ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. ΔΚ 40/25
20 Νοεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. U.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Μ. Μπαγιαζίδου, Δικηγόρος για Αιτητή
Κα Α. Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται όπως το διάταγμα κράτησης ημ.14/10/25, το οποίο του κοινοποιήθηκε στις 16/10/25, ακυρωθεί (Αιτητικό Α) και περαιτέρω αιτείται «Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του […] και/ή Διάταγμα Εφαρμογής Εναλλακτικών Μέτρων», δια του Αιτητικού Β.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο των Διοικητικών Φακέλων (ΔΦ) του Τμήματος Μετανάστευσης (ΤΜ) και της Υπηρεσίας Ασύλου (ΥΑ), οι οποίοι κατατέθηκαν στα πλαίσια της παρούσης, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, το δε ιστορικό του στη Δημοκρατία έχει ως εξής.
Ο αιτητής αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 06/10/07, μέσω κατεχομένων, και υπέβαλε στις 12/10/07 την 1η αίτηση διεθνούς προστασίας, κλήθηκε για συνέντευξη στις 10/09/08 και στις 13/09/08, μετά από σχετική Έκθεση που ετοιμάστηκε, η εν λόγω αίτηση του απορρίφθηκε, ο αιτητής ενημερώθηκε δε για την απόφαση της ΥΑ δι’ επιστολής ημ.17/09/08, η οποία του επεδόθη προσωπικά στις 07/10/08 (ερ.1-38, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3).
Στις 06/10/08 ο αιτητής υπέβαλε ενώπιον της (τότε) Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (ΑΑΠ) ιεραρχική προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης της ΥΑ, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΑΠ στις 08/04/09 (ερ.39-49, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3).
Στις 19/06/09 ο αιτητής καταχώρησε κατά της ως άνω απόφασης της ΑΑΠ την προσφυγή αρ.737/09, στο Ανώτατο Δικαστήριο (που ασκούσε τότε αναθεωρητική δικαιοδοσία), η οποία και απορρίφθηκε στις 14/01/10 (ερ.149, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3 και ερ.10, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Στις 27/10/10 ο αιτητής κλήθηκε να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία «αμέσως» και την 01/03/11 το όνομα του προστέθηκε στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, με τη σημείωση ότι διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία σε άγνωστη διεύθυνση (ερ.21-24, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Στις 21/03/13 ο αιτητής, κατόπιν γάμου του με υπήκοο Ουγγαρίας, υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογενείας πολίτη της (Ευρωπαϊκής) Ένωσης (Form MEU2Α), η οποία και απορρίφθηκε στις 09/08/13, καθώς, ως διαπιστώθηκε, ο αιτητής δεν διέμενε με τη σύζυγο του στη δηλωθείσα διεύθυνση (ερ.25-43, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α). Το όνομα του αιτητή προστέθηκε εκ νέου στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων στις 26/03/14 (ερ.76, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α)
Στις 17/10/17 ο αιτητής συνελήφθη προς εξακρίβωση στοιχείων και – κατόπιν έρευνας σε διεύθυνση που είχε δηλώσει ως διεύθυνση διαμονής του κατά τη σύλληψη - εντοπίστηκε εκεί γυναίκα από τις Φιλιππίνες, παρανόμως διαμένουσα στη Δημοκρατία, μαζί με δύο ανήλικα παιδιά, ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΚΕΦ.105, ημ.18/10/17 (ερ.63-72, 92, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Στις 06/11/17, ο αιτητής υπέβαλε στην ΑΑΠ μεταγενέστερη αίτηση, η οποία κρίθηκε ότι δεν μπορεί να εξεταστεί από την ΑΑΠ, λόγω του ότι δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες της, ως μεταγενέστερη αίτηση, προκειμένου να εξεταστεί από την ΥΑ (ερ.51-52, ΔΦ της ΥΑ).
Στις 10/01/18, στα πλαίσια επανεξέτασης της κράτησης του αιτητή, έγινε εισήγηση όπως αφεθεί ελεύθερος, να εκδοθεί εναντίον του απόφαση επιστροφής και να του δοθεί χρόνος 2 μηνών «για να διευθετήσει την αναχώρηση του από τη Δημοκρατία» (ερ.83, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α). Στις 11/01/18 εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη Νιγηρία (με περίοδο εθελούσιας αναχώρησης 2 μηνών, νοουμένου ότι ο αιτητής δηλώσει διεύθυνση διαμονής και παραδώσει το διαβατήριο του), η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν, και στις 23/01/18 το διάταγμα κράτησης ημ.18/10/17 ακυρώθηκε (ερ.73-87, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Στις 17/05/19 έγινε επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή από την ΥΑ (ως αντιλαμβάνομαι πρόκειται για ανάληψη της μεταγενέστερης αιτήσεως από την ΥΑ), αφού κρίθηκε ότι την ευθύνη να επιληφθεί της αιτήσεως που προηγουμένως απερρίφθη από την ΑΑΠ είχε η ΥΑ (ερ.58-59, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3 και ερ.117, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α), και στις 18/01/24, δι’ επιστολής που φαίνεται να είχε σταλεί ταχυδρομικώς στην οδό Δήμητρας (Αγλαντζια), ο αιτητής κλήθηκε να παραστεί σε συνέντευξη (ερ.57, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3). Σημειώνεται ότι στις 13/08/21, ενόψει αιτήσεως που υπέβαλε για έκδοση νέου Δελτίου Εγγραφής Αλλοδαπού, υπέβαλε έντυπο αλλαγής διεύθυνσης διαμονής με νέα διεύθυνση στη λεωφόρο Λάρνακος, Αγλαντζιά (ερ.111-115, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α και ερ.57 ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3).
Κατόπιν της μη ανταπόκρισης του αιτητή στην ως άνω κλήση για συνέντευξη, η αίτηση του απορρίφθηκε ως σιωπηρώς αποσυρθείσα στις 31/05/24 και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη Νιγηρία, η δε ενημερωτική επιστολή για την εν λόγω απόφαση της ΥΑ ημ.17/06/24, στάλθηκε ταχυδρομικώς στην οδό Δήμητρας, στην Αγλαντζια, και επιστράφηκε ως αζήτητη (ερ.58-60, 61-65, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3). Σημειώνω εδώ ότι στις διευκρινίσεις, με τη σύμφωνη γνώμη των καθ’ ων η αίτηση κατατέθηκε εκτύπωση μέσω διαδικτύου από τον ιστότοπο των Κυπριακών Ταχυδρομείων, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, εκ της οποίας προκύπτει ότι την επιστολή ημ.17/06/24 παρέλαβε τελικά στις 16/08/24 άτομο ονόματι Μ. Μιχαήλ.
Στις 29/07/25, μετά από έρευνα που έγινε κατόπιν πληροφοριών, ο αιτητής εντοπίστηκε μαζί με την αλλοδαπή εκ Φιλιππινών και τα τρία ανήλικα παιδιά τους να διαμένουν στη διεύθυνση Περσεφόνης 6, Αγ. Δομέτιος. Ο αιτητής συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, η δε μητέρα των ανήλικων τέκνων τους δεν συνελήφθη, για ανθρωπιστικούς λόγους (ερ.116Α, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Στις 30/07/25 ο αιτητής κηρύχθηκε εκ νέου απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν κατ’ αυτού διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΚΕΦ.105 (ερ.133-135, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α). Κατά όλων των ως άνω διοικητικών πράξεων καταχωρήθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο (ΔΔ) η προσφυγή αρ.902/25, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Στις 13/08/25 η εξουσιοδοτημένη προς τούτο συνήγορος του αιτητή επιθεώρησε τον ΔΦ της ΥΑ και στις 28/08/25 απέστειλε επιστολή προς ΥΑ και Υφυπουργείο Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, όπου ανέφερε ότι ο αιτητής διαμένει μαζί με την μητέρα των 3 ανήλικων τέκνων του εδώ και 12 χρόνια, οι δε επιστολές ημ.18/01/24 και 17/06/24 είχαν σταλεί σε λανθασμένη διεύθυνση, θέτει ζητήματα οικογενειακής ενότητας και προστασίας των δικαιωμάτων των ανήλικων τέκνων του αιτητή και ζητά επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή και ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημ.30/07/25 (ερ.76-78, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3).
Στις 08/09/25 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, όπου αναφέρει ότι απέκτησε με υπήκοο Φιλιππίνων τρία τέκνα, ηλικίας 6, 8 και 9 ετών, τα οποία γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και φοιτούν σε σχολεία της Δημοκρατίας, και τα οποία δεν επιθυμεί να αποχωριστεί, δεν μπορούν δε να πάνε στη Νιγηρία με τη σύντροφο και τα παιδιά του γιατί «υπάρχει εκεί μεγάλος κίνδυνος, αφού τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά στην Αφρική» και ούτε μπορούν να πάνε στις Φιλιππίνες (χώρα καταγωγής της συντρόφου του), αφού τα παιδιά είναι αφρικανικής καταγωγής και γι’ αυτό θα «αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα και ρατσισμό». Η αίτηση ημ.12/09/25 κρίθηκε παραδεκτή και, μετά από συνέντευξη η οποία διενεργήθηκε με τον αιτητή, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε στις 09/10/25, η δε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή του δόθηκε δια χειρός στις 13/10/25 (ερ.79-155, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3).
Ο αιτητής έχει καταχωρήσει στο Δικαστήριο (ΔΔΔΠ) την προσφυγή αρ.2677/25, κατά της ως άνω απόφασης της ΥΑ ημ.09/10/25, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Η σύντροφος του αιτητή (μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους) έχει καταχωρήσει στο Δικαστήριο (ΔΔΔΠ) την προσφυγή αρ.Τ449/25, κατά της απόφασης της ΥΑ ημ.11/09/25, που εκκρεμεί (ερ.276-282, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Το μεν διάταγμα κράτησης ημ.30/07/25 ακυρώθηκε, ενόψει της έκδοσης του επίδικου εδώ διατάγματος ημ.14/10/25, το δε διάταγμα απέλασης ημ.30/07/25 ανεστάλη, ενόψει τόσο της προσβολής του στα πλαίσια της προσφυγής αρ.902/25 στο ΔΔ, όσο και της εκδόσεως του επίδικου διατάγματος (ερ.324-329, ΔΦ του ΤΜ, Τεκμήριο 2Α).
Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατόπιν σύντομου ιστορικού του αιτητή στη Δημοκρατία και των διαδικασιών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εδώ διαμονής του, αναφέρει ότι, δεδομένου ότι ο αιτητής ειδοποίησε δεόντως για την αλλαγή διεύθυνσης του στις 13/08/21 (παραπέμπει στο ερ.111, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α) πρέπει να γίνει δεκτό ότι ουδέποτε έλαβε την κλήση για συνέντευξη και ουδέποτε έλαβε γνώση της απόρριψης της αιτήσεως του, δεδομένου του ότι ουδέν στοιχείο υπάρχει στον φάκελο που να δεικνύει ότι έγινε προσπάθεια επικοινωνίας με τον αιτητή στο κινητό τηλέφωνο, ο αριθμός του οποίου – ως αναφέρει - παραμένει ο ίδιος ως αναγράφεται στο ερ.111, ΔΦ της ΤΜ, Τεκμήριο 2Α και ερ.69 ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3. Ακολούθως, κατόπιν παράθεσης της οικείας νομοθεσίας και παραπομπής σε σχετική με το επίδικο διάταγμα νομολογία του ΔΕΕ, αναφέρει ότι ουδείς αιτητής διεθνούς προστασίας μπορεί να κρατείται εκ μόνης της ιδιότητας του αυτής.
Αναφορικά ειδικώς με τη νομική βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής ο Νόμος) εισηγείται ότι δεν «ξεκαθαρίζεται στο λεκτικό του διατάγματος ποια είναι τα στοιχεία αυτά που είναι αδύνατο να εξασφαλιστούν χωρίς την κράτηση του αιτητή», σημειώνοντας ότι έχει ήδη γίνει συνέντευξη με τον αιτητή στα πλαίσια εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
Σχετικά με την έτερη νομική βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου, εισηγείται ότι δεν πληρείται η 1η προϋπόθεση του επίδικου άρθρου, η οποία προνοεί ότι ο αιτητής πρέπει να «κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης», αφού, ως αναφέρει, δεν έχει εκδοθεί στα πλαίσια της απόφασης της ΥΑ ημ.09/10/25, που είναι η «πιο πρόσφατη εκτελεστή απόφαση», απόφαση επιστροφής κατά του αιτητή. Επιπροσθέτως τούτου, ως εισηγείται η συνήγορος του αιτητή, δεν πληρούται ούτε η 2η προϋπόθεση που θέτει το ως άνω επίδικο άρθρο, ήτοι δεν τεκμηριώνεται «βάσει αντικειμενικών κριτηρίων» ότι ο αιτητής υπέβαλε «αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής».
Επανερχόμενη στο ότι ο αιτητής εν προκειμένω δεν ενημερώθηκε δεόντως για την κλήση του σε συνέντευξη και την απόρριψη της προηγούμενης αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε (η οποία ήταν μεταγενέστερη, βλ. ερ.58-59 ΔΦ της ΥΑ), λαμβανομένης υπόψη και της καθυστέρησης που σημειώθηκε (περί τα 5 έτη από τον χρόνο που έγινε επανάνοιγμα της απορριφθείσας από την ΑΑΠ μεταγενέστερης αιτήσεως του) μέχρι να κληθεί – χωρίς να ενημερωθεί δεόντως, ως αναφέρει, για τούτο – ο αιτητής σε συνέντευξη, εισηγείται ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλα όσα έγιναν είναι εξ υπαιτιότητας και μόνο της ΥΑ. Σημειώνει δε περαιτέρω επί τούτου ότι στο ερ.179 του ΔΦ του ΤΜ (Τεκμήριο 2Β) καταγράφεται το εξής: «ληγμένη προθεσμία προσφυγής: όχι», εκ του οποίου υπονοείται, ως αναφέρει η συνήγορος του αιτητή, ότι ο φάκελος του δεν έχει κλείσει. Εκ των ως άνω προκύπτει – σύμφωνα με την εισήγηση της συνηγόρου του αιτητή – πως, δεδομένου του ότι ο αιτητής δεν είχε γνώση της απόρριψης της προηγούμενης αιτήσεως του, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η αίτηση ημ.12/09/25 υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την παρεμπόδιση της διαδικασίας επιστροφής του αιτητή.
Αναφορικά με την αιτιολογία αρ.2 του επίδικου διατάγματος αναφέρει ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη η προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και όχι να γίνεται χρήση αυτών για απόδειξη κινδύνου διαφυγής, αναφορικά δε με την αιτιολογία αρ.3 αναφέρει ότι το διαβατήριο του αιτητή βρίσκεται στον ΔΦ της ΥΑ και αναφορικά τέλος με την αιτιολογία αρ.4, παραπέμπει εκ νέου στα όσα προηγουμένως είχαν αναφερθεί σχετικά με τη δέουσα δήλωση νέας διεύθυνσης από τον αιτητή.
Σχετικά με το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων η συνήγορος του αιτητή, κατόπιν παραπομπής στις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR και στην οικεία νομοθεσία, αναφέρει ότι εν προκειμένω δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις του αιτητή, ήτοι η ύπαρξη της συντρόφου και των τριών ανήλικων τέκνων του, με τους οποίους και διαμένει, η ύπαρξη των οποίων και περιορίζει – ως εισηγείται – «σημαντικά τα κίνητρα διαφυγής του», και ούτε εκτιμήθηκε κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, ως θα έπρεπε, το βέλτιστο συμφέρον των ανήλικων τέκνων του, η οποία απουσιάζει από το λεκτικό του και δεν συμπληρώνεται από τα στοιχεία του ΔΦ.
Συνεπώς, ως εν κατακλείδι αναφέρει, το επίδικο διάταγμα στερείται ερείσματος στον Νόμο και δια τούτο θα πρέπει να ακυρωθεί ή – διαζευκτικά – να αντικατασταθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, ενόψει του ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν έγινε ορθή εδώ στάθμιση στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας.
Κατά τις διευκρινήσεις η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναφέρθηκε εκτεταμένα στα όσα στην ήδη πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση της καταγράφονται, αναφέροντας ότι η κράτηση του αιτητή οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση τη σύντροφο και τα τέκνα του, σημειώνοντας ότι ο μεν αιτητής έχει δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία μέχρι εκδίκασης της προσφυγής αρ.2677/25, η δε σύντροφος και τα ανήλικα τέκνα του έχουν προσβάλει ήδη την απόφαση της ΥΑ που τους αφορά και έχουν καταχωρήσει ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια της προσφυγής αρ.Τ449/25 ενδιάμεση αίτηση, στα πλαίσια της οποίας θα κριθεί το δικαίωμα παραμονής τους στη Δημοκρατία εκκρεμούσης της προσφυγής τους.
Οι καθ' ων η αίτηση εμμένουν στη νομιμότητα και ορθότητα του επίδικου διατάγματος και σημειώνουν ότι είναι καθ’ όλα νόμιμό, επαρκώς αιτιολογημένο, προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης και, περαιτέρω, αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού σκοπό, αλλά και απολύτως αναγκαίο, δεδομένου του ιστορικού του αιτητή. Παραπέμπουν δε προς τούτο στα ερ.320-323 και 127-130, του ΔΦ της ΤΜ (Τεκμήριο 2Α), όπου καταδεικνύεται, ως επί τούτου εισηγούνται, ότι λήφθηκαν δεόντως υπόψη όλες οι περιστάσεις που αφορούν τον αιτητή και παρατίθεται πλήρης αιτιολόγηση του επίδικου διατάγματος. Σημειώνουν δε ότι εκ του ιστορικού του αιτητή καταδεικνύεται ότι δεν θα μπορούσαν εδώ να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, ενόψει του ότι δεν έχει συμμορφωθεί με καμία εκ των αποφάσεων επιστροφής που έχουν εκδοθεί που τον αφορούν. Προς επίρρωση των ως άνω παραθέτουν πλήθος αναφορών και αποσπασμάτων από αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου. Στην επιμέρους επιχειρηματολογία των καθ’ ων η αίτηση αλλά και στα όσα ανέφεραν κατά τις διευκρινίσεις θα επανέλθω πιο κάτω, όπου ήθελε κριθεί σκόπιμο, κατά την ενασχόληση με τους ισχυρισμούς του αιτητή.
Στο σημείο κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα.
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ ο S. U. υπήκοος ΝΙΓΗΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθότι
ο S. U. κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.
(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 180Γ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσής της και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο S. U. αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου, και έπειτα, εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας από άγνωστο σημείο. Στις 09/11/2007 ο αλλοδαπός υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε πρωτοβάθμια στις 17/09/2008. Ακολούθως ο ίδιος υπέβαλε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 08/04/2009. Στις 19/06/2009 ο αλλοδαπός υπέβαλε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο η οποία απορρίφθηκε στις 14/01/2010. Στις 17/10/2017 ο αλλοδαπός συνελήφθη βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Στις 11/01/2018 ο αλλοδαπός αφέθηκε ελεύθερος, καθώς του δόθηκε απόφαση επιστροφής με σκοπό να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Ακολούθως, στις 23/05/2019 έγινε επανάνοιγμα φακέλου και στις 31/05/2024 απορρίφθηκε σιωπηρά και στις 17/06/2024 απεστάλει απαντητική επιστολή στον αλλοδαπό. Σύμφωνα με την ΥΑΜ ο αλλοδαπός παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία. Όταν συνελήφθηκε και κρατήθηκε με σκοπό την απέλαση του στις 30/07/2025, κάποιες μέρες αργότερα στις 08/09/2025 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου η οποία έγινε δεκτή στις 19/09/2025, ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο S. U. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους,
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη απόφαση επιστροφής: (1) Απορριπτική απόφαση ΥΠΑΣ ημερ.17/09/2008. (2) Απορριπτική απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ.08/04/2009. (3) Απόρριψη της προσφυγής αρ.737/2009 από το Ανώτατο Δικαστήριο ημερ.14/01/2010. (4) Απορριπτική απόφαση του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ.09/08/2013. (5) Διάταγμα απέλασης ημερ.18/10/2017. (6) Απόφαση επιστροφής ημερ.11/01/2018. (7) Απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.31/05/2024 η οποία του εστάλη στις 17/06/2024. (8) Διάταγμα απέλασης ημερ.30/07/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίστηκε στην κατοχή του το διαβατήριο του
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε προηγούμενη εξαφάνιση. Η αίτηση ασύλου του αλλοδαπού στην Υπηρεσία Ασύλου απορρίφθηκε στις 31/05/2024 με σιωπηρή απόσυρση και του απεστάλη η απαντητική επιστολή στις 17/06/2024. Έκτοτε ο αλλοδαπός παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία σύμφωνα με την ΥΑΜ.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.30/07/2025.
6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο S. U. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.
ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία 14η ημέρα του Οκτωβρίου 2025»
Έχω διέλθει με προσοχή των εκατέρωθεν επιχειρημάτων των ευπαίδευτων συνήγορων των μερών, όπως εκτίθενται στις γραπτές αγορεύσεις που υποβλήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προφορικών τοποθετήσεων τους και του των ΔΦ.
Σε σχέση κατ’ αρχήν με την αιτιολογία αυτού αλλά και την παράθεση των πραγματικών και των νομικών λόγων για τους οποίους εκδόθηκε, παρατηρώ τα ακόλουθα.
Στην υπόθεση του Δ.Ε.Ε. C-18/16 Κ. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/2017, λέχθηκε ότι «[...] σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 4, της ίδιας οδηγίας, στη σχετική με την κράτηση απόφαση αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται […] ».
Από την ανάγνωση του λεκτικού του ως άνω διατάγματος διαπιστώνω ότι επί τούτου αναφέρονται δεόντως οι νομικές βάσεις επί των οποίων εδράζεται το επίδικο διάταγμα και παρατίθενται, έστω μερικώς συγκεχυμένα και αλληλεπικαλυπτόμενα, οι πραγματικοί λόγοι που τεκμηριώνουν εν προκειμένω την συνδρομή των προϋποθέσεων που τίθενται εκ των εδαφίων (β) και (δ) του Νόμου, στη βάση των οποίων θεωρήθηκε ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι [η εδώ αιτήτρια] υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» και πως η κράτηση έχει ως επιπρόσθετο σκοπό «να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής [της αιτήτριας]», αλλά και των παραμέτρων που συνυπολογίστηκαν και, οι οποίες κατέστησαν αναγκαία και αναλογική προς τον ως άνω σκοπό την κράτηση του αιτητή εν προκειμένω, αντί επιβολής εναλλακτικών μέτρων.
Τα ανωτέρω ευθυγραμμίζονται και με σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ, όπου στην απόφαση του Khlaifia and others v Italy, υπ. αρ.16483/12, ημ.15/12/2016, παρ.115, γίνεται λόγος για ουσιώδεις λόγους («essential legal and factual grounds») και αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ:
«Paragraph 2 of Article 5 lays down an elementary safeguard: any person who has been arrested should know why he is being deprived of his liberty. This provision is an integral part of the scheme of protection afforded by Article 5: any person who has been arrested must be told, in simple, non-technical language that he can understand, the essential legal and factual grounds for his deprivation of liberty, so as to be able to apply to a court to challenge its lawfulness in accordance with paragraph 4 (see Van der Leer v. the Netherlands, 21 February 1990, § 28, Series A no. 170‑A, and L.M. v. Slovenia, cited above, §§ 142-43). Whilst this information must be conveyed “promptly”, it need not be related in its entirety by the arresting officer at the very moment of the arrest. Whether the content and promptness of the information conveyed were sufficient is to be assessed in each case according to its special features (see Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom, 30 August 1990, § 40, Series A no. 182, and Čonka, cited above, § 50). »
(Υπογράμμιση δική μου)
Θεωρώ λοιπόν ότι από το λεκτικό που παρατίθεται στο ως άνω διάταγμα ικανοποιούνται οι ρητές πρόνοιες [βλ. άρ.9ΣΤ (8) του Νόμου και αρ.9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία)] περί παράθεσης των νομικών και πραγματικών λόγων του. Σύμφωνα με το αρ.28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της», η οποία βεβαίως μπορεί να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 7 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ ότι η αιτιολογία καταγράφεται δεόντως στο διάταγμα, ως η σχετική νομοθεσία και νομολογία επιτάσσει. Το κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν δέουσας έρευνας, η ορθότητα της αιτιολογίας αυτής, το ενδεχόμενο τούτη να λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τον νόμο ή τα πράγματα αλλά και κατά πόσο είναι επί της ουσίας αυτής ορθή και αν αυτή λήφθηκε κατόπιν στάθμισης της αναλογικότητας και αναγκαιότητας της κράτησης και ελέγχου της συμβατότητας αυτής με τη νομοθεσία και νομολογία, εθνική και ενωσιακή, θα κριθεί πιο κάτω.
Προχωρώ σε επί της ουσίας εξέταση του προσβαλλόμενου διατάγματος (βλ. Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.17/2021, Janelidze v. Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, όπου λέχθηκε ότι το ΔΔΔΠ ελέγχει «όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται.».
Αρχίζοντας από τη νομική βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (β), ήτοι «για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή», στο εγχειρίδιο «Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου», του EASO, 2019, σελ.28, αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά:
«Το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου πρέπει, εκ φύσεως, να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τα πραγματικά περιστατικά. Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση είναι και πάλι χρήσιμες καθώς η κατευθυντήρια οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 αναφέρει τα εξής:
Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα - ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο - δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Παρότι ο «κίνδυνος διαφυγής» είναι μια πρόβλεψη, φαίνεται πιθανό ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα αποτελέσει τη βάση του λόγου αυτού διότι εάν ο αιτών διεθνή προστασία δεν είναι πιθανό να διαφύγει, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς υπό ποιες περιστάσεις τα στοιχεία του ισχυρισμού επί του οποίου βασίζεται η αίτηση δεν θα μπορούσαν να ληφθούν χωρίς να υπάρξει κράτηση.»
Με δεδομένο εδώ ότι η συνέντευξη του αιτητή επί της αιτήσεως ημ.08/09/25 αλλά και η απόφαση της ΥΑ επί της εν λόγω αιτήσεως εκδόθηκε στις 09/10/25, προτού εκδοθεί το επίδικο εδώ διάταγμα (14/10/25) είναι προφανές ότι ουδέν στοιχείο απέμεινε που έχρηζε προσδιορισμού. Τούτο γιατί, πολύ απλά, για να εκδώσει απόφαση η ΥΑ, σημαίνει - κατά λογική αναγκαιότητα - ότι ικανοποιήθηκε ότι είχε ενώπιον της όλα εκείνα τα στοιχεία που επέτρεπαν την εξέταση της αιτήσεως. Συνεπώς δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να γίνει λόγος ότι η κράτηση δύναται να βρει νομικό έρεισμα στο αρ.9ΣΤ (2) (β) του Νόμου, όπου ρητώς προνοείται ότι η κράτηση γίνεται προκειμένου «να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη», δεδομένου ότι η αίτηση είχε ήδη κριθεί προτού εκδοθεί το επίδικο διάταγμα.
Παρά τα ως άνω όμως το ζήτημα δεν σταματά εδώ, καθώς η πάσχουσα νομική βάση δεν αρκεί για να καταστήσει άνευ ετέρου ακυρωτέο το επίδικο διάταγμα, για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως.
Τα αρ.31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), αναφέρουν τα ακόλουθα:
«31. Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί νομική να έχει άλλο νομικό έρεισμα.
32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.»
Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ανδριάνθη Κ. Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2882, λέχθηκε ότι «[σε] περίπτωση πολλαπλών ή επάλληλων αιτιολογιών αρκεί κατά κανόνα η νομιμότητα μιας μόνο από αυτές για να στηρίξει επαρκώς την προσβαλλόμενη πράξη. Οποτεδήποτε διοικητική πράξη επικαλείται περισσότερα του ενός ερείσματα, αρκεί η ορθότητα ενός από αυτά για να την στηρίξει.». Στη δε Χριστοδουλίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297, απόφαση Ολομέλειας, είχε ειπωθεί ότι «it is a firmly established principle of Administrative Law that even if an administrative decision could not have been validly based on the legal reason which was actually stated in support of it such decision should still be upheld judicially if it could, nevertheless, be reached validly on the basis of some other legal reason (see, inter alia, in this respect, Pikis v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 562, 575, Spyrou (No. 1) v. The Republic, (1973) 3 C.L.R. 478, 484, Akinita Anthoupolis Ltd. v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 296, 303 and Paraskevopoulou v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 647, 661, 662). »
Εν προκειμένω, παρότι, ως ανωτέρω εξηγώ, έχω ήδη καταλήξει ότι το επίδικο διάταγμα στερείται νομικού ερείσματος στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β), αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνο του σε ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος, αν ήθελε κριθεί πιο κάτω ότι οι προϋποθέσεις του αρ.9ΣΤ (2) (δ) πληρούνται, καθώς «[λ]ανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να βρει άλλο νομικό έρεισμα» . Άλλωστε, ως ειπώθηκε και στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος «ο έλεγχος ουσίας στην οποία το [ΔΔΔΠ] προβαίνει επί διατάγματος κράτησης […] είναι θετικά διαπλαστικός, υπό την έννοια ότι δύναται να διαπλάσει το ίδιο το Δικαστήριο την πράξη που η Διοίκηση παράνομα εξέδωσε», στα πλαίσια της οποίας το Δικαστήριο μπορεί να συμπληρώσει «νομικό κενό με τη δική του κρίση, ασκώντας θετική δικαιοπλαστική εξουσία».
Σχετικά με την βάση του επίδικου διατάγματος στο αρ.9ΣΤ (2) (δ) σημειώνω τα εξής.
Καθοδηγητικά είναι βεβαίως όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες «Κατευθυντήριες Οδηγίες Για Την Κράτηση Αιτούντων Άσυλο», όπου, στην παρ.19, αναφέρεται ότι: «[στα] πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»
Στην αιτ. σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αναφέρεται ότι η «κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης», οι οποίες δεν είναι βεβαίως άλλες από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρ.8 (3), πάντοτε τηρούμενων των εγγυήσεων που προβλέπονται στο αρ.9 της Οδηγίας. Οι εν λόγω πρόνοιες της Οδηγίας έχουν μεταφερθεί στην εθνική μας νομοθεσία με το επίδικο άρ.9ΣΤ του Νόμου.
Βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού του αρ.9ΣΤ (2) (δ) είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR (στο εξής η υπόθεση Arslan), ημ.30/5/13, όπου εξετάστηκε η αλληλεπίδραση της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, με τις οδηγίες επαναδιατύπωση των οποίων είναι ισχύουσες 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.
«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.
58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.
59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.
60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).
61. Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.
62. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.
63. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του.»
Τα γεγονότα λοιπόν και η συμπεριφορά ενός αιτητή πριν αλλά και κατά την υποβολή της αιτήσεως ασύλου μπορούν να τεκμηριώσουν κατά περίπτωση το κατά πόσο «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου].
Επανερχόμενος τώρα στα ενώπιον μου στοιχεία, ως αυτά εκτίθενται εκτενώς πιο πάνω, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω στην ολότητα τους, σημειώνω τα εξής.
Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία πριν από 18 χρόνια. Έκτοτε υπέβαλε αίτηση ασύλου, ιεραρχική προσφυγή, προσφυγή κατά της απόφασης επί της ιεραρχικής του προσφυγής, αίτηση άδεια διαμονής ως μέλος οικογενείας πολίτη της Ένωσης, αλλά και μεταγενέστερη αίτηση, άπαντα δε τα ως άνω διαβήματα του απορρίφθηκαν, πλην της μεταγενέστερης αιτήσεως ημ.06/11/17, η οποία παραπέμφθηκε από την ΑΑΠ στα κατά Νόμο αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση αυτή όργανο, την ΥΑ.
Μεταξύ των ως άνω διαβημάτων του αιτητή υπήρξαν μεγάλα διαστήματα κατά τα οποία αυτός συνέχιζε να διαμένει παρανόμως στη Δημοκρατία. Το 2010, δεδομένου ότι κατόπιν της απόρριψης της προσφυγής του στο Ανώτατο κατά της ιεραρχικής του προσφυγής επί της 1ης αιτήσεως ασύλου απώλεσε το δικαίωμα παραμονής του στη Δημοκρατία (βλ. αρ.8 του Νόμου, ως ίσχυε τότε), ο αιτητής κλήθηκε να αναχωρήσει αμέσως από την επικράτεια και το όνομα τέθηκε στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Δεν το έπραξε. Το 2017, αφού στο μεταξύ διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για περίοδο περί των 7 ετών, όταν εντοπίστηκε τυχαία, συνελήφθη, κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΚΕΦ.105. Ακολούθως ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής με περίοδο εθελούσιας αναχώρησης 2 μηνών. Δεν το έπραξε. Τουναντίον, στις 05/08/18, όταν αναζητήθηκε στη δηλωθείσα διεύθυνση (ήταν προαπαιτούμενο για την προηγούμενη απελευθέρωση του, βλ. ερ.73, ΔΦ του ΤΜ, Τεκμήριο 2Α), δεν εντοπίστηκε και δεν ανταποκρινόταν σε κλήσεις που έγιναν στο κινητό του (σε αριθμό που η συνήγορος του ανέφερε στα πλαίσια της παρούσης ότι είναι μέχρι σήμερα ο ίδιος, ως αυτός αναγράφεται και στο ερ.52, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3).
Το 2025 εντοπίστηκε εκ νέου από κλιμάκιο της αστυνομίας σε διεύθυνση για την οποία δεν είχε ενημερώσει δεόντως τις Αρχές [βλ. αρ.8 (2) του Νόμου], συνελήφθη, κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΚΕΦ.105, τα οποία αποτελούν αντικείμενο προσφυγής στο ΔΔ, που εκκρεμεί. Περί τον ένα μήνα μετά τα ως άνω ο αιτητής υπέβαλε (πάλι) μεταγενέστερη αίτηση ημ.08/09/25 (βλ. ερ.80, ΔΦ της ΥΑ), η οποία κρίθηκε παραδεκτή, εξετάστηκε επί της ουσίας και απορρίφθηκε, κατά δε της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε στο ΔΔΔΠ προσφυγή, η οποία εκκρεμεί.
Σημειώνω ότι επί του τελευταίου διαστήματος, ήτοι από το 2019, όταν επανανοίχθηκε ο φάκελος της αιτήσεως ημ.16/11/17 από την ΥΑ, μέχρι τη σύλληψη του αιτητή τον Ιούλιο 2025, η συνήγορος του διατείνεται ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι ο αιτητής είχε ενημερώσει τις Αρχές για την αλλαγή διεύθυνσης του και συνεπώς τόσο η κλήση του για συνέντευξη όσο και η επιστολή ενημέρωσης του για την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως ως σιωπηρά αποσυρθείσας είχαν σταλεί σε λανθασμένη διεύθυνση. Σημείωσε σχετικά, παραπέμποντας και στο αρ.8 (2) (β) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι ακόμα και αν η νέα διεύθυνση δεν υποβλήθηκε στην ΥΑ, η Αρχή που έλαβε την εν λόγω ειδοποίηση όφειλε να τη διαβιβάσει στην ΥΑ, ότι, εφόσον ο αιτητής είχε δεόντως υποβάλει εγγράφως τη νέα διεύθυνση του στις Αρχές το 2021 (ερ.111, ΔΦ του ΤΜ, Τεκμήριο 2Α), δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι είναι εξ υπαιτιότητας της ΥΑ που δεν έλαβε γνώση για την έκδοση της απόφασης της ΥΑ ημ.17/06/24 πριν τη σύλληψη του τον Ιούλιο 2025.
Επί των ως άνω παρατηρώ τα εξής.
Κατ’ αρχή θα πρέπει να σημειωθεί ότι, δεδομένου ότι στις 30/07/25 ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΚΕΦ.105 εναντίον του - τούτο δεν αμφισβητείται – αυτός, αναμφιβόλως, κρατούνταν κατά τον χρόνο εκείνο «στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης», τα δε διατάγματα αυτά, παρότι προσβλήθηκαν ενώπιον του ΔΔ (που κέκτηται της σχετικής δικαιοδοσίας), δεν έχουν ακυρωθεί μέχρι σήμερα και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να εξεταστεί – ούτε παρεμπιπτόντως – η νομιμότητα τους στα πλαίσια της παρούσης.
Αναφορικά με την απόφαση της ΥΑ ημ.31/05/25 και ενημερωτική επιστολή ημ.17/06/25 (βλ. ερ.60 και 65, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3), από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει προσβληθεί δικαστικώς. Σημειώνω ότι, ως προκύπτει από την επιστολή της συνηγόρου του αιτητή (ερ.76-78 του ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3), αυτός έλαβε – σε κάθε περίπτωση – πλήρη γνώση της εν λόγω απόφασης της ΥΑ μετά την έρευνα που έγινε στον ΔΦ της ΥΑ, ήτοι σε χρόνο πριν τη σύνταξη της επιστολής της συνηγόρου του ημ.28/08/25. Η δε προθεσμία προσβολής της απόφασης της ΥΑ ήταν δεκαπενθήμερη (βλ. ερ.65, ΔΦ της ΥΑ, Τεκμήριο 3). Συνεπώς η προθεσμία προσβολής της έχει παρέλθει προ πολλού και – δεδομένου και τούτου – δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσης η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.
Ότι ενδιαφέρει εδώ λοιπόν είναι κατά πόσο, δεδομένου ότι – εκ των πραγμάτων – εφόσον η ενημερωτική επιστολή ημ.17/06/24 φαίνεται να στάλθηκε σε διεύθυνση άλλη απ’ αυτή που δηλώνεται στο ερ.111, ΔΦ του ΤΜ, Τεκμήριο 2Α (που ήταν η τελευταία, με βάση το περιεχόμενο των ΔΦ, δηλωθείσα διεύθυνση, βλ. και αρ.8 (2) (β) του Νόμου), μπορεί εδώ να ειπωθεί ότι η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ημ.08/09/25 υποβλήθηκε «προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» (αρ.9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου).
Θεωρώ σκόπιμο να παρεμβάλω εδώ απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μου στην υπ. αρ.ΔΚ20/25, P. C. ν Δημοκρατίας, ημ.24/07/25, όπου ανέφερα τα εξής σχετικά.
«Εκ της ανωτέρω νομολογίας, ενόψει του λεκτικού του επίδικου άρθρου, καθίσταται σαφές ότι η ατομική συμπεριφορά ενός αιτητή πριν αλλά και κατά την υποβολή της αιτήσεως ασύλου έχουν ιδιαίτερη σημασία επί του κατά πόσο τεκμηριώνεται κατά περίπτωση, «βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [αρ.9ΣΤ (2) (δ)]. Αναμφισβήτητα λοιπόν η χρήση της φράσης «βάσιμοι λόγοι» αναφέρεται βεβαίως σε εικασία, η οποία όμως θα πρέπει να τεκμηριώνεται «βάσει αντικειμενικών κριτηρίων». Περαιτέρω, ως στην Arslan (ανωτέρω) αναφέρεται, αφενός «θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας [2008/115/ΕΚ] […] αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν […] να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του», αφετέρου όμως, ως πιο κάτω στην ίδια απόφαση αναφέρεται, η κράτηση αιτούντος άσυλο σ’ αυτή τη βάση επιτρέπεται μόνο «αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του», η δε συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, ως τονίζεται στην ίδια απόφαση, «δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων».
Εκ του απαυγάσματος της ως άνω νομολογίας, βιβλιογραφίας αλλά και του λεκτικού του επίδικου άρθρου του Νόμου, προκύπτει ότι η κράτηση δυνάμει του αρ.9 ΣΤ (2) (δ) είναι νόμιμη μόνο όταν εκ της συμπεριφοράς του αιτητή προκύπτει – κατόπιν αντικειμενικής τεκμηρίωσης στη βάση των διαθέσιμων στοιχείων – ότι η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε απ’ αυτόν με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή προκειμένου να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής και ότι αυτή κρίνεται αναγκαία και γι’ αυτό αναλογική προς τον επιδιωκόμενο δι’ αυτής σκοπό, που δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής, η οποία και αναστέλλεται μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση της αιτήσεως ασύλου που υποβλήθηκε. Η δε φράση «συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου» δεικνύει βεβαίως ότι η παράμετρος αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων που αφορούν ένα αιτητή, δεν είναι όμως η μόνη και – αντιστρόφως – δεν μπορεί από μόνη της, άνευ ετέρου και χωρίς εξέταση του συνόλου της συμπεριφοράς αυτού, να οδηγήσει σε τεκμηρίωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το επίδικο άρθρο.
Επί των ως άνω αξίζει να σημειωθούν και τα εξής. Στο επίδικο άρθρο γίνεται χρήση της φράσης «προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής», στο δε αγγλικό κείμενο του αρ.8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [το επίδικο αρ.9ΣΤ (2) αποτελεί αυτολεξεί μεταφορά του αρ.8 (2) της εν λόγω Οδηγίας] γίνεται χρήση του λεκτικού «merely in order to delay or frustrate the enforcement of the return decision». Στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Γ. Μπαμπινιώτη (Επανεκτύπωση), σελ.239, αναφέρονται τα εξής: «απλώς – απλά. Από εσφαλμένη αντίληψη τής έννοιας τής δημοτικής ή από μια τάση να υπαχθούν τα πάντα σε ανεξαίρετους κανόνες, χρησιμοποιούν μερικοί το επίρρημα απλά αντί τού απλώς. Ωστόσο, οι δύο τύποι διαφέρουν σημασιολογικά: απλά σημαίνει «με απλό τρόπο, με απλότητα», ενώ απλώς σημαίνει «μόνο». Παράδειγμα: Μίλα απλά, να σε καταλαβαίνουν όλοι – Χρειάζεται απλώς ένα πιστοποιητικό από τη νομαρχία – Απλώς, πρέπει να προσέξεις να διατυπώσεις απλά τις απόψεις σου. ώστε να πειστούν όλοι. […]». Στη διαδικτυακή έκδοση του λεξικού αγγλικής γλώσσας «Merriam-Webster»[1], αναφέρεται ότι η λέξη “merely” σημαίνει “nothing more than - only”. Τα ως άνω συνηγορούν υπέρ της αναφοράς στην Arslan (ανωτέρω) σε «μοναδικό σκοπό».»
Εν προκειμένω ο αιτητής, ανεξαρτήτως του τι έγινε προηγουμένως, είχε νέα και ίσως αρκούντως σημαντικά στοιχεία να θέσει στα πλαίσια της αιτήσεως ημ.08/09/25, ήτοι την ύπαρξη των ανήλικων τέκνων του, η ύπαρξη των οποίων ενδεχομένως (τούτο δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστεί) να διαφοροποιεί το προφίλ και τις περιστάσεις του. Τα στοιχεία αυτά δεν είχαν εξεταστεί προηγουμένως. Αυτό προκύπτει άλλωστε και εκ του γεγονότος ότι η μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε παραδεκτή και εξετάστηκε επί της ουσίας της (ανεξαρτήτως αν αυτή απορρίφθηκε εντός ολίγων ημερών, άλλωστε το κύρος και η ορθότητα αυτής της απόφασης της ΥΑ θα κριθεί στα πλαίσια της προσφυγής όπου αυτή προσβάλλεται, που εκκρεμεί). Ενόψει των ως άνω δεν μπορεί – παρά το ομολογουμένως ιδιαιτέρως βεβαρυμμένο ιστορικό του αιτητή στη Δημοκρατία (η διάρκεια δε του οποίου, αξίζει να σημειωθεί, φαίνεται να οφείλεται και σε αδράνεια των Αρχών καθ’ όλη τη διαμονή του) - να γίνει δεκτό ότι μοναδικός σκοπός της υποβολής της αιτήσεως ημ.08/09/25 είναι η ματαίωση της διαδικασίας επιστροφής. Θα πρέπει εδώ να υπομνησθεί δε ότι σε κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας ενυπάρχει, εκ των πραγμάτων, και ο σκοπός της ματαίωσης της (εδώ ήδη κινηθείσας διαδικασίας) επιστροφής ενός αιτητή. Άλλωστε η μη επιστροφή στη χώρα καταγωγής αποτελεί εξ αντικειμένου σκοπό και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κάθε αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που απαιτείται – για να είναι μια κράτηση δυνάμει του επίδικου άρθρου 9ΣΤ (2) (δ) σύννομη – να τεκμηριωθεί, κατά πιθανολόγηση πάντοτε, καθ’ εικασία η οποία εδράζεται όμως επί αντικειμενικών κριτηρίων, ότι μοναδικός σκοπός της υποβολής αιτήσεως άσυλου είναι η ματαίωση της επιστροφής. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση εδώ.
Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι – για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγώ πιο πάνω - δεν συντρέχουν εδώ οι προϋποθέσεις που θέτει το επίδικο αρ.9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου, εκ του οποίου τίθεται εκ ποδών και η έτερη νομική βάση του επίδικου διατάγματος κράτησης, με αποτέλεσμα αυτό να στερείται νομικού ερείσματος, τόσο στο αρ.9ΣΤ (2) (β), όσο και στο αρ.9ΣΤ (2) (δ) του Νόμου.
Δεδομένης της κατάληξης μου περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων αμφότερων των νομικών βάσεων του επίδικου εδώ διατάγματος παρέλκει η εξέταση της αναλογικότητας και αναγκαιότητας της κράτησης καθώς και το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών αυτής μέτρων, το οποίο και συναρτάται με τις αρχές αυτές, ζητήματα που εξετάζονται μόνο όπου κρίνεται ότι οι λόγοι στη βάση των οποίων μπορεί ένας αιτητής να κρατηθεί [αρ.9ΣΤ (2)] συντρέχουν στην εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση και, σε αντίθετη περίπτωση, όταν κριθεί ότι οι περιοριστικώς απαριθμούμενοι στην επίδικη διάταξη λόγοι δεν συντρέχουν, ως είναι η κατάληξη μου εδώ, δεν δύναται να περισωθεί το κύρος του επίδικου διατάγματος, ούτε βεβαίως αυτό μπορεί να υποκατασταθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και συνεπώς η εξέταση τους καθίσταται αλυσιτελής. Αντίστοιχα, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων που προωθούνται δια της προσφυγής.
Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει (ως προς το αιτητικό Α αυτής) και το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώνεται.
Δεδομένου τούτου οι καθ’ ων η αίτηση θα πρέπει να απολύσουν «αμέσως τον επηρεαζόμενο υπό κράτηση αιτητή», κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.9ΣΤ (6) (γ) του Νόμου.
Επιδικάζονται έξοδα, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.