L. B. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1776/24, 10/11/2025
print
Τίτλος:
L. B. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1776/24, 10/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 1776/24

 

10 Νοεμβρίου, 2025

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ

L. B. M.

Αιτήτριας,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση,

 ......... 

 

Ο. Ηλιάδης (κος) για Ε. Μυριάνθους (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Ε. Παραδεισιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.4.2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και περί τις 3.11.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 12.12.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό, η οποία υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και για επιστροφή στη χώρα καταγωγής της. Στις 18.4.2024, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και επιστροφής της στο Καμερούν. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 10.5.2024 αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια με τη γραπτή της αγόρευση προβάλλει ως λόγους προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο. Ιδίως ως προς τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας, υποστηρίζει ότι δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο ή στοιχείο κατά πόσον ο λειτουργός που συνέταξε την Έκθεση/Εισήγηση, είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως προνοεί η εξουσιοδότηση που επισυνάπτεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση. Κατόπιν σχετικών οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου, η συνήγορος της Αιτήτριας καταχώρισε συμπληρωματική αγόρευση υποστηρίζοντας ότι η Αιτήτρια αναμένεται να διωχθεί ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, και δεν είναι δυνατή η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της κατάστασης υγείας της (φορέας HIV), για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή καθημερινά και δεν θα μπορεί να λάβει την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τέλος, ως προς το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης της Αιτήτριας στη Douala, η συνήγορος της υποστηρίζει ότι δεν θα είναι εφικτή λόγω της κατάστασης υγείας της και του κοινωνικού στίγματος που αυτή επιφέρει, και ότι επίσης η κατάσταση ασφαλείας σχετικά με τους αποσχιστές δεν είναι καλύτερη στη Douala. Σημειώνει δε ότι η Αιτήτρια δεν έχει υποστηρικτικό πλαίσιο στη συγκεκριμένη πόλη.

 

3.              Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Προωθούν ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, επίσης συνιστά προϊόν δέουσας έρευνας, ενώ δεν εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι ο λειτουργός, ο οποίος υπέβαλε την εισήγηση προς τον Προϊστάμενο αναφορικά με την αίτηση της Αιτήτριας είναι όντως λειτουργός ορισμένου χρόνου, παραπέμποντας στο γενικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου υπ’ αριθμό 05.06.004, όπου βρίσκεται καταχωρισμένος ο σχετικός κατάλογος.

 

 

Νομικό Πλαίσιο

4.             Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως:

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό. 

 

8.     Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

 

«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

 

(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-

 

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».

 

9.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

10.          Εκ προοιμίου, επισημαίνω ότι η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Εξαίρεση αποτελούν καταρχήν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως, τα οποία δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»].

 

11.          Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655].

 

12.          Εν προκειμένω, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του λειτουργού που προσυπογράφει την έκθεση εισήγηση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κατά πόσο αποτελεί λειτουργό ορισμένου χρόνου. Ο κ. Α.Α, ο φορέας του διοικητικού οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο και κατά την έκδοσης της επίδικης απόφασης στις 18.4.2024, ήταν ήδη εξουσιοδοτημένος προς τούτο με εξουσιοδότηση ημερομηνίας 9.6.2022 (βλ. ερ. 60 του δ.φ.), σχετικά με αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου.  Η κα Μ.Ρ,  υπογράφουσα την έκθεση εισήγηση εν προκειμένω, με τον κωδικό CAS 110, όπως προκύπτει από το φύλλο καταχωρήσεων (minute sheet) του διοικητικού φακέλου, υπέβαλε την έκθεση εισήγηση, για έγκριση στον αρμόδιο λειτουργό κ. Α.Α.. Η κα Μ.Ρ είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την επιστολή ημερομηνίας 11.9.2024 από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στο γενικό φάκελο αρ. 05.06.004, με συνημμένο επί αυτής κατάλογο των λειτουργών ορισμένου χρόνου που υπηρετούν στην Υπηρεσία Ασύλου όπου καταγράφεται ότι ο κωδικός «CAS 110» αντιστοιχεί στην κα. Μ.Ρ.. Υπό το φως των ανωτέρω, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

13.          Ως προς τους λοιπούς λόγους προσφυγής, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την ενώπιον του προσφυγή η οποία αφορά σε απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική της ορθότητα της, και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

 

14.          Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

15.          Παρατηρείται συναφώς ότι, κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι, μετά τον θάνατο του συζύγου της, η οικογένεια του τελευταίου, κατέλαβε την περιουσία που είχε αφήσει στην ίδια και στα τρία τέκνα τους. Όταν η Αιτήτρια επιχείρησε να αντιδράσει, τα μέλη της οικογένειας του την απείλησαν ότι θα τη σκοτώσουν, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο γάμος της, με τον σύζυγό της, δεν ήταν νόμιμος.

 

16.          Περαιτέρω, στις 21.11.2022, η Αιτήτρια παραπέμφθηκε σε διαδικασία ελέγχου ευαλωτότητας (Έντυπο Ελέγχου και Αξιολόγησης Ευαλωτότητας – ερ. 12–25 του διοικητικού φακέλου), όπου επανέλαβε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της μετά τον θάνατο του συζύγου της το έτος 2018, οπότε τα αδέλφια του κατέλαβαν την περιουσία του, εκδίωξαν την ίδια και τα ανήλικα τέκνα της και την απείλησαν με θάνατο όταν διαμαρτυρήθηκε. Ανέφερε ότι το 2019 απήχθη από τα εν λόγω πρόσωπα, τα οποία, όπως δήλωσε, είναι μαχητές των αποσχιστικών ομάδων Ambazonians, και μεταφέρθηκε σε θαμνώδη περιοχή όπου κρατήθηκε επί δύο ημέρες, χωρίς να υποστεί σωματική κακομεταχείριση, λαμβάνοντας μόνο νερό. Όπως ανέφερε, οι δράστες την προειδοποίησαν να μην προσεγγίσει εκ νέου τη φάρμα ή την οικία, διότι δεν την αναγνώριζαν ως νόμιμη σύζυγο του αδελφού τους, και στη συνέχεια την απελευθέρωσαν. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι εξακολούθησε να λαμβάνει απειλητικά μηνύματα για περίπου ένα έτος μετά την απελευθέρωσή της, οπότε μετέβη στην πόλη Limbe, όπου εργάστηκε ως δασκάλα. Εκεί, όπως ισχυρίστηκε, συνέχισε να δέχεται απειλητικές τηλεφωνικές κλήσεις από άγνωστους αριθμούς, γεγονός που την οδήγησε τελικώς να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Ανέφερε ότι τα ανήλικα τέκνα της, παρέμειναν στη Limbe υπό τη φροντίδα συναδέλφου της. Ως προς τις συνθήκες θανάτου του συζύγου της, δήλωσε ότι ο τελευταίος δηλητηριάστηκε, εκτιμώντας ότι η ενέργεια αυτή προήλθε από την οικογένειά του με σκοπό την ιδιοποίηση της περιουσίας του.

 

17.          Κατά το στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής της την πόλη Bakede, όπου διέμενε έως την ηλικία των έξι έως επτά ετών. Ακολούθως, μετέβη στη Yaoundé, όπου διέμενε με τον θείο της προκειμένου να φοιτήσει σε σχολείο. Το 2014 επέστρεψε στο χωριό Ashum, όπου παρέμεινε έως τον Σεπτέμβριο του 2019, οπότε και μετέβη στην πόλη Mamfe για την περίοδο 2019–2020, προκειμένου να εκπαιδευτεί και να αποκτήσει δίπλωμα δασκάλας. Από τον Ιούλιο του 2020 έως και την αναχώρησή της από τη χώρα, τον Σεπτέμβριο του 2022, διέμενε στην πόλη Limbe. Δήλωσε χριστιανή πεντηκοστιανή στο θρήσκευμα. Ομιλεί αγγλικά και γαλλικά. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση και έλαβε δίπλωμα δασκάλας, ενώ εργαζόταν στο επάγγελμα αυτό από το 2020 έως την αναχώρησή της. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ότι η μητέρα της διαμένει στο χωριό Eyang-Atem Ako στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, ο πατέρας της στη Bakede με τον οποίο δεν διατηρεί καλές σχέσεις, και η αδελφή της στη Yaoundé με την οικογένειά της. Ανέφερε ότι απέκτησε τρία τέκνα με τον σύντροφό της E. J. A., με τον οποίο δεν τελέστηκε γάμος, και ότι ο τελευταίος απεβίωσε τον Μάρτιο του 2019 κατόπιν, όπως ισχυρίστηκε, δηλητηρίασης. Τα ανήλικα τέκνα της, κατά δήλωσή της, διαμένουν στη Limbe υπό τη φροντίδα συναδέλφου της, με την οποία διατηρεί επικοινωνία. Τέλος, ως προς την κατάσταση της υγείας της, ανέφερε ότι είναι φορέας του ιού HIV, γεγονός που πληροφορήθηκε περί το έτος 2019, κατόπιν, όπως ισχυρίστηκε, περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης από αποσχιστές. Επισήμανε ότι λάμβανε φαρμακευτική αγωγή στη χώρα καταγωγής της, την οποία συνεχίζει να λαμβάνει και σήμερα.

 

18.          Ερωτηθείσα ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, ανέφερε ότι η ζωή η δική της και των ανήλικων τέκνων της τελούσε σε κίνδυνο, καθότι, μετά τον θάνατο του συντρόφου της (πατέρα των τέκνων της), η οικογένεια του τελευταίου κατέλαβε την περιουσία του, ήτοι τη φάρμα και την οικία τους στο χωριό Ashum. Όπως δήλωσε, όταν επιχείρησε να διεκδικήσει την περιουσία εκ μέρους των τέκνων της, απήχθη και μεταφέρθηκε σε θαμνώδη περιοχή, όπου κρατήθηκε επί τρεις ημέρες, κατά τις οποίες απειλήθηκε να μην προβεί εκ νέου σε οποιαδήποτε διεκδίκηση.

 

19.          Ανέφερε ότι στη συνέχεια απευθύνθηκε σε δικηγόρο στη Buea προκειμένου να υποβάλει καταγγελία, πλην όμως εκείνος δήλωσε αδυναμία να τη βοηθήσει, καθώς τα αδέλφια του συντρόφου της ήταν, κατά τους ισχυρισμούς της, μαχητές της αποσχιστικής οργάνωσης Ambazonians. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι συνέχισε να λαμβάνει απειλητικές τηλεφωνικές κλήσεις που αφορούσαν την ίδια και τα τέκνα της καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της στην πόλη Limbe. Προσέθεσε, τέλος, ότι ένας πρόσθετος λόγος αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής της ήταν το κοινωνικό στίγμα που, όπως ισχυρίστηκε, συνοδεύει τη νόσο HIV από την οποία πάσχει.

 

20.          Υποβλήθηκαν στη συνέχεια διερευνητικού χαρακτήρα ερωτήματα προς την Αιτήτρια αναφορικά με τον σύντροφό της, τα τέκνα της, τη διαφορά περί της κτηματικής περιουσίας, την αρπαγή της από αποσχιστές, τις απειλές που δέχθηκε καθώς και την κατάσταση της υγείας της. Στο πλαίσιο των απαντήσεών της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο σύντροφός της ήταν ιδιοκτήτης μεγάλης φάρμας παραγωγής κακάο στο χωριό Ashum, από την οποία αποκόμιζε σημαντικό εισόδημα. Μετά τον θάνατό του, τα αδέλφια του διεκδίκησαν την ιδιοκτησία της φάρμας, καθώς ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρα, και εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός ότι η ίδια δεν ήταν νομίμως παντρεμένη μαζί του για να την εκδιώξουν.

 

21.          Ως προς την αρπαγή της από τους μαχητές Ambazonians, δήλωσε ότι, μετά την ταφή του συντρόφου της, περί τον Απρίλιο του 2019, εγκατέλειψε τη θαμνώδη περιοχή όπου διέμενε με τα ανήλικα τέκνα της και μετέβη στο χωριό της μητέρας της. Περί τον Ιούνιο–Ιούλιο του 2019 επέστρεψε στο χωριό Ashum, προκειμένου να επιθεωρήσει τους εργάτες στη φάρμα. Εκεί συνάντησε τα αδέλφια του αποβιώσαντα συντρόφου της, οι οποίοι την προειδοποίησαν να μην επιστρέψει στη φάρμα. Η ίδια τούς αντέτεινε ότι τα τέκνα της είχαν δικαιώματα επί της περιουσίας και χρειαζόταν βοήθεια για τη συντήρησή τους. Την επόμενη ημέρα προσπάθησε, μέσω των συμβούλων των αρχηγών του χωριού, να εξεύρει λύση. Το ίδιο βράδυ, ενώ βρισκόταν στην οικία της σε θαμνώδη περιοχή, απήχθη βιαίως από τα αδέλφια του συντρόφου της και δύο ακόμη άνδρες και μεταφέρθηκε σε διαφορετική περιοχή, όπου –κατά τους ισχυρισμούς της– βρισκόταν η βάση των Ambazonians.

 

22.          Η Αιτήτρια δήλωσε ότι κρατήθηκε επί τρεις ημέρες, κατά τις οποίες την κακοποίησαν σεξουαλικά δύο εκ των ατόμων που τη συνόδευαν. Ανέφερε ότι η περιοχή έφερε φυτείες κακάο και δέντρα και ότι οι δράστες τής επέδειξαν όπλα. Τελικώς, τα αδέλφια του συντρόφου της την άφησαν ελεύθερη, απειλώντας ότι θα τη σκοτώσουν εάν επιστρέψει. Το περιστατικό, κατά τα λεγόμενά της, έλαβε χώρα περί τον Ιούλιο του 2019, και έκτοτε δεν τους συνάντησε εκ νέου.

 

23.          Αναφορικά με τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αυτές ήταν τηλεφωνικές, άρχισαν περίπου έξι μήνες μετά τη μετοίκησή της στην πόλη Limbe, και στρέφονταν κατά της ίδιας και των τέκνων της. Ανέφερε ότι δεν γνώριζε την προέλευση των κλήσεων, πλην όμως θεωρούσε ότι προέρχονταν από μέλη της οικογένειας του συντρόφου της. Ερωτηθείσα γιατί οι απειλές ξεκίνησαν έξι μήνες μετά την αποχώρησή της από το χωριό, δήλωσε ότι κατά την εποχή συγκομιδής κακάο, περί τον Ιούλιο–Αύγουστο του 2020, επέστρεψε στο Ashum για να ζητήσει οικονομική βοήθεια για την εκπαίδευση των τέκνων της, οπότε επανήλθαν οι απειλές. Δήλωσε ότι ο σύντροφός της είχε πέντε αδέλφια, εκ των οποίων δύο ήταν μαχητές Ambazonians, ενώ οι υπόλοιποι τρεις τής έδωσαν ένα μικρό χρηματικό ποσό. Ερωτηθείσα εκ νέου για τον χρόνο της επιστροφής της στο χωριό, απάντησε ότι ήταν τον Οκτώβριο του 2020, και, όταν επισημάνθηκε η αντίφαση, διευκρίνισε ότι η περίοδος συγκομιδής κακάο εκτείνεται στους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Δεκέμβριο.

 

24.           Ως προς την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι πληροφορήθηκε πως είναι φορέας του ιού HIV περί τον Αύγουστο του 2019, και τον επόμενο μήνα μετέβη στην πόλη Mamfe, όπου λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, της οποίας όμως δεν θυμάται την ονομασία. Ερωτηθείσα αν, σε περίπτωση επιστροφής της, θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε φαρμακευτική αγωγή ή σε νοσοκομείο, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Προσέθεσε ότι η ζωή της ήταν «αγχωτική και ντροπιαστική», ότι ένιωθε κατάθλιψη, πλην όμως παρέμενε δυνατή χάριν των τέκνων της.

 

25.          Η Αιτήτρια δήλωσε ότι από τον Ιούλιο–Αύγουστο 2020 έως τον Σεπτέμβριο 2022 διέμενε μόνιμα στην πόλη Limbe. Ανέφερε ότι η τελευταία φορά που μετέβη στο χωριό Ashum ήταν τον Νοέμβριο–Δεκέμβριο 2021, προκειμένου να ζητήσει χρήματα για τα τέκνα της, οπότε, όπως δήλωσε, έλαβε νέες απειλές. Επίσης, μεταξύ Μαρτίου–Μάϊου 2022, δέχθηκε εκ νέου τηλεφωνικές απειλές να παραμείνει μακριά από την περιουσία του συντρόφου της, άλλως θα τη σκότωναν αν την εντόπιζαν. Τέλος, δήλωσε ότι τον Ιούνιο 2022 προέβη σε καταγγελία ενώπιον δικαστηρίου στη Buea.

 

26.          Υποβλήθηκαν, περαιτέρω, διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τις αντιφάσεις που εντοπίστηκαν μεταξύ του Εντύπου Ευαλωτότητας και της συνέντευξης της Αιτήτριας. Ειδικότερα, ερωτήθηκε για ποιον λόγο δεν είχε αναφέρει στο έντυπο ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση κατά την αρπαγή της. Η Αιτήτρια απάντησε ότι ένιωθε ντροπή και φόβο. Παρόμοια εξήγηση έδωσε και για τη μη αναφορά της κατάστασης της υγείας της.

 

27.          Ερωτηθείσα σχετικά με το τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα επιχειρήσουν να τη σκοτώσουν, όπως, κατά τους ισχυρισμούς της, είχαν απειλήσει. Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο θεωρεί ότι θα επιχειρήσουν να την εντοπίσουν, μολονότι επέστρεψε δύο φορές στο χωριό μετά τον θάνατο του συντρόφου της, λαμβάνοντας μόνο τηλεφωνικές απειλές και χωρίς να συμβεί οτιδήποτε στα τέκνα της, απάντησε ότι θα την αναζητήσουν εκ νέου διότι θα συνεχίσει να μεταβαίνει στο χωριό για να ζητεί οικονομική βοήθεια. Σε επισήμανση ότι με τον τρόπο αυτό θέτει εκ νέου τον εαυτό της σε κίνδυνο, απάντησε ότι δεν έχει χρήματα και οικονομική δυνατότητα να φροντίσει τα τέκνα της, και ως εκ τούτου αναγκάζεται να επιστρέφει στο χωριό.

 

28.          Κατά τη διοικητική εξέταση της αίτησής της, η Αιτήτρια προσκόμισε, πέραν του διαβατηρίου της, πιστοποιητικό γέννησης, πιστοποιητικά φοίτησης, φωτογραφίες της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει στη Δημοκρατία, φωτογραφίες του συντρόφου και των τέκνων της, πιστοποιητικό θανάτου του συντρόφου της, καθώς και αντίγραφο ένορκης δήλωσης του φερόμενου πατέρα της Αιτήτριας που φέρει πιστοποίηση δικηγόρου (βλ. ερ. 46–59 του διοικητικού φακέλου).

 

29.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις και τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: πρώτον την ιθαγένεια, περιοχή καταγωγής και τόπος τελευταίας διαμονής πριν την αναχώρησή της, δεύτερον, ισχυριζόμενη απαγωγή της από τους αποσχιστές και οι απειλές εναντίον της λόγω των κληρονομικών δικαιωμάτων του αποθανόντα συζύγου της και τρίτον, διάγνωση της Αιτήτριας με τον ιό HIV.  

 

30.          Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε η Αιτήτρια κρίθηκαν συνεκτικές, ενώ αξιολογήθηκαν σε συνάρτηση με το διαβατήριό της, το οποίο προσκόμισε στη διοίκηση. Αποδεκτός έγινε και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, αναφορικά με τη διάγνωση της Αιτήτρια με τον ιό HIV, ενώ επιβεβαιώθηκε ότι η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει σήμερα, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, αποτελεί φαρμακευτική αγωγή ασθενών του HIV

 

31.          Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας έτυχε απόρριψης, καθώς κρίθηκε ότι η ίδια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς, συνεκτικές και αξιόπιστες πληροφορίες ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες σχετικά με την απαγωγή της από τα αδέλφια του αποβιώσαντος συντρόφου της, μαζί με δύο ακόμη άτομα, ενώ αντίφαση παρατηρήθηκε μεταξύ της συνέντευξης και του Εντύπου Ευαλωτότητας ως προς το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης που ισχυρίστηκε ότι υπέστη κατά τη διάρκεια της απαγωγής. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε εύλογη εξήγηση ως προς τον λόγο για τον οποίο οι δράστες την άφησαν ελεύθερη τρεις ημέρες μετά την απαγωγή της. Δήλωσε ότι, μετά το συμβάν, μετέβη στην πόλη Mamfe, όπου παρέμεινε για ένα έτος, και στη συνέχεια, περί τον Ιούλιο του 2020, εγκαταστάθηκε στη Limbe, όπου, όπως ανέφερε, άρχισε να δέχεται απειλητικές κλήσεις έξι μήνες αργότερα. Οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι ο ισχυρισμός αυτός στερείται νοηματικής συνοχής, δεδομένου ότι, για διάστημα περίπου ενάμισι έτους, η Αιτήτρια φέρεται να ζούσε ανενόχλητη με τα τέκνα της, μετοικώντας σε δύο διαφορετικές πόλεις, χωρίς να αναφέρει οποιοδήποτε πρόβλημα. Όταν ερωτήθηκε για ποιο λόγο άρχισαν οι απειλές, δήλωσε ότι επέστρεψε στο χωριό για να ζητήσει χρήματα για την εκπαίδευση των τέκνων της, ενώ αντιφατικές ήταν οι αναφορές της ως προς τον χρόνο της επιστροφής της —αρχικά προσδιόρισε την περίοδο Ιουλίου–Αυγούστου 2020, ενώ αργότερα Οκτώβριο 2020. Τέλος, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, θα συνέχιζε να μεταβαίνει στο χωριό για να ζητά οικονομική βοήθεια για τα τέκνα της. Ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε μη ευλογοφανής και χωρίς εσωτερική συνέπεια, καθότι, παρά το ότι δήλωσε ότι απήχθη, υπέστη βιασμό και απειλήθηκε με θάνατο από τα ίδια πρόσωπα, δεν απέφυγε να επισκέπτεται την ίδια περιοχή και μάλιστα δήλωσε πρόθεση να συνεχίσει να το πράττει, γεγονός που αντιβαίνει στη λογική και στην ανθρώπινη εμπειρία.

 

32.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση των εγγράφων που προσκόμισε η Αιτήτρια. Ειδικότερα, αναφορικά με το πιστοποιητικό θανάτου του συντρόφου της, παρατηρήθηκε ότι σε αυτό δεν αναγράφεται το όνομα της Αιτήτριας ως συζύγου, και, ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο δεν δύναται να υποστηρίξει επαρκώς τον σχετικό ισχυρισμό της. Ως προς τις φωτογραφίες που απεικονίζουν, κατά δήλωσή της, τον σύντροφο και τα τέκνα της, επισημάνθηκε ότι είναι δυσχερής η διαπίστωση κατά πόσο τα εικονιζόμενα τέκνα ταυτίζονται με αυτά της Αιτήτριας· συνεπώς, οι φωτογραφίες αυτές δεν θεωρήθηκαν ικανές να στηρίξουν το αίτημά της. Αναφορικά με τη δήλωση δικηγόρου, διαπιστώθηκε ότι απουσιάζει ημερομηνία και χρονολογία στο έγγραφο, ότι ο σύντροφος της Αιτήτριας αναγράφεται ως “αρραβωνιαστικός” ενώ η ίδια τον αναφέρει ως “σύζυγο”, καθώς και ότι στο σημείο 19 του εγγράφου υπάρχει τυπογραφικό σφάλμα. Επιπλέον, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός προτύπου του συγκεκριμένου εγγράφου, ούτε προέκυψε από εξωτερικές πηγές οποιαδήποτε αναφορά στην ύπαρξη ή τη μορφή τέτοιου τύπου δηλώσεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το έγγραφο κρίθηκε μη ικανό να υποστηρίξει το αίτημα της Αιτήτριας. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

 

33.          Στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της Αιτήτριας, ήτοι της ταυτότητας, χώρα καταγωγής και προσωπικών στοιχείων καθώς και της κατάστασης υγείας της και λαμβάνοντας υπόψιν τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της, κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση πως υπάρχουν εύλογοι λόγοι η Αιτήτρια να υποστεί καταρχήν  δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή καταγωγής της, τη πόλη Bakebe ή εναλλακτικά στη πόλη Limbe, όπου και διέμενε, του Νοτιοδυτικού Καμερούν, ως απόρροια της κατάστασης ανασφάλειας στην συγκεκριμένη περιοχή.

 

34.          Προχωρώντας στην νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς παρά την ύπαρξη αδιάκριτης βίας στην περιοχή η ένταση αυτής σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται προσωπική απειλή για την Αιτήτρια.

 

35.          Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 18.02.2025, το Δικαστήριο υπέβαλε σειρά ερωτημάτων προς την Αιτήτρια. Στο πλαίσιο των αποκρίσεών της, η Αιτήρια δήλωσε ότι όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, μετέφερε τα ανήλικα τέκνα της από την πόλη Limbe στην πόλη Mamfe, διότι δεν είχε πρόσωπο να τα επιβλέπει και διέθετε στην Mamfe μακρινό συγγενή. Δήλωσε ότι διατηρεί τακτική επικοινωνία με τα τέκνα της. Ως προς τον σύντροφο και πατέρα των τέκνων της, ανέφερε ότι απεβίωσε το έτος 2019, και ερωτηθείσα αν επρόκειτο περί δηλητηρίασης απάντησε αρνητικά. Επανέλαβε ότι μετέβη στη Mamfe προκειμένου να αποκτήσει δίπλωμα δασκάλας και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, μετέβη στην Limbe για να ασκήσει το επάγγελμα της δασκάλας. Δήλωσε ότι η διαβίωσή της στη Limbe ήταν ειρηνική και χωρίς προβλήματα. Ανέφερε, ωστόσο, ότι τα αδέλφια του συντρόφου της την απειλούσαν εξαιτίας της διεκδίκησης της περιουσίας. Ερωτηθείσα γιατί εγκατέλειψε τη χώρα δεδομένης της ειρηνικής διαβίωσης στη Limbe, δήλωσε ότι συνέχιζε να λαμβάνει απειλητικές τηλεφωνικές κλήσεις και ότι, κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, επισκεπτόταν το χωριό για να ζητήσει χρήματα για την εκπαίδευση των τέκνων της. Δήλωσε ότι μετέβη μία ή δύο φορές και έλαβε δύο ή τρεις απειλητικές κλήσεις και επανέλαβε ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, φοβάται ότι θα επιχειρήσουν να της αφαιρέσουν τη ζωή. Η Αιτήτρια δήλωσε επιπλέον ότι ομιλεί γαλλικά και ότι ο θείος της, ο οποίος διέμενε στη Yaoundé, κατοικεί πλέον στη Buea. Αναφορικά με την άσκηση του επαγγέλματος της δασκάλας, τόνισε ότι δεν αντιμετώπισε προβλήματα και ότι τα εργασιακά της ήταν ήρεμα.

 

36.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επί τη βάσει των ενώπιόν μου στοιχείων, ως προς τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών όπως υποδεικνύει ο Πρακτικός Οδηγός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, και πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, EUAA), «η προσήκουσα ταυτοποίηση των ουσιωδών ισχυρισμών είναι ουσιώδης τόσο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας όσο και για την αξιολόγηση κινδύνου». Διαχωρίζοντας κατ’ ορθό τρόπο τους ουσιώδεις ισχυρισμούς, επισημαίνω ότι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί όπως προκύπτουν από το αφήγημα της Αιτήτριας όφειλαν να σχηματισθούν ως εξής: (α) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (β) η ύπαρξη περιουσιακών διαφορών μεταξύ της Αιτήτριας και μελών της οικογένειας του αποβιώσαντος συντρόφου της, (γ) απειλές που λάμβανε από μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντος συντρόφου της εξαιτίας των περιουσιακών διαφορών, όπως επίσης το περιστατικό της απαγωγής της από τα εν λόγω πρόσωπα και σεξουαλικής κακοποίησής της από τρίτα πρόσωπα κατά τη διάρκεια της κράτησής της, και (δ) ότι η Αιτήτρια είναι φορέας του ιού HIV.

 

37.          Καταρχάς συντάσσομαι με την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του προφίλ, των προσωπικών της στοιχείων, της χώρας καταγωγής (Καμερούν), του τόπου καταγωγής και τελευταίας διαμονής της. Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι η αξιοπιστία της ως προς τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό στοιχειοθετείται, καθώς αφενός, οι συναφείς αναφορές της παρατίθενται με συνοχή και συνέπεια ενώ επιβεβαιώνονται εν μέρει και από το προσκομισθέν από αυτήν διαβατήριο (βλ. ερ. 7 του διοικητικού φακέλου – στο εξής: o δ.φ.) και αφετέρου από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες εντοπίζονται και στο δ.φ. της υπόθεσης (βλ. ερ. 72-71 του δ.φ.). Ειδικότερα, η Αιτήτρια προσκόμισε πιστοποιητικό εκπαίδευσης στα παιδαγωγικά, το οποίο, σύμφωνα με τις δηλώσεις της, έλαβε στην πόλη Mamfe, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του εν λόγω πιστοποιητικού, όπου αναγράφονται επίσης προσωπικά στοιχεία της, όπως το έτος και ο τόπος γέννησής της (βλ. ερ. 53 του δ.φ.). Περαιτέρω, προσκόμισε πιστοποιητικό γενικής εκπαίδευσης, από το οποίο επιβεβαιώνονται οι δηλώσεις της αναφορικά με την εκπαιδευτική της πορεία και την ταυτότητά της, καθώς και πιστοποιητικό γέννησης (ερ. 50 του δ.φ.), το οποίο αντιστοιχεί στα δηλωθέντα προσωπικά στοιχεία της.

 

38.          Ακολούθως, προχωρώντας στην αξιολόγηση του δεύτερου νεοσχηματισθέντα ουσιώδους ισχυρισμού, πρωτίστως, αναφορικά με την ταυτότητα του συντρόφου της Αιτήτριας και το γεγονός του θανάτου του, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια προσκόμισε πιστοποιητικό θανάτου το οποίο αναγράφει ως ημερομηνία θανάτου την 26.03.2019. Καίτοι δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί με απόλυτη βεβαιότητα ότι το αναγραφόμενο πρόσωπο υπήρξε πράγματι ο σύντροφος της Αιτήτριας, εντούτοις το όνομα του θανόντος αντιστοιχεί στο όνομα που η ίδια υπέδειξε ως το όνομα του συντρόφου της (βλ. ερ. 38 του δ.φ.), ενώ συμπίπτουν επίσης το δηλωθέν επάγγελμα (γεωργός) και ο τόπος καταγωγής του (Ashum), όπου, κατά τους ισχυρισμούς της, βρίσκεται η υπό διεκδίκηση περιουσία. Το έγγραφο, μολονότι προσκομίστηκε σε αντίγραφο, δεν φέρει εμφανή σημεία παραποίησης, και το περιεχόμενό του βρίσκεται σε συμφωνία με τις δηλώσεις της Αιτήτριας, λειτουργώντας υποστηρικτικά προς τις αναφορές της. Περαιτέρω, από τις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στις σελίδες 46–49 του διοικητικού φακέλου, στις οποίες, κατά δήλωση της Αιτήτριας, απεικονίζονται τα τρία ανήλικα τέκνα της, γεννηθέντα το 2014 (τα δίδυμα) και το 2018, προκύπτει ότι ηλικιακά τα εικονιζόμενα πρόσωπα συμπίπτουν με τα δηλωθέντα. Είναι δε χαρακτηριστική η παρουσία των διδύμων σε φωτογραφίες τόσο με την ίδια την Αιτήτρια, όσο και με τον άνδρα που φέρεται να είναι ο σύντροφός της.

 

39.          Υπό το φως των ανωτέρω εξωτερικών δεδομένων και κατ’ εφαρμογήν του ευεργετήματος της αμφιβολίας ως προς την παράμετρο αυτή του αφηγήματός της —καθότι η Αιτήτρια κρίνεται γενικώς αξιόπιστη επί του συγκεκριμένου σημείου (άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου, mutatis mutandis)—, σε συνδυασμό με τις συνεκτικές δηλώσεις της, το Δικαστήριο δέχεται ότι η Αιτήτρια είχε αποκτήσει με τον σύντροφό της τρία τέκνα και ότι ο τελευταίος απεβίωσε στις 26.3.2019.

 

40.          Σε σχέση με τη διαφιλονικούμενη περιουσία, σημειώνεται αρχικά ότι, παρά το ότι υπήρξε περιεκτική στις αναφορές της, παρόλα αυτά, η Αιτήτρια ήταν σε θέση να προσδιορίσει τη διαφιλονικούμενη περιουσία του αποβιώσαντος συντρόφου της, ήτοι της κατοικίας του και μίας μεγάλης φάρμας παραγωγής κακάο στο χωριό Ashum, όπως επίσης και να παραθέσει με αριθμητικά δεδομένα το εισόδημα που επέφερε η αξιοποίησή της. Παρά το γεγονός ότι, γίνεται δεκτό ότι υπήρξαν περιουσιακές διαφορές της Αιτήτριας με μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντος συντρόφου της, για τους λόγους που εκτενώς αναφέρονται αμέσως κατωτέρω, δεν προκύπτει αντικειμενικά ότι τα εν λόγω πρόσωπα, είχαν βλάψει την Αιτήτρια ή ότι εξακολουθούν να την απειλούν ότι θα βλάψουν αυτή και τα τέκνα της. Ο ισχυρισμός περί ύπαρξης περιουσιακών διαφορών γίνεται εν μέρει δεκτός ως προς τη διαφωνία για την ιδιοκτησία της περιουσίας του αποβιώσαντος συντρόφου της, χωρίς όμως να στοιχειοθετούνται κατά τρόπο αντικειμενικό περιστατικά που να συνιστούν βλάβη της σωματικής ακεραιότητας της Αιτήτριας ή των τέκνων της, σε σχέση με την εν λόγω διαμάχη.  

 

41.          Όσον αφορά τον τρίτο νεοσχηματισθέντα ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, καταρχάς, ως προς το περιστατικό της απαγωγής, της κράτησής της σε θαμνώδη περιοχή και της σεξουαλικής κακοποίησής της κατά τη διάρκειά της, παρατηρείται ότι οι αναφορές της ως προς το εν λόγω γεγονός στερούνταν λεπτομερειών. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει τις περιστάσεις της κράτησής της, τους λόγους για τους οποίους αφέθηκε τελικά ελεύθερη, καθώς και τις συνθήκες γύρω από την απελευθέρωσή της, παρά τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν — ακόμη και κατά της ζωής της — από τα αδέλφια του αποβιώσαντος συντρόφου της. Επιπρόσθετα, ως προς το ίδιο γεγονός, περιέπεσε σε αντιφατικές αναφορές, καθότι στη διαδικασία ευαλωτότητας ισχυρίστηκε ότι κρατήθηκε για διάστημα δύο ημερών, ενώ στη συνέντευξή της ανέφερε ότι η κράτηση διήρκησε τρεις ημέρες. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι εσφαλμένα αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ως σημείο αναξιοπιστίας το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε κατά τη διαδικασία ευαλωτότητας ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τους απαγωγείς της, καθότι, λόγω της τραυματικής φύσεως ενός τέτοιου γεγονότος, μπορεί να δικαιολογηθεί η εκ των υστέρων έγερσή του.

 

42.          Ως προς τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι λάμβανε από μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντος συντρόφου της, από τα λεγόμενά της προκύπτει ότι τα προβλήματα με τα αδέλφια του συντρόφου της φαίνεται να ξεκίνησαν περί τον Ιούνιο–Ιούλιο του 2019, όταν η Αιτήτρια επέστρεψε στο χωριό Ashum, προκειμένου να επιθεωρήσει τους εργάτες στη φάρμα. Μετέπειτα, περί τον Ιούλιο του 2019, έλαβε χώρα το περιστατικό της κατ’ ισχυρισμόν απαγωγής και σεξουαλικής κακοποίησής της. Ακολούθως, τον Σεπτέμβριο του 2019 εγκατέλειψε το χωριό Ashum, μετέβη στην πόλη Mamfe, όπου παρέμεινε κατά την περίοδο 2019–2020, και από τον Ιούλιο περίπου του 2020 έως και την αναχώρησή της από τη χώρα, τον Σεπτέμβριο του 2022, διέμενε στην πόλη Limbe. Κατά τα λεγόμενά της, περίπου έξι μήνες μετά τη μετοίκησή της στην πόλη Limbe, άρχισε να λαμβάνει τηλεφωνικές απειλές από μέλη της οικογένειας του συντρόφου της. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει γιατί οι απειλές ξεκίνησαν έξι μήνες αργότερα, περιέπεσε σε αντιφατικές αναφορές, καθώς αρχικά δήλωσε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περί τον Ιούλιο–Αύγουστο του 2020 επέστρεψε στο χωριό Ashum για να ζητήσει οικονομική βοήθεια για την εκπαίδευση των τέκνων της, ενώ αργότερα ανέφερε ότι η μετάβασή της στο χωριό έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2020.

 

43.          Επιπλέον, η επιστροφή της στο χωριό Ashum το 2020 φέρεται να προκάλεσε την επανέναρξη των απειλών εναντίον της. Ακολούθως, αφού μετέβη εκ νέου στο χωριό τον Νοέμβριο–Δεκέμβριο του 2021, προκειμένου να ζητήσει και πάλι χρήματα για τα παιδιά της, δέχθηκε εκ νέου απειλές, ενώ περί τον Μάρτιο–Μάιο του 2022 φέρεται να ήταν η τελευταία φορά που απειλήθηκε τηλεφωνικώς. Από τα λεγόμενά της προκύπτει ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, διέμενε σε διαφορετική περιοχή από εκείνη όπου βρισκόταν η διαφιλονικούμενη περιουσία, και ότι οι επισκέψεις της στο χωριό, προκειμένου να ζητήσει χρηματική βοήθεια, συνέπιπταν χρονικά με τις νέες απειλές που δεχόταν. Παρά τις απειλές που ισχυρίζεται ότι λάμβανε, η Αιτήτρια αποτάθηκε στα ίδια πρόσωπα πέραν της μίας φοράς για να ζητήσει οικονομική βοήθεια. Μάλιστα, ενώ ισχυρίζεται ότι η ζωή της θα τεθεί εκ νέου σε κίνδυνο εάν επιστρέψει στη χώρα της, δήλωσε ότι σκοπεύει να μεταβεί ξανά στο χωριό για να ζητήσει χρήματα για τα τέκνα της. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι, ενόσω διέμενε στην πόλη Limbe, οι οχλήσεις που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν περιορίζονταν σε τηλεφωνικές απειλές, χωρίς να έχει αποδειχθεί οποιοδήποτε άλλο περιστατικό ή επιβλαβής ενέργεια εναντίον της. Περαιτέρω, οι αναφορές της ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω απειλών παραμένουν γενικές, χωρίς την ευλόγως αναμενόμενη βιωματική λεπτομέρεια. Καταληκτικά, μολονότι ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει απειλές και κατά της ζωής των τέκνων της, αυτά εξακολουθούν να διαβιούν στη χώρα καταγωγής της, χωρίς να προκύπτει ότι έχουν κινδυνεύσει ή υποστεί οποιαδήποτε βλάβη μέχρι σήμερα. Το στοιχείο αυτό, μολονότι συναρτάται και με την αξιολόγηση κινδύνου, συνιστά ταυτόχρονα και ένδειξη αναξιοπιστίας των δηλώσεών της περί σοβαρών απειλών εναντίον της.

 

44.          Ως επιπλέον στοιχείο που θίγει την αξιοπιστία της, σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία περιέπεσε σε αντιφατικές αναφορές ως προς το πού είχε μεταφέρει τα παιδιά της, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, καθώς και με ποιο πρόσωπο διαβιούν σήμερα. Ειδικότερα, ενώ κατά τη διοικητική διαδικασία ανέφερε ότι εμπιστεύτηκε τα τέκνα της σε μία συνάδελφό της στη Limbe (βλ. ερ. 41 του δ.φ.), κατά την ακροαματική διαδικασία της 18.2.2020 δήλωσε ότι τα τέκνα της φυλάσσονται από μακρινό συγγενή της στο Mamfe. Τέλος, σε σχέση με τις ενέργειες που έλαβε για την προστασία της μετά το περιστατικό της απαγωγής, κατά την ελεύθερη αφήγησή της ισχυρίστηκε ότι αποτάθηκε σε δικηγόρο στην Buea προκειμένου να υποβάλει καταγγελία, πλην όμως, σε μεταγενέστερο στάδιο, ανέφερε ότι κατέθεσε υπόθεση σε δικαστήριο στην ίδια πόλη.

 

45.          Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω, κρίνεται ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν διακρίνονται από τη συνεκτικότητα και την εσωτερική συνοχή που θα ανέμενε κανείς από ένα άτομο το οποίο έχει βιώσει προσωπικά τα γεγονότα που επικαλείται. Οι επανειλημμένες αντιφάσεις στις δηλώσεις της, οι ασάφειες ως προς κρίσιμες περιστάσεις, η απουσία συγκεκριμένων και βιωματικών λεπτομερειών, καθώς και η ελλιπής λογική ακολουθία των γεγονότων, υπονομεύουν την αξιοπιστία της αφήγησής της. Περαιτέρω, η συμπεριφορά της μετά τα φερόμενα περιστατικά, ιδίως η επανειλημμένη επιστροφή της στο χωριό και η επικοινωνία της με τα ίδια πρόσωπα που ισχυρίζεται ότι την απειλούσαν, δεν συνάδει με την εικόνα ενός προσώπου που βιώνει σοβαρή και διαρκή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω αντιφάσεων, παραλείψεων και ανακολουθιών, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η Αιτήτρια δεν καθίσταται αξιόπιστη ως προς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της αναφορικά με την απαγωγή, την κακοποίησή της και τις επακολουθήσασες απειλές που φέρεται να έχει δεχθεί από τα μέλη της οικογένειας του αποβιώσαντος συντρόφου της.

 

46.          Δεδομένου ότι ο υπό εξέταση ισχυρισμός της Αιτήτριας αφορούν σε περιστάσεις απολύτως προσωπικής φύσεως, οι οποίες δεν δύνανται να επιβεβαιωθούν μέσω αντικειμενικών ή ανεξάρτητων εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, δεν κρίνεται εύλογη η περαιτέρω αναζήτηση τέτοιων πηγών προς ενίσχυση ή επαλήθευση της αξιοπιστίας της. Επιπλέον, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο προς θεμελίωση του υπό εξέταση ισχυρισμού. Η αξιολόγηση των δηλώσεών της ερείδεται, ως εκ τούτου, αποκλειστικά στην εσωτερική συνοχή, τη λογική ακολουθία και την ευλογοφάνεια της αφήγησής της — στοιχεία τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση.

 

47.          Επιπροσθέτως, κρίνεται ότι ορθώς έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με το ότι είναι φορέας του ιού HIV, που συνιστά τον τέταρτο νεοσχηματισθέντα ουσιώδη ισχυρισμό της. Η αποδοχή του εν λόγω ισχυρισμού ερείδεται τόσο στις συνεκτικές και επαναλαμβανόμενες δηλώσεις της Αιτήτριας, όσο και στα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεών της (βλ. ερ. 26 του δ.φ.) και από τα φάρμακα που υπέδειξε ότι λαμβάνει (βλ. ερ. 56 έως 54 του δ.φ.), από τα οποία προκύπτει ότι η Αιτήτρια είναι οροθετική.

 

48.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που ενδέχεται να διατρέχει η Αιτήτρια στην βάση των αξιόπιστων ισχυρισμών της, έχοντας ενώπιον μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, την ίδια την επίδικη απόφαση, αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν σφαιρικά τόσο τα όσα ανέφερε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας όσο και τα όσα επικαλέστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα αναφορικά: με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ατόμων με HIV στο Καμερούν, την ιδιότητα της Αιτήτριας ως μονογονέας, καθώς και την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest region), περιοχή η οποία προσδιορίζεται ως συνήθης τόπος διαμονής της και περιοχή στην οποία διαμένουν τα ανήλικα τέκνα της. 

 

49.          Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, το HIV/AIDS θεωρείται ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα υγείας στο Καμερούν, με τις νεαρές γυναίκες να επηρεάζονται ιδιαίτερα από τη νόσο σε σχέση με τον αντρικό πληθυσμό.[1] Σύμφωνα με το UNAIDS, περίπου 500.000 ενήλικες και παιδιά στο Καμερούν ζούσαν με HIV κατά το 2021, ενώ οι 390.000 από αυτούς λάμβαναν αντιρετροϊκή θεραπεία.[2] Περαιτέρω, οι οροθετικοί στο Καμερούν, όπως και σε άλλες αφρικανικές χώρες, αντιμετωπίζουν σημαντικό κοινωνικό στίγμα.[3] Οι νοσούντες με HIV συχνά αντιμετωπίζουν κοινωνικές διακρίσεις και απομονώνονται από τις οικογένειές τους και την κοινωνία, εν μέρει λόγω έλλειψης γνώσης σχετικά με τη νόσο.

 

50.          Η απάντηση που ετοίμασε η EUAA σε σχετικό ερώτημα για την αντιμετώπιση των οροθετικών στο Καμερούν για το διάστημα Ιανουαρίου 2022 -  Μαΐου 2024 αναφέρει τα εξής: «Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2023 διαπίστωσε ότι «οι κοινωνικές ανησυχίες που σχετίζονται με κουτσομπολιά ή απώλεια φίλων ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία μεταξύ των ατόμων που ζουν με HIV.[4] Τα άτομα με HIV φέρεται να αντιμετώπισαν διακρίσεις,[5] απομόνωση,[6] απόρριψη από μέλη της οικογένειας,[7] και δεν είχαν πόρους για να αναζητήσουν νομική βοήθεια.[8] Το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) σε έκθεση του 2023 κάνει αναφορά σε ανεπίσημες πληροφορίες (anecdotal reports) για διακρίσεις στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα».[9] Σημειώνεται ότι στην ως άνω απάντηση σε ερώτημα της EUAA αναφέρεται ότι δεν βρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με διαφορές στη μεταχείριση μεταξύ των αγγλόφωνων και γαλλόφωνων περιοχών προς τα άτομα με HIV/AIDS μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε η EUAA.[10]

 

51.          Αναφορικά με το επίπεδο, διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα στη θεραπευτική αγωγή για τον ιό HIV/AIDS στο Καμερούν, σε έγγραφο όπου  παρατίθενται σχετικές πληροφορίες από διάφορες πηγές, καταγράφονται συγκεκριμένες προσπάθειες, ενέργειες και δράσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την πρόσβαση περισσότερων ατόμων σε θεραπευτική αγωγή, ενώ στο εθνικό στρατηγικό πλάνο του Καμερούν, είχε ενσωματωθεί η γεωγραφική ανισότητα στην επιδημία του HIV ώστε να προσαρμοστούν κατάλληλα οι σχετικές υπηρεσίες και πόροι. Ειδικότερα, από το 2007, η σχετική θεραπεία για τον ιό HIV στο Καμερούν προσφέρεται δωρεάν, κάτι που έγινε εν μέρει για να καταπολεμηθεί η κοινή πεποίθηση ότι τα άτομα με HIV είναι 'καταδικασμένα σε θάνατο' (αν και παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να καταστήσει δωρεάν τη σχετική θεραπεία, να αποκεντρώσει τα κέντρα θεραπείας και να δημιουργήσει προγράμματα στήριξης για το HIV/AIDS για ασθενείς, εξακολούθησαν να υπάρχουν ευρέως διαδεδομένοι μύθοι και διακρίσεις που σχετίζονται με τη νόσο). Επίσης, στο Καμερούν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στον έλεγχο του HIV/AIDS, εφόσον η χώρα έχει δημιουργήσει ένα σύστημα για τον έλεγχο του HIV/AIDS και έχουν εκπονηθεί προγράμματα ιατρικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας που παρέχουν στους ασθενείς δωρεάν πρόσβαση στη βασική φαρμακευτική αγωγή καθώς και ορισμένα φάρμακα σε μειωμένες τιμές (αν και παρέμεναν κάποιες δυσκολίες που αφορούσαν κυρίως τη διαχείριση των αποθεμάτων φαρμάκων και σε ορισμένες περιπτώσεις την ανεπάρκεια όσον αφορά στα αποθέματα φαρμάκων, στον αριθμό των υπηρεσιών/μονάδων για τον HIV, καθώς και στους ανθρώπινους πόρους στο ιατρικό σύστημα της χώρας, γενικότερα).[11]

 

52.          Κρίσιμη, επίσης, θεωρείται η αναφορά στις σχετικές πηγές για την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για οροθετικά άτομα σε περιοχές που πλήττονται από την κρίση του αγγλόφωνου τμήματος: Σύμφωνα με τον OCHA, ως προς την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική και ψυχοκοινωνική περίθαλψη, βασικές υπηρεσίες και υποδομές έχουν πλέον καταρρεύσει στις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο. Οι επιθέσεις σε υποδομές υγείας και οι ζημιές που προκλήθηκαν οδήγησαν σε φυγή υγειονομικού προσωπικού. Ως αποτέλεσμα, η διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας μειώνεται.[12]

 

53.          Ωστόσο, σύμφωνα, με την τελευταία έκθεση για το Καμερούν του World Food Programme του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών - UNWFP, αν και το σύστημα κοινωνικής προστασίας του Καμερούν βρίσκεται σε ένα εκκολαπτόμενο στάδιο, η αυξημένη δέσμευση των αναπτυξιακών εταίρων και η χρηματοδότηση από την Παγκόσμια Τράπεζα έχουν ενισχύσει τις προσπάθειες για την επέκταση της κοινωνικής βοήθειας στους πιο ευάλωτους. Επιπλέον, το UNWFP συνέχισε να υποστηρίζει μια εθνική πολιτική κοινωνικής προστασίας για τον συντονισμό των προσπαθειών για την επέκταση του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Σε αυτά τα πλαίσια, το UNWFP ξεκίνησε την εφαρμογή του νέου Στρατηγικού Σχεδίου (2022-2026) για το Καμερούν τον Μάρτιο του 2022, στη βάση του οποίου συνέχισε να αντιμετωπίζει τις βασικές ανάγκες των ευάλωτων ατόμων σε περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις μέσω άνευ όρων επισιτιστικής βοήθειας και χρηματικής βοήθειας, ενώ παράλληλα, συνέχισε να συμβάλλει στις προσπάθειες της κυβέρνησης της χώρας να αποτρέψει τον υποσιτισμό, μεταξύ άλλων, σε άτομα που ζουν με HIV. Περαιτέρω, σε συνεργασία με το Joint United Nations Programme on HIV/AIDS (UNAIDS), κρατικούς φορείς στο Καμερούν (όπως την Εθνική Επιτροπή για την καταπολέμηση του HIV, το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας) και άλλους εταίρους, το UNWFP συνέχισε τον σχετικό προγραμματισμό και την υποστήριξη της διαβίωσης σε ευάλωτα άτομα που ζουν με τον ιό HIV, μεταξύ άλλων, και στις νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν.[13]

 

54.          Ειδικότερα δε, σε πρόσφατη εθνική αναφορά του Καμερούν στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, καταγράφονται συγκεκριμένες ενέργειες προς την προαγωγή του τομέα της υγείας στην χώρα, ενώ γίνεται και ειδική αναφορά στην ίση πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και καταπολέμηση των διακρίσεων σε βάρος των ατόμων που ζουν με HIV-AIDS στη χώρα.[14] Ως προς το τελευταίο, καταγράφεται  (μεταξύ άλλων) συγκριμένα ότι «η ίση πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι εγγυημένη. Ο Ποινικός Κώδικας τιμωρεί τις διακρίσεις λόγω κατάστασης υγείας (άρθρο 242). Η καταπολέμηση των διακρίσεων περιλαμβάνεται στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Ελέγχου του HIV-AIDS και των ΣΜΝ (Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων) (2021-2023). Οι προκλήσεις που σχετίζονται με τον στιγματισμό και τις διακρίσεις βασικών πληθυσμών στις δομές υγείας οδήγησαν στο άνοιγμα κέντρων 'Drop-in', τα οποία προσφέρουν μια σειρά από υπηρεσίες πρόληψης και προσυμπτωματικού ελέγχου. Προκειμένου να προωθηθούν οι βέλτιστες πρακτικές με έμφαση στην καταπολέμηση του στιγματισμού και των διακρίσεων, το υγειονομικό προσωπικό και οι επιθεωρητές εργασίας ευαισθητοποιούνται και εκπαιδεύονται στις ηθικές και νομικές προκλήσεις που σχετίζονται με το HIV/AIDS.». [15]

 

55.          Όπως καταγράφεται στο Επιχειρησιακό Σχέδιο της Χώρας για το 2021, οι προοπτικές της εφοδιαστικής ιατροφαρμακευτικής θεραπείας είναι πιο ελπιδοφόρες.[16] Σε επίπεδο κεντρικού, περιφερειακού, επαρχιακού και υγειονομικού επιπέδου εγκατάστασης, η αντιρετροϊκή θεραπεία, ο έλεγχος (και συγκεκριμένα η διαδικασία «rapid test kit»), τα επίπεδα αντιδραστηρίου ιικού φορτίου και αναλώσιμων αποθεμάτων σταθεροποιούνται και τα ποσοστά εμφάνισης εξαντλήσεων αποθεμάτων μειώνονται. Για τη διατήρηση δε αυτής της θετικής εξέλιξης στο πεδίο πρόληψης και θεραπείας, με βάση το Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών για την ανακούφιση από το AIDS (PEPFAR) θα συνεχιστεί η επένδυση σε καινοτόμες στρατηγικές εφοδιαστικής αλυσίδας που συμβάλλουν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στη διασφάλιση της δημιουργίας ενός ανθεκτικού εφοδιασμού για προϊόντα υγείας.

 

56.          Συνεπώς, υπό το φως των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι, παρά τις ελλείψεις στο σύστημα υγείας του Καμερούν, τα τελευταία χρόνια έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση της παροχής υπηρεσιών προς τους ασθενείς που πάσχουν από HIV/AIDS. Οι πληροφορίες δείχνουν ότι η πρόσβαση στα απαραίτητα φάρμακα για τη νόσο αυτή είναι δωρεάν, γεγονός που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την υποστήριξη της υγείας των προσβληθέντων ατόμων.

 

57.          Oι δε διακρίσεις που υφίστανται οι φορείς ΗΙV όπως προκύπτουν από τις ανωτέρω πηγές δεν φθάνουν στο επίπεδο της δίωξης με την έννοια του άρθρου 3.[17] Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια λάμβανε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα της, και παρά τα αισθήματα ντροπής που ως πρόβαλε η ίδια ένιωθε, μέσα από το αφήγημα της δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενέργειες και γεγονότα στιγματισμού, περιθωριοποίησης ή διακριτικής μεταχείρισης ως οροθετική.

 

58.          Ως προς προφίλ της ως νέα μητέρα μόνη σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, οι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι απρόθυμοι να νοικιάσουν σπίτια σε ανύπαντρες γυναίκες επειδή αμφιβάλλουν για την οικονομική τους σταθερότητα. Η κυβέρνηση του Καμερούν δεν παρέχει καμία στήριξη για μετεγκατάσταση, και οι γυναίκες βασίζονται σε οικογένειες, γνωστούς ή ΜΚΟ (Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την International Crisis Group «οι ανύπαντρες, διαζευγμένες ή χήρες γυναίκες έχουν χαμηλό κοινωνικό status» και αντιμετωπίζουν «σημαντικά παραδοσιακά και διοικητικά εμπόδια για την οικονομική ανεξαρτησία», με περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία γης και στο κεφάλαιο.[18] Η ΜΚΟ Fair Planet, που ερευνά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη για το περιβάλλον, ανέφερε ότι στο Καμερούν - συμπεριλαμβανομένης της Βορειοδυτικής Περιφέρειας - η ιδιοκτησία γης από γυναίκες «παραμένει ταμπού», καθώς οι εθιμικοί νόμοι «περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό» το δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία περιουσίας.[19]

 

59.          Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψιν τις ανωτέρω πληροφορίες, καθώς και τα όσα προκύπτουν από τα προσωπικά της στοιχεία, επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια ήταν ένα άτομο ανεξάρτητο, το οποίο διέμενε και εργαζόταν στην πόλη Limbe. Επιπρόσθετα, διαθέτει κοινωνικό υποστηρικτικό πλαίσιο, υπενθυμίζεται ότι τα παιδιά της εξακολουθούν να διαμένουν στην χώρα καταγωγής της με στενό φιλικό της πρόσωπο, και έχει συχνή επικοινωνία μαζί τους. Εν κατακλείδι, σημειώνεται ότι διαθέτει και οικογενειακό πλαίσιο καθότι η μητέρα της εξακολουθεί να διαμένει στην Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest region) του Καμερούν, περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και τόπος διαμονής των ανήλικων τέκνων της.

 

60.          Με βάση τα παραπάνω, κρίνεται ότι η Αιτήτρια, λαμβάνοντας υπόψη τα ατομικά της χαρακτηριστικά και την προσωπική της κατάσταση, έχει τις δυνατότητες να ανταποκριθεί στις συνθήκες διαβίωσης στο Καμερούν. Επιπλέον, η στήριξη από το κοινωνικό και οικογενειακό της περιβάλλον θα ενισχύσει την προσαρμογή και την ευημερία της κατά την επιστροφή της.

 

61.          Τούτων λεχθέντων, επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε να αξιοποιήσει την υποστήριξη που παρέχεται μέσω του προγράμματος ΔΟΜ-ΕΕ[20] για τον εθελούσιο επαναπατρισμό μεταναστών με στόχο την ομαλή επανένταξη τους στη χώρα καταγωγής τους. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση (23/01/2025) στην ιστοσελίδα InfoMigrants το Καμερούν εγκαινίασε νέα συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ) για την καλύτερη υποστήριξη των μεταναστών που επιστρέφουν. Σύμφωνα με την εν λόγω δημοσίευση «η κυβέρνηση του Καμερούν υπέγραψε νέα συνεργασία με τον ΔΟΜ στις 6 Ιανουαρίου. Το μνημόνιο συνεργασίας που συμφωνήθηκε στην πόλη Yaoundé παρουσία του Υπουργού Νεολαίας και Πολιτικής Αγωγής Mounouna Foutsou, θεσπίζει ‘μηχανισμούς για τη διευκόλυνση της εθελοντικής επιστροφής και επανένταξης’ των μεταναστών, ιδίως μέσω προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης».[21] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ίδια δημοσίευση, η νέα συνεργασία σκοπεύει να επικεντρωθεί στην τοπική επιχειρηματικότητα, η οποία συχνά αποτελεί τη μόνη και μοναδική ευκαιρία που προσφέρεται στους επαναπατρισθέντες μετανάστες. Ως εκ τούτου, δεκαπέντε σύμβουλοι ένταξης από το Υπουργείο Νεολαίας, με εξειδίκευση στην επιχειρηματικότητα, θα τεθούν στη διάθεση του ΔΟΜ[22]. Τέλος, σύμφωνα με την ίδια πηγή, η νέα συνεργασία που υπογράφηκε στην Yaoundé προσφέρει στους μετανάστες ‘ψυχοκοινωνική υποστήριξη’.[23]

 

62.          Ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και στον τόπο τελευταίς συνήθους διαμονής της, επισημαίνεται ότι βάσει πληροφοριών από τον ανεξάρτητο οργανισμό ACAPS, η κρίση που ξέσπασε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (ήτοι στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιφέρειες) περί τα τέλη του 2016 οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων αποσχιστικών ομάδων και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του κρατικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των αυτονομιστών, που έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις αγγλόφωνες περιοχές, «αφήνοντας πάνω από 334.000 άτομα εσωτερικά εκτοπισμένα και περισσότεροι από 76.000 να αναζητούν καταφύγιο στη γειτονική Νιγηρία, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025.».[24] Εκ των όσων επίσης αναφέρονται στην ίδια πηγή, οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται στα μακροχρόνια προβλήματα στην αγγλόφωνη κοινότητα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, λόγω της περιθωριοποίησης τους από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση, «που κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες περί τα τέλη του 2016».[25]

 

63.          Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα»).[26]

 

64.          Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας που καταγράφηκαν γενικότερα στην Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest region) του Καμερούν, στην οποία βρίσκεται ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, και εξακολουθούν να διαμένουν τα τρία ανήλικα τέκνα της, βάσει στοιχείων από το ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 24.10.2025), καταγράφηκαν 438 περιστατικά πολιτικής βίας,[27] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 370 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[28] Σύμφωνα με την ανωτέρω βάση δεδομένων, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στην πόλη Mamfe, όπου εξακολουθούν να διαμένουν τα ανήλικα τέκνα της Αιτήτριας δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα οποιαδήποτε περιστατικά πολιτικής βίας.[29] Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2025, ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής  περιφέρειας του Καμερούν, ανέρχεται στους 2,098,500 κατοίκους.[30]

 

65.          Ως προς τις αποδεκτές προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ της, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτή διατρέχει, ούτε και καθαυτό κάποιο στοιχείο του προφίλ της δίδει βάσιμο έρεισμα για δίωξή της. Ούτε και η Αιτήτρια εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο απορρέων από το προφίλ της, πέραν των όσων εξετάστηκαν ήδη ανωτέρω.

 

66.          Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό της προφίλ ως χριστιανής δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος. Πηγές αναφέρουν πως στο Καμερούν, οι Χριστιανοί αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, με περίπου 70% να ανήκουν σε διάφορα χριστιανικά δόγματα. Ωστόσο, υπάρχουν περιοχές όπου οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Στις βόρειες περιοχές, όπου κυριαρχεί το Ισλάμ, έχουν αναφερθεί περιστατικά  κοινωνικών εντάσεων μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, η παρουσία εξτρεμιστικών ομάδων, όπως η Boko Haram, έχει οδηγήσει σε επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων στα βόρεια σύνορα με τη Νιγηρία, όχι ωστόσο, στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι Χριστιανοί στο Καμερούν γενικά ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα.[31]

 

 

67.          Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ως αυτό έγινε αποδεκτό, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της, και περιοχής όπου εξακολουθούν να διαμένουν τα τέκνα της, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, θα εκτεθεί  ευλόγως σε σοβαρό κίνδυνο.

 

68.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προκύπτουν  οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας  στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξής τους για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέτοιος φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός ούτε από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά.

 

69.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας  κατά τα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν ανακύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο τελευταίς διαμονής της ότι θα εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32] λόγω επαπειλούμενης θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους.

 

70.          Ως προς την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας ένεκα του ιατρικού προβλήματος που αυτή αντιμετωπίζει δηλαδή ότι είναι φορέας του HIV/AIDS επισημαίνονται τα εξής..

 

71.          Σύμφωνα με τον Οδηγό της EUAA για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας[32], αναφέρονται τα εξής: Μη διαθεσιμότητα κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης: Τα βασανιστήρια ή η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία πρέπει να επιβάλλονται εσκεμμένα. Επομένως, η δυνητική βλάβη την οποία μπορεί να υποστεί αιτών/αιτούσα που πάσχει από σοβαρή ασθένεια εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του/της δεν εμπίπτει στο άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΑ, παρά μόνον εάν ο αιτών / η αιτούσα υφίσταται εκ προθέσεως στέρηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης..”.

 

72.          Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι δεν προκύπτει οποιοσδήποτε φορέας δίωξης, συστατικό στοιχείο απαραίτητο για την υπαγωγή ενός αιτούντος στις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 3  ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς με βάση τις εξωτερικές πηγές αλλά και με βάση της δηλώσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπαίτια αποστέρηση πρόσβασης της Αιτήτριας σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη [Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 18ης Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση C-542/13, Mohamed MBodj κατά Βελγικού Δημοσίου, EU:C:2014:2452).

 

73.          Επικουρικώς διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω, βάσει των παρεχόμενων πληροφοριών και της αξιολόγησης της κατάστασης του συστήματος υγείας στο Καμερούν, ειδικότερα σε σχέση με την περίθαλψη ατόμων που φέρουν τον ιό HIV/AIDS, προκύπτει ότι η χώρα έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση των υγειονομικών υπηρεσιών της. Περαιτέρω, η διάθεση δωρεάν φαρμάκων στους ασθενείς αποδεικνύει τη δέσμευση του Καμερούν να υποστηρίξει αυτήν την ευάλωτη ομάδα πληθυσμού. Να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια κατά τη δήλωση της ενώπιον του Δικαστηρίου, λάμβανε κατά την παραμονή της στη χώρα της κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή προς αντιμετώπιση του προβλήματός της.

 

74.          Επιπροσθέτως, δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα και στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και στην ευρύτερη περιφέρεια που αυτός εμπίπτει, δέον να εξεταστούν τα επιμέρους συστατικά στοιχεία του άρθρου 19(2)(γ) και ειδικότερα, κατά πόσον συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψουν στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

 

75.          Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

76.          Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I 11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C 119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28).

 

77.          Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

78.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

79.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

80.          Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, στην οποία εμπίπτει η πόλη Limbe, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Από τις εν λόγω πηγές προκύπτει ότι, μολονότι στην ευρύτερη περιοχή εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και αποσχιστικών ομάδων, το επίπεδο της προερχόμενης από αυτήν αδιάκριτης βίας παραμένει τοπικά περιορισμένο και δεν εξικνείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή να αρκεί για τη στοιχειοθέτηση πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης ανεξαρτήτως των προσωπικών του περιστάσεων (βλ. ΔΕΕ, Elgafaji, σκ. 34· Diakité, απόφαση 30.1.2014, C-285/12, σκ. 30–35). Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, προκύπτει ότι πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, η οποία διέμενε στη Limbe, όπου εργαζόταν ως δασκάλα και είχε πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παρά το γεγονός ότι είναι φορέας του ιού HIV/AIDS. Δεν προκύπτει ότι στο παρελθόν αντιμετώπισε οποιαδήποτε διάκριση, στοχοποίηση ή περιορισμό πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας ή απασχόλησης εξαιτίας της κατάστασής της. Η Αιτήτρια διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, είναι εξοικειωμένη με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον της, ικανή προς εργασία και χωρίς αποδεδειγμένα σημεία ευαλωτότητας πέραν της προαναφερθείσας ιατρικής της κατάστασης, η οποία ωστόσο τελεί υπό έλεγχο και παρακολουθείται φαρμακευτικά.

 

81.          Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένων υπόψη των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της βίας στην περιοχή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται επαρκής σύνδεση μεταξύ της προσωπικής της κατάστασης και του γενικού επιπέδου βίας στη χώρα, ώστε να δικαιολογείται η παραδοχή ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

82.          Ως προς δε την απόφαση επιστροφής της, από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δεν προκύπτει οποιοδήποτε άλλο ζήτημα συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C- 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Britannica, Cameroon – Health and welfare Cameroon - Health and welfare | Britannica [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[2] UNAIDS, THE STATE OF HIV PREVENTION IN CAMEROON, 2020, Cameroon | UNAIDS [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[3] BTI 2022, Country Report – Cameroon, p.26, BTI 2022 (bti-project.org) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[4] Parcesepe, A. M. et al., HIV-Related Stigma, Social Support, and Symptoms of Mental Health Disorders Among People with HIV Initiating HIV Care in Cameroon. AIDS Patient Care STDS, March 2023, in: National Library of Medicine, https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC10024262/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[5] Erasing 76 Crimes, Cameroon lawyers plan free legal aid for LGBTQI and HIV+ clients, 12 August 2022, https://76crimes.com/2022/08/12/cameroon-lawyers-plan-free-legal-aid-tolgbtqi-and-hiv-clients/ ; USDOS, US Department of State, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267-CAMEROON-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 49 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[6] USDOS, US Department of State, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267-CAMEROON-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 49 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[7] DW, HIV/AIDS in Cameroon: Living positively with the virus, 30 November 2022, https://www.dw.com/en/hiv-aids-in-cameroon-living-positively-with-the-virus/a-63931996 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[8] Erasing 76 Crimes, Cameroon lawyers plan free legal aid for LGBTQI and HIV+ clients, 12 August 2022, https://76crimes.com/2022/08/12/cameroon-lawyers-plan-free-legal-aid-tolgbtqi-and-hiv-clients/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[9] USDOS, US Department of State, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267-CAMEROON-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 49; EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Cameroon; Treatment by society of people with HIV/AIDS in Cameroon [Q30-2024], 22 May 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2109580/2024_05_EUAA_COI_Query_Response_Q30_Cameroon_Treatment_of_people_with_HIV_AIDS.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[10] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Cameroon; Treatment by society of people with HIV/AIDS in Cameroon [Q30-2024], 22 May 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2109580/2024_05_EUAA_COI_Query_Response_Q30_Cameroon_Treatment_of_people_with_HIV_AIDS.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[11] Refugee Documentation Centre of Ireland - Legal Aid Board, Whether there is adequate healthcare in Cameroon for the treatment and care of people with HIV/AIDS, 10 October 2016, https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/142647.pdf (βλαναφορές στη σελ. 2) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[12] OCHA, HUMANITARIAN NEEDS OVERVIEW CAMEROON, 11/05/2023, https://www.unocha.org/attachments/fb6e7f31-3931-463a-b9d6-5d243e9f3071/CMR_HNO_2023_v7_20230405.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[13] NWFP, Cameroon: Annual Country Report 2022 - Country Strategic Plan 2022 - 2026https://docs.wfp.org/api/documents/WFP-0000147940/download/?_ga=2.128431308.119228642.1700047888-1517782090.1700047888 (βλενότητα 'Context and operations' - σελ. 8, και ενότητα 'Programme performance - Strategic outcome 01' - σελ. 16) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[14] United Nations General Assembly - Human Rights Council: Working Group on the Universal Periodic Review, Forty-fourth session (6-17 November 2023), National report submitted pursuant to Human Rights Council resolutions 5/1 and 16/21 - Cameroon, 4 September 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2099180/G2318007.pdf (βλενότητες 'IV. Promotion and protection of human rights - B. Economic, social and cultural rights - 2. Right to health - (a) Promotion of the Health Sector / (b) Equal access to healthcare and combating discrimination against persons living with HIV-AIDS' - σελ. 8-9) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[15] Ibid. (βλενότητα 'IV. Promotion and protection of human rights - B. Economic, social and cultural rights - 2. Right to health - (b) Equal access to healthcare and combating discrimination against persons living with HIV-AIDS', παρ. 70-72 - σελ. 9) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[16] United States President's Emergency Plan for Aids Relied, 'Cameroon - Country Operational Plan (COP) 2021, Strategic Direction Summary', 10.05.2021, σελ.85, διαθέσιμο σε https://www.state.gov/wp-content/uploads/2021/09/Cameroon_SDS_Final-Public_Aug-11-2021.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[17] Ως προς το συστατικό στοιχείο της δίωξης, ο περί Προσφύγων Νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3Γ(1)(α) τις πράξεις δίωξης ως πράξεις «[.] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.», μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ].

[18]  International Crisis Group, Rebels, Victims, Peacebuilders: Women in Cameroon's Anglophone Conflict, 23.02.2022, https://icg-prod.s3.amazonaws.com/307-women-in-cameroon_0.pdf σελ. 11, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[19] Fair Planet, Cameroon: Women's Land Rights Remain in Limbo, 1.5.2023, https://www.fairplanet.org/story/cameroon-women-land-rights-ownership/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[20] Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration, IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, https://www.migrationjointinitiative.org/about-eu-iom-joint-initiative [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[21] InfoMigrants, Cameroon Launches New Partnership with the IOM to Better Support Returning Migrants, 23/01/2025, https://www.infomigrants.net/en/post/62365/cameroon-launches-new-partnership-with-the-iom-to-better-support-returning-migrants#:~:text=Every%20year%2C%20migrants%20choose%20to,partnership%20with%20the%20Cameroonian%20government, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[22] Ibid

[23] Ibid

[24] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [Ημερομηνία Πρόσβασης: 4.11.2025]

[25]  Ό.π.

[26]             Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[27]   Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests)

[28]  ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project (βλ. πλατφόρμα Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής και είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Cameroon, Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[29]    ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project (βλ. πλατφόρμα Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής και είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Cameroon, Sud-Ouest, Mamfe) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[30] City population, Cameroon, Sud-Ouest (South West) https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[31] USDOS - US Department of State: 2023 Report on International Religious Freedom: Cameroon, 26 June 2024

https://www.ecoi.net/en/document/2111838.html, USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024

https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]

[32] EASO Πρακτικός Οδηγός για την αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Practical-Guide-for-international-protection_EL.pdf σελ. 29 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 5.11.2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο