C.K.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4583/2023, 10/11/2025
print
Τίτλος:
C.K.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4583/2023, 10/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  4583/2023

10 Νοεμβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.K.A.,

από Νιγηρία

             Αιτητής

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου,

                                              Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Κ. Κουππαρή (κα) για Ν. Π. Στυλιανού (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ν. Νικολάου (κος) για Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31.07.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας την οποίαν εγκατέλειψε στις 28.03.2022 και αφίχθη στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του. Ακολούθως, στη 01.04.2022, εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03.05.2022. Στις 24.08.2023 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο/EUAA (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος στις 30.08.2023, υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, στις 31.08.2023, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και την επιστροφή του στη Νιγηρία, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 10.11.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 03.11.2023. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι διεξήχθη η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι αυτή είναι καθ’ όλα νόμιμη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου.[1] Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[2] Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[3] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[4] Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[5] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[6] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης.[7]

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[8]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας, χριστιανός στο θρήσκευμα, με μητρική του γλώσσα την Igbo, ενώ μιλά και την αγγλική. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε έγγαμος. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 28.03.2022 και αφίχθη στην Δημοκρατία μέσω Τουρκίας και των μη ελεγχόμενων από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών στη 01.04.2022 (ερυθρό 3 – 1 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι έφυγε λόγω οικογενειακών προβλημάτων. Ανέφερε ότι παραχώρησε στον θείο του ένα χρηματικό ποσό ώστε να αγοράσει τεμάχιο γης το οποίο εκείνος δεν έπραξε. Όταν επέστρεψε ο Αιτητής, ζήτησε από εκείνον να του υποδείξει το μέρος όπου είχε αγοράσει την γη. Τότε, δημιουργήθηκε πρόβλημα και ο θείος του του επιτέθηκε με ένα γιαταγάνι. Ο Αιτητής σώθηκε με την βοήθεια του Θεού. Καταληκτικά, ο Αιτητής δήλωσε πως αυτός είναι ο λόγος που διέφυγε στην Δημοκρατία ώστε να βρει ασφάλεια (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε πως προέρχεται από την πόλη Port Harcourt που αποτελεί και τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του καθώς διέμενε στην περιοχή Rumuomasi της πόλης αυτής (ερυθρό 30/2Χ του διοικητικού φακέλου). Από το 2016 έως το 2020, διέμενε στο Dubai με άδεια διαμονής. Με το πέρας δύο ετών, συνήθιζε να επισκέπτεται τη χώρα καταγωγής του για διακοπές και να επιστρέφει στο Dubai (ερυθρό 30/2Χ του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ, δήλωσε ότι, ενόσω βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του, από το 2012 έως το 2016 και μεταξύ 2020 και 2022, εργαζόταν ως οδηγός ταξί στην πόλη Port Harcourt ενώ, όσο βρισκόταν στο Dubai, μεταξύ 2016 και 2020, εργαζόταν ως ναυαγοσώστης σε υδάτινο πάρκο (ερυθρό 30/1Χ, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο εκπαιδευτικό ίδρυμα Igbo Etche στην πολιτεία Rivers (ερυθρό 31/1Χ του διοικητικού φακέλου), δηλώνοντας περαιτέρω πως ανήκει στην εθνοτική ομάδα Igbo (ερυθρό 32/1Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογένεια του, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2012 λόγω ασθένειας, δεν έχει αδέλφια και η μητέρα του, με την οποία βρίσκεται σε αραιή επικοινωνία, κατοικεί σε ένα χωριό στην τοπική αρχή Obowu, πολιτεία Imo (ερυθρό 31/2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε έγγαμος με ένα τέκνο το οποίο διαμένει με την μητέρα του στην πόλη Agbor, πολιτεία Delta (ερυθρό 31/2Χ του διοικητικού φακέλου) και με την οποία ο Αιτητής διατηρεί επικοινωνία (ερυθρό 31/2Χ του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής ανέφερε πως ταξίδεψε κάνοντας χρήση άδειας εισόδου για σκοπούς φοίτησης (ερυθρό 29/1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και δη κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής υποστήριξε πως όλα ξεκίνησαν με τον θείο του το 2019. Προτού ο Αιτητής επιστρέψει το 2019, συνήθιζε να αποστέλλει τα χρήματα που είχε αποταμιεύσει και τα δεδουλευμένα στον θείο του ώστε να χτίσει εκείνος μία οικία για τον Αιτητή. Κάθε φορά που ο Αιτητής επικοινωνούσε με τον θείο του, εκείνος τον διαβεβαίωνε πως όλα έβαιναν καλώς έως ότου ο Αιτητής επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του τον Αύγουστο του 2020 λόγω της πανδημίας Covid. Όταν ζήτησε από τον θείο του να του υποδείξει το έργο, εκείνος του προέβαλε δικαιολογίες χωρίς να μπορεί να δώσει κάποια πειστική απάντηση και όταν ο Αιτητής επέμεινε να του υποδείξει την οικία, δημιουργήθηκε πρόβλημα διότι ο θείος του δεν την είχε χτίσει. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, άρχισαν τα προβλήματα. Μία μέρα, ο Αιτητής επισκέφθηκε το χωριό και ο θείος και το παιδί του (του θείου του) προσπάθησαν να τον ξυλοκοπήσουν. Όταν ο Αιτητής κατάφερε να διαφύγει, κατήγγειλε το περιστατικό στις αστυνομικές αρχές, χωρίς αποτέλεσμα. Ο θείος του τον απειλούσε συνεχώς και αυτό δημιούργησε φόβο στον Αιτητή (ερυθρό 29/2Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού, ο Αιτητής κατέθεσε ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του εφόσον τον εντοπίσει ο θείος του, ο οποίος —σύμφωνα με το ισχυρισμό του Αιτητή— απείλησε ευθέως ότι θα τον σκοτώσει (βλ. ερ. 28/1Χ δ.φ.).
Ως αιτία της απειλής ο Αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του «οικειοποιήθηκε» χρηματικό ποσό που του ανήκε και δεν προέβη στην ανέγερση της οικίας την οποία του είχε ζητήσει να κατασκευάσει (βλ. ερ. 28/1Χ).
Σε συνέχεια, ερωτηθείς γιατί ο θείος εξακολουθεί να απειλεί τον Αιτητή παρά το ότι φέρεται να έχει ήδη οικειοποιηθεί το ποσό, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος φέρεται να επιδιώκει την διεκδίκηση της οικίας. Όταν του ζητήθηκε να απαντήσει αν η οικία έχει κατασκευαστεί, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει (βλ. ερ. 28/1Χ).

 

Ακολούθως, αναφορικά με τη διαδικασία κατασκευής οικίας στο όνομά του, ο Αιττηής δήλωσε ότι είχε συμφωνηθεί να διαθέτει ο ίδιος τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά, ενώ ο θείος του θα πραγματοποιούσε τις σχετικές αγορές και συναλλαγές στο όνομά του (βλ. ερ. 27/1Χ του δ.φ.). Σε ερώτηση του Λειτουργού εάν έλαβε ποτέ αποδείξεις ή έγγραφα στο όνομά του, ο Αιτητής απάντησε ότι τις είχε αιτηθεί, πλην όμως δεν του παραδόθηκαν ποτέ (βλ. ερ. 27/1Χ). Αναφορικά με το περιστατικό σωματικής κακοποίησης σε βάρος του, ο Αιτητής κατέθεσε ότι, κατά την επίσκεψή του στο χωριό — χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία — προσκάλεσε ορισμένους συγγενείς, μεταξύ των οποίων προσήλθε και ο θείος του. Κατά τη συνάντηση, ο θείος του διαβεβαίωσε, ενώπιον των συγγενών, ότι είχε ήδη ανεγείρει την οικία. Ο Αιτητής πρότεινε, δεδομένης της παρουσίας όλων, να μεταβούν επιτόπου ώστε να του την υποδείξει. Ο θείος του απάντησε ότι επρόκειτο περί οικογενειακού ζητήματος και υποσχέθηκε ότι αργότερα το ίδιο βράδυ θα τον συνόδευε να τη δει. Ωστόσο, ενώ ο Αιτητής ανέμενε τον θείο του, εκείνος, από κοινού με τα τέκνα του, επιχείρησαν να του επιτεθούν χρησιμοποιώντας ματσέτες και ξύλα (βλ. ερ. 27/1Χ του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι οι δράστες της επίθεσης ήταν ο θείος του και οι δύο υιοί του (βλ. ερ. 27/2Χ). Σε σχετική ερώτηση αν κατήγγειλε το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά (βλ. ερ. 26/1Χ). Επεσήμανε δε ότι, κατά τη διερεύνηση του συμβάντος, οι αρχές τού ζήτησαν αποδείξεις και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την αποστολή χρημάτων προς τον θείο του για την κατασκευή της οικίας, τα οποία όμως δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει (βλ. ερ. 26/2Χ του δ.φ.).

 

Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με τις απειλές που, όπως ισχυρίστηκε, δεχόταν, ο Αιτητής ανέφερε ότι, όταν δεν κατόρθωσε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στις αρχές, ο θείος του αφέθηκε ελεύθερος με την καταβολή εγγύησης. Έκτοτε, σύμφωνα με τον Αιτητή, ο θείος του τον κατηγόρησε ότι «αμαύρωσε» το όνομά του και τον ντρόπιασε, διαδίδοντας φήμες ότι του υπέκλεψε χρήματα· για τον λόγο αυτό, ο θείος του φέρεται να δήλωσε πως δεν θέλει να τον ξαναδεί στο χωριό (βλ. ερ. 25/1Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς αναφορικά με τον τρόπο των απειλών, ο Αιτητής ανέφερε ότι ορισμένα άτομα που τον γνώριζαν και τον συναντούσαν στην πόλη, τον ρωτούσαν τι συμβαίνει μεταξύ εκείνου και του θείου του. Όπως ισχυρίστηκε, όταν τους εξηγούσε την κατάσταση, εκείνοι τον προειδοποιούσαν να είναι προσεκτικός, καθώς ο θείος του φέρεται να τον παρακολουθούσε (βλ. ερ. 25/1Χ). Σε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση για το πώς ακριβώς γινόταν η παρακολούθηση, ο Αιτητής απάντησε ότι ο θείος του έστελνε «δολοφόνους» για να τον εντοπίσουν (βλ. ερ. 25/1Χ). Όταν ο Λειτουργός ζήτησε να περιγράψει συγκεκριμένο περιστατικό κατά το οποίο κάποιοι τον πλησίασαν, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν ήρθε ποτέ ο ίδιος αντιμέτωπος με τους φερόμενους απεσταλμένους· ωστόσο, σύμφωνα με όσα κατέθεσε, εκείνοι συνάντησαν τη σύζυγό του, την κακοποίησαν σωματικά και της ζήτησαν να αποκαλύψει πού βρισκόταν ο ίδιος. Εκείνη, όπως δήλωσε ο Αιτητής, απάντησε ότι δεν γνώριζε, και οι δράστες είπαν πως ενεργούσαν «εξ ονόματος του θείου του», προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει μέρος για να κρυφτεί» και ότι «η χώρα είναι πολύ μικρή» (βλ. ερ. 25/2Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής τόνισε ότι δεν γνωρίζει τα άτομα αυτά και ότι εκείνοι δήλωσαν ρητώς πως ενεργούσαν για λογαριασμό του θείου του (βλ. ερ. 25/2Χ). Σε ερώτηση εάν ο θείος του επιχείρησε εκ νέου να του επιτεθεί, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, σημειώνοντας ότι δεν τον έχει συναντήσει ξανά (βλ. ερ. 24 του δ.φ.). Τέλος, ανέφερε ότι επικοινώνησε με έναν φίλο του, ο οποίος τον ενημέρωσε — σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβε από τρίτο πρόσωπο — ότι ο θείος του εξακολουθεί να τον αναζητά (βλ. ερ. 23/1Χ του δ.φ.).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο Λειτουργός  διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από τις δηλώσεις του.

 

Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το υπόβαθρο και την χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο οποίος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό λόγω στοιχειοθέτησης της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας.

 

Ο δεύτερος αφορούσε ότι ο θείος του Αιτητή τον κακοποίησε σωματικά το 2020 και τον απειλεί έκτοτε, ο οποίος ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον Λειτουργό λόγω έλλειψης λεπτομερών και ακριβών πληροφοριών. Ειδικότερα, ως έκρινε ο Λειτουργός, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με την διαδικασία την οποία έπρεπε να ακολουθήσει ο θείος του προς την κατασκευή της οικίας. Περαιτέρω, ως επισήμανε ο Λειτουργός, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει λεπτομερώς και ειδικώς το περιστατικό κατά το οποίο ο θείος και οι δύο υιοί του επιτέθηκαν στον ίδιο και ήταν γενικόλογος ως προς αυτό και ως προς το κίνητρο τους. Μη λεπτομερής και γενικός κρίθηκε στις δηλώσεις του ως προς τις απειλές που ελάμβανε και κληθείς να εξηγήσει πως γνωρίζει ότι ήταν δολοφόνοι εκείνοι που στάλθηκαν στην οικία του όταν ο ίδιος ήταν απών, παρέθεσε ασυνεπείς πληροφορίες δηλώνοντας πως εκφόβισαν την σύζυγό του. Επιπροσθέτως, ως αξιολόγησε ο Λειτουργός, δεν ήταν σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες μήτε αναφορικά με το περιστατικό κατά το οποίο επιτέθηκαν στη σύζυγό του και τις απειλές που δέχτηκε μήτε σε σχέση με τις απειλές που, ως ισχυρίστηκε, δέχεται ακόμα.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ως παρέθεσε ο Λειτουργός, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι απειλές συμπεριλαμβάνονται στα βίαια περιστατικά τα οποία λαμβάνουν χώρα στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο Λειτουργός ωστόσο κατέληξε πως ο Αιτητής δεν παρέθεσε λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες που να καταδεικνύουν βιωματική εμπειρία. Ως εκ τούτου, απέρριψε τον ισχυρισμό στο σύνολό του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελούσε και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής και ειδικότερα στην πόλη Port Harcourt, πολιτεία Rivers θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, και ειδικότερα στην πόλη Port Harcourt και στην πολιτεία Rivers, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πόλη Port Harcourt, πολιτεία Rivers δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Προσέθεσε, τέλος, ο Λειτουργός  ότι η πιθανή επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις και δη την απουσία οποιασδήποτε προσωπικής και πραγματικής απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Καταρχάς, συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι πως ο θείος του τον κακοποίησε σωματικά το 2020 και έκτοτε τον απειλεί, συμφωνώ και συντάσσομαι με την αξιολόγηση του Λειτουργού περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή, την οποία κρίνω ως ορθή και τεκμηριωμένη. Η απουσία συγκεκριμένων και λεπτομερών πληροφοριών στο αφήγημα του Αιτητή, υπήρξαν ευλόγως καθοριστικά στοιχεία για την κατάληξη αυτή και έχοντας μελετήσει επισταμένα τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε είναι και η δική μου κατάληξή, πως δεν παρουσίασε έναν συνεκτικό, λογικά διαρθρωμένο, σταθερό και λεπτομερή ισχυρισμό. Ο Λειτουργός αξιολόγησε ορθά ότι ο ισχυρισμός περί κακοποίησης και απειλών εκ μέρους του θείου του Αιτητή στερείται εσωτερικής συνέπειας, συγκεκριμένων και λεπτομερών πληροφοριών, καθώς και αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προσωπική και εξατομικευμένη απειλή. Η αιτιολογία που παρατίθεται στην απόφαση, αναφορικά με τις αντιφάσεις και τη γενικότητα των δηλώσεων του Αιτητή, συνάδει με τις αρχές αξιολόγησης αξιοπιστίας που εφαρμόζονται σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας και εδράζεται σε λογική, συνεπή και αναλογική κρίση.

 

Κατόπιν εκ νέου μελέτης του συνόλου των δηλώσεων και στοιχείων του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνονται επιπρόσθετες ενδείξεις που ενισχύουν περαιτέρω την ορθότητα της απόρριψης του δεύτερου ισχυρισμού, καθότι ο τελευταίος παρουσιάζει σαφή χαρακτηριστικά εσωτερικής αναξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, είναι η εκτίμησή μου ότι η αφήγηση του Αιτητή δεν εμφανίζει χρονική και λογική συνοχή, καθώς οι αναφορές του στις χρονικές περιόδους των γεγονότων είναι ασυνεπείς και συχνά αλληλοαναιρούμενες. Ο ίδιος εναλλάσσει τις αιτίες της διένεξης με τον θείο του – από την ιδιοποίηση χρημάτων, στη δήθεν διεκδίκηση μιας οικίας της οποίας την ύπαρξη δεν μπορεί να επιβεβαιώσει – γεγονός που υποδηλώνει έλλειψη σταθερής και βιωματικής μνήμης του περιστατικού. Παράλληλα, οι περιγραφές του ως προς τις απειλές είναι αόριστες και στηρίζονται αποκλειστικά σε έμμεσες πληροφορίες που, όπως ο ίδιος δηλώνει, του μετέφεραν τρίτα πρόσωπα, χωρίς να διαθέτει προσωπική γνώση των περιστατικών.

 

Η ασάφεια και η υπερβολή των ισχυρισμών του, όπως η αναφορά σε αποστολή “δολοφόνων” από τον θείο του, χωρίς καμία συγκεκριμένη περιγραφή ή επαλήθευση, καθιστούν την αφήγησή του μη πειστική. Επίσης, η έλλειψη οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου που να τεκμηριώνει την υποτιθέμενη επίθεση ή καταγγελία στις αρχές επιτείνει τις αμφιβολίες για την αλήθεια των ισχυρισμών του. Οι αντιφάσεις ως προς το κίνητρο του φερόμενου δράστη, ο οποίος – κατά δήλωση του ίδιου του Αιτητή – είχε ήδη επωφεληθεί οικονομικά, ενισχύουν την εκτίμηση ότι το αφήγημα είναι λογικά αδύναμο και δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικά γεγονότα.

 

Ως εκ τούτου, η επανεξέταση των στοιχείων επιβεβαιώνει ότι ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή δεν διαθέτει εσωτερική συνέπεια, επαρκή τεκμηρίωση ή λογική πειστικότητα, και δεν στοιχειοθετεί προσωπικό ή εξατομικευμένο κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Κατά συνέπεια, σε συμφωνία και με τον Λειτουργό, είναι η κρίση μου ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή είναι εσωτερικά αναξιόπιστος.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility  assessment in the context of  the  Common  European  Asylum  System[9], σελ. 169 όπου  διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

 

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην   πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.

 

Eνόψει των πιο πάνω είναι η κατάληξή μου ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή κρίνεται συνολικά ως αναξιόπιστος, καθώς στηρίζεται σε γενικόλογες, ασύνδετες και ενίοτε αντιφατικές αναφορές, χωρίς να αποδεικνύεται ή να ενισχύεται από έγγραφα ή άλλα εξωτερικά στοιχεία. Το αφήγημα του στερείται ουσιαστικής λογικής συνέπειας και δεν πληροί τα ελάχιστα κριτήρια εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας που απαιτούνται για να στηρίξει αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

  «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά  Bundesrepublic Deutschland[10] ότι συνιστούν:

 

«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[11], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[12]

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.  Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Rivers State) όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:

 

·                Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας – η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία – έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.

 

·                Σύμφωνα με την 2024 έκθεση του Nigeria Watch, «το 2024, περίπου το 75% των θανάτων από βίαια περιστατικά στη Νιγηρία σημειώθηκαν στον Βορρά. Αυτό το υψηλό ποσοστό αποδόθηκε κυρίως στην ανταρσία, τη ληστεία στην ύπαιθρο και τις αντιστασιακές επιχειρήσεις από τις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ ο Νότος επηρεάστηκε κυρίως από την εγκληματικότητα, τις διεκδικήσεις υπέρ της Biafra και τα κοινοτικά ζητήματα.» 

 

·                Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, πρόσφατη έκθεση του ινστιτούτου Bertelsmann Stiftung για τη Νιγηρία αναφέρει πως το Ισλαμικό κράτος για την δυτική Αφρική και άλλες ομάδες της Boko Haram συνεχίζουν να θέτουν απειλές στα βορειοανατολικά της χώρας, ενώ άλλες μη κρατικές ένοπλες ομάδες έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητες τους στην βορειοδυτική περιοχή, ενώ η σύγκρουση αγροτών-βοσκών συνεχίζεται στη βόρεια-κεντρική περιοχή και επεκτείνεται επίσης πέρα από αυτήν προς τα νότια, και υπάρχει αύξηση σε αυτονομιστική αναταραχή στα νοτιοανατολικά της χώρας. Η ανασφάλεια και το έγκλημα συνέχισαν να επικρατούν στην περιοχή Niger Delta, και πολιτική αναταραχή καταγράφεται στα νότια της χώρας ενόψει των γενικών εκλογών το 2023.

 

·                Περαιτέρω,  όπως αναφέρεται στην έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αναφορικά με τις εξελίξεις στην Δυτική Αφρική και την περιοχή Σάχελ κατά την χρονική περίοδο Δεκεμβρίου 2024 – Μαρτίου 2025, «[β]άσει δεδομένων από το Armed Conflict Location and Event Data Project, οι δραστηριότητες των ενόπλων, που αρχικά ήταν συγκεντρωμένες στη βορειοανατολική Νιγηρία, έχουν μετατοπιστεί ολοένα και περισσότερο προς τις βορειοδυτικές και ορισμένες νότιες περιοχές της χώρας.

 

·                To 2023, η πολιτεία Rivers μαζί με την πολιτεία Delta ήταν ανάμεσα στις πολιτείες με τον υψηλότερο αριθμό θανάτων λόγω απαγωγών και η πολιτεία Rivers ήταν μία εκ των πολιτειών που ανέφεραν σταθερά τον υψηλότερο αριθμό θανάτων σε συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων αιρέσεων.

 

·                Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 15.08.2025), στην πολιτεία Rivers, καταγράφηκαν 65 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 69 θάνατοι.  Σημειώνεται πως ο εκτιμώμενος πληθυσμός για την πολιτεία Rivers κατά το 2022 ανήλθε σε 7,476,800 κατοίκους.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Rivers, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, με βασική μόρφωση και ικανός προς εργασία, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση συνεπώς το σύνολο των στοιχείων ενώπιόν μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007.

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[9] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 31.10.2025)

[10] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[11] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[12] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο