Ο. S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευση, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 39/25, 10/11/2025
print
Τίτλος:
Ο. S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευση, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 39/25, 10/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                                            Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 39/25

                                                            10 Νοεμβρίου, 2025

                                                [Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

                                                                          Ο. S.

                                                                                                                                           Αιτητού

                                                                         και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευση                           

                                                                                                                               Καθ' ων η αίτηση

                                                                    .........

A. Χαραλάμπους (κα.), για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής, δια της παρούσας προσφυγής του, επιζητεί από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία, όπως αυτή διατυπώνεται στο εισαγωγικό του δικόγραφο:

  «Α. Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 30.9.2025 με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του είναι άκυρη και/ ή παράνομη και/ ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου, με την οποία η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 30.9.2025 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του ακυρώνεται.

Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου για άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.

Δ. Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει δίκαιη, εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

Ε. Έξοδα.».

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και τον διοικητικό φάκελο, έχουν συνοπτικά ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από την Τουρκία. Την 1.12.2023, αφού προηγουμένως εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 28.11.2024 λόγω απόσυρσης. Όπως προκύπτει από την εκτύπωση του ηλεκτρονικού συστήματος της Υπηρεσίας Ασύλου, σημειώνεται η ένδειξη explicit withdrawal (σε ελεύθερη μετάφραση: «ρητή απόσυρση»), ενώ στην ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση γίνεται λόγος για σιωπηρή απόσυρση. Στις 17.12.2024, ο Αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην ποινική υπόθεση Σ/544/2024, για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στις 2.12.2024, στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ο Αιτητής, εν γνώσει του και εκ δόλου, έθεσε σε κυκλοφορία πλαστό βουλγαρικό δελτίο ταυτότητας, με σκοπό την παραπλάνηση των αρχών, παριστάνοντας τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο. Ως απαγορευμένος μετανάστης, εναντίον του Αιτητή εκδόθηκαν στις 25.7.2025 διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105). Στις 17.9.2025, ενώ τελούσε υπό κράτηση, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας. Κατόπιν τούτου, το διάταγμα κράτησης της 25.7.2025 ανακλήθηκε και αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης. Ακολούθως, στις 30.9.2025 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησής του, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: «ο περί Προσφύγων Νόμος»), το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής προωθεί με τη γραπτή του αγόρευση, και όπως διευκρίνισε κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, τους ακόλουθους λόγους προσφυγής. Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, λανθασμένη αξιολόγηση των γεγονότων καθώς επεξηγείται όπως υποστηρίζει δια της συνηγόρου του, πού έγκειται ο κίνδυνος διαφυγής του και περαιτέρω γιατί δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν στην περίπτωσή του λιγότερα περιοριστικά μέτρα αντί της κράτησης.

 

3.             Από πλευράς τους, οι Καθ’ ων η αίτηση τάσσονται υπέρ της νομιμότητας του επίδικου διατάγματος, υποβάλλοντας ότι αυτό είναι δεόντως αιτιολογημένο, και ότι τυχόν ελλείψεις στην αιτιολογία καλύπτονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Επικαλούνται ότι η επίδικη πράξη είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης εκτίμησης των περιστάσεων του Αιτητή. Προηγουμένως με τη γραπτή τους αγόρευση προωθούν, ότι οι λόγοι προσφυγής όπως καταγράφονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας και όπως αυτοί περιορίζονται ακόλουθα στη γραπτή του αγόρευση δεν εξειδικεύονται δεόντως. Σε κάθε περίπτωση, κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, η αιτιολογία του επίδικου διατάγματος προκύπτει τόσο από το σώμα του ίδιου του διατάγματος όπου καταγράφονται οι λόγοι που ο Αιτητή θεωρείται ύποπτος διαφυγής κα προηγουμένως ότι η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου του υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση εκτέλεσης της απόφασης απέλασης που εκκρεμεί εναντίον του. Προς τούτο παραθέτουν το ιστορικό της στάσης του Αιτητή απέναντι στη διαδικασία ασύλου από την είσοδό του στη Δημοκρατία, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτός υπέβαλε αρχικά αίτηση ασύλου, την οποία απέσυρε (κατά το σύστημα της Υπηρεσία Ασύλου , ρητώς) και λίγες ημέρες αργότερα επιχείρησε να διαφύγει παράνομα από τη χώρα με πλαστά έγγραφα, γεγονός που υπονομεύει τη γνησιότητα και την αξιοπιστία των ισχυρισμών του περί φόβου δίωξης και φωτίζει το καθυστερημένο και ευκαιριακό χαρακτήρα της μεταγενέστερης υποβολής της αίτησης ασύλου.

 

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

5.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

6.                          Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους: [.]

(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή. [.]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής· [.]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

7.             Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

8.             Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή ότι ένας αιτών δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

 

9.             Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας είναι καταρχήν επιτρεπτή [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMSC-924/19 PPU και 925/19 PPUEU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

 

10.          Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με τον αιτητή, για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, είτε όταν πρόκειται για αιτητή, ο οποίος είναι ήδη υπό κράτηση δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, με το οποίο να τον θέτει υπό κράτηση εφόσον τεκμηριώσει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι ο αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του για διεθνή προστασία να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση επιστροφής του.

 

 

Αρχή της αναλογικότητας

11.          Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο. Στο πλαίσιο της εξατομικευμένης εξέτασης εκάστου αιτούντος, πριν την επιβολή της κράτησης οφείλεται να εξεταστεί προηγουμένως το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναγκαιότητας  και της αναλογικότητας.

 

12.          Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

13.          Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης, και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή σε περίπτωση που η αίτησή του για διεθνή προστασία απορριφθεί[Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en JustitieC-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020].

 

Διαδικαστικές διατυπώσεις και έκταση της εξουσίας ελέγχου του Δικαστηρίου

 

14.          'Ετερη σημαντική παράμετρος της έκδοσης του διατάγματος κράτησης συνιστά η απαίτηση όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερόμενου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

 

15.          Ως προς την έκταση της εξουσίας ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί του επίδικου διατάγματος κράτησης, στην Απόφαση του ΔΕΕ της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B (C‑704/20), και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C‑39/21), ECLI:EU:C:2022:858 (σκέψεις 87 έως 90), το ΔΕΕ αναφερόμενο στη δικαιοδοσία εξέτασης ακόμα και αυτεπάγγελτα της απόφασης της κράτησης (σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις προς τρεις ξεχωριστούς σκοπούς με σκοπό την επιστροφής του αλλοδαπού, την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή τη εκτέλεση της διαδικασίας μεταφοράς σε άλλο κράτος μέλος) κατάληξε ως ακολούθως (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«87. Προκειμένου ένα τέτοιο καθεστώς προστασίας να διασφαλίζει αποτελεσματικά την τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων νομιμότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2008/115, στην οδηγία 2013/33 ή στον κανονισμό 604/2013 όσον αφορά την επιβολή μέτρου κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου για την εξακρίβωση της νομιμότητας του μέτρου. Προς τούτο, πρέπει να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που προβάλλει η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση. Πρέπει επίσης να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις παρατηρήσεις που ενδεχομένως υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ερευνά και κάθε άλλο κρίσιμο για την απόφασή της στοιχείο σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο. Οι εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο επανεξέτασης δεν μπορούν να περιορίζονται, σε καμία περίπτωση, μόνο στα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τη διοικητική αρχή (πρβλ., αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψεις 62 και 64, και της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn, C‑519/20, EU:C:2022:178, σκέψη 65).

 

88      Όπως επισήμανε, κατ' ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών του, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία, της βαρύτητας της επέμβασης στο εν λόγω δικαίωμα, η οποία συνίσταται στην κράτηση προσώπων για λόγους οι οποίοι δεν αφορούν τη δίωξη ή την καταστολή ποινικών αδικημάτων, καθώς και της απαιτήσεως αυξημένου επιπέδου δικαστικής προστασίας, η οποία υπογραμμίζεται από τους κοινούς κανόνες που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη να αφήνεται ελεύθερο το εν λόγω πρόσωπο όταν δεν συντρέχουν ή έχουν πλέον παύσει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της, μεταξύ άλλων και τα πραγματικά στοιχεία, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο των δικονομικών μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο και, με βάση τα στοιχεία αυτά, να εξετάζει κατά περίπτωση τη μη τήρηση απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεσης νομιμότητας, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν την επικαλέστηκε. Η προαναφερθείσα υποχρέωση δεν θίγει την υποχρέωση της δικαστικής αρχής -η οποία θα πρέπει επομένως να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια προϋπόθεση νομιμότητας- να καλεί όλους τους διαδίκους να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της συγκεκριμένης προϋποθέσεως, σύμφωνα με την αρχή της κατ' αντιμωλίαν συζητήσεως. [.]

 

94. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑704/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑39/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/115, το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 5, της οδηγίας 2013/33 και το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 604/2013, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος.».

 

16.          Διαφωτιστική της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο επί της απόφασης κράτησης και των συναφών εξουσιών του είναι και η απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367  σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία όπου το ΔΕΕ, μεταξύ άλλων υπέδειξε ότι:

 

«290. [.], εθνική ρύθμιση η οποία δεν διασφαλίζει τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία ή παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας όχι μόνον συνιστά, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 261 και 277 της παρούσας αποφάσεως, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, αλλά και θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον εμποδίζει πλήρως να αποφανθεί δικαστήριο επί του σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης σε υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας.

 

291. Ως εκ τούτου, και για λόγους παρόμοιους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 138 έως 146 της παρούσας απόφασης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλουν στο αιτούν δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών τελούν υπό κράτηση, να αποφανθεί ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας κράτησης, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που του απαγορεύει να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο.

 

292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

 

17.          Η θέση αυτή υποστηρίζεται εξάλλου και στο εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» όπου αναφέρονται τα εξής ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου επί αποφάσεων κράτησης:

 

«In Mahdi the Court developed standards for an effective judicial remedy. A judicial authority must be able to rule on all relevant matters of fact and of law in order to determine whether a detention is justified. This requires an in-depth examination of the matters of fact specific to each individual case. Where detention is no longer justified, the judicial authority must be able to substitute its own decision for that of the administrative authority and to make a decision on whether to order an alternative measure or to release the third-country national concerned. To that end, the judicial authority must be able to take into account both the facts stated and the evidence adduced by the administrative authority and any observations that may be submitted by a third-country national. Furthermore, a judicial authority must be able to consider any other elements that are relevant for its decision should it so deem necessary. Accordingly, the powers of the judicial authority in the context of an examination can under no circumstances be confined only to the matters adduced by the administrative authority concerned. Any other interpretation would result in an ineffective examination by the judicial authority and would thereby jeopardise the achievement of the objectives pursued. The reviewing court must have jurisdiction to decide on whether or not deprivation of liberty has become unlawful in the light of new factors, which have emerged subsequently to the initial decision depriving a person of their liberty.».[1]

 

18.          Περαιτέρω σχετική είναι και η απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Vakeel Singh κατά Δημοκρατίας, ημερ. 19.12.2023, (και η μνημονευόμενη σε αυτήν νομολογία) στην, όπου αποκρυσταλλώνονται περαιτέρω τα όρια της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αποφαινόμενο συναφώς, ότι:

 

«Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα έθεσε ζήτημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης εκδιδόμενων κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.  Πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579).

 

Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, έχει επιλύσει το ζήτημα.  Πρόκειται για τις αποφάσεις επί των Εφέσεων κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021, ημερομηνίας 20/1/2022 και Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 21/9/2021.  Αποφασίστηκε ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Αυτό βεβαίως, στο βαθμό που δεν προβλέπεται νομοθετικά διαφορετική και αποκλειστική δικαιοδοσία ελέγχου.  Στην παρούσα περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, αποτελεί ερώτημα, κατά πόσο τέτοιος έλεγχος, ως αυτός που διενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στo πλαίσιο διαδικασίας habeas corpus. [.]

 

Το ζητούμενο εν προκειμένω, είναι το κατά πόσο η χρονική περίοδος από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 4/9/2019 μέχρι την ακύρωση του από τη διοίκηση στις 23/10/2019, αφορά στη «διάρκεια» της κράτησης, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η διαδικασία του ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης η οποία ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης και η περίπτωση να υπόκειτο, κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ (7) (α) (i) (ανωτέρω), στη διαδικασία του habeas corpus.

 

Έχουμε κατά νου, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επι προσφυγής, προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της, εξετάζοντας πλήρως και «από τούδε και στο εξής» τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που την διέπουν (Άρθρο (11) (3) (α) (i)) καθώς και ότι «λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής» (Άρθρο 11(5)).

 

Έχουμε επίσης υπόψη, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, ημερομηνίας 8/11/2022), στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης «η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος».

 

Ούτε η εν λόγω απόφαση ωστόσο, ούτε η Οδηγία 2013/33/ΕΚ προκαθορίζουν από ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια κράτους μέλους ασκείται τέτοιος δικαστικός έλεγχος. Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (ανωτέρω), γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus. Ο ίδιος ο νομοθέτης, σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας της κράτησης που το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ασκεί, έχει προνοήσει στο Άρθρο 9 ΣΤ (7) (α) (i), ότι η νομιμότητα της διάρκειας της ασκείται αποκλειστικά με τη διαδικασία του habeas corpus, η οποία συνταγματικώς ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο.».

 

19.          Το άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό. 

 

20.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

21.          Εξετάζονται στη συνέχεια οι εγειρόμενοι λόγοι σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρατίθενται ανωτέρω. Ως προς τους εγειρόμενους λόγους περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, και περί πλάνης παρατηρώ τα εξής.

 

22.          Καταρχήν, διαπιστώνεται η παράλειψη του Αιτητή να εξειδικεύσει επαρκώς τους λόγους προσφυγής τους οποίους ο ίδιος επικαλείται, χωρίς ειδική υπαγωγή των προσωπικών του περιστάσεων στις οικείες διατάξεις του νόμου, όπως ορθώς επισημαίνουν οι Καθ’ ων η αίτηση. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018].

 

23.          Εντούτοις, δεδομένου του διευρυμένου αυτεπάγγελτου ελέγχου που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο επί του επίδικου διατάγματος, το Δικαστήριο αυτό οφείλει να προχωρήσει και να εξετάσει τη νομιμότητα και την ορθότητα του επίδικου διατάγματος, όπως υπαγορεύει το ενωσιακό δίκαιο, σύμφωνα με όσα αποτυπώνονται στην απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, ημερομηνίας 8.11.2022 (στην οποία επίσης παραπέμπει και το Εφετείο στην ανωτέρω απόφασή του στην Έφεση Αρ. 1/2020, Vakeel Singh, εξετάζοντας το εύρος της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου), ανεξαρτήτως, επομένως, των διαδικαστικών ελλείψεων του εισαγωγικού δικογράφου και της αγόρευσης του Αιτητή, κατά το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο.

 

24.          Ειδικότερα, στην απόφαση του ΔΕΕ C-704/20 και C-39/21 κρίθηκε ότι η επιβολή μέτρου κράτησης σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας ή διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους, συνιστά σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω μέτρο πρέπει να συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις νομιμότητας που θεσπίζονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (Οδηγία Επιστροφών), το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις προδιαγραφές για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγία για τις Συνθήκες Υποδοχής) και το άρθρο 28(4) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 για τη θέσπιση κριτηρίων και μηχανισμών για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας (Κανονισμός “Δουβλίνο III”), σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας υποχρεώνει τη δικαστική αρχή να επαληθεύει αυτεπαγγέλτως (ex officio) εάν έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε προϋπόθεση νομιμότητας που θεσπίζεται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αν το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν έχει προβάλει σχετικό λόγο. Κατά συνέπεια, εάν προκύψει ότι οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον, το πρόσωπο αυτό πρέπει να αφεθεί αμέσως ελεύθερο.

 

25.          Από την άλλη, επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της επίδικης πράξης όπως αυτή καταγράφεται στο σώμα του επίδικου διατάγματος και της εγκριθείσας εισήγησης, έχει την εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMSEU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45, υπόθεση αρ. Δ.Κ. 40/20, S.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 27.10.2020 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και βιβλιογραφία). Βλέπετε επίσης απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφαση του ΔΔΔΠ αρ. αρ 29/2021, χχχ ANKIT v. Δημοκρατίας, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A437 και απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.1/2020, Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ν. Vakeel Singh, ημερ. 19.12.2023. 

 

26.          Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο δύναται πλέον το ίδιο με βάση τα ενώπιον του δεδομένα να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στις περιπτώσεις του 9ΣΤ(2)(β) και (δ). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης (Βλ. Κατευθυντήριες γραμμές  του EUAA «Guidelines on Alternatives to Detention», Δεκεμβρίου του 2024, ως προς την μεθοδολογία εξέτασης των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, όπου πρώτα διαπιστώνεται η συνδρομή τουλάχιστον ενός εκ των λόγων κράτησης και ακολούθως η αναλογικότητα του μέτρου της κράτησης έναντι των εναλλακτικών αυτής μέτρων).  Όπως έχει επανειλημμένως ειπωθεί, η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

27.          Προχωρώντας στην εξέταση των πιο πάνω νομικών σημείων, κρίνεται σκόπιμη η προηγούμενη παράθεση αυτούσιου του επίδικου διατάγματος:

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)[2]
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ ο Ο. S., υπήκοος ΤΟΥΡΚΙΑΣ, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι

o O.S. κρατείται

(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων Θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.

(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 180Γ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι o OZGER SAHlN φαίνεται να αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα από μη ελεγχόμενο σημείο και υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε λόγω σιωπηρούς απόσυρσης, στο ότι έπειτα ο αλλοδαπός δεν υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση αλλά ούτε και προσφυγή αλλά προσπάθησε να ταξιδέψει στο Μιλάνο με πλαστό έγγραφο, στο ότι καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 10 μηνών για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, και, όταν αποφυλακίστηκε, συνελήφθηκε με Διατάγματα κράτησης και απέλασης με το Κεφ.1Ο5 και ένα μήνα μετά την σύλληψή του υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Ο.S. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 180Δ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.         ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1) Απορριπτική ΥΠΑΣ ημερ. 28/11/2024, 2) Διάταγμα απέλασης ημερ. 25/07/2025.

2.         ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίσθηκε στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.

3.         ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε καταδίκη που καταγράφεται σε μητρώο της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους και είναι τέτοια που δημιουργεί εικασία ότι o υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να διαφύγει. Ο αλλοδαπός καταδικάστηκε για τα ποινικά αδικήματα της Πλαστοπροσωπίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και εξέτισε ποινή φυλάκισης 10 μηνών.

4.         ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (K), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021); έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.25/Ο7/2Ο25.

5.         ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως ο Ο.S. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.

Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 30η ημέρα του Σεπτεμβρίου, 2025.».

28.          Το διάταγμα κράτησής του ερείδεται σε δύο λόγους κράτησης, στα εδάφια (β) και (δ). Από το ίδιο διάταγμα κράτησης προκύπτει το μεταναστευτικό και ποινικό ιστορικό του Αιτητή, από το οποίο προκύπτει ότι αυτός ήδη είχε υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε (εδώ, σε αντίθεση με την ηλεκτρονική εκτύπωση γίνεται αναφορά σε σιωπηρή απόσυρση), ενώ ο Αιτητής παρέμεινε στη Δημοκρατία και μετά την εν λόγω απορριπτική απόφαση. Περαιτέρω, ο Αιτητής τελούσε υπό κράτηση για διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Η μεταγενέστερη αίτησή του υποβλήθηκε αφότου εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και συνεπώς κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη αίτησή του υποβλήθηκε με σκοπό την παρακώλυση της διαδικασίας επαναπατρισμού του.

 

29.          Στο διοικητικό φάκελο του επίδικου διατάγματος εντοπίζεται το σημείωμα λειτουργού του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ, 29.9.2025 (βλ. ερ. 70 του δ.φ.), το οποίο δια της εγκρίσεώς του από την Διευθύντρια του Τμήματος καθίσταται η αιτιολογική βάση της επίδικης πράξης.  Στο εν λόγω σημείωμα αναπτύσσεται το σκεπτικό της έκδοσης του επίδικου διατάγματος και οι Καθ' ων η αίτηση προβαίνουν σε ειδική αναφορά των περιστάσεων του Αιτητή σε συνάρτηση με τις οικείες διατάξεις - άρθρο 9ΣΤ(2)(β) και (δ). Παρατηρείται ότι η εν λόγω πρακτική είναι η προσήκουσα, καθώς καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο του σκεπτικού της αρμόδιας αρχής, το οποίο επιχειρείται να διατυπωθεί με ευκρίνεια όπως δέον να γίνεται.

 

30.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων προς αξιολόγηση του νόμιμου της κράτησης το υπό το εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου επισημαίνονται τα εξής:

 

31.          Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ένας αιτητής ασύλου δεν δύναται να τεθεί υπό κράτηση αποκλειστικά και μόνο λόγω της ιδιότητάς του αυτής. Προς εφαρμογή, επομένως, του στοιχείου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, κατά το οποίο ο αιτών άσυλο δύναται να κρατηθεί «όταν η κράτηση είναι αναγκαία προκειμένου να προσδιορισθούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτησή του, η απόκτηση των οποίων θα ήταν άλλως αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής», απαιτείται η διαπίστωση πρόσθετων συγκεκριμένων στοιχείων που να καθιστούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεκτή και αναγκαία την κράτηση του αιτούντος.

 

32.          Εν προκειμένω, όπως ορθά επισημαίνουν και οι Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής είχε αποσύρει σε προηγούμενο στάδιο την αίτησή του για διεθνή προστασία και, περαιτέρω, επιχείρησε με παράνομα μέσα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, για το οποίο και καταδικάστηκε για τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και πλαστοπροσωπίας. Η όλη στάση του Αιτητή αντικειμενικά παρεμπόδιζε την ολοκλήρωση της ουσιαστικής εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία στο παρελθόν, ενώ, δεδομένης κυρίως της προηγούμενης απόπειράς του να διαφύγει παρανόμως από τη Δημοκρατία, υφίστανται βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση μη κράτησής του, δεν θα καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της εξέτασης και της μεταγενέστερης αίτησής του, λόγω του υφιστάμενου κινδύνου διαφυγής.

 

33.          Βάσει των ενώπιόν μου δεδομένων, δεν προκύπτει να είχε κληθεί ο Αιτητής σε συνέντευξη κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, ενώ από την ηλεκτρονική καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησής του προκύπτει ένδειξη ότι αυτή έχει γίνει δεκτή ως παραδεκτή (ήτοι, αφορά στο παραδεκτό της αίτησης για διεθνή προστασία). Αξιοσημείωτο δε είναι, τέλος, ότι δεν εντοπίστηκε στην κατοχή του Αιτητή έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο με την άφιξή του στη Δημοκρατία προς ταυτοποίησή του.

 

34.          Η ουσιαστική ολοκλήρωση της εν λόγω εξέτασης είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς σε διαφορετική περίπτωση η εκκρεμότητα της διαδικασίας ασύλου θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό λόγο παρεμπόδισης της μεταγενέστερης έκδοσης απόφασης επιστροφής, εάν δεν έχει προηγουμένως ξεκαθαριστεί και αξιολογηθεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος που θα διέτρεχε ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

35.          Ως εκ τούτου, η διασφάλιση της ουσιαστικής ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης συνιστά νόμιμο και αναλογικό σκοπό κράτησης, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια και οι όροι της κράτησης παραμένουν απολύτως αναγκαίοι και αιτιολογημένοι κατά το στάδιο αυτό.

 

36.          Συνεπώς, συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις κράτησής του και δυνάμει του εδαφίου (β) του άρθρου 9ΣΤ(2), καθόσον δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί ουσιώδη διαδικαστικά στάδια της εξέτασης της αίτησής του, ενώ, επιπλέον, συντρέχει —όπως αναλύεται εκτενέστερα κατωτέρω— κίνδυνος διαφυγής του.

 

37.          Περαιτέρω, ως νομική βάση του επίδικου διατάγματος προκρίνεται και το στοιχείο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ, το οποίο θεσπίζει ένα διακριτό λόγο κράτησης. Όπως προκύπτει από την νομολογία του ΔΕΕ οι λόγοι κράτησης απαριθμούνται εξαντλητικώς, ενώ δεν αποκλείεται να συντρέχει ένας ή περισσότεροι, ταυτόχρονα, λόγοι κράτησης, όπως άλλωστε απορρέει τόσο από το γράμμα όσο και από την τελεολογία της εν λόγω διάταξης (βλ. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84, σκέψη 59, βλ. επίσης κατευθυντήριες γραμμές  του EUAA «Guidelines on Alternatives to Detention», Δεκεμβρίου του 2024, σ. 13[3]). Ως εκ τούτου, τυχόν λανθασμένη επίκληση του ενός λόγου κράτησης δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε ματαίωση του σκοπού της κράτησης στη βάση άλλου νομικού ερείσματος, εν προκειμένω του του στοιχείου (δ) του εδαφίου (2). Άλλωστε και στο άρθρο 31 του περί  Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(Ι)/1999), προβλέπεται ότι εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

 

38.          Προχωρώντας στην εξέταση του νομίμου της κράτησης του Αιτητή υπό το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), διαπιστώνεται ότι, οι Καθ' ων η αίτηση προχώρησαν σε κράτηση του Aιτητή δυνάμει της εν λόγω διάταξης, καθώς ο Αιτητής κρατείτο ήδη στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή του,  και καθώς κρίθηκε ότι, βάσει αντικειμενικών κατά τους ίδιους, κριτηρίων, υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής

 

39.          Σημειώνεται καταρχάς ότι, όπως προκύπτει και από τις αρχές που καταγράφονται ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

 

40.          Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.

 

41.          Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53).

 

42.          Λαμβάνοντας δε την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, αυτό δύναται πλέον το ίδιο να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του 9ΣΤ(2)(δ). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι, η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

43.          Στην απόφαση Mehmet ArslanC‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59 (η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του Δικαστηρίου), η οποία παρατίθεται και ανωτέρω, επισημαίνεται ότι «όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».

 

44.          Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως. (Βλ. ανωτέρω, ArslanC‑534/11, σκέψη 62)

 

45.          Το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας  επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

46.          Στα αντικειμενικά κριτήρια βάσει του προαναφερόμενου άρθρου συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και δεν το έπραξε. Αυτό αν και στοιχείο μη καθοριστικό λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο που αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). (Βλ. Υπόθεση Αρ. 2319/2006, MD Jakir Hossain vAAΠ, (2008) 4 ΑΑΔ 568, ημερ. 16.7.2008)

 

47.          Εν προκειμένου, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 17.5.2025, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του. Η μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή για άσυλο υποβλήθηκε μετά την κράτησή του για παράνομη παραμονή και απέλαση και συγκεκριμένα στις 17.9.2025. Συνεπώς, τόσο κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος όσο και κατά την υποβολή της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του.

 

48.          Σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, ο Αιτητής είχε, για μεγάλο χρονικό διάστημα από την είσοδό του στη Δημοκρατία, τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση ασύλου. Σύμφωνα δε με το ιστορικό του, όπως προκύπτει από το ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, ο ίδιος προέβη σε ρητή απόσυρση της πρώτης του αίτησης, ενδεικτικό της σοβαρότητας της αίτησής του.

 

49.          Αλλά ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί —γεγονός που δεν προκύπτει από το σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου— ότι σιωπηρώς απέσυρε την αίτησή του, δεν προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα ότι ανέλαβε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για περαιτέρω προώθηση της διαδικασίας της αίτησής του.

 

50.          Είναι, επιπλέον, κρίσιμο να σημειωθεί ότι ούτε κατά τη διάρκεια της κράτησής του για λόγους εκτέλεσης ποινικού αδικήματος, διάρκειας περίπου οκτώ μηνών, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Μόνο μετά την έκδοση απόφασης απέλασής του, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας. Η συμπεριφορά αυτή, πέραν του ότι υποδηλώνει πρόθεση καταχρηστικής αξιοποίησης της διαδικασίας ασύλου, καταδεικνύει και έλλειψη συνέπειας και σοβαρότητας ως προς την επίκληση κινδύνου δίωξης στη χώρα καταγωγής του, καθόσον ένα πρόσωπο το οποίο πράγματι διατρέχει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του, ευλόγως αναμένεται να λάβει χωρίς καθυστέρηση όλα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία.

 

51.          Δεν παροράται εξάλλου ότι στο πλαίσιο του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησής του αυτός επικαλείται πολιτική καταδίκη στη χώρα του και περαιτέρω ότι ο ίδιος έχει μεταστραφεί στο χριστιανισμό (βλ. ερ. 48 του δ.φ.). Μολονότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δυνητικά θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, η στάση του όπως αναλύεται ανωτέρω, εύλογα δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτησή διεθνούς προστασίας με μόνο σκοπό την ματαίωση της απέλασής του.

 

52.          Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι, δεδομένης της μη δικαιολογημένης καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης ασύλου του Αιτητή — η οποία υποβλήθηκε λίγο μετά τη σύλληψή του και την απόρριψη της πρώτης αίτησής του — καθώς και της συνολικής του στάσης έναντι της μη αναμενόμενης προώθησης της πρώτης αίτησης, πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις των παραγράφων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2). Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω δεδομένων, κρίνεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε τη νέα αίτηση διεθνούς προστασίας με σκοπό να καθυστερήσει ή/και να παρεμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης απέλασής του.

 

53.          Ως προς την επιβολή του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων περιοριστικών μέτρων, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία, θα πρέπει η στάθμιση αυτή να γίνεται καταρχήν με σαφήνεια και ρητώς από το διοικητικό όργανο και μόνο εκεί όπου τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου απολήγουν σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα, η αιτιολογία δύναται να αναπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Το παρόν Δικαστήριο δύναται σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMSEU:C:2020:367, σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

54.          Στην απόφαση Mehmet ArslanC‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59, η οποία παρατίθεται και ανωτέρω, επισημαίνεται ότι «όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».

 

55.          Εν προκειμένω, προκύπτει ότι, πέραν της παράνομης εισόδου του Αιτητή στη Δημοκρατία, αυτός επιχείρησε να εξέλθει από τη Δημοκρατία κάνοντας χρήση πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου. Το γεγονός αυτό, αφ’ εαυτού, συνιστά σοβαρή ένδειξη ως προς τον κίνδυνο διαφυγής του Αιτητή, καθόσον αυτός έχει ήδη επιχειρήσει, στο πρόσφατο παρελθόν, να εξέλθει παρανόμως από τη Δημοκρατία. Το δεδομένο αυτό αποτελεί, περαιτέρω, ένδειξη της γενικότερης στάσης του έναντι του νόμου. Σημειώνεται ότι σε κανένα στάδιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, παρότι του ήταν γνωστό το αιτιολογικό υπόβαθρο της επίδικης απόφασης, δεν επιχείρησε, με αναφορά στις προσωπικές του περιστάσεις, να ανατρέψει αιτιολογημένα τα ανωτέρω ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση, αναφορικά με τον κίνδυνο διαφυγής του, απορρέοντα από την παρελθούσα καταδίκη του. Η καταδίκη αυτή παρουσιάζει άμεση συνάφεια με το ζήτημα της διαφυγής, λόγω της φύσεως των αδικημάτων — πλαστοπροσωπία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου — τα οποία τελέστηκαν κατά την απόπειρα εξόδου του από τη Δημοκρατία μέσω του Αερολιμένα Λάρνακας. Επιπλέον, δεν διαπιστώνεται, βάσει των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, οποιοσδήποτε ουσιαστικός δεσμός του Αιτητή με τη Δημοκρατία ικανός να λειτουργήσει ως επαρκές αντικίνητρο για τη μη διαφυγή του.

 

56.          Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η κράτηση αποτελεί εν προκειμένω, αναγκαίο και ανάλογο μέτρο και δε θα μπορούσαν να διαταχθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός απομάκρυνσης/επιστροφής του Αιτητή σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

57.          Απορρίπτεται ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, καθώς διαπιστώθηκε ότι αφενός, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν τον περιορισμό της ελευθερίας του Αιτητή, παρά το γεγονός ότι αυτός είναι αιτών άσυλο, και αφετέρου ότι η κράτηση αποτελεί αναγκαίο και ανάλογο μέτρο, εν προκειμένω, για την αποτροπή διαφυγής του Αιτητή και ματαίωσης του σκοπού της απέλασής του, σε περίπτωση απορριπτικής και τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτησή του για άσυλο.

 

58.          Δεδομένης της επικύρωσης του επίδικου διατάγματος, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αναμένεται να ολοκληρώσει με τη δέουσα ταχύτητα την εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου του Αιτητή.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

                                                                               Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Detention-JA-EN-PDF.pdf , σ. 46 [Ημερομηνία πρόσβασης 07/11/2025]

[2] Κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν ήδη σε ισχύ οι περί Προσφύγων Νόμοι του 2000 έως 2023.

[3] «The grounds for detention for applicants for international protection are listed in the RCD (2024). These grounds are exhaustive and must be laid down in the national law of Member States. In accordance with Article 10(4) RCD (2024), an applicant may be detained only on the basis of one or more of the following grounds:[…]».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο