ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
06 Οκτωβρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Y.E.N.
από Καμερούν
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Θ. Γεωργίου (κα) για Χρ. Π. Χριστοδουλίδης
Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα)
Αιτητής παρών.
[Α. Χατζησάββας- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 11.6.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθώς αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ(3)(δ) και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση, για τους λόγους που θα επεξηγηθούν στη συνέχεια, τους οποίους και κάλεσε να παραστούν και να τοποθετηθούν επί συγκεκριμένων εγειρόμενων ζητημάτων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν το οποίο εγκατέλειψε στις 05.01.2018 και στις 26.02.2018 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, όπου αυθημερόν υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας. Στις 27.10.2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή σχετικά με το αίτημα του και στις 22.6.2021 ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, στην βάση σχετικής Εισηγητικής Έκθεσης ημερ. 18.02.2021 από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO, νυν EUAA). Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε από τον Αιτητή, μέσω της συνηγόρου του, στις 10.08.2021, η υπ΄αριθμόν 5046/2021 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 08.01.2024. Ακολούθως, στις 11.06.2024, ο Αιτητής υπέβαλε την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτησή του, στο πλαίσιο εξέτασης της οποίας λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση αυθημερόν για απόρριψη αυτής. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή αυθημερόν από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του την οποία καταχώρισε μέσω του συνηγόρου του στις 13.06.2024.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με τη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής δια του συνηγόρου του παραπονείται για παραβίαση της διαδικασίας κατά παρέκκλιση των άρθρων 2 και 13 του Περί Προσφύγων Νόμου, για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο συνήγορος του Αιτητή επικαλείται αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την Απόφαση, λόγω παύσης του εξουσιοδοτούντος οργάνου στο χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση, καθώς και λόγω της σχέσης εργασίας του λειτουργού που υπέβαλε την Έκθεση/Εισήγηση προς το αποφασίζον όργανο.
Λόγω ακριβώς του ζητήματος αναρμοδιότητας που ηγέρθη, το Δικαστήριο κάλεσε τους Καθ’ ων η αίτηση να τοποθετηθούν επί τούτου. Υποστηρίζουν συνεπώς οι Καθ’ ων η Αίτηση ότι η απόφαση είναι ορθή και νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη και ζητούν την απόρριψη των λόγων ακύρωσης λόγω παραβίασης του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962. Επικουρικά και επί της ουσίας των ισχυρισμών υπερασπίζονται την νομιμότητα της απόφασης, επικαλούμενοι την ισχύ της από 09.06.2022 εξουσιοδότησης του Υπουργού Εσωτερικών, απουσία νεότερης πράξης που να την καταργεί ή να την ανακαλεί, καθώς και την αρχή της συνέπειας και συνέχειας που διέπει την λειτουργία της διοικήσεως. Ως προς την αναρμοδιότητα λόγω της σχέσης εργασίας του λειτουργού που υπέβαλε την Έκθεση/Εισήγηση προς το αποφασίζον όργανο, οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται τόσο την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση, βάσει της ανωτέρω εξουσιοδότησης, όσο και την αρμοδιότητα του λειτουργού που υπογράφει την Έκθεση/Εισήγηση.
Με την απαντητική γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του περί παραβίασης των άρθρων 2 και 13 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, για τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λειτουργού που εξέδωσε την Έκθεση/Εισήγηση, αιτείται να μην ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο το προσκομισθέν τεκμήριο των Καθ΄ ων η αίτηση, καθώς αφορά μαρτυρία που χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια άλλης και όχι της παρούσας υπόθεσης, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχή της ισότητας των όπλων, και συνεπώς θα πρέπει να αξιολογηθεί και να απορριφθεί ως εξ ακοής μαρτυρία, βάσει της αρχής της καλύτερης δυνατόν μαρτυρίας του Δικαίου της Απόδειξης. Τέλος, βάλλει κατά του περιεχομένου της μαρτυρίας, αμφισβητώντας την εγκυρότητά του.
Με την συμπληρωματική γραπτή τους αγόρευση οι Καθ’ ων η αίτηση, επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τις θέσεις τους όπως αυτές προβλήθηκαν με τη γραπτή τους αγόρευση, εμμένουν στην νομιμότητα της προσβαλλόμενης, αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Επί του ειδικότερου ζητήματος του προσκομισθέντος υλικού, επιχειρηματολογούν υπέρ της αξιολόγησής του από το Δικαστήριο, ως συναφές με τη παρούσα υπόθεση αποδεικτικό υλικό, καθώς και υπέρ της εγκυρότητας του περιεχομένου του.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας
Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι ισχυρισμοί του κ. Χριστοδουλίδη περί αναρμοδιότητας εστιάζουν σε τρία διαφορετικά σημεία:
(α) Ο λειτουργός που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση είχε εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό Εξωτερικών, ήτοι τον κ. Νουρή ο οποίος έχει παύσει τα καθήκοντα του από τις 28.02.2023, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε τέσσερις μήνες μετέπειτα, ήτοι στις 18.07.2023. Είναι συνεπώς η θέση του κ. Χριστοδουλίδη ότι σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ 1885/2012, η απόφαση μεταβίβασης αρμοδιότητας ή του δικαιώματος υπογραφής εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ανάκλησή της από το αρμόδιο όργανο ή αν αυτός που την εξέδωσε παύσει να υπάρχει. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι η κανονιστική πράξη της εξουσιοδότησης υπογραφής εξακολουθεί να ισχύει μέχρι να καταργηθεί από μεταγενέστερη όμοιά της και δεν συνδέεται με τυχόν μεταβολή του προσώπου του εξουσιοδοτούντος ή του εξουσιοδοτημένου οργάνου εκτός αν η εξουσιοδότηση δοθεί ρητά σε συγκεκριμένο πρόσωπο, παραπέμποντας προς τούτο στη ΣτΕ/2008 και ΣτΕ 1885/2012.
(β) Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Αιτητή προωθείται σε δεύτερο σκέλος επί τη βάση της θέσης του ότι, η αρμοδιότητα του λειτουργού που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι του κ. Π.Κ.[2] περιορίζεται στη λήψη αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από συγκεκριμένη κατηγορία λειτουργών/εξεταστών (εργοδοτούμενων με καθεστώς ορισμένου χρόνου), και δεν εκτείνεται πέραν αυτών.
(γ) Επισημαίνεται ότι με την απαντητική του γραπτή αγόρευση, ο κ. Χριστοδουλίδης θέτει και τρίτο σκέλος του ισχυρισμού του περί αναρμοδιότητα. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι χρέη Προϊσταμένου ασκούσε η κα Χρυσομηλά-Κουρσουμπά η οποία βρισκόταν με απόσπαση από το Υφυπουργείο Τουρισμού στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 08.12.2022 οπόταν και έληξε η περίοδος της απόσπασής της, παραπέμποντας σχετικώς σε συγκεκριμένη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την οποία επισυνάπτει ως Παράρτημα Δ’. Ως είναι η θέση του, εφόσον μέχρι και σήμερα δεν έχει οριστεί άλλο πρόσωπο για να ασκεί χρέη Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν δύναται κάποιος άλλος λειτουργός να ασκήσει οποιαδήποτε αρμοδιότητα, αφού αυτή η αρμοδιότητα ασκείται αντί του Προϊσταμένου για τις εξουσίες και/ή τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον Προϊστάμενο. Προσθέτει πως, η εξουσιοδότηση που κατέχουν όλοι οι λειτουργοί δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ, από τις 09.12.2022 μέχρι και σήμερα και οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι άκυρες.
Η κα Ιωάννου με τις δικές της αγορεύσεις (γραπτή αγόρευση και συμπληρωματική γραπτή αγόρευση), προβάλλει εκτενή επιχειρηματολογία για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Καταρχάς, επισημαίνει, ότι ο Αιτητής επικαλείται λόγους ακύρωσης οι οποίοι δεν στοιχειοθετούν πραγματική παράβαση του Συντάγματος ή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, αλλά ανάγονται σε ζητήματα εσωτερικής εκτίμησης της Διοίκησης που δεν δύνανται να εξεταστούν από το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο καθώς δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται από τους Καθ’ ων η αίτηση στο ζήτημα της εξουσιοδότησης που είχε παραχωρηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών προς τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου. Κατά τη θέση τους, η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09.06.2022 παραμένει σε ισχύ και καλύπτει πλήρως την απόφαση που εκδόθηκε, ανεξαρτήτως τυχόν μεταβολών στο πρόσωπο του Υπουργού. Υπογραμμίζουν ότι η σχετική νομολογία είναι πάγια και σαφής: η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει εφόσον δεν έχει ανακληθεί, ακόμη και αν έχει αλλάξει το φυσικό πρόσωπο που κατέχει το αξίωμα του Υπουργού. Επομένως, ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης λόγω έλλειψης εξουσιοδότησης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Παράλληλα, οι Καθ’ ων η αίτηση τονίζουν ότι η αναφορά του Αιτητή σε έλλειψη αρμοδιότητας εκ μέρους του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αλυσιτελής. Κατά το γράμμα του Νόμου, ο Υπουργός μπορεί να μεταβιβάζει τις εξουσίες του στον Προϊστάμενο ή σε άλλους αρμόδιους λειτουργούς και η μεταβίβαση αυτή ισχύει συνεχώς μέχρι την ανάκλησή της. Η πράξη που επικαλείται ο Αιτητής δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αφού αφορά εσωτερικό ζήτημα οργάνωσης της διοικητικής λειτουργίας, που δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της εκδιδόμενης πράξης. Επιπλέον, οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν ότι οι ισχυρισμοί περί έλλειψης σαφήνειας και αιτιολόγησης της απόφασης είναι αόριστοι και δεν προσβάλλουν την κατ’ ουσίαν εγκυρότητα της κρίσης που έλαβε η Διοίκηση.
Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν ότι οι λόγοι που επικαλείται ο Αιτητής δεν άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως αλλά αποτελούν απλή διαφωνία με την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσής του από την Υπηρεσία Ασύλου. Εφόσον οι ισχυρισμοί δεν συνιστούν παραβίαση της νομοθεσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αναπόδεικτοι και αβάσιμοι. Κατά συνέπεια, η προσφυγή του Αιτητή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται σε νόμιμη εξουσιοδότηση και έχει εκδοθεί κατόπιν τήρησης της καλής πίστης και της νόμιμης διαδικασίας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή δεν έχουν δεόντως δικογραφηθεί στην προσφυγή του, το κεντρικό ερώτημα είναι αν αυτοί συνιστούν λόγους δημοσίας τάξεως ή όχι. Στη διοικητική νομολογία, λόγος δημοσίας τάξεως είναι εκείνος που συνδέεται με την ίδια την ύπαρξη ή νόμιμη συγκρότηση του αποφασίζοντος οργάνου. Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ανεξάρτητα αν προβλήθηκε από τον διάδικο, γιατί αγγίζει τον πυρήνα της νομιμότητας της πράξης. Κλασικό παράδειγμα είναι όταν μια πράξη εκδίδεται από όργανο που δεν υφίσταται ή από όργανο το οποίο δεν έχει καμία σχετική αρμοδιότητα κατά νόμο.
Επί του υπό κρίση ζητήματος, η απάντηση προϋποθέτει διάκριση ανάμεσα στα τρία σκέλη της επιχειρηματολογίας του Αιτητή:
Ως προς το πρώτο σκέλος (υπό α), δηλαδή το αν η εξουσιοδότηση που είχε δοθεί από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών εξακολουθούσε να ισχύει μετά την αποχώρησή του, το ζήτημα δεν φαίνεται να άπτεται της δημόσιας τάξεως. Ο Υπουργός Εσωτερικών παραμένει πάντοτε το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο, ενώ οι πράξεις ανάθεσης αρμοδιότητας έχουν διαρκή ισχύ μέχρι να ανακληθούν ή να αντικατασταθούν, εκτός αν ορίζεται ρητά διαφορετικά. Κατά συνέπεια, η αμφισβήτηση αυτή αφορά τη νομιμότητα και την ερμηνεία της διάρκειας της εξουσιοδότησης, αλλά όχι την ύπαρξη ή τη συγκρότηση του αρμόδιου οργάνου.
Διαφορετική είναι η εκτίμηση σε σχέση με το δεύτερο σκέλος (υπό β), που αφορά τα όρια της ίδιας της εξουσιοδότησης. Αν ο Υπουργός περιόρισε ρητά την αρμοδιότητα του εξουσιοδοτημένου λειτουργού μόνο σε αποφάσεις βασισμένες σε εισηγήσεις λειτουργών ορισμένου χρόνου, τότε η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν συνιστά απλή διαδικαστική πλημμέλεια, αλλά ουσιαστική έλλειψη αρμοδιότητας στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Εδώ τίθεται ζήτημα αν το όργανο που έλαβε την απόφαση διέθετε πράγματι νομικό έρεισμα να την εκδώσει. Εφόσον η αρμοδιότητά του απορρέει αποκλειστικά από την εξουσιοδότηση και η πράξη εκδόθηκε εκτός των ρητώς καθορισμένων ορίων της, το πρόβλημα αυτό αφορά τον ίδιο τον πυρήνα της νομιμότητας της πράξης και δύναται να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ως λόγος δημοσίας τάξεως.
Τέλος, ως προς το τρίτο σκέλος (υπό γ), ότι μετά τη λήξη της απόσπασης της κας Χρυσουμλιά-Κουτσουμπά στις 08.12.2022 δεν υπήρξε νόμιμος Προϊστάμενος, εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να εγείρει ζήτημα δημοσίας τάξεως, αφού πράγματι φαίνεται να σχετίζεται με την ίδια τη νομιμότητα του αποφασίζοντος οργάνου. Ωστόσο, δεδομένης της ύπαρξης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό σε άλλον λειτουργό, ήτοι τον κ. Π.Κ. το επιχείρημα καταρρέει. Εφόσον υπήρχε συνεχής εξουσιοδότηση, δεν υφίσταται κενό εξουσίας. Συνεπώς, ούτε και αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός ως λόγος δημοσίας τάξεως, αλλά πρέπει να κριθεί ως ουσιαστική αμφισβήτηση της επάρκειας ή της νομιμότητας της συγκεκριμένης εξουσιοδότησης.
Συνεπώς, ενώ τα σκέλη (α) και (γ) δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως λόγοι δημοσίας τάξεως, το σκέλος (β), λόγω της φύσης και του περιεχομένου της εξουσιοδότησης, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία.
Παρά ταύτα, ακόμη και αν ήθελε κριθεί διαφορετικά, φρονώ πως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Τα ζητήματα που εγείρονται ως προς τα σκέλη (α) και (γ) ανωτέρω από τον εδώ Αιτητή, είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα με εκείνα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό άλλες μονομελείς συνθέσεις, στις υποθέσεις αρ. Τ3136/2023[3], 3754/2023[4], 4544/2023[5] και Τ529/24[6]. Και στις υποθέσεις αυτές όπως και στην επίδικη, το κύριο επιχείρημα εστιάζει στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το σκεπτικό ότι η εξουσιοδότηση που του είχε παραχωρηθεί είχε παύσει να ισχύει μετά την αποχώρηση του κ. Νουρή, Υπουργού Εσωτερικών που την εξέδωσε.
Στις προαναφερθείσες αποφάσεις, οι αδελφοί μου Δικαστές, εξετάζοντας λεπτομερώς τα ίδια ζητήματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η εξουσιοδότηση που είχε δοθεί εξακολουθούσε να ισχύει κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι δεν είχε ανακληθεί ρητώς, και ότι η αρχή της συνέχειας της Διοίκησης υπαγορεύει τη διατήρηση της ισχύος τέτοιων πράξεων ανεξαρτήτως της αλλαγής προσώπων στην ηγεσία.
Υιοθετώ πλήρως το περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών, καθότι ταυτίζεται με το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης και τυγχάνει άμεσης εφαρμογής. Η συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο στις αποφάσεις αυτές, στηριζόμενη τόσο στη νομολογία όσο και στις θεμελιώδεις αρχές της συνέχειας της Διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου, απαντά επαρκώς και εξαντλητικά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται και ενώπιόν μου. Συνεπώς, δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε λόγο να αποκλίνω από τα εκεί διαλαμβανόμενα, τα οποία κρίνω ότι έχουν πλήρη εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση.
Αναφορικά τώρα με το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, ήτοι ότι δεν πληρούνταν οι όροι της εν λόγω εξουσιοδότησης αναφορικά με το καθεστώς απασχόλησης του λειτουργού που συνέταξε την Έκθεση – Εισήγηση, ήτοι του λειτουργού CAS27, φρονώ πως και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Επισημαίνεται ότι όσον αφορά το καθεστώς του λειτουργού αυτού, έχει προσκομιστεί ενώπιόν του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υπό εξέταση υπόθεσης, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, αντίγραφο επιστολής ημερ. 11.09.2024 (βλ. Τεκμήριο 1), επί της οποίας υπάρχει συνημμένος κατάλογος επί του οποίου εντοπίζεται ο κωδικός CAS27, το ονοματεπώνυμο της λειτουργού που φέρει τον κωδικό αυτό, καθώς και το καθεστώς της ως λειτουργού ορισμένου χρόνου. Ως αναφέρθηκε από την κα Ιωάννου, η επιστολή αυτή με τον επισυνημμένο κατάλογο αποτελεί μέρος του Γενικού Διοικητικού Φακέλου μερ αριθμό 05.06.004, αντίγραφο του οποίου έχει κατατεθεί ενώπιον της αδελφής μου Δικαστού, Β. Καρλεττίδου, στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 1400/24. Εφόσον λοιπόν από τα προσκομισθέντα στοιχεία προκύπτει το καθεστώς της λειτουργού, ως λειτουργού ορισμένου χρόνου, το επιχείρημα του κ. Χριστοδουλίδη δεν μπορεί να ευσταθεί. Ούτε συμφωνώ και με την θέση του, ως αυτή αναπτύχθηκε στην απαντητική του αγόρευση, ότι η μαρτυρία που περιλαμβάνεται στην εν λόγω επιστολή συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθώς αντίκειται στον κανόνα της καλύτερης δυνατόν μαρτυρίας, υιοθετώ τα όσα λέχθηκαν από την αδελφή μου Δικαστή Μ. Παπαντωνίου στην υπόθεση αρ. Τ529/24 (ανωτέρω), σχετικό απόσπασμα από την οποία παραθέτω:
«Ειδικά δε σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι η μαρτυρία που περιλαμβάνεται στην εν λόγω επιστολή συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθώς αντίκειται στον κανόνα της καλύτερης δυνατόν μαρτυρίας, επιθυμώ να επισημάνω τα ακόλουθα. Ουδόλως παραγνωρίζω ότι ενδεχομένως η ορθότερη υπό τις περιστάσεις πρακτική θα ήταν η προσκόμιση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας του προσωπικού φακέλου της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη και συνέταξε την Έκθεση-Εισήγηση, πλην όμως στο άρθρο 24(1) του περί Αποδείξεως Νόμος (ΚΕΦ.9) αναφέρεται ότι «[..] η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής». Αφ' ης στιγμής, πρόκειται για επίσημη επιστολή προερχόμενη από την Υπηρεσία Ασύλου, το περιεχόμενο της οποίας και τα στοιχεία του σχετικού πίνακα αποδεικνύουν το καθεστώς εργοδότησης της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη και ετοίμασε την σχετική Έκθεση-Εισήγηση, η εν λόγω μαρτυρία δεν αποκλείεται απλώς και μόνον διότι είναι εξ ακοής μαρτυρία».
Προσθέτω δε και την κρίση του αδελφού μου Δικαστή Α. Χριστοφόρου, στην υπόθεση H.N.E.[7], με την οποία επίσης συμφωνώ: (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)
«Περαιτέρω, ομοίως και για τους ίδιους λόγους, απορρίπτονται και οι αιτιάσεις του συνηγόρου του αιτητή ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει να αγνοηθεί. Εδώ - με δεδομένο ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 1 ενήργησε εξ ονόματος του προϊσταμένου, που είναι και ο κατ' εξοχήν αρμόδιος να γνωρίζει όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τους λειτουργούς της Υπηρεσίας - δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο εν λόγω Τεκμήριο έχουν πηγή άλλη από τον ίδιο τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ως έχων άμεση και ιδία γνώση επί των όσων εκεί αναφέρονται, αλλά και τους φακέλους της Υπηρεσίας».
Συνεπώς οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί αναρμοδιότητας απορρίπτονται στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.
Επί της ουσίας της υπόθεσης
Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[8], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[9]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[10].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[11].
Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή.
Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους.
Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι προέρχεται από την πόλη Bamenda όπου αρχικά ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Τον Ιανουάριο του 2017, έντονη οπλομαχία ξέσπασε μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων και μη κρατικών ένοπλων ομάδων κοντά στην οικία του. Αμέσως μετά, ο στρατός άρχισε να πυρπολεί οικίες και να συλλαμβάνει νεαρούς. Ο Αιτητής συνελήφθη και κρατήθη στο αστυνομικό τμήμα. Αφότου αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, επέστρεψε στην εργασία του. Οι αστυνομικές δυνάμεις τον αναζήτησαν εκ νέου στην οικία του και δήλωσαν στην μητέρα του πως όταν επέστρεφε όφειλε να παραστεί για αναφορά στο αστυνομικό τμήμα ειδάλλως θα τον συνελάμβαναν και θα τον σκότωναν και πως αν τον εντόπιζαν ξανά, θα τον σκότωναν. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 165 του διοικητικού φακέλου).
Στο σημείο 8 του εντύπου της υποβληθείσας μεταγενέστερής αίτησής του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι τα νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι διέφυγε διότι η ζωή του βρισκόταν σε ξεκάθαρο κίνδυνο και εάν επέστρεφε, θα [η λέξη είναι δυσανάγνωστη] διότι όπως προανέφερε, όταν η μητέρα του πληροφόρησε τις αστυνομικές δυνάμεις πως ο Αιτητής είχε επιστρέψει στην εργασία του, εκείνοι οργίστηκαν και απείλησαν να τον συλλάβουν και σκοτώσουν εάν δεν παρουσιαζόταν για αναφορά στο αστυνομικό τμήμα. Η μητέρα του γνωρίζει την επικίνδυνη κατάστασης στην βορειοδυτική περιοχή και πιστεύει πως σε περίπτωση επιστροφής του, θα σκοτωθεί (ερυθρό 165 του διοικητικού φακέλου).
Στο σημείο 9 της μεταγενέστερης αίτησής του, ως προσκομισθέντα έγγραφα καταγράφει τα ακόλουθα:
«
- Affidavit report of police harassment and illegal arrest of []
- Αnd []
- Affidavit report of police harassment and illegal arrest of [] and []
- Affidavit report of police harassment and illegal arrest of [] and []».
Στο σημείο 10, του εντύπου της υποβληθείσας μεταγενέστερής αίτησής του όπου ζητείτο η καταγραφή του χρόνου και του τρόπου απόκτησης των εγγράφων και ο λόγος μη υποβολής τους σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ο Αιτητής κατέγραψε ότι τα έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή του στις 24 Απριλίου του 2024 και ότι απεστάλησαν από τον νεότερο αδελφό του που βρίσκεται στη χώρα καταγωγής, πρόσθεσε δε πως ο λόγος για τον οποίο δεν τα είχε προσκομίσει νωρίτερα ήταν διότι δεν βρισκόταν στην κατοχή του (ερυθρό 165 του διοικητικού φακέλου).
Κατά την αξιολόγηση της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησής, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») πως τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία, καθώς επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει κατά την αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας του. Ειδικότερα, ως επισημαίνει ο Λειτουργός, ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του ισχυρίστηκε πως επηρεάστηκε από τα επεισόδια που λάμβαναν χώρα στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, δήλωσε δε πως οι γαλλόφωνοι κάτοικοι άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τους αγγλόφωνους, πως η κυβέρνηση απομάκρυνε ανθρώπους από τις οικίες του και σκότωνε κατοίκους με την κατηγορία πως ήταν τρομοκράτες και πως κρατικές δυνάμεις συλλάμβαναν ανθρώπους και τους εξαφάνιζαν. Καταληκτικά, ως αναφέρει ο Λειτουργός, ο Αιτητής είχε αναφέρει πως αποφάσισε να διαφύγει όταν ο φίλος του δολοφονήθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και η οικία του γείτονα του κατεστράφη και πως η επιστροφή του δεν είναι δυνατή λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί. Ακολούθως, ο Λειτουργός, υπογραμμίζει ότι με τη μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής δήλωσε πως αμέσως μόλις ξέσπασε η εμφύλια διαμάχη συνελήφθη από αστυνομικές δυνάμεις οι οποίες ακολούθως δήλωσαν στην μητέρα του πως θα τον συνελάμβαναν, φυλάκιζαν και θα τον σκότωναν εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ο Λειτουργός κατέληξε πως τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής κατά το στάδιο της μεταγενέστερης αίτησής του δεν αποτελούν νέα στοιχεία (ερυθρό 173 του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, ως καταγράφεται στην εισηγητική έκθεση, ο Λειτουργός επισήμανε, σε σχέση με τα προσκομισθέντα έγγραφα ότι λόγω υπαιτιότητας του Αιτητή δεν υπεβλήθησαν τα στοιχεία ή πορίσματα σε προγενέστερη εξέταση της αίτησής του. Ειδικότερα, ως αναφέρει ο Λειτουργός, ο Αιτητής επικαλέστηκε κατά το στάδιο της μεταγενέστερης αίτησής του ως νέα στοιχεία ότι η ζωή του κινδυνεύει, πως σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του θα τον σκοτώσουν και πως τα προσκομισθέντα έγγραφα τα έλαβε στις 24 Απριλίου 2024 από τον αδελφό του που βρίσκεται στη χώρα καταγωγής του και πως ο λόγος που δεν τα είχε υποβάλει νωρίτερα είναι διότι δεν τα είχε στην κατοχή του, χωρίς να επικαλεστεί, ως επισημαίνει ο Λειτουργός, τους λόγους για τους οποίους δεν είχε αναφερθεί σε αυτά τα στοιχεία σε προγενέστερο στάδιο (ερυθρό 173, 172 του διοικητικού φακέλου).
Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείται η μία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[12] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Έχοντας ενώπιόν μου όλα τα δεδομένα διαπιστώνω τα ακόλουθα:
Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, στην αρχική του αίτηση ο Αιτητής είχε ήδη εκθέσει με σαφήνεια ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της αγγλο-γαλλόφωνης κρίσης. Είχε αναφερθεί σε συλλήψεις, κακομεταχείριση και εξαφανίσεις πολιτών από τις αρχές, καθώς και σε στοχευμένες επιθέσεις εις βάρος αγγλόφωνων κατοίκων. Είχε περιγράψει προσωπικά βιώματα φόβου, συλλήψεις και δολοφονίες φίλων του, όπως επίσης την καταστροφή της οικίας γείτονά του, περιστατικά τα οποία επικαλέστηκε ως λόγο διαφυγής. Με τον τρόπο αυτόν είχε ήδη προβάλλει ισχυρισμούς που συνδέονται με σοβαρό κίνδυνο ζωής και με φόβο δίωξης λόγω της εθνοτικής και γλωσσικής του ταυτότητας.
Στη μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής επανέλαβε ουσιαστικά τα ίδια πραγματικά περιστατικά, προσθέτοντας ωστόσο, ότι μετά την έναρξη των συγκρούσεων συνελήφθη προσωρινά και ότι η αστυνομία απείλησε τη μητέρα του ότι θα τον συλλάμβανε και θα τον σκότωνε σε περίπτωση επιστροφής. Παράλληλα προσκόμισε τέσσερις ένορκες δηλώσεις που αναφέρονται σε περιστατικά παρενόχλησης και παράνομης σύλληψης ενώ, ως προκύπτει από το ερυθρό 157 του διοικητικού φακέλου, φαίνεται να προσκόμισε επίσης και ένταλμα σύλληψης (Writ of Capias) ημερ. 02.04.2017, το οποίο δεν καταγράφει στην μεταγενέστερη αίτησή του. Το ένταλμα αυτό, αν και είναι συνταγμένο στην γαλλική γλώσσα, φαίνεται να καταγράφει το όνομά του.
Το Δικαστήριο δεν δύναται να παραβλέψει την ουσιώδη αντίφαση που προκύπτει μεταξύ της αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Ειδικότερα, ενώ κατά την αρχική του αίτηση και συνέντευξη ουδέποτε είχε αναφέρει ότι συνελήφθη ή ότι κρατήθηκε από τις αστυνομικές αρχές, στην μεταγενέστερη αίτησή του προβάλλει για πρώτη φορά τον ισχυρισμό ότι είχε τεθεί υπό κράτηση και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, προσθέτοντας μάλιστα ότι η αστυνομία απείλησε τη μητέρα του με επανασύλληψή του και θανατική εκτέλεση. Η πλήρης αποσιώπηση ενός τόσο σοβαρού περιστατικού στην πρώτη διαδικασία και η εκ των υστέρων επίκλησή του υπονομεύει την αξιοπιστία του ισχυρισμού και ενισχύει την κρίση της Διοίκησης ότι η μεταγενέστερη αίτηση δεν στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη στοιχεία, αλλά σε μεταγενέστερη αναμόρφωση του αφηγήματός του.
Αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης της 2ας Απριλίου 2017, το οποίο ο Αιτητής προσκομίζει μεταγενέστερα, αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί ως νέο στοιχείο, καθότι πρόκειται για έγγραφο το οποίο εκδόθηκε ήδη το 2017 και συνεπώς υπήρχε κατά τον χρόνο της αρχικής αίτησης. Αν πράγματι αποτελούσε κρίσιμο αποδεικτικό μέσο, θα έπρεπε να είχε τεθεί στη διάθεση των αρχών εξαρχής. Η όψιμη επίκλησή του καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται για πραγματικά νέα ή μεταγενέστερα αποκτηθέντα στοιχεία, ενώ η αξιοπιστία του περαιτέρω αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι, κατά την αρχική εξέταση της υπόθεσής του, ο Αιτητής ουδέποτε αναφέρθηκε σε περιστατικό σύλληψης ή κράτησης.
Σε σχέση με τα έγγραφα (affidavits βλ. ερ. 156-149 του δ.φ.), μολονότι ο Αιτητής δήλωσε ότι τα απέκτησε μόλις τον Απρίλιο του 2024 μέσω του αδελφού του, δεν αιτιολόγησε επαρκώς για ποιους λόγους δεν μπορούσε να τα έχει εξασφαλίσει και προσκομίσει σε προγενέστερο στάδιο. Η γενική αναφορά ότι «δεν τα είχε στην κατοχή του» δεν αρκεί για την ικανοποίηση της νομοθετημένης προϋπόθεσης περί αδυναμίας υποβολής άνευ υπαιτιότητάς του. Η σχετική νομολογία του ΔΕΕ, αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, απαιτεί σαφήνεια και συγκεκριμένη αιτιολογία ως προς τα κωλύματα που εμπόδισαν τον αιτητή να προσκομίσει νωρίτερα τα έγγραφα αυτά. Η έλλειψη τέτοιας επεξήγησης οδηγεί στην ορθή διαπίστωση ότι δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(β).
Πρόσθετα παρατηρώ ότι τα έγγραφα αυτά συνιστούν ένορκες δηλώσεις της μητέρας, του αδελφού, της αδελφής και του δικηγόρου του Αιτητή με τις οποίες εκθέτουν ότι ο Αιτητής συνελήφθη, φυλακίστηκε και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Αναπόφευκτα, οι δηλώσεις αυτές ενέχουν έντονο προσωπικό και υποκειμενικό στοιχείο, καθώς προέρχονται από στενούς συγγενείς και τον δικηγόρο του Αιτητή που έχουν ευθεία συναισθηματική εμπλοκή και φυσικό ενδιαφέρον για την έκβαση της υπόθεσης. Η συγγενική σχέση δεν ακυρώνει πλήρως την αξία τους, περιορίζει όμως την αντικειμενικότητά τους, ιδίως εφόσον δεν συνοδεύονται από ανεξάρτητα ή ουδέτερα αποδεικτικά μέσα που να επιβεβαιώνουν τα καταγγελλόμενα περιστατικά. Έτσι, οι ενόρκες δηλώσεις αυτές, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκή και αξιόπιστα νέα στοιχεία ικανά να ανατρέψουν την κρίση που είχε ήδη διαμορφωθεί.
Υπό τα δεδομένα αυτά, ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη. Αφενός, διότι δεν διαπιστώθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα που να διαφοροποιούν ουσιαστικά την εξέταση σε σχέση με την αρχική αίτηση. Αφετέρου, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο Αιτητής, χωρίς δική του υπαιτιότητα, αδυνατούσε να προσκομίσει τα επικαλούμενα έγγραφα σε προγενέστερο στάδιο. Ελλείψει σωρευτικής πλήρωσης των δύο αυτών προϋποθέσεων, δεν ήταν δυνατή η συνέχιση της εξέτασης επί της ουσίας.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ήταν σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και των αντίστοιχων προβλέψεων της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, καθώς και με την ερμηνεία που έχει δοθεί σε αυτές από τη νομολογία.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν ουσιώδες στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη. Φρονώ συνεπώς ότι οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνοντας ότι τα όσα ο ίδιος επικαλείται μέσω της μεταγενέστερης αίτησής του δεν αναφέρθηκαν από τον ίδιο σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας λόγω δικής του υπαιτιότητας, ενώ περαιτέρω τα όσα αόριστα έχουν λεχθεί περί πολιτικής του δίωξης λόγω του ότι υποστηρίζει το κόμμα που απήλθε από την εξουσία, δεν αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.
[2] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[3] M.J.I. και Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ.Τ3136/2023, ημερ. 23.10.2024, της αδελφής μου Δικαστού κας Κ. Κλεάνθους.
[4] B.E.T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 3754/2023, 11.07.2024 του αδελφού μου Δικαστή Μ. Στυλιανού.
[5] H.M.M. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 4544/2023, 19.11.2024 του αδελφού μου Δικαστή Μ. Στυλιανού.
[6] N.K ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ.Τ529/24, 31.12.2024, της αδελφής μου Δικαστή Μ. Παπαντωνίου.
[7] H N E ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3737/23, 28.02.2025.
[8] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[9] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
[10] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.
[11] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
[12] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο