U.M. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 36/2025, 6/11/2025
print
Τίτλος:
U.M. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 36/2025, 6/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                                          Υπόθεση Αρ. ΔΚ 36/2025 

6 Νοεμβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

U.M.,

από Τουρκία

                               Αιτητής

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία,

μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού

και Μετανάστευσης

                                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Α. Ταμπούρλα (κα)   

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή την οποία ο Αιτητής καταχώρισε αυτοπροσώπως, ο ίδιος προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 23.09.2025, για έκδοση διατάγματος κράτησής του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.»).

 

Ο Αιτητής ο οποίος είναι υπήκοος Τουρκίας, αφίχθη στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 01.02.2022 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αυθημερόν αίτηση ασύλου. Στις 22.08.2023 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημά του λόγω σιωπηρής απόσυρσης («Implicit Withdrawal), με την Υπηρεσία να αποστέλλει σχετική ενημερωτική επιστολή στον Αιτητή ημερ. 25.09.2023, η οποία ωστόσο, ως καταγράφεται στο ερυθρό 7 του δ.φ. «Επιστράφηκε η απαντητική επιστολή καθώς ο ΑΔΠ δεν παρέλαβε την απόφαση του».

 

Στις 21.08.2025 ο Αιτητής συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και κατόπιν εισήγησης της Αστυνομίας, εκδόθηκαν στις 22.08.2025 διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105.

 

Ακολούθως, και ενόσω ο Αιτητής ήταν κρατούμενος καταχώρισε στις 27.08.2025 μεταγενέστερη αίτηση ασύλου η οποία έγινε δεκτή από την Υπηρεσία Ασύλου στις 09.09.2025. Ως εκ τούτου, το διάταγμα κράτησης ημερ. 22.08.2025 το οποίο εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή δυνάμει του Κεφ. 105 ακυρώθηκε, ενώ το διάταγμα απέλασης αναστάλθηκε. Στις 23.09.2025 εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης εναντίον του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου.   

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής καταχώρισε αυτοπροσώπως στις 06.10.2025 την υπό εξέταση προσφυγή καταγράφοντας τα ακόλουθα: «Λόγω αλλαγής διεύθυνσης μου δεν έλαβα ειδοποίηση απ’ το Δικαστήριο και δεν μπόρεσα να παραστώ στη δίκη μου. Η σύζυγος και η κόρη μου είναι πολίτες Γερμανίας και διαμένουν νόμιμα στη Κύπρο. Είμαι Κούρδος και στην Τουρκία τα δικαιώματα των Κούρδων δεν αναγνωρίζονται. Δεν έχω καμία σχέση με το Τουρκικό κράτος. Είμαστε ξεχωριστό έθνος. Η κόρη μου δεν επιθυμεί να μεγαλώσει μέσα στη τούρκικη κουλτούρα. Στην Κύπρο έχω ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Κάνω απεργία πείνας στο κέντρο επαναπατρισμού της Μενόγειας. Θέλω να επανενωθώ με την οικογένεια μου». Ακολούθως, κατόπιν έγκρισης νομικής αρωγής στις 09.10.2025 διορίστηκε η κα Ταμπούρλα ως εκπρόσωπος του Αιτητή. Ωστόσο, μετά τον διορισμό της συνηγόρου του, δεν καταχωρίστηκε αίτηση τροποποίησης και συνεπώς ως λόγοι προσφυγής παρέμειναν οι λόγοι ουσίας που επικαλέστηκε ο Αιτητής με την προσφυγή του.

 

Με τη γραπτή αγόρευση που καταχωρίστηκε στη συνέχεια εκ μέρους του Αιτητή, στο προοίμιο αυτής, παρατίθεται ο ισχυρισμός ότι η αρχική του αίτηση για άσυλο αποσύρθηκε σιωπηρά διότι δεν του είχε επιδοθεί η απορριπτική απόφαση καθώς και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ότι είχε αποσυρθεί η αίτησή του. Επιπλέον, προωθεί ως πρώτο και δεύτερο λόγο προσφυγής, τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε αποσπασματική και επιφανειακή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς να δοθεί η απαιτούμενη βαρύτητα στην ολοκληρωμένη εξέταση των προσωπικών και οικογενειακών δεδομένων του Αιτητή κατά παράβαση της αρχής της εξατομικευμένης και αντικειμενικής αξιολόγησης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ο Αιτητής ότι αγνοήθηκε ένα ουσιώδες γεγονός, ήτοι η διαμονή του ανήλικου τέκνου του Αιτητή στη Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και του άρθρου 5 της Οδηγίας Επιστροφών 2008/115/ΕΚ το οποίο επιβάλλει τη συνεκτίμηση της οικογενειακής ζωής. Ως τρίτο λόγο προσφυγής, προωθείται η θέση ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης δεν παρέχουν καμία απολύτως αιτιολογία για το πως και γιατί οι Καθ’ ων η αίτηση αγνόησαν το γεγονός ότι ο Αιτητής είναι πατέρας ευρωπαίου πολίτη. Οι, κατονομαζόμενοι στην γραπτή αγόρευση ως 4ος και 5ος λόγος προσφυγής αποσύρθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώ ως έκτος λόγος προσφυγής προωθείται η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, καθώς η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι παράνομη γιατί παραβιάζει την υποχρέωση συνεκτίμησης της οικογενειακής ζωής και την αρχή της αναλογικότητας.

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται εκ προοιμίου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του Αιτητή δικογραφείται και ως εκ τούτου δεν δύναται να εξεταστεί από το Σεβαστό Δικαστήριο, καθότι στερείται νομικής βάσης και αποδεικτικού περιεχομένου. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε νομίμως και ορθώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.6(Ι)/2000, του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων, κατόπιν πλήρους και εξατομικευμένης εξέτασης της υπόθεσης του Αιτητή. Τονίζουν ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 01.02.2022, η οποία απορρίφθηκε, και έκτοτε δεν προέκυψαν νέα ουσιώδη στοιχεία που να δικαιολογούν επανεξέταση. Επισημαίνουν ότι όλες οι σχετικές επιστολές κοινοποιήθηκαν στη δηλωθείσα διεύθυνση του Αιτητή και ότι τυχόν μη παραλαβή τους οφείλεται σε δική του αμέλεια, καθότι δεν ενημέρωσε τις Αρχές για αλλαγή διαμονής, όπως όφειλε εκ του Νόμου. Υποστηρίζουν ακόμη ότι ο Αιτητής παρέμεινε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, χωρίς έγκυρη άδεια, και ότι η κράτησή του αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέτρο, λόγω αποδεδειγμένου κινδύνου διαφυγής και απουσίας εναλλακτικών μέτρων. Επικαλούνται πάγια νομολογία ότι οι διοικητικές πράξεις τεκμαίρονται νόμιμες και ότι η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν μπορεί να εισαγάγει νέα πραγματικά δεδομένα ή αποδεικτικά μέσα εκτός του διοικητικού φακέλου, καθώς περιέχει γενικούς, αόριστους και αναπόδεικτους ισχυρισμούς. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή τους, δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράβαση αρχών χρηστής διοίκησης ή πλημμέλεια αιτιολογίας, και οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης είναι αβάσιμοι και δεν δικαιολογούν ανατροπή του τεκμηρίου νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Εξετάζοντας πρωτίστως το ζήτημα της δικονομικής πληρότητας της υπό κρίση προσφυγής, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής προέβη στην καταχώρισή της αυτοπροσώπως, χωρίς να περιλάβει σε αυτήν οποιονδήποτε λόγο ακύρωσης. Εν συνεχεία, κατόπιν διορισμού δικηγόρου μέσω του θεσμού της νομικής αρωγής, η συνήγορος του Αιτητή δεν ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία τροποποίησης της προσφυγής, ώστε να προστεθούν νόμιμα οι λόγοι ακύρωσης, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, αλλά προχώρησε στην κατάθεση γραπτής αγόρευσης, μέσω της οποίας επιχειρεί να εισαγάγει νέους ισχυρισμούς και λόγους προσφυγής. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να περιλαμβάνονται εξ υπαρχής στο κείμενο της προσφυγής, καθότι αυτή αποτελεί το μόνο νόμιμο μέσο καθορισμού του αντικειμένου και της έκτασης του δικαστικού ελέγχου. Η εκ των υστέρων προβολή λόγων μέσω αγόρευσης, χωρίς προηγούμενη τροποποίηση της προσφυγής, συνιστά δικονομική πλημμέλεια και καθιστά τους σχετικούς ισχυρισμούς ανεπίδεκτους εξέτασης. Υπό το φως των πιο πάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν δύναται να θεωρηθεί ως νόμιμο μέσο προσαγωγής λόγων ακύρωσης ή νέων αποδεικτικών ισχυρισμών, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την ουσιαστική κρίση της προσφυγής, η οποία παραμένει δικονομικά ελλιπής και στερείται εξεταστέων λόγων.

 

Ως εκ τούτου, δεν υφίστανται δικογραφημένοι λόγοι ακύρωσης, γεγονός που δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο, δυνάμει των διατάξεων του ενωσιακού και εθνικού δικαίου που του απονέμουν εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας επί αποφάσεων που περιορίζουν την ελευθερία, διατηρεί αρμοδιότητα ελέγχου ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης[1]. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζει αυτεπαγγέλτως κατά πόσο το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε ορθά, στη βάση πραγματικών και νομικών στοιχείων που τεκμηριώνουν την αναγκαιότητά του, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσής του, την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και την ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων. Η απουσία δικογραφημένων λόγων δεν αποστερεί το Δικαστήριο από την εξουσία του να προχωρήσει σε ουσιαστικό έλεγχο της ορθότητας και δικαιολογημένης βάσης της κράτησης, καθότι πρόκειται για περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος και το Δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει ότι η διοικητική απόφαση συνάδει με τις επιταγές του ενωσιακού και συνταγματικού πλαισίου προστασίας της ελευθερίας.

 

Παρά την ως άνω επισήμανση, μελετώντας το περιεχόμενο της αίτησης, καθώς και τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί εκ μέρους του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται δεν στρέφεται κατά του ίδιου του διατάγματος κράτησης ούτε επιδιώκει να αμφισβητήσει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτεί η νομοθεσία για την έκδοσή του. Ο Αιτητής δεν ισχυρίζεται ούτε ότι το επίδικο διάταγμα στερείται νομικής βάσης, ούτε ότι έχουν παραβιαστεί συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε και ότι η διοίκηση απέτυχε να αιτιολογήσει τον σκοπό της κράτησης. Αντιθέτως, η επιχειρηματολογία επικεντρώνεται κυρίως σε ισχυρισμούς σχετικούς με την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του Αιτητή, χωρίς όμως να συνδέει τα πραγματικά αυτά δεδομένα με τη νομιμότητα ή μη της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Παράλληλα, ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του ενέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ούτε υποστηρίζει ότι η διοίκηση όφειλε να απόσχει από την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος λόγω ύπαρξης κινδύνου κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η απουσία τέτοιου ισχυρισμού έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι η επίκληση πραγματικού φόβου δίωξης θα μπορούσε, εάν στοιχειοθετείτο, να θέσει υπό αμφισβήτηση το σκοπό και τη νομιμότητα της κράτησης. Ωστόσο, ο Αιτητής δεν αναπτύσσει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς την κατεύθυνση αυτή.

 

Το ζήτημα, συνεπώς, που απομένει να κριθεί από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο η Διοίκηση, κατά τον χρόνο έκδοσης του Διατάγματος, τεκμηρίωσε τον σκοπό της κράτησης. Η κρίση επί του ζητήματος αυτού εναπόκειται στο Δικαστήριο, στη βάση του διοικητικού φακέλου και της αρχής ότι το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου κανονικότητας φέρει ο Αιτητής, ο οποίος εν προκειμένω δεν προέβαλε ουσιαστική αμφισβήτηση των πραγματικών και νομικών παραδοχών της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Χρήζει καταρχάς εξέτασης το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος.

 

Το υπό εξέταση προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση των εδαφίων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

Επειδή ο U.M. υπήκοος ΤΟΥΡΚΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθότι

 

Ο U.M. κρατείται

 

(α) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή

 

(β) στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο U.M. αφίχθηκε παράνομα από μη ελεγχόμενο σημείο εισόδου, στο ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης, όπως φαίνεται από την επιστολή της ΥΑΜ και από τα στοιχεία του φακέλου του, εξ υπαιτιότητας δικής του καθότι δεν διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής, αλλά με φιλικά του πρόσωπα στη Λάρνακα, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο εντοπισμός του από τις Αρχές για να του δοθεί η απορριπτική επιστολή της ΥΠΑΣ και στο ότι συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία πέρνα (sic) των δύο ετών και στο ότι υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου μόνο αφού συνελήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό την απέλασή του, ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει  τη διαδικασία επαναπατρισμού του.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο U.M. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.  ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1) Απορριπτική επιστολή ΥΠΑΣ ημερ. 25/09/2023 2) Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 22/08/2025. 

 

  1. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

 

3.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίστηκε στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.

 

4.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ αναφέρει ότι δεν διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής.

 

5.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 22/08/2025.

 

6.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία, υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο U.M. παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

 

(...)».

 

Παρατηρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει δύο νομικές βάσεις επί των οποίων προκύπτει στην ουσία διττή αιτιολογία για την έκδοσή του, ήτοι το εδάφιο (β) και το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2).

 

Ας δούμε πρωτίστως το εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2).

 

Εξετάζοντας τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού σε συνάρτηση με τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, παρατηρώ ότι δεν καθίσταται σαφές από το διάταγμα ή τα συνοδευτικά έγγραφα ποια ακριβώς στοιχεία θεωρήθηκαν ως μη δυνατό να αποκτηθούν χωρίς την κράτηση, ούτε με ποιον τρόπο η κράτηση του Αιτητή κρίθηκε απαραίτητη για τη συλλογή τους, παρά τον φερόμενο κίνδυνο διαφυγής.

 

Ειδικότερα, δεν προκύπτει από κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ούτε και του Σημειώματος ημερ. 22.08.2025 (βλ. ερυθρά 28-26 του δ.φ.) της Λειτουργού Μετανάστευσης Σ.Χ.[2] (στο εξής αναφερόμενο ως « το Σημείωμα της Σ.Χ.»)  επί του οποίου αυτή ερείδεται, ποια είναι αυτά τα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να προσδιοριστούν. Ούτε βεβαίως και εντοπίζεται κάτι άλλο σχετικό στον διοικητικό φάκελο δυνάμενο ενδεχομένως να αναπληρώσει και/ή συμπληρώσει την αιτιολογία αυτή.

 

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση αιτητή ασύλου για τον συγκεκριμένο αυτό λόγο είναι σχετικές και προς τούτο παραπέμπω στην οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 της οποίας αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα».

 

Κατά τη δική μου προσέγγιση, το άρθρο 9ΣΤ(2)(β) προβλέπει ότι η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται αποκλειστικά για τον σκοπό του προσδιορισμού των στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτησή του, εφόσον η απόκτηση των στοιχείων αυτών θα ήταν, υπό άλλες συνθήκες, αδύνατη, και ιδίως όταν συντρέχει κίνδυνος διαφυγής. Η ratio της διάταξης αυτής δεν έγκειται, κατά την ταπεινή μου θέση, στην αποτροπή του κινδύνου διαφυγής καθεαυτήν· αντιθέτως, στοχεύει πρωτίστως στην εξασφάλιση της δυνατότητας των αρχών να αποκτήσουν κρίσιμες πληροφορίες από τον αιτητή σχετικά με την αίτησή του — και μόνο όταν η λήψη αυτών των πληροφοριών δεν είναι εφικτή χωρίς την επιβολή κράτησης. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος διαφυγής δεν λειτουργεί ως αυτοτελής λόγος κράτησης κατά την εν λόγω διάταξη, αλλά ως συμπληρωματικός ή ενισχυτικός παράγοντας, ο οποίος αποκτά νομική σημασία μόνον εφόσον προηγουμένως έχει τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα της κράτησης για την απόκτηση των εν λόγω στοιχείων.

 

Ερμηνευόμενη κατά τρόπο γραμματικό και τελολογικό, η διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης εστιάζει στην πρακτική αδυναμία συλλογής βασικών πληροφοριών που σχετίζονται με την αίτηση και όχι στην γενική μεταναστευτική συμπεριφορά του αιτητή στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος διαφυγής, αυτός από μόνος του δεν συνιστά τον πυρήνα του λόγου κράτησης που περιγράφει η εν λόγω διάταξη, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο επικουρικά, και μόνο εφόσον έχει ήδη διαπιστωθεί η αντικειμενική αδυναμία λήψης των σχετικών πληροφοριών χωρίς την επιβολή κράτησης.

 

Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διαφυγής, ως αυτοτελής και ανεξάρτητος λόγος κράτησης, προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 9ΣΤ(2)(γ). Η συστηματική διάταξη των περιπτώσεων κράτησης στο άρθρο 9ΣΤ καθιστά σαφές ότι το εδάφιο (β) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή κράτησης αποκλειστικά στη βάση κινδύνου διαφυγής· κάτι τέτοιο όχι μόνο αλλοιώνει το περιεχόμενό του, αλλά και συγχέει τη σκοπιμότητά του με αυτή άλλων εδαφίων, υπονομεύοντας τον χαρακτήρα του ως στενά ερμηνευόμενης εξαίρεσης από το δικαίωμα της ελευθερίας του αιτητή.

 

Η θέση αυτή ενισχύεται από την παράγραφο 28 της Κατευθυντήριας Οδηγίας 4.1 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η οποία διευκρινίζει ότι η κράτηση για σκοπούς καταγραφής μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν «η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση», επισημαίνοντας ρητώς ότι αυτή η εξαίρεση «δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση […] για απεριόριστο χρονικό διάστημα». Επομένως, ερμηνευτικά, ο νόμος επιτάσσει την προσήλωση στην αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και όχι την επιβολή κράτησης λόγω προγενέστερων συμπεριφορών που αφορούν την περίοδο πριν την υποβολή της αίτησης ασύλου.

 

Ούτε και το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν είχε στην κατοχή του ταξιδιωτικά ή άλλα έγγραφα ταυτότητας και στερείτο σταθερής διεύθυνσης διαμονής επαρκεί, από μόνο του, για να θεμελιώσει κράτηση δυνάμει του εδαφίου (β) του άρθρου 9ΣΤ(2). Τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν ενδεχομένως υποδηλώνουν κίνδυνο διαφυγής, δεν αρκούν να καταδείξουν ότι η συλλογή των πληροφοριών επί των οποίων βασίζεται η αίτησή του για διεθνή προστασία θα ήταν πράγματι ανέφικτη χωρίς την επιβολή κράτησης, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Ο νόμος προϋποθέτει συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη αναγκαιότητα, η οποία εν προκειμένω δεν προκύπτει.

 

Στην απουσία λοιπόν στοιχείων δυνάμενων να φωτίσουν τους λόγους που οι Καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν το προσβαλλόμενο διάταγμα επί τη βάση του εδαφίου (β) το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει και να εξάγει ασφαλή επί τούτου συμπεράσματα. Φρονώ συνεπώς, ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία.

 

Ωστόσο η πάσχουσα αυτή αιτιολογία δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την έτερη αιτιολογία που δόθηκε και/ή ότι κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα. Ως προς αυτό, το άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 διαλαμβάνει ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης».

 

Μελετώντας το επίδικο διάταγμα αλλά και το σχετικό με αυτή Σημείωμα της Σ.Χ., φρονώ πως εύκολα διαφαίνεται πως κύρια αιτιολογία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) καθιστώντας κατά τούτο την αιτιολογία του εδαφίου (β) ως επικουρική.

 

Επιβάλλεται συνεπώς η εξέταση του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα.

 

Το εν λόγω εδάφιο καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας  επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εντός των αντικειμενικών αυτών κριτηρίων συμπεριλαμβάνεται και το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.

 

Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παράγραφο (δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση.  Η παράγραφος (δ) εντάσσεται στο πλαίσιο του εδαφίου (2) το οποίο διαλαμβάνει ότι:

 

«Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης». 

 

Περαιτέρω, το εδάφιο (3) προνοεί ότι:

 

«Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής». 

 

Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί. 

 

Σε συνέχεια των πιο πάνω επισημάνσεων, θα προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).

 

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Εν προκειμένω, βάσει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 22.08.2025, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, ενώ δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασης του. Ο Αιτητής έλαβε γνώση του εν λόγω διατάγματος το οποίο επιδόθηκε προσωπικά στον ίδιο, γεγονός που δεν αμφισβητείται, χωρίς ωστόσο να καταχωρίσει προσφυγή εναντίον των διαταγμάτων αυτών.

 

Συνεπώς συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής της περίπτωσης του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησής του δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του δυνάμει του Κεφαλαίου 105. Το δεδομένο αυτό λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Ως προς τη δεύτερη παράμετρο για την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εξέταση της προϋπόθεσης αυτής επιβάλλει την μελέτη του ιστορικού που περιβάλλει την υπόθεση του Αιτητή, αφού ασφαλώς η κάθε του ενέργεια και το μεταναστευτικό του προφίλ του κρίνονται σχετικά και αξιολογούνται προκειμένου να κριθεί ποιες ήταν οι πραγματικές του προθέσεις κατά την καταχώριση της αίτησης ασύλου.

 

Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Υπενθυμίζω ότι δυνάμει του άρθρου αυτού το κρίσιμο είναι να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχουν στην, υπό εξέταση υπόθεση, αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο Αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής

 

Παράθεση των γεγονότων που διαπλέκονται με το ζήτημα αυτό ως αυτά προκύπτουν από τον ενώπιόν μου διοικητικό φάκελο  επιβάλλεται προς ευχερέστερη κατανόηση των αμφισβητούμενων ζητημάτων:

 

Από το περιεχόμενο λοιπόν του διοικητικού φακέλου, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής αφίχθη στη Δημοκρατία χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, από μη ελεγχόμενο σημείο εισόδου στις 16.09.2025. Στις 01.02.2022 υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε στις 22.08.2023 λόγω σιωπηρούς απόσυρσης και του αποστάλθηκε απορριπτική επιστολή ημερ. 25.09.2023. Ως καταγράφεται στο Σημείωμα Σ.Χ. «Σημειώνεται ότι στις παρατηρήσεις της η ΥΑΜ καταχώρησε (sic) την σημείωση ότι ‘επιστράφηκε η απαντητική επιστολή καθώς ο αλλοδαπός δεν παρέλαβε την απόφασή του’. Έκτοτε δεν αποτάθηκε για να διευθετήσει την παραμονή του υπό οποιοδήποτε καθεστώς με αποτέλεσμα να παραμένει παράνομα».

 

Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι δεν τέθηκαν ενώπιόν μου ούτε η απόφαση ημερ. 22.08.2023 αλλά ούτε και η απορριπτική επιστολή ημερ. 25.09.2023. Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από πολλαπλά έγγραφα που εντοπίζονται εντός του προσκομισθέντος διοικητικού φακέλου (βλ. πχ. Ερυθρά 28, 11,7 του δ.φ.). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πλευρά του Αιτητή δεν έχει προβάλει ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, παρά μόνο η θέση του είναι ότι «λόγω αλλαγής διεύθυνσης δεν έλαβε ειδοποίηση», δεν έχει πληγεί το τεκμήριο κανονικότητας και θεωρώ κατά τούτο ότι τα όσα καταγράφονται εντός του διοικητικού φακέλου είναι τα ορθά γεγονότα, καλύπτονται δε από το τεκμήριο κανονικότητας. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει[3].

 

Παρεμβάλλω εδώ ότι αν ο Αιτητής ήθελε να αμφισβητήσει την καταγραφή στα στοιχεία του φακέλου ή αν επιθυμούσε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου άλλο στοιχείο το οποίο δεν περιέχεται στο φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσης, θα έπρεπε να πράξει τα δέοντα ώστε να προσκομίσει σχετική μαρτυρία [βλ. Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281].  

 

Ως πρόσθετα προκύπτει από επιστολή ημερ. 22.08.2025 του κ. Ν. Στέκα, Υπαστυνόμου, Υπεύθυνου Κλιμακίου ΥΑΜ Λάρνακας προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης (βλ. ερ. 17-16), ο Αιτητής, «Μετά τη σύλληψη του ισχυρίστηκε ότι είναι πατέρας ευρωπαίας πολίτιδας για την οποία υπέδειξε στο κινητό του τηλέφωνο μια βεβαίωση εγγραφής ευρωπαίου πολίτη (…). Η ανήλικη  κατέχει τον διοικητικό φάκελο (…) ως εξαρτώμενη της μητέρας της, (…) από τη Γερμανία (…)  Σύμφωνα με όσα δήλωσε, δεν αποτάθηκε στο Τμήμα Μετανάστευσης για να αποταθεί ως εξαρτώμενος ευρωπαίου αφού, πριν περίπου ένα χρόνο αναχώρησαν μόνιμα στη Γερμανία. Δεν διαμένει σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής αλλά με φιλικά του πρόσωπα στη Λάρνακα. Στη (sic) Κύπρο δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό. Επίσης δήλωσε ότι δεν συνεργάζεται για τον επαναπατρισμό του.»

Ακολούθως, στις 21.08.2025, ο Αιτητής εντοπίστηκε από μέλη του ΟΠΟΔ Αρχηγείου στην έξοδο Πύλας του αυτοκινητοδρόμου Λάρνακας- Αγίας Νάπας και τότε διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του μέσω του Κλιμακίου ΥΑΜ Λάρνακας και συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση. Εκδόθηκαν δε εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) καθότι, ως κρίθηκε, παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 18.10.2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία. Κρίθηκε επιπλέον ότι, δεδομένου του ότι ήταν αρνητικός στον επαναπατρισμό του, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Στη συνέχεια ο Αιτητής, υπέβαλε στις 27.08.2025 μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ενώ κρατείτο και στις 09.09.2025 ο φάκελος του επανάνοιξε.

 

Αποτελεί ουσιαστική και κύρια θέση του Αιτητή ότι αυτός ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του, συνεπεία σιωπηρής απόσυρσης της αίτησης διεθνούς προστασίας την οποία ο ίδιος δεν έλαβε, ως ρητά παραδέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής του, λόγω αλλαγής της διεύθυνσής του.

 

Επί του θέματος, σχετικό είναι το άρθρο 8(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προνοεί ότι:

 

«Ο τόπος διαμονής αιτητή καθορίζεται στην βεβαίωση υποβολής αίτησης. Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο, συμπληρώνοντας έντυπο κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο.».

 

Το άρθρο 16Β(2)(β) του Νόμου προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο αιτών, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι:

 

«(β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του».

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο αιτών έχει υποχρέωση να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σε περίπτωση αλλαγής του χώρου διαμονής του και των στοιχείων επικοινωνίας του και, αντίστοιχα, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να συμπεράνει σε περίπτωση αλλαγής αυτών χωρίς ενημέρωση της από τον αιτών, ότι αυτός έχει αποσύρει την αίτησή του ή ότι έχει υπαναχωρήσει από αυτήν.

 

Το άρθρο 8(2)(α) καθιερώνει ρητή υποχρέωση του αιτητή ασύλου να ενημερώνει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου σε περίπτωση αλλαγής τόπου διαμονής. Η υποχρέωση αυτή δεν είναι τυπική ή γραφειοκρατική· αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για τη δυνατότητα της Διοίκησης να επικοινωνεί με τον αιτητή, να τον ειδοποιεί για συνεντεύξεις, αποφάσεις και δικαιώματα προσφυγής, και να παρακολουθεί τη διαδικασία ασύλου. Ενσωματώνει τη θεμελιώδη αρχή ότι η πρόσβαση στην διεθνή προστασία συνδέεται με την ελάχιστη απαιτούμενη συνεργασία του αιτητή.

 

Το άρθρο 16Β(2)(β) λειτουργεί συμπληρωματικά και προβλέπει ότι, όταν ο αιτητής παραλείπει να τηρεί τις υποχρεώσεις επικοινωνίας, ιδίως την υποχρέωση ενημέρωσης τόπου διαμονής, τότε η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει ότι η αίτηση έχει σιωπηρά αποσυρθεί, εκτός αν ο αιτητής αποδείξει ότι η παράλειψη οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του.

 

Εφαρμοζόμενες οι διατάξεις αυτές στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης οδηγούν στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν ενημέρωσε την Υπηρεσία για την αλλαγή του τόπου διαμονής του, με αποτέλεσμα η απορριπτική επιστολή της αίτησής του να επιστραφεί ως «μη παραληφθείσα». Η μη παραλαβή της επιστολής δεν αίρει τις συνέπειες της σιωπηρής απόσυρσης, καθώς αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα της δικής του παράλειψης να τηρήσει την υποχρέωση ενημέρωσης διεύθυνσης. Ελλείψει μάλιστα οποιουδήποτε στοιχείου ή ισχυρισμού ότι η παράλειψη αυτή οφειλόταν σε εξωτερικές, ακούσιες ή ανεξέλεγκτες περιστάσεις, το τεκμήριο κανονικότητας της διοικητικής πράξης παραμένει ακέραιο.

Συνεπώς, η σιωπηρή απόσυρση της αίτησης δεν συνιστά τυπική διαπίστωση, αλλά νομική συνέπεια της συμπεριφοράς του ίδιου του Αιτητή. Η εξέλιξη αυτή διαμορφώνει το θεσμικό και πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η επακόλουθη διαδικασία επιστροφής και, κατά συνέπεια, η έκδοση του διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).

 

Σημειώνεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε την αρχική αίτηση ασύλου στις 01.02.2022. Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι έκτοτε δεν επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την τύχη της αίτησης του, ούτε προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια παρακολούθησης της διαδικασίας ή επικοινωνίας με την αρμόδια Υπηρεσία. Η πλήρης αυτή αδράνεια είναι κρίσιμο στοιχείο, διότι καταδεικνύει έλλειψη πρόθεσης ουσιαστικής προώθησης της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, αλλά και απουσία της δέουσας επιμέλειας την οποία η νομοθεσία ρητά απαιτεί από τον αιτητή.

 

Σε συνδυασμό με την παράλειψη ενημέρωσης της Υπηρεσίας για αλλαγή του τόπου διαμονής του, κατά παράβαση του άρθρου 8(2)(α), η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή της απορριπτικής επιστολής ως «μη παραληφθείσας», πληρούνται ευθέως οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Β(2)(β) περί σιωπηρής απόσυρσης της αίτησης. Το νομοθετικό αυτό τεκμήριο δεν αίρεται απλώς με ισχυρισμό ότι ο Αιτητής «δεν έλαβε ειδοποίηση», αφού η μη παραλαβή οφείλεται αποκλειστικά στη δική του παράλειψη να ενημερώσει τις αρχές για την αλλαγή της διεύθυνσή του.

 

Η επιλογή του Αιτητή να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τη διαδικασία επί μακρόν χρονικό διάστημα, χωρίς να επικαλεστεί ή αποδείξει οποιοδήποτε εμπόδιο ανεξάρτητο από τη θέλησή του, καθιστά τη σιωπηρή απόσυρση νόμιμη συνέπεια της συμπεριφοράς του και όχι απόφαση αιφνιδιαστική ή αυθαίρετη από την πλευρά της Διοίκησης. Αυτή η παρατεταμένη απουσία συνεργασίας και η προφανής αδιαφορία για την εξέλιξη της διαδικασίας ασύλου ενισχύει αντικειμενικά την κρίση ότι η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία υποβλήθηκε μόνον μετά τη σύλληψή του και ενώ είχε ήδη εκδοθεί διάταγμα κράτησης και απέλασης, δεν έγινε με σκοπό την αναζήτηση προστασίας, αλλά καταχρηστικά, προς καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής, κατά την έννοια του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).

 

Τα ως άνω δεδομένα οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι παρά το γεγονός πως ο Αιτητής γνώριζε ή, τουλάχιστον, όφειλε να γνωρίζει ότι η παραμονή του στη Δημοκρατία ήταν παράνομη για χρονικό διάστημα που προσέγγιζε τα τρία έτη, ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς την κατεύθυνση νομιμοποίησης της κατάστασής του. Αντιθέτως, παρέμεινε επί μακρόν εξαφανισμένος, χωρίς να προσεγγίσει τις αρμόδιες αρχές, να δείξει ενδιαφέρον για την προώθηση του αιτήματος του διεθνούς προστασίας, παρά μόνον όταν τέθηκε υπό κράτηση ενόψει της επικείμενης απομάκρυνσής του.

 

Η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου υποβλήθηκε μόνον κατόπιν σύλληψης του Αιτητή γεγονός που καταδεικνύει ότι η ενεργοποίηση της διαδικασίας ασύλου εκ μέρους του δεν επήλθε αυθόρμητα ή εντός ευλόγου χρόνου από την είσοδό του στη χώρα, αλλά σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η απέλασή του είχε καταστεί επικείμενη και η διοικητική διαδικασία σε βάρος του βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Το γεγονός αυτό, ερμηνευόμενο υπό το φως της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνιστά σοβαρό επιβαρυντικό στοιχείο αναφορικά με τη γνησιότητα του αιτήματος, δεδομένου ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας φαίνεται να υποβλήθηκε για την αποτροπή ή καθυστέρηση της απομάκρυνσής του, και όχι λόγω αυθεντικού φόβου δίωξης ή ανάγκης προστασίας[4]. Επιπλέον, το κατά πόσον αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι σημαντικό αντικειμενικό στοιχείο το οποίο προσμετρά στην εκτίμηση της πιθανότητας ο αιτητής να υπέβαλε το αίτημα του με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Έτσι λοιπόν και το άρθρο 9Στ, που εδώ εξετάζουμε, θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την, στο μέτρο του δυνατού, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση επί της αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι ακριβώς αυτή την εύλογη υπό τις εκάστοτε περιστάσεις πιθανολόγηση που εκφράζει η φράση «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται» στο επίδικο άρθρο[5].

 

Η όλη συμπεριφορά του Αιτητή, σε συνδυασμό με το ότι ποτέ στον χρόνο που διέρρευσε από την καταχώριση της αίτησής του το Φεβρουάριο του 2022, μέχρι και την κίνηση διαδικασιών για την απομάκρυνση του από την Δημοκρατία δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη της αίτησής του αυτής, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν προβλήθηκε εκ μέρους του Αιτητή ισχυρισμός ότι στερήθηκε την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής»  καλύπτοντας κατά τούτο και την δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ.

 

Συμπληρωματικά των πιο πάνω, και χωρίς να προδικάζεται το αποτέλεσμα της υποβληθείσας αίτησής του για άσυλου -η εξέταση της οποίας ακόμη εκκρεμεί-, επισημαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι η εκ πρώτης όψεως βασιμότητα της αίτησης ασύλου δεν είναι καθοριστική για τη νομιμότητα της κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), εντούτοις η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής επιχειρηματολογίας υπέρ της γνησιότητας ή της βασιμότητας του αιτήματος από την πλευρά του Αιτητή ενισχύει την πιθανολόγηση ότι το αίτημα υποβλήθηκε με σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής.

 

Ως εκ τούτου, και δεδομένης της απουσίας στοιχειοθέτησης προσωπικής στοχοποίησης ή εξατομικευμένης απειλής, το βάρος απόδειξης για την ανατροπή του τεκμηρίου ασφάλειας και την απόδειξη της γνησιότητας της αίτησης φέρει ο Αιτητής. Το γεγονός ότι κατά την παρούσα διαδικασία δεν έχει καταβληθεί ουσιαστική προσπάθεια τεκμηρίωσης της ανάγκης για διεθνή προστασία, ενισχύει την πιθανολόγηση ότι η αίτηση δεν έχει υποβληθεί με σκοπό την προστασία του Αιτητή λόγω δίωξης, αλλά αποτελεί εργαλείο παρεμπόδισης της απέλασής του.

 

Τα ως άνω, χωρίς να αποτελούν κρίση επί της ουσίας, λειτουργούν ως επιπρόσθετα αντικειμενικά κριτήρια και ενισχυτικά της αξιολόγησης βάσιμων λόγων υπό το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ).

 

Η συνδυαστική αποτίμηση των ανωτέρω στοιχείων και συμπεριφορών οδηγεί σε επαρκώς τεκμηριωμένη πιθανολόγηση αλλότριου σκοπού υποβολής της αίτησης ασύλου, γεγονός που πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) περί «βάσιμων λόγων να θεωρείται» ότι το αίτημα υποβλήθηκε με σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της απομάκρυνσης του Αιτητή.

 

Αντίθετη προσέγγιση θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο καταχρήσεων από κακόπιστους παρανόμως διαμένοντες, οι οποίοι θα παρέμεναν παράνομα στο έδαφος αυτής σε άγνωστο χρόνο και, κατόπιν της σύλληψης τους και κίνησης διαδικασιών επιστροφής, θα προέβαλλαν διάφορους γενικόλογους και αόριστους ισχυρισμούς, προκειμένου να πετύχουν την ακύρωση της κρατήσεως τους εκκρεμούσης της εξέτασης της όψιμα υποβληθείσας αιτήσεως ασύλου. Είναι γι' αυτό τον λόγο που έχει ιδιαίτερη σημασία θεωρώ το να προσέλθει εκούσια και αυτοβούλως ο Αιτητής, το συντομότερο δυνατόν, στις Αρχές κράτους στο οποίο δεν διατρέχει κίνδυνο και να εκφράσει την επιθυμία του για προστασία[6].

 

Τέλος, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής επικαλείται οικογενειακούς λόγους που προς στήριξη του αιτήματός του για άρση της κράτησης, ισχυριζόμενος, δια της γραπτής του αγόρευσης ότι το ανήλικο τέκνο του διαμένει στη Δημοκρατία, γεγονός που- κατ’ ισχυρισμόν- έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η κα Ταμπουρλά ενημέρωσε ότι είχε η ίδια επικοινωνία με την πρώην σύντροφο του Αιτητή, η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία με το ανήλικο τέκνο του Αιτητή από τον Ιούνιο του 2025. Επισημαίνεται βεβαίως ότι οι ισχυρισμοί αυτοί, ως ισχυρισμοί γεγονότων, δεν τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου με τον ορθό δικονομικό τρόπο οι δε αγορεύσεις – γραπτές και προφορικές ως πλειστάκις έχει νομολογηθεί δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα. Σύμφωνα, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας[7].

 

Ωστόσο, πέραν του γεγονότος ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν τεκμηριώνονται με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, αυτοί δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης. Αντιθέτως, έρχονται σε ευθεία αντίφαση με όσα ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε κατά τη σύλληψή του, όταν ανέφερε, όπως καταγράφεται στην επιστολή του Υπαστυνόμου της ΥΑΜ Λάρνακας, ότι η ανήλικη θυγατέρα του και η μητέρα της, διαμένουν μόνιμα στη Γερμανία, εδώ και περίπου ένα χρόνο (βλ. ερ. 16 του δ.φ.). Προσθέτω βεβαίως πως, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι υφίσταντο οικογενειακοί δεσμοί, αυτοί θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να αξιολογηθούν μόνο στο πλαίσιο εξέτασης ενδεχόμενων εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, και όχι για τη νομιμότητα του διατάγματος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ). Η ύπαρξη οικογένειας δεν αίρει τον κίνδυνο διαφυγής ούτε περιορίζει από μόνη της την αναγκαιότητα της κράτησης, αλλά προϋποθέτει δεσμούς πραγματικού βάρους που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την κράτηση με ηπιότερο μέτρο. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποδεικνύουν τέτοιους δεσμούς· αντιθέτως, η δήλωση ότι η οικογένειά του διαμένει στο εξωτερικό ενισχύει την εκτίμηση περί απουσίας δεσμών με τη Δημοκρατία και, συνακόλουθα, την ύπαρξη αυξημένου κινδύνου διαφυγής, στοιχείο το οποίο δικαιολογεί πλήρως την επιβολή και διατήρηση της κράτησης.

 

Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) και καταρχήν θεμελιώνεται η νομιμότητα της κράτησης του Αιτητή.

 

Επί των εναλλακτικών μέτρων κράτησης

 

Σε σχέση τώρα με την επιβολή του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων περιοριστικών μέτρων, όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση και με βάση τα

 

ενώπιόν μου στοιχεία[8], διαπιστώνω τα εξής:

 

Ως έχω ήδη επισημάνει, το γεγονός ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην κράτηση του αιτούντα άσυλο. Απαραίτητη προς συνεξέταση προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος κράτησης, είναι να μην είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης». 

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (3): «Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής». 

 

Εξετάζοντας συνεπώς, τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο[9].

 

Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί όπως υπάρχει απόλυτη ισορροπία μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή υπό τις περιστάσεις την προετοιμασία και/ή απομάκρυνση του αιτητή.  Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θεωρείται καίρια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας των κρατών και υπαγορεύεται η υποχρεωτική εφαρμογή της.  Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα, για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο την μη διαφυγή του Αιτητή, ενώ εκκρεμεί η αίτηση ασύλου σε περίπτωση που αυτό καθίσταται δυνατόν[10].

 

Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση και στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καταγράφεται ρητώς ότι (-υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.  Από το άρθρο 9 Στ (2) (δ) διαφαίνεται πως πρέπει να προκύπτει η αναγκαιότητα της εφαρμογής του άρθρου αυτού από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου. 

 

Στην απόφαση Mehmet Arslan, C-534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59, επισημαίνεται ότι: (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)

«όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.». 

 

Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως[11].

 

Για το λόγο αυτόν είναι σημαντικό να εξεταστούν τα δεδομένα έκδοσης του επίδικου διατάγματος, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της ενδεχόμενης αλλαγής των συνθηκών από την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφαλαίου 105 μέχρι την έκδοση του επίδικου διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Όπως υποδεικνύει στην απόφασή του στην υπόθεση αρ. Υπόθεση Αρ.   755/2018 ,  A. A. S.  ν.   Αν.  Διευθυντή   Τμήματος   Αρχείου   Πληθυσμού  και Μετανάστευσης, ημερ. 29.6.2018 ο αδελφός Δικαστής κ. Κωμοδρόμος:

 

«[...]η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή». Αυτό λέχθηκε και στην MAGDALIN MENSAH ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5735/2013, ημερ. 9.8.2013, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι «στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».

 

Στην παρούσα περίπτωση, αυτός βεβαίως ο κίνδυνος δεν εξέλιπε εντός ολίγων ημερών, δηλαδή από το χρόνο έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.3.2018 μέχρι και την έκδοση του επίδικου διατάγματος ημερομηνίας 20.3.2018, αλλά προφανώς και συνέχισε να υφίσταται και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά βεβαίως επισημαίνονται, έχοντας ως αφετηρία το, σύμφωνα και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου διαμορφωμένο, δεδομένο ότι το περιεχόμενο του προαναφερθέντος διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.3.2018, αποτελεί βεβαίως στοιχείο του διοικητικού φακέλου, υποκείμενο ωσαύτως στην υπό του Δικαστηρίου τούτου αξιολόγηση.».

 

Από την αιτιολογία που παρατίθεται στο επίδικο διάταγμα κράτησης η οποία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και ειδικότερα από τα όσα καταγράφονται στο Σημείωμα της Σ.Χ. ημερ. 22.09.2025 (βλ. ερυθρά 28 -27

του δ.φ.), διαφαίνεται ότι οι Καθ'ων η αίτηση εξέτασαν το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, αλλά το απέρριψαν επειδή κρίθηκε ότι αν ο Αιτητής αφεθεί ελεύθερος υπάρχει κίνδυνος διαφυγής.  Η εν λόγω κρίση στηρίχθηκε σε σειρά παραμέτρων, οι οποίες παρατίθενται ρητά και τεκμηριώνονται ως εξής (βλ. ερυθρό 27/41 του δ.φ. και περιεχόμενο του επίδικου διατάγματος κράτησης ως αυτό μεταφέρθηκε ανωτέρω):

 

«(α) Μη συμμόρφωση με προηγούμενη απόφαση επιστροφής: 1. Απορριπτική επιστολή ΥΠΑΣ ημερ. 25/09/2023 2. Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 22/08/2025. 

 

(β) Μη κατοχή ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων ταυτότητας. Η ΥΑΜ ανέφερε ότι δεν είχε εντοπισθεί το διαβατήριο του.

 

(γ) Δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι αρνείτο να αναχωρήσει.  

 

(δ) Μη ύπαρξη διεύθυνσης συνήθους διαμονής. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν διέμενε σε καμία από τις δηλωθείσες διευθύνσεις διαμονής αλλά διέμενε με φιλικά πρόσωπα».

 

Εκτιμώ ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν περιορίστηκαν σε γενικές και τυπικές διαπιστώσεις, αλλά προέβησαν σε συγκεκριμένη και ατομική αξιολόγηση της υπόθεσης του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά δεδομένα που καταδεικνύουν, με τρόπο σαφή και αντικειμενικό, την έμπρακτη απροθυμία του να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, καθώς και την αδυναμία επιβολής αποτελεσματικών εναλλακτικών μέτρων.

 

Άλλωστε, ως έχει λεχθεί και στην προαναφερθείσα υπόθεση Arslan:

 

 «[…] θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του […]». 

 

Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση, σκέψη 57, το ΔΕΕ αναφέρει ότι σε περιπτώσεις ως και η παρούσα, ήτοι όταν εκδίδεται διάταγμα κράτησης κατά προσώπου το οποίο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας ενώ ήδη τελεί υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση:

 

«[…] επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».

 

Συνεπώς, και παρά το ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση εκ νέου εξέταση των παραμέτρων που αφορούν εκάστη περίπτωση, πράγμα που έγινε στην παρούσα, εντούτοις δεν παύει να είναι κατ' ουσία «διατήρηση» προηγούμενης κράτησης δυνάμει εν εξελίξει διαδικασίας επιστροφής κατά την διάρκεια της οποίας υποβάλλεται αίτημα διεθνούς προστασίας. Τούτος θεωρώ ήταν και ο σκοπός του ευρωπαίου νομοθέτη όταν θέσπιζε το αρ.8 (2) (δ), του οποίου μεταφορά στην εθνική νομοθεσία είναι το επίδικο άρ.9ΣΤ (2) (δ).

 

Στην παρούσα θεωρώ ότι κανένα εναλλακτικό της κράτησης μέτρο δε θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο διά της προσβαλλόμενης απόφασης σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής (διάταγμα απέλασης) η οποία ούτε ακυρώθηκε αλλά ούτε ανακλήθηκε παρά μόνο ανεστάλη ενόψει της καταχώρισης αιτήσεως διεθνούς προστασίας από τον Αιτητή. Το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε ενόψει της ήδης εκφρασθείσας δια της συμπεριφοράς του Αιτητή απροθυμίας του να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν στη νομιμότητα της διαμονής του, του γεγονότος ότι διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση χωρίς να τηρήσει την υποχρέωση του για ενημέρωση των αρχών ως προς την αλλαγή της διεύθυνσης διαμονής, και λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ποτέ προηγουμένως δεν προσέτρεξε για ενημέρωση ως προς το καταχωρισθέν αίτημά του για διεθνή προστασία – παρά την πάροδο τριών και πλέον ετών- παρά μόνο έπραξε τούτο αφότου εντοπίστηκε και συνελήφθη από τις αρχές.

 

Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση του αδελφού μου δικαστή κ. Χριστοφόρου, στην υπόθεση K K ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση αρ. ΔΚ 62/21, 1/6/2021, η απροθυμία του αιτητή να νομιμοποιήσει την διαμονή του ως όφειλε, είναι ένα στοιχείο που αντικειμενικά κρινόμενο συνηγορεί υπερ του κινδύνου διαφυγής του αιτητή. Παραθέτω κατωτέρω απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ και υιοθετώ:   

 

«.Σε σχέση τώρα με την δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων θεωρώ ότι εκ των γεγονότων ως ανωτέρω καταγράφονται εύλογα προκύπτει το σοβαρό ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης του αιτητή με την διαταγή απομάκρυνσης δυνάμει του υπό αναστολή διατάγματος απέλασης.

 

Προς τούτο λαμβάνω υπόψη την ήδη εκφρασθείσα δια της συμπεριφοράς του απροθυμίας του αιτητή να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν την νομιμότητα διαμονής του και την απουσία δεσμών με τη Δημοκρατία που θα μπορούσαν να αμβλύνουν κατά περίπτωση την αναγκαιότητα κράτησης του αιτητή προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής του σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αιτήσεως του. (βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες, ανωτέρω, και απόφαση ΕΔΑΔ Nabil And Others ν. Hungary, υπόθ. αρ.62116/12, ημ.22/12/15, κατωτέρω).

 

Η παράνομη διαμονή του στη Δημοκρατία και η πλήρης αδιαφορία που επέδειξε σχετικά με την διευθέτηση της νομιμότητας της διαμονής του στη Δημοκρατία για το διάστημα που διέρρευσε από την λήξη της άδειας διαμονής του ως φοιτητής μέχρι και την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη και την κίνηση διαδικασίας απέλασης του αιτητή πιστεύω αρκεί για να καταδείξει ότι ο κίνδυνος διαφυγής παραμένει αναμφίβολα υπαρκτός. Επί τούτου θεωρώ ότι το διάστημα των 6 μηνών από την ημέρα που έληξε η άδεια διαμονής του μέχρι να κινηθούν οι διαδικασίες επιστροφής του είναι υπέρ δεόντως αρκετό για να θεωρείται ότι είχε ικανό χρόνο στη διάθεση του για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για διευθέτηση της διαμονής του ή να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε προηγούμενο χρόνο.

 

Η ένταση δε του κινδύνου διαφυγής του αιτητή, με αναφορά στην προηγούμενη της υποβολής του αιτήματος διεθνούς προστασίας συμπεριφορά του, είναι καθοριστική στην στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου καθότι είναι διαμέσου της στάθμισης αυτής που μπορεί να εκφρασθεί κρίση επί του αν η επιλογή του επαχθέστερου μέτρου της κράτησης απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού - εδώ η αποτροπή του κινδύνου διαφυγής και η διασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής του - στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, που είναι και η κατάληξη μου στην παρούσα, ως ανωτέρω εξηγώ, και δια τούτο η μόνη ενδεδειγμένη και συνεπώς αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας.

 

Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από τα όσα ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει σχετικά ύπαρξη, ως ισχυρίζεται, δηλωθείσας διεύθυνσης διαμονής. Ούτε μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα από το ενοικιαστήριο έγγραφο που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο που, σημειωτέον, έχει λήξει από την 01/07/20. Σε κάθε περίπτωση η διεύθυνση διαμονής δεν αρκεί από μόνη της για να αμβλύνει ή και να εξαλείψει τον κίνδυνο διαφυγής του αιτητή  και την ένταση αυτού λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών περιστάσεων που αφορούν τον αιτητή ως πιο πάνω καταγράφονται...»

 

Περαιτέρω, κατά τον χρόνο σύλληψής του δεν κατείχε κανένα ταξιδιωτικό έγγραφο ή άλλο επίσημο αποδεικτικό ταυτότητας, γεγονός που δυσχεραίνει την απομάκρυνσή του και ενισχύει τον κίνδυνο διαφυγής. Επιπλέον, δήλωσε ρητά την πρόθεσή του να μην επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, παρά την ύπαρξη εκκρεμούς απόφασης επιστροφής και απέλασης. Ο ίδιος δεν προσκόμισε σταθερή ή επαληθεύσιμη διεύθυνση διαμονής, ούτε άλλες διασφαλίσεις που θα επέτρεπαν την αποτελεσματική εφαρμογή λιγότερο παρεμβατικών μέτρων, όπως η τακτική αναφορά στις Αρχές, η υποχρεωτική διαμονή σε συγκεκριμένη τοποθεσία ή η κατάθεση εγγύησης.

 

Σημειώνεται ότι κανένα από τα παραπάνω δεν αντικρούστηκε επαρκώς ούτε με έγγραφα, ούτε με ισχυρισμούς της νομικής του εκπροσώπου ενώπιον του Δικαστηρίου, και ουδεμία αξιόπιστη πρόταση εναλλακτικού μέτρου προβλήθηκε, η οποία να παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις αποτροπής διαφυγής ή διατήρησης του Αιτητή υπό έλεγχο. Η εκτίμηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι, υπό τα συγκεκριμένα περιστατικά, η επιβολή περιοριστικών μέτρων θα ήταν αναποτελεσματική και ότι η μόνη ρεαλιστικά εφαρμόσιμη λύση ήταν η κράτηση, στηρίζεται σε επαρκή τεκμηρίωση και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετη ή πλημμελώς αιτιολογημένη.

 

Διαπιστώνω λοιπόν ότι ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να καταλήξουν στο ότι η κράτηση του Αιτητή ήταν αναγκαία και αναλογική και δικαιολογείτο σύμφωνα με τα όσα επιβάλλει το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να επιβληθεί το κατ' εξαίρεση μέτρο της στέρησης της ελευθερίας αιτητή ασύλου. Το επίδικο διάταγμα του Αιτητή εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα, στη βάση των περιστατικών που ήταν ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση, η δε αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και με βάση τα όσα ανέλυσα πιο πάνω θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση για κράτηση του Αιτητή ήταν ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και ευθυγραμμισμένη με τις αρχές που αναπτύχθηκαν μέσω της νομολογίας.

 

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως προς την έκδοση αυτής δυνάμει του άρθρου 9Στ(2)(δ).  

 

Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος δωρεάν νομικής αρωγής και λόγω του ότι τελεί υπό κράτηση δεν επιδικάζονται έξοδα της διαδικασίας. Τα έξοδα της δικηγόρου του Αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.

                         

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45

[2] Το ονοματεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[3] Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[4] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.03.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008Inram Ashraf  v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.

[7] Βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275. 

[8] Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367, σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[9] ΔΕΕ, C-18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76.

[10] S.KvRussia, αρ. υπόθεσης 2722/15, ημερομηνίας 14/12/17, σκέψεις 111.

 

[11] Βλ. ανωτέρωArslan, C‑534/11, σκέψη 62

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο