ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 1508/2023
17 Νοεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
R.M.K.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας
μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
....................
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου
Αγγελική Πλιάκα, για Διονυσία Κυριάκου Ζησιμοπούλου, Δικηγόρος για τον αιτητή
Ιωάννα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: : Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 09/03/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: «Λ.Δ.Κ.») και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 15/12/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 06/12/2022. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 10/01/2023, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενη ως «αρμόδια λειτουργός»). Στις 18/01/2023, αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στη ΛΔΚ.
Στις 20/04/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας μέσω του συνηγόρου του, αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, στα πλαίσια της Γραπτής της Αγόρευσης προβάλλει τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως: Λανθασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας, πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, μη επαρκής και/ή δέουσα έρευνα και κατάχρηση εξουσίας. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ανέφερε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και απέσυρε όλους τους υπόλοιπους νομικούς ισχυρισμούς. Κατά την ίδια δικάσιμο οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, στη συνέχεια απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και αναφέρει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από τη ΛΔΚ και συγκεκριμένα από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τόπο γέννησης του και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του (ερυθρό 40 του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι κατά την δευτεροβάθμια εκπαίδευση διέμενε στο Kongo Central (ερυθρό 40 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Mungala Ngombe (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι σπούδασε για ένα έτος στο Πανεπιστήμιο, ωστόσο δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του (ερυθρό 42 του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως εργάστηκε ως επιβλέπων στην φάρμα του θετού πατέρα του, καθώς και ως φύλακας το διάστημα 2019 – 2021 (ερυθρό 41 του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως ομιλεί την αγγλική και την γαλλική γλώσσα. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος.
Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υιοθετημένος και ότι γνωρίζει πως οι βιολογικοί του γονείς έχουν αποβιώσει. Αναφορικά με τη θετή του οικογένεια, ανέφερε ότι ο θετός του πατέρας απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2022, ενώ η θετή του μητέρα εξακολουθεί να διαμένει στην πόλη Kinshasa (ερυθρά 42, 41 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, σημείωσε ότι οι θετοί του γονείς έχουν πέντε τέκνα, προσθέτοντας ότι δεν διατηρεί πλέον καμία επικοινωνία ούτε με τη θετή του μητέρα ούτε με τα θετά του αδέλφια (ερυθρό 41 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι ο βασικός λόγος, ήταν ο θάνατος του θετού του πατέρα, ο οποίος απεβίωσε στις 07/01/2022 και η ταφή πραγματοποιήθηκε στις 14/01/2022. Μετά την ταφή, ο δικηγόρος του θετού του πατέρα, συγκάλεσε την οικογένεια για την ανάγνωση της διαθήκης, η οποία περιελάμβανε τέσσερα ακίνητα. Ένα προοριζόταν για τη σύζυγο και τα παιδιά του θετού του πατέρα, ένα φέρεται να είχε αποδοθεί στον ίδιο τον αιτητή (στην περιοχή Bibua) και τα υπόλοιπα δύο προορίζονταν για μισθώσεις και για άλλα μέλη της οικογένειας.
Ο αιτητής δήλωσε ότι μετά την ανάγνωση της διαθήκης, στις 13/01/2022, προκλήθηκαν διαφωνίες μεταξύ των μελών της οικογένειας του θετού του πατέρα και ότι, εξαιτίας αυτών των διαφωνιών, μέλη της οικογένειας άρχισαν να τον απειλούν αμφισβητώντας το καθεστώς της υιοθεσίας του και το δικαίωμά του επί της κληρονομίας. Ο αιτητής επειδή φοβήθηκε για την ασφάλειά του, κατέφυγε στην αστυνομία, όπου κατέθεσε ότι σύμφωνα με τη διαθήκη, είχε περιέλθει στην κατοχή του ένα ακίνητο και ότι η οικογένεια του θετού του πατέρα αντιδρούσε, με αποτέλεσμα να φοβάται.
Περαιτέρω δήλωσε ότι οι αρχές απέστειλαν δύο αστυνομικούς στο σπίτι της οικογένειας, οι οποίοι κατά την επιστροφή τους, ενημέρωσαν τον αιτητή ότι πρόκειται για οικογενειακή διαφορά και όχι αστυνομική υπόθεση, ζητώντας του να το επιλύσει ο ίδιος ενδοοικογενειακά. Ο αιτητής δήλωσε ότι ενόσω βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα, τον προσέγγισε η σύζυγος του θετού του πατέρα, η οποία τον μετέφερε μαζί της σε διαμέρισμα όπου του αποκάλυψε για πρώτη φορά ότι είναι υιοθετημένος και του εξήγησε όλες τις συνθήκες της υιοθεσίας του.
Ακολούθως, τον συμβούλεψε να μην επιστρέψει στην οικία τους αλλά να μεταβεί στο ακίνητο στη Bibua, καθώς η εχθρότητα της οικογένειας εναντίον του ήταν έντονη. Ενώ βρισκόταν στη Bibua, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη θετή του μητέρα την 31/01/2022, η οποία τον ενημέρωσε ότι η οικογένεια αποφάσισε τα δύο ακίνητα να περιέλθουν στην ίδια και ότι το ακίνητο που φέρεται να του είχε αποδοθεί θα αποδοθεί τελικά στην οικογένεια. Στις επικοινωνίες που είχε με τη θετή του μητέρα, τον διαβεβαίωσε ότι η οικογένεια διατηρούσε την ίδια στάση και τον συμβούλεψε να μην εγκαταλείψει το ακίνητο στη Bibua.
Ο αιτητής ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της νύχτας, άτομα με καλυμμένα πρόσωπα εισήλθαν από το παράθυρο και παρά τις εκκλήσεις του για βοήθεια, κανείς δεν επενέβη. Οι δράστες, σύμφωνα με τον ίδιο, τον επιβίβασαν σε μαύρο όχημα, του κάλυψαν τα μάτια και τον μετέφεραν, αφήνοντάς τον το επόμενο πρωί, στις 02/02/2022, σε δασική περιοχή, προειδοποιώντας τον ταυτόχρονα να αποκηρύξει οποιαδήποτε σχέση με την οικογένεια στην Kinshasa και απειλώντας τον ότι σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα τον άφηναν ζωντανό.
Όπως ανέφερε, ενώ περπατούσε στο δάσος, συνάντησε έναν ηλικιωμένο άνδρα, κάτοικο της περιοχής, στον οποίο ζήτησε να του δείξει τον δρόμο προς μια κατοικημένη περιοχή. Ο άνδρας αυτός του έδωσε οδηγίες, τις οποίες ακολούθησε μέχρι που έφτασε σε κατοικημένη περιοχή και στη συνέχεια τον οδήγησε στο χωριό του αρχηγού της κοινότητας. Ο αρχηγός τον ρώτησε από πού ερχόταν και σχολίασε την άσχημη εμφάνισή του. Ο αιτητής του εξήγησε ότι τον απήγαγαν και τον εγκατέλειψαν στο δάσος. Ο αρχηγός κάλεσε τα μέλη της κοινότητας για να συζητήσουν σχετικά με την περίπτωσή του και τελικά, του παραχώρησαν ένα σπίτι όπου παρέμεινε για δύο μήνες. Ο αιτητής δήλωσε ότι από τότε δεν επέστρεψε στην Kinshasa (Για όλα τα ανωτέρω βλ. ερυθρά 38 -37 του διοικητικού φακέλου).
Όταν του ζητήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό να αναφέρει εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που εγκατέλειψε την ΛΔΚ, πρόσθεσε ότι προτού αποχωρήσει από το χωριό, συνέβη ένα περιστατικό με έναν λευκό άνδρα στην περιοχή. Όπως δήλωσε, περνούσε χρόνο μαζί του και μια μέρα τον βοήθησε να επισκευάσει ένα ελαστικό, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στους κατοίκους, οι οποίοι του είπαν ότι «αυτά δεν είναι πράγματα που κάνουμε εδώ». Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει εάν του συνέβη κάτι άλλο προσωπικά, μετά την απαγωγή του και την εγκατάλειψή του στη δασική περιοχή, ο αιτητής ανέφερε επίσης ότι οι κάτοικοι του χωριού είπαν στον αρχηγό ότι «αυτός ο άνθρωπος που απήχθη και εγκαταλείφθηκε εδώ μπορεί να είναι επικίνδυνος για εμάς και το χωριό μας». Δήλωσε ότι επέστρεψε στην Kinshasa μόνο για να εκδώσει διαβατήριο από το Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τον λευκό αγρότη που τον είχε βοηθήσει. Όπως ανέφερε, δεν παρέμεινε στην πόλη λόγω του ότι κινδύνευε και μετά την έκδοση του διαβατηρίου, φιλοξενήθηκε στη φάρμα του αγρότη (ερυθρό 37 του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς να διευκρινίσει ποιον ακριβώς φοβάται στην ΛΔΚ, ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται τόσο τους εγκληματίες που τον απήγαγαν και τις απειλές που του απηύθυναν, όσο και τα μέλη της θετής του οικογένειας, μεταξύ των οποίων, υπάρχουν άτομα γνωστά για τη βίαιη συμπεριφορά τους (ερυθρό 37 του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής δήλωσε πως σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν οι εγκληματίες που τον είχαν απαγάγει (ερυθρό 36 του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Αναφορικά με τον χρόνο θανάτου του θετού του πατέρα, ο αιτητής δήλωσε ότι ο ίδιος διέμενε στην περιοχή Bibua. Όπως ανέφερε, περίπου ένα μήνα πριν τον θάνατό του, ο θετός του πατέρας είχε νοσηλευθεί λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας. Ο αιτητής δήλωσε ότι έλαβε γνώση της διαθήκης του θετού του πατέρα στις 30 Ιανουαρίου, μετά την ταφή του, όταν ανακοινώθηκε ότι θα πραγματοποιηθεί συνάντηση για τη συζήτηση του περιεχομένου της. Ανέφερε ότι η διαθήκη είχε κατατεθεί σε δικηγόρο.
Σε σχέση με τη διαδικασία αποδοχής της περιουσίας που του είχε αφήσει ο θετός του πατέρας, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει λεπτομέρειες, παρά μόνο ότι, σύμφωνα με τη διαθήκη, η οικία του είχε παραχωρηθεί. Όπως πρόσθεσε, ενδέχεται να υπήρχε κάποιο έγγραφο που θα έπρεπε να υπογράψει για την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας, ωστόσο δεν παρέμεινε μέχρι το τέλος της συνάντησης, διότι η ένταση στον χώρο ήταν πολύ μεγάλη και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Ο αιτητής δήλωσε ότι οι συγγενείς του θετού του πατέρα και συγκεκριμένα οι αδελφοί του, ήταν όλοι αντίθετοι με την παραχώρηση της οικίας σε εκείνον. Αντιθέτως, η θετή του μητέρα τον αντιμετώπιζε ως βιολογικό της παιδί, ενώ τα θετά του αδέλφια τον θεωρούσαν πραγματικό τους αδελφό. Η θετή του μητέρα, δήλωσε ότι τον υποστήριζε απέναντι στις αντιδράσεις των συγγενών (ερυθρό 36 του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με την τύχη της οικίας που του είχε παραχωρηθεί, ο αιτητής δήλωσε ότι, από τη στιγμή της απαγωγής του, δεν έχει καμία περαιτέρω ενημέρωση ή γνώση σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση και την ιδιοκτησία του ακινήτου (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε λόγω της διαφοράς για την περιουσία, ο αιτητής ανέφερε ότι του έλεγαν πως, εφόσον δεν ήταν βιολογικό παιδί της οικογένειας, δεν είχε κανένα δικαίωμα να λάβει περιουσιακό μερίδιο. Πρόσθεσε ότι οι συγγενείς είχαν στην κατοχή τους όπλα και επεδίωξαν να τον χτυπήσουν, αλλά γείτονες της περιοχής τον προστάτευσαν και τον κράτησαν ασφαλή, βοηθώντας τον να φτάσει στην αστυνομία. Όπως ανέφερε, κατέφυγε στην αστυνομία στις 30 Ιανουαρίου. Δήλωσε ότι μετέβη στο σπίτι στη Bibua στις 31 Ιανουαρίου και ότι η απαγωγή του συνέβη στις 02 Φεβρουαρίου. Όπως ανέφερε, οι απαγωγείς φορούσαν κουκούλες και ήταν πέντε στον αριθμό και όπως δήλωσε, πίστευε πως η οικογένεια του θετού του πατέρα ήταν αυτή που τους είχε στείλει (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής δήλωσε πως παρά το ότι είχε τη στήριξη της θετής του μητέρας και το όνομά του αναφερόταν στη διαθήκη, οι συγγενείς του θετού του πατέρα δεν ενδιαφέρθηκαν για αυτόν και κατέλαβαν ακόμη και την κατοικία που ανήκε στη θετή του μητέρα. Κληθείς να διευκρινίσει την αναφορά του ότι τα μέλη της οικογένειας ήταν αναμεμειγμένα σε εγκληματικές δραστηριότητες, δήλωσε ότι δεν ήταν οι ίδιοι εγκληματίες, αλλά έστειλαν εγκληματίες να τον απαγάγουν, ενώ μεταξύ των συγγενών υπήρχαν άτομα που μπορούσαν εύκολα να γίνουν βίαια. Ανέφερε ότι γνωρίζει πως οι απαγωγείς στάλθηκαν από την οικογένεια του θετού του πατέρα, διότι αυτό του είπαν στο δάσος. Τέλος, δήλωσε ότι η τελευταία επικοινωνία που είχε με την οικογένεια του θετού του πατέρα ήταν οι απειλές που του μετέφεραν οι δράστες κατά την απαγωγή του. Πρόσθεσε ότι, ενδεχομένως, οι εγκληματίες ή η οικογένεια να τον αναζήτησαν εκ νέου, αλλά αυτό θα συνέβη μετά την αναχώρησή του από τη χώρα (ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε ο αιτητής κατά τη συνέντευξή του, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Την ταυτότητα, την χώρα καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του αιτητή και (2) Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη ΛΔΚ επειδή δέχθηκε δύο επιθέσεις και απήχθη από εγκληματίες, λόγω της περιουσίας που κληρονόμησε από τον θετό του πατέρα. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν επαρκώς συνεπείς και λεπτομερείς. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες για τα γεγονότα/περιστατικά ή τις συνομιλίες που συνέβησαν μεταξύ αυτού και των αδελφών του θετού του πατέρα, μέχρι τη στιγμή που έλαβε χώρα η επίθεση/απαγωγή. Περαιτέρω, κριθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τη σύνδεση μεταξύ των εγκληματιών που του επιτέθηκαν και των θείων του (αδελφών του θετού του πατέρα). Αν και του δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτό, οι απαντήσεις του βασίστηκαν σε πληροφορίες που του δόθηκαν από τους εγκληματίες που τον άφησαν στην επαρχία Kongo Central, καθώς δήλωσε ότι γνώριζε πως ήταν η οικογένεια του θετού του πατέρα που έστειλε τους εγκληματίες στο σπίτι του.
Δήλωσε επιπλέον ότι κληρονόμησε το σπίτι από τον θετό του πατέρα μέσω διαθήκης, ακολουθώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες, κάτι που έρχεται σε αντίφαση με την πεποίθησή του ότι οι θείοι του μπορούν να πληρώσουν και να διεκδικήσουν την περιουσία για λογαριασμό τους. Αναφέρθηκε στη διαφθορά του συστήματος στη ΛΔΚ, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να τεκμηριώσει τη δήλωσή του αυτή. Σύμφωνα με την κρίση του λειτουργού, δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει τον λόγο για τον οποίο δεν είχε επαφή με τη θετή του μητέρα από την επίθεση και μετά, ούτε γιατί δεν είχε νέα για το τι τελικά συνέβη με την περιουσία μετά την απαγωγή του. Το γεγονός ότι δεν ανέφερε το περιστατικό της απαγωγής στην αστυνομία και δεν δέχθηκε περαιτέρω απειλές από την οικογένεια του θετού του πατέρα, έρχεται σε αντίφαση με την πεποίθησή του ότι εξακολουθούσαν να τον καταδιώκουν.
Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός παρείχε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με τη διαφθορά των αρχών στη ΛΔΚ. Ο λειτουργός έκρινε ότι παρόλο που οι πληροφορίες συμφωνούν με τις δηλώσεις του αιτητή, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες για την τεκμηρίωση της εσωτερικής αξιοπιστίας του σχυρισμού του, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση μελλοντοστραφούς κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο αιτητής, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα, να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, καθώς το ατομικό του προφίλ δεν αντιστοιχεί σε προφίλ που έχουν επηρεαστεί από τη σύγκρουση.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στον τόπο καταγωγής του, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή και στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης, εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα πρέπει να αναφέρω πως διαφαίνεται από το αφήγημά του ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προβάλει τον ισχυρισμό του με συνέπεια και λεπτομέρεια, αφού δεν παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή τα όσα αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του.
Τα όσα ανέφερε ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση/εισήγησή του τα εντοπίζω στη συνέντευξη του αιτητή και διαπιστώνω πως πολλά σημεία, όπως η απαγωγή του, δεν συνδέονται με την ισχυριζόμενη γενεσιουργό αιτία αυτής. Ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον κίνδυνο που διέτρεχε και δεν περιέγραψε τα στοιχεία αυτά που κατά τον ισχυρισμό του θα τον έθεταν σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Το αφήγημα του δεν ήταν ευλογοφανές καθώς οι ισχυρισμοί του παρουσιάζονται ασύνδετοι και δεν διαφαίνεται πως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ενόψει των ανωτέρω δεδομένων διαπιστώνω πως η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του δεν τεκμηριώθηκε, εφόσον στήριξε τον πυρήνα του αιτήματός του σε γενικές και αόριστες αναφορές.
Προκειμένου να διαπιστώσω την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με την κληρονομική διαδοχή στην ΛΔΚ, καθώς και τη διαφθορά στο σύστημα της χώρας. Σύμφωνα με το άρθρο 678 του Οικογενειακού Κώδικα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, το υιοθετημένο τέκνο διατηρεί δεσμούς με την οικογένεια καταγωγής του και παράλληλα έχει δεσμούς με την οικογένεια υιοθεσίας[1]. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 758 παρ. 1 του τροποποιημένου Κώδικα (Νόμος 16/008 της 15ης Ιουλίου 2016), τα υιοθετημένα τέκνα εντάσσονται στην πρώτη κατηγορία κληρονόμων του αποβιώσαντος και έχουν πλήρη δικαιώματα κληρονομίας έναντι της θετής οικογένειας[2]. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 683 και 755, οποιαδήποτε ειδική ρήτρα που τροποποιεί τις νομικές συνέπειες της υιοθεσίας θεωρείται άκυρη³, διασφαλίζοντας ότι τα δικαιώματα του υιοθετημένου τέκνου παραμένουν πλήρη.»[3].»
Αναφορικά με τη διαφθορά στο σύστημα της ΛΔΚ, παρατηρείται πως η επίλυση ιδιωτικών και προσωπικών διαφορών λειτουργεί μέσα σε ένα διπλό νομικό σύστημα που περιλαμβάνει τόσο την τυπική (κρατική) νομοθεσία όσο και το εθιμικό δίκαιο. Το νομικό σύστημα της ΛΔΚ βασίζεται στον Αστικό Κώδικα και επηρεάζεται από γαλλο-βελγικές νομικές αρχές. Ρυθμίζει διάφορους τομείς του ιδιωτικού δικαίου, όπως τις οικογενειακές σχέσεις, τις υποχρεώσεις, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη διαδοχή (κληρονομικό δίκαιο). Η δικαστική εξουσία δομείται σε διάφορα επίπεδα, με τα Ειρηνοδικεία (Tribunaux de Paix) να αποτελούν το πρώτο επίπεδο για αστικές και μικρές ποινικές υποθέσεις. Για παράδειγμα, το Tribunal de Paix de Gombe στην Κινσάσα[4] διαχειρίζεται οικογενειακές διαφορές, κληρονομικές υποθέσεις και ιδιοκτησιακά ζητήματα στην περιοχή του.[5]
Παράλληλα με το τυπικό νομικό σύστημα, το εθιμικό δίκαιο παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό, ειδικά στις αγροτικές περιοχές. Ρυθμίζει θέματα όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η κληρονομιά και η ιδιοκτησία γης. Είναι κοινοτικά προσανατολισμένο και βασίζεται σε τοπικές παραδόσεις. Παρόλο που το Σύνταγμα της ΛΔΚ αναγνωρίζει την υπεροχή του κρατικού δικαίου, περίπου το 75% των διαφορών στη χώρα επιλύονται μέσω εθιμικών διαδικασιών. Ωστόσο, υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ του εθιμικού δικαίου και της κρατικής νομοθεσίας, ειδικά σε θέματα που αφορούν τα δικαιώματα των γυναικών και την κληρονομική διαδοχή[6].
Παρά το υβριδικό σύστημα δικαιοσύνης, υπάρχουν πολλαπλές προκλήσεις που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική επίλυση των διαφορών: Έλλειψη Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και Διαφθορά.[7] Το κρατικό δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα διαφθοράς και πολιτικής παρέμβασης. Πολλοί πολίτες δεν εμπιστεύονται τα κρατικά δικαστήρια, με αποτέλεσμα να προτιμούν την εθιμική δικαιοσύνη. Στις ανατολικές περιοχές της χώρας, όπου δρουν ένοπλες ομάδες, η επιβολή του νόμου είναι εξαιρετικά δύσκολη. [8] Περαιτέρω, στη ΛΔΚ, η κρατική προστασία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις λόγω των συνεχιζόμενων ένοπλων συγκρούσεων, ιδιαίτερα στις ανατολικές περιοχές. Αυτό έχει οδηγήσει σε μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών.[9] Ωστόσο η Κινσάσα, η πρωτεύουσα της ΛΔΚ, απολαμβάνει καλύτερη ασφάλεια σε σύγκριση με τις εμπόλεμες ανατολικές περιοχές.
Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει ότι το υιοθετημένο τέκνο στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό διατηρεί πλήρη νομικά δικαιώματα κληρονομίας έναντι της θετής οικογένειας, σύμφωνα τον Οικογενειακό Κώδικα. Ωστόσο, παράλληλα η πρακτική εφαρμογή της νομοθεσίας στη χώρα επηρεάζεται σημαντικά από διαφθορά, έλλειψη ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, πολιτική παρέμβαση και τη σύγκρουση μεταξύ κρατικού και εθιμικού δικαίου. Επομένως, τα όσα ισχυρίζεται γενικόλογα ο αιτητής, υποστηρίζονται σε ένα βαθμό από τις πηγές πληροφόρησης αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να κριθεί αξιόπιστος ο ισχυρισμός του αιτητή, εφόσον πρέπει να τεκμηριώνεται και η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του. Ούτως ή άλλως τα ζητήματα που θέτει ο αιτητής είναι εντελώς προσωπικής φύσεως και δεν δύναται να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που αφορούν τη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, εφόσον προέβη σε αοριστίες και γενικολογίες κατά το αφήγημά του, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων»[10]. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια όπου αναμένεται ο αιτητής να επιστρέψει[11]. Έκθεση του Amnesty International η οποία καλύπτει το έτος 2023 επιβεβαιώνει πως δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu[12]. Στο ίδιο πλαίσιο και έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του Ιουνίου 2024 αναφέρει πως η κατάσταση ασφαλείας και η ανθρωπιστική κατάσταση στο ανατολικό Κονγκό συνέχισε να χειροτερεύει.
Αναφορικά με την Κινσάσα, πρόσφατη έκθεση της Cedoca εστιασμένη στην κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ, καταγράφει πως κατά το έτος 2024 αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας, όπως διαδηλώσεις, μια απόπειρα πραξικοπήματος, απόδραση από τις φυλακές Makala, καθώς και ορισμένα επεισόδια στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku, εξαιτίας της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe [.]. Από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από τις διαδηλώσεις προς τις δυτικές πρεσβείες, δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα[13]. Στις 29 Ιανουαρίου 2025, αγανακτισμένοι διαδηλωτές βανδάλισαν δυτικές πρεσβείες διαμαρτυρόμενοι για την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην διαμάχη που μαίνεται στην Goma[14].
Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης 17/11/2025) σημειώθηκαν στην επαρχία Kinshasa συνολικά 137 περιστατικά ασφαλείας (διαδηλώσεις, πολιτική βία, ανταρσία, καταστολή) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 41 απώλειες.[15] O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[16].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία και ορθώς το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί. Οι Καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η προσφυγή του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Οικογενειακός Κώδικας ΛΔΚ, άρθρο 678: «L’adopté conserve ses liens avec sa famille d’origine. Ses descendants ont des liens avec la famille adoptive ainsi qu’avec la famille d’origine, https://www.leganet.cd/Legislation/Code%20de%20la%20famille/CDF.2017.pdf,
[2] Οικογενειακός Κώδικας ΛΔΚ, άρθρο 758 παρ. 1, https://www.leganet.cd/Legislation/Code%20de%20la%20famille/CDF.2017.pdf,
[3] Οικογενειακός Κώδικας ΛΔΚ, άρθρα 683 & 755, https://www.leganet.cd/Legislation/Code%20de%20la%20famille/CDF.2017.pdf,
[4] [Ordinance 79-105 establishing the seats and jurisdictions of the peace courts of the city of Kinshasa] (PDF). Droitcongolais.info (in French). Kinshasa, Democratic Republic of the Congo. 28 September 1979. p. 1. Retrieved 26 June 2024, "Ordonnance 79-105 fixant les sièges et ressorts des tribunaux de paix de la ville de Kinshasa"
[5] PROELIUM LAW LLP - Democratic republic of Congo Legal Profile https://proeliumlaw.com/democratic-republic-of-congo-legal-profile/
[6] Global Citizenship Observatory - Report on Citizenship Law: Democratic Republic of Congo - Country Report February 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2105981/RSC_GLOBALCIT_CR_2022_1.pdf,
[7] A Human Rights Agenda for the Democratic Republic of Congo, March 6, 2024, https://www.hrw.org/news/2024/03/06/human-rights-agenda-democratic-republic-congo
[8] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo; Security situation in Kasai Central region [Q33-2024], 3 June 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2110277/2024_06_EUAA_COI_Query_Response_Q33_Democratic_Republic_of_Congo_Security_Situation_Kasai_Central_Region.pdf
[9] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees: UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV, March 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122583/unhcr_position_on_returns_to_the_drc_-_march_2025_final.pdf
[10] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord
[11] International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo
[12] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html
[13] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Republique Democratique du Congo; Situation sécuritaire, 25 February 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122509/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_0.pdf
[14] Aljazeera, Tyres burned, embassies attacked in DR Congo's Kinshasa protests, https://www.aljazeera.com/gallery/2025/1/29/tyres-burned-embassies-attacked-in-dr-congos-kinshasa-protests
[15] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση φίλτρων αναζήτησης: Country Democratic Republic of Congo, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε: https://acleddata.com/platform/explorer
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο