ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 929/24
16 Οκτωβρίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
Q. N. N.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Αν. Ιωαννίδου (κα) για Γ. Στυλιανού και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για την Αιτήτρια
Ν. Κουρσάρης (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 31/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Επίσης αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται η Αιτήτρια ως πρόσφυγας και/ή ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 02/05/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Στις 21/12/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας ενώπιον αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματος της για διεθνή προστασία. Μετά την συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερ. 30/01/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση στις 31/01/2024 και απέρριψε την αίτηση για διεθνή προστασία.
Στις 15/02/2024 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της Αιτήτριας για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν.
Στις 15/03/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στο Δικαστήριο.
Οι συνήγοροι της Αιτήτριας μέσω της γραπτής τους αγόρευσης εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος και των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, κατόπιν πλημμελούς και μη επαρκούς έρευνας, είναι πλήρως αναιτιολόγητη επί της ουσίας της και λήφθηκε υπό πραγματική και νομική πλάνη. Επιπλέον, είναι θέση τους ότι εσφαλμένα δεν δόθηκε στην Αιτήτρια το ευεργέτημα της αμφιβολίας και πως η Αιτήτρια δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας διότι η ομοφυλοφιλία διώκεται ποινικά στο Καμερούν και υπάρχει σημαντική πιθανότητα σε περίπτωση επιστροφής της να υποστεί εκτέλεση και /ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Τέλος, επισημαίνουν ότι η Αιτήτρια κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης διότι, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις της, αυτό που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της ήταν ο βιασμός της από άγνωστους κατά τη διάρκεια που η ίδια μαζί με την μητέρα της βρίσκονταν κυνηγημένες στους θάμνους αλλά και ο σεξουαλικός της προσανατολισμός, αφού διατηρούσε σχέση με μια κοπέλα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντικρούοντας τους ισχυρισμούς, υπέβαλε δια της γραπτής αγόρευσής του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ενώ η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που της αναλογεί. Ως εκ τούτου εισηγήθηκε όπως απορριφθεί η παρούσα προσφυγή και επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της παρούσας υπόθεσης στις 24/06/2025, η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε ότι θα προωθήσει μόνον τον λόγο ακύρωσης που αφορά την έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό της Αιτήτριας.
Δεδομένου του περιορισμού της υπό εξέταση προσφυγής στην έλλειψη δέουσας και λαμβάνοντας υπόψιν ότι σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο, προχωρώ στην εξέταση της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια κλήθηκε να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε (σε ελεύθερη μετάφραση): «Έφυγα από το Καμερούν λόγω της πολιτικής κρίσης. Στις 21 Μαρτίου 2021, ο πατέρας μου σκοτώθηκε από τον στρατό στο χωριό μου, στην περιοχή Pinyin στην Βορειοδυτική Επαρχία, επειδή του ζητήθηκε να αποκαλύψει το πού βρίσκεται ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν μέλος των αυτονομιστών μαχητών. Η μητέρα μου και εγώ αναγκαστήκαμε να τρέξουμε στις θαμνώδεις εκτάσεις, όπου μείναμε για μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Εκεί μας επιτέθηκαν τη νύχτα άγνωστα άτομα, όπου με βίασαν και μας πήραν όλα τα χρήματα. Η μητέρα μου αναγκάστηκε να βρει λύση για να μπορέσω να φύγω από τη χώρα και να πάω σε ένα μέρος όπου θα είμαι πιο ασφαλής και προστατευμένη».
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν, με περιοχή καταγωγής αλλά και προηγούμενης συνήθους διαμονής της το χωριό Pinyin στην ΒΔ Επαρχία του Καμερούν. Περαιτέρω, δήλωσε πως είναι ελεύθερη και καθολική χριστιανή. Όσον αφορά στην οικογένειά της, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε εξαιτίας της πολιτικής κρίσης του Καμερούν σε ένα τυχαίο γεγονός μετά από επιδρομή της Αστυνομίας στο χωριό τους, ενώ η μητέρα της ζει στην πόλη Bamenda. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι έχει δύο αδέρφια, ένα αδερφό και μία αδερφή, και ότι η αδερφή της απεβίωσε πέρσι. Ερωτηθείσα αν διατηρεί επικοινωνία, ισχυρίστηκε ότι δεν έχει συχνή επικοινωνία με την μητέρα της ή τον αδερφό της. Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό υπόβαθρο της ανέφερε πως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως προς την επαγγελματική της εμπειρία ισχυρίστηκε ότι δεν εργάστηκε ποτέ στην χώρα καταγωγής της.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.
Αναφορικά με το περιστατικό του βιασμού, η Αιτήτρια προέβαλε ότι έλαβε χώρα την ημέρα που απεβίωσε ο πατέρας της, τον Ιανουάριο του 2022, όταν αυτή και η μητέρα της λόγω των επεισοδίων βίας κατέφυγαν τις θαμνώδεις εκτάσεις για να κρυφτούν. Δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία ή τον αριθμό και/ή την ταυτότητα των δραστών, όμως ανέφερε ότι επρόκειτο για μεμονωμένο και τυχαίο περιστατικό. Κατόπιν, την επόμενη ημέρα δήλωσε πως κατέφυγε στην Γιαουντέ, όντας σε κατάσταση σοκ και μην μπορώντας να ανακαλέσει το πως έφτασε εκεί. Επιπλέον, δήλωσε ότι δεν κατήγγειλε το περιστατικό στις αρχές γιατί η κατάσταση στο χωριό ήταν τεταμένη. Ερωτηθείσα να περιγράψει το τι συναισθήματα της προκάλεσε ο βιασμός, απάντησε «δεν έχω συναισθήματά σχετικά με τον βιασμό». Ακολούθως, επισημάνθηκε στην Αιτήτρια μια αναντιστοιχία στις δηλώσεις της, αφού αρχικά ανέφερε ότι μετέβη στη Γιαουντέ την επομένη του βιασμού, ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε ότι έφτασε εκεί τον Φεβρουάριο του 2022. Σχετικώς, η Αιτήτρια εξήγησε ότι «το μόνο που θυμάται είναι ότι ο πατέρας της απεβίωσε τον Ιανουάριο» χωρίς περαιτέρω δηλώσεις.
Εν συνεχεία, η Αιτήτρια κλήθηκε να δώσει πρόσθετες πληροφορίες αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, δεδομένου ότι σε προηγούμενο στάδιο της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι είναι ομοφυλόφιλη. Εξήγησε ότι η συνειδητοποίηση προέκυψε μετά το τραυματικό περιστατικό του βιασμού, διότι όπως περιέγραψε, ένιωσε αποστροφή προς τους άντρες και αντίθετα έλξη για τις γυναίκες. Επίσης, δήλωσε ότι το 2016 οι αρχές της χώρας της ανακοίνωσαν γραπτώς ότι τα ομοφυλόφιλα άτομα δεν είναι αποδεκτά και επιπλέον είναι αντίθετη και με την κοινωνική πίεση που θέλει την γυναίκα να τεκνοποιεί. Ισχυρίζεται ότι μακριά από το Καμερούν νιώθει ελεύθερη, βρίσκεται σε μια ευτυχισμένη σχέση και δεν επιθυμεί να επιστρέψει γιατί δεν θα είναι αποδεκτή.
Στο τέλος της συνέντευξης η Αιτήτρια κλήθηκε να αποσαφηνίσει ορισμένες από τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε. Για την ακρίβεια, στην αίτηση της είχε αναφέρει ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε από τον στρατό επειδή αρνούνταν να παραδώσει τον αδερφό της ο οποίος ανήκε στους αποσχιστές Ambazonians. Εντούτοις, κατά την συνέντευξη ανέφερε ότι ο θάνατος του πατέρα της ήταν ένα τυχαίο γεγονός συνεπεία των εχθροπραξιών που λάμβαναν χώρα, ενώ ο αδερφός της είναι 13 χρονών και πηγαίνει σχολείο στη Γιαουντέ. Απέναντι στις ανακρίβειες, η Αιτήτρια δήλωσε πως «δεν θέλει να μιλήσει γι΄ αυτά» και πως «δεν θυμάται». Ομοίως, στην αίτησή της είχε αναφέρει ότι έμεινε στο δάσος για κάποιους μήνες, ενώ κατά την συνέντευξή ανέφερε ότι έφυγε την επόμενη του βιασμού. Τέλος, ερωτηθείσα γιατί δεν ανέφερε στην αίτησή της ότι είναι ομοφυλόφιλη, πάρα μόνο το επικαλέστηκε στην συνέντευξη, η Αιτήτρια προέβαλε ότι στην Κύπρο ξεκίνησε να νιώθει έτσι και φοβόταν να το αναφέρει, ενώ αμέσως μετά προσέθεσε πως άρχισε να έχει συναισθήματα για τις γυναίκες στην ηλικία των 14. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο προηγουμένως είχε αναφέρει ότι πρώτη φορά το συνειδητοποίησε μετά τον βιασμό, ενώ αργότερα επικαλέστηκε ότι είχε αισθήματα ήδη από την εφηβεία της, απάντησε ότι στην εφηβεία της είχε πράγματι μια σωματική έλη με την ξαδέρφη της, αλλά δεν μπορούσε να το εξηγήσει παρά μόνον όταν έπεσε θύμα βιασμού.
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του τρεις (3) ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας.
1) Ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή και προφίλ του
2) Ισχυριζόμενος βιασμός της εξαιτίας του οποίου έγινε ομοφυλόφιλη
3) Εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού
Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, αφού κρίθηκε ως αξιόπιστος στο σύνολό του, τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. Αντιθέτως, ο δεύτερος και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έτυχαν αποδοχής επί τη βάση των ακόλουθων ευρημάτων.
Όσον αφορά στον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε συνέβη ο ισχυριζόμενος βιασμός της και να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες όσον αφορά το θέμα αυτό. Επίσης, ασαφής ήταν και όσον αφορά ποιοι την βίασαν και πόσα άτομα ήταν εμπλεκόμενα στον ισχυριζόμενο βιασμό της. Ομοίως, ανεπαρκείς ήταν και οι πληροφορίες σχετικά με το τι προηγήθηκε της ημέρας του βιασμού της. Επιπρόσθετα, είναι θέση των Καθ’ ων ότι ελλιπείς ήταν και οι δηλώσεις της όσον αφορά στα συναισθήματα της σε σχέση με το περιστατικά του ισχυριζόμενου βιασμού της και που προκλήθηκαν σε αυτήν, καθώς δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκές, λεπτομερείς και ακριβείς πληροφορίες. Όπως επισημαίνουν, εύλογα αναμενόταν από την Αιτήτρια να περιγράψει με λεπτομέρεια και ακρίβεια τα συναισθήματα που προκλήθηκαν σε αυτήν, αφού ο ισχυριζόμενος βιασμός της αποτελεί το λόγο που άλλαξε η κοσμοθεωρία της, μίσησε τους άνδρες και άλλαξε την σεξουαλική της προσέγγιση.
Επίσης, οι Καθ’ ων παρατηρούν την έλλειψη σαφήνειας και χρονικής συνέχειας στο αφήγημα της Αιτήτριας όσον αφορά τον χρόνο του περιστατικού του θανάτου του πατέρα της και του ισχυριζόμενου βιασμού της. Αρχικά, όπως εξηγούν, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό του θανάτου του πατέρα της, της φυγής της στο δάσος και ο ισχυριζόμενος βιασμός της έγιναν την ίδια μέρα κατά τον Ιανουάριο του 2022. Επίσης, σε ερωτήσεις που της τέθηκαν όσον αφορά το πόσο καιρό έμεινε στο δάσος και που πήγε στην συνέχεια, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έμειναν στο δάσος μόνο μία μέρα και το μόνο που θυμάται μετά από αυτό είναι ότι βρέθηκε στη πόλη Yaounde τον Φεβρουάριο του 2922, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πως βρέθηκε εκεί, δήλωση η οποία, σύμφωνα με τους Καθ’ ων, στερείται ευλογοφάνειας, αφού δεν είναι λογικό κάποιος να γνωρίζει πότε έφυγε από ένα τόπο αλλά να μην γνωρίζει πως έφυγε εκεί. Η δήλωση της αυτή, επίσης, παρουσιάζει αντίφαση και χρονική ασυνέχεια στα λεγόμενα της αφού αναμενόταν η μετάβαση της στη Yaounde να έγινε την επόμενη μέρα των δύο περιστατικών που ισχυρίστηκε ότι συνέβησαν τον Ιανουάριο του 2022 (θάνατος πατέρα και βιασμός) και όχι τον Φεβρουάριο του 2022, όπως ανέφερε οδηγώντας τον εαυτό της σε αντίφαση.
Επιπρόσθετα, οι Καθ’ ων υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις όσον αφορά στους αρχικούς ισχυρισμούς της στην αίτηση διεθνούς προστασίας με τα όσα ανάφερε κατά την συνέντευξη. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνουν, στην αίτησή της ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της δολοφονήθηκε από τον στρατό λόγω του ότι του ζητήθηκε να καταδώσει τον γιο του λόγω του ότι (ο τελευταίος) ήταν μέλος των αποσχιστών μαχητών, ενώ κατά την διάρκεια της συνέντευξης ανέφερε ότι ο θάνατος του πατέρα της ήταν ένα τυχαίο γεγονός και όχι προσωπικό αφού υπήρξαν πολλοί νεκροί εκείνοι την μέρα, αλλά και ο αδερφός της ανάφερε ότι είναι 13 χρονών ανήλικος μαθητής στην Yaounde και όχι μέλος των Ambazonians. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια ήταν αντιφατική και ως προς την περίοδο διαμονής της στο δάσος μετά την δολοφονία του πατέρα της. Στην μεν αίτηση ισχυρίστηκε ότι διέμεινε στο δάσος για μερικούς μήνες μέχρι που μία νύκτα δέχθηκαν επίθεση από αγνώστους, και έπεσε θύμα τόσο ληστείας όσο και βιασμού, ενώ κατά την διάρκεια της συνέντευξης, ανέφερε ότι ο θάνατος του πατέρα της, η φυγή τους στο δάσος και ο ισχυριζόμενος βιασμός της έγιναν όλα την ίδια μέρα και ότι στο δάσος παρέμεινε μόνο για μία μέρα.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, είναι θέση των Καθ΄ ων ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.
Όσον αφορά στον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, είναι θέση των Καθ΄ ων ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε πολλαπλές αντιφάσεις και η αφήγησή της χαρακτηρίζεται από έλλειψη πληροφοριών και ευλογοφάνειας. Αρχικά, επισημαίνουν ότι η Αιτήτρια συνέδεσε την σεξουαλικής της ταυτότητα με το χρονικό σημείο του βιασμού της, ότι δηλαδή εξαιτίας αυτού καλλιέργησε μίσος κατά των ανδρών και κατ’ επέκταση έκανε στροφή στην ομοφυλοφιλία. Ωστόσο, σε επόμενο σημείο, αλλάζοντας τα λεγόμενα της, σε ερώτηση που δέχθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό όσον αφορά το λόγο που δεν αναφέρθηκε στην σεξουαλικότητά της στην φόρμα αίτησης διεθνούς προστασίας, παρατηρούν ότι υπέπεσε σε αντίφαση, αφού ισχυρίστηκε ότι άρχισε να νοιώθει λεσβία εδώ στην Κύπρο αλλά φοβήθηκε να το αναφέρει λόγω του φόβου της.
Επίσης, αλλάζοντας τα λεγόμενα της για ακόμα μια φορά, σε πρόσθετη διευκρινιστική ερώτηση υπέπεσε σε επιπλέον αντίφαση αναφέροντας ότι ξεκίνησε να έχει αυτά τα αισθήματα από την ηλικία των 14 ετών. Σύμφωνα με τους Καθ’ ων οι πιο πάνω δηλώσεις της στερούνται ευλογοφάνειας, καθώς «ένα γνήσιο και αυθεντικό μέλος της LGBTQ κοινότητας θα ήταν σε θέση να απαντήσει λεπτομερώς και με ακρίβεια όσον αφορά το πότε έγινε μέλος της LGBTQ κοινότητας και το πως οδηγήθηκε σε αυτό». Τέλος, όσον αφορά το ενδεχόμενο δίωξής της από τα αρχές της χώρας της, οι Καθ’ ων υπογραμμίζουν ότι βάσει της ελάχιστης απαραίτητης λογικής, θα αναμενόταν εύλογα από την Αιτήτρια να αναφερθεί στην ποινική δίωξη που έχει η LGBTQ κοινότητα από το σύστημα του Καμερούν και όχι να αρκεστεί μόνο σε γενικές δηλώσεις ότι «θα αναγκαστεί από την κοινωνία να κάνει παιδιά».
Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζουν ότι εφόσον το μέρος του αιτήματος της που αφορά τον ισχυριζόμενο βιασμό δεν έγινε αποδεκτό (δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός), γενεσιουργός αιτία της μετατροπής της σε ομοφυλόφιλη, κατά συνέπεια δεν γίνεται αποδεκτός και ο τρίτος ισχυρισμός της ότι αποτελεί μέλος της LGBTQ κοινότητας και λόγω αυτής της ιδιότητας της θα διωχθεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.
Ως προς δε την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, με παραπομπή σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι Καθ’ ων επιβεβαιώνουν ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί ποινικό αδίκημα στο Καμερούν και τα άτομα της LGBTQ κοινότητας υφίστανται συστημικές διακρίσεις και βία, εντούτοις, λόγω του ότι η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν θεμελιώθηκε, ο υπό κρίση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Υπό το φως των ανωτέρω, στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με το προσωπικό της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και περιοχή συνήθους διαμονής της, και λαμβανομένων υπόψιν πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, και συγκεκριμένα στο χωριό Pinyin, όπου διέμενε η Αιτήτρια στην χώρα καταγωγής της, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της Αιτήτριας σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας, δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν δικαιούταν να της χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι βάσει των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στις περιοχές του Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, καταδεικνύεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια της Αιτήτριας, λόγω αδιάκριτης βίας απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στις αγγλόφωνες περιοχές και δη στην Βορειοδυτική Επαρχία, καθώς λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια δεν απέδειξε ότι οι προσωπικές της περιστάσεις αυξάνουν τις πιθανότητες να διατρέξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλειά της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, λόγω αδιάκριτης βίας στο πλαίσιο εσωτερικής σύγκρουσης. Επομένως, η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για καθεστώς επικουρικής προστασίας.
Συγκεκριμένα, ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, επισημαίνουν ότι πρόκειται για άμαχο πολίτη, η οποία αναμένεται να επιστρέψει στο Βορειοδυτικό Καμερούν. Είναι άτομο ενήλικο, υγιές ενώ ομιλεί την Αγγλική γλώσσα και την διάλεκτο Pinyin. Συνεπώς, δεν προκύπτουν στοιχεία πως σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, θα κινδυνεύσει η ζωή ή η σωματική της ακεραιότητα λόγω της παρουσίας της και μόνο εκεί.
Υπό το φως των ανωτέρω σημείων που έχω αναλύσει, κρίνω ότι ορθά και εμπεριστατωμένα οι Καθ’ ων η Αίτηση αξιολόγησαν το αίτημα της Αιτήτριας και κατέληξαν στη μη υπαγωγή της σε προσφυγικό καθεστώς και στη συνέχεια στη μη παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, και η αιτιολόγηση της συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Η Αιτήτρια δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία στο Δικαστήριο για να ανατρέψει το εύρημα αναξιοπιστίας των Καθ’ων η Αίτηση, ενώ οι συνήγοροί της στην γραπτή τους αγόρευση δεν υπέδειξαν κανένα σημείο το οποίο σύμφωνα με τους ίδιους να έχει αξιολογηθεί λανθασμένα.
Κατά τα παραπάνω, δεν μπορεί να παραχωρηθεί στην Αιτήτρια ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάσει των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό τις εκεί προβλεπόμενες μορφές.
Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Από επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν προκύπτουν τα ακόλουθα:
Αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC (Rule of Law in Armed Conflict): «Το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) κατά της Boko Haram στο Far North και εναντίον αριθμού αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων, που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες.».[1] Πιο συγκεκριμένα, από πληροφορίες στην ίδια πηγή, προκύπτουν τα ακόλουθα[2]:
«Υπάρχουν αρκετές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. [...] Από τον Μάιο του 2018, οι εχθροπραξίες εντάθηκαν μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των αγγλόφωνων αυτονομιστών μαχητών, καθώς οι τελευταίοι άρχισαν να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις σε νέες περιοχές, όπως η Buea και το Limbe. Καθώς οι αντίπαλες ομάδες έγιναν πιο επιθετικές, τα κρατικά στρατεύματα αντέδρασαν με επιθέσεις σε μαχητές και πολίτες. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω στα μέσα του 2018 [..]. […] Το 2019, οι περιπτώσεις ένοπλων εχθροπραξιών αυξήθηκαν. […] Ενώ η βία εντάθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2021, προκαλώντας μεγάλες απώλειες αμάχων. [..] Τον Φεβρουάριο, έλαβαν χώρα αρκετές ένοπλες αντιπαραθέσεις μεταξύ των αυτονομιστικών δυνάμεων και του κρατικού στρατού και συνεχίστηκαν τον Μάρτιο. Ωστόσο, η βία μειώθηκε τον Απρίλιο του 2021. […] Η παρατεταμένη βία συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια του 2021 [..]. Οι αυτονομιστικές ομάδες, όταν επιτίθενται σε στρατιωτικούς στόχους, χρησιμοποιούν συχνά αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς (IED). Στις αρχές του 2022, η βία συνεχίστηκε, αν και σε χαμηλότερο επίπεδο. Τον Φεβρουάριο του 2022, ωστόσο, η βία ήταν στα ύψη [..]. […] Τον Σεπτέμβριο του 2022, η κυβέρνηση τερμάτισε αιφνιδίως μια [.] ειρηνευτική διαδικασία με τις αυτονομιστικές ομάδες. Στις 10-14 Οκτωβρίου 2022, αγγλόφωνες αυτονομιστικές ομάδες και η κυβέρνηση διεξήγαγαν ειρηνευτικές συνομιλίες [..]. Στο μεταξύ, η κοινωνία των πολιτών οργάνωσε διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα, καλώντας για ειρήνη στις αγγλόφωνες περιοχές.»
Σύμφωνα δε, με τη Δικαστική Ανάλυση για το Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (EASO, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29-30), «ακόμη και αν» ο Αιτητής «μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του» (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), «το «δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν» ο Αιτητής «δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας», καθώς επίσης, «[ό]ταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτούντος ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής».
Εν προκειμένω, ως περιοχή επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, θεωρείται ο τόπος καταγωγής της, ήτοι το χωριό Babungo στη Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν (όπου μεγάλωσε και ζούσε με για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα). Όσον αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης στην εν λόγω τοποθεσία, σημειώνεται ότι, με βάση τα δεδομένα και στοιχεία αναφορικά με την κατάσταση στις αγγλόφωνες περιφέρειες του Καμερούν (ως παρατίθενται ανωτέρω), δεν διαφαίνεται ότι αυτή είναι ανέφικτη, ούτε πως οι οδικές διαδρομές προς τα εκεί έχουν αποκοπεί/επηρεαστεί.
Όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν (με βάση τα περιστατικά βίας που καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων ACLED, ως διαδηλώσεις, μάχες, εξεγέρσεις, βία κατά των πολιτών και εκρήξεις / εξ αποστάσεως βία), παρατηρείται ότι εντός του 2024, τα περιστατικά βίας στην εν λόγω περιφέρεια διακυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στα 22 περιστατικά ανά βδομάδα, ενώ κατά τις τελευταίες 5 εβδομάδες του 2024, ήταν σαφώς μειωμένα και διακυμάνθηκαν κατά μέσο όρο στα 2 περιστατικά ανά βδομάδα.[3]
Ειδικότερα, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας (γενικότερα) στη Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), κατά την περίοδο 13/01/2024-10/01/2025 καταγράφηκαν συνολικά 1099 περιστατικά ασφαλείας και 522 θάνατοι, εκ των οποίων, 690 περιστατικά αφορούσαν βία κατά των πολιτών (με 170 θανάτους), τα 322 αφορούσαν μάχες (με 322 θανάτους), τα 42 αφορούσαν περιστατικά εκρήξεων / εξ αποστάσεως βίας (με 24 θανάτους), τα 26 αφορούσαν εξεγέρσεις (με 4 θανάτους) και τα 19 αφορούσαν διαδηλώσεις (με 2 θανάτους).[4] Σημειώνεται δε, ότι ο πληθυσμός της Βορειοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν καταγράφεται στο 1.968.600 κατοίκους (σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2015[5]).
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 20/07/24 έως τις 18/07/25, στην επαρχία North West, σημειώθηκαν συνολικά 530 περιστατικά ασφαλείας (288 θάνατοι), εκ των οποίων 360 κωδικοποιήθηκαν ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (115 θάνατοι), 147 ως περιστατικά μαχών (160 θάνατοι), 13 ως περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (8 συνδεόμενοι θάνατοι), 7 ως περιστατικά αναταραχών (3 θάνατοι) και 3 ως διαμαρτυρίες (2 συνδεόμενοι θάνατοι).[6]
Εκ των ανωτέρω στοιχείων και δεδομένων, παρόλο που σημειώνονται αρκετά περιστατικά βίας/ασφαλείας στη Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν και από την εν λόγω κατάσταση που επικρατεί, προκύπτει ότι υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στις αγγλόφωνες περιφέρειες του Καμερούν, εντούτοις, από τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω περιφέρεια (και αντίστοιχα, στον τόπο καταγωγής/επιστροφής της Αιτήτριας εκεί), δεν διαπιστώνεται ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για την Αιτήτρια να αντιμετωπίσει, με την επιστροφή της, σοβαρή και προσωπική απειλή υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), εφόσον η κατάσταση που επικρατεί στην εν λόγω περιοχή επιστροφής της στο Καμερούν δεν ανάγεται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.
Επικουρικά, λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας για την αξιολόγηση του προσωπικού κινδύνου που θα αντιμετωπίσει ως άμαχη αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, ήτοι ότι είναι ενήλικη, υγιής, με επαρκή εκπαίδευση, χωρίς σημεία ευαλωτότητας ή ζητήματα υγείας, με εργασιακή εμπειρία στη χώρα της, καθώς και με οικογενειακό δίκτυο στην περιοχή επιστροφής της, η οποία διαβίωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο τόπο καταγωγής της, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, καταλήγω ότι δεν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι στο πρόσωπο της Αιτήτριας, ώστε να πιστεύεται ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για να της παραχωρηθεί συμπληρωματική προστασία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights (RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts), Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 15/01/2025]
[2] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights (RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts), Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 15/01/2025]
[3] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Trendfinder, Last updated: 10 January 2025, https://acleddata.com/trendfinder/ [ημερ. πρόσβασης 15/01/2025]
[4] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 15/01/2025]
[5] City Population, Cameroon – Regions: Nord-Oueste (Region) [Table], 02/03/2020, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερ. πρόσβασης 15/01/2025]
[6] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/08/2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο