ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Νομική Αρωγή αρ.192/25
5 Νοεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)
Αίτηση από:
R. M. A. A.
Αιτητής
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κα Ε. Παραδεισιώτη, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Κος Ρ. Ευαγγέλου, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα Κα S. Dazdiy Othman Omar, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Kurmanji στα Αγγλικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.21/08/25, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, την οποία έχει ήδη καταχωρήσει, με αριθμό 2287/25.
Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από την Κουρδική Περιφέρεια του Ιράκ (στο εξής ΚΠΙ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 24/07/25 και στις 29/07/25 υπέβαλε την σχετιζόμενη με την παρούσα αίτηση διεθνούς προστασίας.
Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ), που ορίζει τα ακόλουθα:
«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -
[…]
(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή
υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και
(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»
Κατά την εξέταση αιτήσεως νομικής αρωγής το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της δεν επηρεάζει και δεν προδικάζει την έκβαση της (βλ. Durgo Man v. Δημοκρατίας, Νομ. Αρ. 278/09, ημ.15/07/09).
Στην απόφαση στην αίτηση Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου. Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.
[…]
Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης.
[…]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».
Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.
Στην αίτηση ασύλου ο αιτητής κατέγραψε ότι έφυγε από χώρα καταγωγής του εξαιτίας του πατέρα του, ο οποίος απειλήθηκε από τον διευθυντή του PDK, αφότου αρνήθηκε να δολοφονήσει τον διευθυντή του PUK, συνεπεία του οποίου «ήταν σε κίνδυνο όλη η οικογένεια» του αιτητή.
Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε για όλη του τη ζωή στην πόλη Sulaymaniyah, στο ομώνυμο κυβερνείο της ΚΠΙ, μαζί με την οικογένεια του, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια μόρφωση του και διέκοψε το Πανεπιστήμιο στο τρίτο έτος φοίτησης του γιατί «δεν [ήθελε] να [συνεχίσει]». Ο πατέρας του αιτητή εργαζόταν στο δημόσιο, στο τμήμα ελέγχου και ποιότητας του γραφείου που είναι υπεύθυνο για τις νάρκες, και δεν γνωρίζει ο ίδιος – ως ανέφερε – ποιος ήταν ο λόγος ή του ζήτημα που ανάγκασε τον πατέρα του να φύγει από τη χώρα μαζί με την οικογένεια του. Όταν ρωτήθηκε σχετικά ο αιτητής ανέφερε πως δεν γνωρίζει τον ακριβή τίτλο του πατέρα του, όμως ανέφερε ότι έκανε κάποτε γραφειακή δουλεία και ορισμένες φορές έβγαινε έξω και συνόδευε την ομάδα σε διάφορα σημεία για να γίνει αποναρκοθέτηση και είπε πως ο πατέρας του έχει τα έγγραφα για την εργασία του όμως όχι ο ίδιος. Ερωτώμενος και πάλι γιατί έφυγε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια του από τη χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι «δεν [γνωρίζει], [πιστεύει] ότι κάτι έγινε και δεν [έχει] ιδέα για το τι ακριβώς έγινε», όμως – ως ανέφερε – «[νομίζει] ότι σχετίζεται με την εργασία του» πατέρα του. Η οικογένεια του αποτελείται από τον πατέρα, την μητέρα, την αδελφή του (16 ετών) και τον αδελφό του (23 ετών), οι οποίοι βρίσκονται στη Δημοκρατία και έχει πολλούς συγγενείς στον τόπο διαμονής του, οι οποίοι είναι καλά και επικοινωνεί μαζί τους. Ο αιτητής εργαζόταν ως λογιστής σε εταιρία για δύο έτη.
Ερωτώμενος για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος και η οικογένεια του απειλήθηκε, χωρίς να γνωρίζει από ποιόν ακριβώς και είπε ότι ο πατέρας του θα εξηγήσει τα πάντα, ο οποίος τους είπε ότι πρέπει να φύγουν από τη χώρα το συντομότερο, πήγαν στο Ebril και απ’ εκεί έφυγαν αεροπορικώς από τη χώρα. Σε σειρά ερωτήσεων αναφορικά με τα ως άνω ο αιτητής κατ’ επανάληψη είχε δηλώσει άγνοια για τις περιστάσεις υπό τις οποίες – ως ισχυρίστηκε – αντιμετώπιζε κίνδυνο αυτός και η οικογένεια του, αναφέροντας ότι, μετά τη φυγή τους από τη χώρα, πλέον καταζητούνται από τις αρχές και ανέφερε πως η πρώτη και μοναδική φορά κατά την οποία ο πατέρας του δέχθηκε απειλές ήταν στις 20/07/25 και αναχώρησαν από εκεί στις 23/07/25. Ερωτώμενος αν μπορεί να επιστρέψει και να μείνει σε άλλο μέρος της χώρας ο αιτητής ανέφερε ότι «η υπηρεσία πληροφοριών είναι παντού» και ότι, μετά που έφυγαν, «άγνωστα άτομα τους αναζητούσαν». Όλα τα ως άνω – ως ανέφερε – τα πληροφορήθηκε από τον πατέρα του.
Η Υπηρεσία Ασύλου, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή, σχημάτισε τους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ισχυρισμός του αιτητή ότι ο πατέρας του δεχόταν απειλές από άγνωστα άτομα, λόγω της εργασίας του
Εκ των ως άνω έγινε αποδεκτός ο 1ος ισχυρισμός, απορρίφθηκε όμως ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός ως αναξιόπιστος.
Ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιοι απειλούν τον ίδιο και την οικογένεια του, πως σχετίζονται οι απειλές αυτές με τον πατέρα του και την εργασία του, γιατί αφορούν και τον ίδιο και δεν ήταν σε θέση να παραθέσει τελικώς την παραμικρή πληροφορία, το σύνολο δε του αφηγήματος του στερείται συνέπειας, ευλογοφάνειας και λεπτομερειών. Εντοπίστηκε περαιτέρω ότι τα όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξη περί απειλών από άγνωστα άτομα έρχονται σε αντίθεση με τα όσα κατέγραψε στην επίδικη αίτηση, όπου είχε αναφέρει ότι ο πατέρας του απειλήθηκε από τον διευθυντή του PDK, αφότου αρνήθηκε να δολοφονήσει τον διευθυντή του PUK. Στα πλαίσια αξιολόγησης εξωτερικής συνοχής των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση δεν εντόπισαν πληροφορίες αναφορικά με το τμήμα που εργαζόταν ο πατέρας του (general office of mines in Kurdistan Region) και, στη βάση της διαβρωθείσας εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Στα πλαίσια αξιολόγησης μελλοντικού κινδύνου, στη βάση των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών, κατόπιν αναζήτησης πληροφοριών (ΠΧΚ), τις οποίες παραθέτουν στην επίδικη έκθεση, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Sulaymaniyah, KRI), σε συνάρτηση και με το προφίλ του, κρίθηκε ότι δεν εντοπίζεται βάσιμος φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Γι’ αυτό η αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Στον αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του Γεν. Εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφού του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που ορίζει η οικεία νομοθεσία για την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα. Στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσης ο αιτητής ανέφερε ότι κατά τη συνέντευξη ο λειτουργός της Υπηρεσίας ήταν εκνευρισμένος μαζί του και γι’ αυτό δεν μπορούσε να απαντήσει επαρκώς, αναφέροντας ότι θέλει να προσκομίσει βίντεο, τα οποία – ως ανέφερε – δεν είναι έτοιμα ακόμα, αλλά και έγγραφα για τη δουλειά του πατέρα του, αναφέροντας περαιτέρω ότι τα άτομα που απειλούν τον πατέρα του είναι ισχυρά. Ως εξήγησε, ο αρχηγός του (τμήματος) ναρκών, ονόματι Jamal Nadr Haji Masifi, που είναι μέλος του κόμματος PDK, ζήτησε από τον πατέρα του αιτητή να σκοτώσει τον Shex Shiraz Barzani, εκ της οικογένειας του οποίου είναι ο ιδρυτής του κόμματος PUK. Ο πατέρας του αποδέχθηκε στις 19/07/25, όμως τελικά αποφάσισε να μην το κάνει και έτσι όταν επέστρεψε σπίτι τους είπε ότι έχουν 48 ώρες για να φύγουν από τη χώρα, ως έπραξαν. Σε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν σχετικά με τα ως άνω ο αιτητής ανέφερε ότι τα δύο αυτά πρόσωπα έχουν διαμάχες πολλών χρόνων, καθότι ο Jamal, με τον οποίο ο πατέρας του είναι φίλος, σκότωσε 5 άτομα από την οικογένεια του Barzani. Έχει αποδείξεις, ως ανέφερε, ότι οι διώκτες του πάνε στο πανεπιστήμιο και τον αναζητούν αλλά και μηνύματα στον τηλεφωνητή.
Ο συνήγορος για Γενικό Εισαγγελέα σημείωσε ότι στην επίδικη συνέντευξη ουδέν εκ των ανωτέρω ανέφερε ο αιτητής, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να δώσει την παραμικρή πληροφορία για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής, τα όσα δε ανέφερε στα πλαίσια της παρούσης συνιστούν καινοφανείς ισχυρισμούς, που είναι αντιφατικοί με τα όσα είχε αναφέρει προηγουμένως.
Έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του σημειώματος του Γεν. Εισαγγελέα, των συνημμένων εγγράφων, προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με όλα τα επιμέρους ευρήματα και την κατάληξη τους επί της αναξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν και αναλύουν διεξοδικώς στην επίδικη έκθεση (ερ.68-71), στερούνταν σε όλη τους την έκταση κάθε ψήγματος εύλογα αναμενόμενων πληροφοριών. Ο αιτητής, πολύ απλά, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το παραμικρό σε σχέση με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα μαζί με την οικογένεια του, πέραν του να αναφέρει ότι πιστεύει ότι σχετίζεται με τη δουλεία του πατέρα του, ο οποίος δέχθηκε απειλές από άγνωστα άτομα, που, για λόγους που πάλι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει, αφορούν τον ίδιο και την υπόλοιπη οικογένεια του.
Το ζήτημα όμως δεν σταματά εδώ, καθότι, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των ενώπιον του στοιχείων, περιλαμβανομένων και στοιχείων ή ισχυρισμών που δεν αναφέρθηκαν κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης, θα πρέπει να αξιολογηθούν τα όσα στα πλαίσια της παρούσης ανέφερε ο αιτητής, τα οποία φαίνεται να διατηρούν συνοχή, επαρκή στοιχεία και λεπτομέρειες. Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι το αφήγημα του παραμένει φτωχό και στερείται λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων, όμως, δεδομένου ότι το σύνολο των λόγων που έφυγε από τη χώρα αφορά και συνδέεται μόνο με τον πατέρα του αιτητή και τις πράξεις αυτού λίγο πριν φύγουν από τη χώρα καταγωγής, οι ελλείψεις αυτές θεωρώ ότι είναι – στα πλαίσια εκ πρώτης όψεως θεώρησης τους – δικαιολογημένες υπό τις περιστάσεις. Θα πρέπει δε εδώ να σημειωθεί ότι είναι προφανές θεωρώ ότι, δεδομένου ότι, ως και πιο πάνω αναφέρω, το σύνολο των λόγων επί των οποίων βασίζεται η επίδικη αίτηση του αιτητή βασίζεται σε περιστάσεις που αφορούν τον πατέρα του, τις οποίες και μόνο αυτός είναι – δικαιολογημένα θεωρώ – σε θέση να γνωρίζει, θα έπρεπε τούτο να είχε ληφθεί υπόψη ήδη από το στάδιο της συνέντευξης ή - κατ’ ελάχιστο - θα έπρεπε πριν οι καθ’ ων η αίτηση προβούν σε αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή, να ανατρέξουν σε όσα ανέφερε ο πατέρας του σχετικώς.
Δεν παραγνωρίζω εδώ ότι η Οδηγία 2011/95/ΕΕ και ο Περί Προσφύγων Νόμος δεν αναγνωρίζει παράγωγο καθεστώς, ήτοι την αυτόματη υπαγωγή των λοιπών μελών της οικογενείας πρόσφυγα στο σχετικό καθεστώς που έλαβε ο ίδιος, πόσο δε μάλλον εν προκειμένω, όπου ο αιτητής πρόκειται για ενήλικα, ανεξάρτητο από τον πατέρα και την λοιπή του οικογένεια, με τους οποίους όμως, τούτο θα πρέπει να αξιολογηθεί, και διέμενε στη χώρα καταγωγής. Ως αναφέρεται στο εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», στη σελ.109, «[η] ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) δεν προβλέπει αυτόματο παράγωγο καθεστώς (ίδιο με εκείνο του κύριου αιτούντος), όπως πρότεινε η Επιτροπή σε σχέση με την αρχική ΟΕΑΑ.». Σημειώνω ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη C-652/16 – Ahmedbekova, ημ.04/10/18, στη σκέψη 50, αναφέρεται ότι «η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, τέτοιες απειλές σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο, απειλή δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Συναφώς, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2011/95, τα μέλη της οικογένειας ενός απειλούμενου προσώπου κατά κανόνα κινδυνεύουν επίσης να βρεθούν σε ευάλωτη θέση.». Συνεπώς ακόμα και αν ήθελε αποδοθεί στον πατέρα ή άλλο μέλος της οικογένειας του αιτητή διεθνής προστασία, ζήτημα που δεν διευκρινίστηκε στα πλαίσια της παρούσης, αυτό δεν σημαίνει ότι – αυτομάτως – δικαιούται τέτοια προστασία και ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει ότι οι λόγοι που αφορούν τον πατέρα του αγγίζουν και τον ίδιο, όμως - σε κάθε περίπτωση – δεν μπορεί μια αίτηση ως εν προκειμένω, η οποία αντλεί τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης του αιτούντος από πράξεις που αφορούν αποκλειστικά τον πατέρα του, να εξεταστεί μεμονωμένα, χωρίς να γίνει αναδρομή στους ισχυρισμούς του ίδιου του πατέρα του αιτητή.
Θα πρέπει δε να σημειωθούν και οι εξής πληροφορίες που εντοπίστηκαν σχετικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή στα πλαίσια της παρούσης.
Η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK) είναι ένα ιρακινο-κουρδικό πολιτικό κόμμα που αποσχίστηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (KDP) στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μετά την ήττα των Peshmerga του KDP υπό την ηγεσία του Mustafa Barzani, από τον ιρακινό στρατό με επικεφαλής τον Saddam Hussein. Ιδρυτές του PUK θεωρούνται μεταξύ άλλων οι Jalal Talabani, Nawshirwan Mustafa, Ali Askari, Fuad Masum.[1]
Το KDP ιδρύθηκε το 1946 ως εθνικό κίνημα ελευθερίας, και έκτοτε αγωνίζεται για τα δικαιώματα του λαού του Κουρδιστάν. Ο Mustafa Barzani ήταν ηγέτης του κόμματος από το 1949 έως το 1979, και ήταν και παραμένει ο πατέρας του κουρδικού εθνικού κινήματος. Ο γιος του Masoud Barzani εξελέγη πρόεδρος του κινήματος το 1979 και επανεκλέγεται από τα μέλη του κόμματος σε κάθε συνέδριο.[2]
Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο στην ιστοσελίδα Middle East Monitor «οι αρχές στη Sulaymaniyah, στο βορειοανατολικό Ιράκ εργάζονται για την απομάκρυνση των ναρκών απομεινάρια του πολέμου Ιράν-Ιράκ την δεκαετία του 1980, οι οποίες αποτελούν κίνδυνο για τους κατοίκους και τους τουρίστες που ενδιαφέρονται για την ορειβασία. Ο Mohsen Sheikh Abdul Karim (Director of Mine Affairs) στην Sulaymaniyah δήλωσε στο πρακτορείο Anadolu ότι η απομάκρυνση ναρκοπεδίων βρίσκεται σε εξέλιξη στην περιοχή Mahmoud Khan Hill που βρίσκεται περίπου δέκα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, για να επιτραπεί η ασφαλής παρουσία και ενασχόληση των ορειβατών».[3]
Ο επικεφαλής του Γραφείου Συντονισμού Ναρκοπεδίων ΚΠΙ (Mine Coordination Office of the Kurdistan Regional Government) Siraj Barzani, παρουσίασε την έκταση του συνεχιζόμενου κινδύνου από τις νάρκες στο ιρακινό Κουρδιστάν και σε συνέντευξη του στο "Iraqi Kurdistan Dispatch" (διαδικτυακή υπηρεσία ειδήσεων) ανέφερε ότι περί τα 12-15 εκατομμύρια νάρκες τοποθετήθηκαν στη ΚΠΙ και υπάρχουν περίπου 3,500 γνωστά ναρκοπέδια.[4]
Δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός οιονδήποτε πληροφοριών αναφορικά με το όνομα Jamal Nadr – Naji Masifi. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι συνδυασμοί του συγκεκριμένου ονόματος χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα.
Εκ των ως άνω καθίσταται σαφές ότι τα όσα ανέφερε στα πλαίσια της παρούσης ο αιτητής συνάδουν – έστω μερικώς – με διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ).
Ενόψει των ως άνω, λαμβανομένου υπόψη και του ότι υπάρχουν ισχυρισμοί από τον αιτητή περί του ότι εμποδίστηκε να αναφέρει όσα επιθυμούσε κατά τη συνέντευξη, είναι κατάληξη μου ότι εκ των ενώπιον μου στοιχείων προκύπτουν ζητήματα εκ των οποίων τίθενται – ευλόγως - εν αμφιβόλω τα ευρήματα της Υπηρεσίας επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων και των επ’ αυτών διαπιστώσεων μου, ως καταγράφονται πιο πάνω, καταλήγω ότι έχουν τεθεί ενώπιον μου δεδομένα τα οποία – δυνητικά – θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάληξη της Υπηρεσίας, δεδομένου και του ότι – ως και ανωτέρω αναφέρω – δεν έγινε εδώ αντιπαραβολή των λεγομένων του αιτητή με τα όσα ανέφερε ο πατέρας του, λαμβανομένου υπόψη πάντοτε του ότι ο ισχυριζόμενος εκ του αιτούντος φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης εδράζεται, εκ των πραγμάτων, σε περιστάσεις που αφορούν τον πατέρα του. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι έχει εδώ καταδειχθεί – στα πλαίσια πάντοτε μιας εκ πρώτης όψεως αξιολόγησης των δεδομένων που αφορούν την παρούσα - ότι η προσφυγή που έχει καταχωρήσει ο αιτητής διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς δύναται να πιθανολογηθεί ευλόγως η έκδοση θετικής για τον αιτητή απόφασης, υπό την αίρεση της πλήρους και εξ υπαρχής αξιολόγησης των στοιχείων που θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Δεδομένης δε και της πολυπλοκότητας των επίδικων θεμάτων και νομικών πτυχών της υπόθεσης, ως ανωτέρω εξηγείται, θεωρώ ότι αντίθετη κατάληξη της παρούσας, θα εμπόδιζε τον αιτητή από του να έχει ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και θα ήταν αντίθετη με την σχετική επιφύλαξη που θέτει ο νομοθέτης στο τέλος αρ.6Β (2) και 7 (1) (β) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002.
Η αίτηση γίνεται δεκτή.
Ως εκ τούτου εντέλλεται το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο να προχωρήσει στις νενομισμένες διαδικασίες για το διορισμό δικηγόρου σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό και τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.
Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] The Kurdish Project, https://thekurdishproject.org/history-and-culture/kurdish-nationalism/puk-patriotic-union-of-kurdistan/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/10/2025]
[2] Kurdistan Democratic Party, https://www.kdp.info/p/p.aspx?p=1&l=12&s=010000&r=344 [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/10/2025]
[3] Middle East Monitor (MEMO), Iraq removes landmines from Iran war era to boost tourism, 11 February 2025, https://www.middleeastmonitor.com/20250211-iraq-removes-landmines-from-iran-war-era-to-boost-tourism/ [24/10/2025]
[4] Radio Free Europe, Iraq Report: July 26, 2002, 26 July 2002, Volume 5, Number 22, https://www.rferl.org/a/1343175.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 24/10/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο