ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1467/23
13 Νοεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Η. Α.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Γ. Βασιλόπουλος, Δικηγόρος για Αιτητή
Κα Α. Πάλλη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.26/04/23, η οποία κοινοποιήθηκε στις 02/05/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α), καθώς και έκδοση «νέας εκτελεστής απόφασης […] επί της ουσίας του αιτήματος του αιτητή για διεθνή προστασία […] η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση» (Αιτητικό Β).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 11/10/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 03/11/21 (ερ.1-5, 23-24, 65).
Στις 18/10/22 έγινε συνέντευξη στον αιτητή προς εξέταση του αιτήματός του, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.39-65). Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 24/01/23 η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.99-117).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 02/05/23 και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.118, 24).
Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής κατέγραψε ότι έφυγε από τη Σομαλία λόγω «τρομοκρατικών επιθέσεων […], αυτών που σκότωσαν ανηλεώς τον πατέρα [του] και απειλούν να [τους] σκοτώσουν» αλλά και «διακρίσεων κατά της φυλής [του] ή της οικογένειας στην οποία [ανήκει]», τον «εμφύλιο πόλεμο που κατασπάραξε τη χώρα [του]» και επίσης «πράξεων τρομοκρατίας στη χώρα [του]».
Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Μογκαντίσου, στην περιφέρεια Banaadir, είναι μουσουλμάνος, ανήκει στη φυλή Digil Mirifle, υποφυλή Gasar Gude (clan), η οποία ανήκει στην (μεγαλύτερη φυλή – tribe) Rahanweyn, ολοκλήρωσε 12ετή εκπαίδευση, ο πατέρας του δολοφονήθηκε την 01/02/17 και έχει τρία αδέλφια, ένας εκ των οποίων είναι αιτητής ασύλου στη Δημοκρατία, άλλος μένει στο Μπαγκλαντές και ο τρίτος διαμένει με την μητέρα τους στη Μογκαντίσου και εργάζεται σε νοσοκομείο, με τον οποίο διατηρεί τακτική επικοινωνία και – μέσω αυτού – μαθαίνει και για την μητέρα του, η οποία δεν έχει τηλέφωνο. Δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας ο αιτητής.
Ερωτώμενος σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του ο αιτητής ανέφερε ότι, όταν ζούσαν «όλοι μαζί σαν οικογένεια και ήταν ικανοποιημένοι με τη ζωή που [είχαν] τον τότε χρόνο και ο πατέρας [του] […] είχε μαγαζί», αντιμετώπισαν πρόβλημα, καθώς, ως εξήγησε, όταν ήταν οι εκλογές στη Σομαλία το 2017, ο πατέρας του ήταν μέλος των αντιπροσωπειών από διάφορες φυλές, οι οποίες εξέλεγαν τα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας και έλαβαν απειλές από την Al Shabaab μετά τις εκλογές. Την 01/02/17, ενώ ο πατέρας του αιτητή έβγαινε από το τέμενος (mosque) δέχθηκε επίθεση από δύο οπλοφόρους, οι οποίοι τον πυροβόλησαν και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκρός.
Ερωτώμενος αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ισχυρίστηκε πως, κατόπιν του θανάτου του πατέρα του, η οικογένεια λάμβανε υποστήριξη και οικονομική βοήθεια από έναν συγγενή τους που ήταν και πρεσβύτερος της φυλής (ως διευκρίνισε αργότερα, το εν λόγω άτομο ήταν στενός φίλος του πατέρα του, αλλά ο ίδιος τον αποκαλούσε θείο, και είχε εκλεγεί ως ηγέτης της φυλής την 01/03/17), ενώ ο εν λόγω θείος, από το 2020 μέχρι το 2021 προσπαθούσε να μάθει πληροφορίες αναφορικά με το ποιος εμπλεκόταν στον θάνατο του πατέρα του (αιτητή) και στις 08/09/21 είχαν κανονίσει να συναντηθούν για να τους δώσει τις πληροφορίες που είχε, όμως, κατά την έξοδο του από το τέμενος, ο θείος δέχθηκε επίθεση και σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια του αιτητή.
Την επόμενη ημέρα (09/09/21) ο αδελφός του αιτητή κατήγγειλε το εν λόγω περιστατικό στην αστυνομία, ενώ την μεθεπόμενη ημέρα (10/09/21) δέχθηκαν επίθεση κατά τη νύχτα ως οικογένεια στο σπίτι τους και κατόπιν, το επόμενο πρωί, αποφάσισαν (ο αιτητής με τον αδελφό του) να φύγουν από το σπίτι, όταν και δέχθηκαν απειλές και έτσι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα για να είναι ασφαλείς. Ερωτηθείς τι πιστεύει πως θα συμβεί στον ίδιο προσωπικά σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε πως θα τον σκοτώσει η Al Shabaab, καθώς, ως ανέφερε, είχε λάβει απειλές από εκείνους. Σε ακόλουθη ερώτηση ο αιτητής ανέφερε πως οι Αρχές της χώρας καταγωγής θα του επέτρεπαν να εισέλθει στη χώρα.
Κληθείς να εξηγήσει αυτά που κατέγραψε στην επίδικη αίτηση ο αιτητής είπε πως αρχικά ο πατέρας του σκοτώθηκε από την Al Shabaab και έπειτα οι ίδιοι δέχθηκαν απειλές, και αργότερα σκότωσαν και τον φίλο του πατέρα του. Ως προς την αναφορά του σε εμφύλιο πόλεμο, ο αιτητής είπε ότι εννοούσε τη μάχη μεταξύ της κυβέρνησης της χώρας του και της Al Shabaab, λέγοντας επίσης πως οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο οδήγησαν στο να χάσει ο ίδιος τον πατέρα του, ενώ ανάγκασαν τον ίδιο να εγκαταλείψει τη χώρα, πρόσθεσε δε ότι έχει ψυχολογικό τραύμα από τον θάνατο του πατέρα του, το οποίο του προκαλεί ορισμένες φορές εφιάλτες όταν κοιμάται.
Σε σειρά ερωτήσεων ο αιτητής αναφέρθηκε στην ιδιότητα και δραστηριότητες του πατέρα του ως ηγέτη των πρεσβυτέρων της φυλής, ενώ είπε πως, λόγω του ότι τότε ο ίδιος ήταν ακόμη ανήλικος, δεν του επιτρεπόταν να μετέχει στις συνάξεις τους και ανέφερε πως τα μέλη της φυλής είχαν εκλέξει τον πατέρα του ως ηγέτη το 2013, ενώ οι πρεσβύτεροι της φυλής τον εξέλεξαν ως αντιπρόσωπο τους, για να εκλέξει τους εκπροσώπους της φυλής στο κοινοβούλιο. Ανέφερε επίσης πως όλοι οι πρεσβύτεροι της φυλής γνώριζαν για την εν λόγω ιδιότητα του πατέρα του, ενώ όλα τα μέλη της φυλής, ακόμη και οι ντόπιοι και οι συμμαθητές του ιδίου, ως ισχυρίστηκε, γνώριζαν ότι ήταν πατέρας του. Δήλωσε επίσης πως η Al Shabaab προέβη δύο φορές σε δημόσια ανακοίνωση αναφορικά με τις απειλές εναντίον των εν λόγω αντιπροσώπων, ως επίσης ότι κάποιοι από εκείνους είχαν σκοτωθεί από την Al Shabaab, αναφέροντας ότι κάθε μέλος της κυβέρνησης της χώρας, αλλά και οποιοσδήποτε την υποστηρίζει, αποτελεί στόχο για την Al Shabaab. Ο πατέρας του, ως ανέφερε ο αιτητής, δεν είχε ενοχληθεί προσωπικά, σχετικά με τη συμμετοχή του στην εν λόγω αντιπροσωπεία, όμως άλλα μέλη της αντιπροσωπείας αποτέλεσαν στόχους της Al Shabaab.
Σχετικά με το άτομο που τους είχε στηρίξει μετά τον θάνατο του πατέρα του ο αιτητής είπε ότι εκείνος ήταν ο μόνος που προσπαθούσε να μάθει ποιοι εμπλέκονταν στον θάνατο του πατέρα του και είχε δώσει τις πληροφορίες αυτές στην αστυνομία στις 21/02/21, ενώ στις 18/08/21, είχε επίσης δεχθεί απειλές, ως ανέφερε δε ακολούθως ο αιτητής, οι απειλές έγιναν μία φορά, προέρχονταν από την Al Shabaab και του ζητούσαν να σταματήσει τις έρευνες αλλιώς θα τον σκότωναν. Ερωτηθείς κατά πόσο ο ίδιος αντιμετώπισε οτιδήποτε από την Al Shabaab από το 2017 και έκτοτε, μέχρι το 2021, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, ενώ σε άλλη ερώτηση σχετικά με τις απειλές που λάμβανε ο πατέρας του, ισχυρίστηκε πως η Al Shabaab τον είχε απειλήσει μία φορά πριν τον θάνατο του, περί τα μέσα του Ιανουαρίου 2017, ότι θα τον σκότωναν σε περίπτωση που θα συνέχιζε να είναι μέλος των αντιπροσώπων. Ισχυρίστηκε επίσης ο αιτητής ότι ο ίδιος είδε τον έναν από τους δράστες, ενώ είχε δεχθεί απειλές την ίδια νύχτα, όταν συνέβη το περιστατικό με τον πυροβολισμό του φίλου του πατέρα του κατά την έξοδο του από το τέμενος, όπου θα συναντιόνταν για να τους έδινε τις πληροφορίες που βρήκε από την έρευνα που έκανε αναφορικά με τον θάνατο του πατέρα του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε πως, έπειτα από την ταφή του εν λόγω ατόμου, ο αδελφός του που αναγνώρισε τον δράστη και το ανέφερε στην αστυνομία (στις 09/09/21), καθώς και την περιγραφή του δράστη και τις απειλές που δέχθηκε, ενώ την επόμενη ημέρα (στις 10/09/21), ενόσω ο αιτητής βρισκόταν στο σπίτι, τους είχαν επιτεθεί με πυροβολισμούς έξω από το σπίτι τους, και στις 11/09/21, τους απείλησε η Al Shabaab πως θα τους σκότωναν, όπως έκαναν στην περίπτωση του πατέρα τους και του φίλου του, και έτσι αποφάσισαν να φύγουν από το σπίτι ώστε να βρουν ασφαλές καταφύγιο. Ο αιτητής κατέφυγε στο νοσοκομείο που εργάζεται ο αδελφός του και παρέμεινε ασφαλής στον χώρο διαμονής του προσωπικού, μέχρι που έφυγε από τη χώρα λίγες ημέρες μετά.
Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων ο αιτητής δήλωσε πως δέχτηκε απειλές από την Al Shabaab μόνο μία φορά στις 11/09/21, κατόπιν της επίθεσης που έγινε στο σπίτι του και ενόσω βρισκόταν στο νοσοκομείο που εργαζόταν ο αδελφός του, όπου του ανέφεραν ότι οι ίδιοι ευθύνονται για την επίθεση και ότι θα σκότωναν τον ίδιο και τον αδελφό του. Ο αιτητής, ως ανέφερε, πήρε στα σοβαρά αυτή την απειλή και αυτός ήταν και ο λόγος που αναγκάστηκε να φύγει από την χώρα. Ερωτηθείς κατά πόσο αποτάθηκε στην αστυνομία ή σε άλλη Αρχή ώστε να αναφέρει το περιστατικό, απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος πως φοβόταν να βγει εκτός, ενώ στην ερώτηση κατά πόσο αναζήτησε προστασία από τη φυλή του σχετικά με τα συμβάντα με την Al Shabaab, ανέφερε ότι σκέφτηκε πως θα τον σκότωναν και αποφάσισε να μην το πει στην φυλή του, καθώς δεν αισθανόταν ασφαλής έκτοτε και φοβόταν μήπως του επιτεθούν ξανά. Μαζί του ήταν και ο αδελφός του, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας – ως ανέφερε - δεν είχαν ενοχληθεί από την Al Shabaab.
Κληθείς να επεκταθεί επί των ισχυρισμών που αφορούν το ότι η φυλή του αντιμετωπίζει διακρίσεις, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως ανήκει σε μειονοτική φυλή , η οποία δεν έχει την ίδια δύναμη με άλλες φυλές, αναφέροντας ότι, όταν προσπαθούσε να βρει εργασία, οι εργοδότες τον ρωτούσαν από ποια φυλή είναι και, όταν τους έλεγε, συνήθιζαν να του λένε ότι δεν έχουν κάποια θέση διαθέσιμη, ενώ, όταν πήρε καλή βαθμολογία στο σχολείο και του δόθηκε υποτροφία, η θέση δόθηκε σε έναν άλλο μαθητή από μία άλλη φυλή, λόγω της διάκρισης εναντίον της φυλής του, και ουδέποτε δικαιώθηκε ο ίδιος στη χώρα του, ως ισχυρίστηκε. Ως τέλος ανέφερε, ορισμένες φορές, λόγω της διάκρισης που αντιμετώπιζε από άλλα άτομα λόγω της φυλής του, ένιωθε πως δεν μπορούσε να διεκδικήσει τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους συμπατριώτες του.
Ακολούθως, ερωτηθείς κατά πόσο σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει κάποιο μέρος όπου πιστεύει πως θα μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να βρίσκεται σε κίνδυνο, ο αιτητής δήλωσε πως ο λόγος που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του ήταν ένα πρόβλημα το οποίο θα αντιμετωπίσει και πάλι με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, εφόσον η Al Shabaab υπάρχει ακόμα. Σε επόμενη ερώτηση κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας καταγωγής του, όπως η πόλη Luuq, όπου θα μπορεί να είναι ασφαλής, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως κάποια μέλη της φυλής του προέρχονται από εκεί, όμως αποτελεί μειονότητα. Τέλος, ερωτηθείς κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας καταγωγής του, όπως η πόλη Baidoa, και να είναι ασφαλής, απάντησε αρνητικά, αναφέροντας πως παντού στη χώρα του υπάρχει ακόμα η Al Shabaab και δεν θα είναι ασφαλής.
Οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν τους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς, τους οποίους και εξέτασαν.
1. Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του συμμετείχε στην αντιπροσωπεία στις εκλογές 2017
3. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος, η οικογένεια του και ο φίλος του πατέρα του αντιμετώπισαν προβλήματα με την Al Shabaab, λόγω της συμμετοχής του πατέρα του στην αντιπροσωπεία στις εκλογές το 2017
4. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπισε διακριτική συμπεριφορά ως μέλος της φυλής Digil/Mirifle tribe
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον ως άνω 1ο, 2ο και 4ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, καθώς – ως κρίθηκε – ο αιτητής υπήρξε αρκούντως επεξηγηματικός και λεπτομερής τόσο αναφορικά με τη συμμετοχή του πατέρα του, ως πρεσβύτερου της φυλής (elder), στην αντιπροσωπία που συστάθηκε για να εκλέξει τα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας στις εκλογές του 2017, παρότι – ως αναφέρουν στο ερ.112 – δεν ήταν δυνατό να επιβεβαιωθεί από διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), όσο και αναφορικά με τις διακρίσεις που δέχθηκε λόγω της φυλής του, δεδομένου ότι - ως καταγράφεται στα ερ.107-108 – κρίθηκε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός διατηρεί εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή, λαμβανομένου υπόψη ότι εντοπίστηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τέτοιων συμπεριφορών, απέρριψαν όμως τον 3ο εκ των ως άνω ουσιωδών ισχυρισμών.
Επί του 3ου ως ανωτέρω ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή στερούνται επαρκών λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με επαρκή λεπτομέρεια το περιστατικό κατά το οποίο ο πατέρας του κατ’ ισχυρισμό δολοφονήθηκε από την Al Shabaab, αφού η σχετική περιγραφή που έδωσε περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι, καθώς ο πατέρας του έβγαινε από το τέμενος, τον σκότωσαν μέλη της Al Shabaab και κατόπιν έτρεξαν μακριά, ενώ έδωσε γενική και χωρίς λεπτομέρειες περιγραφή, για όσα ακολούθησαν μετά που άκουσε τους πυροβολισμούς και μέχρι που πήραν τον πατέρα του στο νοσοκομείο. Δεδομένου ότι το εν λόγω περιστατικό ήταν και η γενεσιουργός αιτία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου του αιτητή, για όσα ακολούθησαν, αναμενόταν – ως κρίθηκε – ο αιτητής να είναι σε θέση να δώσει μια πιο λεπτομερή περιγραφή για τον θάνατο του πατέρα του. Αναφορικά με το πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα του, που προσκομίστηκε, όταν αυτός ρωτήθηκε πως ο γιατρός γνώριζε, ως αναγράφεται στο εν λόγω έγγραφο που προσκόμισε, ότι ο πατέρας του πυροβολήθηκε από την Al Shabaab, ο αιτητής – ως κρίθηκε - αποκρίθηκε με αόριστο και γενικό τρόπο, λέγοντας πως ο γιατρός παρατήρησε ότι ο πατέρας του είχε πυροβοληθεί και αποδέχθηκε πως το έκανε η Al Shabaab, εφόσον δεν υπήρχε κάποιος άλλος που να σκοτώνει ανθρώπους στη χώρα του (ως ισχυρίστηκε).
Επιπλέον εντοπίστηκε αντίφαση στο ότι, ενώ ο αιτητής δήλωσε αρχικά ότι ο πατέρας του δεν είχε ενοχληθεί προσωπικά από την Al Shabaab, κατά τη συνέντευξη δήλωσε πως ο πατέρας του είχε δεχθεί απειλές, και, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει την ασυνέπεια, δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση, λέγοντας πως ο πατέρας του απειλήθηκε μία φορά από την Al Shabaab, πριν από τον θάνατο του, όταν δε του ζητήθηκε να περιγράψει αυτά που του είπε ο πατέρας του, παρέμεινε αόριστος. Ομοίως ο αιτητής αποκρίθηκε με γενικό τρόπο και χωρίς λεπτομέρειες, όταν του ζητήθηκε να αναφερθεί στην έρευνα που έκανε ο φίλος του πατέρα του για τον θάνατο του, αναφέροντας πως εκείνος ερευνούσε τις κλήσεις στο τηλέφωνο του πατέρα του, το οποίο και τελικά – σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή - παρέδωσε στην αστυνομία τέσσερα περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, καλούμενος δε ο αιτητής να εξηγήσει την καθυστέρηση αυτή ανέφερε πως ο φίλος του πατέρα του ήταν απασχολημένος με την επιχείρηση του και ο ίδιος με την μόρφωση του. Περαιτέρω, τα όσα δήλωσε ο αιτητής όταν κλήθηκε να αναφερθεί στα όσα είπε στην αστυνομία ο φίλος του πατέρα του, καθώς και τι άλλο ερεύνησε εκείνος για τον θάνατο του πατέρα του, δεν ανταποκρίνονται στο βαθμό λεπτομέρειας και εξειδίκευσης που ήταν εύλογα αναμενόμενο, ως κρίθηκε, να είναι σε θέση να παρέχει, ειδικότερα εφόσον ο φίλος του πατέρα του ήταν πολύ κοντά στην οικογένεια και του είχε ζητηθεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της έρευνας για τον θάνατο του πατέρα του, με βάση τις δηλώσεις του ιδίου. Επί τούτο ο αιτητής αρκέστηκε στο να αναφέρει μόνο ότι ο φίλος του πατέρα του είπε στην αστυνομία ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε βγαίνοντας από το τέμενος, ότι πριν από τον θάνατο του, ο πατέρας του δέχθηκε απειλές από την Al Shabaab, καθώς και ότι το πτώμα του πατέρα του οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, ενώ ο αιτητής δήλωσε επίσης πως δεν υπήρχε κάτι άλλο που να είχε ερευνήσει ο φίλος του πατέρα του σχετικά με τον θάνατο του τελευταίου και ότι τα πιο πάνω ήταν ήδη γνωστά στην οικογένεια.
Όσον αφορά τις απειλές που δέχθηκε ο φίλος του πατέρα του από την Al Shabaab καθώς και το περιστατικό με τον θάνατο του οι σχετικές δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν επίσης γενικές και χωρίς λεπτομέρεια, καθώς αναμενόταν από τον ίδιο να είναι σε θέση να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες και συγκεκριμένες πληροφορίες, ειδικότερα για το περιστατικό του θανάτου του φίλου του πατέρα του, εφόσον ο ίδιος ήταν παρόν, με βάση τις δηλώσεις του. Σχετικά με το περιστατικό όπου ο αιτητής ισχυρίστηκε πως δέχθηκαν επίθεση από μέλη της Al Shabaab στο σπίτι της οικογένειας, καθώς και τις απειλές που ο ίδιος δέχθηκε ακολούθως από την Al Shabaab και την αντίδραση του, κρίθηκε πως οι απαντήσεις που έδωσε σε σχετικά ερωτήματα ήταν γενικές και χωρίς λεπτομέρεια ή εξειδίκευση.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του αιτητή, εντόπισε, σχετικά με το πιστοποιητικό θανάτου ημ.01/02/17, του πατέρα του, που προσκόμισε, ότι το λογότυπο και τα τηλέφωνα του νοσοκομείου όπου φέρεται να εκδόθηκε το εν λόγω πιστοποιητικό δεν ταιριάζουν με αυτά στην (επίσημη) ιστοσελίδα του νοσοκομείου, κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο. Πέραν τούτου δημιουργείται – ως κρίθηκε – αμφιβολία για την εγκυρότητα του εν λόγω εγγράφου εφόσον, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αιτητή, ο γιατρός έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας του αιτητή σκοτώθηκε από την Al Shabaab (ως καταγράφεται ρητά στο εν λόγω έγγραφο), διότι «κανένας άλλος δεν σκοτώνει ανθρώπους στην Σομαλία». Ως εκ τούτων, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το πιο πάνω πιστοποιητικό που προσκόμισε ο αιτητής δεν δύναται να αποτελέσει θετικό δείκτη ως προς την εξωτερική του αξιοπιστία.
Κατόπιν των ως άνω ευρημάτων έγινε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης (ΠΧΚ) βάσει των οποίων επιβεβαιώνονται τα όσα ανέφερε ο αιτητής σχετικά με τη μεταχείριση από την Al Shabaab προς πρεσβύτερους που αντιπροσωπεύουν τις κοινότητες τους στις εκλογές καθώς και προς τα μέλη των οικογενειών τους, εφόσον θεωρούνται ότι διασυνδέονται με την κυβέρνηση.
Στη βάση των ως άνω, δεδομένου ότι – ως είχε ήδη γίνει δεκτό - η εσωτερική αξιοπιστία του αιτητή δεν στοιχειοθετείται, λόγω ασυνέπειας και έλλειψης συνοχής, λεπτομέρειας και εξειδίκευσης στις σχετικές δηλώσεις του, παρότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με σχετικές πληροφορίες (ΠΧΚ), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως εν προκειμένω δεν πληρούνται οι παράμετεροι αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή ότι ο ίδιος, η οικογένεια του και ο φίλος του πατέρα του είχαν θέματα με την Al Shabaab, λόγω της συμμετοχής του πατέρα του στην αντιπροσωπεία για τις εκλογές του 2017, και γι’ αυτό ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Στη βάση των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών ακολούθησε εκτίμηση κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε μελλοντοστραφή βάση, στα πλαίσια της οποίας, εκ του προφίλ του αιτητή, του τόπου διαμονής του (Μογκαντίσου) αλλά και της φυλής του, στη βάση και των ΠΧΚ που εντοπίστηκαν σχετικά, κρίθηκε ότι ενδεχομένως να προκύπτει κίνδυνος για τον αιτητή, όχι όμως αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, δεδομένου ότι, παρότι έγινε δεκτό το ότι ο πατέρας του συμμετείχε στην αντιπροσωπεία πρεσβυτέρων της κοινότητας του στις εκλογές του 2017, εφόσον απορρίφθηκε ο ισχυρισμός περί δολοφονίας του πατέρα του και διώξεως του αιτητή από την οργάνωση Al Shabaab (για τους λόγους που παραθέτω πιο πάνω), δεν προκύπτει τέτοιος κίνδυνος. Ενόψει τούτου ακολούθησε πιο ενδελεχής ενασχόληση με τον 1ο και 4ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, σε συνάρτηση με το κατά πόσο εξ αυτών προκύπτει κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης, και οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στα ακόλουθα συμπεράσματα.
Αναφορικά αφενός με το ότι ο αιτητής ανήκει στη φυλή Digil/Mirifle κρίθηκε ότι, παρότι οι διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) που εντοπίστηκαν κάνουν λόγο για πιθανότητα άτομα της φυλής αυτής να υποστούν πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη, εντούτοις, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή, ο ίδιος στο παρελθόν αντιμετώπισε μόνο ήπιας μορφής διακρίσεις, ήτοι μη πρόσληψη του σε εργασία και στέρηση υποτροφίας γι’ αυτό τον λόγο, χωρίς να έχει αναφέρει κάποια άλλη πράξη ή βλάβη, ο ίδιος δε μάλιστα τελικά τελείωσε την εκπαίδευση του χωρίς πρόβλημα, και λαμβανομένου υπόψη ότι ο αδελφός του εργοδοτείται έκτοτε μέχρι και σήμερα σε νοσοκομείο, ο δε πατέρας του, ως έγινε άλλωστε αποδεκτό, ήταν μέρος των αντιπροσωπειών των φυλών στις εκλογές του 2017, η δε φυλή του (η Digil/Mirifle είναι υποφυλή – subtribe - που ανήκει στη φυλή Rahanweyn) αποτελεί μεγάλη πληθυσμιακά ομάδα και εκπροσωπείται δεόντως στην κυβέρνηση, δεν τεκμηριώνεται εδώ κίνδυνος δίωξης σ’ αυτή τη βάση.
Αναφορικά δε αφετέρου με την κατάσταση ασφαλείας στην Μογκαντίσου (τόπος διαμονής του αιτητή) κρίθηκε ότι, παρότι στη βάση διαθέσιμων πληροφοριών (ΠΧΚ) αδιάκριτη βία ασκείται στην περιοχή, εντούτοις αυτή δεν φτάνει σε τόσο υψηλό επίπεδο ώστε, στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας (ως διατυπώθηκε στη νομολογία του ΔΕΕ), να γίνει δεκτό ότι υφίσταται κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, στη βάση του άρθρου 19 (2) (γ) του Νόμου, εκ μόνης της παρουσίας του στην περιοχή, δεδομένου του προφίλ του.
Συνεπεία των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Σομαλία ή κίνδυνος να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ο αιτητής.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.
Επί της προσφυγής ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή καταγράφει πλήθος νομικών σημείων προς στήριξη της παρούσας.
Δια των γραπτών αγορεύσεων ο συνήγορος του εισηγείται ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα επί των ισχυρισμών του αιτητή, ως αυτοί αναφέρθηκαν κατά τη συνέντευξη, δεν δόθηκε επαρκής χρόνος κατά τη συνέντευξη, δεν του επεξηγήθηκαν τα στοιχεία που είναι κρίσιμα προκειμένου να του δοθεί διεθνής προστασία, δεν δόθηκε ευκαιρία να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις σχετικά με ενδεχόμενα λάθη στη μετάφραση και δεν έγινε ορθή, επαρκής αξιολόγηση των λεγομένων του, με συνέπεια τα ευρήματα και η τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση να είναι αποτέλεσμα πλάνης, κατά παράβαση της ενδεδειγμένης μεθόδου αξιολόγησης αξιοπιστίας και δεν αιτιολογούνται επαρκώς τα ευρήματα επί των ουσιωδών ισχυρισμών του αιτητή και η κατάληξη ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας, παραθέτοντας σχετική νομολογία.
Επί των ισχυρισμών του αιτητή, κάνοντας εκτεταμένες αναφορές στα λεγόμενα του ως καταγράφηκαν στο επίδικο πρακτικό της συνέντευξης, αλλά και τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του, ως καταγράφονται στην επίδικη έκθεση, ο συνήγορος του σημειώνει ότι εν προκειμένω ο αιτητής υπήρξε δεόντως λεπτομερής και σαφής σε όλες τις δηλώσεις του, τόσο αναφορικά με τη δολοφονία του πατέρα του και του φίλου του από την οργάνωση Al Shabaab, όσο και σε σχέση με τις διακρίσεις που υπέστη ο ίδιος ένεκα της φυλής του και της αδιάκριτης βίας συνεπεία τρομοκρατικών επιθέσεων, εκ της οποίας θα τεθεί σε κίνδυνο με την επιστροφή του. Κατόπιν δε παράθεσης νομολογίας, ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται περαιτέρω ότι το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται και το ευεργέτημα της αμφιβολίας συνηγορούν υπέρ του ότι όσα ανέφερε θα έπρεπε να κριθούν αρκετά και αξιόπιστα, ώστε να του αποδοθεί διεθνής προστασία, δεδομένου ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες. Σημειώνει δε ότι ο αιτητής, στη βάση των λεγομένων του, ενδεχομένως να είναι θύμα εμπορίας προσώπων, πράγμα που δεν έχει εξεταστεί εν προκειμένω, ως εισηγείται.
Προς επίρρωση της θέσης του αιτητή ότι χρήζει διεθνούς προστασίας, γίνεται αναφορά σε πλήθος διαθέσιμων πληροφορίων (αν και όχι με τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τον οικείο κανονισμό τρόπο), εκ των οποίων – ως εισηγείται ο συνήγορος του – θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής υφίσταται κίνδυνο δίωξης ή και σοβαρής βλάβης, ένεκα τόσο του ότι ανήκει σε μειονοτική φυλή, η οποία και υπόκειται πράξεις διώξεως, όσο και της δίωξης του ιδίου και της οικογένειας του από την οργάνωση Al Shabaab στο παρελθόν αλλά και της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του.
Επιπροσθέτως των ως άνω ο αιτητής παρατηρεί ότι ο λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση είναι λειτουργός της Πολεοδομίας και συνεπώς αναρμοδίως προέβη σε έγκριση της επίδικης έκθεσης, κατά νόσφιση εξουσίας, ως αναφέρει. Ο δε λειτουργός που τέλεσε την επίδικη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως καταρτισμένος και δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα να το πράξει.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και είναι γι’ αυτό ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, παραπέμποντας επί τούτου σε νομολογία. Περαιτέρω εμμένουν στη νομιμότητα της επίδικης διαδικασίας και ορθότητα της κατάληξης τους και αναφέρουν ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εξέτασης, επαρκώς αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη έχει παρεισφρήσει κατά τη λήψη αυτής. Σχετικά με τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή, ανατρέχοντας στη συνέντευξη, υπεραμύνονται του εύλογου και της ορθότητας των ευρημάτων τους και λέγουν ότι ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται στην επίδικη αίτηση και διαδικασία εξέτασης της και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή επί της ουσίας και απολύτως δικαιολογημένη. Επί όλων δε των εισηγήσεων τους οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν σε πλούσια νομολογία και αποφάσεις του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών, ως αυτές αναπτύχθηκαν με τις γραπτές αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού του αιτητή περί αναρμοδιότητας του λειτουργού που ενέκρινε την επίδικη έκθεση και δια τούτο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Αναφορικά με την αρμοδιότητα του υπογράφοντος το ερ.117 (προσβαλλόμενη απόφαση) παρατηρώ ότι στο ερ.97 υπάρχει σχετική εξουσιοδότηση ημ.07/03/23, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση του εν λόγω λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως εν προκειμένω έπραξε. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του νυν Υπουργού Εσωτερικών.
Σημειώνω ότι, ως προνοείται εκ του αρ.7 του ΚΕΦ.1, «[κ]άθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed).». Στο δε αρ.1 του ΚΕΦ.1 ορίζεται ότι «“δημόσιο έγγραφο” σημαίνει διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, διακήρυξη, κανονισμούς, κανόνες, διατάξεις, ειδοποίηση, ή μητρώο που έγινε, εκδόθηκε ή τηρήθηκε με βάση εξουσία Νόμου». Για τον εν λόγω λειτουργό δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/08/22 (Τμήμα Α’ – Αριθμός 5457, στην 1η σελίδα) [1] πράξη δια της οποίας αποσπάται στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 16/08/22 μέχρι 28/02/25.
Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».
Ενόψει των ως άνω, δεδομένου ότι η απόσπαση του εν λόγω λειτουργού ίσχυε κατά τον χρόνο που έλαβε την επίδικη απόφαση, δεν μπορεί παρά να υπηρετούσε στους καθ’ ων η αίτηση, ανεξαρτήτως του αν, στη βάση του αρ.47 (2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), διατηρούσε την προηγούμενη οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας, «υπάγεται όμως στov ιεραρχικό διoικητικό έλεγχo τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ Τμήματoς στo oπoίo απoσπάται», εξ ου και η αναφορά στην εν λόγω εξουσιοδότηση στον τίτλο του. Μια απλή γραμματική ερμηνεία του αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σε συνδυασμό με το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), καθιστά σαφές ότι ο αποσπασθείς υπάλληλος υπηρετεί αναμφίβολα στην Υπηρεσία όπου αποσπάται, αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της απόσπασης.
Συνεπεία των ως άνω απορρίπτω τους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας.
Αναφορικά τώρα με τους ισχυρισμούς περί μη κατάλληλης κατάρτισης του λειτουργού που διενέργησε τη συνέντευξη, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει ακλόνητο και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438], καθώς ουδέν συγκεκριμένο ετέθη που να θέτει άλλωστε εν αμφιβόλω την κατάρτιση του εν λόγω λειτουργού. Άλλωστε τέτοιος ισχυρισμός δεν μπορεί να στηρίζεται στο αν έπραξε ή όχι τελικώς τα δέοντα ο εν λόγω λειτουργός και ούτε αποδεικνύεται εκ τούτου.
Ενόψει των ως άνω, δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί ισχυρισμοί του αιτητή αφορούν, συναρτώνται και συμπλέκονται με την ουσία της υπόθεσης και την ορθότητα της επίδικης απόφασης, θα εξεταστούν μαζί με αυτή πιο κάτω, στα πλαίσια του εξ υπαρχής και επί της ουσίας ελέγχου που διενεργεί το Δικαστήριο (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν σε επί της ουσίας εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:
«Εάν ένας αιτών ισχυριστεί ότι συνελήφθη σε διαδήλωση για πρώτη φορά στη ζωή του, θα προξενούσε έκπληξη η αδυναμία του να παράσχει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με το πότε, πού και με ποιον τρόπο έλαβε χώρα η σύλληψή του, παρότι στην περίπτωση αυτή τίθεται το ζήτημα του βαθμού λεπτομέρειας που μπορεί εύλογα να αναμένεται. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Εν προκειμένω, δεδομένου του ότι ο 1ος, 2ος και 4ος ουσιώδεις ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί εκ των καθ’ ων η αίτηση, κατάληξη με την οποία συμφωνώ, υιοθετώντας τα επιμέρους επί τούτου ευρήματα τους, ως καταγράφονται στην επίδικη έκθεση (ερ.107-108, 112-114) και σημειώνονται και επιγραμματικά πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης (περαιτέρω ΠΧΚ επί των ως άνω ισχυρισμών θα παρατεθούν πιο κάτω, στην αξιολόγηση κινδύνου που τυχόν προκύπτει εκ τούτου), προέχει η αξιολόγηση αξιοπιστίας του απορριφθέντος 3ου ουσιώδους ισχυρισμού.
Επί του 3ου λοιπόν ουσιώδους ισχυρισμού, έχοντας διέλθει με προσοχή των λεγομένων του αιτητή ως αυτά καταγράφονται στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης και τα όσα επ’ αυτού αναφέρει ο συνήγορος του, είναι κατάληξη μου, ενόψει και κατ’ εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, ότι συμφωνώ με τα ευρήματα καθώς και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ως με λεπτομέρεια αναφέρονται στα ερ.108-112 της επίδικης έκθεσης, αλλά και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται. Θεωρώ ορθά και απολύτως εύλογα τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί της εσωτερικής συνοχής του και σημειώνω σχετικώς ότι το αφήγημα του αιτητή στερείται κάθε ψήγματος βιωματικών στοιχείων και συνοχής, χρονικής συνέπειας, σε σχέση τόσο με τις κατ’ ισχυρισμό απειλές προς τον πατέρα του από την Al Shabaab, όσο και τις ισχυριζόμενες δολοφονίες του πατέρα του αιτητή και του φίλου του, 4 χρόνια μετά τη δολοφονία του πρώτου, αλλά και το τι μεσολάβησε των δολοφονιών αυτών, ήτοι την κατ’ ισχυρισμό έρευνα που έκανε ο φίλος του πατέρα του.
Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει – ούτε κατά το ελάχιστο - μια συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν έχει βιώσει την εμπειρία που αυτός παραθέτει, αφού, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν, δεν μπόρεσε να αναφέρει εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και βιωματικά στοιχεία για τον θάνατο του πατέρα του δια πυροβολισμών έξω από τέμενος, επί του οποίου ουδέν περαιτέρω ανέφερε, και – ομοίως – ούτε για τον κατ’ ισχυρισμό θάνατο του φίλου του πατέρα του, 4 χρόνια μετά, του οποίου η περιγραφή είναι – σχεδόν αυτολεξεί – πανομοιότυπη με τα όσα ανέφερε για τον θάνατο του πατέρα του. Περαιτέρω στερούνται ευλογοφάνειας και λεπτομερειών τα όσα ανέφερε ο αιτητής περί της τετραετούς έρευνας του φίλου του πατέρα του αιτητή για τον θάνατο του πατέρα του, επί του οποίου παρέμεινε γενικόλογος και αόριστος, χωρίς να είναι σε θέση τελικώς να εξηγήσει γιατί πήρε τόσο χρόνο στον φίλο του πατέρα του να εντοπίσει το κινητό του πατέρα του αιτητή και να επικοινωνήσει με τις αρχές και γιατί ουδέν συνέβη στο μεταξύ, όλα εκείνα τα χρόνια. Σημειώνω τέλος ότι γενικόλογος και κατά τόπους αντιφατικός ήταν ο αιτητής και στα όσα ανέφερε περί απειλών που δεχόταν ο πατέρας του, αφού υπήρξε αντιφατικός ως προς το πότε και πόσες απειλές δέχθηκε.
Θα συμφωνήσω περαιτέρω και με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί του φερόμενου πιστοποιητικού θανάτου του πατέρα του, ως προσκόμισε ο αιτητής (ερ.36), για το οποίο θα πρέπει να σημειωθεί ότι απέχει κατά πολύ από ότι θα ήταν αναμενόμενο να περιέχει ένα τέτοιο έγγραφο, τόσο σε σχέση με τα τυπικά του γνωρίσματα, αφού θα αναμενόταν να φέρει σήμανση δημόσιου εγγράφου, όσο και σε σχέση με το περιεχόμενο του, όπου δεν είναι βεβαίως αναμενόμενο να καταγράφει το από ποιόν δέχθηκε πυροβολισμούς ο αποθανόντας (“due to gunshot wound by Al-Shabaab”) και προσθέτω ότι δεν αναμένεται να είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα.
Αναφορικά με την αξιολόγηση εγγράφων σημειώνω και τα εξής.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.54, αναφέρεται ότι, «[τα] έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του δεν περιορίζονται στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του. Αντιθέτως, ο αιτών έχει στη διάθεσή του τα έγγραφα όταν εύλογα αναμένεται ότι μπορεί να τα λάβει (122). Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές και ευρύτερες περιστάσεις του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων των περιστάσεων στη χώρα καταγωγής ή στον τόπο συνήθους διαμονής του. Τα έγγραφα τα οποία εύλογα αναμένεται ότι μπορεί να λάβει ο αιτών πρέπει να αξιολογούνται σε συνάρτηση με το προσωπικό ιστορικό και τις περιστάσεις του αιτούντος και δεν πρέπει να επηρεάζονται από μη εύλογες παραδοχές ή προκαταλήψεις όσον αφορά τα έγγραφα που θα πρέπει να είναι διαθέσιμα.».
Στις σελ.107-108 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.
Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.
[…]
Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»
Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών είναι κατάληξη μου ότι το έγγραφο που προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (ερ.36) δεν δύναται να ενισχύσει ή και στοιχειοθετήσει τα λεγόμενα του, δεδομένων και συνεκτιμούμενων και των πολλών και σημαντικών ελλείψεων που έχουν εντοπισθεί στην εσωτερική συνοχή του ισχυρισμού με τον οποίο σχετίζεται, ως πιο πάνω εξηγείται.
Επί της εξωτερικής συνοχής του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν (βλ. ερ.108-109), εκ των οποίων – παρότι δεν καταγράφεται ρητά – φαίνεται να αποδέχθηκαν ότι τα λεγόμενα του αιτητή συνάδουν με τις εντοπισθείσες πληροφορίες, παραθέτω τις πιο κάτω ΠΧΚ.
Όσον αφορά τη μεταχείριση ατόμων που αντιτίθενται ή θεωρούνται ότι αντιτίθενται με την Al Shabaab, ειδικότερα στην περίπτωση εκλογικών αντιπροσώπων, σχετικές διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) αναφέρουν πως «[η] Al Shabaab έχει στοχεύσει εκλογικούς αντιπροσώπους [πρεσβύτερους που επιλέγουν μέλη του ομοσπονδιακού και πολιτειακού νομοθετικού σώματος για λογαριασμό των κοινοτήτων τους σε έμμεσες εκλογές] και τα μέλη των οικογενειών τους. Όπως αναφέρουν πηγές που σχετίζονται με την Al Shabaab, το φθινόπωρο και τις αρχές του χειμώνα του 2020, στην περιοχή του Mogadishu, η Al Shabaab σκότωσε αντιπροσώπους που είχαν εμπλακεί στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο της Σομαλίας καθώς και στα νομοθετικά σώματα στο Hirshabelle, South-West State και Jubbaland. Στο πλαίσιο των βουλευτικών και προεδρικών εκλογών (που αρχικά ήταν προγραμματισμένες να διεξαχθούν το 2020), η Al Shabaab φέρεται να ‘εξέδωσε προσωπικές προειδοποιήσεις’ σε πρεσβύτερους που ενδέχετο να συμμετάσχουν στις κάλπες ως αντιπρόσωποι, με έναν πρεσβύτερο να φέρεται να ανέφερε ότι το 2019, η Al Shabaab κάλεσε τον ίδιο και άλλους πρεσβυτέρους σε μια συνάντηση όπου τους χορηγήθηκε αμνηστία ένεκα του ότι συμμετείχαν στις εκλογές το 2016-2017, αλλά τους είπαν επίσης ότι δεν θα έπρεπε να περιμένουν συγχώρεση εάν συμμετείχαν στις επικείμενες εκλογές. […]».[2] Επιπλέον, σε άλλη έγκυρη πηγή αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία για το έτος 2023, καταγράφεται ότι «[η] Al-Shabaab σκότωσε επίσης εξέχοντες ακτιβιστές για την ειρήνη, ηγέτες κοινοτήτων, πρεσβύτερους φυλών, εκλογικούς αντιπροσώπους και μέλη των οικογενειών τους για το ρόλο τους στην οικοδόμηση της ειρήνης…».[3]
Εκ των ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι διαθέσιμες πληροφορίες συνάδουν με τα λεγόμενα του αιτητή περί απειλών και άλλων μορφών βίας κατά αντιπροσώπων των φυλών σε κυβερνητικές εκλογές, καθώς τέτοια φαινόμενα φαίνεται να καταγράφονται τόσο στις εκλογές του 2017 όσο και επόμενες εκλογικές διαδικασίες, στην προσπάθεια της οργάνωσης Al Shabaab να αποθαρρύνει, δια της χρήσης βίας και απειλών, τα μέλη των αντιπροσωπειών από το να μετέχουν στην εκλογική διαδικασία.
Παρά τα ως άνω δεν μπορεί όμως εν προκειμένω να παραγνωρισθεί η παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ως ανωτέρω εξηγώ, η οποία είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες ΠΧΚ, ως γενικές πληροφορίες που αναφέρουν ότι τέτοια φαινόμενα απειλών υφίστανται στη χώρα καταγωγής δεν αρκεί άνευ ετέρου, τη στιγμή που αυτοί στερούνται εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας. Αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, στη βάση και των κατευθυντήριων γραμμών, η εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών ενός αιτητή, παραμένει θεωρώ το πρωταρχικό σημείο αναφοράς, δεδομένου του ότι – ως και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται - «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»
Εν προκειμένω λοιπόν, στην απουσία περαιτέρω μαρτυρίας που θα ενίσχυε τα λεγόμενα του αιτητή επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά που έχουν εντοπιστεί παραμένουν και συνεπώς η αποδοχή των ισχυρισμών αυτών θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση τους.
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Μογκαντίσου), αλλά και του ενδεχόμενου δίωξης ή και σοβαρής βλάβης, αν προκύπτει, εκ των αποδεκτών ισχυρισμών του (1ος, 2ος και 4ος), σε συνάρτηση πάντοτε και με το προφίλ του αιτητή.
Σχετικά με τούτο εντοπίζω τις εξής διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ).
Όσον αφορά (γενικότερα) ζητήματα συστημικής φυλετικής ή εθνικής βίας και διακρίσεων, από σχετική έρευνα αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία για το 2023, προκύπτει ότι «[περισσότερο] από το 85 τοις εκατό του πληθυσμού μοιραζόταν μια κοινή εθνική κληρονομιά, μια θρησκεία και μια κουλτούρα επηρεασμένη από τους νομάδες. Στις περισσότερες περιοχές η κυρίαρχη φυλή απέκλειε μέλη άλλων ομάδων από την αποτελεσματική συμμετοχή σε κυβερνητικούς θεσμούς και τα υπέθετε σε διακρίσεις στην απασχόληση, τις δικαστικές διαδικασίες και την πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες. Οι διακρίσεις στην απασχόληση σημειώθηκαν λόγω διασυνδέσεων των φυλών σε πολλούς κλάδους και τομείς της οικονομίας. Ομάδες μειονοτήτων, που συχνά στερούνταν ένοπλων πολιτοφυλακών, υποβλήθηκαν δυσανάλογα σε δολοφονίες, βασανιστήρια, βιασμούς, απαγωγές για λύτρα και λεηλασίες γης και περιουσίας ατιμώρητα από πολιτοφυλακές και μέλη πλειοψηφικών φυλών, συχνά με τη συναίνεση των ομοσπονδιακών και τοπικών αρχών. Πολλές μειονοτικές κοινότητες ζούσαν σε βαθιά φτώχεια και υπέφεραν από πολυάριθμες μορφές διακρίσεων και αποκλεισμού. […]».[4]
Σε έκθεση της EUAA για τη Σομαλία αναφέρεται πως «[…] σε όλες τις πτυχές της ζωής, η φυλή είναι και εργαλείο ταυτοποίησης και τρόπος ζωής. Οι φυλές ορίζουν τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και το να ανήκεις σε μια ισχυρή φυλή έχει να κάνει με την πρόσβαση σε πόρους, την πολιτική επιρροή, τη δικαιοσύνη και την ασφάλεια. Οι Σομαλοί χωρίζονται γενικά σε πέντε μεγάλες οικογενειακές φυλές: Dir, Isaaq, Darood, Hawiye και Rahanweyn. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Σομαλίας θεωρούνται ως μειονότητες, είτε σε τοπικό πλαίσιο ή στη Σομαλία γενικά, που ζουν ανάμεσα σε μεγαλύτερες φυλές. Οι Σομαλοί είναι παραδοσιακά προσκολλημένοι σε μια περιοχή όπου οι συγγενείς τους υποθετικά είναι πιο πολλοί. Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι Σομαλοί εξακολουθούν να βασίζονται στην υποστήριξη από συγγενείς της πατρογονικής φυλής. Οι φυλές συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους, καθώς και εναντίον άλλων φορέων. […] Σύμφωνα με το σύστημα xeer, οι πρεσβύτεροι των φυλών ενεργούν ως διαμεσολαβητές ή διαιτητές και διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην επίλυση τοπικών και ενδοφυλετικών διαφορών.».[5]
Όσον αφορά την περίπτωση της πρωτεύουσας Mogadishu, πληροφορίες αναφέρουν ότι αποτελεί έναν «‘μικρόκοσμο της Σομαλίας’, με ‘ετερογενή πληθυσμό που προέρχεται από πολλές φυλές’. Ωστόσο, η κυρίαρχη οικογενειακή φυλή είναι η Hawiye με αρκετές υπο-φυλές (Abgaal, Habar Gidir και Murasade). Την ίδια στιγμή, η οικογενειακή φυλή Darood – η οποία κυριαρχεί σε ορισμένες γειτονιές– και μειονότητες όπως οι Yibr (sab) και Sheikhal είναι επίσης παρούσες.».[6]
Όσον αφορά ζητήματα φυλών που μπορεί να θεωρηθούν ως μειονότητα στα πλαίσια του τόπου όπου βρίσκονται [ειδικότερα για την περίπτωση ατόμων που ανήκουν σε ομάδες που θεωρούνται ως πλειοψηφία από μια άποψη και ως μειοψηφία υπό μια άλλη πτυχή, όπως, μεταξύ άλλων, οι Rahanweyn (υπό-φυλές Digil and Mirifle)], σχετικές πληροφορίες που αναφέρουν πως «[οι] Rahanweyn κατοικούν κυρίως στις περιοχές του Bay, του Bakool και του Gedo [ήτοι σε περιοχές που βρίσκονται εκτός του Mogadishu], […] και είναι ως επί το πλείστον αγροκτηνοτρόφοι, που ζουν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία ζώων. Χωρίζονται σε δύο μεγάλες φυλές, τους Digil και τους Mirifle.», ως επίσης και ότι, «[αν] και εν μέρει θεωρείται ως ομάδα χαμηλής θέσης από μέλη άλλων μεγάλων φυλών, οι Rahanweyn συγκαταλέγονται στις πλειοψηφικές ομάδες. Είναι μια πολυπληθής οικογενειακή φυλή και τα μέλη των οικογενειακών φυλών Hawiye ή Darood στο νότο θα μπορούσαν να παντρευτούν με τους Rahanweyn. Δημιουργώντας τη δική τους πολιτοφυλακή και τη δική τους περιφερειακή διοίκηση, κέρδισαν το σεβασμό μεταξύ άλλων πλειοψηφικών ομάδων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι Rahanweyn κατείχαν επίσης θέσεις επιρροής στην κυβέρνηση της Σομαλίας». Ως περαιτέρω καταγράφεται, «[οι] Rahanweyn συχνά υπόκεινται σε διακρίσεις και εκμετάλλευση από πιο ισχυρές ομάδες όταν έχουν εκτοπιστεί σε άλλες περιοχές που βασίζονται σε φυλές. Το 2017, σχεδόν οι μισοί από τους περίπου 369.000 εκτοπισμένους στο Mogadishu ήταν Rahanweyn ή Bantu.». Στην ίδια έκθεση αναφέρεται τέλος ότι «Ορισμένες πράξεις που αναφέρονται ότι διαπράχθηκαν κατά ατόμων υπό αυτό το προφίλ είναι τόσο σοβαρής φύσης που ισοδυναμούν με δίωξη (π.χ. ορισμένες μορφές εκμετάλλευσης). Όταν οι εν λόγω πράξεις είναι (αποκλειστικά) μεροληπτικής φύσης, η εξατομικευμένη αξιολόγηση του κατά πόσον η διάκριση θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα ή/και την επανάληψη των πράξεων ή το αν συντελούνται ως συσσώρευση διαφόρων μέτρων.».[7]
Όσον αφορά ειδικότερα την Mogadishu, σχετικές πληροφορίες αναφέρουν τα εξής.
«Ενώ […] κατοικείται από άτομα από όλες τις φυλές της Σομαλίας καθώς και από μειονότητες, κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από την οικογενειακή φυλή Hawiye που ελέγχει 15 περιοχές και απολαμβάνει οφέλη, όπως τοπικά φορολογικά έσοδα, συμβάσεις και θέσεις εργασίας. Ο σημαντικός αριθμός των εκτοπισμένων έχει συμβάλει στην ετερογενή εθνοτική σύνθεση της πόλης, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι οι Digil-Mirifle και Somali Bantus. […] Το Mogadishu ελέγχεται κανονικά από τους οργανισμούς ασφαλείας της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Σομαλίας (FGS) και φιλοξενεί το αρχηγείο της δύναμης African Transitional Mission in Somalia (ATMIS). Την ίδια στιγμή, η Al-Shabaab έχει διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό στον κρατικό μηχανισμό και ασκεί τις δραστηριότητές της στην πόλη, συμπεριλαμβανομένης της είσπραξης φόρων και τρομοκρατικών επιθέσεων. Η κατάσταση ασφαλείας στο Mogadishu χαρακτηρίζεται από τη σύρραξη μεταξύ της Al-Shabaab και των φορέων κατά της Al-Shabaab. Αναφέρεται ότι οι διάφορες ομοσπονδιακές, τοπικές και περιφερειακές δυνάμεις ασφαλείας που βρίσκονται στο Mogadishu συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Γενικά απαντούν στις αρχές της φυλής παρά σε μια κυβερνητική αλυσίδα διοίκησης. […] Η Al-Shabaab δεν ελέγχει άμεσα καμία περιοχή στο Mogadishu, όπου δεν είχε εμφανή παρουσία εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Ωστόσο, ενεργώντας ως ένα δίκτυο, με πράκτορες κρυμμένους ανάμεσα στον πληθυσμό, έχει διατηρήσει την ικανότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και στοχευμένες δολοφονίες. Η Al-Shabaab συμμετείχε στο 74% των επεισοδίων στο Benadir μεταξύ 1ης Ιουλίου 2021 και 30 Νοεμβρίου 2022. Μετά την έναρξη της επίθεσης υπό την ηγεσία της κυβέρνησης κατά της Al-Shabaab τον Αύγουστο του 2022, η ομάδα φέρεται να αναδιατάχθηκε στο Benadir και στο Lower Shabelle. Αριθμός φυλετικών και ιδιωτικών πολιτοφυλακών είναι παρόν και κινητοποιούνται εύκολα στο Mogadishu. [...] Οι πολιτοφυλακές των φυλών και οι δυνάμεις προστασίας ήταν η κύρια πηγή προστασίας για τους κατοίκους. Αυτές οι πολιτοφυλακές αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους Hawiye, παράγοντας που ενισχύει την τοπική τους κυριαρχία.».[8]
Ειδικότερα, από τα δεδομένα για τα περιστατικά βίας που καταγράφηκαν στο Mogadishu, αναφέρεται ότι, «Το ACLED κατέγραψε 898 περιστατικά ασφαλείας (κατά μέσο όρο 12,2 περιστατικά ασφαλείας την εβδομάδα) στην περιοχή Benadir μεταξύ 1ης Ιουλίου 2021 και 30 Νοεμβρίου 2022, κατατάσσοντας την περιοχή δεύτερη ως προς τον υψηλότερο αριθμό περιστατικών ασφαλείας μετά το Lower Shabelle. Από αυτά τα περιστατικά, 559 κωδικοποιήθηκαν ως ‘μάχες’, 159 ως ‘εκρήξεις / βία εξ αποστάσεως’ και 180 ως ‘βία κατά αμάχων’. Την περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 2022 έως τις 14 Απριλίου 2023, καταγράφηκαν 264 περιστατικά ασφαλείας στο Benadir που αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο 13,8 περιστατικά ασφαλείας την εβδομάδα. Από αυτά τα περιστατικά, τα 136 κωδικοποιήθηκαν ως ‘μάχες’. […] Στους 17 μήνες μεταξύ Ιουλίου 2021 και Νοεμβρίου 2022, το ACLED κατέγραψε συνολικά 901 θανάτους στην περιοχή. Στους 4,5 μήνες από τον Δεκέμβριο του 2022 έως τα μέσα Απριλίου 2023, το ACLED κατέγραψε συνολικά 213 θανάτους στην περιοχή. Σε σύγκριση με τα στοιχεία για τον πληθυσμό της περιοχής από το 2021, αυτό αντιπροσωπεύει περίπου 42 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους για ολόκληρη την περίοδο αναφοράς.».[9]
Σχετικά με το ενδεχόμενο επιστροφής του αιτητή στην Μογκαντίσου, στην ίδια με την ως άνω έκθεση της EUAA αναφέρονται τα εξής.
«Εξετάζοντας τους δείκτες, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ‘παρουσία και μόνο’ στην περιοχή δεν θα αρκούσε για να διαπιστωθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σύμφωνα με το Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ στην περιοχή Benadir/Mogadishu. Ωστόσο, η αδιάκριτη βία φθάνει σε υψηλό επίπεδο και, κατά συνέπεια, απαιτείται ένα χαμηλότερο επίπεδο εξατομικευμένων στοιχείων προκειμένου να υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι να πιστεύεται ότι ένας άμαχος, που θα επιστρέψει στην περιοχή, θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του Άρθρο 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.».[10]
Στην ίδια έκθεση της EUAA, καταγράφεται ότι η Mogadishu διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο, στο οποίο «πραγματοποιούνται τόσο διεθνείς όσο και εσωτερικές πτήσεις» και «βρίσκεται περίπου 1,6 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης» και «[έχουν] καταγραφεί επιθέσεις με όλμους που εξαπέλυσε η Al Shabaab κατά του συγκροτήματος του αεροδρομίου.», ενώ «[τον] Μάρτιο του 2022, η ομάδα μπόρεσε να διεισδύσει στη ζώνη του αεροδρομίου για να πραγματοποιήσει επίθεση εσωτερικά.».[11] Επιπλέον σημειώνεται ότι, «[αρκετές] εκατοντάδες σημεία ελέγχου στο Mogadishu επανδρωμένα από δυνάμεις ασφαλείας είχαν σκοπό να διασφαλίσουν την ασφάλεια στην πόλη. Πολίτες ανέφεραν φόβο να περάσουν από σημεία ελέγχου λόγω διεφθαρμένων αστυνομικών ή τον κίνδυνο τρομοκρατικών βομβιστικών επιθέσεων. Έχουν επίσης αναφερθεί βίαια περιστατικά σε σημεία ελέγχου που προκάλεσαν θανάτους και παρενοχλήσεις από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ασφάλειας (NISA) ή άλλους φορείς ασφαλείας. Τα οδοφράγματα συνέχισαν να παρουσιάζουν μια ‘επαναλαμβανόμενη πρόκληση ασφαλείας’ το 2021 - 2022.».[12]
Σε άλλη πρόσφατη πηγή, όσον αφορά την Mogadishu, καταγράφεται ότι «[η] ασφάλεια στο Mogadishu βελτιώθηκε σημαντικά το 2023 λόγω των επιθέσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Σομαλίας (FGS) που απώθησε την al-Shabaab από περιοχές που γειτνιάζουν με την πρωτεύουσα, όπως η Hirshabelle. Ωστόσο, η πόλη συνέχισε να αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικά με ζητήματα ασφαλείας. Τον Ιανουάριο [2023], μαχητές της al-Shabaab επιτέθηκαν στα κεντρικά γραφεία της περιφερειακής διοίκησης του Banadir, πυροδοτώντας μια βόμβα και εξαπολύοντας επίθεση. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την τραγική απώλεια τουλάχιστον πέντε αμάχων ενώ τραυματίστηκαν άλλοι 16. Τον Απρίλιο [2023], εκδόθηκε οδηγία που απαγορεύει τη μεταφορά βαρέων όπλων δημοσίως και τη χρήση βαρέως οπλισμένων στρατιωτικών οχημάτων στο Mogadishu. Αυτή η απόφαση αποκάλυψε μια διαφοροποιημένη προσέγγιση για την εθνική ασφάλεια, η οποία περιελάβανε την προώθηση ενός αισθήματος ασφάλειας και ομαλότητας εντός της πρωτεύουσας με τον περιορισμό της επίδειξης τέτοιων όπλων, παρά τις συνεχιζόμενες απειλές από την al-Shabaab. Ωστόσο, η επιβολή αυτής της απαγόρευσης αντιμετώπισε προκλήσεις. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Banadir […] κατηγόρησε τους πολιτικούς ότι αγνόησαν την οδηγία. […] Οι κυβερνητικές προσπάθειες για ειρήνευση της πόλης συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 2023. Τον Σεπτέμβριο [του 2023], οι δυνάμεις ασφαλείας εγκαθίδρυσαν νυχτερινές περιπολίες και επιχειρήσεις, καθώς οι κλοπές από νεαρούς είχαν γίνει πρόβλημα σε ορισμένα σημεία της πόλης. Η κυβέρνηση ανέπτυξε επίσης μια νέα μονάδα στρατιωτικής αστυνομίας, επιφορτισμένη με την αντιμετώπιση της απειλής που θέτει η al-Shabaab, αλλά και την αντιμετώπιση της απειλής από συμμορίες νεαρών […]. Αυτές οι συμμορίες τρομοκρατούσαν τους κατοίκους μέσω ληστειών, εκβιασμών και πράξεων βίας.».[13]
Στη βάση δεδομένων ACLED για το διάστημα από 16/12/23 - 13/12/24, καταγράφηκε στην περιφέρεια Banaadir, όπου βρίσκεται η Mogadishu, καταγράφηκαν 201 περιστατικά ασφαλείας με 194 απώλειες. Εξ αυτών 58 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 82 απώλειες, 49 ως «βία κατά πολιτών» και οδήγησαν σε 34 απώλειες, 64 ως «έκρηξη ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 75 απώλειες, 26 ως «διαδηλώσεις» τα οποία οδήγησαν σε 2 απώλειες και 4 περιστατικά στην κατηγορία «εξεγέρσεις» (“riots”) που οδήγησαν σε 1 απώλεια.[14] Ο δε πληθυσμός της περιοχής Benadir, όπου εντάσσεται και η Μογκαντίσου, ανέρχεται σήμερα περί τα 2,6 εκατομμύρια κατοίκων. [15]
Στο εγχειρίδιο της EUAA Country Guidance: Somalia [16], August 2023, αναφέρεται ότι, παρότι η Al Shabaab έχει απωλέσει προ δεκαετίας τον άμεσο έλεγχο των περιοχών της πρωτεύουσας, διατηρεί την δυνατότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και δολοφονίες και η δράση της ευθύνεται για τα ¾ των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή για μέρος του 2021 και σχεδόν το σύνολο του 2022. Για το ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί στην περιοχή 898 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 901 θάνατοι. Εκ των παρατιθέμενων στο εν λόγω εγχειρίδιο περιστατικών ασφαλείας καθίσταται σαφές ότι στην Μογκαντίσου εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα τυφλές επιθέσεις, με συχνά και πολλά θύματα αμάχων και η κατάσταση χαρακτηρίζεται από αδιακρίτως ασκούμενη βία υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα –στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας – να απαιτούνται λιγότερα προσωπικά στοιχεία προκειμένω να συναχθεί σχετικός κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αμάχου εκ της παρουσίας του στην περιοχή.
Στη βάση των ως άνω ΠΧΚ, δεδομένου ότι – σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή – αυτός δεν έχει δεχθεί στο παρελθόν κάποια προσωπική στοχοποίηση ή και σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ή και σώρευση πράξεων χαμηλότερης σοβαρότητας ένεκα της φυλής του, λαμβανομένου υπόψη ότι – ως προκύπτει από τις ως άνω ΠΧΚ – δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν τα μέλη αυτής της φυλής κατά βάση τέτοιο κίνδυνο, παρά μόνο ήπιας μορφής διακρίσεις, είναι κατάληξη μου ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης για τον αιτητή σ’ αυτή τη βάση.
Εξηγώ.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:
«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.
[…]
Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.
[…]
Στην περίπτωση περιορισμών που βασίζονται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ο χαρακτήρας της παράβασης ως παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος διεθνή προστασία.
[…]
Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»
Συνυπολογίζω ότι, ως στις ανωτέρω ΠΧΚ αναφέρεται, «[αν] και εν μέρει θεωρείται ως ομάδα χαμηλής θέσης από μέλη άλλων μεγάλων φυλών, οι Rahanweyn συγκαταλέγονται στις πλειοψηφικές ομάδες. Είναι μια πολυπληθής οικογενειακή φυλή και τα μέλη των οικογενειακών φυλών Hawiye ή Darood στο νότο θα μπορούσαν να παντρευτούν με τους Rahanweyn. Δημιουργώντας τη δική τους πολιτοφυλακή και τη δική τους περιφερειακή διοίκηση, κέρδισαν το σεβασμό μεταξύ άλλων πλειοψηφικών ομάδων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι Rahanweyn κατείχαν επίσης θέσεις επιρροής στην κυβέρνηση της Σομαλίας». Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι, «[οι] Rahanweyn συχνά υπόκεινται σε διακρίσεις και εκμετάλλευση από πιο ισχυρές ομάδες όταν έχουν εκτοπιστεί σε άλλες περιοχές που βασίζονται σε φυλές. Το 2017, σχεδόν οι μισοί από τους περίπου 369.000 εκτοπισμένους στο Mogadishu ήταν Rahanweyn ή Bantu.». Θα πρέπει εδώ λοιπόν να σταθμιστεί το ότι, ως είναι αυτονόητο, «[όταν] οι εν λόγω πράξεις είναι (αποκλειστικά) μεροληπτικής φύσης, η εξατομικευμένη αξιολόγηση του κατά πόσον η διάκριση θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα ή/και την επανάληψη των πράξεων ή το αν συντελούνται ως συσσώρευση διαφόρων μέτρων.».[17]
Ενόψει των ως άνω δεν μπορώ να εντοπίσω πράξη που υπέστη ή δύναται να υποστεί ο αιτητής που ενέχει τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας, ώστε να θεωρηθεί πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης, δεδομένου του ότι το μόνο που ανέφερε είναι διακρίσεις που υπέστη κατά την αναζήτηση εργασίας, η δε έτερη διάκριση που ανέφερε, σχετικά με την υποτροφία που δεν του δόθηκε για φυλετικού λόγους, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τίθεται παντελώς γενικά και αόριστα, χωρίς να αναφέρει κάτι περαιτέρω επί τούτου. Δεδομένου εδώ λοιπόν ότι οι ΠΧΚ δεν καταδεικνύουν υψηλό βαθμό κινδύνου για τα μέλη της φυλής στην Μογκαντίσου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι τα όσα ανέφερε ο ίδιος δεν μπορούν να θεωρηθούν πράξεις δίωξης άνευ ετέρου και χωρίς συχνή επανάληψη, δεν θεωρώ ότι υφίσταται τέτοιος κίνδυνος για τον αιτητή κατά την επιστροφή του.
Αναφορικά τώρα με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την συμμετοχή του πατέρα του σε αντιπροσωπία της φυλής τους στις εκλογές του 2017, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα τόσο ο αδελφός όσο και η μητέρα του αιτητή διαμένουν στην Μογκαντίσου χωρίς ωστόσο να έχουν αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο σε σχέση μ’ αυτό, ο δε αδελφός του εργάζεται σε νοσοκομείο, δεν θεωρώ ότι υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης για τον αιτητή σ’ αυτή τη βάση. Σημειώνω εδώ ότι το γεγονός ότι – ως ο ίδιος επιβεβαιώνει (ερ.57-59) – ο αδελφός και η μητέρα του αιτητή διαμένουν με ασφάλεια στον τόπο διαμονής του ίδιου μέχρι σήμερα, ενισχύει περαιτέρω την ως άνω διαπίστωση ότι δεν υφίσταται κίνδυνος για τον αιτητή ούτε στη βάση του 4ου ουσιώδους ισχυρισμού, επιπροσθέτως όσων επ’ αυτού αμέσως πιο πάνω εξηγώ.
Απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην Μογκαντίσου, που είναι και ο τόπος διαμονής του αιτητή, σε επικαιροποιημένη βάση.
Αποτιμώντας τα επί τούτου δεδομένα που παραθέτω πιο πάνω σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Μογκαντίσου είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του εκεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθώς, παρότι καταγράφονται περιστατικά ασφαλείας σχετικά υψηλής έντασης, με αδιάκριτη βία, κυρίως προερχόμενης από την Al Shabaab, αλλά και εκ των συγκρούσεων κυβερνητικών ή φίλιων δυνάμεων με την οργάνωση αυτή, τα οποία δημιουργούν βεβαίως ενδεχομένως κινδύνους για τον τοπικό πληθυσμό, εντούτοις, δεδομένου ότι δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του περί διώξεως του πατέρα και της οικογένειας του, δεν υφίσταται, θεωρώ, κίνδυνος στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατ’ εφαρμογή και της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[18].
Σημειώνω επί των ως άνω και τα εξής.
Σχετικώς με την εφαρμογή του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, στην απόφαση ΔΕΕ C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09, σκέψη 35-39, λέχθηκαν τα εξής καθοδηγητικά:
«35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»
Στην πιο πρόσφατη σχετική απόφαση του ΔΕΕ στη C-901/19, CF and DN, ημ.10/06/21, διευκρινίστηκαν τα εξής διαφωτιστικά:
«39. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος επικουρική προστασία πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως.
40. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται «σοβαρή και προσωπική απειλή», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, απαιτείται να ληφθούν υπόψη σφαιρικά όλες οι σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε εκείνες που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος.
[…]
43. Ειδικότερα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 56 και 59 των προτάσεών του, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
Εν προκειμένω, στη βάση και της ως άνω νομολογίας, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και να συνεκτιμηθεί ότι ο αιτητής διαθέτει οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής (μητέρα και αδελφός), έχει επαρκές μορφωτικό επίπεδο (ερ.59 – 2Χ), δεν έχει υποστεί προσωπική στοχοποίηση από την Al Shabaab, η φυλή του διατηρεί καλές σχέσεις με τις άλλες φυλές τις περιοχής διαμονής του (ερ.60 – 2Χ), είναι νεαρός (23 ετών σήμερα), υγιής, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, εκ των οποίων καταδεικνύεται θεωρώ ότι δεν συντρέχουν εδώ τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία που θα επέτειναν τον κίνδυνο για τον αιτητή. Εφόσον λοιπόν – ως ανωτέρω εξηγώ – παρότι ασκείται αδιάκριτη βία, τα επίπεδα και η ένταση της δεν είναι τέτοια, συγκριτικά και με τον πληθυσμό της περιοχής, που θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται πρόσθετο προσωπικό στοιχείο (που εδώ δεν εντοπίζεται), καταλήγω ότι ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής [του] ακεραιότητας», ως ορίζεται από το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου και την οικεία νομολογία που παραθέτω πιο πάνω.
Σημειώνω εδώ ότι οι πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) στις οποίες παραπέμπει ο αιτητής στις αγορεύσεις του, πέραν του ότι ο τρόπος με τον οποίο παρατίθενται είναι σε παράβαση του κ.10 (β) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), δεν διαφοροποιούν τα όσα πιο πάνω εξηγώ – δεδομένου και του ότι το περιεχόμενο τους συνάδει με τις ως άνω παρατεθείσες ΠΧΚ - και συνεπώς δεν ανατρέπουν τις ως άνω διαπιστώσεις μου.
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα. Δεδομένου δε του ότι δεν έχω εντοπίσει κάποιον άλλο κίνδυνο για τον αιτητή θεωρώ ότι τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν είναι αντίθετη με την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι η απόφαση επιστροφής και η περίοδος οικειοθελούς αναχώρησης ανεστάλη μέχρι και την έκδοση της παρούσας απόφασης, ως ρητά αυτό αναφέρεται στο ερ. 118, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία.
Τα ως άνω σφραγίζουν την τύχη της παρούσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://www.mof.gov.cy/mof/gpo/gazette.nsf/06D5F5349C813D02C22588AA001BE254/$file/5457%2026%208%202022%20KYRIO%20MEROS%20TMHMA%20A.pdf
[2] EASO, Somalia – Targeted profiles: Country of Origin Information Report (September 2021), https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf (βλ. ενότητα ‘6.4 Treatment of other individuals opposing or perceived as opposing Al-Shabaab – Electoral delegates’ – σελ. 96) [ημ. πρόσβασης 22/05/24]
[3] USDOS – US Department of State, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Somalia (Annual report on human rights in 2023), 23 April 2024, https://www.ecoi.net/en/document/2107699.html (βλ. ενότητα ‘Section 1. Respect for the Integrity of the Person – I. CONFLICT-RELATED ABUSES – Killings’) [ημ. πρόσβασης 22/05/2024]
[4] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Section 6. Discrimination and Societal Abuses – SYSTEMIC RACIAL OR ETHNIC VIOLENCE AND DISCRIMINATION’)
[5] EUAA, Country Guidance: Somalia – Common analysis and guidance note (2nd edition, August 2023), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-08/2023_Country_Guidance_Somalia.pdf (βλ. ενότητα ‘The role of clans in Somalia’ – σελ. 15, Last update: June 2022)
[6] EASO, Somalia Actors: Country of Origin Information Report (July 2021), https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_07_EASO_COI_Report_Somalia_Actors.pdf (βλ. ενότητα ‘7.3 Benadir and Mogadishu’ – σελ. 88)
[7] EUAA, Country Guidance: Somalia – Common analysis and guidance note (2nd edition, August 2023), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-08/2023_Country_Guidance_Somalia.pdf (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 3. Refugee status – 3.11 Minorities – 3.11.5. Clans which can be considered minority groups in local contexts’ – σελ. 114-115, Last update: June 2022)
[8] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 4. Subsidiary protection – 4.3. Article 15(c) QD: indiscriminate violence in situations of armed conflict – 4.3.4. Indiscriminate violence – Benadir/Mogadishu’ – σελ. 170-171, Last update: August 2023)
[9] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 4. Subsidiary protection – 4.3. Article 15(c) QD: indiscriminate violence in situations of armed conflict – 4.3.4. Indiscriminate violence – Benadir/Mogadishu – Incidents: data / Fatalities among civilians and non-civilians’ – σελ. 172, Last update: August 2023)
[10] Ibid. (βλ. σχετική κατάληξη στην σελ. 173)
[11] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 6. Internal protection alternative – 6.4. Travel and admittance’ – σελ. 216)
[12] Ibid. (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 6. Internal protection alternative – 6.4. Travel and admittance’ – σελ. 216-217)
[13] Heritage Institute, Stare of Somalia – 2023 Report (Year in review), May 2024, https://8v90f1.p3cdn1.secureserver.net/wp-content/uploads/2024/05/SOS-REPORT-2023-.pdf (βλ. ενότητα ‘3. Banadir’ – σελ. 13-14) [
[14] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 13/12/2023 - 16/12/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -Somalia – Banaadir), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard
[16] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-somalia-august-2023 p.169-173
[17] EUAA, Country Guidance: Somalia – Common analysis and guidance note (2nd edition, August 2023), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-08/2023_Country_Guidance_Somalia.pdf (βλ. ενότητα ‘Common analysis – 3. Refugee status – 3.11 Minorities – 3.11.5. Clans which can be considered minority groups in local contexts’ – σελ. 114-115, Last update: June 2022)
[18] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο