R.F.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 518/2024, 17/11/2025
print
Τίτλος:
R.F.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 518/2024, 17/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 518/2024

 

17 Noεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 R.F.N

Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Η αιτήτρια παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Ζωή Ποντίκη, για Αλ Tαχερ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Ειρήνη Παραδεισιώτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30/12/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της, για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Η αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 17/03/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 19/12/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 28/12/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας στις 30/12/2023.  Στις 15/01/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια αυθημερόν. Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας είναι εσφαλμένοι, ανεδαφικοί και ανυπόστατοι. Περαιτέρω, υποστηρίζουν πως η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρότητας που προωθεί μέσω της γραπτής της αγόρευσης.  Κατά συνέπεια, η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό, περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου που προωθεί η αιτήτρια στην Γραπτή της Αγόρευση. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Η αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν επειδή το 2021 ξεκίνησε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Τα προβλήματα οφείλονταν στο γεγονός ότι στο Kwakwa ξεκίνησε σύρραξη μεταξύ στρατού και Ambazonians. Οι Ambazonians πήγαιναν στην αιτήτρια προκειμένου να τους περιθάλψει, όπως οφείλει βάσει του επαγγέλματός της. Στις 25/01/2021 ωστόσο, εισέβαλε στο χωριό της ο στρατός και άρχισε να πυροβολεί και να κακοποιεί τους κατοίκους. Επίσης, ο στρατός έλαβε την πληροφόρηση ότι η αιτήτρια περιέθαλπε τους Ambazonians και γι’ αυτό το λόγο πυρπόλησαν το φαρμακείο της. Ακολούθως, η αιτήτρια αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Bai-Kuke, όπου και διέμενε μέχρι το 2008. Το διάστημα 2008-2009 διέμεινε στην Kumba και ακολούθως επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της, ενώ από το 2015 μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα διέμεινε στο χωριό Ekondo-Nene (ερυθρά 41-40 του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανή (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε ότι φοίτησε σε σχολή νοσηλευτικής μεταξύ 2008-2009 στην Kumba (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου) και ανέφερε πως ομιλεί μόνον αγγλικά (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς την εργασιακή της πείρα, δήλωσε ότι από την αποφοίτησή της μέχρι  το 2015 εργαζόταν στη φυτεία κακάο του πατέρα της, ενώ από το 2015 μέχρι  τις 25/01/2021 εργαζόταν στο φαρμακείο που διατηρούσε στο χωριό Ekondo-Nene (ερυθρό 43 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια δήλωσε (τη στιγμή της συνέντευξης) ότι ο πατέρας της απεβίωσε πριν από 10 χρόνια και ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται η μητέρα της από το 2019 που λόγω της κρίσης κάηκε το χωριό Kwakwa, στο οποίο διέμενε (ερυθρό 41 του διοικητικού φακέλου). Ως προς το ταξίδι της δήλωσε ότι αναχώρησε νόμιμα από τη Νιγηρία στις 04/02/2021 αεροπορικώς και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών (ερυθρά 40-39 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής της, παρακολούθησε μονοετή εκπαίδευση στη νοσηλευτική, καθώς δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ολοκληρώσει το πλήρες τριετές πρόγραμμα σπουδών. Μετά το θάνατο του πατέρα της, κληρονόμησε μία φυτεία κακάο, την οποία εκμεταλλευόταν μέσω τρίτου προσώπου. Από τα έσοδα της καλλιέργειας κατάφερε να ανοίξει φαρμακείο. Προμηθευόταν φάρμακα από τη Douala και γενικά η επαγγελματική της δραστηριότητα κυλούσε ομαλά μέχρι την έναρξη των συγκρούσεων το 2016 μεταξύ των Ambazonians και των κυβερνητικών δυνάμεων. Η αιτήτρια παρείχε τις υπηρεσίες της τόσο στους Ambazonians όσο και στο στρατό.

 

Εξαιτίας αυτού δεχόταν πιέσεις και απειλές και από τις δύο πλευρές: οι Ambazonians την απείλησαν ότι θα τη σκοτώσουν εάν συνεχίσει να περιθάλπει στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, ενώ οι στρατιωτικοί όταν πληροφορήθηκαν ότι παρείχε ιατρική βοήθεια και σε τραυματίες αυτονομιστές, επιτέθηκαν στο χωριό της πυροβολώντας και σκοτώνοντας αμάχους και την αναζήτησαν μέσω του αρχηγού του χωριού. Δεν κατάφεραν να τη βρουν, καθώς εκείνη βρισκόταν στη Douala για προμήθεια φαρμάκων και τελικά έφυγαν αφού πρώτα πυρπόλησαν το χωριό. Ο άνδρας με τον οποίο η αιτήτρια διατηρούσε σχέση την ειδοποίησε ότι ο στρατός την αναζητά και την προειδοποίησε ότι αν επιστρέψει στο χωριό, θα δολοφονηθεί από το στρατό. Έπειτα συνεννοήθηκε με έναν φίλο του και αφού εξασφάλισαν τα απαραίτητα έγγραφα δρομολόγησαν τη φυγή της αιτήτριας από τη χώρα (ερυθρά 39-38 του διοικητικού φακέλου).

 

Η αιτήτρια δήλωσε πως σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ότι θα τη σκοτώσουν είτε οι Ambazonians είτε ο στρατός (ερυθρό 38 του διοικητικού φακέλου).  Ερωτηθείσα αναφορικά με το φαρμακείο που διατηρούσε στο χωριό Ekondo-Nene, η αιτήτρια δήλωσε ότι το άνοιξε τον Δεκέμβριο του 2015 και το λειτούργησε μέχρι που  καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 25 Ιανουαρίου 2021. Περιέγραψε το φαρμακείο της ως ένα μικρό ξύλινο οίκημα, περίπου 3x3 μέτρων, το οποίο βρισκόταν σε περιοχή περιτριγυρισμένη από δάσος. Το φαρμακείο παρείχε μόνο πρώτες βοήθειες και πωλούσε βασικά φάρμακα όπως παρακεταμόλη, ασπιρίνη, Ibupofec και Vomos, χωρίς να εμπορεύεται πιο εξειδικευμένα σκευάσματα, καθώς είχε λάβει μόνο άδεια παροχής πρώτων βοηθειών στο χωριό. Η εργασία της συνίστατο κυρίως στη χορήγηση αναλγητικών σε ασθενείς με πονοκεφάλους και στην περιποίηση τραυμάτων, προτού οι ασθενείς απευθυνθούν σε νοσοκομείο για πιο εξειδικευμένη φροντίδα (ερυθρά 43-41 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από το στρατό, η αιτήτρια δήλωσε ότι τα προβλήματα με το στρατό ξεκίνησαν στις 25 Ιανουαρίου 2021, όταν στρατιώτες εισέβαλαν στο χωριό της με σκοπό να τη σκοτώσουν, επειδή είχαν λάβει πληροφορίες ότι παρείχε ιατρική βοήθεια σε μέλη των Ambazonians. Την ημέρα της εισβολής οι στρατιώτες ρώτησαν τον αρχηγό του χωριού πού βρισκόταν η αιτήτρια, και επειδή εκείνος αρνήθηκε να τους αποκαλύψει, τον χτύπησαν και στη συνέχεια πυρπόλησαν το σπίτι της, ενώ την επόμενη μέρα επέστρεψαν στο χωριό και έκαψαν και τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού. Ως προς τη φροντίδα που παρείχε στους Ambazonians, η αιτήτρια δήλωσε ότι παρείχε πρώτες βοήθειες σε τραυματισμένους αυτονομιστές περίπου 3 φορές το Νοέμβριο του έτους 2020. Αποσαφήνισε ότι δεν ήταν μέλος των Ambazonians και ότι τα άτομα που περιέθαλψε ήταν περαστικά από το χωριό. Τόνισε τέλος ότι αγνοεί πώς ακριβώς ο στρατός πληροφορήθηκε τις πράξεις της (ερυθρά 38-37 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατόπιν ερωτήσεων αναφορικά με το σύντροφό της, η αιτήτρια δήλωσε ότι ο άνδρας με τον οποίο διατηρούσε σχέση ονομαζόταν Ngol Mathin και ότι είχαν δεσμό για περίπου ένα έτος. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της γνώρισε τον Ngol Mathin στη Douala, όπου και συναντιόντουσαν συνήθως, ενώ ο ίδιος κατοικούσε στην Kumba, αν και η αιτήτρια δεν γνωρίζει το ακριβές μέρος διαμονής του. Προσέθεσε ότι ο σύντροφός της ήταν στρατιωτικός, ωστόσο η ίδια δεν γνωρίζει τη βαθμίδα ή τη μονάδα στην οποία υπηρετούσε. Ανέφερε ότι ο εν λόγω άνδρας την ενημέρωσε αυθημερόν τηλεφωνικώς για την επίθεση του στρατού στο χωριό της, καθώς και για το γεγονός ότι την επόμενη ημέρα ο στρατός επέστρεψε και έκαψε το υπόλοιπο χωριό. Πρόσθετα, η αιτήτρια ανέφερε πως ο φίλος της πιθανόν γνώριζε τις λεπτομέρειες αυτές, επειδή «εργαζόταν στον στρατό».

 

Επιπλέον, ανέφερε ότι η ίδια επικοινώνησε με μια φίλη της από το χωριό, η οποία της επιβεβαίωσε πως ο στρατός είχε εισβάλει στο χωριό, ότι είχε καλέσει τους κατοίκους να συγκεντρωθούν και πως ο αρχηγός του χωριού, αρνούμενος να αποκαλύψει που βρισκόταν η αιτήτρια, δέχθηκε επίθεση, γεγονός που οδήγησε στην πυρπόληση του χωριού. Η αιτήτρια προσέθεσε ότι αφού έλαβε την ανωτέρω πληροφόρηση, παρέμεινε στη Douala και κατόπιν παρέμβασης του συντρόφου της μετέβη στο σπίτι ενός φίλου του, ο οποίος φρόντισε για την έκδοση των ταξιδιωτικών της εγγράφων και την έξοδό της από τη χώρα. Ως προς τον εν λόγω άνδρα, η αιτήτρια δήλωσε ότι τον συνάντησε για πρώτη φορά στις 26 Ιανουαρίου 2021. Ανέφερε ότι δεν γνώριζε την επαγγελματική του ιδιότητα, ούτε πώς κατόρθωσε να οργανώσει το γραφειοκρατικό κομμάτι και να διασφαλίσει τη νόμιμη έξοδό της από τη χώρα, παρά το γεγονός ότι ο στρατός την αναζητούσε, αλλά επισήμανε πως ο άνδρας «έμοιαζε με άνθρωπο της κυβέρνησης» (ερυθρά 36-35 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από τους Ambazonians, η αιτήτρια ανέφερε ότι δέχθηκε απειλή το Νοέμβριο του έτους 2020, όταν άρχισε να τους παρέχει φαρμακευτική φροντίδα. Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων που της τέθηκαν, η αιτήτρια επεσήμανε ότι είχε ήδη φροντίσει τραυματισμένα άτομα στο παρελθόν, ωστόσο εκείνοι δεν είχαν αποκαλύψει την ταυτότητά τους ως Ambazonians μέχρι το Νοέμβριο του έτους 2020. Η αιτήτρια προσέθεσε ότι η σύγκρουση μεταξύ Ambazonians και στρατού ξεκίνησε το 2016, αλλά στην περιοχή της (Ekondo-Nene) η κατάσταση δεν ήταν σοβαρή πριν το 2020 και ότι η ίδια άρχισε να πουλά φάρμακα στο στρατό μόλις τον Οκτώβριο του έτους 2020. Περιγράφοντας τη μία συνολικά απειλή που δέχθηκε από τους Ambazonians, η αιτήτρια ανέφερε ότι οι τελευταίοι την ανάγκασαν να βγει από το κατάστημα, να γονατίσει και να κοιτάξει τον ήλιο και της είπαν ότι δεν πρέπει να πουλά φάρμακα στο στρατό ή σε οποιονδήποτε στρατιωτικό, απειλώντας την ότι θα τη σκοτώσουν αν παραβεί τη συγκεκριμένη εντολή (ερυθρά 35-34 του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν της ζητήθηκε να αναφερθεί  στη φυτεία κακάο, η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι ανήκει ακόμα στην κυριότητά της, ότι είναι σε καλή κατάσταση και ότι θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί σε περίπτωση που επέστρεφε στο Καμερούν (ερυθρά 34-33 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τη Douala, δήλωσε ότι την έχει επισκεφθεί τέσσερις φορές και ότι δεν γνωρίζει γαλλικά (ερυθρό 33 του διοικητικού φακέλου).  Η αιτήτρια ανέφερε πως ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της, ενώ προσέθεσε ότι οι αρχές της χώρας καταγωγής της δεν θα της επιτρέψουν την είσοδό της στη χώρα σε περίπτωση επιστροφής της (ερυθρό 33 του διοικητικού φακέλου).

 

Τέλος, η αιτήτρια προσκόμισε πρωτότυπη βεβαίωση ολοκλήρωσης εκπαίδευσης βοηθητικής νοσηλευτικής ενός έτους. Το έγγραφο εκδόθηκε στις 30/01/2009 στην Kumba από την Διηπειρωτική Επαγγελματική Σχολή Εκπαίδευσης Νοσηλευτών και Τεχνικών «Brescia». Φέρει τις υπογραφές του φοιτητή/φοιτήτριας, του/της Κοσμήτορα και του/της Γενικού Διευθυντή. Ερωτηθείσα σχετικά με το έγγραφο, η αιτήτρια δήλωσε ότι θυμάται μόνο ότι αναφέρει ότι αποφοίτησε τον Ιανουάριο του 2009 (ερυθρό 46 & 33-32 του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς ως κατωτέρω: 1) ταυτότητα, χώρα καταγωγής και διαμονής της αιτήτριας,  2) η αιτήτρια διατηρούσε φαρμακείο και προσέφερε πρώτες βοήθειες μεταξύ των ετών 2015-2021 στο χωριό Ekondo-Nene, 3) o στρατός αναζήτησε την αιτήτρια και πυρπόλησε το χωριό επειδή θεώρησε ότι παρείχε υπηρεσίες υγείας στους Ambazonians και 4) δέχθηκε απειλές από τους Ambazonians επειδή παρείχε υπηρεσίες υγείας στο στρατό.  Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το εν γένει προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο καταγωγής και διαμονής της αιτήτριας, ο οποίος έγινε δεκτός καθώς στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού (ερυθρά 99-98 του διοικητικού φακέλου).

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι διατηρούσε φαρμακείο και προσέφερε πρώτες βοήθειες στο χωριό Ekondo-Nene από το 2015-2021. Στο πλαίσιο της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε αρχικά ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για ένα θέμα που άπτεται του πυρήνα του αιτήματός της και μάλιστα όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες υπέπεσε σε αντιφάσεις. Ειδικότερα, ο λειτουργός ανέφερε πως η αιτήτρια υπέπεσε σε χρονική αντίφαση ως προς το πότε ξεκίνησε να λειτουργεί το φαρμακείο της, καθώς σε ένα σημείο τοποθέτησε την έναρξη λειτουργίας του φαρμακείου στο τέλος των σπουδών της, άρα στο 2009, ενώ σε μεταγενέστερο σημείο ισχυρίστηκε ότι άνοιξε το φαρμακείο το 2015, χωρίς να είναι σε θέση να άρει τη χρονική αντίφαση.

 

Οι γνώσεις της αιτήτριας αναφορικά με τα φάρμακα τα οποία κατ’ ισχυρισμόν της εμπορευόταν στο φαρμακείο της δεν συνδέονται με τον ισχυρισμό της πως σπούδασε νοσηλευτική για ένα χρόνο και διατηρούσε φαρμακείο για 6 χρόνια. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός σχολίασε ότι δεν κατέστη εφικτό να ανευρεθούν 2 εκ των 4 φαρμάκων που ανέφερε η αιτήτρια (ibupofec και vomos), ενώ τα φάρμακα paracetamol και aspirin, τα οποία ανευρέθηκαν, είναι ευρέως διαδεδομένα και η γνώση της ονομασίας τους δεν απαιτεί γνώσεις νοσηλευτικής ή προηγούμενης εργασιακής εμπειρίας σε φαρμακείο. Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με επάρκεια την εργασία της στο φαρμακείο και αρκέστηκε  να αναφέρει γενικόλογα πως καθάριζε τις πληγές και ότι χορηγούσε παρακεταμόλη σε άτομα που είχαν πονοκέφαλο. Περαιτέρω, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει διεξοδικά μια ημέρα στην εργασία της, ούτε κατάφερε να περιγράψει με λεπτομέρεια το εσωτερικό του φαρμακείου της.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε την προσκομισθείσα βεβαίωση σπουδών. Αρχικά σημείωσε ότι δεν κατέστη εφικτός ο εντοπισμός του εκπαιδευτικού ιδρύματος «Brescia Intercontinental Vocational Training School for Nurses and Technicians». Επίσης, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει αναλυτικά το περιεχόμενο του εγγράφου παρόλο που ευλόγως αναμενόταν να είναι σε θέση να εισφέρει περισσότερες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα ποιοι υπογράφουν το έγγραφο και τι σφραγίδες φέρει το έγγραφο. Η αιτήτρια δεν θυμόταν το πλήρες όνομα του εκπαιδευτικού ιδρύματος στο οποίο φοίτησε και το οποίο εξέδωσε το έγγραφο, ούτε θυμόταν ποια άτομα υπέγραψαν το έγγραφο.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε ότι η υπογραφή στο πεδίο «φοιτητής/φοιτήτρια» είναι διαφορετική από την υπογραφή της αιτήτριας, όπως αυτή εμφανίζεται στο πρακτικό της συνέντευξης, στην αρχική της αίτηση και στην αίτηση Δουβλίνου. Τέλος, ο λειτουργός έκρινε πώς δεν υπάρχει άμεση συνάφεια μεταξύ του προσκομιζόμενου εγγράφου και του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι διατηρούσε φαρμακείο δεδομένου ότι οι σπουδές σε κάποιο αντικείμενο δεν συνδέονται αναγκαστικά με εργασία πάνω σε αυτό το αντικείμενο, ενώ επίσης επεσήμανε ότι τα έγγραφα λαμβάνονται υπ’ όψιν επικουρικά, δεδομένου ότι δίδεται μεγάλη βαρύτητα στην εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του εκάστοτε αιτητή/τριας. Επίσης, ο λειτουργός σημείωσε ότι οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ανεπίσημων φαρμακείων, τα οποία εμπορεύονται κυρίως αντιβιοτικά και φάρμακα κατά της ελονοσίας. Καταληκτικά, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός (ερυθρά 98-94 του διοικητικού φακέλου).

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι ο στρατός αναζήτησε την αιτήτρια και πυρπόλησε το χωριό Ekondo Nene επειδή θεώρησε ότι παρείχε υπηρεσίες υγείας στους Ambazonians. O αρμόδιος λειτουργός σημείωσε αρχικά πως δεδομένου του ότι δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι διατηρούσε φαρμακείο στο χωριό Ekondo Nene, καθώς και ότι παρείχε πρώτες βοήθειες, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ούτε ο ισχυρισμός της περί δίωξης της από το στρατό, καθώς ελλείπει η γενεσιουργός αιτία της δίωξης.

 

Παρόλα αυτά, προχώρησε στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών δηλώσεων της αιτήτριας σημειώνοντας αρχικά ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της. Ακολούθως επεσήμανε πως η δήλωση της αιτήτριας στην αρχική της αίτηση ότι ο στρατός πληροφορήθηκε ότι παρείχε περίθαλψη στους Ambazonians κατά την επίθεση στο χωριό, έρχεται σε αντίφαση με τη δήλωσή της κατά τη συνέντευξη ότι ο στρατός είχε την εν λόγω πληροφόρηση εκ των προτέρων. Μάλιστα, ενώ δόθηκε η δυνατότητα στην αιτήτρια να εξηγήσει την αντίφαση, εκείνη επανέλαβε απλώς ότι ο στρατός γνώριζε εκ των προτέρων για την παροχή εκ μέρους της ιατρικής περίθαλψης σε μέλη των αυτονομιστών χωρίς να γίνεται επεξηγηματική επί τούτου.

 

Παρατηρείται αντίφαση μεταξύ της αρχικής δήλωσης της αιτήτριας ότι ο στρατός επιτέθηκε στο χωριό αποκλειστικά και μόνον λόγω της παροχής εκ μέρους της ιατρικής περίθαλψης στους Ambazonians και της μετέπειτα δήλωσής της ότι ο στρατός πυρπόλησε το χωριό επειδή ο αρχηγός του χωριού δεν είχε ενημερώσει το στρατό ότι οι Ambazonians επισκέπτονταν το χωριό. Παρόλο που τέθηκε διευκρινιστική ερώτηση στην αιτήτρια, εκείνη δεν ήταν σε θέση να άρει την αντίφαση, καθώς επανέλαβε απλώς ότι ο στρατός πυρπόλησε το χωριό επειδή ο αρχηγός του χωριού δεν αποκάλυψε που βρισκόταν η αιτήτρια. Η αιτήτρια δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο περιστατικό της πυρπόλησης του χωριού, αλλά έλαβε την πληροφορία περί πυρπόλησης από τρίτα άτομα, με αποτέλεσμα οι σχετικές δηλώσεις της να χαρακτηρίζονται από μειωμένη ευλογοφάνεια. Ως προς το συγκεκριμένο σημείο, ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε ότι η αιτήτρια ανέφερε αρχικά ότι ο στρατός ρώτησε τον αρχηγό του χωριού που βρισκόταν η ίδια, χωρίς να κάνει κάποια αναφορά στη φίλη της, ενώ αργότερα δήλωσε ότι έμαθε τη συγκεκριμένη πληροφορία από τη φίλη της.

 

Όταν της επισημάνθηκε το γεγονός ότι η δήλωσή της παρουσιάζει έλλειψη ευλογοφάνειας δεδομένου ότι δεν είναι εύλογο η φίλη της να γνωρίζει τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ στρατού και αρχηγού του χωριού, εκείνη άλλαξε τα λεγόμενά της, προβάλλοντας μια νέα εκδοχή των γεγονότων και δήλωσε ότι ο στρατός συγκέντρωσε ολόκληρο το χωριό προκειμένου να την εντοπίσει. Ως προς τον κατ΄ ισχυρισμό σύντροφό της, η αιτήτρια δεν γνώριζε συγκεκριμένες πληροφορίες για τη θέση του, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με σαφήνεια πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος γνώριζε πληροφορίες για την επίθεση στο χωριό Ekondo Nene. Υπό αυτό το πρίσμα, η δήλωση της αιτήτριας ότι ενημερώθηκε για την επίθεση από το σύντροφό της παρουσιάζει έλλειψη ευλογοφάνειας. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα καταγωγής της είναι αντιφατικός με τη δήλωσή της ότι την αναζητούσε ο στρατός της χώρας. Επίσης, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με το άτομο που οργάνωσε την έξοδό της από τη χώρα και τις διαδικασίες που ακολούθησε, ενώ επίσης δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ευλογοφανώς πώς η ίδια κατάφερε να αναχωρήσει νόμιμα από το Καμερούν ενώ καταζητείτο από τις αρχές της χώρας της.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι παρόλο που διεξήγαγε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν ανευρέθη καμία αναφορά σε επίθεση του στρατού στο χωριό Ekondo Nene, σε βίαιες συγκρούσεις ή σε πυρπόληση του χωριού. Περαιτέρω έγινε παραπομπή σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι γίνονται συχνές επιθέσεις στο ιατρικό προσωπικό και τις ιατρικές εγκαταστάσεις, καθώς επίσης ότι οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν προβεί σε αντίποινα εναντίον εργαζομένων στον τομέα της υγείας που θεωρούν ότι υποστηρίζουν τους ένοπλους μαχητές.

 

Επίσης έγινε παραπομπή από τον αρμόδιο λειτουργό σε μία πηγή πληροφόρησης σύμφωνα με την οποία στη διάρκεια του 2022 καταγράφηκαν 25 περιστατικά επιθέσεων κατά εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν τη διενέργεια επιθέσεων κατά εργαζομένων στον τομέα της υγείας και όχι κατά ατόμων με ιατρικές σπουδές και δεδομένου του ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί διατήρησης φαρμακείου και παροχής πρώτων βοηθειών απορρίφθηκε, οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν υποστηρίζουν την αξιοπιστία του ισχυρισμού της. Καταληκτικά, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός (ερυθρά 94-90 του διοικητικού φακέλου).

 

Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της αιτήτριας ότι δέχθηκε απειλή από τους Ambazonians επειδή παρείχε υπηρεσίες υγείας στο στρατό. Στα πλαίσια εξέτασης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε αρχικά ότι δεδομένου ότι δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι διατηρούσε φαρμακείο στο χωριό Ekondo Nene, καθώς και ότι παρείχε πρώτες βοήθειες, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ούτε ο ισχυρισμός της περί δίωξης της από τους Ambazonians, καθώς ελλείπει η γενεσιουργός αιτία της δίωξης. Παρόλα αυτά, προχώρησε στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών δηλώσεων της αιτήτριας σημειώνοντας αρχικά ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της. Όπως επεσήμανε, αρχικά η αιτήτρια δήλωσε ότι οι Ambazonians την επισκέπτονταν από την αρχή της σύγκρουσης, ενώ σε μεταγενέστερο σημείο δήλωσε ότι παρείχε πρώτη φορά ιατρική φροντίδα σε Ambazonians το Νοέμβριο του 2020.

 

Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει πως κατάλαβε τελικά ότι τα άτομα στα οποία προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες πριν το Νοέμβριο του 2020 ήταν Ambazonians. Υπάρχει αντίφαση μεταξύ της αρχικής δήλωσης της αιτήτριας ότι τα μέλη του στρατού επισκέπτονταν το φαρμακείο της ήδη από την έναρξη της σύγκρουσης και της μεταγενέστερης δήλωσής της ότι η ίδια άρχισε να πουλάει φάρμακα στο στρατό τον Οκτώβριο του έτους 2020. Μάλιστα, ο αρμόδιος λειτουργός θεώρησε μη πειστική την εξήγησή της ότι ο στρατός ήρθε στην περιοχή της το έτος 2020. Η περιγραφή του περιστατικού της απειλής εκ μέρους της αιτήτριας χαρακτηρίζεται από έλλειψη πληροφοριών και επαρκών λεπτομερειών. Τέλος, κρίθηκε πως η δήλωση της αιτήτριας ότι δεν προέβη σε οποιανδήποτε ενέργεια  προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό της μετά την απειλή που δέχθηκε, χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευλογοφάνειας. Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης σύμφωνα με την οποία οι αυτονομιστές έχουν απαγάγει εκατοντάδες ανθρώπους συμπεριλαμβανομένων εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Ενόψει βέβαια της μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός (ερυθρά 90-88 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης  αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας, στην South West περιοχή του Καμερούν. Σύμφωνα με την πρώτη πηγή (έκθεση του Human Rights Watch που καλύπτει το έτος 2022) τόσο οι αυτονομιστές όσο και οι δυνάμεις ασφαλείας εξακολουθούν να διαπράττουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (ερυθρά 87-86 του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση με το εδάφιο (γ) του άρθρου 19 (2) του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός αφού παρέπεμψε σε πληθώρα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, κατέγραψε ότι στην περιοχή South West του Καμερούν, απο όπου κατάγεται η αιτήτρια και όπου αναμένεται να επιστρέψει, επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (ερυθρά 86-84 του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως κατέγραψε ότι η ένοπλη σύρραξη στις Αγγλόφωνες Περιοχές του Καμερούν δημιουργεί συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Στη  συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, ότι πρόκειται για άμαχη, νεαρή ενήλικη γυναίκα χωρίς κάποιο ζήτημα ευαλωτότητας ή πρόβλημα υγείας, η οποία έχει ολοκληρώσει τουλάχιστον τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διαθέτει εργασιακή εμπειρία στη διαχείριση αγροτικών καλλιεργειών και δεν έχει αντιμετωπίσει προηγούμενη δίωξη στη χώρα καταγωγής της.

 

Περαιτέρω, επεσήμανε ότι διαθέτει στην κυριότητά της μια φυτεία η οποία της απέφερε καθαρό κέρδος ίσο με 4,5 μηνιαίους μισθούς, και άρα σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της θα μπορούσε να αξιοποιήσει οικονομικά την εν λόγω φυτεία, που όπως ισχυρίστηκε βρίσκεται σε καλή κατάσταση (ερυθρά 86-81 του διοικητικού φακέλου). Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό της, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.  Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός. 

 

Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας της αιτήτριας ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγησή του, η αιτήτρια δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τον πυρήνα του αιτήματός της.  Η αιτήτρια δεν παρουσίασε οτιδήποτε συγκεκριμένο ενώπιον μου που τροποποιεί την εικόνα που διαμορφώθηκε από το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ενόψει των ισχυρισμών της, όπως αυτοί καταγράφηκαν με λεπτομέρεια στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού.  Από το αφήγημά της, διαπιστώνεται πως παρουσίασε τον πυρήνα του αιτήματός της με επιφανειακό τρόπο, με γενικές και αόριστες δηλώσεις οι οποίες δεν παρουσιάζουν βιωματικά περιστατικά και κατά συνέπεια δεν μπορεί να κριθεί εσωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της.

 

Οι δηλώσεις της αιτήτριας περί του ότι κάηκε το χωριό της δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.  Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με επάρκεια την εργασία της στο φαρμακείο, τα φάρμακα που χορηγούσε ακόμα και το χώρο εργασίας της. Για να καταστούν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, απαιτείται να συνοδεύονται από σαφή, λεπτομερή και εξατομικευμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.  Οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίνω ότι είναι ασαφείς και επιφανειακές, στερούμενες τις αναγκαίας πειστικότητας ώστε να θεμελιώνουν το αίτημά της.  Η αιτήτρια δεν εξήγησε πειστικά πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, αφού καταζητείται, ούτε ήταν πειστική στις δηλώσεις της.  Κατά συνέπεια, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Ακολούθως θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς την αναξιοπιστία των ισχυρισμών της αιτήτριας σε σχέση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, περί του ότι ο στρατός αναζητά την αιτήτρια και πυρπόλησε το χωριό της επειδή παρείχε υπηρεσίες υγείας στους Ambazonians.  Είναι σαφές βέβαια πως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, εφόσον δεν κρίθηκαν αξιόπιστες οι δηλώσεις της περί του ότι διατηρούσε φαρμακείο και παρείχε πρώτες βοήθειες στους Ambazonians.  Επιπρόσθετα, δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τον πυρήνα του ισχυρισμού της.  Από το αφήγημά της διαφαίνεται πως πρόβαλε γενικές και αόριστες αναφορές οι οποίες δεν παρουσιάζουν βιωματικά περιστατικά και κατά συνέπεια δεν μπορεί να κριθεί εσωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της αιτήτριας ανέτρεξα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να διαπιστώσω την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα της σε σχέση με τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας.  Σε προσφάτως επικαιροποιημένη έκθεση (11 Ιουνίου 2025) του Βελγικού Cedoca (Country of Origin Information του Commissariat général aux réfugiés et aux apatrides) αναφέρεται ότι (ανεπίσημη μετάφραση) «μεταξύ των αμάχων, οι κατηγορίες που αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερα ευάλωτες παραμένουν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι εργαζόμενοι στον ανθρωπιστικό τομέα και το υγειονομικό προσωπικό, καθώς και τα πρόσωπα που θεωρούνται ότι εκπροσωπούν το κράτος, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι ή οι παραδοσιακοί αρχηγοί»[1]. Επίσης, σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι (ανεπίσημη μετάφραση): «η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, που ήδη υπό κανονικές συνθήκες είναι περιορισμένη, έχει αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο λόγω της ανασφάλειας: οι επιθέσεις στις υποδομές υγείας προκάλεσαν τη φυγή του υγειονομικού προσωπικού· ορισμένα κέντρα υγείας έχουν κλείσει, ενώ άλλα λειτουργούν μόνο μερικώς»[2].

 

Σύμφωνα με  πρόσφατη έκθεση του Safeguarding Health in Conflict Coalition, η οποία καλύπτει το έτος 2024, «συνολικά, 30 περιστατικά βίας ή παρεμπόδισης της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αναφέρθηκαν στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν το 2024, αριθμός παρόμοιος με εκείνον του 2022. Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, η πλειονότητα των περιστατικών σημειώθηκε στα νότια τμήματα του Mezam και του Momo, στην περιοχή North West, ενώ τα περιστατικά αυξήθηκαν στο Fako, στην περιοχή South West.

 

Τουλάχιστον 16 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας απήχθησαν σε πέντε περιστατικά στην περιοχή North West το 2024, σε σύγκριση με πέντε εργαζόμενους σε έξι περιστατικά το 2023. Αποσχιστές και άγνωστοι επιτιθέμενοι απήγαγαν εργαζόμενους στον τομέα της υγείας από κέντρα υγείας, από το πεδίο, καθώς και κατά τη διάρκεια μετακινήσεων προς απομακρυσμένες περιοχές για την παροχή φροντίδας, κυρίως στο Mezam και τις γύρω περιοχές. Οι απαχθέντες κατηγορήθηκαν από τους απαγωγείς τους ότι συνεργάζονται με αντίπαλες δυνάμεις. Σε μία περίπτωση, ένοπλοι άνδρες απήγαγαν γυναίκα επαγγελματία υγείας από το σπίτι της επειδή φέρεται να αρνήθηκε να περιθάλψει τραυματισμένο μαχητή· αργότερα αφέθηκε ελεύθερη μετά από παρέμβαση της κοινότητας. Μερικοί από τους απαχθέντες δολοφονήθηκαν, μεταξύ αυτών και ένας οδηγός τοπικής υγειονομικής οργάνωσης, ο οποίος απήχθη, δέθηκε και εκτελέστηκε από μέλη άγνωστης ένοπλης ομάδας. Η τύχη των υπόλοιπων απαχθέντων δεν έχει καταγραφεί.

 

Δύο νοσηλευτές πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν από αποσχιστές οπλισμένους με τουφέκια, ενώ βρίσκονταν σε υπηρεσία σε κέντρα υγείας του Mezam στην περιοχή North West. Μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου, 19 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας φέρεται να συνελήφθησαν από την αστυνομία του Καμερούν σε τέσσερα περιστατικά στις περιοχές Fako (South West) και Momo (North West). Μεταξύ των θυμάτων ήταν νοσηλευτές και γιατροί, που κατηγορήθηκαν για συνεργασία ή παροχή ιατρικής βοήθειας σε αντίπαλες δυνάμεις. Η αστυνομία του Καμερούν εισέβαλε επίσης σε κέντρα υγείας στην περιοχή North West, αναζητώντας αντίπαλες δυνάμεις, εκφοβίζοντας το προσωπικό και ρίχνοντας προειδοποιητικά πυρά στον αέρα»[3].

 

Αν και οι δηλώσεις της αιτήτριας φαίνεται να συνάδουν σε ένα βαθμό με πληροφορίες που αντλούνται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη στοχοποίηση των εργαζομένων στον τομέα της υγείας στη χώρα καταγωγής της, η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της αιτήτριας δεν αρκεί από μόνη της για να τεκμηριώσει την αλήθεια των ισχυρισμών της.  Ούτως ή άλλως δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της ότι διατηρούσε φαρμακείο και προσέφερε πρώτες βοήθειες στο χωριό Ekondo Nene τα έτη 2015 μέχρι 2021, επομένως δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αιτήτρια παρείχε βοήθεια στους Ambazonians και κινδύνευε εξαιτίας αυτού λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τη συνολική αναξιοπιστία των δηλώσεών της.  Συνεπώς, εφόσον οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίνονται επιφανειακές και στερούνται της αναγκαίας πειστικότητας ώστε να θεμελιώνουν το αίτημά της, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός περί του ότι δέχθηκε απειλές από τους Ambazonians επειδή παρείχε υπηρεσίες υγείας στο στρατό, συνδέεται με τον δεύτερο ισχυρισμό και είναι σαφές πως εφόσον δεν έγινε αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός κλονίζεται η αξιοπιστία και του τέταρτου ουσιώδους ισχυρισμού.  Η αιτήτρια δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να περιγράφει με σαφήνεια τις απειλές που δέχτηκε από τους Ambazonians, ούτε προσκόμισε μαρτυρία ενώπιον μου από την οποία να διαφαίνεται ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.  Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν τεκμηριώνουν την αξιοπιστία των λεγομένων της και δεν διαφαίνεται η αιτήτρια εσωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της. 

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση ή μη του υπό εξέταση ισχυρισμού.  Ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε βέβαια σε πηγές πληροφόρησης από τις οποίες προέκυψε πως οι Ambazonians απήγαγαν αρκετά πρόσωπα συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων στον τομέα της υγείας.  Από τις πηγές πληροφόρησης που έχω παραθέσει προηγουμένως στα πλαίσια εξέτασης του τρίτου ουσιώδης ισχυρισμού προκύπτει πως και οι Ambazonians στοχοποιούν πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας και τα οποία βοηθούν το στρατό του Καμερούν αλλά αυτό δεν είναι αρκετό εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η αιτήτρια δραστηριοποιείτο στον τομέα της υγείας και δεν έγινε αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός.  Ως εκ τούτου,  στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ως αξιόπιστος καθώς διαφαίνεται πως τα όσα ανέφερε η αιτήτρια κατά το αφήγημά της δεν αντικατοπτρίζουν βιωματική εμπειρία.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Σύμφωνα με το Protection Monitoring Update για το πρώτο τρίμηνο (Q1) του 2025 του Global Protection Cluster κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, «η ασφάλεια και η απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις περιοχές North West (NW) και South West (SW) διαταράχθηκε από την αυξημένη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IEDs) από μη κρατικές ένοπλες ομάδες (NSAGs), καθώς και από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως απαγωγές με σκοπό την καταβολή λύτρων, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, και κλοπές ή καταστροφή προσωπικής περιουσίας»[4].

 

Σύμφωνα με την ίδια πηγή «ειδικοί σε θέματα ασφάλειας προβλέπουν ότι, καθώς οι Κυβερνητικές Δυνάμεις Ασφαλείας (GDSF) συνεχίζουν να εκδιώκουν τις Μη Κρατικές Ένοπλες Ομάδες (NSAGs) από τις βάσεις τους σε αγροτικές περιοχές, η εισροή των NSAGs σε αστικές περιοχές, όπως η Buea και η Bamenda, θα οδηγήσει σε μετατόπιση του πεδίου επιχειρήσεων από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Η εξέλιξη αυτή θεωρείται ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς οι NSAGs μπορούν να διεισδύουν στον άμαχο πληθυσμό και να συνεχίζουν τη δράση τους χωρίς να εντοπίζονται. Οι Δυνάμεις Ασφαλείας (SSF) χρησιμοποιούν αυτό το στοιχείο ως δικαιολογία για τις επιχειρήσεις “έρευνας και αποκλεισμού” (search and condon), κατά τη διάρκεια των οποίων προβαίνουν σε αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις αμάχων»[5].

 

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στην South West περιοχή του Καμερούν, κατά το τελευταίο έτος, καταγράφηκαν 420 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 399 θάνατοι[6].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια  να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι είναι ενήλικη γυναίκα, υγιής, έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση, πλήρως ικανή προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και επιπρόσθετα διαθέτει εργασιακή εμπειρία στη διαχείριση αγροτικών καλλιεργειών λόγω του ότι έχει στην κατοχή της φυτεία κακάου.

 

Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.  Σε σχέση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας που περιλαμβάνονται στην Γραπτή της Αγόρευση και αφορούν τα πραγματικά περιστατικά του αιτήματός της δεν διακρίνω ότι παραθέτουν οτιδήποτε για τον πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας, ούτε διαφοροποιούν ή ενισχύουν τα όσα ήδη έχει αναφέρει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα. 

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Με βάση λοιπόν, το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με δέουσα προσοχή και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα, υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Belgium - Cedoca (CGVS/CGRA), COI Focus Cameroun. Régions anglophones. Situation sécuritaire,  https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun._R%C3%A9gions_anglophones._Situation_s%C3%A9curitaire_20250611%20-%20Copy.pdf, σελ. 31

[2] Belgium - Cedoca (CGVS/CGRA), COI Focus Cameroun. Régions anglophones. Situation sécuritaire,https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun._R%C3%A9gions_anglophones._Situation_s%C3%A9curitaire_20250611%20-%20Copy.pdf, σελ. 2

[3] Safeguarding Health in Conflict Coalition, EPIDEMIC OF VIOLENCE Violence Against Health Care in Conflict 2024, n.d., https://insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2025/04/2024-SHCC-Annual-Report.pdf,

[4] GPC - Global Protection Cluster: Protection Monitoring Update; January - March 2025, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2025-05/pm_quarterly_update_jan-mar_2025.pdf, σελ. 1

[5] GPC - Global Protection Cluster: Protection Monitoring Update; January - March 2025, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2025-05/pm_quarterly_update_jan-mar_2025.pdf, σελ. 2

[6] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με φίλτρα αναζήτησης: Country: Cameroon, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, https://acleddata.com/platform/explorer


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο