J. O. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2068/2024, 14/11/2025
print
Τίτλος:
J. O. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2068/2024, 14/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 2068/2024

 

14 Νοεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 J. O. E.

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Ανδρέας Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κα Μέλπω Σταύρου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 09/05/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: «Λ.Δ.Κ.») και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 25/02/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 25/03/2021 παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 08/04/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for AsylumE.U.A.A.). Ο αρμόδιος λειτουργός του E.U.A.A.  ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 30/04/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στις 09/05/2024, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.  Στις 31/05/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν.  Στις 10/06/2024 ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την προαναφερόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. 

 

Ο αιτητής με το έντυπο της προσφυγής του προέβαλε ότι ενίσταται κατά της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου λόγω του ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του διότι η ζωή του κινδυνεύει. Ειδικότερα, ανέφερε ότι ο εργοδότης του τον κατηγόρησε ως υπεύθυνο της κλοπής που σημειώθηκε, ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν ο δράστης, ενώ ο ίδιος αρνείται την κατηγορία και δηλώνει την αθωότητά του.

 

Περαιτέρω, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης πρόβαλε πραγματικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι είναι ορφανός και από τους δύο του γονείς, καθώς ο πατέρας του απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2019 και η μητέρα του τον Ιούνιο του 2020. Επεσήμανε ότι στην περιοχή του, όταν αποβιώνει ο πατέρας, τα παιδιά υποχρεούνται να επισκεφθούν έναν σαμάνο, προκειμένου να κληρονομήσουν την περιουσία των γονιών τους. Μετά τον θάνατο των γονέων του, βίωσε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές.

 

Ο αιτητής ανέφερε ότι είχε βρει εργασία στη ΛΔΚ και εργαζόταν σε ένα κατάστημα κοντά στο σπίτι του, το οποίο δραστηριοποιείτο στην πώληση τηλεφωνικών καρτών και στην ανταλλαγή συναλλάγματος. Ένα βράδυ, ενώ είχε ήδη επιστρέψει στην οικία του, έλαβε χώρα περιστατικό ληστείας. Το επόμενο πρωί, όταν μετέβη στην εργασία του, διαπίστωσε ότι το κατάστημα είχε αδειάσει πλήρως. Προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον εργοδότη του για να τον ενημερώσει, αλλά εκείνος δεν τον άκουσε. Ακόμη και οι γείτονες επιχείρησαν να του εξηγήσουν την κατάσταση, χωρίς αποτέλεσμα, καθώς ο εργοδότης του θεώρησε ότι ο αιτητής είχε οργανώσει τη ληστεία.

 

Ο αιτητής τόνισε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να απομακρυνθεί, καθώς ο εργοδότης τον αναζητούσε και τον απειλούσε. Ο εν λόγω άνδρας είναι ιδιαίτερα ισχυρός και γνωστός στην περιοχή, γεγονός που τον ανάγκασε να εξαφανιστεί προσωρινά. Λίγες ημέρες αργότερα, ένας φίλος τον βοήθησε να ταξιδέψει στην Κύπρο για να ζητήσει βοήθεια. Σύμφωνα με τον αιτητή, ο φίλος του, του ανέφερε πως στην Κυπριακή Δημοκρατία θα περνούσε καλά, ότι ο κόσμος είναι φιλικός και τον προέτρεψε να αιτηθεί διεθνούς προστασίας. Ο αιτητής δήλωσε πως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μετέβη στην Κυπριακή Δημοκρατία και ότι χρειάζεται πραγματικά τη βοήθεια των αρμόδιων αρχών για να παραμείνει στη χώρα, όπου αισθάνεται ασφαλής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ότι η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο. 

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής στα πλαίσια της Γραπτής του Αγόρευσης δεν προωθεί οποιοδήποτε νομικό ισχυρισμό, αλλά προέβαλε πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους παρέθεσε με λεπτομέρεια πιο πάνω.  Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Ο αιτητής στην αίτησή του κληθείς να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να ζητήσει διεθνή προστασία στην Δημοκρατία, προέβαλε ότι είναι ορφανός από πατέρα και μητέρα. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2019 και η μητέρα του τον Ιούνιο του 2020. Σύμφωνα με τη θρησκεία του, όταν πεθαίνει ο πατέρας, ο γιος είναι υποχρεωμένος να επισκεφθεί έναν «φετιχιστή» προκειμένου να κληρονομήσει όλα τα συστήματα της φυλής του. Ανέφερε ότι συνάντησε τον πάστορά του, ο οποίος τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα και να μεταβεί στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρά 1 και 11, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής επιβεβαίωσε πως έχει καταγωγή από την ΛΔΚ, προερχόμενος από την πόλη Κινσάσα, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερυθρό 37 4χ, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, δήλωσε πως είναι χριστιανός καθολικός και ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Mutetela (ερυθρό 38 1χ, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Όπως ανέφερε, οι γονείς του έχουν αποβιώσει και έχει δύο αδερφές, και έναν αδελφό, οι οποίοι διαμένουν στην Κινσάσα στην ΛΔΚ (ερυθρό 36 3χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, όσον αφορά στο εκπαιδευτικό και εργασιακό του υπόβαθρο, ανέφερε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και ότι εργάστηκε στον τομέα των κατασκευών (ερυθρό 37 1χ, 2χ, 3χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι όταν απεβίωσε η μητέρα του το 2009, ένα μέλος της οικογένειάς του τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του μέχρι να λάβει το δίπλωμά του. Αργότερα, γνώρισε ένα άτομο μεγαλύτερης ηλικίας, το οποίο του προσέφερε εργασία στην πώληση καρτών ανανέωσης χρόνου ομιλίας. Όπως ανέφερε, η εργασία αυτή εξελισσόταν ομαλά και οι απολαβές ήταν ικανοποιητικές, έως ότου μια ομάδα ληστών τους έκλεψε χρήματα. Ο εργοδότης του, θεωρώντας ότι ο αιτητής είχε ανάμιξη στο περιστατικό, στράφηκε εναντίον του και άρχισε να τον αναζητά.

 

Για το λόγο αυτό, ο αιτητής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κοινότητα Ngaliema και να μετακινηθεί στην περιοχή Matete, καθώς ο εργοδότης του, ο οποίος ήταν γνωστό και επιφανές πρόσωπο στην πόλη, εξακολουθούσε να τον αναζητά. Επειδή η κατάσταση παρέμενε επικίνδυνη, ο αιτητής επικοινώνησε με έναν πάστορα, ονόματι ‘Jacques’, στον οποίο εξήγησε όσα είχαν συμβεί. Ο πάστορας, γνωρίζοντας τη μητέρα του αιτητή πριν από τον θάνατό της, αποφάσισε να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα και με την βοήθειά του κατάφερε να ταξιδέψει και να φτάσει στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 34 1χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής δήλωσε ότι από τότε δεν έχει καμία ενημέρωση ούτε επικοινωνία με την οικογένειά του. Ανέφερε ότι τα προβλήματά του ξεκίνησαν στις αρχές του 2020, αλλά προς το τέλος του ίδιου έτους η κατάσταση κατέστη επείγουσα. Όταν ρωτήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό εάν του συνέβη κάποιο προσωπικό περιστατικό, το οποίο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την ΛΔΚ, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, δήλωσε ότι είχε λάβει την απόφαση να φύγει νωρίτερα, ωστόσο δεν διέθετε τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει και τελικά ζήτησε βοήθεια από τον πάστορα (ερυθρό 34 2χ του διοικητικού φακέλου).  Ο αιτητής ανέφερε πως σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ότι φοβάται πως ο πρώην εργοδότης του, θα τον σκοτώσει (ερυθρό 34 3χ του διοικητικού φακέλου) και επιβεβαίωσε ότι ο φόβος του αφορά αποκλειστικά τον πρώην εργοδότη του. Τέλος, ανέφερε ότι, από τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα, δεν έχει καμία πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης και δεν έχει αναζητήσει σχετικές πληροφορίες (ερυθρό 34 3χ του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Αναφορικά με το είδος της εργασίας του, ο αιτητής εξήγησε ότι επρόκειτο για έναν χώρο όπου μπορείς να πωλήσεις κάρτες ανανέωσης χρόνου ομιλίας, να ανταλλάξεις χρήματα καθώς και ότι υπάρχει μια εφαρμογή αποστολής χρημάτων που ονομάζεται «Mpesa» (ερυθρό 33 2x του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής δήλωσε επίσης ότι ένας άνδρας του προσέφερε την εργασία αυτή, μια μέρα που περιπλανιόταν στον δρόμο. Όπως ανέφερε, έκανε μια εκπαίδευση δύο ημερών και στη συνέχεια ξεκίνησε να εργάζεται (ερυθρό 33 3x του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι αυτό έλαβε χώρα το 2018 και ότι προηγουμένως εργαζόταν στον τομέα των κατασκευών.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ο αιτητής πρόσθετα δήλωσε πως το αφεντικό του ήταν γνωστός άνδρας στη ΛΔΚ, έχει χρήματα και διασυνδέσεις και είναι επιχειρηματίας (ερυθρό 33 4x του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το περιστατικό της ληστείας, δήλωσε ότι εργαζόταν από τις 7 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ και ότι μετά το κλείσιμο οι ληστές έσπασαν την πόρτα και έκλεψαν χρήματα. Περαιτέρω, πρόσθεσε ότι δεν ήταν παρών κατά το περιστατικό, ότι η ληστεία έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2020 και ότι οι γείτονες ήταν αυτοί που ενημέρωσαν τον ίδιο και το αφεντικό του για το περιστατικό (ερυθρό 32 1χ, 2χ, 3χ του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της ληστείας υπήρχαν έξι με επτά άτομα οπλισμένα, τα πρόσωπα των οποίων ήταν καλυμμένα.

 

Περαιτέρω, δήλωσε ότι ο εργοδότης του απευθύνθηκε στην αστυνομία την ίδια ημέρα και ότι κατηγόρησε και τον ίδιο (ερυθρό 32 4χ, 5χ και 27 1χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς την αντίδραση του ίδιου του αιτητή, δήλωσε ότι του εξήγησε πως εργάζεται για εκείνον για δύο έτη και πως δεν είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή οποιοδήποτε περιστατικό (ερυθρό 27 2χ του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να προσδιορίσει τις κατηγορίες του εργοδότη του, ο αιτητής απάντησε ότι ο εργοδότης πίστευε ότι ήταν ανάμεσα στους εγκληματίες, ότι τον κατηγόρησε πως ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους που έκλεψαν το κατάστημα και έλαβε τα χρήματα (ερυθρό 32 6x του διοικητικού φακέλου) και ότι για το λόγο αυτό τον καταδίωκε (ερυθρό 32 5χ του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως ισχυρίστηκε, ο εργοδότης του προσπάθησε να τον εντοπίσει παρουσιάζοντας τη φωτογραφία του στα άτομα που τον αναζητούσαν και πως ο ίδιος πληροφορήθηκε από άλλα άτομα ότι ο εργοδότης του τον έψαχνε και για το λόγο αυτό έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα (ερυθρό 31 1x του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι πληροφορήθηκε πως ο εργοδότης του πλήρωσε κάποιους για να τον αναζητήσουν και ότι τον κάλεσε αρκετές φορές, απειλώντας τον ότι θα τον εντοπίσει (ερυθρό 31 1x, 2x, 3x του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, διευκρίνισε ότι οι απειλές που δέχτηκε ήταν μόνο μέσω τηλεφώνου (ερυθρό 31 4χ του διοικητικού φακέλου). Επιπλέον, ο αιτητής δήλωσε, ότι φοβόταν να απευθυνθεί στην αστυνομία, (ερυθρό 31 6x, 30 1x του διοικητικού φακέλου) καθώς και ότι δεν είχε δεχτεί απειλές από τον εργοδότη του από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και το Δεκέμβριο του 2020, που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 30 1x του διοικητικού φακέλου).

 

Περαιτέρω, ο αιτητής δήλωσε ότι το όνομα του καταστήματος ήταν «Yannick Shop» (ερυθρό 30 2χ του διοικητικού φακέλου). Σε επαναληπτική ερώτηση ως προς τα καθήκοντά του στη θέση αυτή, πρόσθεσε ότι έπρεπε να πουλά τηλεφωνικές κάρτες, να ανταλλάσσει συνάλλαγμα και να στέλνει χρήματα μέσω της εφαρμογής «Mpesa» (ερυθρό 30 3x του διοικητικού φακέλου). Όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το αφεντικό του, πρόσθεσε ότι δεν γνωρίζει πολλά για αυτόν, ότι γνωρίζει πως είναι οικονομικά ευκατάστατος, ότι έχει σπίτι στο Bandal και στο Limete και ότι έχει παιδιά και πολλές γυναίκες (ερυθρό 29 1x, 2χ του διοικητικού φακέλου). 

 

Τέλος, ο λειτουργός επισήμανε την αναντιστοιχία των δηλώσεων του αιτητή με όσα κατέθεσε στο στάδιο υποβολής της αίτησής του (ερυθρό 27 2χ του διοικητικού φακέλου). Συγκεκριμένα, κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, είχε δηλώσει ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2019 και η μητέρα του το 2020. Ανέφερε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του ήταν υποχρεωμένος να επισκεφθεί έναν «φετιχιστή» προκειμένου να «κληρονομήσει τα συστήματα της φυλής» και ότι αυτός ήταν ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 1998 και η μητέρα του το 2009, και ότι εγκατέλειψε τη χώρα λόγω προβλημάτων στην εργασία του. Κληθείς να διευκρινίσει την εν λόγω αντίφαση, δήλωσε ότι όταν ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν φοβισμένος και ότι «η κατάσταση δεν ήταν καλή, δεν ένιωθε άνετα» και δεν είχε τον χρόνο να εξηγήσει όλα τα ζητήματα που τον αφορούσαν. Ο αιτητής εξήγησε ότι αυτό που ανέφερε κατά την προσωπική του συνέντευξη ήταν «το πραγματικό του πρόβλημα».

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή και (2) Ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής δέχτηκε απειλές από τον εργοδότη του, ο οποίος τον κατηγόρησε για ληστεία που έλαβε χώρα στο κατάστημα όπου εργαζόταν.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.   Αντιθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή, καθώς έκρινε τις δηλώσεις του ως μη συγκεκριμένες, ασυνεπείς, αντιφατικές και ανεπαρκώς λεπτομερείς. Ειδικότερα, καταγράφεται ότι κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα καθήκοντά του στην εργασία του, απάντησε με μη συγκεκριμένο και λεπτομερή τρόπο ότι «ήταν εκεί για να διαχειρίζεται τη δουλειά».

 

Σε επαναληπτική ερώτηση ως προς τα καθήκοντά του, απάντησε με αόριστο τρόπο ότι «έπρεπε να πουλά τηλεφωνικές κάρτες, να ανταλλάσσει συνάλλαγμα και να στέλνει χρήματα». Οι δηλώσεις του αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ο εργοδότη του, ήταν πράγματι επιδραστικός ή γνωστός στην κοινότητα, κρίθηκαν αόριστες. Ο λειτουργός έκρινε ότι παρόλο που ο αιτητής παρείχε κάποιες γενικές πληροφορίες για τον πρώην εργοδότη του, δεν παρείχε καμία συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με το προφίλ του και τη θέση του ως επιχειρηματία και επιδραστικού προσώπου στην κοινότητα.

 

Ομοίως, οι δηλώσεις του σχετικά με το περιστατικό της ληστείας στο κατάστημα όπου εργαζόταν, κρίθηκαν αόριστες και μη λεπτομερείς. Ο λειτουργός επισημαίνει ότι παρόλο που ο εργοδότης του, τον κατηγόρησε ότι συμμετείχε στη ληστεία, η αστυνομία δεν άσκησε καμία δίωξη εναντίον του. Σε επαναληπτική ερώτηση σχετικά με την κατηγορία του εργοδότη του, ο αιτητής απάντησε με αόριστο και μη λεπτομερή τρόπο ότι «ο εργοδότης πίστευε ότι ήταν ανάμεσα στους εγκληματίες» και ότι «γι’ αυτό τον καταδίωκε». Σύμφωνα με την κρίση του λειτουργού, ο αιτητής δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες για το πώς ακριβώς ο εργοδότης του τον κατηγορούσε για τη ληστεία, ούτε ανέφερε αν υπήρξε συγκεκριμένη συζήτηση μεταξύ τους, ενώ δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους τον θεωρούσε υπεύθυνο.

 

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει τις κατηγορίες που δέχθηκε, ούτε να εξηγήσει πώς ακριβώς ο εργοδότης του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναμεμιγμένος στη ληστεία. Ερωτηθείς να διευκρινίσει τον λόγο που θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη ληστεία, απάντησε με αόριστο τρόπο ότι «επειδή ήμουν κάθε μέρα στο κατάστημα και δεν συνέβαινε τίποτα». Σε επαναληπτική ερώτηση, απάντησε και πάλι με αόριστο τρόπο. Παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία να διευκρινίσει και να εξηγήσει τον λόγο που ο εργοδότης του τον υποπτεύθηκε και τον κατηγόρησε για τη ληστεία του καταστήματος, δεν παρείχε συγκεκριμένες ή λεπτομερείς δηλώσεις για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του.

 

Σύμφωνα με τον λειτουργό ο αιτητής, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ποιους τρόπους ο εργοδότης του προσπάθησε να τον εντοπίσει. Ο αιτητής δεν παρείχε καμία συγκεκριμένη ή λεπτομερή πληροφορία για το ποιος ακριβώς τον καταδίωκε, με ποιους τρόπους τον αναζητούσαν ή πώς ακριβώς κινδύνευε η ζωή του. Περαιτέρω, ο αιτητής δήλωσε ότι φοβόταν να αναφέρει τις απειλές στην αστυνομία, χωρίς να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο φοβόταν να κάνει την καταγγελία. Δήλωσε επίσης ότι δεν δέχθηκε καμία απειλή από τον εργοδότη του από τον Ιανουάριο του 2020 έως τον Δεκέμβριο του 2020, όταν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.  Τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν την αναντιστοιχία των δηλώσεων του αιτητή με όσα κατέθεσε στο στάδιο υποβολής της αίτησής του. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, δήλωσε ότι όταν ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν φοβισμένος και ότι «η κατάσταση δεν ήταν καλή, δεν ένιωθε άνετα» και δεν είχε τον χρόνο να εξηγήσει όλα τα ζητήματα και αρκέστηκε στο να αναφέρει πως αυτό που ανέφερε κατά την προσωπική του συνέντευξη ήταν «το πραγματικό του πρόβλημα».

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός καταγράφει ότι δεδομένου του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού του αιτητή, αυτός δεν μπορεί να επαληθευτεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο, ο λειτουργός παραθέτει πηγές πληροφόρησης από τις οποίες προκύπτει ότι η Κινσάσα παρουσιάζει συχνά, υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και ένοπλες ληστείες κοντά σε σούπερ μάρκετ και ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή δεν στοιχειοθετήθηκε, ο λειτουργός δεν αποδέχτηκε τον εν λόγω ισχυρισμό.

 

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την πόλη Kinshasha της Λ.Δ.Κ.,  ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ του αιτητή, ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.  Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasha στην Λ.Δ.Κ., ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, εφόσον στην Kinshasa δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον ίδιο τον αιτητή αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.  Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ, εφόσον ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται από τον αιτητή.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή, διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες και στερούμενες ουσιαστικών λεπτομερειών. Ο αιτητής δεν κατόρθωσε να παρέχει σαφείς και συγκεκριμένες εξηγήσεις αναφορικά με τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει.  Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά τη συνέντευξη, οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικόλογες, επαναλαμβανόμενες και χωρίς καμία ουσιαστική εξειδίκευση. Δεν κατέστη δυνατό από τα λεγόμενά του να τεκμηριώσει το φόβο του ότι θα τεθεί σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Περαιτέρω, διαπιστώνω ασυνέπεια μεταξύ των όσων υποστήριξε στην αρχική του αίτηση, στη συνέντευξη, αλλά και όσων ανέπτυξε μεταγενέστερα στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του. Στην τελευταία, ο αιτητής προέβαλε μεταξύ άλλων και επιχειρήματα διαφορετικού περιεχομένου, γεγονός που εντείνει την αμφιβολία ως προς την εσωτερική συνοχή και ειλικρίνεια της αφήγησης. Σημειώνεται πως στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά την ακρόαση της προσφυγής, δεν ανέφερε οτιδήποτε επιπρόσθετο. Ενόψει τούτων, καταλήγω ότι η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν τεκμηριώνεται.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής δεν αναφέρει οτιδήποτε συγκεκριμένο, το ζήτημα είναι προσωπικό και κατά συνέπεια δεν υπάρχει η δυνατότητα να διασταυρωθεί από πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του.  Επιπρόσθετα, δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε στοιχεία, ούτε αναφέρθηκε σε γεγονότα ή πρόσωπα που θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν από πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατή η διενέργεια περαιτέρω έρευνας ούτε η τεκμηριωμένη επαλήθευση των ισχυρισμών του αιτητή.  Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη τόσο εσωτερικής συνοχής, όσο και εξωτερικών αποδεικτικών στοιχείων, ο δεύτερος ισχυρισμός κρίνεται ανεπαρκώς θεμελιωμένος, αναξιόπιστος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. O αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να προσκομίσει με το ορθό δικονομικό διάβημα οτιδήποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο πράγμα που δεν έπραξε.  Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.  Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών). 

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000). Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Η μελέτη των στοιχείων του διοικητικού φακέλου δεν στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Υπό το φως των εν λόγω δεδομένων στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θα διεξάγω έρευνα σε πηγές πληροφόρησης, για σκοπούς πληρότητας σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας  στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, όπου αναμένεται ότι θα επιστρέψει.

 

Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων»[1]To International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια όπου αναμένεται ο αιτητής να επιστρέψει[2]. Έκθεση του Amnesty International η οποία καλύπτει το έτος 2023 επιβεβαιώνει πως δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu[3]. Στο ίδιο πλαίσιο και έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του Ιουνίου 2024 αναφέρει πως η κατάσταση ασφαλείας και η ανθρωπιστική κατάσταση στο ανατολικό Κονγκό συνέχισε να χειροτερεύει.

 

Αναφορικά με την Κινσάσα, πρόσφατη έκθεση της Cedoca εστιασμένη στην κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ, καταγράφει πως κατά το έτος  2024 αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας, όπως διαδηλώσεις, μια απόπειρα πραξικοπήματος, απόδραση από τις φυλακές Makala, καθώς και ορισμένα επεισόδια στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku, εξαιτίας της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe [.]. Από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από τις διαδηλώσεις προς τις δυτικές πρεσβείες, δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα[4]. Στις 29 Ιανουαρίου 2025, αγανακτισμένοι διαδηλωτές βανδάλισαν δυτικές πρεσβείες διαμαρτυρόμενοι για την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην διαμάχη που μαίνεται στην Goma[5].

 

Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, η οποία καλύπτει το έτος 2024, αναφέρει ότι «η ένοπλη σύγκρουση στα ανατολικά συνεχίστηκε καθώς οι πολιτικές διαδικασίες είχαν σταματήσει. Σε εθνικό επίπεδο, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις —μεταξύ άλλων και στην πρωτεύουσα Κινσάσα— σχετικά με τη σύγκρουση ανάμεσα στο Κίνημα της 23ης Μαρτίου (M23), ένοπλη οργάνωση που φέρεται να υποστηρίζεται από τη Ρουάντα και τις κυβερνητικές δυνάμεις της ΛΔΚ και τους συμμάχους τους. Οι διαδηλώσεις είχαν επίσης στόχο τη φερόμενη υποστήριξη από δυτικές χώρες, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Η διακοινοτική βία επεκτάθηκε στις επαρχίες Κασάι, Κουάνγκο, Κουίλου, Μάι-Ντόμπε και Τσόπο, προκαλώντας περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων».[6]

 

 

 

 

 

Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης 05/11/2025) σημειώθηκαν στην επαρχία Kinshasa συνολικά 141 περιστατικά ασφαλείας (διαδηλώσεις, πολιτική βία, ανταρσία, καταστολή) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 41 απώλειες.[7] O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[8].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, ενήλικος, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας.  Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

  

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα. 

 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία και ορθώς το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί. Οι Καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η προσφυγή του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €600 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή. 

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo,  Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord

[2] International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo

[3] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html 

[4] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Republique Democratique du Congo; Situation sécuritaire, 25 February 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122509/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_0.pdf 

[5] Aljazeera, Tyres burned, embassies attacked in DR Congo's Kinshasa protests, 29/01/2025, https://www.aljazeera.com/gallery/2025/1/29/tyres-burned-embassies-attacked-in-dr-congos-kinshasa-protests

[6] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2024, 29 April 2025 https://www.ecoi.net/en/document/2124713.html

[7] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Democratic Republic of Congo, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε: https://acleddata.com/platform/explorer


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο