ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: T476/25
23 Οκτωβρίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Β.L.
Αιτητού
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
…………………….
O Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Ρ. Ευαγγέλου (κος), για πιστή διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22.9.2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
Νομικοί Ισχυρισμοί
3. Κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ' ων η αίτηση συμμετέχουν καταρχήν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, αλλά δεν συμμετέχουν στην ακροαματική διαδικασία.
To νομικό πλαίσιο
4. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
5. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
6. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
7. Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών
16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-
(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ […]
(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».
8. Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«Απαράδεκτες αιτήσεις
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν- (α) [...] (β) [...] (γ) [...]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε) [...]».
9. Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:
«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης
16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».
10. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
11. Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική της ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του ως παραδεκτής. Στην παρούσα διαδικασία, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
12. Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).
13. Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].
14. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:
15. Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
16. Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
17. Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
18. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.
19. Εν προκειμένω, ο Αιτητής, κατά την καταγραφή της αίτησής του, δήλωσε ότι Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων, με σκοπό να αναβαθμίσει το μορφωτικό του επίπεδο και να βελτιώσει την επαγγελματική του πορεία. Εντούτοις, όπως ανέφερε, ένα απρόσμενο γεγονός ανέτρεψε τα σχέδιά του. Ειδικότερα, στις 23 Δεκεμβρίου 2019, η κοινότητα καταγωγής του, Jattu–Auchi στην Πολιτεία Edo, συγκλονίστηκε από τη βίαιη δολοφονία του αδελφού του, L. S., ο οποίος υπηρετούσε ως αξιωματικός στον Στρατό της Νιγηρίας. Ο αδελφός του, κατά τον ισχυρισμό του Αιτητή, έχαιρε εκτίμησης για τον επαγγελματισμό και τη συνέπειά του, ωστόσο η στάση του αυτή οδήγησε τελικώς στη στοχοποίησή του και στη θανάτωσή του από τρομοκράτες της οργάνωσης Boko Haram. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι ο αδελφός του είχε διαφωνίες με ανωτέρους του στον στρατό, καθόσον ο τελευταίος αρνούνταν να συνεργαστεί με την εν λόγω τρομοκρατική οργάνωση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, αυτός και οι συνάδελφοί του συνέλαβαν ορισμένα μέλη της Boko Haram και τα εκτέλεσαν συνοπτικά, γεγονός που, σύμφωνα με τον Αιτητή, προκάλεσε την οργή ανωτέρων αξιωματικών οι οποίοι φέρονταν να διατηρούν σχέσεις με τους τρομοκράτες. Ο Αιτητής ανέφερε περαιτέρω ότι στις 20.12. 2021, ενώ είχε εξέλθει με φίλο του για ποτό, κατά την επιστροφή τους συνάντησαν οπλισμένους άνδρες με στρατιωτικές στολές, οι οποίοι πυροβόλησαν και σκότωσαν τον φίλο του. Ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει, πλην όμως αναγνώρισε έναν από τους δράστες. Έκτοτε, όπως ισχυρίστηκε, οι εν λόγω άνδρες τον αναζητούν και απειλούν αυτόν και μέλη της οικογένειάς του.
20. Κατά το διαδικαστικό στάδιο της συνέντευξης, αναφορικά με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε κατά την ελεύθερη αφήγησή του ότι αφίχθη στη Δημοκρατία με σκοπό τη φοίτησή του σε πρόγραμμα διοίκησης επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ανέλιξης. Εν συνεχεία, αναφέρθηκε σε περιστατικό που, όπως ισχυρίστηκε, οδήγησε στον θάνατο του αδελφού του, ο οποίος υπηρετούσε στον στρατό της Νιγηρίας και συμμετείχε σε αποστολές κατά της οργάνωσης Boko Haram στο βόρειο τμήμα της χώρας. Κατά τον Αιτητή, στις 20.12.2019, μετά την επιστροφή του αδελφού του στην περιοχή καταγωγής τους για τον γάμο της αδελφής τους, ένστολοι ένοπλοι άνδρες τους σταμάτησαν και σκότωσαν τον αδελφό του, ενώ ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει. Ο Αιτητής ανέφερε ότι, μετά το περιστατικό, αναγνώρισε έναν από τους δράστες και επιδίωξε να καταγγείλει την πράξη, γεγονός που, κατά τους ισχυρισμούς του, προκάλεσε απειλές εις βάρος του ιδίου και της οικογένειάς του. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι άγνωστα άτομα αναζητούσαν τον ίδιο στην οικία και στον χώρο εργασίας του, απειλώντας επανειλημμένα τη σύζυγό του προκειμένου να αποκαλύψει το μέρος όπου βρισκόταν. Εξαιτίας των ανωτέρω, ο Αιτητής και η οικογένειά του μετεγκαταστάθηκαν στην πόλη Auchi, εγκαταλείποντας την επιχείρησή του, που αποτελούσε την κύρια πηγή εισοδήματός του. Κατά συνέπεια, δήλωσε ότι διέκοψε τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσχερειών και ότι, εν τέλει, η σύζυγός του υπέβαλε αίτηση διαζυγίου. Ερωτηθείς αν οι ανωτέρω συνθήκες αποτέλεσαν τον μοναδικό λόγο αναχώρησής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αρχικός σκοπός του ήταν να σπουδάσει και να επιστρέψει στη χώρα του για να εργαστεί. Στην συνέχεια υποβλήθηκαν διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα στον Αιτητή.
21. Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προσωπικό προφίλ και τη χώρα καταγωγής και συνήθους διαμονής του. Ο δεύτερος αφορά τον ισχυρισμό ότι ο Αιτητής μετέβη στη Δημοκρατία με σκοπό να σπουδάσει στο εξωτερικό. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τις φερόμενες απειλές που, κατά τους ισχυρισμούς του, δέχθηκε από τα πρόσωπα τα οποία ευθύνονται για τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του. Οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί έτυχαν αποδοχής, ενώ ο τρίτος απορρίφθηκε, καθότι οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν γενικές, αόριστες και στερούμενες ουσιωδών λεπτομερειών. Στη βάση των δύο αποδεκτών ισχυρισμών του κρίθηκε ότι δεν προκύπτει ευλόγως πιθανότητα να κινδυνεύσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του και κατ’ επέκταση κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
22. Κατά τη διαδικασία εξέτασης της καταχωρισθείσας προσφυγής με αριθμό 3605/2023, το Δικαστήριο επικύρωσε την απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου, προβαίνοντας το ίδιο σε επαναξιολόγηση των ενώπιόν του δεδομένων.
23. Με την μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής προσκόμισε για πρώτη φορά έγγραφο το φέρεται να προέρχεται από το Αστυνομικό Τμήμα Auchi (Area Command, Edo State, Νιγηρία) και απευθύνεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Τμήμα Ασύλου της Κυπριακής Δημοκρατίας, με ημερομηνία 5 Ιουλίου 2025. Φέρει αναφορά υπ’ αριθ. IGP/AUC/Vol.116/31 και υπογράφεται από τον CPS Α.Α., εκ μέρους του Επιθεωρητή Γενικού της Αστυνομίας. Αντικείμενό του είναι η υπόθεση ανθρωποκτονίας του L. M. (αδελφού του αιτητή) και οι απειλές κατά της ζωής του ίδιου του αιτητή, Beshiru, και της οικογένειάς του. Αναφέρει ότι η αστυνομία διερευνά ακόμη την υπόθεση, κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 9.9.2022, χωρίς να έχουν γίνει συλλήψεις, ενώ οι απειλές συνεχίζονται, προκαλώντας φόβο και ανασφάλεια στα μέλη της οικογένειας.
24. Αξιολογώντας την μεταγενέστερη αίτηση του, οι Καθ’ ών η αίτηση, έκριναν ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε νέα ουσιώδη στοιχεία ικανά να μεταβάλουν την προηγούμενη απορριπτική κρίση. Ειδικότερα, τα προσκομισθέντα έγγραφα θεωρήθηκαν αναξιόπιστα και ατεκμηρίωτα, καθώς δεν αποδεικνύουν ότι ο αιτητής αντιμετωπίζει προσωπικό κίνδυνο στη Νιγηρία λόγω του θανάτου του αδελφού του, όπως ισχυρίστηκε. Επισημάνθηκε ότι τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί κατά την αρχική εξέταση, ενώ ήταν απλό φωτοαντίγραφο χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης γνησιότητας. Παράλληλα, το ηλεκτρονικό μήνυμα που αναγράφεται στο ίδιο το έγργαφο δεν αποδείχθηκε ότι προέρχεται από κυβερνητική αρχή. Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του δεν αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας και ότι δεν τεκμηριώνεται ατομικός κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
25. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής δήλωσε ότι η σύζυγος και τα τέκνα του εξακολουθούν να διαμένουν στην πολιτεία Edo, αναφέροντας ότι η σύζυγός του διαχειρίζεται την επιχείρησή του και ότι τα παιδιά του φοιτούν κανονικά στο σχολείο. Ερωτηθείς αναφορικά με το έγγραφο που προσκόμισε στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του, στο οποίο αναφέρεται ότι «εξετάζεται από την αστυνομία υπόθεση δολοφονίας» η οποία καταγγέλθηκε στις 9.9.2022, ήτοι περίπου τρία έτη μετά τον θάνατο του αδελφού του, ο Αιτητής κλήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο καθυστέρησε τόσο να προβεί σε καταγγελία και αποκρίθηκε ότι πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για τυπογραφικό λάθος. Ερωτηθείς περαιτέρω πώς εξασφάλισε το εν λόγω έγγραφο, απάντησε ότι επικοινώνησε με αστυνομικό του τμήματος στο οποίο είχε γίνει η καταγγελία, ο οποίος του απέστειλε το σχετικό έγγραφο. Ο Αιτητής ανέφερε ότι αγνοεί ποια ακριβώς είναι τα άτομα που τον απειλούν, πλην όμως ότι τα εν λόγω πρόσωπα εξακολουθούν να εμφανίζονται στο σπίτι του πατέρα του, όπου παλαιότερα διέμενε και ο ίδιος με την οικογένειά του. Τέλος, ανέφερε ότι η σύζυγος και τα τέκνα του διαμένουν πλέον σε άλλη περιοχή της πολιτείας Edo, διαφορετική από εκείνη όπου διέμεναν προηγουμένως, εξαιτίας των απειλών που, κατά τους ισχυρισμούς του, εξακολουθούν να δέχονται.
26. Με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής δεν μεταβάλλει τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να αναφερθεί κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όπως και έπραξε, στα γεγονότα που ως ισχυρίζεται τον θέτουν σε κίνδυνο και τα οποία σχετίζονται με τη δράση του αδελφού του στο στρατό και την μετέπειτα δολοφονίας του.
27. Ως προς το προσκομισθέν από αυτόν έγγραφο, παρά την περί αντιθέτου τοποθέτηση των Καθ’ ων η αίτηση, επισημαίνεται ότι το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής, θεωρείται νέο στοιχείο προς απόδειξη ήδη προβαλλόμενων ισχυρισμών. Όπως καταγράφεται στον Πρακτικό οδηγό της ΕΑSO (πλέον EUAA) για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, του Δεκεμβρίου 2021,[1] τα νέα στοιχεία δύνανται να προέρχονται από γεγονότα που υφίσταντο ήδη κατά την πρώτη εξέταση (τα οποία, ωστόσο, δεν γνώριζε ο αιτών) ή να αναφέρονται σε γεγονότα που ανέκυψαν έκτοτε. Είναι δυνατόν να παρουσιαστούν νέα στοιχεία στα εξής τρία σενάρια: στο πλαίσιο πραγματικού γεγονότος που έχει ήδη παρουσιαστεί και αξιολογηθεί, στο πλαίσιο νέου πραγματικού γεγονότος και ως εντελώς νέοι ισχυρισμοί.
28. Επισημαίνεται συναφώς, τα έγγραφα που προσκομίζουν οι αιτητές η γνησιότητα των οποίων δε δύναται να επιβεβαιωθεί, εκτιμώνται ελεύθερα σε συνάρτηση με τα λοιπά στοιχεία που έχει ενώπιόν του το Δικαστήριο. Κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3866, Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Τελικώς και η γνησιότητα των εγγράφων θα διασταυρωθεί μέσω των προφορικών ισχυρισμών, άλλως αυτά θα ενισχύσουν προφορικούς ισχυρισμούς, αλλά δεν επαρκούν αφ' εαυτών για να τους αποδείξουν[2]. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς τα εν λόγω έγγραφα ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C 921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66).
29. Παρατηρείται ειδικότερα ότι ο Αιτητής δεν παρέχει ικανοποιητικές και εύλογες εξηγήσεις ως προς το οψιγενές της προσκόμισης του εν λόγω εγγράφου, επικαλούμενος αποκλειστικά το υψηλό κόστος αποστολής μέσω της υπηρεσίας DHL. Η αιτιολογία αυτή δεν παρίσταται πειστική, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι στο άνω αριστερό μέρος του εγγράφου αναγράφεται ως διεύθυνση επικοινωνίας ένας λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τύπου gmail, στοιχείο που δεν αρμόζει σε επίσημη αστυνομική αρχή. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι πρόκειται για τη διεύθυνση του παραλήπτη του εγγράφου, η αναφορά αυτή δεν δικαιολογεί την καθυστερημένη υποβολή του. Επιπλέον, το έγγραφο φέρει ημερομηνία Ιουλίου 2025, ενώ σε αυτό αναφέρεται ότι βρίσκεται υπό εξέταση καταγγελία που υποβλήθηκε τον Σεπτέμβριο 2022 σχετικά με τη δολοφονία του αδελφού του Αιτητή. Όταν ερωτήθηκε πώς εξηγείται η υποβολή καταγγελίας σχεδόν τρία έτη μετά το γεγονός, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους, ισχυρισμός ο οποίος δεν παρίσταται ευλογοφανής, δεδομένου ότι το έγγραφο εμφανίζεται ως κατ’ ισχυρισμό επίσημο αστυνομικό έγγραφο και ο ίδιος δεν φαίνεται να είχε επισημάνει την ύπαρξη λάθους κατά την προσκόμισή του. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν παρείχε καμία εύλογη εξήγηση για ποιο λόγο δεν μνημόνευσε προηγουμένως την ύπαρξη είτε του εγγράφου είτε, τουλάχιστον, του γεγονότος της σχετικής καταγγελίας. Δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα του αιτήματός του περί φόβου δίωξης, θα ανέμενε κανείς, εφόσον ήταν πράγματι εις γνώση του, να είχε αναφερθεί σε αυτό ήδη στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, ακόμη και αν δεν ήταν τότε σε θέση να το προσκομίσει. Η μόνη μνεία σε καταγγελία προγενέστερα εντοπίζεται στη δήλωση ότι ο πατέρας του Αιτητή υπέβαλε σχετική καταγγελία περί τον Αύγουστο 2022 (βλ. ερ. 35 του δ.φ.) για τις μετέπειτα παρενοχλήσεις στην οικογένειά του και τηλεφωνική καταγγελία κατά το χρόνο του συμβάντος στις αστυνομικές αρχές (βλ. ερ. 36 του δ.φ.). Σε κάθε περίπτωση δεν έγινε αναφορά σε καταγγελία για το θάνατο του αδελφού του το 2022 ούτε όπως κατά τη ακροαματική διαδικασία ανέφερε, ένα έτος αργότερα της δολοφονίας. Επιπλέον, παρατηρείται ανακολουθία μεταξύ των δηλώσεών του, καθότι ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τα πρόσωπα που απειλούν την οικογένειά του, ενώ κατά τη διοικητική διαδικασία είχε δηλώσει ότι αναγνώρισε τουλάχιστον έναν εκ των δραστών (βλ. ερ. 39 του δ.φ.). Τούτων λεχθέντων, κρίνεται ότι το προσκομισθέν έγγραφο είναι μειωμένης αποδεικτικής αξίας και σε συνάρτηση με την ήδη τρωθείσα αξιοπιστία του Αιτητή δεν αυξάνει τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Δεν παροράται τέλος, ότι η σύζυγος και τα παιδιά του Αιτητή παραμένουν στην χώρα και στην πολιτεία τελευταίας διαμονής του Αιτητή. Συνεπώς κρίνεται ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
30. Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, διαπιστώθηκαν τα κάτωθι: Σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province) .
31. Η Boko Haram παραμένει κυρίως ενεργή στη βορειοανατολική Νιγηρία, με την πολιτεία Borno γύρω από την περιοχή της λίμνης Chad να αποτελεί την κεντρική περιοχή των δραστηριοτήτων της . Η ομάδα έχει πρόσφατα εξαπολύσει θανατηφόρες επιθέσεις σε χωριά όπως το Darul Jamal και το Konduga στην πολιτεία Borno, προκαλώντας βαριές απώλειες σε αμάχους και στρατιωτικούς . Ενώ επικεντρώνεται γύρω από τη λίμνη Chad, η Boko Haram έχει επίσης επεκτείνει τις δραστηριότητές της στη Βόρεια Κεντρική Νιγηρία, συνεργαζόμενη με τοπικούς ληστές και μια μαχητική φατρία γνωστή ως Lakurawa . Η αναβίωσή της το 2025 περιλαμβάνει συχνές βίαιες επιθέσεις εναντίον χωριών και στρατιωτικών στόχων, ιδίως εκείνων που συνδέονται με αντίπαλες ομάδες όπως το ISWAP ή τις νιγηριανές κυβερνητικές δυνάμεις. Αν και η αντιτρομοκρατία επικεντρώνεται κυρίως στο ISWAP, η Boko Haram παραμένει μια τρομερή και βίαιη παρουσία στη βορειοανατολική Νιγηρία και σε γειτονικές χώρες όπως το Καμερούν .
32. Οι εν λόγω συγκρούσεις περιορίζονται στις προαναφερθείσες περιοχές της χώρας και δεν εκτείνονται στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, την πολιτεία Edo.
33. H έρευνα που εξέδωσε για τη Νιγηρία η EUAA τον Ιούλιο του 2024 αναφέρει ότι «η Νιγηρία αντιμετωπίζει συμπίπτουσες κρίσεις ασφαλείας για πάνω από μια δεκαετία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέφερε ότι το «άνευ προηγουμένου κύμα διαφορετικών και αλληλοεπικαλυπτόμενων κρίσεων ασφαλείας» περιλάμβανε ληστείες, εγκλήματα και απαγωγές, εξεγέρσεις, αναταραχές από αυτονομιστές, τρομοκρατία και συγκρούσεις αγροτών/κτηνοτρόφων, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της Νιγηρίας επηρεάστηκε από τη βία και το έγκλημα. Το 2023, στα βορειοδυτικά, συμμορίες ληστών κατηγορήθηκαν για απαγωγές, σεξουαλική βία και λεηλασίες, ενώ στα Βορειοανατολικά, υπήρξε μια αναζωπύρωση της δράσης του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) στη Δυτική Αφρική. Επιπλέον, στη Μέση Ζώνη και στη Βόρεια-Κεντρική περιοχή, συνεχίστηκε η διακοινοτική σύγκρουση μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων, με αναφορές για θύματα. Οι δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας κατηγορήθηκαν για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών επιδρομών αδιακρίτως. Το North-Central, μαζί με το North-West, ήταν οι δύο γεωπολιτικές ζώνες που επηρεάστηκαν κυρίως από ληστείες» . Συνεπώς, η πολιτεία Edo State δεν επηρεάζεται από τα ανωτέρω περιστατικά.
34. Παράλληλα, σημειώνεται ότι στην πολιτεία Edo State, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν διεξάγεται ένοπλη σύρραξη σύμφωνα με το RULAC , η ένταση της βίας φαίνεται να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς δε να παρατηρούνται ιδιαίτερα περιστατικά ένοπλης σύρραξης ή συχνά συμβάντα αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
35. Σημειώνεται συναφώς ότι κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 10.10.2025) στην Πολιτεία Edo της Νιγηρίας καταγράφηκαν συνολικά 129 περιστατικά ασφαλείας πολιτικής βίας (“Political violence”, η οποία περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες) από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 151 πολιτών. Επισημαίνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Edo με βάση την εκτίμηση του 2022 υπολογίζεται σε 4,777,000 κατοίκους.
36. Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28). Εν προκειμένω, καίτοι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή παρουσιάζονται προκλήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ανωτέρω πηγές δεν περιγράφουν κατάσταση που να ταυτίζεται με καθολική ένοπλη σύρραξη με αμάχους υπό συνεχή αδιάκριτη βία.
37. Υπό το φως των ανωτέρω, τα στοιχεία και οι ισχυρισμοί του Αιτητή κατά τη μεταγενέστερη αίτησή του αποτελούν μεν νέα στοιχεία, τα οποία εντούτοις προσκομίστηκαν οψιγενώς από δική του υπαιτιότητα, κατά το μέρος που αφορά στη δήλωσή του ότι προέβη σε καταγγελία στις αρχές για το θάνατο του αδελφού του το 2022 ή κατά τη δήλωσή του στο Δικαστήριο ένα έτος αργότερα από το περιστατικό της δολοφονίας, και σε κάθε περίπτωση δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 17.10.2025)
[2] Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης - Μάρκου, Προσφυγικό Δίκαιο, Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σελ. 31.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο