ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
20 Νοεμβρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
L.F.,
από Καμερούν
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Ο. Ηλιάδης (κος) για Ε. Μυριάνθους (κα)
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ι. Γεωργίου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09.11.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε το Σεπτέμβριο του 2019 και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, την ίδια περίοδο. Στις 12.09.2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 21.09.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του από λειτουργό της EASO (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στις 14.10.2022 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 09.11.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 28.12.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδια ημερομηνίας. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υποβληθείσας προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, η συνήγορος του Αιτητή προωθεί τους ισχυρισμούς περί έλλειψη δέουσας έρευνας, ελλιπούς και/ή εσφαλμένης αιτιολογίας, πλάνης περί τα πράγματα. Ισχυρίζεται επίσης ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του Αιτητή αφού δεν του δόθηκε η δυνατότητα να δώσει πλήρη εικόνα της κατάστασής του καθώς οι ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν καθοδηγούμενες, ενώ δεν του επεξηγήθηκαν βασικά του δικαιώματα, όπως η δυνατότητά του να έχει δικηγόρο κατά τη διοικητική εξέταση του αιτήματός του και το γεγονός ότι θα μπορούσε να προσκομίσει σχετικά έγγραφα. Προβάλει επίσης η συνήγορος του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη παράνομα και ή έχει παρθεί κατά παράβαση του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 158/1999 και της σχετικής νομοθεσίας καθώς δεν έχει γίνει η αρμόζουσα υπαγωγή των περιστατικών της υπόθεσης στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) με αποτέλεσμα η απόφαση να βασίζεται σε μια μεροληπτική και διεπόμενη από έλλειψη ενσυναίσθησης αξιολόγηση του κινδύνου που αντιμετωπίζει ο Αιτητής στη χώρα καταγωγής του.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει τόσο ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1], όσο και ο Κανονισμός 8 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών (Αρ.1) του 2015, κατά την επιταγή του οποίου η γραπτή αγόρευση οφείλει να παρουσιάζει συνοπτικά τον «σκελετό» των επιχειρημάτων (περίγραμμα επιχειρημάτων) στη βάση μόνο των νομικών σημείων που προτείνονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Πέραν της ως άνω επισήμανσης, είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη η γραπτή αγόρευση του Αιτητή, που ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η κατ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων ακυρώσεως που επιδιώκεται να προωθηθούν. Ο Αιτητής οφείλει, δια της συνηγόρου του, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως ως αυτοί προωθήθηκαν με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή πάσχουν από προφανή αοριστία και ασάφεια και είναι, ως εκ τούτου ανεπίδεκτοι δικαστικής εξέτασης. Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3].
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας και της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, αφού ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας[4].
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης αυτής, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Επί της ουσίας της προσφυγής
Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται ότι, ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή στη χώρα καταγωγής του επικρατεί πόλεμος και ο Γαλλόφωνος στρατός σκοτώνει τους Αγγλόφωνους πολίτες. Ο ίδιος ήταν μαθητής στο Καμερούν, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο. Η μητέρα του σκοτώθηκε και ο πατέρας του αποφάσισε να τον φυγαδεύσει εκτός της χώρας καταγωγής του για να τον προστατέψει(βλ. ερ. 1 του Δ.Φ.). Προσκόμισε παράλληλα αντίγραφο ταυτότητας Καμερούν, εκδοθείσα στις 02.07.2012 από τη Δημοκρατία του Καμερούν (βλ. ερ. 9 του Δ.Φ.).
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιόν του Λειτουργoύ, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος του Καμερούν και ότι γεννήθηκε στην πόλη Sagmelima. Διέμεινε εκεί για 4 χρόνια και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην πόλη Limbe όπου διέμεινε με τον πατέρα του μέχρι το 2014 και ακολούθως εγκαταστάθηκε στην πόλη Buea όπου παρέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του το 2019. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Σε σχέση με την οικογένειά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του απεβίωσε το 2015 από λόγο που ο ίδιος δε γνωρίζει, ενώ ο πατέρας του εξακολουθεί να διαμένει στην πόλη Kumba. Έχει δε, ως πρόσθεσε, πέντε (5) ετεροθαλή αδέρφια στην πόλη Limbe. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου της Buea μέχρι το 2016, χωρίς ωστόσο να αποφοιτήσει. Ζητηθείς να περιγράψει την εργασιακή του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι στη χώρα του εργάστηκε περιστασιακά σε οικοδομικές εργασίες, σε υπηρεσίες καθαριότητας και ως πωλητής τροφίμων. Δήλωσε τέλος ότι μιλά μόνο την Αγγλική γλώσσα (βλ. ερ. 40-38 του Δ.Φ.).
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή φοβάται ότι θα συλληφθεί και θα απειληθεί εξαιτίας της μητριάς του, η οποία σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν θα του κάνει κακό. Δήλωσε μάλιστα ότι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και ουδέποτε τον βοήθησε. Ερωτηθείς εάν υπάρχει κάποιος άλλο λόγος για τον οποίο εγκατάλειψε το Καμερούν, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, επιβεβαιώνοντας ότι έφυγε αποκλειστικά επειδή φοβόταν τη μητριά του (βλ. ερ. 31/1Χ Δ.Φ.).
Κληθείς, κατά το στάδιο της διερεύνησης των δηλώσεών του, να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο διέμεινε με τη μητριά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμεινε μαζί της από το 2014 μέχρι το 2016. Ως προς τους λόγους για τους οποίους σε ηλικία 4 ετών εγκαταστάθηκε στην πόλη Limbe με τον πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι στην ηλικία αυτή (το 1998) εγκαταστάθηκε στην οικία του πατέρα του, ο οποίος τότε δεν ήταν παντρεμένος με τη μητριά του Αιτητή, αφού παντρευτήκαν το 2014. Στη συνέχεια η εν λόγω γυναίκα πρόσεχε περισσότερο τα δικά της τέκνα, ενώ ως προς τη μεταχείριση που δέχτηκε από εκείνη, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον χτυπούσε και δε του έδινε φαγητό. Σε περίπτωση δε που εκείνος έτρωγε χωρίς την άδειά της, εκείνη τον χτυπούσε και πάλι. Εξήγησε μάλιστα ότι επειδή δεν ήταν δικό της παιδί, σκόπευε να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την οικία του πατέρα του. Ο δε πατέρας του γνώριζε την κατάσταση ωστόσο παρέμενε αμέτοχος (βλ. ερ. 35/1Χ του Δ.Φ.).
Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εγκατέλειψε την οικία του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2014 έφυγε από την πατρική του οικία στην πόλη Limbe, έτσι ώστε να σπουδάσει στην πόλη Buea. Επισκεπτόταν μάλιστα την πατρική του οικία μία φορά το μήνα. Το 2016 επέστρεψε μία ημέρα στην πατρική του οικία και η μητριά του του δήλωσε ότι δεν έχει θέση εκεί και αφού ακολούθησε διαπληκτισμός μαζί της, εκείνη κάλεσε τον αδερφό της, ο οποίος κατέφτασε με δύο φίλους του, αστυνομικούς, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν. Στη συνέχεια ο Αιτητής επέστρεψε στην πόλη Buea και το 2018 επισκέφτηκε εκ νέου την πατρική του οικία, όπου αφού και πάλι ξυλοκοπήθηκε, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Buea. Από τότε υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι δε θα επιστρέψει στην πόλη Buea (βλ. ερ. 35/2Χ του Δ.Φ.).
Ζητηθείς να προσδιορίσει ποιος χρηματοδοτούσε τις σπουδές του από το 2014 μέχρι το 2016, ο Αιτητής δήλωσε ότι έπραξε τούτο ο πατέρας του και ότι την εν λόγω περίοδο δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τη μητριά του. Κληθείς να εξηγήσει πότε ακριβώς έλαβε χώρα το δεύτερο περιστατικό το 2018, ο Αιτητής επικαλέστηκε αδυναμία να θυμηθεί. Ερωτηθείς εάν ενημέρωσε τις αρχές, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, καθώς δήλωσε ότι φοβόταν επειδή ο πατέρας του ήταν αξιωματικός. Στη συνέχεια δήλωσε ότι επέστρεψε στο πανεπιστήμιο στην πόλη Buea, πλην όμως ο πατέρας του σταμάτησε να χρηματοδοτεί τις σπουδές του. Ερωτηθείς εάν η μητριά του τον ενόχλησε στο διάστημα ανάμεσα στα δύο περιστατικά το 2016 και το 2018 ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Ως προς το λόγο που επέστρεψε στην πατρική του οικία του στην πόλη Limbe το 2018, ο Αιτητής επικαλέστηκε συγκρούσεις που ξέσπασαν στην πόλη Buea εκείνη την περίοδο (βλ. ερ. 34/1Χ, 2Χ του δ.φ.).
Κατά την περιγραφή του περιστατικού επίθεσης που, κατά δήλωσή του, έλαβε χώρα το 2018, ο Αιτητής ανέφερε ότι επέστρεψε στην πατρική κατοικία χωρίς προηγούμενη ενημέρωση. Εκεί βρισκόταν ο πατέρας και η μητριά του. Η μητριά του τον ρώτησε για την αιτία της επιστροφής του και στη συνέχεια επικοινώνησε με τον αδελφό της, ο οποίος προσήλθε μαζί με δύο ακόμη αστυνομικούς. Οι τρεις άνδρες φέρονται να ξυλοκόπησαν τον Αιτητή, ο οποίος ακολούθως αναχώρησε για την πόλη Buea, όπου και νοσηλεύτηκε. Σε σχέση με τον τρόπο αποχώρησής του από την πόλη Limbe, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο ετεροθαλής αδελφός του τον μετέφερε σε λεωφορείο, προκειμένου να αναχωρήσει. Την επόμενη ημέρα, αφού έφτασε στην πόλη Buea, επισκέφθηκε νοσοκομειακή μονάδα, όπου υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο και του χορηγήθηκε αναλγητική αγωγή.
Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν υπέβαλε καταγγελία για το περιστατικό, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του είναι αστυνομικός και γι’ αυτό φοβήθηκε να προβεί σε σχετική ενέργεια. Επιπλέον, επικαλέστηκε ότι ο θείος του κατέχει θέση αρχηγού της αστυνομίας στην πόλη Buea. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του για το συμβάν και ο θείος του τον ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να καταθέσει καταγγελία εις βάρος του αδελφού του, δηλαδή του πατέρα του Αιτητή (βλ. ερωτήσεις 33/1Χ, 2Χ του δ.φ.).
Ερωτηθείς πότε επέστρεψε στην πόλη Buea, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε θυμάται ακριβώς αλλά ήταν το 2018. Ζητηθείς να περιγράψει τις τότε συνθήκες, ο Αιτητής δήλωσε ότι έπρεπε να εργαστεί για να επιβιώσει. Ερωτηθείς εάν μετά το 2018 τον ενόχλησε ποτέ η μητριά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε επικοινωνία μαζί της, ωστόσο εκείνη του τηλεφώνησε τον Ιανουάριο του 2019 και τον ενημέρωσε ότι θέλει να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει το Καμερούν, ενώ εκείνος της εξήγησε ότι δε διαθέτει χρήματα. Εν τέλει η μητριά του προέβη στην έκδοση του διαβατηρίου του και πλήρωσε το ταξίδι του. Κληθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο η μητριά προέβη στις ανωτέρω πράξεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήθελε να τον αναγκάσει να φύγει από το Καμερούν (βλ. ερ. 32/1Χ, 2Χ του Δ.Φ.).
Ζητηθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο η μητριά του ήθελε να τον βοηθήσει, δεδομένης της προηγούμενης συμπεριφοράς της απέναντί του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι εκείνη δεν ήθελε να τον βοηθήσει, αλλά να τον αναγκάσει να φύγει από το Καμερούν. Ως προς τον τρόπο που εκείνη οργάνωσε το ταξίδι του, ο Αιτητής δήλωσε άγνοια, επικαλούμενος ωστόσο ότι τον έφερε σε επαφή με ένα πράκτορα στην πόλη Buea, ο οποίος διευθέτησε τα διαδικαστικά έκδοσης των απαραίτητων εγγράφων. Δήλωσε μάλιστα πως μετά το τηλεφώνημα που δέχτηκε από εκείνη το 2019, ουδέποτε επικοινώνησε εκ νέου μαζί της. Ούτε όμως τη συνάντησε από το 2018 μέχρι και τη στιγμή που εγκατέλειψε το Καμερούν. Κληθείς να αποσαφηνίσει εάν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα μετά το περιστατικό που έλαβε χώρα το 2018 στην πόλη Limbe, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (βλ. ερ. 31/1Χ του δ.φ.).
Ερωτηθείς για τον λόγο για τον οποίο φοβάται ότι η μητριά του ενδέχεται να του προκαλέσει βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η εν λόγω γυναίκα διαθέτει σημαντική οικονομική επιφάνεια και δεν επιθυμεί ο ίδιος να βρίσκεται κοντά στον πατέρα του. Σε σχετική ερώτηση ως προς το αν η βοήθεια που του παρείχε η μητριά του το 2019, προκειμένου να αναχωρήσει από το Καμερούν, αποτελούσε μέρος κάποιας συμφωνίας μεταξύ τους, ο Αιτητής δήλωσε ότι εκείνη του ανέφερε απλώς ότι επιθυμούσε να τον βοηθήσει.
Κληθείς εκ νέου να διευκρινίσει τον λόγο για τον οποίο εξακολουθεί να φοβάται ενδεχόμενη βλάβη από τη μητριά του, παρά το γεγονός ότι προηγουμένως τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, ο Αιτητής προέβαλε ότι είναι ο πρωτότοκος γιος του πατέρα του και, ως εκ τούτου, δικαιούται της κληρονομιάς του (βλ. ερ. 31/2Χ του δ.φ.).
Ερωτηθείς εάν έχει διεκδικήσει ποτέ την περιουσία του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Ως προς το εάν σκοπεύει να τη διεκδικήσει, ο Αιτητής απάντησε εκ νέου αρνητικά. Ως προς το εν προτίθεται να επιστρέψει στην οικία του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε και πάλι αρνητικά. Υπό το φως το εν λόγω απαντήσεων, ο Αιτητής ρωτήθηκε για ποιο λόγο τότε πιστεύει ότι θα του κάνει κακό η μητριά του σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν και εκείνος δήλωσε ότι απλά γνωρίζει ότι η μητριά του δεν θέλει να είναι εκείνος μέλος της οικογένειας. Ερωτηθείς εάν έχει κάτι άλλο να προσθέσει, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Ως προς το φόβο κράτησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι βασίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο πατέρας του είναι αστυνομικός και υποστηρίζει την άποψη της συζύγου του (βλ. ερ. 30/1Χ, 2Χ του δ.φ.). Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής προσκόμισε αντίγραφο της βαθμολογίας του στο Πανεπιστήμιο της Buea ημερομηνίας 24.06.2016, καθώς και αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησης του οποίου η ημερομηνία έκδοσης δεν διακρίνεται (βλ. ερ. 45, 46 του δ.φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του παρατηρώ ότι ο Λειτουργός, διέκρινε και εξέτασε συνολικά 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής κα τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός καθότι κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των αντίστοιχων δηλώσεων του Αιτητή.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι δέχτηκε κακομεταχείριση από τη μητριά του και ξυλοκοπήθηκε από τον αδερφό της και δύο αστυνομικούς το 2016, ο δε τρίτος ισχυρισμός αφορά αντίστοιχο περιστατικό του 2018. Οι εν λόγω ισχυρισμοί έγιναν ομοίως αποδεκτοί, αφού οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού-περιστατικού που αφορά την επίθεση που δέχτηκε ο Αιτητής από τον αδερφό της μητριάς του και δύο αστυνομικούς το 2016, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής περιέγραψε λεπτομερώς και ευλογοφανώς τη σχέση που διατηρούσε με τη μητριά του, αποσαφηνίζοντας τους λόγους για τους οποίους εκείνη τον αντιπαθούσε και τον κακομεταχειριζόταν. Ως προς τη φύση της διαφωνίας του με τη μητριά του, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως λεπτομερείς και συνεκτικές. Ως προς το περιστατικό του ξυλοδαρμού του το 2016, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν επίσης ως λεπτομερείς και σαφείς, ενώ επαρκείς κρίθηκαν και οι λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής υποβλήθηκε στη συγκεκριμένη μεταχείριση. Οι δε δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να καταγγείλει στην αστυνομία τον ξυλοδαρμό του το 2016 κρίθηκαν ως ικανοποιητικές και συνεκτικές. Στη βάση των ανωτέρω, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αξιόπιστος.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο Λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας εντόπισε πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται σε περιστατικά δολοφονιών με κίνητρα που συνδέονται με διαφορές κατοχής και ιδιοκτησίας γης. Ακολούθως εντοπίστηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό ανήλικων παιδιών στο Καμερούν πέφτουν θύματα παιδικής κακοποίησης. Αναφορικά με τα κληρονομικά δικαιώματα των παιδιών στο Καμερούν, οι αντληθείσες πληροφορίες επιβεβαίωσαν ότι σε περίπτωση που κάποιος γονέας αποβιώσει, η σύζυγός του δικαιούται το 25% της περιουσίας του και τα υπόλοιπα τέκνα του θα μοιραστούν ισόποσα το υπόλοιπο 75% ανάλογα με τον αριθμό τους, ασχέτως εάν αυτά προέρχονται από την ίδια μητέρα η όχι. Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, ο λειτουργός έκτρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πηγές και καταληκτικά ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος.
Ο δε τρίτος ισχυρισμός κρίθηκε, ομοίως, ως εσωτερικά αξιόπιστος, καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τον ξυλοδαρμό του (και πάλι) από τον αδερφό της μητριάς του το 2018 στην πόλη Limbe κρίθηκαν ως λεπτομερείς και σαφείς. Παράλληλα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής εξήγησε με συνοχή και τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να επιστρέψει στην πόλη Limbe το 2018 και να περιγράψει τις συνθήκες τις οποίες αφίχθηκε στην πατρική του οικία, εξηγώντας ότι δεν είχε σκοπό να φύγει από εκεί, όπως του ζήτησε η μητριά του, με αποτέλεσμα εκείνη να καλέσει τον αδερφό της και εκείνος με δύο αστυνομικούς να ξυλοκοπήσουν τον Αιτητή όπως το 2016. Ακολούθως οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με τον τρόπο που επέστρεψε στην πόλη Buea κρίθηκαν ως συνεκτικές, ενώ ικανοποιητικές κρίθηκαν και πάλι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δεν αποτάθηκε και πάλι στην αστυνομία. Στην βάση των ανωτέρω, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αξιόπιστος.
Προχωρώντας στην ανάλυση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο Λειτουργός επικαλείται τις πληροφορίες που αντλήθηκαν κατά την αξιολόγηση του προηγούμενου ισχυρισμού και καταληκτικά κάνει τον τρίτο ισχυρισμό αποδεκτό στο σύνολό του ως αξιόπιστο.
Αξιολογώντας τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Λειτουργός προέβη αρχικά σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Buea του Νοτιοδυτικού Καμερούν, εκ της οποίας εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η εν λόγω περιοχή πλήττεται από συγκρούσεις ανάμεσα στους αγγλόφωνους αυτονομιστές και τις ένοπλες δυνάμεις του κατεξοχήν γαλλόφωνου κράτους του Καμερούν με έδρα τη Younde.
Στη συνέχεια ο Λειτουργός προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι επιστραφέντες αιτητές ασύλου στο Καμερούν και εντόπισε αντιφατικές μεταξύ τους πληροφορίες. Ειδικότερα, αφενός εντόπισε ότι οι επιστραφέντες αντιμετωπίζουν φυλάκιση και ενδεχομένως αδικαιολόγητη βίας από τις αρχές, άλλες όμως πληροφορίες αναφέρουν ότι οι επιστραφέντες δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα. Αυτοί όμως που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, είναι αυτοί οι οποίοι κατηγορούνται για αποδιδόμενη σύνδεση με του αγγλόφωνους αυτονομιστές Ambazonian.
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δε διατρέχει κίνδυνο κράτησης ή κακομεταχείρισης από τις αρχές σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Αναφορικά με τον μελλοντικό κίνδυνο που ενδέχεται να συνδέεται με τους αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή υπ΄αρ, 2 και 3, ο Λειτουργός έκρινε ότι το τελευταίο περιστατικό κατά το οποίο κινδύνευσε η σωματική ακεραιότητα του Αιτητή έλαβε χώρα το 2018 στην πόλη Limbe, πλην όμως έκτοτε ουδείς τον ενόχλησε. Η μόνη όχληση που δέχτηκε μάλιστα, ήταν από την μητριά του τον Ιανουάριο του 2019, χρόνο κατά τον οποίο του τηλεφώνησε και τον ενημέρωσε ότι θα τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, όπερ και εγένετο. Από τον Ιανουάριο του 2019 μάλιστα, 8 μήνες πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ουδεμία επικοινωνία είχε με τη μητριά του, αφού μιλούσε αποκλειστικά με τον πράκτορα με τον οποίο εκείνη τον έφερε σε επαφή προκειμένου εκείνος να εκδώσει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα.
Τονίζει τέλος ο Λειτουργός, ότι όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δήλωσε ότι θα συλληφθεί εξαιτίας της μητριάς του, εκείνος επικαλέστηκε χωρίς συνοχή ότι ο πατέρας του είναι αστυνομικός και ακούει τη σύζυγό του.
Καταληκτικά, ο Λειτουργός έκρινε ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης δεν προέκυψαν εύλογοι λόγοι να πιθανολογηθεί ότι κατά την επιστροφή του στην πόλη Buea, o Αιτητής θα δεχτεί αντίστοιχη μεταχείριση από τη μητριά του, ενώ δεν εντόπισε άλλα στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή του στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο Αιτητής θα έρθει αντιμέτωπος και κίνδυνο δίωξης και/ή σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, ο φόβος του κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.
Συνεχίζοντας δε στο στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο Λειτουργός κατέληξε στο ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στο προσφυγικό καθεστώς. Ούτε όμως για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό. Ειδικότερα, παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Southwest καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως τα επίπεδα αδιάκριτης βίας στην περιοχή δεν είναι τόσο υψηλά ούτως ώστε ένας άμαχος να κινδυνεύει απλώς και μόνο λόγω της φυσικής του παρουσίας του στην περιοχή. Παράλληλα, κατά τη εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, ο λειτουργός έκρινε οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν επαρκούν ούτως ώστε να στοιχειοθετηθεί ότι θα κινδυνεύσει λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως καθώς εκείνος συνιστά νεαρό, υγιή, αρτιμελή, ικανό προς εργασία άνδρα, ο οποίος διαθέτει στοιχειώδες μορφωτικό επίπεδο και έχει κατά το παρελθόν εργαστεί ποικιλοτρόπως, χωρίς να έχει εμπλακεί σε πολιτικούς και ακτιβιστικούς κύκλους και χωρίς να παρουσιάζει κάποιο σημείο ευαλωτότητας.
Δεδομένων των ανωτέρω καθώς και της απουσίας κινδύνου του Αιτητή κατά την επιστροφή του στην πόλη Βuea να υποβληθεί σε βασανιστήρια, απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και την αρχή της μη επαναπροώθησης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην εν συνόλω απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και στο συμπέρασμα ότι η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του είναι δυνατή.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του Λειτουργού (βλ. ερυθρά 56-46 του δ.φ.), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή κρίθηκε αξιόπιστος, εύρημα για το οποίο το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.
Εξετάζοντας τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Αιτητή, ήτοι το δεύτερο και τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, φρονώ πως η αξιολόγηση του Λειτουργού ως προς την εσωτερική αξιοπιστία αυτών, παρουσιάζεται δομημένη και μεθοδική. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης, ο Αιτητής κλήθηκε να εκθέσει την οικογενειακή του κατάσταση, τις συνθήκες διαβίωσής του στην πατρική του οικία, καθώς και τα περιστατικά βίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη το 2016 και το 2018. Στο πλαίσιο αυτό, ο Λειτουργός εστίασε στην εσωτερική συνοχή των δηλώσεων, στη σαφήνεια της περιγραφής των γεγονότων και στη λογική αλληλουχία των σχετιζόμενων περιστάσεων.
Είναι και η δική μου εκτίμηση ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τη σχέση του με τη μητριά του παρουσιάζουν σταθερότητα, συγκεκριμένο πλαίσιο και συνεχή αφήγηση ως προς τη διάρκεια, τα κίνητρα και τη φύση των διαπληκτισμών. Η περιγραφή της συμπεριφοράς της μητριάς του –ήτοι η διαφοροποιημένη μεταχείριση έναντι των δικών της τέκνων, οι εντάσεις εντός της οικίας, οι δυσχέρειες στην καθημερινή συμβίωση και η πρόθεσή της να τον απομακρύνει από την οικογένεια– αποδόθηκε με τρόπο που δεν εμφάνισε ουσιώδεις αντιφάσεις. Ομοίως, η απόδοση των περιστατικών ξυλοδαρμού τόσο το 2016 όσο και το 2018 έγινε με λεπτομέρειες αναφορικά με τους χώρους, τα πρόσωπα, τη σειρά των συμβάντων και τις επακόλουθες ενέργειες του Αιτητή. Η σταθερότητα της αφήγησης σε διαδοχικές ερωτήσεις, η έλλειψη προφανών αντιφάσεων, καθώς και η αντιστοίχιση των συναισθηματικών αντιδράσεών του με το περιεχόμενο των ισχυρισμών του ενισχύουν το συμπέρασμα ότι τα γεγονότα αποδόθηκαν με τρόπο που ανταποκρίνεται στα κριτήρια της εσωτερικής αξιοπιστίας.
Περαιτέρω, ο Λειτουργός αξιολόγησε επαρκώς το ζήτημα της μη αναφοράς των περιστατικών στην αστυνομία. Ο Αιτητής εξήγησε ότι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και ότι ο αδελφός της μητριάς του επίσης είχε ισχυρή επιρροή μέσω της θέσης του, γεγονός που, κατά την αντίληψή του, καθιστούσε ανέφικτη ή επικίνδυνη την προσφυγή στη δημόσια αρχή. Η εξήγηση αυτή δόθηκε με συνέπεια και χωρίς μεταβολές, ενώ συνδέθηκε λογικά με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του Αιτητή. Κατά συνέπεια, ο Λειτουργός ορθά κατέληξε ότι η απουσία καταγγελίας δεν υπονομεύει από μόνη της την αξιοπιστία της αφήγησης.
Συνολικά, η αξιολόγηση του Λειτουργού επί της εσωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή κρίνεται ορθή και σύμφωνη με τις αρχές της εξατομικευμένης κρίσης, καθώς βασίστηκε στη συνοχή της προσωπικής αφήγησης, στη σταθερότητα των δηλώσεων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, στην απουσία ουσιωδών αντιφάσεων και στη λογική εξήγηση των αντιδράσεων και επιλογών του Αιτητή.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών αυτών, φρονώ , με παραπομπή στις πηγές που παρέπεμψε και ο Λειτουργός, ως αυτές παρατίθενται και αναλύονται στα ερ. 75-73 του δ.φ., ότι έχει και αυτή θεμελιωθεί.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι όλοι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί του Αιτητή κρίνονται αποδεκτοί ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι.
Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου:
«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».
Υπό το φως λοιπόν των προλεχθέντων και εξετάζοντας τις νομοθετημένες προϋποθέσεις, φρονώ καταρχάς ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, του άρθρου 3 (ανωτέρω) αλλά και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας διότι, με βάση τα πραγματικά γεγονότα που έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο, δεν στοιχειοθετείται καμία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις που απαιτεί η Σύμβαση της Γενεύης. Ο πυρήνας της προσφυγικής ιδιότητας είναι ότι ο φόβος δίωξης πρέπει να είναι συνδεδεμένος με έναν από τους αναγνωρισμένους λόγους δίωξης: φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, πολιτική ιδιότητα ή συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Η δίωξη πρέπει να έχει χαρακτήρα στοχευμένο και όχι τυχαίο ή ιδιωτικού χαρακτήρα, ενώ πρόσθετα θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι το κράτος καταγωγής δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να παρέχει προστασία.
Στην παρούσα περίπτωση, ο φόβος του Αιτητή βασίζεται αποκλειστικά σε οικογενειακή σύγκρουση με τη μητριά του. Τα περιστατικά κακομεταχείρισης που περιέγραψε και τα οποία έγιναν αποδεκτά ως αληθινά (το 2016 και το 2018) συνδέονται με ενδο-οικογενειακές σχέσεις, αντιπαραθέσεις και διαφωνίες για λόγους ιδιωτικού συμφέροντος, κυρίως σχετιζόμενους με τη θέση του ως πρωτότοκου γιου και τη δυνητική κληρονομική του θέση. Η αιτία της βλάβης δεν έχει καμία σχέση με πολιτικές του πεποιθήσεις, την εθνική του ταυτότητα, κάποια θρησκευτική επιλογή ή την ένταξή του σε κάποια κοινωνική ομάδα που αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερη ομάδα σύμφωνα με τη σχετική νομολογία. Οι συγκρούσεις γύρω από την κληρονομιά δεν παράγουν, από μόνες τους, μια αυτόνομη «κοινωνική ομάδα» που υφίσταται συστηματική στοχευμένη δίωξη από κρατικούς ή παρακρατικούς μηχανισμούς. Η μητριά του δεν τον κακομεταχειρίστηκε εξαιτίας κάποιας ταυτότητάς του που εμπίπτει στους λόγους της Σύμβασης, αλλά διότι δεν τον επιθυμούσε στο οικογενειακό περιβάλλον και επιδίωκε να διαφυλάξει τα συμφέροντα των δικών της παιδιών. Κατά συνέπεια, λείπει πλήρως το στοιχείο της σύνδεσης ανάμεσα στη βλάβη και έναν από τους προστατευόμενους λόγους.
Επιπλέον, δεν αποδεικνύεται ότι το κράτος καταγωγής αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να προσφέρει προστασία. Ο Αιτητής δεν προέβη ποτέ σε καταγγελία στις αρχές, επικαλούμενος φόβο λόγω της αστυνομικής ιδιότητας του πατέρα του. Ωστόσο, ο υποκειμενικός φόβος δεν είναι από μόνος του αρκετός για να στοιχειοθετήσει αντικειμενική αδυναμία προστασίας. Δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο, αλλά ούτε και εντοπίστηκε κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου, ότι εάν ο Αιτητής είχε ζητήσει προστασία από τις κρατικές αρχές, θα του την είχαν αρνηθεί ή ότι το κράτος συμπορεύεται με την επιδιωκόμενη σε βάρος του βλάβη. Αντίθετα, οι αρμόδιες αρχές δεν εμφανίζονται εμπλεκόμενες σε συστηματική δίωξη ή καταδίωξη απέναντι στον Αιτητή λόγω κάποιου αναγνωρίσιμου χαρακτηριστικού του.
Σημαντικό είναι επίσης ότι τα γεγονότα κακομεταχείρισης δεν είναι πρόσφατα. Το τελευταίο περιστατικό τοποθετείται στο 2018, ενώ από τότε μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα, τον Σεπτέμβριο του 2019, δεν υφίσταται κανένα νέο περιστατικό απειλής ή βίας. Αντιθέτως, η μητριά του ήταν εκείνη που διευκόλυνε την έκδοση των ταξιδιωτικών του εγγράφων και χρηματοδότησε την αναχώρησή του. Η στάση αυτή αποτελεί ένδειξη ότι δεν υφίσταται τρέχουσα επιδίωξη δίωξης ή πρόθεσης άσκησης περαιτέρω βίας εις βάρος του. Ο φόβος του Αιτητή για πιθανή μελλοντική βλάβη στηρίζεται σε υποθέσεις και όχι σε συγκεκριμένα στοιχεία που θα καθιστούσαν τον φόβο αυτόν αντικειμενικά δικαιολογημένο. Δεν προσδιορίζει κάποιο μόνιμο ή ενεργό κίνδυνο που να διατηρείται στον χρόνο και να μπορεί να εκδηλωθεί με την επιστροφή του.
Τέλος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το Καμερούν αντιμετωπίζει γενικότερη πολιτική αστάθεια και ενόπλως εξελισσόμενη σύγκρουση, αυτό δεν σχετίζεται με τους προσωπικούς λόγους αναχώρησης του Αιτητή. Ο ίδιος, κατά τη συνέντευξη, διέψευσε τον αρχικό ισχυρισμό περί φόβου λόγω των συγκρούσεων ανάμεσα σε αγγλόφωνους και γαλλόφωνους και δήλωσε ρητώς ότι αναχώρησε αποκλειστικά λόγω φόβου για τη μητριά του.
Κατά συνέπεια, η κακομεταχείριση που υπέστη ο Αιτητής είναι ιδιωτικού χαρακτήρα, συνδέεται με οικογενειακή διαμάχη και ζήτημα κληρονομίας και όχι με λόγους που εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της Σύμβασης της Γενεύης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 (1) και 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου).
Ερχόμενοι τώρα στην εξέταση του κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2). Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφασή του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic, ημερομηνίας 10.06.2021 στη σκέψη 43 ότι αυτοί είναι:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερ. 28.11.2011, αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνησε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17.02.2009 :
«34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36.Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, κρίνεται σκόπιμη η έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν , που αποτελεί τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, από την οποία διαφάνηκαν τα ακόλουθα:
· Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στο Νοτιοδυτικό Καμερούν γενικότερα, η επιτροπή των Η.Π.Α. για τους πρόσφυγες και του μετανάστες, το Μάρτιο του 2025, εξέδωσε έκθεση αναφορικά με το χρονικό της «Αγγλόφωνης κρίσης» και επιβεβαιώνει ότι από το 2016, οι πολίτες στο Καμερούν έχουν υποφέρει από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας και αυτονομιστικών ένοπλων ομάδων σε αυτό που είναι γνωστό ως «αγγλόφωνη κρίση». Η κρίση είναι αποτέλεσμα επιβλαβών αποικιακών κληρονομιών και πολιτικών διαμαχών μεταξύ της γαλλόφωνης πλειοψηφίας και της αγγλόφωνης μειονότητας. Η βία έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τους πληθυσμούς στις αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές. Οι επιθέσεις κατά αμάχων και η αστάθεια έχουν οδηγήσει πάνω από 900.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στο εσωτερικό και 60.000 ανθρώπους να διαφύγουν στο εξωτερικό [6]. Η ίδια έκθεση, σχετικά με τα έτη 2024 και 2025, επιβεβαιώνει ότι εξακολουθούν να πραγματοποιούνται οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνδέονται με την αγγλόφωνη κρίση. Στα τέλη του 2024, οι περιοχές με αγγλόφωνη πλειοψηφία εξακολουθούσαν να υποφέρουν από ad hoc lockdown, ένοπλες συγκρούσεις, απαγωγές και επιθέσεις αντιποίνων εναντίον αμάχων. Οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και οι αυτονομιστικές ένοπλες ομάδες στοχοποιούν αμάχους για δολοφονίες και απαγωγές με σκοπό τα λύτρα[7].
· H Επιτροπή των Η.Π.Α. για τους Πρόσφυγες και του Μετανάστες σε έκθεσή της το Μάρτιο του 2025 επιβεβαιώνει ότι από το 2016, οι άνθρωποι στο Καμερούν έχουν υποφέρει από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας και αυτονομιστικών ένοπλων ομάδων σε αυτό που είναι γνωστό ως «αγγλόφωνη κρίση». Η κρίση είναι αποτέλεσμα επιβλαβών αποικιακών κληρονομιών και πολιτικών αγώνων μεταξύ της γαλλόφωνης πλειοψηφίας και της αγγλόφωνης μειονότητας. Η βία έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τους πληθυσμούς στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές με αγγλόφωνη πλειοψηφία. Οι επιθέσεις κατά αμάχων και η αστάθεια έχουν οδηγήσει πάνω από 900.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στο εσωτερικό και 60.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν το εξωτερικό[8].
· Σύμφωνα με το ACLED, «η σύγκρουση στην αγγλόφωνη περιοχή μεγάλωνε κάθε χρόνο, με βίαια γεγονότα να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023».[9] Η ίδια πηγή ανέφερε ότι οι αυτονομιστές επέβαλαν το κλείσιμο και το lockdown στις σχολικές δραστηριότητες και ήταν υπεύθυνοι για το 89% των σχεδόν 50 περιστατικών κάλυψης βίαιων περιστατικών που στοχοποιούσαν δασκάλους το 2023.[10] Στην Έκθεση Κατάστασης που καλύπτει τον Δεκέμβριο του 2023, η UNOCHA ανέφερε πάνω από 96.815 εκτοπισμένους στις περιοχές Northwest και Southwest λόγω βίας, με πολλούς να αντιμετωπίζουν εκτοπισμό καθώς επέστρεφαν στα σπίτια τους σε περιόδους ηρεμίας, αλλά διέφευγαν ξανά κατά τη διάρκεια της αναζωπύρωσης της βίας.[11]
· Αναλύοντας περαιτέρω τη φύση και την ένταση της εν λόγω σύγκρουσης, περαιτέρω έρευνα ανέδειξε ότι η Rulac, διαδικτυακή πύλη για το Κράτος Δικαίου σε καταστάσεις Ένοπλων Συγκρούσεων (RULAC) η οποία καταγράφει συστηματικά τις καταστάσεις ένοπλης βίας, περιγράφει ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές στα πλαίσια της αγγλόφωνης κρίσης αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα») [12].
· Έκθεση του Global Centre for the Responsibility to Protect στις 15 Ιουλίου 2025, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν διαπράξει εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική και έμφυλη βία, έχουν κάψει αγγλόφωνα χωριά και έχουν υποβάλει άτομα με ύποπτους αυτονομιστικούς δεσμούς σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση. Ένοπλοι αυτονομιστές έχουν επίσης σκοτώσει, απαγάγει και τρομοκρατήσει πληθυσμούς, ενώ παράλληλα διατηρούν σταθερά τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων των αγγλόφωνων περιοχών. Οι αυτονομιστές και οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει στοχευμένες επιθέσεις σε εγκαταστάσεις υγείας και εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, περιορίζοντας την παροχή και την πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας βοήθεια και αναγκάζοντας διάφορους διεθνείς ανθρωπιστικούς οργανισμούς να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους. Οι αυτονομιστές έχουν επίσης απαγορεύσει την κρατική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και εκπαιδευτικούς, καθώς και καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία [13].
· Η ίδια έκθεση παραπέμπει σε στοιχεία του Γραφείου του ΟΗΕ για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (OCHA), σύμφωνα με τα οποία περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια στις αγγλόφωνες περιοχές. Το OCHA εκτιμά επίσης ότι τουλάχιστον 334.098 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω της βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 76.493 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία[14].
· Ως προς τις πρόσφατες εξελίξεις, η ανωτέρω έκθεση επιβεβαιώνει ότι η κατάσταση στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από βία κατά αμάχων και συνεχιζόμενο εκτοπισμό. Στις 11 Μαρτίου 2025, συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων αυτονομιστικών ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων στο χωριό Όουε, στη νοτιοδυτική περιοχή, ανάγκασαν περισσότερους από 710 ανθρώπους να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους, αναζητώντας καταφύγιο σε κοντινούς θάμνους και στα γύρω χωριά. Κατά τη διάρκεια του Μαρτίου του 2025, η OCHA ανέφερε 189 περιστατικά προστασίας που επηρέασαν 140 άτομα στις αγγλόφωνες περιοχές. Οι πιο συνηθισμένοι τύποι περιστατικών περιελάμβαναν 63 θύματα απαγωγών για λύτρα, 31 αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις και 22 σωματικές επιθέσεις ή κακοποίηση που δεν σχετίζονται με σεξουαλική και έμφυλη βία. Η υψηλότερη συγκέντρωση περιστατικών αναφέρθηκε στην περιφέρεια Μεζάμ, στη βορειοδυτική περιοχή, και αντιπροσώπευε την πλειονότητα των θυμάτων (132), αντανακλώντας μια συγκέντρωση ανασφάλειας [15]. Η έκθεση συνεχίζει ότι η κατάσταση ασφαλείας επιδεινώθηκε περαιτέρω τον Απρίλιο του 2025, σύμφωνα με την Παγκόσμια Ομάδα Προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), ενώ η OCHA ανέφερε σχεδόν 200 περιστατικά ασφαλείας για τον ίδιο μήνα. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίζονται αμείωτες, τροφοδοτούμενες από επαναλαμβανόμενες επιθέσεις, απαγωγές, παράνομες συλλήψεις, αυθαίρετες κρατήσεις, κλοπές και σκόπιμη καταστροφή προσωπικής περιουσίας. Οι περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας και τα συχνά lockdown συνεχίζουν να διαταράσσουν την καθημερινή ζωή και να υπονομεύουν σοβαρά τις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες. Η συνεχής χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED) σε δημόσιους δρόμους και σε πυκνοκατοικημένες περιοχές εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για τους πολίτες και τους εργαζόμενους στον ανθρωπιστικό τομέα. Στις 14 Απριλίου 2025, ένας IED εξερράγη σε μια λαϊκή αγορά στο Nkwen, Bamenda, στοχεύοντας άμεσα πολίτες, αν και δεν καταγράφηκαν θάνατοι [16].
· Ως προς τους πολίτες που δύνανται να επηρεαστούν περισσότερο από τις ανωτέρω συνθήκες, η επικληθείσα έκθεση αναφέρει ότι οι άμαχοι πληθυσμοί, ιδίως οι γυναίκες και τα παιδιά, υφίστανται δυσανάλογα το κύριο βάρος της βίας και αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο κακοποίησης και εκμετάλλευσης ενώ εξηγεί ότι η δυναμική των συγκρούσεων στις αγγλόφωνες περιοχές έχει αλλάξει καθώς η κρίση έχει γίνει ολοένα και πιο οικονομικά επικερδής, με τις αυτονομιστικές ομάδες να έχουν επεκτείνει τις πηγές εσόδων τους μέσω απαγωγών και εκβιασμών. Οι ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είναι ολοένα και πιο ανοργάνωτες και ανταγωνίζονται μεταξύ τους, καθιστώντας την κατάσταση - και τις πιθανές οδούς προς την ειρήνη - εξαιρετικά δύσκολες [17].
· Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το Καμερούν το 2024, επιβεβαιώνει ότι στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, πραγματικοί ή ύποπτοι ένοπλοι αυτονομιστές συνέχισαν να διαπράττουν δολοφονίες, ομηρίες για λύτρα και εκβιασμούς, στοχεύοντας τις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας, τις πολιτικές και διοικητικές αρχές, τους δημόσιους υπαλλήλους και άλλους πολίτες που κατηγορούσαν ότι δεν συμμορφώνονταν με τους κανόνες τους, συμπεριλαμβανομένων των lockdown και ενός «φόρου απελευθέρωσης»[18].
· Άρθρο της διαδικτυακής πύλης Taylor and Fransis, επί της οποίας εντοπίζονται και αξιολογούνται από συναδέλφους ακαδημαϊκά άρθρα και έρευνες οι οποίες δημοσιεύτηκαν, σε έκθεση του 2025 σχετικά με το Καμερούν, αναφέρει ότι οκτώ χρόνια μετά την έναρξη των συγκρούσεων στις αγγλόφωνες περιοχές, υπάρχει ελάχιστη κίνηση σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο που να υποδεικνύει μια πορεία προς τα εμπρός. Δεν έχουν υπάρξει επίσημες ειρηνευτικές διαδικασίες ή διμερείς εκεχειρίες από το ξέσπασμα της βίας στην περιοχή της χώρας όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αγγλόφωνο. Παρά την ένταξη του Καμερούν στην Κοινοπολιτεία από το 1995, οι βασικοί θεσμοί και οι μηχανισμοί της Κοινοπολιτείας για την εποπτεία της πολιτικής βίας, των καταχρήσεων και της αστάθειας παραμένουν αξιοσημείωτα - και περιέργως - σιωπηλοί. Η πιο σχετική με την κρίση του Καμερούν είναι η αρμοδιότητα της Ομάδας Υπουργικής Δράσης της Κοινοπολιτείας (CMAG) να αντιμετωπίζει τις «επίμονες ή σοβαρές παραβιάσεις των αξιών της Κοινοπολιτείας», συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμποδίζουν τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου Ωστόσο, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης συνεδρίασης της CMAG τον Μάρτιο του 2025, το Καμερούν και ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμός του παρέμειναν εκτός της επίσημης ατζέντας της ομάδας[19].
· Aναφορικά με την παρούσα κατάσταση στην πόλη Buea, το ειδησεογραφικό πρακτορείο του Καμερούν Bareta News, σε άρθρο της 3ης Ιουλίου 2025, αναφέρει ότι τη Δευτέρα 30 Ιουνίου (2025), στο Mile 16 της Buea, οι αγωνιστές της ελευθερίας εξαπέλυσαν μια αιφνιδιαστική επίθεση που συγκλόνισε τόσο τους παραβάτες όσο και το κατοχικό καθεστώς. Σύμφωνα με πηγές πεδίου του BARETANEWS, η αντιπαράθεση οδήγησε σε μια σφοδρή ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ μαχητών της Αμπαζονίας και αποικιακών στρατιωτών. Δύο άτομα φέρονται να σκοτώθηκαν και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι μερικά από τα θύματα περιλάμβαναν τα αποκαλούμενα «μαύρα πόδια» - ντόπιους που βοήθησαν τις αποικιακές δυνάμεις να παραβιάσουν την εντολή των αυτονομιστών στην Πόλη-Φάντασμα. Η χρονική στιγμή της επίθεσης οδήγησε σε μια σημαντική επανεξέταση της ανάπτυξης ασφαλείας στην Μπουέα. Λίγες μέρες μετά την αντιπαράθεση, εκατοντάδες αποικιακά στρατεύματα κατέκλυσαν βασικούς κόμβους και δημόσιους χώρους της πρωτεύουσας της Αμπαζονίας. Αυτό έγινε εν αναμονή μιας υψηλού προφίλ επίσκεψης του Υπουργού Ανώτατης Εκπαίδευσης του Καμερούν, ο οποίος είχε προγραμματιστεί να εγκαινιάσει τους Πανεπιστημιακούς Αγώνες για τις Νοτιοδυτικές και Παράκτιες περιοχές. Μέχρι το πρωί της Τρίτης, 1ης Ιουλίου, η Buea είχε μετατραπεί σε στρατιωτικοποιημένη ζώνη, με σημεία ελέγχου, περιπολίες και επιτήρηση να πνίγουν την κανονική πολιτική δραστηριότητα. Η επίσκεψη του υπουργού, που αρχικά είχε προγραμματιστεί ως εορτασμός της νεολαίας και του ακαδημαϊκού αθλητισμού, έγινε αντ' αυτού σύμβολο κρατικής παράνοιας και κατοχής, επισκιασμένη από τον φόβο και τη στρατιωτική επιθετικότητα του λαού. Τα γεγονότα στο Mile 16 της BUEA, υπογραμμίζουν ένα μεταβαλλόμενο πεδίο μάχης: οι μαχητές της Αμπαζονίας δεν αντιδρούν απλώς· αναδιαμορφώνουν το τοπίο ασφαλείας, υπαγορεύουν τον ρυθμό των κρατικών κινήσεων και διεκδικούν τον έλεγχο της επικράτειας που ισχυρίζεται ότι κυβερνά το αποικιακό καθεστώς. Καθώς οι εντάσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, ένα πράγμα παραμένει σαφές. Οι επιχειρήσεις της 30ης Ιουνίου 2025 παραμένουν όπλο πολιτικής έκφρασης — και το κόστος της αγνόησής τους, όπως φάνηκε, είναι ολοένα και υψηλότερο[20].
· Αναφορικά δε με τα περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 11.11.2025), στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, καταγράφηκαν 588 περιστατικά πολιτικής βίας ("Political violence", που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 378 θάνατοι.
· Αναφορικά με την πόλη Buea του Νοτιοδυτικού Καμερούν καταγράφηκαν 20 περιστατικά πολιτικής βίας ("Political violence", που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), ενώ δεν εντοπίστηκαν θανατηφόρα περιστατικά[21].
· Σημειώνεται πως σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πόλης Buea του Νοτιοδυτικού Καμερούν το 2025 ανέρχεται σε 47,300 κατοίκους[22].
Όπως προκύπτει από τις πρόσφατες και αξιόπιστες διεθνείς πηγές πληροφόρησης, οι νοτιοδυτικές και βορειοδυτικές περιοχές του Καμερούν εξακολουθούν να επηρεάζονται από την αποκαλούμενη «αγγλόφωνη κρίση», η οποία εκδηλώνεται ως παρατεταμένη ένοπλη σύρραξη μεταξύ των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας και των αυτονομιστικών ένοπλων ομάδων. Η σύγκρουση αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντικό αριθμό περιστατικών βίας και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων επιθέσεων κατά αμάχων, απαγωγών με σκοπό λύτρα, αυθαίρετων συλλήψεων, κακομεταχείρισης, περιορισμών κυκλοφορίας και περιστασιακών αποκλεισμών αστικών και αγροτικών περιοχών. Ωστόσο, η αξιολόγηση της έντασης της βίας δεν μπορεί να περιοριστεί στη γενική εικόνα της σύρραξης, αλλά πρέπει να εστιάσει στο συγκεκριμένο περιβάλλον εντός του οποίου θα επιστρέψει ο αιτητής, δηλαδή στην πόλη Buea της νοτιοδυτικής περιφέρειας.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα της βάσης ACLED (ενημέρωση 11.11.2025), κατά το τελευταίο έτος στην ευρύτερη περιοχή του Νοτιοδυτικού Καμερούν καταγράφηκαν 588 περιστατικά πολιτικής βίας, τα οποία οδήγησαν σε 378 θανάτους. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι η σύρραξη παραμένει ενεργή και ότι η ασφάλεια στην περιφέρεια είναι ασταθής. Ωστόσο, σε ότι αφορά ειδικότερα την πόλη Buea, τα ίδια στοιχεία καταγράφουν για το ίδιο χρονικό διάστημα 20 περιστατικά πολιτικής βίας, χωρίς θανατηφόρα αποτελέσματα, σε πληθυσμό περίπου 47.300 κατοίκων. Τα δεδομένα αυτά υποδεικνύουν ότι η βία στο αστικό περιβάλλον της Buea εμφανίζεται περιορισμένη και στοχευμένη, και όχι γενικευμένη ή αδιάκριτη, χωρίς να αναδεικνύεται σταθερό μοτίβο ανεξέλεγκτης στοχοποίησης του άμαχου πληθυσμού.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υποθέσεις Elgafaji και C-901/19), η εφαρμογή του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εξαιρετικά υψηλού βαθμού αδιάκριτης βίας, τέτοιου ώστε ο άμαχος να βρίσκεται σε πραγματικό και προσωπικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης αποκλειστικά και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή, χωρίς να απαιτείται εξατομικευμένη στοχοποίηση.
Στην παρούσα περίπτωση, παρότι η βία στις αγροτικές περιοχές της νοτιοδυτικής ενδοχώρας εμφανίζεται συχνά πιο έντονη και συστηματική, η πόλη Buea εξακολουθεί να βρίσκεται υπό σχετικό κρατικό έλεγχο, και η καταγεγραμμένη βία δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της εκτεταμένης, ανεξέλεγκτης ή τυφλής ένοπλης δραστηριότητας που θα μπορούσε να θέσει οποιονδήποτε άμαχο σε άμεσο και αναπόφευκτο κίνδυνο.
Επιπλέον, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής έχει υπάρξει στο παρελθόν στόχος είτε των κρατικών αρχών είτε των αυτονομιστικών ομάδων, ούτε ότι διαθέτει πολιτικά, κοινωνικά ή άλλα χαρακτηριστικά που θα τον καθιστούσαν ιδιαίτερα εκτεθειμένο σε στοχοποίηση. Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υγιής, και με ικανότητα εργασιακής και κοινωνικής προσαρμογής, στοιχεία τα οποία συνεκτιμώνται αποκλειστικά για την αξιολόγηση της πρακτικής δυνατότητας επανεγκατάστασης, και όχι ως στάθμιση της αξίας της ζωής του.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή του άρθρου 15(γ) συνιστά εξαιρετική μορφή προστασίας, η οποία ενεργοποιείται μόνον όταν η ένταση της αδιάκριτης βίας προσεγγίζει επίπεδο τέτοιο ώστε να απειλεί οποιονδήποτε άμαχο ανεξαιρέτως, κρίνεται ότι η υφιστάμενη κατάσταση στην πόλη Buea, αν και σοβαρή και ασταθής, δεν ανέρχεται στο απαιτούμενο επίπεδο «εξαιρετικότητας» που θα καθιστούσε την επιστροφή του Αιτητή ικανή να θεμελιώσει πραγματικό και προσωπικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας βάσει της εν λόγω διάταξης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς και επί της ουσίας κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεών του. Περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[4] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.
[5] Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] U.S. Committee on Refuges and Immigrants, Timeline: Cameroon & the “Anglophone Crisis”, March 2025, https://refugees.org/timeline-cameroon-the-anglophone-crisis/, (ημ. πρόσβ. 23/07/25).
[7] Όπ. π.
[8] US Committee for Refugees and Immigrants, Timeline: Cameroon & the “Anglophone Crisis”, 28 March 2025, https://refugees.org/timeline-cameroon-the-anglophone-crisis/, (ημ. πρόσβ. 09/08/2025).
[9] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/05/2025).
[10] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/04/2025).
[11] UNOCHA, ‘CAMEROON: North-West and South-West Situation Report No. 60’, Δεκέμβριος 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 60 (December 2023) | OCHA, σελ. 2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/04/2025).
[12] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights - RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7.7.2025)
[13] Global Center with the Responsibility to Protect, Cameroon, July 2025, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7.7.2025)
[14] ‘Οπ. π.
[15] Όπ. π.
[16] Όπ. π.
[17] Όπ. π.
[18] Amnesty International, Cameroon, 2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/cameroon/report-cameroon/, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025).
[19] Taylor and Fransis, Cameroon, the Commonwealth, and crisis: Commonwealth intervention in Cameroon’s Anglophone conflict, June 2025, https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/00358533.2025.2516706?src=#abstract, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025).
[20] Bareta NEWS, How the Monday Mile 16 Attack Reshapes Security Dynamics Ahead of Colonial Minister’s Visit to Buea, 3rd July 2025, https://www.bareta.news/how-the-monday-mile-16-attack-reshapes-security-dynamics-ahead-of-colonial-ministers-visit-to-buea/, ( πρόσβ. 12/08/2025)
[21] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon, Southwest, Buea, Events/Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/11/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο