A. B. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2768/2024, 21/11/2025
print
Τίτλος:
A. B. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2768/2024, 21/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 

Υπόθεση Αρ. 2768/2024

 

 

21 Νοεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

A.   B. K.

 

Αιτητή

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                       Καθ’ ων η αίτηση

 

                          ..............................................

 

Ο αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

 

Άρτεμις Πάλλη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κα Όλγα Γεωργιάδου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και  αντίστροφα.]

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

X. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14/06/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος της Σιέρρα Λεόνε και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 02/11/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 03/11/2021 παρέλαβε σχετική βεβαίωση υποβολής της αίτησής του.

 

Την 01/03/2023 η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και το κλείσιμο του φακέλου, καθώς ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε σε επιστολή για να παραστεί σε συνέντευξη, ούτε σε προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας για διεξαγωγή της συνέντευξης. Ως εκ τούτου κρίθηκε ότι υπάρχει εύλογη αιτία ο αιτητής να απέσυρε σιωπηρά την αίτησή του ή να υπαναχώρησε από αυτήν. Στις 10/03/2023 η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση της λειτουργού για διακοπή της διαδικασίας και κλείσιμο του φακέλου σύμφωνα με το Άρθρο 16Β (2) (α) και 16Β (1)(ί) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Στη συνέχεια, στις 10/03/2023  η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή, η οποία απεστάλη ταχυδρομικώς στον αιτητή στις 29/03/2023.  Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 23/01/2024 η Υπηρεσία Ασύλου παρέλαβε μεταγενέστερη αίτηση από τον αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του με βάση το άρθρο 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου και κατόπιν σχετικής εισήγησης και έγκρισης αυτής στις 03/04/2024 αποφασίστηκε όπως η αίτηση γίνει δεκτή και όπως εξεταστεί κατ’ ουσία.

 

Στις 12/06/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου αρμόδια λειτουργός, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση της λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 14/06/2024. Στις 04/07/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία επισυνάφθηκε η απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή και η οποία παραλήφθηκε αυθημερόν από τον αιτητή.  Στη συνέχεια, ο  αιτητής καταχώρισε αυτοπροσώπως την υπό εξέταση προσφυγή, με την οποία αμφισβητεί την προαναφερόμενη απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο αιτητής με τη Γραπτή του Αγόρευση στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας προώθησε πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους θα παραθέσω στη συνέχεια για σκοπούς εξέτασης του αιτήματός του. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντικρούοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και υποστήριξε πως η απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής στα πλαίσια της Γραπτής του Αγόρευσης δεν προωθεί οποιοδήποτε νομικό ισχυρισμό. Θεωρώ ως εκ τούτου χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Στην αρχική αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν μικρός και δεν είχε κάποιον για να τον στηρίξει με την εκπαίδευσή του. Η μητέρα του συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό και του αγόρασε ένα μοτοποδήλατο για να βοηθάει την οικογένεια. Ισχυρίστηκε ότι μία μέρα ενώ το οδηγούσε, κτύπησε κάποιον και επειδή δεν είχαν χρήματα για να πληρώσουν το νοσοκομείο, το άτομο αυτό απεβίωσε, με συνέπεια να απειλείται η ζωή του από την οικογένεια του εν λόγω ατόμου (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).

 

 

Στη μεταγενέστερη αίτησή του για επανάνοιγμα του φακέλου του, ο αιτητής κατέγραψε ότι επιθυμεί επανάνοιγμα του φακέλου του επειδή δεν εξετάστηκε το αίτημά του (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου).  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την πόλη Makeni της επαρχίας Bombali. Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε μουσουλμάνος και ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Limba. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι έχει μία πεντάχρονη θυγατέρα, η οποία διαμένει με την πρώην σύντροφό του στη Λιβερία.

 

Ως προς την πατρική του οικογένεια, ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών, ενώ η μητέρα του και ο αδερφός του εξακολουθούν να διαμένουν στην πόλη Makeni. Η μητέρα του εργαζόταν ως νοσοκόμα, αλλά διέκοψε την εργασία της λόγω ασθένειας και τόσο ο ίδιος, όσο και ο αδερφός του την στηρίζουν οικονομικά. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ ανέφερε πως ουδέποτε εργάστηκε, ενώ δήλωσε ότι έπαιζε ποδόσφαιρο, διευκρινίζοντας πως τον στήριζε η μητέρα του (ερυθρό 45, 43-42 του διοικητικού φακέλου).

 

 

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι ήρθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί και να σπουδάσει, καθότι ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν μικρός και η μητέρα του δεν έβγαζε αρκετά χρήματα. Ανέφερε ότι σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, αλλά λόγω οικονομικών δυσκολιών αποφάσισε να μεταβεί στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Ο αιτητής αναφέρθηκε και σε περιστατικό κατά το οποίο μία μέρα ενώ οδηγούσε το ποδήλατο/μοτοποδήλατό του κτύπησε κάποιον άνδρα και έπρεπε να πληρώσουν τα ιατρικά του έξοδα.

 

Συνεχίζοντας την αφήγησή του, δήλωσε ότι ξόδεψαν αρκετά χρήματα για το πιο πάνω περιστατικό και ως εκ τούτου έπρεπε να εξεύρει τρόπο να εργαστεί και να σπουδάσει στο εξωτερικό για να στηρίξει οικονομικά την μητέρα του, η οποία πώλησε ένα τεμάχιο γης για να έχει τη δυνατότητα ο αιτητής να έρθει στη Δημοκρατία.  Όταν ζητήθηκε από τον αιτητή να αναφέρει τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο αιτητής δήλωσε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικής φύσεως προβλήματα και ότι επιθυμεί να παραμείνει και να εργαστεί στη Δημοκρατία για το μέγιστο δυνατό χρονικό διάστημα για να στηρίξει τη μητέρα και τη θεία του (ερυθρά 43 και 41 του διοικητικού φακέλου).

 

 

Κληθείς να διευκρινίσει τα όσα κατέγραψε στην αρχική του αίτηση, ο αιτητής επιβεβαίωσε ότι κτύπησε κάποιον κατά λάθος τον Μάιο του 2021 και ότι η μητέρα του πλήρωσε τα ιατρικά έξοδα. Αναίρεσε ωστόσο τον ισχυρισμό του ότι κινδυνεύει από την οικογένεια του αποθανόντος, διευκρινίζοντας ότι ενώ αρχικά είχαν αναστατωθεί, γνώριζαν ότι πρόκειται για ατύχημα και ότι η οικογένεια του ιδίου συνέβαλε οικονομικά στην περίθαλψη του θύματος. Ο αιτητής επανέλαβε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του είναι για να σπουδάσει και να εργαστεί με σκοπό να βοηθήσει οικονομικά την μητέρα του, η οποία κατέβαλε αρκετά χρήματα μετά το περιστατικό του δυστυχήματος (ερυθρό 41/χ3 του διοικητικού φακέλου).

 

 

Στη βάση των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προσωπικό προφίλ του αιτητή και ο δεύτερος τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής αναχώρησε από τη χώρα του με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί. Η αρμόδια λειτουργός αποδέχτηκε τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού, λήφθηκε υπόψη και το διαβατήριο που προσκόμισε ο αιτητής, καθώς και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε ο αιτητής σχετικά με την περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του.

 

 

Αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ότι ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί. Η λειτουργός επεσήμανε ότι ο αιτητής αναίρεσε τον ισχυρισμό που κατέγραψε στην αρχική του αίτηση περί κινδύνου κατά της ζωής του από την οικογένεια του ατόμου που είχε κτυπήσει χωρίς τη θέλησή του, εξηγώντας ότι αναφορικά με το εν λόγω δυστύχημα, έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα του νοσοκομείου και μετά αποφάσισε να αναχωρήσει για να σπουδάσει και να εργαστεί, ώστε να στηρίξει τη μητέρα του, η οποία είχε ξοδέψει αρκετά χρήματα για την περίθαλψη του αποθανόντος. Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός επεσήμανε ότι στη μεταγενέστερη αίτησή του ο αιτητής για επανάνοιγμα του φακέλου του, δεν κατέγραψε οτιδήποτε πέραν του ότι επιθυμεί να ανοίξει ο φάκελός του.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, η αρμόδια λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς, την ταυτότητα και το προσωπικό προφίλ του αιτητή και το γεγονός ότι αναχώρησε από τη χώρα του για να εργαστεί και να σπουδάσει, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη Σιέρρα Λεόνε να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως προς το προσωπικό του προφίλ, η λειτουργός επεσήμανε ότι πρόκειται για υγιή ενήλικα, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας. Ανατρέχοντας και σε πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο όπου αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής, την πόλη Makeni στην επαρχία Bombali, η αρμόδια λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν παρατηρούνται συγκρούσεις και ως εκ τούτου κατέληξε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός, έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ότι εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Παραπέμποντας στις παραγράφους 62-64 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, κατέγραψε ότι ο αιτητής πρόκειται για οικονομικό μετανάστη. Ακολούθως, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Ο αιτητής, στο πλαίσιο της υπό εξέταση προσφυγής που καταχώρισε εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δήλωσε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του διότι κινδυνεύει η ζωή του, καθότι έλαβε απειλές από ομάδα ανθρώπων και από την κυβέρνηση. Στην Γραπτή του Αγόρευση αναφέρει πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Ισχυρίζεται ότι καθώς οδηγούσε το μοτοποδήλατο/ποδήλατό του στη χώρα του, κτύπησε κατά λάθος κάποιον ο οποίος ακολούθως απεβίωσε και συνεπεία αυτού η οικογένεια του αποθανόντος, καθώς και η κυβέρνηση τον κυνηγούν.

 

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο αιτητής επανέλαβε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με την οικογένεια του ατόμου που σκότωσε σε δυστύχημα με το μοτοποδήλατό του. Περιέγραψε ότι όταν συνέβη το δυστύχημα, μετέφερε τον τραυματία στο νοσοκομείο όπου απεβίωσε. Στη συνέχεια έλαβε απειλές κατά της ζωής του από την οικογένεια του αποβιώσαντα και επειδή ο ίδιος εκείνη τη χρονική περίοδο δεν είχε χρήματα, η οικογένειά του πώλησε ένα ακίνητο και χρησιμοποίησε τα χρήματα από την πώληση για να εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν πρόβαλε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, το μόνο που επικαλέστηκε είναι η επιθυμία του να σπουδάσει και να εργαστεί με σκοπό να στηρίξει οικονομικά τη μητέρα του, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στον αιτητή επαρκής αριθμός ερωτήσεων και του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του, να αναπτύξει και να τεκμηριώσει το αίτημά του. Τα όσα ο αιτητής ανέφερε αξιολογήθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και ορθά διαπιστώθηκε ότι δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Σημειώνεται ότι κατά τη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής στήριξε το αίτημά του σε εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους, καθότι ήρθε με φοιτητική άδεια στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας με σκοπό να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, ωστόσο λόγο οικονομικών δυσκολιών δεν κατάφερε να ξεκινήσει το πτυχίο του και αποφάσισε να μεταβεί στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Ο αιτητής δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης ή κίνδυνο για τη ζωή του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ενώ σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικής φύσεως δυσκολίες και εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στη Δημοκρατία για το μέγιστο δυνατό χρονικό διάστημα με σκοπό να στηρίξει οικονομικά τη μητέρα του.

 

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου ο αιτητής επαναλαμβάνει αόριστα τον ισχυρισμό της αρχικής του αίτησης περί κινδύνου κατά της ζωής του από την οικογένεια του θύματος στο δυστύχημα που προκάλεσε ο ίδιος κατά λάθος, χωρίς ωστόσο να δίνει οποιαδήποτε λεπτομέρεια και χωρίς να προσδιορίζει με ποιον τρόπο κινδυνεύει. Επισημαίνεται ότι ο αιτητής αναίρεσε τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όπου ενώ επιβεβαίωσε το δυστύχημα, ανέφερε ότι η οικογένειά του ανέλαβε τα έξοδα του νοσοκομείου και ότι η οικογένεια του αποθανόντος αντιλήφθηκε ότι πρόκειτο για δυστύχημα. Ο αιτητής δήλωσε με σαφήνεια ότι δεν βρίσκεται σε κίνδυνο και πως οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του είναι οικονομικοί και εκπαιδευτικοί.

 

Ο αόριστος κίνδυνος που προβάλλει ο αιτητής ενώπιον μου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.  Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως ακόμα και να θεωρούσε ότι κινδύνευε από την οικογένεια του προσώπου αυτού, θα έπρεπε να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας του για να προστατευθεί.  Όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:

 

«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ’ ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

 

Στην πιο πάνω παράγραφο το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και προσφύγων.  Κάποιες φορές ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι ασαφής όπως διαπιστώνεται στην παράγραφο 63 του ίδιου Εγχειριδίου. Η υπό εξέταση περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς την ιδιότητα του αιτητή, εφόσον όπως και ο ίδιος δήλωσε, αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί.

 

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37 και §38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

 

Ορθά επίσης κρίθηκε από το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν.6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

 

Από το ιστορικό και τους ισχυρισμούς του αιτητή, ως αυτοί προβάλλονται από τον ίδιο, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι, από τους οποίους να προκύπτει ότι θα εκτεθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, βάσει του άρθρου 19 (2) (α) του Ν.6(Ι)/2000 ή ότι θα υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία βάσει του άρθρου 19 (2) (β) του Ν.6(Ι)/2000, κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής του.

 

 

Το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Σιέρρα Λεόνε. Σύμφωνα με τον διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, στη Σιέρρα Λεόνε δε λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε διεθνής ή μη διεθνής ένοπλη σύρραξη[1].  Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε πως κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 07/11/2025) στην Βόρεια Επαρχία (Northern Region) της Σιέρρα Λεόνε, όπου εντοπίζεται η πόλη Makeni (επαρχία Bombali)[2], τόπο καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, καταγράφηκαν 4 περιστατικά πολιτικής βίας ("Political violence", που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία δεν προκλήθηκαν θάνατοι.[3] Σημειώνεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις για το έτος 2021, ο πληθυσμός της Βόρειας Επαρχίας ανέρχεται σε 1,316,831 κατοίκους.[4]

 

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

 

Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα δεν προκύπτει ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ), του Ν.6(Ι)/2000.

 

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Τα στοιχεία που έθεσε ο αιτητής μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν είναι αρκετά για να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €600 έξοδα, υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

                                                                             Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Geneva Academy, Map

 https://www.rulac.org/browse/map#  

[2] Makeni, Bombali District, Northern Province, Sierra Leone

https://www.mindat.org/loc-122956.html

[3] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Sierra Leone (Northern), Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer

[4] City population, Sierra Leone -Northern

https://www.citypopulation.de/en/sierraleone/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο