S. G. S. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ155/2025, 8/10/2025
print
Τίτλος:
S. G. S. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: Τ155/2025, 8/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: Τ155/2025

 

8 Οκτωβρίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. G. S.

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

(Παρών ο διερμηνέας κος F. Elesse για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 18/03/2025 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτηση της για παροχή προς αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία της Αιτήτριας η οποία εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, πρόκειται για ενήλικη, υπήκοο των Φιλιππίνων και κάτοχος διαβατηρίου, η οποία αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας στις 17/06/2011. Εννέα (9) χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 05/10/2020 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Την 14/04/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 09/07/2021 ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας κρίνοντας ότι δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για παροχή διεθνούς προστασίας. Ακολούθως στις 16/07/2021, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου απεστάληκε ταχυδρομικώς προς την Αιτήτρια στις 04/10/2021 και εφόσον η Αιτήτρια δεν άσκησε το δικαίωμά της σε πραγματική προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου, η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατέστη τελεσίδικη.

 

Την 17/03/2025, η Αιτήτρια συμπλήρωσε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της /μεταγενέστερο αίτημα ασύλου, ισχυριζόμενη ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της λόγω του ότι παντρεύθηκε έναν Σύρο άνδρα και μεταστράφηκε στον μουσουλμανισμό, ωστόσο τα τέκνα της δεν αποδέχθηκαν τον γάμο.

 

Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 17/03/2025, συνέταξε σχετικό Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, σύμφωνα με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, καθώς αυτή υποβλήθηκε για καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δεδομένου του ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία που να αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής της. Κατόπιν εξέτασης αυτού, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη.

 

Με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18/03/2025, γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια η απόφαση απόρριψης του μεταγενέστερου αιτήματός της μαζί με την αιτιολογία αυτής, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε δια χειρός την ίδια ημέρα θέτοντας την υπογραφή της και αφού το περιεχόμενο της της επεξηγήθηκε μέσω διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από την ίδια.

 

Εμπρόθεσμα καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αυτοπροσώπως.

 

Μέσω της αίτησης ακυρώσεως η Αιτήτρια προωθεί πραγματικούς ισχυρισμούς για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενη αυτολεξεί «Δε μπορώ να επιστρέψω στη χώρα μου διότι παντρεύτηκα Σύρο και έγινα μουσουλμάνα και δε θα το δεχτούν αυτό, διότι είναι Χριστιανοί. Αν επιστρέψω η ζωή μου κινδυνεύει από αυτούς.».

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου η Αιτήτρια, επανέλαβε ότι λόγω του γάμου της με Σύρο πολίτη μετεστράφη στο μουσουλμανισμό, γεγονός που η οικογένειά της δεν αποδέχεται. Απαντώντας σε ερωτήματα του Δικαστηρίου η Αιτήτρια ανέφερε πως στη χώρα της δεν υπάρχουν κυρώσεις για την αλλαγή θρησκείας επισημαίνοντας πως το πρόβλημα θα το αντιμετωπίσει από την οικογένειά της. Σχετικά με το γάμο της με τον Σύρο άνδρα, ο οποίος είναι επίσης αιτητής ασύλου, ανέφερε πως σύναψαν γάμο σε τζαμί, ένα χρόνο προηγουμένως χωρίς να προσδιορίσει με ακρίβεια τη χρονική στιγμή και να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς την μεταστροφή της στο μουσουλμανισμό.

 

Έχω ακούσει με προσοχή τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου. Θεωρώ ορθό όπως αναφέρω αρχικά το νομικό πλαίσιο (άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου) εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις.

 

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i) Μεταγνέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον-

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

 

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[..]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

Θεωρώ χρήσιμο στη συνέχεια όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Η Αιτήτρια στην αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας το 2020 ανέφερε ως λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της το γάμο της με άνδρα αραβικής καταγωγής και για αυτό το λόγο τα τέκνα της δεν την αποδέχονται καθότι είναι χριστιανή. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί και να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον στα τέκνα της. Στην Κυπριακή Δημοκρατία δήλωσε πως εργάζεται περιστασιακά σε εργασίες μερικής απασχόλησης και θεωρεί πως επιστρέφοντας στις Φιλιππίνες θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες. Όταν ερωτήθηκε αναφορικά με το γάμο της δήλωσε πως τον Αύγουστο του 2020 παντρεύθηκε έναν Σύρο, ο οποίος είναι μουσουλμάνος, και τότε πρόσθεσε πως ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν επιστρέφει στη χώρα καταγωγής της είναι ο εν λόγω γάμος ως είχε αναφέρει στην αίτησή της. Παράλληλα, δήλωσε πως κατά το χρόνο της συνέντευξης είχε καλές σχέσης με την οικογένειά της και η μητέρας είχε αρχίσει σταδιακά να αποδέχεται το γάμο της.

 

Στη βάση των πιο πάνω και μετά από την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας εφόσον κρίθηκε πως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας ή για να της χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Με την μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια προβάλει εκ νέου το γάμο της με τον Σύρο πολίτη και την μη αποδοχή του από τα τέκνα της, λόγω της αλλαγής της θρησκείας της σε μουσουλμάνα (ερ. 50 του διοικητικού φακέλου, στο εξής «ΔΦ»).

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στο Σημείωμα /Εισήγηση ημερομηνίας 17/03/2025, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη στη βάση της ακόλουθης ανάλυσης. Η Αιτήτρια κατά τη μεταγενέστερη αίτησή της επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς και ως εκ τούτου δεν προέβαλε νέα στοιχεία σχετικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας του αιτήματος ασύλου. Καταλήγοντας πως σκοπός της ήταν η καθυστέρηση της διαδικασίας επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής της για διεθνή προστασία, αλλά επανέλαβε όσα και στην αρχική της αίτηση (ερ. 50 – 52 & 58 – 62 του ΔΦ). Συνεπώς, ορθά οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν τη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη στη βάση του ότι οι ισχυρισμοί της δεν προβλήθηκαν νέα στοιχεία.

 

Διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο που να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός της. Περαιτέρω, δεν επικαλέστηκε λόγους αδυναμίας υποβολής στοιχείων κατά την προηγούμενη διαδικασία. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.

 

Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό της, αλλά επικαλέστηκε κυρίως οικονομικούς λόγους, και όλοι οι ισχυρισμοί της αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση κατά την υποβολή της πρώτης αίτησής της. Οι λόγοι που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της όπως ξεκαθαρίστηκαν στην συνέντευξή ήταν οικονομικοί και σχετικοί με το γάμο της με τον Σύρο καθώς και την αλλαγή της θρησκείας της -τους οποίους και αναίρεσε λέγοντας ότι οι σχέσεις της με τη μητέρα της ήταν σε στάδιο αποκατάστασης πλέον. Αυτούς τους λόγους επανέλαβε στη μεταγενέστερη αίτησή της χωρίς να προβάλει κανένα νέο στοιχείο το οποίο μάλιστα να αυξάνει τις πιθανότητες χαρακτηρισμού της ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή της Αιτήτριας στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση της δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση της. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ.ΔΔΔΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο