D.M.M ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1553/2023, 10/11/2025
print
Τίτλος:
D.M.M ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1553/2023, 10/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  1553/2023

10 Νοεμβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

D.M.M

 από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                          Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για τον Αιτητή: Δ. Κακουλλής

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Α. Παπαδοπούλου (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24.04.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη ως «ΛΔΚ»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 14.02.2023 και στις 19.02.2023 αφίχθηκε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών. Υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 03.03.2023 και ακολούθως πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος στις 21.04.2023 υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 24.04.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 08.05.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, καθώς και σε ανεπαρκή διερεύνηση αυτών. Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του, παραπέμπει σε συγκεκριμένα σημεία της συνέντευξης του Αιτητή και αντικρούει ένα προς ένα τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του. Επιπλέον, επισημαίνει ότι οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι οποίες παρατίθενται στην έκθεση – εισήγηση, είναι άσχετες με την υπόθεση, καθότι δεν αφορούν την αντιμετώπιση ζητημάτων περιουσιακών δικαιωμάτων ή σχετικών διαφορών στη χώρα του. Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων όφειλαν να χορηγήσουν στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Παράλληλα, προβάλλει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης στον Αιτητή συμπληρωματικής προστασίας, κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας και πάσχει από πλάνη περί το νόμο.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ων η αίτηση, υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Αρχικά, υποστηρίζουν ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο Αιτητής, δια της καταχωρισθείσας προσφυγής του, δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962. Ακολούθως, υιοθετούν τα ευρήματα του Λειτουργού στην υποβληθείσα έκθεση – εισήγηση του, αναφέροντας ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή διερευνήθηκαν δεόντως και ορθώς λήφθηκε η απόφαση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης του προσφυγικού ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Η απόφαση δε, είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Κατά την απαντητική του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ων η αίτηση δεν σχολιάζουν τις θέσεις του Αιτητή, αποστερώντας από τον Αιτητή το δικαίωμα ή την ευκαιρία να υποβάλει τις απόψεις του κατά παράβαση του Άρθρου 43 (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο. Παράλληλα, ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του, θεωρεί ότι οι Καθ’ων η Αίτηση παραθέτουν σειρά νομολογίας δίχως να την συνδέουν με οποιαδήποτε αναφορά του Αιτητή.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι πλην του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος προωθείται επί τη βάση σχετικής επιχειρηματολογίας, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[1]

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[3]Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου, πλάνης, κατάχρησης εξουσίας κ.τ.λ. ουδόλως εξηγείται με τη γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του  πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου.[4]

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας, είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους. Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν,[5] θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας 

 

Είναι η θέση του Αιτητή ότι η αίτησή του δεν εξετάστηκε με επαρκή έρευνα και δεν διεξήχθη καμία κοινωνιολογική, πολιτιστική και ανθρωπολογική έρευνα για τις πρακτικές στη χώρα καταγωγής του, προκειμένου να γίνουν κατανοητοί οι ισχυρισμοί του και ο φόβος δίωξής του. Προσθέτει ότι η αξιολόγηση της αίτησής του ήταν γενικευμένη χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες που περιβάλλουν την περίπτωσή του, οδηγώντας κατά τούτο σε μεροληπτικό αποτέλεσμα. Τέλος ισχυρίζεται ότι δεν αξιολογήθηκαν οι προσωπικοί κίνδυνοι και οι απειλές δίωξης που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του.

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[6]

 

Ως  εκ  τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Παρατηρώ συναφώς ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των ετεροθαλών αδελφιών του, τα οποία τον απείλησαν και είχαν χρησιμοποιήσει βία εναντίον του, επειδή δεν ήθελαν να μοιραστούν την περιουσία του πατέρα τους με τον ίδιο (ερυθρό 1 του δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Kinshasa  και  ως περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του δήλωσε την περιοχή Kitambo στην Κινσάσα (ερυθρό 20/1Χ του δ.φ.). Ως προς την οικογένεια του, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε περί τον Αύγουστο 2022, ενώ η μητέρα του και τα υπόλοιπα, τρία, ετεροθαλή του αδέλφια διαμένουν σε διαφορετικές περιοχές της Κινσάσα (ερυθρό 21/3Χ – 6Χ, 12Χ του δ.φ.). Ο ίδιος ο Αιτητής διατηρεί επικοινωνία μόνο με την μητέρα του (ερυθρό 21/9Χ του δ.φ.). Σχετικά με το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ερυθρό 22/2Χ του δ.φ.). Αναφορικά  με την εργασιακή του εμπειρία ισχυρίστηκε ότι έλαβε εκπαίδευση και εργαζόταν ως τεχνικός κλιματιστικών (ερυθρό 22/3Χ, 10Χ, 11Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής,  κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής επικαλέστηκε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από τα ετεροθαλή αδέλφια του σχετικά με την περιουσία του πατέρα του. Ειδικότερα, δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του τελευταίου η στάση τους προς τον Αιτητή άλλαξε, αναφέροντας του ότι δεν θα μπορούσε να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από το σπίτι, καθώς και ότι έπρεπε να το εγκαταλείψει. Αφορμή για να εγκαταλείψει την χώρα στάθηκε η επίθεση που δέχτηκε στο σπίτι του από τα αδέλφια του, οι οποίοι κατέστρεψαν τα πάντα αναγκάζοντας τον Αιτητή να φύγει από το σπίτι εκείνη τη νύχτα. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι τύγχανε απειλών επειδή τα αδέλφια του έστελναν άτομα για να τον βλάψουν, ενώ θεωρεί ότι του επιτίθονταν με πνευματικό τρόπο. Κατόπιν παρακινήσεων του θείου του, ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα (ερυθρό 20/5Χ του δ.φ.).

 

Κληθείς να διευκρινίσει τις επιπτώσεις εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, απάντησε ότι φοβάται τα ετεροθαλή αδέλφια του επειδή όπου και αν πάει θα τον εντοπίσουν και θα τον βλάψουν (ερυθρό 19/4Χ του δ.φ.).

 

Στο πλαίσιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που του απηύθυνε ο Λειτουργός, ο Αιτητής ανέφερε ότι, πριν από τον θάνατο του πατέρα του, διέμενε στο ίδιο σπίτι με τους γονείς του και τα ετεροθαλή αδέλφια του στην κοινότητα Ngaliema, όπου τα εν λόγω πρόσωπα εξακολουθούν να διαμένουν. Στο ίδιο σπίτι κατοικούσε και η μητέρα των ετεροθαλών αδελφών του (ερυθρές σημειώσεις 20/7Χ, 19/1Χ του δ.φ.). Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Αιτητή μεταφέρθηκε στην περιοχή Kitombo, σε κατοικία που ανήκε στην οικογένεια της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα μαζί με τη θεία και τον θείο του Αιτητή (ερυθρό 19/2Χ του δ.φ.). Όταν κλήθηκε να εξηγήσει πώς προέκυψαν οι διαφορές με τα ετεροθαλή αδέλφια του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, εκείνα επιδίωξαν να πωλήσουν την οικογενειακή κατοικία, χωρίς ωστόσο να του αποδοθεί οποιοδήποτε μέρος από τα προσδοκώμενα κέρδη (ερυθρό 19/8Χ του δ.φ.). Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που δέχθηκε απειλές, υποστήριξε ότι στις 09.02.2023, δύο από τα ετεροθαλή αδέλφια του, συνοδευόμενα από άλλα άτομα άγνωστα σε αυτόν, εισέβαλαν στο σπίτι του κατά τη διάρκεια της νύχτας και τον απείλησαν. Παρά το γεγονός ότι κατάφερε να διαφύγει μέσω του παραθύρου, οι δράστες κατέστρεψαν τα προσωπικά του αντικείμενα (ερυθρό 19/10Χ και 18/1Χ–3Χ του δ.φ.).

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής υποστήριξε ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα του, δέχθηκε τέσσερις συνολικά απειλές από τα ετεροθαλή αδέλφια του, οι οποίες εκδηλώθηκαν με διάφορους τρόπους, όπως με λεκτικές απειλές, με απαγόρευση πρόσβασής του στην οικογενειακή κατοικία, καθώς και με αποστολή μελών της συμμορίας «Kuluna» προκειμένου να τον εκφοβίσουν (ερυθρό 17/2Χ, 3Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να διαμένει με τη μητέρα του, απάντησε ότι, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, τα αδέλφια του θα τον εντόπιζαν και, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, επιδίωκαν την «εξαφάνισή» του, ώστε να μην δύναται να διεκδικήσει εκ νέου δικαιώματα επί της κατοικίας (ερυθρό 17/5Χ, 6Χ του δ.φ.).

 

Ερωτηθείς, τέλος, εάν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχής της ΛΔΚ απάντησε αρνητικά επειδή, όπως δήλωσε, θα τον εντόπιζαν με μαγικό τρόπο (ερυθρό 17/10Χ του δ.φ.).

    

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αφορά στα προσωπικά στοιχεία και στο προφίλ του Αιτητή και ο δεύτερος αφορά στον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης, υπό την μορφή απειλών κατά της ζωής του, από τα ετεροθαλή αδέλφια του, λόγω περιουσιακής διαμάχης για το σπίτι του πατέρα τους. Από αυτούς τους ισχυρισμούς, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ενώ ο έτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς, σύμφωνα με τον Λειτουργό, δεν θεμελιώθηκε η αξιοπιστία του λόγω των αντιφατικών, ελλιπών και μη ευλογοφανών ισχυρισμών του.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο Λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής περιέγραψε επαρκώς τη μεταξύ των μερών περιουσιακή διαφορά, καθώς και το περιστατικό της επίθεσης που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη από τα ετεροθαλή αδέλφια του (ερυθρό 19/9Χ–10Χ, ερυθρό 18/1Χ–3Χ του δ.φ.). Ωστόσο, δεν προσδιόρισε με ακρίβεια το χρονικό σημείο κατά το οποίο άρχισε να δέχεται απειλές, ούτε παρείχε επαρκή εξήγηση για το φαινομενικά αντιφατικό γεγονός ότι τον αναζητούσαν ενώ διέμεναν όλοι στο ίδιο σπίτι (ερυθρό 19/8Χ–9Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε να αιτιολογήσει γιατί προέβη στην έκδοση διαβατηρίου περί τον Νοέμβριο του 2022, τη στιγμή που το περιστατικό που επικαλείται ως λόγο φυγής έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 2023, ενώ εμφανίστηκε ασαφής κατά την περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε πριν από το επεισόδιο της επίθεσης (ερυθρό 18/4Χ–5Χ του δ.φ.).

 

Σε σχέση με τις καταγγελίες στην Αστυνομία, ο Αιτητής δεν προσδιόρισε την ακριβή ημερομηνία υποβολής παραπόνου, ενώ ο ισχυρισμός του ότι δεν πήρε κανένα σχετικό έγγραφο επειδή διέφυγε βιαστικά, αλλά εντούτοις πρόλαβε να έχει μαζί του το διαβατήριό του, κρίθηκε ως μη ευλόγως πειστικός (ερυθρό 18/6Χ–11Χ, ερυθρό 17/1Χ του δ.φ.). Αναφορικά με τις απειλές, οι περιγραφές του χαρακτηρίστηκαν μεν συγκεκριμένες (ερυθρό 17/2Χ–3Χ του δ.φ.), πλην όμως δεν κατέστη σαφές για ποιους λόγους τα ετεροθαλή αδέλφια θα συνέχιζαν να τον αναζητούν μετά την απομάκρυνσή του, ούτε γιατί ο ίδιος θα επέστρεφε στην κατοικία, εφόσον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, διέτρεχε κίνδυνο (ερυθρό 17/4Χ–9Χ του δ.φ.). Τέλος, ο ισχυρισμός ότι δεν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της χώρας επειδή τα αδέλφια του θα τον εντόπιζαν «με μαγικό τρόπο», κρίθηκε ως μη ευλογοφανής (ερυθρό 17/10Χ του δ.φ.).

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο Λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ο Αιτητής ανέφερε στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγων δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολο του.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο Λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ, ότι δεν παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας και κατόπιν παράθεσης και αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, έκρινε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa , ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Ως προς το άρθρο 15(γ), ο λειτουργός έκρινε, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία  στην πόλη Kinshasa, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρxικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.

 

Αναφορικά με το δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι περί των απειλών κατά της ζωής του από τα ετεροθαλή αδέλφιά του, λόγω περιουσιακής διαμάχης για το σπίτι του πατέρα του, κατόπιν προσεκτικής μελέτης τόσο της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, όσο και της εισηγητικής έκθεσης του Λειτουργού Ασύλου, κρίνεται ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα εξιστορισθέντα γεγονότα με λεπτομέρεια, σαφήνεια και ευλογοφάνεια. Κατά το στάδιο διερεύνησης των ισχυρισμών του, δεν κατέστη δυνατό να παρασχεθούν από τον ίδιο σαφείς, συνεκτικές και σταθερές απαντήσεις, με αποτέλεσμα το αφήγημά του να εμφανίζεται ως ένα σύνολο γενικών αναφορών, υποθέσεων και μη προσδιορισμένων περιστατικών, τα οποία δεν συνδέονται με συγκεκριμένα, επαληθεύσιμα γεγονότα.Παρατηρείται ότι το αφήγημα του Αιτητή συνίσταται σε ένα συγκεχυμένο σύμπλεγμα δηλώσεων και γενικών αναφορών, οι οποίες δεν εξειδικεύονται ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο ή τα συγκεκριμένα πρόσωπα που εμπλέκονται. Το γεγονός αυτό συνιστά ένδειξη ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας, σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια αξιολόγησης του UNHCR σχετικά με την αξιοπιστία των ισχυρισμών αιτούντων διεθνή προστασία, όπου απαιτείται η αφήγηση να παρουσιάζει λογική συνοχή, σταθερότητα και επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας.

 

Η αιτιολογημένη αξιολόγηση του Λειτουργού αναδεικνύει εύλογα αυτές τις ελλείψεις και φορνώ  πως ο ίδιος προέβη σε εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού περί απειλών από τα ετεροθαλή αδέλφια του, καταλήγοντας ευλόγως στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει επαρκώς τη σύνδεση των λόγων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του με φερόμενες πράξεις δίωξης.

 

Σε σχέση με τα όσα υποστηρίζει ο συνήγορος του Αιτητή με τη γραπτή του αγόρευση περί δήθεν σαφών και συνεκτικών δηλώσεων, επισημαίνεται ότι η πραγματική αποτύπωση της συνέντευξης δεν επιβεβαιώνει τέτοιο συμπέρασμα. Ο Αιτητής δεν προσδιόρισε με σαφήνεια τον χρόνο έναρξης των απειλών, περιοριζόμενος σε γενικόλογη αναφορά ότι αυτές ξεκίνησαν «μετά τον θάνατο του πατέρα», χωρίς να μπορεί να παραθέσει συγκεκριμένα γεγονότα, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις. Παράλληλα, οι περιγραφές του σχετικά με τη φύση και την ένταση των απειλών ήταν αντιφατικές και μεταβαλλόμενες, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την ταυτότητα των προσώπων που συμμετείχαν.

 

Το ίδιο παρατηρείται και ως προς το ζήτημα της διαμονής του Αιτητή. Ενώ ο κ. Κακουλλής επιχειρεί να παρουσιάσει συνεχή συμβίωση στο ίδιο σπίτι με τα αδέλφια προς ενίσχυση του ισχυρισμού περί άμεσου κινδύνου, ως προκύπτει από το περιεχόμενο της συνέντευξής του, ο ίδιος ο Αιτητής μεταβάλλει την περιγραφή του, άλλοτε αναφέροντας κοινή κατοικία και άλλοτε διαμονή σε χωριστούς χώρους εντός μεγαλύτερου οικογενειακού συγκροτήματος. Αυτή η αστάθεια πλήττει καίρια την συνεκτικότητα της αφήγησης.

 

Επιπλέον, η έκδοση του διαβατηρίου τρεις μήνες πριν το υποτιθέμενο καταλυτικό περιστατικό δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη με την απόφαση αποχώρησης, καθώς ο ίδιος ο Αιτητής παραδέχθηκε ότι είχε ήδη «προβλήματα που απαιτούσαν να μετακινηθεί». Η παραδοχή αυτή καταδεικνύει ότι η πρόθεση φυγής προϋπήρχε και δεν συνδέεται με άμεσο κίνδυνο, αλλά με προγενέστερη επιλογή.

 

Τέλος, ο ισχυρισμός ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή εντός της χώρας παραμένει ατεκμηρίωτος. Δεν προκύπτει κανένας μηχανισμός ή πρακτική δυνατότητα μέσω της οποίας τα αδέλφια θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν εκτός της οικίας. Η μη εξερεύνηση εναλλακτικών εντός της χώρας επιβεβαιώνει την έλλειψη αντικειμενικού και εξατομικευμένου κινδύνου.

 

Συνολικά, οι ισχυρισμοί του κ. Κακουλλή δεν αναιρούν ούτε αποδυναμώνουν την ορθή και τεκμηριωμένη αξιολόγηση του Λειτουργού Ασύλου. Η απόρριψη του ισχυρισμού κρίνεται δικαιολογημένη, καθώς ο Αιτητής δεν απέδειξε ούτε τη φύση ούτε την ένταση του φερόμενου κινδύνου, ούτε τη σύνδεσή του με τους λόγους φυγής του.

 

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, φρονώ πως  ο Λειτουργός προέβη σε ορθή, εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή. Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει με τρόπο συνεκτικό και ευλογοφανή τη σύνδεση των λόγων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του με τις φερόμενες πράξεις δίωξης.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας και της γενικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA),Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System,[7] σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

      

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πολύ  πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί απειλών από την οικογένεια του πατέρα του, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές που καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Η παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας δε δύναται να υποκαταστήσει την κρατική προστασία, και εν προκειμένω ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει και να λάβει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί.

 

Υπό το φως λοιπόν, του μοναδικού ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός τόσο από τον Λειτουργό όσο και από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης υπό τις πρόνοιες του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη  ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».

 

Παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν έχει επικαλεστεί αλλά ούτε και προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα ότι υπάρχει ουσιώδης λόγος να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας προκειμένου να του δοθεί συμπληρωματική προστασία δυνάμει των εδαφίων (α) και (β) και άρθρου 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η νομολογία ως προς τους παράγοντες που δύναται να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, είναι πλέον εδραιωμένη και σαφής. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισήμανε στην απόφαση του CF,DN κατά  Bundesrepublic Deutschland[8]  ότι τέτοιοι παράγοντες συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[9], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Πρόσθετα στην υπόθεση Elgafaji[10] αναφορικά με τον φόβο σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, το ΔΕΕ έκανε δεκτό ότι η ύπαρξη τέτοιας απειλής μπορεί, κατ' εξαίρεση, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην απειλή αυτή και, σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της προσωπικής του κατάστασης.[11] Στην σκέψη 39 της ίδιας απόφασης, το ΔΕΕ επισήμανε πως την ίδια στιγμή θα: "[.] πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[12] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει χρόνος από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με την πλατφόρμα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων.[13] Δραστηριοποίηση των ως άνω ομάδων προκύπτει στις ανατολικές επαρχίες North και στο South Kivu και όχι στην Kinshasa.[14]

·                Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 29/08/2025), καταγράφηκαν 31 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 235 θάνατοι.[15]

 

·                Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[16] 

 

Σημειώνεται ότι βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, το Δικαστήριο αξιολογεί  ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή δεν λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών  περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

 

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί η αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδεικνύουν ευαλωτότητα και να καταδεικνύουν συγκεκριμένα ότι θα εκτεθεί σε κατάσταση αυξημένου κινδύνου σοβαρής βλάβης, ικανή να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης, είναι η κατάληξή μου ότι οι Καθ' ων η αίτηση έχουν διεξάγει τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα κατά την εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησής του Αιτητή και συνεπώς ο σχετικός λόγος ακυρώσεως του Αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι o Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

ΕΡήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

 

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

 

[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

 

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

 

[6] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

 

[7] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)

 

[8] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατάBundesrepublic Deutschland

 

[9]  ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

 

[10] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[11] Βλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 43), και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής») (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 28).

 

[12] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

 

[13] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo,  Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/09/2025

 

[14] International Crisis Group, Crisis Watch, February 2025, available at: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/09/2025

 

[15] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Democratic Republic of the Congo, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/09/2025)

 

[16] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/09/2025

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο