Μ.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. T 1200/24, 24/10/2025
print
Τίτλος:
Μ.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. T 1200/24, 24/10/2025

Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας

                                                                             Υπόθεση  αρ. T 1200/24

24   Οκτωβρίου  2025

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ ΔΔΔΔΠ]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ.Β. από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό και τώρα στην Λευκωσία

                                                                                                     Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας

                                                                                       Καθ΄ ων η Αίτηση

 

Ι. Ιάσωνος (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Κ.Ιμανίμης  (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που του επιδόθηκε στις 20/11/2024 (παράρτημά Α).

Ειδικότερα αιτείται :

« Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), δια της οποίας οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή για την αναγνώριση του ως πρόσφυγα ή την παραχώρηση του καθεστώτος της διεθνούς προστασίας, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και αδικαιολόγητη, είναι αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

Β. Έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Γ. Οποιαδήποτε άλλη και ή περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει δίκαιη, εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

Δ. Δικηγορικά Έξοδα και πλέον έξοδα επίδοσης

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 17/06/2020 αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.

Στις 17/06/2020, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση υποβολής αιτήματος Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection) από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Πάφου.

Στις 04/10/2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη (interview) του Αιτητή στις Κεντρικές Φυλακές.

Στις 18/10/2024, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή.

Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 21/10/2024 και για έκδοση απόφασης επιστροφής στο Κονγκό.

Στις 14/11/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του αλλοδαπού του αλλοδαπού, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 14/11/2024.

 Στις 16/10/2024, ο αιτητής συμπλήρωσε αίτημα για επανάνοιγμα του φάκελου του αλλοδαπού για παροχή Διεθνούς Προστασίας.

Στις 19/11/2024 Αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το Αίτημα για επανάνοιγμα του φάκελου του Αιτητή για παροχή Διεθνούς Προστασίας.

 Στις 20/11/2024, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του Λειτουργού σχετικά με την Μεταγενέστερη Αίτηση του αιτητή  με την οποία  εισηγείται όπως η Μεταγενέστερη Αίτηση του κριθεί απαράδεκτη και αποφάσισε την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 Στις 20/11/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του αλλοδαπού, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 05/12/2024

 Στις 18/12/2024, καταχωρήθηκε η Προσφυγή  αριθμόν 11200/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Δ.Δ.Δ.Π.) με αριθμό υπόθεσης Δ.Δ.Π. Τ1200/24.  

 

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ

 

Η  συνήγορος του Αιτητή  προβάλλει πλείονες λόγοι ακύρωσης,(26 λόγους ακύρωσης ) οι οποίοι καταγράφονται με γενικό και αόριστο τρόπο. Ωστόσο από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται προκύπτει ασάφεια και ως προ το ποια απόφαση ήθελε προσβάλλει καθότι οι λόγοι ακύρωσης αφορούν την ουσία της απόφασης που εξετάστηκε στην αρχική αίτηση του Aιτητή ημερ. 17/7/2020, η οποία απορρίφθηκε στις 18/10/2024 και επιδόθηκε στον Αιτητή στις 21/10/2024  

Ειδικότερα προβάλλει πως στην παρ. 14 της εναρκτήριας αίτησης πως λανθασμένα/παράνομα και /ή αυθαίρετα κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης από τις αρχές της χώρας του και /ή από άλλες οργανώσεις τα μέλη των οποίων είναι γνωστά στις αρχές της χώρας του και /ή βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη .

Κατά τη ακρόαση  η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει το ισχυρισμό περί κατάχρησης εξουσίας καθότι δεν δόθηκε η ευκαιρία  στον Αιτητή να ασκήσει το δικαίωμα του να ακουστεί στο Δικαστήριο εφόσον είχε δικαίωμα να προσφύγει εναντίον της απόφασης επί της αρχικής του αίτησης εντός 30 ημέρων από την επίδοση της. Ωστόσο εκδόθηκε απόφαση επί της αρχικής του αίτησης και πριν εκπνεύσει η προθεσμία των 30 ημέρων εκδώσαν νέα απόφαση επί της μεταγενέστερης. Πρόσθεσε πως πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέτασης της αρχικής αίτησης του Αιτητή ήτοι 21/10/24 αυτός υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στις 16/10/24,την οποία δεν έπρεπε να εξετάσουν οι Καθ΄ων η αίτηση. Περαιτέρω προβάλλει πως η υπογραφή στην επιστολή απόρριψης που αφορά στη απόφαση ημερ. 20/11/24 δεν ανήκει στον Αιτητή. Ωστόσο το ζήτημα της υπογραφής εξετάστηκε κατόπιν ερωτήσεων που το δικαστήριο απεύθυνε στο ίδιο τον Αιτητή ο οποίος επιβεβαίωσε πως η υπογραφή ήταν δική του.      

 

Πάρα την διαδικασία που προβλέπεται αναφορικά με την εξέταση των αποφάσεων επί των μεταγενέστερων αιτήσεων δυνάμει της εξουσίας του, το Δικαστήριο,

(βλ. Κ.3 (ε) του ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ) (ΑΡ. 4) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2022 :

«3. (ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί: (i) 12Βτετράκις(2)(δ), (ii) 12Βτρις, Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής: Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ’ ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.». )

 

κάλεσε και την πλευρά των Καθ΄ ων  η αίτηση για να ακούσει την θέση τους αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου Περαιτέρω το Δικαστήριο ζήτησε από την συνήγορο του Αιτητή να τοποθετηθεί σε ποια νομική βάση στηρίζει τους ισχυρισμούς της σχετικά με το αιτητικό της προσφυγής .

Η συνήγορος επέμεινε στον ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας ότι η  Υπηρεσία Ασύλου δεν έπρεπε να εξετάσει την μεταγενέστερη αίτηση και να εκδώσει απόφαση  καθότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τον Αιτητή να προσβάλει την αρχική του αίτηση εντός 30 ημέρων.

Ο συνήγορος που εκπροσωπεί τους καθ΄ων η αίτηση προέβαλε πως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή υποβλήθηκε δια τηλεομοιότυπου στις 17/10/24 και ότι αυτοβούλως ο Αιτητής  απόσεισε το δικαίωμα του να προσφύγει στο Δικαστήριο και να προσβάλει την απόφαση στην αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, συνεπώς η απόφαση ημερ. 21/10/24 κατέστη τελική.  Περαιτέρω υποστηρίζει πως η μεταγενέστερη απόφαση λήφθηκε υπόψη και εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου μετά την έκδοση απόφασης επί της αρχικής αίτησης καθότι η εξέταση της από τον αρμόδιο λειτουργό διενεργήθηκε μετά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης του Αιτητή.     

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρό­τητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κά­ποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγό­μενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Η συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην ενακτήρια  αίτηση του που αφορούν τους ισχυρισμούς του Αιτητή στα επί της ουσίας ζητήματα και όχι επί των νομικών ζητημάτων αναφορικά με την Μεταγενέστερη αίτηση.  Ωστόσο οι μόνοι νομικοί ισχυρισμοί που προωθήθηκαν δια της προφορικής του αγόρευσης δεν είναι δικογραφημένοι.

Περαιτέρω αναφορικά με το αιτητικό Β κρίνω ότι εκ φεύγει των εξουσιών του δικαστηρίου καθότι ενώπιον του προσβάλλεται η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή όπου ο νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις δυνάμει των οποίων αποφασίζεται κατά ποσό υποβλήθηκαν νέα στοιχεία από τον Αιτητή  ικανά να οδηγήσουν στην ενεργοποίηση  των προνοιών του άρθρου  άρθρου 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου:

 

«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη  αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

ως τέτοια

 

Συνεπώς το Δικαστηρίου περιορίζεται να εξετάσει κατά πόσο  έχουν καταστρατηγηθεί οι εν λόγω πρόνοιες και να ακυρώσει την προσβαλλομένη.  

Συνεπώς το αιτητικό Β απορρίπτεται.

Περαιτέρω αναφορικά δε με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί χρηστής διοίκησης  όσο και της παραβίασης της δικαιολογημένης πίστης του διοικουμένου επειδή παραβιάζεται το άρθρο 146 Συντάγματος, αυτοί προβλήθηκα εκ των ύστερων κατά την ακροαματική διαδικασία και πάρα το ότι καταστρατηγείται ο κανονισμός 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, που προϋποθέτει  οι νομικοί λόγοι να αναφέρονται πλήρως ενώ δόθηκε η ευκαιρία στη συνήγορο να προβάλει την νομική βάση σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο στην οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί της, αυτή δεν το έπραξε.  

Εξάλλου αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ  και το άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν έχω αντιληφθεί πως αυτά παραβιάζονται εφόσον η απόφαση επί της αρχικής αίτησης διεθνούς προστασίας ημερ.21/10/24, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 14/11/24  και όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου και δεν αμφισβητήθηκε ( βλ. ερ.167 του Δ.Φ), επεξηγήθηκε το αποτέλεσμα της εξέτασης από την Υπηρεσία Ασύλου, ως επίσης του γνωστοποιήθηκε το δικαίωμα του να προσφύγει εντός 30 ημέρων από την γνωστοποίηση εναντίον της απόφασης καταχωρώντας προσφυγή στο Διοικητικό δικαστήριο Διεθνούς προστασίας. Αντί αυτού ο Αιτητής προτίμησε να προσβάλει την παρούσα απόφαση επί της (Μεταγενέστερης Αίτησης) του  προβάλλοντας  νομικούς ισχυρισμούς που αφορούν στην αρχική του αίτηση και απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

Περαιτέρω ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης πίστης του διοικουμένου επειδή θα  δεν έπρεπε κατά την συνήγορο του Αιτητήη Υπηρεσία Ασύλου να εξετάσει την Μεταγενέστερη αίτηση, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω στη απόφαση μου, δεν αιτιολογείται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, πάρα το ότι δόθηκε το δικαίωμα  στη συνήγορο του Αιτητή να προβάλλει κατά την ακροαματική διαδικασία ποιες ρυθμίσεις του περί Προσφύγων Νόμου παραβιάστηκαν βλ.   (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 24/2024) ημερ.  17 Ιουλίου, 2025 MILON  KUMAR PAL και  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ απόσπασμα της οποίας παραθέτω πιο κάτω:

 

“Ορθά, βρίσκουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ψέγει το περιεχόμενο των λόγων ακυρώσεως, ως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντα ως «γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς», 

Συνεπώς το Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει στην εξέταση του ζητήματος κατά ποσό η Μεταγενέστερη αίτηση ήταν πρόωρη και δεν θα έπρεπε να εξεταστεί από την Υπηρεσία Ασύλου ή να εξεταστεί αφού παρέλθουν οι 30 μέρες από την επίδοση στον Αιτητή της αρχικής απόφασης ημερ. 21/10/24, καθότι για την σκοπούς ίσης μεταχείρισης των διαδίκων θα έπρεπε να εξετάσει και κατά πόσο ήταν αυτή καταχρηστικά υποβαλλόμενη  από μέρους του Αιτητή.

Συναφώς, οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται.

Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα ύψους €1000 εναντίον του Αιτητή και υπερ των Καθ΄ων η αίτηση.

 

 

 

                                       Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο