεν εργάστηκε στη χώρα καταγωγής.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, δήλωσε ότι το έπραξε επειδή άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά ο σύζυγός της θείας της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η σύζυγός του απουσίαζε συνεχώς από το σπίτι ευρισκόμενη στην εκκλησία. Την πρώτη φορά που παρενοχλήθηκε η αιτήτρια – ως ανέφερε - προσπάθησε να εξηγήσει στη θεία της τι είχε συμβεί, εκείνη όμως δεν εξέλαβε σοβαρά τα λεγόμενα της. Την επόμενη φορά που η αιτήτρια ενημέρωσε εκ νέου τη θεία της σχετικά με τη συμπεριφορά του συζύγου της, εκείνη μίλησε στο σύζυγό της, ο τελευταίος όμως αρνήθηκε τα πάντα. Ένα βράδυ που η θεία της αιτήτριας απουσίαζε στην εκκλησία ο σύζυγός (της θείας της) την απείλησε ότι «θα της κάνει τη ζωή δύσκολη» επειδή αποκάλυψε στη σύζυγό του τι είχε συμβεί. Από εκείνο το σημείο και έπειτα σταμάτησαν να της δίνουν χαρτζιλίκι και την καταπίεζαν, ως ανέφερε η αιτήτρια, ο δε σύζυγος της θείας της εξακολουθούσε να την απειλεί και να την παρενοχλεί σεξουαλικά. Ένα βράδυ μάλιστα απείλησε να την εκδιώξει  από την οικία  που διέμεναν εάν δεν κοιμόταν μαζί του. Τότε η αιτήτρια ενημέρωσε μια φίλη της σχετικά με το τι συνέβη και η φίλη της τηλεφώνησε η ίδια τη θεία της αιτήτριας και την ενημέρωσε σχετικά με το τι είχε συμβεί. Όταν ο σύζυγος της θείας της συνέχισε να την απειλεί και να την παρενοχλεί η αιτήτρια πήρε ένα μαχαίρι και τον απείλησε ότι αν συνεχίσει να την παρενοχλεί θα αυτοκτονούσε. Τότε ο σύζυγος της θείας της πήδηξε προσπάθησε να της πάρει το μαχαίρι που κρατούσε και τότε τραυμάτισε το χέρι του. Όταν έφτασε η θεία της αιτήτριας στο σπίτι, ο σύζυγός της ζήτησε να φύγει η αιτήτρια από το σπίτι τους και είπε στη σύζυγό του ότι η αιτήτρια πήγε στο δωμάτιο του κρατώντας μαχαίρι και τον απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει εάν εκείνος δεν κοιμόταν μαζί της αναφέροντας ότι η αιτήτρια τον τραυμάτισε με το μαχαίρι και απείλησε ότι θα τον σκοτώσει εάν δεν κοιμηθεί μαζί της. Στη συνέχεια η θεία της αιτήτριας την απείλησε ότι θα την καταγγείλει στην αστυνομία και έτσι η αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικία της θείας της. Ακολούθως τηλεφώνησε στη φίλη της, επειδή όμως δεν μπορούσε να πάει εκεί, διότι ήταν αργά, αποφάσισε να μεταβεί στην εκκλησία και, αφού πέρασε το βράδυ εκεί, η αιτήτρια μετέβη στην οικία που διέμενε η φίλη της και την ενημέρωσε σχετικά με το είχε συμβεί, η οποία της είπε πως δεν μπορούσε να τη φιλοξενήσει, της πρότεινε όμως να πάει στον πάστορα της εκκλησίας, πράγμα που έπραξε, και εκείνος τηλεφώνησε τη θεία της ζητώντας εξηγήσεις, όμως εκείνη αρνήθηκε τα πάντα. Όταν ο πάστορας ρώτησε τη θεία της που θα μπορούσε να φιλοξενηθεί η αιτήτρια, η θεία της αρνήθηκε να τη φιλοξενήσει, απόφαση με την οποία συμφώνησε και ο σύζυγός της.

Ο πάστορας αποφάσισε να φιλοξενήσει την αιτήτρια στην εκκλησία. Η θεία της σταμάτησε να πηγαίνει στην εκκλησία επειδή θεώρησε ότι αδίκως ο πάστορας βοηθούσε την αιτήτρια και έτσι ο πάστορας ενημέρωσε την αιτήτρια πως ήταν αδύνατο να επιστρέψει στην οικία που διέμενε με τη θεία της. Στη συνέχεια μία κυρία η οποία πήγαινε στην εκκλησία είπε στην αιτήτρια ότι με 2000 δολάρια θα μπορούσε να πάρει φοιτητική VISA προκειμένου να ταξιδέψει στην Κύπρο. Επειδή η αιτήτρια δεν είχε χρήματα ο πάστορας ζήτησε από τους πιστούς να την βοηθήσουν και έτσι άρχισε να μαζεύει χρήματα για να φύγει από τη χώρα καταγωγής. Όταν συνελέγη το εν λόγω ποσό, ο πάστορας προχώρησε στην εγγραφή της αιτήτριας στο πανεπιστήμιο και πλήρωσε τα αεροπορικά της εισιτήρια με προορισμό τα κατεχόμενα.

Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι οι παρενοχλήσεις από τον σύζυγο της θείας της ξεκίνησαν όταν η ίδια ήταν 14 ετών και πως την απειλούσε ότι αν δεν κοιμηθεί μαζί του θα την διώξει από το σπίτι και θα είναι άστεγη. Κληθείσα να προσδιορίσει πότε την απείλησε ο σύζυγο της θείας της, η αιτήτρια ανέφερε πως ήταν το 2020. Ως προς τη διάρκεια των εν λόγω απειλών η αιτήτρια δήλωσε ότι ο θείος της την απειλούσε από τον Αύγουστο του 2020 μέχρι το Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Ερωτώμενη πόσες φορές είχε δεχθεί απειλές ανέφερε ότι δε μπορεί να τις αριθμήσει σημειώνοντας πως, όταν το έλεγε στη θεία της, αυτή την κατηγορούσε ότι ψεύδεται και σταματούσε να της δίνει χαρτζιλίκι και τότε η αιτήτρια το έλεγε στη φίλη της, διευκρινίζοντας – όταν ρωτήθηκε σχετικά – ότι οι απειλές ήταν λεκτικές μόνο.

Ως προς το περιστατικό τον Δεκέμβριο του 2020 κλήθηκε να σχολιάσει τη δήλωσή της κατά στη συνέντευξης που έλαβε χώρα με σκοπό να διαπιστωθεί πιθανή ευαλωτότητας της, σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια δήλωσε ότι χτύπησε το θείο της στο κεφάλι, ενώ στα πλαίσια της συνέντευξης της ανέφερε ότι κρατούσε μαχαίρι, η αιτήτρια προέβαλε ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης περιέγραψε λεπτομερώς τι συνέβη ενώ στη συνέντευξη ευαλωτότητας ήταν πιο σύντομη. Ερωτώμενη για ποιο λόγο η θεία της ήταν στην εκκλησία κάθε βράδυ, όταν και η ίδια δεχόταν παρενόχληση από τον σύζυγο της, ανέφερε ότι στην εκκλησία υπάρχει μια ομάδα η οποία προσευχόταν τρεις φορές την εβδομάδα, της οποίας ήταν μέλος. Ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ενημέρωσε για πρώτη φορά τη θεία της σχετικά με τις παρενοχλήσεις που δεχόταν από το θείο της, η αιτήτρια δήλωσε ότι δε θυμάται. Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν την πίστεψε η θεία της, η αιτήτρια προέβαλε ότι της το είχε ζητήσει ο σύζυγός της. Δεδομένου ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η θείας της ήταν ένα πρόσωπο που προσευχόταν στην εκκλησία, η αιτήτρια ρωτήθηκε για ποιο λόγο η θεία της δεν έλαβε υπόψη τις σοβαρές καταγγελίες της και αποκρίθηκε ότι η ίδια κατηγορούσε το σύζυγο της θείας της χωρίς να έχει αποδείξεις και ότι η θεία της προστάτευε το σύζυγό της. Ζητηθείσα να προσδιορίσει πότε εγκατέλειψε την οικία της θείας της η αιτήτρια απάντησε ότι έφυγε περί τα τέλη Δεκέμβρη του 2020 με αρχές του Ιανουαρίου του 2021.

Καλούμενη η αιτήτρια να εξηγήσει γιατί η συμπεριφορά της θείας της και του συζύγου της απέναντί της άλλαξε ξαφνικά,  ανέφερε ότι ίσως επειδή μεγάλωσε και επειδή έμοιαζε στη θεία της, ο θείος της  άρχισε να τη βλέπει διαφορετικά. Ως προς τις αντιφατικές δηλώσεις στις οποίες προέβη, η αιτήτρια αρχικά ρωτήθηκε για ποιο λόγο αρχικά δήλωσε ότι η ίδια η θεία της της αποκάλυψε ότι δεν ήταν αδερφή της, ενώ ακολούθως δήλωσε ότι έλαβε τη συγκεκριμένη πληροφορία από τον πάστορα, όπου η αιτήτρια ανέφερε ότι αρχικά η θεία της της είχε αποκαλύψει ότι δεν ήταν αδερφή της πάνω στα νεύρα της και ότι στη συνέχεια ο πάστορας της το επιβεβαίωσε. Ερωτώμενη γιατί ο πάστορας χρηματοδότησε το ταξίδι της αντί να τη βοηθήσει να εγκατασταθεί σε άλλη ασφαλή περιοχή στη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια προέβαλε ότι δεν είχε που να πάει διότι δεν διαθέτει οικογένεια, ενώ προσέθεσε ότι ο πάστορας την ενημέρωσε ότι στην Κύπρο θα έχει τη δυνατότητα να σπουδάσει και να βελτιώσει το βιοτικό της επίπεδο. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να σπουδάσει και να εργαστεί. Ερωτηθείσα αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από το Δεκέμβριο 2020, οπότε και εγκατέλειψε την οικία της θείας της, μέχρι τον Απρίλιο 2021, όταν έφυγε από τη χώρα, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Ως προς το τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν θα έχει που να διαμείνει και ότι δε θα μπορέσει να βρει εργασία.

Οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως, τους οποίους εξέτασαν.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής της αιτήτριας

2.    Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης της αιτήτριας, υπό την μορφή απειλών, από θείο της

3.    Η αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο για να σπουδάσει και να εργαστεί

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον ως άνω 1ο και 3ο ουσιώδη ισχυρισμό, απέρριψαν δε τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.

Ο 1ος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός πλην του σημείου που αφορά την διαμονή της στην εκκλησία προτού φύγει από τη χώρα.

Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως καταγράφουν και οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή στερούνται επί πάσης πτυχής και σε όλη τους την έκταση λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, οι επί τούτο δηλώσεις της αιτήτριας ήταν αντιφατικές, ασυνεπείς και στερούντο ευλογοφάνειας, αφού, αν και αρχικά η αιτήτρια δήλωσε ότι άρχισε να δέχεται τις εν λόγω παρενοχλήσεις από το θείο της σε ηλικία 14 ετών, στη συνέχεια ανέφερε ότι οι παρενοχλήσεις διήρκησαν από τον Αύγουστο του 2020 μέχρι το Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Ακολούθως κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας αναφορικά με την περίοδο που φέρεται να αποκάλυψε την θεία της τη συμπεριφορά του θείου της ήταν ασαφείς καθώς, ερωτηθείσα σχετικώς, η αιτήτρια αποκρίθηκε ότι δε θυμάται και δεν ήταν σε θέση να δώσει ευλογοφανή εξήγηση σχετικά με το γιατί δεν την πίστεψε η θεία της. Ως προς το περιστατικό που – σύμφωνα με τα όσα η αιτήτρια ανέφερε - την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα κρίθηκε ότι υπέπεσε σε χρονικές αντιφάσεις, καθώς αρχικά προέβαλε ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2020, όταν όμως ρωτήθηκε πότε εγκαταστάθηκε στην εκκλησία, η αιτήτρια απάντησε τον Ιανουάριο του 2021. Κληθείσα να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση δήλωσε ότι ήταν περί τα τέλη Δεκεμβρίου ή αρχές Ιανουαρίου, το οποίο κρίθηκε ασαφές. Κληθείσα επίσης να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας δήλωσε ότι χτύπησε το θείο της στο κεφάλι ενώ κατά την προφορική της συνέντευξη δήλωσε ότι ο τον τραυμάτισε στο χέρι, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αορίστως και χωρίς συνοχή ότι πρώτα τσακώθηκε μαζί του και στη συνέχεια πήρε το μαχαίρι από την κουζίνα. Αξιολογήθηκε δε αρνητικά το ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της ίδιας της αιτήτριας, η ίδια ουδέποτε υπέστη σωματική βλάβη από το θείο της αλλά οι παρενοχλήσεις του παρέμειναν σε φραστικό επίπεδο επί σειρά ετών. Συν τοις άλλοις – ως κρίθηκε - η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει μια σαφή εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν κατήγγειλε το θείο της στις Αρχές. Ως εκ τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της, κρίθηκε ότι, λόγω της υποκειμενικής υπόστασης των όσων ανέφερε η αιτήτρια, δεν δύναται να διασταυρωθεί σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συνεπώς, επί τη βάσει της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός περί του ότι η αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να σπουδάσει και να έχει την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή, αυτός κρίθηκε αξιόπιστος και έγινε αποδεκτός.

 

Συνεπεία των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας καθώς δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής. Δεδομένου δε του προφίλ της αιτήτριας και λαμβανομένης υπόψης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Κινσάσα) οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος αυτή να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής της.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά της αιτήτριας απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.

Επί της προσφυγής ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει πλήθος νομικών σημείων προς στήριξη της παρούσας.

Δια των γραπτών αγορεύσεων ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα επί των ισχυρισμών της ως αυτοί αναφέρθηκαν κατά τις συνεντεύξεις, δεν έγινε ορθή και επαρκής αξιολόγηση των λεγομένων της, με συνέπεια τα ευρήματα και η τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση να είναι αποτέλεσμα πλάνης, κατά παράβαση του τρόπου αξιολόγησης αξιοπιστίας, παραθέτοντας σχετική νομολογία, και περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν αιτιολογούνται επαρκώς τα ευρήματα επί των ουσιωδών ισχυρισμών της αιτήτριας και ούτε η κατάληξη τους ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας.

Επί των ισχυρισμών της αιτήτριας, κάνοντας σύντομες αναφορές στα λεγόμενα της ως καταγράφηκαν στο επίδικο πρακτικό της συνέντευξης, αλλά και τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας της, ως καταγράφονται στην επίδικη έκθεση, σημειώνει ότι εν προκειμένω η αιτήτριας υπήρξε δεόντως λεπτομερής και σαφής σε όλες τις δηλώσεις της. Κατόπιν δε παράθεσης νομολογίας, ο σύνηγορος της αιτήτριας εισηγείται ότι το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται και το ευεργέτημα της αμφιβολίας συνηγορούν υπέρ του ότι όσα ανέφερε θα έπρεπε να κριθούν αρκετά και αξιόπιστα, ώστε να της αποδοθεί διεθνής προστασία, δεδομένου ότι συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες.

Ιδιαίτερη βαρύτητα και εκτεταμένες αναφορές γίνονται στο ότι η εξέταση της επίδικης εδώ αίτησης διήρκησε πέραν των 17 μηνών, κατά παράβαση του αρ.13 (5) και (6) του Νόμου, ως σημειώνει ο συνήγορος της αιτήτριας, εισηγούμενος ότι η καθυστέρηση εν προκειμένω συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου και καθιστά την επίδικη απόφαση ακυρωτέα για τούτο και μόνο τον λόγο. Επί τούτου αναπτύσσεται εκτενής επιχειρηματολογία, στα πλαίσια της οποίας σημειώνεται περαιτέρω ότι – δεδομένου και του ότι η εν λόγω πρόνοια του Νόμου συνιστά μεταφορά του αρ.31 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ - θα πρέπει να τηρείται αυστηρά και δεν μπορεί να παρεκταθεί για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο αρ.13 και αρ.31 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα, και – ακόμα και τότε – θα πρέπει ο αιτητής να ενημερώνεται σχετικώς με την καθυστέρηση. Σημειώνει δε περαιτέρω ότι εκ της καθυστέρησης επηρεάστηκαν και άλλα δικαιώματα της αιτήτριας, καθώς, ως αναφέρει, έχει δημιουργήσει στο μεταξύ δεσμούς με τη Δημοκρατία και έχει αποξενωθεί πλήρως από τη χώρα καταγωγής της και επιδρά και στην δυνατότητα της να ανακαλέσει από μνήμης τα όσα παραθέτει.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας έχει δεόντως δικογραφηθεί και είναι γι’ αυτό ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, παραπέμποντας επί τούτου σε νομολογία. Περαιτέρω εμμένουν στην νομιμότητα της επίδικης διαδικασίας και ορθότητα της κατάληξης τους και αναφέρουν ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εξέτασης, επαρκώς αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη έχει παρεισφρήσει κατά την λήψη της. Αναφέρουν επίσης πως, πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν δικογραφείται δεόντως, σε κάθε περίπτωση, οι προθεσμίες του αρ.13 είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία. Σχετικά ειδικώς με τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας, ανατρέχοντας στα λεγόμενα της κατά τη συνέντευξη, υπεραμύνονται του εύλογου και της ορθότητας των ευρημάτων τους. Καταλήγουν δε ότι ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται στην επίδικη αίτηση και διαδικασία εξέτασης της και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή επί της ουσίας και απολύτως δικαιολογημένη, υπό το φως των λεγομένων της αιτήτριας.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών, ως αυτές αναπτύχθηκαν με τις γραπτές αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι συμφωνώ με τα όσα σχετικά αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση περί του ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας που αφορούν ή άπτονται της διάρκειας εξέτασης της επίδικης αίτησης δεν έχουν δεόντως δικογραφηθεί και συνεπώς, παρότι αναπτύσσονται στις αγορεύσεις της, δεν μπορούν να εξεταστούν (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.AΔ. 598)

Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθούν σχετικώς τα ακόλουθα.

Η αίτηση διεθνούς προστασίας υπεβλήθη στις 29/07/21, στις 24/01/23 εξεδόθη η επίδικη απόφαση επί της αιτήσεως του, για την οποία έλαβε γνώση δια ενημερωτικής επιστολής στις 24/02/23. Συνάγεται ότι η διαδικασία εξέτασης της επίδικης αίτησης διήρκησε περί τους 18 μήνες.  

Πανομοιότυπο με τον εδώ εγειρόμενο ισχυρισμό έχω εξετάσει πρόσφατα στην απόφαση μου στην υπ. αρ.137/23, Α. Κ. ν Δημοκρατίας, ημ.11/07/25, εκ της οποίας παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο και υιοθετώ.

Σημειώνω κατ’ αρχή και τονίζω ότι δεν εντοπίζω στο αρ.13 του Περί Προσφύγων Νόμου να ορίζεται συγκεκριμένη έννομη συνέπεια της υπέρβασης του τασσόμενου εκ του εν λόγω άρθρου μέγιστου χρόνου των 21 μηνών [βλ. αρ.13 (10)]. Τούτο αποτελεί από μόνο του ισχυρά ένδειξη ότι η τασσόμενη προθεσμία τίθεται ενδεικτικά. Άλλωστε στο αρ.11 (1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου προνοείται ότι «[οι] προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Όμως η πράξη δεν μπορεί νόμιμα να εκδοθεί, αν από τη λήξη της προθεσμίας πέρασε υπέρμετρο χρονικό διάστημα που επιδρά ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης.». […]

Λεχθέντων των ως άνω, τα οποία – τονίζω – αφορούν τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, δεν εντοπίζω εδώ παράβαση του μέγιστου χρόνου των 21 μηνών, ως εκ του ως άνω άρθρου του Νόμου ορίζεται. Τουναντίον, παρά την πολυπλοκότητα των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που άπτονται των ισχυρισμών του αιτητή, η απόφαση επί της αιτήσεως, ως και ανωτέρω αναφέρω, ολοκληρώθηκε εντός του δια της οικείας νομοθεσίας χρονικού πλαισίου, και μάλιστα σε χρόνο κατά πολύ βραχύτερο, ήτοι εντός 14 από της υποβολής της αιτήσεως. Η δε μετέπειτα υποβολή εκ του αιτητή της εδώ επίδικης ιεραρχικής προσφυγής του, παρότι αναφαίρετο δικαίωμα του, οδήγησε εκ των πραγμάτων στο να διαρρεύσει το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της. […] Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, ως και στο αρ.31 αλλά και στην αιτιολογική σκέψη 18 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η διαδικασία εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας (σε 1ο πάντοτε βαθμό) ολοκληρώνεται «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης».

Επί των ως άνω, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-756/21, X, ημ.29/06/23, όπου το ΔΕΕ απασχόλησε η επίδραση τυχόν υπερβολικής καθυστέρησης στο κύρος της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας, λέχθηκαν και τα εξής σχετικά:

«79. Όσον αφορά τις περιστάσεις αυτές, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν η διάρκεια της διαδικασίας δεν καθορίζεται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο «εύλογος» χαρακτήρας της προθεσμίας που τηρήθηκε για την έκδοση της επίμαχης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ιδίως, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, CSUE/KF, C 14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82. Συγκεκριμένα δεδομένου ότι οι αποφάσεις σχετικά με το βάσιμο ή μη των αιτήσεων διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνονται κατόπιν συνεκτίμησης των προβλεπόμενων από την οδηγία 2004/83 ουσιαστικών κριτηρίων για την παροχή τέτοιας προστασίας, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας δεν είναι δυνατό να έχει ως συνέπεια, όταν δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, την ακύρωση της προσβαλλομένης διοικητικής αποφάσεως ή την εξαφάνιση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής, C 414/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:301, σκέψη 84).

[…]

83. Αντιθέτως, όταν υφίστανται ενδείξεις ότι η υπερβολική διάρκεια μιας διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας είναι δυνατόν να επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης διοικητικής αποφάσεως ή την εξαφάνιση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, ιδίως όταν η μη τήρηση αυτή έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία είναι θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C 110/10 P, EU:C:2011:687, σκέψεις 47 έως 52).

[…]

85. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 23, παράγραφος 2, και το άρθρο 39, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/85, έχει την έννοια ότι:

[…]

      ο μη εύλογος χαρακτήρας κάποιου από τα εν λόγω χρονικά διαστήματα δεν δύναται, αφ’ εαυτού και ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως περί του ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, να δικαιολογήσει την εξαφάνιση της αποφάσεως του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.»

Δεν έχει καταδειχθεί εδώ κάτι που θα επέτρεπε συμπέρασμα ότι παρατηρήθηκε εδώ κάποια καθυστέρηση που εκφεύγει του εύλογου χρόνου για την εξέταση […] της […]αίτησης ασύλου […]. Ακόμα δε και σε περίπτωση που η κατάληξη μου επί του εύλογου του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε εν προκειμένω ήταν διαφορετική και πάλι δεν εντοπίζω σημείου εκ του όποιου η καθυστέρηση αυτή έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεάσει την επίλυση της διαφοράς ή το δικαίωμα άμυνας του αιτητή. Τα όσα δε αναφέρει περί ανάπτυξης στο μεταξύ δεσμών με τη Δημοκρατία δεν είναι αρκετά από μόνα τους για να ανατρέψουν τα ως άνω.»

Αξίζει να προστεθεί στα ως άνω τα όσα αναφέρονται στην υπ. αρ.1458/09, Postolachi Konstantin ν Δημοκρατίας, ημ.25/02/11 (στην οποία κάνουν αναφορά και οι καθ’ ων η αίτηση), όπου ο Ναθαναήλ, Δικαστής Ανώτατου Δικαστηρίου ως ήταν τότε, ανέφερε, κατά την εξέταση παρόμοιου ισχυρισμού που αφορά την προθεσμία εξέτασης αιτήσεως από τη διοίκηση, ότι «οι […] προθεσμίες αναφέρονται δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά απλώς ενδεικτικές, ο δε αιτητής δεν έχει καταδείξει με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα του από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.  Αντίθετα η καθυστέρηση τον έχει βοηθήσει στο να παραμείνει για περαιτέρω χρόνο στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης.». Το ίδιο θεωρώ ισχύει και εν προκειμένω, δεδομένου ότι ουδέν συγκεκριμένο αναφέρεται τόσο σε σχέση με τον κατ’ ισχυρισμό επηρεασμό της μνήμης της αιτήτριας ένεκα του χρόνου που παρήλθε όσο και σε σχέση με την ανάπτυξη δεσμών με τη Δημοκρατία, επ’ αμφότερων των οποίων ουδέν τελικά συγκεκριμένο δεικνύεται.

Ενόψει των ως άνω, δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί ισχυρισμοί της αιτήτριας αφορούν, συναρτώνται και συμπλέκονται με την ουσία της υπόθεσης και την ορθότητα της επίδικης απόφασης, θα εξεταστούν μαζί με αυτή πιο κάτω (Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Προχωρώ λοιπόν σε επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:

«Εάν ένας αιτών ισχυριστεί ότι συνελήφθη σε διαδήλωση για πρώτη φορά στη ζωή του, θα προξενούσε έκπληξη η αδυναμία του να παράσχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με το πότε, πού και με ποιον τρόπο έλαβε χώρα η σύλληψή του, παρότι στην περίπτωση αυτή τίθεται το ζήτημα του βαθμού λεπτομέρειας που μπορεί εύλογα να αναμένεται. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με των λεγομένων της αιτήτριας στη συνέντευξη, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ με όλα τα ευρήματα καθώς και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως αυτά με λεπτομέρεια αναφέρονται στα ερ.70-72 της επίδικης έκθεσης και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται. Δεν έχω δε τίποτε να προσθέσω στα επιμέρους ευρήματα και παρατηρήσεις των καθ’ ων η αίτηση σχετικώς, τα οποία θεωρώ ορθά και απολύτως εύλογα, παρά μόνο να σημειώσω ότι το αφήγημα της αιτήτριας στερείται παντελώς και σε όλη του την έκταση κάθε ψήγματος βιωματικών στοιχείων και συνοχής, στερείται δε περαιτέρω και χρονικής συνέπειας. Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι η αιτήτρια απέτυχε από του να παραθέσει μια συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν έχει βιώσει την εμπειρία που αυτή παραθέτει, αφού, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν, δεν ήταν σε θέση τελικά να αναφέρει ένα σαφές χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβαν χώρα οι κατ’ ισχυρισμό παρενοχλήσεις αυτής από τον σύζυγο της θείας της, πόσες, πως αυτές εκδηλώνονταν, γιατί η θεία της δεν την πίστευε, πως έμαθε ότι η θεία της δεν ήταν μεγαλύτερη αδελφή της (από ποιόν και πότε) και γιατί, παρότι δεχόταν παρενοχλήσεις επί σειρά ετών, εντούτοις ουδέν συνέβη προς πραγμάτωση των ορέξεων του συζύγου της θείας της, και δεν εξήγησε λεπτομερώς γιατί αποφάσισε να φύγει από τη χώρα και δεν προσπάθησε απλά να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή, μακριά από τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη ή φορέα βλάβης της, σημεία τα οποία αναπόφευκτα διαβρώνουν σημαντικά την εσωτερική συνοχή των λεγομένων της.

Δεν κρίνω σκόπιμο, για σκοπούς αποφυγής επανάληψης, να αναφερθώ και πάλι σε όσα πιο πάνω καταγράφονται αναφορικά με τα επιμέρους σημεία εκ των οποίων διαβρώνεται η αξιοπιστία του αφηγήματος της αιτήτριας αλλά και τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, τα οποία καταγράφονται λεπτομερώς στην επίδικη έκθεση (ερ.70-72). Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας είναι η κατάληξη μου ότι τα ως άνω κενά αυτά παραμένουν και συνεπώς η αποδοχή των ισχυρισμών αυτών θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση τους.

Δεδομένης δε της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) και ορθώς δεν έγινε. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.». Σημειώνω βεβαίως ότι τα όσα ανέφερε η αιτήτρια συνάδουν αναμφισβήτητα με διαθέσιμες ΠΧΚ, οι οποίες παρατίθενται και πιο κάτω. Όμως η συμφωνία με ΠΧΚ κατά τ’ άλλα παντελώς στερούμενων εσωτερικής συνοχής ισχυρισμών δεν αρκεί βεβαίως για να καταστήσει αυτούς αξιόπιστους, στην απουσία λεγομένων που διατηρούν συνοχή και λεπτομέρεια.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Κινσάσα) και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί, σε συνάρτηση με το προφίλ της αιτήτριας.

Αναφορικά με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα εντοπίζονται τα εξής.

Έκθεση της Αυστριακής ACCORD (Νοέμβριος 2020) αναφέρει ότι στη ΛΔΚ οι γυναίκες είναι σαφώς αντικείμενο διακρίσεων.[1]

Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] […] Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[3]

[…]

[Οι] ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές [και] βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά. Στις χήρες και γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας […]». [4]

Σε έρευνα του DIS αναφέρεται ότι «[…] ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως.».[5]

Σε έκθεση του Danish Immigration Service (DIS), μετά από συνέντευξη με καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κινσάσα, αναφέρεται ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις. Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[6]

Αναφορά της UNFPA σημειώνει ότι η έμφυλη βία (GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη χώρα.[7] Μορφές βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εμπορία ανθρώπων, αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[8]

Παρά τα ως άνω στοιχεία, τα οποία αναμφισβήτητα δεικνύουν αυξημένο κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης γυναίκας χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, δεν θεωρώ ότι εν προκειμένω η αιτήτρια υπάγεται στο ως άνω προφίλ αυξημένου κινδύνου, δεδομένου ότι είναι ηλικίας περί των 26 ετών σήμερα, υγιής, με δευτεροβάθμια εκπαίδευση και χωρίς αλλά στοιχεία ευαλωτότητας. Αναφορικά δε με την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου, δεδομένου του ότι δεν αποδέχομαι τους ισχυρισμούς που αφορούν τόσο την οικογενειακή της κατάσταση, όσο και την κατ’ ισχυρισμό παρενόχληση της από τον σύζυγο της θείας της, δεν γίνεται δεκτό ότι η αιτήτρια στερείται παντελώς οικογενειακού δικτύου. Εξηγώ ότι, δεδομένου ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια περί του ότι η αδελφή της αποκαλύφθηκε τελικά ότι ήταν θεία της, ως εξηγείται και πιο πάνω, κατά την εξέταση του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίνω πως στερούνται εσωτερικής συνοχής, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια διατηρεί κάποιο οικογενειακό ή άλλου είδους υποστηρικτικό δίκτυο (σημειώνω ότι, ως η ίδια αναφέρει, διατηρεί επαφή με μέλη της εκκλησίας που τη βοήθησε να έρθει στην Κύπρο – ερ.36 – Χ5), το οποίο και αναμένεται να τη στηρίξει κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής, μέχρι αυτή να ορθοποδήσει και να είναι σε θέση να βιοποριστεί.

Τα ως άνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει προσωρινή έστω στέγαση και στήριξη και επαρκή βιοπορισμό κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν θα καθιστούσαν τη ζωή της ανυπόφορη και δεν θα την εξέθεταν σε κινδύνους ή πιθανή δίωξη που υπερβαίνουν τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο γενικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Σημειώνω ότι, ως και στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».

Αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας εντοπίζονται τα εξής.

Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[9] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης καθώς οι ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[10]

Στη βάση δεδομένων ACLED, για την περίοδο από 23/05/24 ως 23/05/25, καταγράφηκαν συνολικά 87 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 234 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 5 μάχες (με 14 ανθρώπινες απώλειες), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 ανθρώπινες  απώλειες), 54 διαδηλώσεις (χωρίς ανθρώπινες απώλειες) και 16 εξεγέρσεις (με 203  θάνατοι) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας.[11] Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [12]

Στη βάση των ως άνω δεδομένων είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Περαιτέρω δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, δεδομένου ότι δεν αποδέχομαι τους ισχυρισμούς της περί παρενοχλήσεως της από τον σύζυγο της θείας της όσο και ότι στερείται υποστηρικτικού δικτύου, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21). 

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα. Δεδομένου δε του ότι δεν εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας παρέλκει η περαιτέρω εξέταση στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ - Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), που εξετάζεται μόνο σε περιπτώσεις έκδοσης τέτοιας απόφασης, που δεν είναι η προκείμενη.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
 https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημ. πρόσβασης 19/07/23)

[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημ.  πρόσβασης 22/03/23)

[3] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[4] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf  παρα. 11, σελ. 41 (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)

[5] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ.  πρόσβασης 19/07/2023)

[6] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημ. πρόσβασης 21/07/23)

[7] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/23)

[8] Ό.π..

[9] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[10] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,   καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,     UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html,  USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency,  Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf,   και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο,   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[11] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians /  Riots / Protests), Custom Date Range: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa, [ημ. 28/05/25]

[12] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,

[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο