J.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7213/2022, 6/11/2025
print
Τίτλος:
J.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7213/2022, 6/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 7213/2022

06 Νοεμβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.B.,

 από τη Γκάμπια

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Χρ. Παφίτη (κα) για Αγγελική Λαζάρου

Δικηγόρος για Καθ' ων η Αίτηση: Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 17.08.2022, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Γκάμπια, από την οποία αναχώρησε στις 25.05.2018 και ταξιδεύοντας δια μέσω της Σενεγάλης, του Μάλι, του Νίγηρα και της Λιβύης, αφίχθηκε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 05.01.2019, υποβάλλοντας αίτηση για διεθνή προστασία στις 11.01.2019. Στις 16.06.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της EUAA (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος στις 22.07.2022, υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας. Ακολούθως, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 17.08.2022 την εν λόγω εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην ίδια στις 10.11.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ιδίας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής της, η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της, επικαλείται γενικούς και αορίστους νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο, με τη γραπτή της αγόρευση, περιορίζεται στους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, στη γραπτή αγόρευση για την Αιτήτρια προωθεί λόγους ακυρώσεως περί έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η συνήγορος της αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (οι οποίοι και έγιναν αποδεκτοί από τους Καθ’ ων η Αίτηση), καθώς επίσης, ισχυρίζεται πως με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης και σοβαρής βλάβης εξαιτίας του ότι εγκατέλειψε τη συζυγική της στέγη. Προβάλλει δε, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με τον (πρώην) σύζυγό της και τη ‘θέση εξουσίας’ που κατείχε στη κοινότητά του, που συνηγορούν στο ότι η ίδια διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής. Ούτε και λήφθηκαν υπόψη τα εξατομικευμένα στοιχεία και οι προσωπικές της περιστάσεις, που συνηγορούν στο ότι η εσωτερική μετεγκατάσταση δεν είναι δυνατή στην περίπτωσή της (παραπέμποντας και σε σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με τους δείκτες του εύλογου χαρακτήρα για την περίπτωση της μετεγκατάστασης). Καταληκτικά, η συνήγορος της Αιτήτριας υποστηρίζει πως οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε εξατομικευμένη έρευνα και δεν έλαβαν υπόψη τους, τα στοιχεία και τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, καταλήγοντας λανθασμένα στο συμπέρασμα πως κρίνεται εύλογη η μετεγκατάστασή της σε άλλο μέρος της χώρας καταγωγής της. Επιπλέον, διατείνεται ότι λόγω των πιο πάνω πλημμελειών, πλήττεται παράλληλα και η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης που κρίνεται ως στερούμενη επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια ανήκει στην ‘ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα’ των γυναικών στη Γκάμπια που υφίσταται διακρίσεις λόγω του φύλου. Αναφέρει δε, συγκεκριμένα, ότι η Αιτήτρια εξαναγκάστηκε από τον πατέρα της σε γάμο με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα και βίωνε σεξουαλική κακοποίηση, κακομεταχείριση και βία, από το εν λόγω πρόσωπο κατά την περίοδο που έζησε μαζί του. Επίσης, είχε υποστεί ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών της οργάνων (εφεξής «ΑΓΓΟ») στην ηλικία των 13 ετών και επιπλέον, διατηρούσε ‘κρυφό και παράνομο’ δεσμό με έναν Χριστιανό άντρα, με τον οποίο απέκτησαν ένα παιδί και τον οποίο δεν αποδέχεται ο πατέρας της λόγω της διαφορετικής του θρησκείας. Καταλήγοντας, αναφέρει πως λόγω των πιο πάνω, η οικογένειά της και η κοινωνία ενδέχεται να την αποκηρύξουν σύμφωνα με τις μουσουλμανικές θρησκευτικές και εθιμικές τους παραδόσεις, ενώ σημείωσε επίσης ότι, παρά την κρατική προστασία που υπάρχει στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, εντούτοις, οι διακρίσεις και η βία κατά των γυναικών στη χώρα, ιδιαίτερα η ενδοοικογενειακή βία, παραμένουν σημαντικό πρόβλημα και τα συνταγματικά δικαιώματα των γυναικών υπόκεινται στα παραδοσιακά θρησκευτικά ήθη και έθιμα του Ισλάμ. Τέλος, επικαλείται ότι η Αιτήτρια αποτελεί νεαρή γυναίκα, χωρίς υποστηρικτικό ή κοινωνικό δίκτυο, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και χωρίς κάποια εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής της, δεδομένα που δεν επιτρέπουν τη διαβίωση της σε άλλο μέρος της χώρας ιθαγένειάς της και χωρίς η ίδια να διατρέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε ορθώς κατόπιν πλήρους και δέουσας έρευνας, στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, με βάση τις αρχές της χρηστής διοίκησης και εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του Νόμου, καθώς και ότι είναι πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη. Επισημαίνουν δε, ότι η Αιτήτρια προσωπικά δήλωσε ότι υπάρχει δυνατότητα να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή, χωρίς να εκφράσει οιονδήποτε φόβο προσωπικής της δίωξης (παραπέμποντας στο ερυθρό 28/4Χ του δ.φ.). Ως εισηγούνται επίσης, κατόπιν της εξατομικευμένης αξιολόγησης που έγινε, κρίθηκε πως ούτε από τα λεγόμενά της προκύπτει πιθανότητα ότι θα αντιμετωπίσει ξανά τα όσα παρελθοντικά γεγονότα ανέφερε (τα οποία και έγιναν αποδεκτά), τόσο ως προς τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης εξαιτίας ότι η ίδια υπεβλήθη στο παρελθόν στην πρακτική ΑΓΓΟ στη χώρα της, όσο και αναφορικά με τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης εξαιτίας της παρελθούσας δίωξής της από τον (πρώην) σύζυγό της ή τον πατέρα της, σε περίπτωση που εγκατασταθεί στην πόλη Banjul κατά την επιστροφή της στη Γκάμπια. Αναφέρουν, επιπρόσθετα, ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962. Τέλος, υποβάλλουν ότι δεν έχει ανατραπεί το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώρισή της ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Περαιτέρω, κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συνήγορος της Αιτήτριας επανέλαβε πως η ίδια δεν έχει καθόλου υποστηρικτικό δίκτυο, αφού κινδυνεύει από τον πατέρα και τον (πρώην) σύζυγό της που την διώκουν. Επιπλέον, υποστήριξε ότι το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο δεν είναι αρκετό ώστε να δικαιολογήσει μια βασική εργασία. Τέλος, προέβαλε την επιθυμία της Αιτήτριας να μην φέρει την (παραδοσιακή) μαντίλα, αναφερόμενη στην επιστροφή της σε μια μουσουλμανική χώρα. Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση επανέλαβαν πως η ίδια η Αιτήτρια είχε δηλώσει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος δίωξης ή βλάβης σε περίπτωση μετεγκατάστασης στη χώρα καταγωγής της (παραπέμποντας στο ερυθρό 29/3Χ του δ.φ.).

 

 

Αξιολόγηση Εκατέρωθεν Ισχυρισμών

 

Καταρχάς, δεν θα συμφωνήσω με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη και αόριστη σειρά επιχειρημάτων, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας  κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Τουναντίον, παρατηρώ ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία, σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που προωθεί η Αιτήτρια καθώς και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας όσο και στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των νομικών σημείων που προωθεί η Αιτήτρια. Περαιτέρω, παραθέτει επαρκή επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως που εν τέλει αποφάσισε να προωθήσει, ως αυτοί περιορίστηκαν κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία, ενώ, δομικά, η αγόρευση του συνάδει και με την επιταγή του Κανονισμού 8 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  Διαδικαστικού  Κανονισμού (Αρ.1) του 2015[1], ως προς τη συνοπτική παρουσίαση του «σκελετού» των επιχειρημάτων στη βάση των νομικών σημείων που προσδιορίζονται στο δικόγραφο της προσφυγής του. Ενόψει λοιπόν της επαρκούς εξειδίκευσής τους, θα προχωρήσω στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακυρώσεως.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τους λόγους ακυρώσεως

 

Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, καθόσον άπτονται ζητημάτων που συνδέονται άμεσα με την ουσία της υπόθεσης, διαπλέκονται με αυτήν και, ως εκ τούτου, θα εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο σε συνάρτηση με την ουσιαστική κρίση επί της υπόθεσης. Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται ενόψει της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να προβαίνει σε πλήρη έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης, λαμβάνοντας υπόψη ex nunc τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που τη διέπουν[2]

 

Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας περί έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[3].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Στο πλαίσιο της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια κατέγραψε αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ότι ο πατέρας της, ο οποίος κατέχει ηγετική θρησκευτική θέση εντός του ισλάμ, και η οικογένειά της, που υποστηρίζει τις αποφάσεις του, την εξανάγκασαν σε γάμο με κάποιον άνδρα, ο οποίος είχε ήδη δύο συζύγους. Η Αιτήτρια, ως δήλωσε, ήταν αντίθετη σε αυτόν τον γάμο, εντούτοις ‘στάλθηκε’ στο σπίτι του συζύγου της και όποτε ο σύζυγός της ζητούσε να έχουν σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ τους και η ίδια αρνείτο, εκείνος την χτυπούσε. Συνάμα, δεν μπορούσε να καταφύγει στην οικογένειά της, καθότι θα της ζητούσαν να επιστρέψει στο σπίτι του συζύγου της και η ίδια δεν επιθυμούσε να παραμείνει μαζί του. Καταλήγοντας, η Αιτήτρια επικαλέστηκε πως είπε στον πατέρα της ότι η ίδια είχε σχέση με κάποιον άλλον άνδρα (δικής της επιλογής), ωστόσο, επειδή εκείνος ήταν Χριστιανός, η οικογένειά της αρνήθηκε να δεχθεί τη σχέση αυτή. [βλ. ερυθρό 6 του δ.φ.]

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση ώστε να προχωρήσει με τη συνέντευξη, καθώς επίσης, ότι (γενικά) δεν αντιμετωπίζει κάποιο ιατρικό θέμα ή πρόβλημα υγείας (ερυθρό 44/1Χ του δ.φ.). Ακολούθως, ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από το χωριό Lamin στη Γκάμπια, όπου και ζούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της στη χώρα της (ερυθρό 42/1Χ του δ.φ.), ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Jola (ερυθρό 43/1Χ του δ.φ.), παντρεύτηκε μέσω διακανονισμού περί το 2015 στο χωριό της, με έναν μεγαλύτερο της άντρα που είχε ήδη δύο συζύγους (ερυθρό 42/2Χ του δ.φ.), ωστόσο, βρίσκεται σε διάσταση με τον εν λόγω σύζυγό της, ενώ ως η ίδια επιβεβαίωσε δεν έχουν πάρει επίσημο διαζύγιο·(ερυθρό 42 του δ.φ.) και με τον εν λόγω σύζυγο είχαν αποκτήσει ένα τέκνο το οποίο απεβίωσε (ερυθρό 42/3Χ του δ.φ.), ενώ η Αιτήτρια έχει και ένα παιδί που απέκτησε το 2010 στο χωριό της, με τον σύντροφό της, το οποίο διαμένει (πλέον) με τη μητέρα της (ερυθρό 42/4Χ του δ.φ.). Δήλωσε επίσης, ότι οι δύο γονείς της διαμένουν στο χωριό Lamin (ερυθρό 41/2Χ του δ.φ.), ενώ έχει και άλλες τρεις αδελφές, δύο μεγαλύτερές της και μία μικρότερη, που παντρεύτηκαν και ζουν σε άλλα μέρη της χώρας (ερυθρό 41/3Χ του δ.φ.). Έχει επίσης και δύο θείους από την πλευρά της μητέρας της καθώς και μία θεία από την πλευρά του πατέρα της, τη σχέση της με τους οποίους η ίδια χαρακτήρισε ως κανονική, όμως επικαλέστηκε πως δεν μπορεί να έχει την υποστήριξή τους καθώς είναι αυστηρά μουσουλμάνοι και μετρά μόνο η άποψη των αντρών (ερυθρό 41 του δ.φ.). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι φοίτησε σε δημόσιο δημοτικό σχολείο (ερυθρό 41/1Χ του δ.φ.) για 5-6 έτη (ερυθρό 40/1Χ του δ.φ.) και ακολούθως πήγαινε στο κοινοτικό σχολικό κέντρο στο χωριό της (ερυθρό 41/1Χ του δ.φ.), όπου φοιτούσε μερικώς και μάθαινε την αγγλική γλώσσα, για περίπου δύο έως τρία χρόνια συνολικά (ερυθρό 40/2Χ του δ.φ.), διακόπτοντας λίγο πριν από τον γάμο της (ερυθρό 40/8Χ του δ.φ.). Δήλωσε επίσης πως η ίδια δεν είχε καμία επαγγελματική απασχόληση στη Γκάμπια (ερυθρό 40/3Χ του δ.φ.). Σχετικά με το ταξίδι από τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν χρησιμοποίησε οποιαδήποτε ταξιδιωτικά έγγραφα ή ταυτότητα/διαβατήριο, αφού αναχώρησε από τη Γκάμπια και μετέβη πεζή στη Σενεγάλη, ενώ στη συνέχεια μετέβη οδικώς στο Μάλι (ερυθρό 43/4Χ του δ.φ.) και ακολούθως στον Νίγηρα και έπειτα στη Λιβύη, από όπου με βάρκα αφίχθηκε στην Κύπρο (ερυθρό 40/4Χ του δ.φ.). Δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό της από τη χώρα καταγωγής (ερυθρό 40/6Χ του δ.φ.), ούτε και συνέβη οτιδήποτε αξιοσημείωτο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της από τη Γκάμπια μέχρι την Κύπρο (ερυθρό 39/2Χ του δ.φ.). Ως προς τον σύντροφό της, η Αιτήτρια ανέφερε το όνομά του, καθώς και ότι είναι Χριστιανός και ότι οι δύο τους γνωρίστηκαν στο χωριό Lamin από τότε που ήταν μικρά παιδιά, ενώ μεγάλωσαν μαζί στην κοινότητά τους (ερυθρό 39/1Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης της, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι προέρχεται από μουσουλμανική οικογένεια και ότι ο πατέρας της την εξανάγκασε να παντρευτεί έναν μεγαλύτερό της άνδρα, επιλογής του, κάτι στο οποίο η ίδια αντιτάχθηκε και αρνήθηκε να αποδεχθεί. Ανέφερε ότι, όταν εγκαταστάθηκε στο σπίτι του εν λόγω συζύγου, οι δύο τους είχαν συνεχείς καβγάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκείνος τη χτυπούσε. Επισήμανε ακόμη ότι ήταν η τρίτη και νεότερη από τις δύο ήδη υπάρχουσες συζύγους του. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι παρέμεινε σε αυτόν τον γάμο για μερικά χρόνια, διάστημα κατά το οποίο έμεινε έγκυος, καθώς ο σύζυγός της την εξανάγκαζε σε σεξουαλικές επαφές. Ωστόσο, έχασε το παιδί της και, όπως είπε, δεν άντεχε πλέον την κακοποιητική κατάσταση. Ανέφερε επίσης ότι κάποιες φορές κατέφευγε στο πατρικό της σπίτι, όπου η μητέρα της τη δεχόταν, αλλά ο πατέρας της τη χτυπούσε και την ανάγκαζε να επιστρέψει στον σύζυγό της. Επιστρέφοντας, συνέχιζε να υφίσταται βία από εκείνον, ιδίως όταν απαιτούσε σεξουαλική επαφή, ενώ σε περιπτώσεις αυτές τη χτυπούσαν και οι άλλες δύο σύζυγοί του, οι οποίες ήταν επίσης εχθρικές απέναντί της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Αιτήτρια αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα και να καταφύγει στη γειτονική Σενεγάλη, αναφέροντας ότι ο (πρώην) σύζυγός της ήταν άτομο με μεγάλη επιρροή τόσο στην κοινότητα όσο και στους θρησκευτικούς κύκλους του Ισλάμ, γεγονός που δεν της επέτρεπε να αισθάνεται ασφαλής ή να αναζητήσει προστασία. Ωστόσο, επειδή και στη Σενεγάλη επικρατεί παρόμοια πατριαρχική και ισλαμική κουλτούρα, φοβήθηκε ότι ούτε εκεί θα ήταν ασφαλής. Έτσι, μετέβη στο Μάλι, όπου φιλοξενήθηκε προσωρινά από μια παντρεμένη γυναίκα, η οποία τη συμβούλεψε να συνεχίσει προς τον Νίγηρα· από εκεί, ταξίδεψε στη Λιβύη και τελικά έφθασε στην Κύπρο δια θαλάσσης.[βλ. ερυθρό 39/3Χ του δ.φ.]

 

Ακολούθως, ερωτηθείσα κατά πόσο υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που ανάγκασε την ίδια να αποφασίσει να φύγει τη δεδομένη στιγμή από τη χώρα της, η Αιτήτρια δήλωσε πως είχε βαρεθεί από τους ξυλοδαρμούς και τους τσακωμούς (ερυθρό 39/4Χ του δ.φ.), ενώ ως προς το ερώτημα αναφορικά με το τι φοβάται πως μπορεί να της συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της, η ίδια αποκρίθηκε λέγοντας πως ίσως την αποκηρύξουν λόγω του ότι ατίμασε τον σύζυγό της εγκαταλείποντάς τον, χωρίς (ωστόσο) να γνωρίζει τις συνέπειες για τούτο (ερυθρό 38/1Χ του δ.φ.).

 

Στη συνέχεια, υποβλήθηκαν διευκρινιστικά ερωτήματα προς την Αιτήτρια σχετικά με τους ισχυρισμούς της. Δεδομένου ότι η Αιτήτρια αναφέρθηκε ότι προέρχεται από μια αυστηρά μουσουλμανική οικογένεια, όπου ο πατέρας της, την εξανάγκασε σε γάμο με κάποιον της επιλογής του, κάτι που η ίδια είχε αρνηθεί και δεν επιθυμούσε, κλήθηκε αρχικά να σχολιάσει (με παραδείγματα) το πως ήταν για την ίδια να μεγαλώνει σε μια τέτοια οικογένεια. Η Αιτήτρια αποκρίθηκε αναφερόμενη στο γεγονός πως εντός της οικογένειάς της, η ίδια δεν είχε λόγο και άποψη, ούτε το δικαίωμα να πει οτιδήποτε, ενώ έπρεπε να ακολουθεί τα όσα επέλεγαν για την ίδια. Αναφέρθηκε επίσης, στην παραδοσιακή μουσουλμανική ενδυμασία που έπρεπε να φέρουν όλες οι κοπέλες στην κοινότητα στο χωριό της, καθώς και στη συμμετοχή τους αναγκαστικά κατά την εβδομαδιαία προσευχή στο τέμενος του χωριού. Προσωπικά η ίδια, ως δήλωσε, κατά τους εορτασμούς μετά από το Ραμαζάνι, έπρεπε να φορεί παραδοσιακό φόρεμα και πέπλο καλύπτοντας το πρόσωπό της, κάτι το οποίο της είχε φανεί περίεργο, ως χαρακτηριστικά ανέφερε. [βλ. ερυθρό 38 του δ.φ.]

 

Αναφορικά με το περιστατικό του εξαναγκασμού της σε γάμο από τον πατέρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εκείνος της ανακοίνωσε πως είχε επιλέξει έναν άνδρα για να τον παντρευτεί. Η ίδια αντέδρασε, λέγοντας ότι ο συγκεκριμένος άνδρας ήταν πολύ μεγαλύτερός της, ωστόσο ο πατέρας της επέμενε ότι έπρεπε να προχωρήσει στον γάμο που εκείνος είχε κανονίσει. Όταν η Αιτήτρια εξέφρασε την επιθυμία της να παντρευτεί τον σύντροφό της, ο πατέρας της αντέδρασε με έντονο θυμό και αρνήθηκε κατηγορηματικά, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, καθώς ο σύντροφός της ήταν Χριστιανός.

 

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι, κλαίγοντας, ζήτησε τη βοήθεια της μητέρας της, ωστόσο δεν υπήρξε καμία παρέμβαση, καθώς – όπως είπε – σε ζητήματα που αφορούν τον γάμο, η γνώμη της γυναίκας δεν λαμβάνεται υπόψη. [βλ. ερυθρό 37/2Χ του δ.φ.]

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο σύζυγός της επισκέφθηκε το πατρικό της σπίτι και, αφού κατέβαλε το σχετικό «τίμημα της νύφης», την πήρε μαζί του στο σπίτι του, παρά τη θέλησή της (ερυθρό 37/4Χ του δ.φ.). Κατά τις τρεις πρώτες εβδομάδες εκεί, η ίδια δήλωσε ότι έκλαιγε συνεχώς και απέφευγε να τρώει τακτικά, προκειμένου να δείξει στον πατέρα της πως ήταν θυμωμένη με την απόφασή του, ελπίζοντας ότι θα αναθεωρούσε. Όπως επισήμανε, αισθανόταν πληγωμένη, βιώνοντας μόνο στιγμές λύπης και μεταμέλειας για το ότι βρισκόταν μέσα σε αυτή την οικογένεια (ερυθρό 37/5Χ,6Χ του δ.φ.).

 

Επιπλέον, η Αιτήτρια ανέφερε ότι σε ηλικία 13 ετών εξαναγκάστηκε από τους γονείς της να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων (ΑΓΓΟ), σύμφωνα με τις τοπικές ισλαμικές παραδόσεις, όπως είχε συμβεί και με τις δύο αδελφές της (ερυθρό 36/1Χ του δ.φ.). Περιγράφοντας τη διαδικασία, που έλαβε χώρα στο σπίτι της στο χωριό (ερυθρό 36/3Χ του δ.φ.), ανέφερε ότι της έγινε περιτομή με τη χρήση ψαλιδιού, με αποτέλεσμα να αιμορραγήσει έντονα (ερυθρό 36/2Χ του δ.φ.), χωρίς αναισθησία και χωρίς καμία μετέπειτα ιατρική φροντίδα ή περίθαλψη (ερυθρό 36/6Χ του δ.φ.). Το γεγονός αυτό, όπως είπε, της προκάλεσε σοβαρό ψυχικό τραύμα, καθώς και μόνιμες επιπλοκές στις γυναικολογικές της λειτουργίες (ερυθρά 36/8Χ και 35/5Χ του δ.φ.), οι οποίες επηρέασαν και τις μετέπειτα κυήσεις της (ερυθρό 35/4Χ του δ.φ.).

Όπως συμπλήρωσε, η γυναίκα που πραγματοποίησε την περιτομή είχε αυτόν τον ρόλο στην κοινότητα του χωριού, ωστόσο δεν ζει πλέον εκεί, ενώ έχει μία θυγατέρα (ερυθρό 36/4Χ του δ.φ.). Η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατά τη διαδικασία «της αφαιρέθηκε ολόκληρη η σάρκα» (ερυθρό 36/5Χ του δ.φ.), και ότι αυτό συνέβη μία μόνο φορά, όπως συνηθίζεται (ερυθρό 36/7Χ του δ.φ.). Διευκρίνισε ακόμη ότι, παρότι η ίδια είχε εκφράσει την άρνησή της να υποβληθεί στην πρακτική αυτή, εξαναγκάστηκε να το κάνει, καθώς οι γονείς της τής είπαν ότι «έπρεπε να γίνει» (ερυθρά 35/1Χ–2Χ του δ.φ.), παρά τον φόβο της για τον πόνο που θα βίωνε (ερυθρό 35/3Χ του δ.φ.).

Όταν ρωτήθηκε ποια είναι η άποψή της σχετικά με την πρακτική του ΑΓΓΟ, η Αιτήτρια απάντησε ότι πρόκειται για μια «πολύ κακή κουλτούρα», ιδίως για τα μικρά κορίτσια, χαρακτηρίζοντάς την ως εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία. Εξέφρασε, τέλος, τη βαθιά της μεταμέλεια και ανέφερε ότι, αν τότε διέθετε τη δύναμη ή ήταν λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία, θα είχε φύγει μακριά για να την αποφύγει (ερυθρό 35 του δ.φ.).

 

Περαιτέρω, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το πατρικό της σπίτι και να ζήσει με τον σύντροφό της, καθώς, σύμφωνα με τα ήθη, τη θρησκεία και την κουλτούρα του Ισλάμ, έπρεπε προηγουμένως να καταβληθεί το σχετικό «τίμημα για τη νύφη». Όπως εξήγησε, μια ανύπαντρη γυναίκα δεν επιτρέπεται να φύγει από την πατρική της οικία χωρίς να έχει προηγηθεί η καταβολή αυτού του ποσού (ερυθρό 35 του δ.φ.). Επιπλέον, παρόλο που είχε αποκτήσει παιδί με τον συγκεκριμένο σύντροφό της, λόγω του ότι εκείνος ήταν Χριστιανός, δεν μπορούσαν να παντρευτούν, καθώς το Ισλάμ απαγορεύει σε μουσουλμάνα γυναίκα να συνάψει γάμο με Χριστιανό (ερυθρό 34 του δ.φ.).

 

Στη συνέχεια, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στα γεγονότα που ακολούθησαν όταν μετέβη να ζήσει με τον (πρώην) σύζυγό της στο σπίτι του. Όπως ανέφερε, από την πρώτη κιόλας νύχτα, εκείνος τη χτύπησε σοβαρά έπειτα από έντονο καβγά, ο οποίος προκλήθηκε επειδή η ίδια αρνήθηκε επανειλημμένα τις σεξουαλικές του απαιτήσεις. Την επόμενη ημέρα, όταν ο σύζυγός της επέστρεψε από την εργασία του, την εξανάγκασε σε σεξουαλική επαφή (ερυθρό 34/1Χ,2Χ του δ.φ.).

 

Περιγράφοντας περαιτέρω τη ζωή της στο σπίτι του (πρώην) συζύγου της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ουδέποτε είχε ελευθερία ή αυτονομία και ζούσε διαρκώς με τον φόβο για το τι θα συνέβαινε όταν εκείνος επέστρεφε το απόγευμα από τη δουλειά, καθώς γνώριζε ότι θα ακολουθούσε εξαναγκασμός σε σεξουαλική πράξη, κάτι που η ίδια δεν επιθυμούσε. Επισήμανε επίσης ότι και οι δύο άλλες σύζυγοί του ήταν εχθρικές απέναντί της, δεν την είχαν αποδεχθεί από την αρχή και τη χτυπούσαν, χαστουκίζοντάς την, επειδή εκείνη αρνιόταν να ασχοληθεί με το μαγείρεμα και την καθαριότητα του σπιτιού (ερυθρό 34/3Χ του δ.φ.).

 

Περιγράφοντας, ακολούθως, τον (πρώην) σύζυγό της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν ήταν καλός χαρακτήρας και ήταν σκληρός άνθρωπος καθώς και σωματικά δυνατός, αναφέροντας επίσης ότι εκείνος ήταν άτομο με επιρροή στην κοινότητα, που ήθελε πάντοτε να εκτελούνται οι οδηγίες του και να γίνονται πάντοτε οι επιθυμίες του, ενώ η ίδια σκεπτόταν μόνο το πως θα διέφευγε από τον εν λόγω γάμο της, ειδικότερα όταν εκείνος την ανάγκαζε να συνευρεθούν σεξουαλικά (ερυθρό 33 του δ.φ.). Περιγράφοντας δε, τις άλλες δύο γυναίκες του (πρώην) συζύγου της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εκείνες ήταν εξαρχής μαζί του και για αρκετά χρόνια, ενώ η ίδια, όπως είπε, δεν έκανε παρέα μαζί τους και (εξάλλου) εκείνες την αγνοούσαν και δεν της συμπεριφέρονταν με φιλικό τρόπο, παρά μόνο είχαν προβλήματα μαζί της για τις οικιακές εργασίες (ερυθρό 33 του δ.φ.). Κληθείσα να διευκρινίσει τα όσα είπε σχετικά με το ότι ο (πρώην) σύζυγός της ήταν άτομο με επιρροή στην κοινότητα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εκείνος ήταν ο θρησκευτικός ηγέτης ανάμεσα στους πρεσβύτερους της κοινότητας, που έλεγχε επίσης ότι γινόταν εντός της κοινότητας, και επιπλέον, τύγχανε περισσότερου σεβασμού από τους υπόλοιπους (ερυθρό 33/1Χ του δ.φ.). Ακολούθως, η Αιτήτρια διευκρίνισε πως ο πρώην σύζυγός της, την κακομεταχειριζόταν και την κακοποιούσε σεξουαλικά κατά το διάστημα που διέμενε στο σπίτι του, ενώ κάποιες φορές, η ίδια κατέφευγε στη μητέρα της φέροντας τραύματα από τους ξυλοδαρμούς της, όπου, ενώ η μητέρα της, την αποδεχόταν, ο πατέρας της δεν επέτρεπε τούτο, και αρχικά, την κτυπούσε και της έλεγε να επιστρέψει στο σύζυγό της, ενώ τις μετέπειτα φορές, της έλεγε με αυστηρό τρόπο να σκουπίσει τα δάκρυά της και να επιστρέψει στη συζυγική της εστία (ερυθρό 32 του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τον προαναφερθέντα σύντροφό της, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι διατηρούσε σχέση μαζί του για περίπου πέντε χρόνια πριν από τον εξαναγκαστικό της γάμο, τονίζοντας ότι η σχέση τους αυτή παρέμενε μυστική. Ανέφερε ότι οι δύο τους είχαν μεγαλώσει μαζί και περιέγραψε τον σύντροφό της ως «καλό άνθρωπο», ο οποίος εκνευριζόταν όταν μάθαινε για τους περιορισμούς και τις συνθήκες καταπίεσης που βίωνε η ίδια στο πατρικό της σπίτι. Όπως είπε, εκείνος την υποστήριζε σε ορισμένες περιπτώσεις και οικονομικά.

 

Η Αιτήτρια σημείωσε ότι οι συναντήσεις τους ήταν περιστασιακές και γίνονταν συνήθως όταν έβγαινε από το σπίτι συνοδευόμενη από κάποια φίλη της, με το πρόσχημα ότι θα παρευρίσκονταν σε ισλαμική τελετή ή εκδήλωση — ωστόσο, αντί να πάει εκεί, συναντούσε τον σύντροφό της. Διευκρίνισε ότι, δεδομένου πως ο ίδιος ήταν Χριστιανός, η οικογένειά του δεν αντιδρούσε στη σχέση αυτή. Όταν η Αιτήτρια αποκάλυψε στη μητέρα της ότι ήταν έγκυος από εκείνον, η μητέρα της την προέτρεψε να προχωρήσει σε αποβολή. Η ίδια, ωστόσο, αρνήθηκε, θεωρώντας την εγκυμοσύνη ως πιθανή ευκαιρία να παντρευτεί τον σύντροφό της, παρόλο που γνώριζε ότι η οικογένειά της δεν θα ενέκρινε ποτέ κάτι τέτοιο. Τότε, ο πατέρας της αντέδρασε με οργή και, ενώ η ίδια ήταν έγκυος, της απαγόρευσε να βγαίνει από το σπίτι ή να συναντά οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του συντρόφου της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι, από τότε, ο γιος της ζει με τη μητέρα της, ενώ ο πατέρας της δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το παιδί. Παρόμοια αδιαφορία, όπως είπε, επέδειξε και ο σύντροφός της, ο οποίος δεν προέβη σε καμία ενέργεια, επικαλούμενος ότι δεν ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα με την οικογένειά της. Ο πατέρας της, σύμφωνα με την ίδια, είχε δηλώσει ρητά ότι «δεν ήθελε τίποτα να έχει να κάνει με εκείνους».[βλ. ερυθρό 31 του δ.φ.]

 

Περαιτέρω, η Αιτήτρια ανέφερε πως στο Ισλάμ γενικότερα δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να έχουν σχέση και παιδιά εκτός γάμου με άτομα άλλης θρησκείας, ενώ ορισμένες φορές, ανάλογα και με την οικογένεια, μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να αποκηρύξουν τις γυναίκες αυτές με βάση το Ισλάμ. Ως προς την περίπτωση της ίδιας, η Αιτήτρια είπε πως ίσως η μητέρα της να είχε μιλήσει με τον πατέρα της μετά που εκείνος έμαθε πως η ίδια ήταν έγκυος, και τούτο ενδεχομένως να επηρέασε και το γεγονός ότι δεν την έδιωξαν από το σπίτι ή το ότι επέτρεψαν να μεγαλώσει το παιδί της στο σπίτι. Αναφορικά δε, με την κοινωνική αντίληψη, η Αιτήτρια ανέφερε πως το να έχει μια γυναίκα παιδί εκτός γάμου είναι κάτι μη αποδεκτό και σε τέτοια περίπτωση, η γυναίκα θεωρείται ως χαμηλής θέσης και τυγχάνει πλέον λιγότερου σεβασμού από τους υπόλοιπους. Διευκρίνισε δε, ότι η ίδια συναντούσε τον σύντροφό της κατά το απόγευμα, κοντά στο ισλαμικό σχολείο, χωρίς να την καταλάβουν και κατόπιν πήγαιναν στο σπίτι του και δεν έβγαιναν, ούτε κυκλοφορούσαν εκτός, ενώ επιβεβαίωσε ότι οι γονείς της δεν γνώριζαν για τη σχέση τους, ούτε και έμαθαν για αυτή, μέχρι που η ίδια έμεινε έγκυος μαζί το παιδί του. [βλ. ερυθρό 30 του δ.φ.]

 

Επικαλέστηκε δε, ότι πέραν της οικογένειάς της και της οικογένειας του συντρόφου της, ενδεχομένως να γνώριζαν για το παιδί της και άλλα άτομα από την κοινότητα, επισημαίνοντας πως για εκείνους είναι κάτι το απαγορευμένο (βλ. ερυθρό 29 του δ.φ.). Αναφορικά με το ενδεχόμενο να της συμβεί οτιδήποτε σχετικά με την πρακτική ΑΓΓΟ σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της, η Αιτήτρια δήλωσε πως τούτο αποτελεί πλέον παρελθόν για την ίδια, ενώ ερωτηθείσα κατά πόσο θα μπορούσε να επιστρέψει στη Γκάμπια, η Αιτήτρια δήλωσε πως ο μόνος λόγος και η μοναδική περίπτωση που θα έπραττε κάτι τέτοιο, είναι για τον υιό της (ερυθρό 29/3Χ του δ.φ.). Ωστόσο, σε άλλη ερώτηση, δήλωσε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει στον τόπο καταγωγής της στη χώρα της (ήτο το χωριό Lamin), επικαλούμενη πως δεν επιθυμεί να δει τα ίδια άτομα και μέρη που της προκάλεσαν αυτά που η ίδια είχε βιώσει εκεί, ούτε να έχει τέτοιες αναμνήσεις (βλ. ερυθρό 29 του δ.φ.). Ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε συγκεκριμένα ότι πλέον φοβάται μόνο από την αντίδραση του (πρώην) συζύγου της και τη μεταχείριση που θα έχει η ίδια από εκείνον, κάτι που την ανησυχεί επίσης, ενώ κατά δεύτερο, φοβάται για το πως θα αντιδράσει και ο πατέρας της όταν την αντικρύσει, καθώς και για τη μεταχείριση που θα έχει η ίδια από εκείνον, εφόσον δεν είχε σεβαστεί τον λόγο του (βλ. ερυθρό 29 του δ.φ.). Περαιτέρω, ως είχε αναφέρει, σε τέτοια περίπτωση θα την αποκηρύξουν, εξηγώντας πως τούτο σημαίνει ότι θα την διώξουν από το σπίτι και δεν θα είναι μέρος της οικογένειας πλέον (ερυθρό 29/1Χ του δ.φ.), ως εκ τούτου, θα υποστεί (επιπλέον) κοινωνικό αποκλεισμό και ενδεχομένως, την απόρριψη από την κοινότητα στο χωριό της (ερυθρά 29/2Χ και 28/3Χ του δ.φ.).

 

Ερωτηθείσα καταληκτικά, κατά πόσο θα μπορούσε η ίδια να μετεγκατασταθεί στην πρωτεύουσα Banjul, η Αιτήτρια αποκρίθηκε λέγοντας πως σε περίπτωση επιστροφής της, θα πρέπει να εξασφαλίσει εργασία καθώς και στέγαση εκεί για την ίδια και τον γιο της, προσθέτοντας πως εάν διέθετε τους (αναγκαίους) πόρους, τότε θα επέστρεφε για τον γιο της, και επιβεβαιώνοντας, ότι θα μπορούσε η ίδια να εγκατασταθεί και να ζήσει με ασφάλεια στην Banjul (ερυθρό 28/4Χ του δ.φ.).

 

Αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας από τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση των ως άνω παρατιθέμενων ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο Λειτουργός διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, απορρέοντες από το σύνολο των δηλώσεων της κατά τη συνέντευξη: ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, ο δεύτερος αναφορικά με το ότι η Αιτήτρια είχε υποβληθεί στην πρακτική ΑΓΓΟ σε ηλικία 13 ετών και ο τρίτος, αναφορικά με το ότι η ίδια εξαναγκάστηκε να παντρευτεί έναν άνδρα ο οποίος ήταν αρκετά μεγαλύτερός της και την κακοποιούσε σεξουαλικά κατά το διάστημα που διέμενε μαζί του- κάνοντας αποδεκτούς και τους τρείς ανωτέρω ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με την ταυτότητά της και το προσωπικό της προφίλ, κρίθηκαν ως λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε, από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, όπου ο Λειτουργός παρέπεμψε σε πληροφορίες (επίσης) αναφορικά με τα δημογραφικά στοιχεία, τη θρησκευτική (μουσουλμανική) σύνθεση και τις παραδόσεις των Jola (φυλή της Αιτήτριας), σημειώνοντας επιπλέον, ότι από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει (μεταξύ άλλων) πως ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές, η σχολική μόρφωση δεν θεωρείται σημαντική από τη συγκεκριμένη φυλή, καθώς και ότι, γενικότερα στη Γκάμπια, είναι σύνηθες για τα κορίτσια από τις αγροτικές περιοχές να απομακρύνονται από το σχολείο και να εξαναγκάζονται σε γάμο (Tahirih Justice Center – ερυθρά 68-67 του δ.φ.). [βλ. ερυθρά 116-114 του δ.φ.]

 

Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας ήτοι, ότι υποβλήθηκε σε ΑΓΓΟ στην ηλικία των 13 ετών στο χωριό της, ο Λειτουργός επισήμανε ότι η ίδια περιέγραψε με σχετική ακρίβεια και σαφήνεια τον τόπο, την ηλικία της, την αντίδρασή της και τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα αυτό το γεγονός σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση, καθώς και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε με σχετικές λεπτομέρειες, ως επίσης και τα συναισθήματα της αλλά και τα όσα της προκάλεσε τούτο το γεγονός, περιλαμβανομένων και των συνεπειών στις γυναικολογικές της λειτουργίες. Ως εκ τούτου, ο Λειτουργός έκρινε τον εν λόγω ισχυρισμό εσωτερικά αξιόπιστο λόγω της βιωματικής και λεπτομερής αφήγησης της Αιτήτριας, ενώ εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του, ο Λειτουργός κατέγραψε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας υποστηρίζονται από έγκυρες πληροφορίες σχετικά με την πρακτική ΑΓΓΟ στη Γκάμπια (UNHCR, Ιούνιος 2001 – ερυθρά 71-69 του δ.φ.), σύμφωνα με τις οποίες, οι Τύποι Ι (“clitoridectomy”) και ΙΙ (“excision”) ήταν οι πιο διαδεδομένες μορφές ΑΓΓΟ στη χώρα, με ποσοστό 60–90% των γυναικών να είχε υποβληθεί σε μιας τέτοιας μορφής ΑΓΓΟ, όπου δε, για την περίπτωση των Jola, αναφέρεται ότι σχεδόν σε όλα τα κορίτσια στην ηλικία 10-15 ετών ‘εξασκείτο’ ο Τύπος ΙΙ (“excision”) της πρακτικής ΑΓΓΟ. Περαιτέρω, οι εν λόγω πληροφορίες αναφέρουν πως δεν υφίστατο κάποιο νομοθετικό πλαίσιο στη Γκάμπια που να απαγόρευε την εν λόγω πρακτική. [βλ. ερυθρά 114-112 του δ.φ.]

 

Αξιολογώντας εν συνεχεία τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, αναφορικά με τον αναγκαστικό της γάμο και τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον σύζυγό της, ο Λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια περιέγραψε λεπτομερώς τις συνθήκες υπό τις οποίες ο πατέρας της, την είχε εξαναγκάσει σε γάμο το 2015 με έναν αρκετά μεγαλύτερό της άντρα (τον οποίο η Αιτήτρια κατονόμασε) και ο οποίος είχε ήδη δύο συζύγους, καθώς επίσης περιέγραψε με σαφήνεια και συνάφεια, την αντίδρασή της στην εν λόγω απόφαση του πατέρα της και τα προσωπικά της συναισθήματα πριν από τον γάμο. Η Αιτήτρια, κρίθηκε πως ήταν σε θέση να αναφερθεί με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή στην απόφαση του πατέρα της να παντρευτεί τον συγκεκριμένο άνδρα και όχι εκείνον που η ίδια επιθυμούσε (που ήταν ο σύντροφός της), λόγω του ότι ο τελευταίος ήταν Χριστιανός. Με ακρίβεια και σαφήνεια αναφέρθηκε και στην ‘πληρωμή προίκας’, καθώς και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την ημέρα που ο σύζυγός της πήγε στο σπίτι της, πλήρωσε το εν λόγω ‘τίμημα’ και την πήρε μαζί του στο σπίτι του. Ομοίως, με ακρίβεια και λεπτομέρεια αναφέρθηκε στην καθημερινή εξαναγκαστική σεξουαλική επαφή και τους ξυλοδαρμούς που υπέστη από τον εν λόγω σύζυγό της, καθώς και στη μεταχείριση που η ίδια τύγχανε από τις άλλες δύο συζύγους του. Η Αιτήτρια ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει επαρκώς και να διευκρινίσει με σαφήνεια τα όσα εννοούσε αναφερόμενη στον (πρώην) σύζυγό της ως ‘άτομο με ισχύ και επιρροή στην κοινότητα’ λόγω της θρησκευτικής ηγετικής του θέσης ανάμεσα στους πρεσβύτερους. Ομοίως, αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και σαφήνεια για τις περιπτώσεις όπου η ιδία κατέφευγε στο πατρικό της σπίτι και στην (καταδεκτική) αντίδραση της μητέρας της, σε αντίθεση με την (αρνητική) συμπεριφορά του πατέρα της, ο οποίος την ‘έστελνε’ κάθε φορά πίσω στο σπίτι του συζύγου της. Γενικότερα δε, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν αξιόπιστες από τον λειτουργό, ενώ κατά την αντιπαραβολή τους με σχετικές πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της, διακρίθηκε ότι επιβεβαιώνεται η επικράτηση του εθιμικού δικαίου και του ισλαμικού νόμου στη συντριπτική πλειοψηφία των γάμων στη Γκάμπια (Tahirih Justice Center – ερυθρό 68 του δ.φ.), καθώς και ότι οι γάμοι στη χώρα αυτή ήταν αποτέλεσμα διακανονισμού μεταξύ του συζύγου και του ‘κηδεμόνα’ ή της οικογένειας της ‘νεαρής’ κοπέλας, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές της χώρας (Tahirih Justice Center – ερυθρό 68 του δ.φ.) (Worldmark Encyclopedia of Cultures and Daily Life, 2019 – ερυθρά 73-72 του δ.φ.), ενώ επιβεβαιώνονται, τόσο η πολυγαμία εντός της φυλής Jola, όσο και η συγκατοίκηση όλων των συζύγων στην ίδια εστία (Worldmark Encyclopedia of Cultures and Daily Life, 2019 – ερυθρό 73 του δ.φ.), καθώς επίσης και οι διακρίσεις σε θέματα γάμου/διαζυγίου εναντίον των γυναικών, που θεωρούνται ως κατώτερης θέσης σε σχέση με τους άντρες (Worldmark Encyclopedia of Cultures and Daily Life, 2019 – ερυθρό 77 του δ.φ.), ενώ οι πρεσβύτεροι της κοινότητας τυγχάνουν σεβασμού ως ‘αποθετήρια της παραδοσιακής σοφίας’ (Worldmark Encyclopedia of Cultures and Daily Life, 2019 – ερυθρό 73 του δ.φ.), ως επίσης, επιβεβαιώνεται και η ενδοοικογενειακή έμφυλη βία γενικότερα στη χώρα, που παρέμενε ευρέως διαδεδομένη, καθώς και η απουσία ποινικοποίησης του συζυγικού βιασμού (UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Ιούλιος 2015 – ερυθρό 83 του δ.φ.). [βλ. ερυθρά 112-108 του δ.φ.]

 

Ακολούθως, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του (μελλοντικού) κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Γκάμπια, στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών της, που έγιναν αποδεκτοί.

 

Αρχικά, αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία (πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας), σημειώθηκε πως ότι πρόκειται για γυναίκα που ακολουθεί το ισλάμ, που αποτελεί την θρησκεία που εξασκείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της Γκάμπια, καθώς και ότι ανήκει σε μία από τις μακροβιότερες εθνοτικές ομάδες της Γκάμπια. Επιπλέον, ο Λειτουργός επεσήμανε για την Αιτήτρια ότι είναι ενήλικη γυναίκα, η οποία παρότι δεν έχει λάβει εκτεταμένη μόρφωση, γνωρίζει (ωστόσο) τέσσερις διακριτές διαλέκτους/γλώσσες, έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό και έχει πλέον επαγγελματική προϋπηρεσία κάποιων ετών σε ευρωπαϊκή χώρα. Περαιτέρω, όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη Γκάμπια, ο Λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερική πηγή (US Department of State, Μάρτιος 2021 – ερυθρό 86 του δ.φ.), σύμφωνα με τις οποίες, η αλλαγή εξουσίας από την προηγούμενη μακροχρόνια προεδρία της χώρας, είχε ‘περάσει ειρηνικά’ στον τωρινό πρόεδρο της χώρας περί τον Ιανουάριο του 2017 και γενικότερα, οι εν λόγω εκλογές κρίθηκαν ως ‘ελεύθερες και δίκαιες’ από διεθνείς και τοπικούς παρατηρητές (που αναφέρονται στην εν λόγω πηγή). [βλ. ερυθρό 108 του δ.φ.]

 

Στα πλαίσια του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας, ο αρμόδιος Λειτουργός σημείωσε πως δεδομένου ότι υπέστη ήδη πλήρη ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων (ΑΓΓΟ), ως η ίδια δήλωσε, και υποβλήθηκε (άρα) στις πολιτισμικές παραδόσεις της χώρας της, ως εκ τούτου, δεν διατρέχει κίνδυνο περαιτέρω κακομεταχείρισης σε περίπτωση επιστροφής της στη Γκάμπια. [βλ. ερυθρό 108 του δ.φ.]

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, σχετικά με τον αναγκαστικό γάμο της Αιτήτριας καθώς και τη σεξουαλική κακοποίηση που η ίδια υπέστη από τον σύζυγό της, ο Λειτουργός παραθέτει αρχικά πληροφορίες από εξωτερική πηγή (US Department of State, Μάρτιος 2021 – ερυθρό 87 του δ.φ.), όπου καταγράφεται πως είναι ευρέως διαδεδομένα τα περιστατικά ενδοοικογενειακής (έμφυλης) βίας και συζυγικού βιασμού στη Γκάμπια, παρά την ποινικοποίησή τους στη χώρα, ενώ τούτα θεωρούνται από την τοπική αστυνομία ως ‘οικογενειακή υπόθεση’ που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία τους, και συχνά ούτε αναφέρονται λόγω του φόβου για αντίποινα, ανισότητας δυνάμεων στις σχέσεις, στιγματισμού, διακρίσεων και πίεσης για μη αναφορά από τους οικείους των θυμάτων. Περαιτέρω, όσον αφορά τη μεταχείριση που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια από τον πατέρα της, εξαιτίας ότι εγκατέλειψε τον σύζυγό της με τον οποίο διακανονίστηκε ο γάμος της, ο Λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Immigration and Refugee Board of CanadaIRB Canada, Σεπτέμβριος 1994 – ερυθρό 89 του δ.φ.), οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στην πλειοψηφία τους, οι γάμοι στη Γκάμπια γίνονται μέσω διακανονισμού, ενώ αν μία κοπέλα αρνηθεί να παντρευτεί τον άνδρα που επέλεξε για εκείνη ο πατέρας της, ο τελευταίος ‘αισθάνεται ταπεινωμένος’ και ‘χάνει τη θέση του στην κοινότητα’, επιπλέον δε, ο πατέρας μπορεί να ‘αποκηρύξει’ την κόρη του και να της ‘ασκήσει σοβαρή σωματική βία’ και επίσης, σε περίπτωση που μια κοπέλα ‘ατιμάσει την οικογένεια της’, τότε αυτή ‘ενδέχεται να βιώσει τον αποκλεισμό/απόρριψη από την κοινωνία’. Σχετικά με τα πιο πάνω, ο Λειτουργός διέκρινε πως το γεγονός ότι, το τέκνο που απέκτησε η Αιτήτρια με έναν Χριστιανό άνδρα, βρίσκεται υπό τη φροντίδα των γονέων της μετά την αναχώρηση της ίδιας από τη χώρα καταγωγής της, δεν δύναται θεωρηθεί ότι επηρεάζει τη διαπίστωση του ανωτέρω κινδύνου για την ίδια, ήτοι να αντιμετωπίσει βία από τον πατέρα της λόγω του ότι εγκατέλειψε τον σύζυγό της με τον οποίο είχε διακανονιστεί ο γάμος της. Ούτε δε, σύμφωνα με τον λειτουργό, φαίνεται να υπάρχει διαθέσιμη πρόσβαση στη δικαιοσύνη για την ίδια στη χώρα της, καθώς σύμφωνα με το Σύνταγμα της Γκάμπια του 1997 (άρθρο 33(5), κεφάλαιο IV – ερυθρά 91-90 του δ.φ.), τα ζητήματα που σχετίζονται με τον γάμο/διαζύγιο, την ενδοοικογενειακή βία και την απαγόρευση των διακρίσεων στη χώρα, υπάγονται στα εθιμικά δικαστήρια που εφαρμόζουν τον ισλαμικό νόμο (UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Ιούλιος 2015 – ερυθρά 85-84 του δ.φ.) και στα οποία, σύμφωνα με άλλη πηγή (The Association of Non-Governmental organizations (TANGO), Womens Rights Organizations (WRO) and Civil Society Organizations (CSOs), Ιούλιος 2015 – ερυθρά 93-92 του δ.φ.), φέρεται να προεδρεύουν άνδρες δικαστές, που ‘συχνά αγνοούν τα βέλτιστα συμφέροντα των γυναικών σε κάθε θέμα’. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, καθώς επίσης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια υπέστη (παρελθούσα) δίωξη στη χώρα της, υπό μορφή ενδοοικογενειακής βίας, εξαιτίας της άρνησης/διαφωνίας της στο διακανονισμένο από τον πατέρα της γάμο με έναν άνδρα που είχε πληρώσει το ‘τίμημα της προίκας’ στον πατέρα της, ο Λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο χωριό Lamin της Γκάμπια, υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η ίδια μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. [βλ. ερυθρά 108-107 του δ.φ.]

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι στοιχειοθετείται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο συνήθους διαμονής της, ήτοι το χωριό Lamin, καθώς πληρούνται, τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, του φόβου, ενώ οι πράξεις δίωξης (εν προκειμένω) συνίστανται σε παραβιάσεις του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 9(1)(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (βλ. ερυθρά 106-104 του δ.φ.). Ως προς το λόγο δίωξης, ο Λειτουργός αναφέρει ότι οι πράξεις ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας που υπέστη η Αιτήτρια εδράζονται στην αντίληψη του συζύγου της πως η ίδια του ‘ανήκει’ καθότι εκείνος είχε πληρώσει την ‘προίκα’ για αυτήν, ενώ κατά ανάλογο τρόπο, οι πράξεις σωματικής βίας που ενδεχομένως θα υποστεί από τον πατέρα της, εδράζονται στην αντίληψη ότι ως γυναίκα είχε παραβλέψει την επιθυμία εκείνου και ως εκ τούτου, τον έχει ατιμάσει, συνεπώς (κατά τον λειτουργό) υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πράξεων δίωξης και του λόγου δίωξης, που συνίσταται (και πάλι κατά τον λειτουργό) σε λόγο δίωξης λόγω συμμετοχής της Αιτήτριας στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών για τις οποίες διακανονίστηκε ο γάμος τους (βλ. ερυθρά 104-103 του δ.φ.). Αναφορικά δε, με τους φορείς προστασίας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο Λειτουργός παραπέμπει στο Σύνταγμα της Γκάμπια του 1997 (άρθρο 33(5), κεφάλαιο IV – ερυθρά 91-90 του δ.φ.), καθώς και σε αξιόπιστες πηγές (The Association of Non-Governmental organizations (TANGO), Womens Rights Organizations (WRO) and Civil Society Organizations (CSOs), Ιούλιος 2015 – ερυθρά 93-92 του δ.φ.) (UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Ιούλιος 2015 – ερυθρό 84 του δ.φ.) (UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Οκτώβριος 2021), από τις οποίες προκύπτει ότι τα ζητήματα εθιμικού γάμου δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κράτους και επομένως (κατά τον λειτουργό) η Αιτήτρια δεν θα μπορεί να έχει μια τέτοια προστασία από το κράτος, στα πλαίσια του Άρθρου 7(1) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σε ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας και δη λόγω του (εθιμικού) γάμου της κατόπιν διακανονισμού (βλ. ερυθρά 103-102 του δ.φ.).

Ακολούθως, ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση της ύπαρξης εγχώριας προστασίας για την Αιτήτρια σε άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής της (στα πλαίσια του Άρθρου 8(1) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), διαπιστώνοντας ότι θα μπορούσε η ίδια να μετεγκατασταθεί στην πρωτεύουσα Banjul της Γκάμπια. Επί τούτου, σημειώνει ότι η Αιτήτρια ρωτήθηκε εάν θα γινόταν δεκτή από τις αρχές της χώρας της σε περίπτωση επιστροφής στη Γκάμπια και απάντησε θετικά (ερυθρό 29/3Χ του δ.φ.), ενώ κατά τον ίδιο τρόπο απάντησε και όταν ερωτήθηκε εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί και να ζήσει με ασφάλεια στην Banjul, προσθέτοντας πως θα έπρεπε να εξεύρει εργασία και στέγαση και να έχει κάποια εισοδήματα για τον γιο της (ερυθρό 28/4Χ του δ.φ.). Στη βάση αυτών των δηλώσεων της Αιτήτριας ο Λειτουργός κατέληξε ότι η ίδια δεν έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στην πρωτεύουσα της Γκάμπια, την Banjul. Αναφορικά με το εύλογο της μετεγκατάστασής της εκεί, ο Λειτουργός επισημαίνει πως θεωρείται απίθανο για την ίδια να συναντήσει στην Banjul τον πρώην σύζυγό της, αφού χώρισε από εκείνον, ή μέλη της οικογένειας του, ή/και την οικογένειά της, σημειώνοντας ότι η εν λόγω πόλη απέχει περί τα 25 χιλιόμετρα από το χωριό Lamin, όπου βρίσκεται ο πρώην σύζυγος της καθώς και η οικογένεια της. Ως προς την αναφορά της Αιτήτριας ότι ο πρώην σύζυγός της ήταν ‘ισχυρό’ πρόσωπο, ο Λειτουργός σημείωσε πως δεν μπορεί παρά εκείνος να εκληφθεί ως πρόσωπο που τύγχανε σεβασμού από την τοπική κοινότητα λόγω της ηλικίας του και όχι ως πρόσωπο με διασυνδέσεις/τρόπους, που θα ήταν ικανό να αναζητήσει και να εντοπίσει την Αιτήτρια με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της. Αναφορικά με τη μεταχείριση της κοινωνίας προς την Αιτήτρια, ως μονήρης μητέρας με ένα παιδί στην Banjul, ο Λειτουργός διέκρινε πως η ίδια ανέφερε ότι εάν κάποιος είναι από χωριό και μεταβεί στην πόλη και εφόσον δεν θα γνωρίζουν εκεί περί ‘αποκήρυξής’ του, τότε θα τύχει κανονικής μεταχείρισης, ως μουσουλμάνος, ωστόσο, στην αντίθετη περίπτωση που το γνωρίζουν, τότε η κατάσταση θα είναι διαφορετική (ερυθρό 28/3Χ του δ.φ.). Ως προς τις πιθανές δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε σχέση και με τα όσα η ίδια ανέφερε για την πιθανότητα μετεγκατάστασής της στην Banjul, ο Λειτουργός σημειώνει εκ νέου τα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ της, ήτοι ότι πρόκειται για (σχετικά) νεαρή γυναίκα, η οποία, παρότι δεν έχει λάβει ευρεία/ολοκληρωμένη μόρφωση, εντούτοις, ομιλεί τέσσερις (διακριτές) γλώσσες/διαλέκτους και έχει αποκτήσει εργασιακή εμπειρία κατά την παραμονή της στην Δημοκρατία, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητές της στην εξεύρεση εργασίας στη Γκάμπια. Επιπρόσθετα, ο Λειτουργός παραπέμπει σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της (European Commission, Directorate-General for International Partnerships – ερυθρά 99-98 του δ.φ.) αναφορικά με διαθέσιμα υποστηρικτικά προγράμματα οικονομικής ενδυνάμωσης για τις μονήρεις γυναίκες, γενικότερα στη Γκάμπια. Καταλήγοντας, ο Λειτουργός κατέγραψε πως με βάση τα πιο πάνω, συμπεραίνεται ότι η Αιτήτρια δεν έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο ώστε να εγκατασταθεί και να ζήσει με ασφάλεια στην Banjul, ως εκ τούτου, εύλογα αναμένεται από την ίδια ότι θα εγκατασταθεί και θα ζήσει με ασφάλεια εκεί. Τέλος, σημειώνει πως στην περίπτωσή της, υφίσταται η (εναλλακτική) δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της στην Banjul της Γκάμπια, στα πλαίσια του Άρθρου 8(1)(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. [βλ. ερυθρά 102-100 του δ.φ.]

 

Στα πλαίσια της τελικής εισήγησης δε, καταγράφηκε (βάσει της ανωτέρω ανάλυσης του Λειτουργού) ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τα κριτήρια για την υπαγωγή της στο καθεστώτος του πρόσφυγα, ούτε και πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας στην ίδια, ενώ (συνάμα) λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, δεν προκύπτει ότι η ίδια θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την επιστροφή της στη Γκάμπια, κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων. [βλ. ερυθρό 100 του δ.φ.]

 

Σημειωτέον πως στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την εισηγητική έκθεση, που αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση και κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, εφόσον οι εν λόγω δηλώσεις της Αιτήτριας, σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία και περιστάσεις, κρίνονται ως σαφείς, χωρίς δε, να προκύπτουν στοιχεία περί του αντιθέτου, και ειδικότερα, εφόσον τούτα τα στοιχεία επιβεβαιώθηκαν (όπου ήταν εφικτό) από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, ως προκύπτει από τη σχετική έρευνα των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι από τις δηλώσεις της Αιτήτριας προκύπτουν ορισμένα σημεία τα οποία χρήζουν περαιτέρω διευκρίνισης ή παρουσιάζονται με διαφοροποιημένη ερμηνεία σε σχέση με όσα καταγράφονται από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Η επισήμανση αυτή γίνεται χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εσωτερική ή εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας αναφορικά με τους δύο άλλους ουσιώδεις ισχυρισμούς της, ούτε και η κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Ειδικότερα, από τα στοιχεία που η ίδια δήλωσε, προκύπτει ότι η Αιτήτρια, γεννηθείσα τον Ιούνιο του 1991 (βλ. ερυθρό 36 του δ.φ.), είναι σήμερα 34 ετών και έχει ένα παιδί (υιό) με άνδρα Χριστιανό (βλ. ερυθρό 39/1Χ του δ.φ.), με τον οποίο διατηρούσε σχέση στη χώρα καταγωγής της. Το παιδί γεννήθηκε το 2010, όταν η ίδια ήταν ήδη ενήλικη, και εξακολουθεί να διαμένει εκεί (βλ. ερυθρό 42/4Χ του δ.φ.). Το 2015, σε επίσης ενήλικη ηλικία, τέλεσε γάμο με άλλον άνδρα (βλ. ερυθρό 42/2Χ του δ.φ.), ο οποίος ήταν ένας από τους πρεσβύτερους της κοινότητάς της (βλ. ερυθρό 33/1Χ του δ.φ.). Η Αιτήτρια εγκατέλειψε τον εν λόγω σύζυγο και αναχώρησε από τη χώρα της περί τα μέσα του 2018, έπειτα από περίπου τρία έτη γάμου (βλ. ερυθρό 39/3Χ του δ.φ.), χωρίς ωστόσο να έχει επισήμως εκδοθεί διαζύγιο στη χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρό 42 του δ.φ.).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η Αιτήτρια φαίνεται να έχει ολοκληρώσει πέντε έως έξι έτη βασικής εκπαίδευσης (βλ. ερυθρά 41/1Χ και 40/1Χ του δ.φ.) και στη συνέχεια παρακολούθησε, σε μερική βάση, μαθήματα αγγλικής γλώσσας σε εκπαιδευτικό κέντρο του χωριού της για δύο έως τρία έτη (βλ. ερυθρό 40/2Χ και 40/7Χ του δ.φ.). Ως εκ τούτου, δήλωσε ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα, πέραν των τριών διαλέκτων της χώρας της τις οποίες επίσης ομιλεί (βλ. ερυθρό 43/3Χ του δ.φ.).

Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι κατά την τριετία περίπου πριν από την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια διέμενε στο σπίτι του (πρώην) συζύγου της, χωρίς να αναφέρει οποιαδήποτε επικοινωνία ή ενασχόληση με το παιδί που είχε αποκτήσει με τον σύντροφό της — το οποίο, όπως δήλωσε, παρέμεινε με τους γονείς της. Παράλληλα, δεν προκύπτει από τις δηλώσεις της ότι αντιμετώπισε δυσμενή μεταχείριση, κοινωνική απόρριψη ή αποκλεισμό από την κοινότητά της σε σχέση με τα προσωπικά της δεδομένα ή το οικογενειακό της προφίλ.

 

Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, συντάσσομαι και πάλι με την κρίση και κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του, εφόσον η αφήγηση της Αιτήτριας για την πρακτική ΑΓΓΟ στην οποία εξαναγκάστηκε η ίδια σε ηλικία 13 ετών, είχε σαφήνεια, συνοχή και βιωματική λεπτομέρεια (βλ. ερυθρά 36-35 του δ.φ.), ενώ συνάμα, οι πληροφορίες από εξωτερικές πηγές (που παρατίθενται από τη σχετική έρευνα των Καθ’ ων η Αίτηση) συνάδουν με τούτη, καθώς και προσδίδουν (συνδυαστικά) στην ύπαρξη μιας τέτοιας τοπικής ισλαμικής κουλτούρας στη Γκάμπια. Παρά δε, τα πιο πάνω και την αποδοχή -που ορθώς έγινε- επί του πραγματικού περιστατικού υποβολής της Αιτήτριας σε ΑΓΓΟ στην ηλικία των 13 ετών στο χωρίο Lamin της Γκάμπια, προκύπτει εντούτοις ότι η έρευνα και ανάλυση/αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση κατά την εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου να υποβληθεί η Αιτήτρια ξανά σε κάποιας μορφής ΑΓΓΟ κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής της, ήταν ελλιπής και ανεπαρκής (βλ. ερυθρό 108 του δ.φ.).

 

Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται καταρχάς πως η Αιτήτρια, λόγω και της μικρής της τότε ηλικίας, εύλογα αναμενόταν να είχε προσωπική άγνοια για την εν λόγω πρακτική του ΑΓΓΟ στην κοινότητά της, αν και ως φαίνεται από τα λεγόμενά της, η ίδια γνώριζε από πριν για το γεγονός ότι ήταν μια αρκετά επίπονη διαδικασία (βλ. ερυθρά 36/1Χ και 35/3Χ του δ.φ.) και η ίδια δεν ήθελε να υποβληθεί σε αυτή (βλ. ερυθρό 35/1Χ του δ.φ.), ωστόσο, ως επίσης δήλωσε, δεν είχε άλλη επιλογή και ‘εξαναγκάστηκε να υποστεί’ την εν λόγω πρακτική (βλ. ερυθρό 35/2Χ του δ.φ.). Πλέον δε, έχοντας (θεωρητικά, λόγω εμπειρίας και ηλικίας) μια καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη γνώση επί της πρακτικής του ΑΓΓΟ, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια αναφέρθηκε με σαφήνεια στην επικινδυνότητα μιας τέτοιας διαδικασίας (βλ. ερυθρό 36/2Χ,6Χ του δ.φ.), καθώς και στον τρόπο που η ίδια είχε μετέπειτα επηρεαστεί από την εν λόγω πρακτική κατά τις δύο γέννες που είχε, ως επίσης και στην καθημερινότητά της (βλ. ερυθρά 36/8Χ και 35/4Χ,5Χ του δ.φ.). Επιπλέον, αν και φαίνεται από τα όσα χαρακτηριστικά η ίδια ανέφερε για τον τύπο ΑΓΓΟ που υπέστη σε μικρή ηλικία, ότι της έγινε πλήρης αφαίρεση της σάρκας σε μία μόνο περίπτωση (ήτοι, δεν είχε επαναληφθεί η διαδικασία στην περίπτωσή της – βλ. ερυθρό 36/5Χ,7Χ του δ.φ.), εντούτοις, τούτο δεν μπορεί από μόνο του, να αιτιολογήσει (επαρκώς) ότι μια γυναίκα που υπέστη κάποιας μορφής ΑΓΓΟ ενδεχομένως να μην κινδυνεύει να υποβληθεί ξανά στην εν λόγω πρακτική. Ωστόσο, ο εν λόγω κίνδυνος επανάληψης του ΑΓΓΟ σχετίζεται πέραν του τύπου/μορφής ΑΓΓΟ και με τις ιδιαίτερες περιστάσεις/συνθήκες και προφίλ του κάθε ατόμου ξεχωριστά[4], ενώ για ορισμένες περιπτώσεις ΑΓΓΟ και υπό ορισμένες περιστάσεις, ενδεχομένως να υπάρχει περισσότερος κίνδυνος επανάληψής τους (όπως, ειδικότερα, οι τύποι Ι και ΙΙ[5], ώστε να γίνει ολική/πλήρης περιτομή ή/και ‘διόρθωση της διαδικασίας’[6], καθώς και ο τύπος ΙΙΙ σε περίπτωση γέννας[7],[8]). Δέον δε, να παρατηρηθεί ότι από τα λεγόμενά της, εκτιμάται ότι η Αιτήτρια υπέστη ΑΓΓΟ τύπου ΙΙ[9], με πλήρη περιτομή (βλ. ερυθρό 36/5Χ του δ.φ.).

 

Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι έκτοτε (που υποβλήθηκε σε ΑΓΓΟ), η Αιτήτρια είχε γεννήσει δύο φορές, αναφέροντας κάποια δυσκολία στον τοκετό, ειδικότερα κατά τη δεύτερη της γέννα (βλ. ερυθρό 35/4Χ του δ.φ.), καθώς και σε ορισμένες επιπλοκές στις γυναικολογικές και συναισθηματικές της λειτουργίες, που την επηρεάζουν ακόμη (βλ. ερυθρό 35/5Χ του δ.φ.), ως η ίδια δήλωσε (βλ. ερυθρό 36/5Χ του δ.φ.). Ωστόσο, στην περίπτωσή της και με βάση πάντοτε τα όσα η ίδια ανέφερε, δεν διακρίνεται η ύπαρξη κάποιας μακροχρόνιας ζημιάς ή σοβαρής ψυχολογικής βλάβης, ώστε (ενδεχομένως) να συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν θα ήταν σε θέση (πλέον) να ζήσει μια ‘κανονική’ ζωή λόγω του ΑΓΓΟ που υπέστη, και που αυτό να υφίσταται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συνιστά επιτακτικούς λόγους χορήγησης προστασίας στην Αιτήτρια. Επικουρικώς δε, διακρίνεται πως πέρασαν συνολικά πέραν των δύο δεκαετιών από τότε που η ίδια υπεβλήθη στην πρακτική ΑΓΓΟ, ενώ η Αιτήτρια επιγραμματικά ανέφερε πως τούτο το γεγονός ‘αποτελεί πλέον παρελθόν’ για την ίδια (βλ. ερυθρό 29/3Χ του δ.φ.). Ούτε δε, κατά τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ίδια αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που να παραπέμπει (ενδεχομένως) σε οιονδήποτε κίνδυνο για την ίδια, που να σχετίζεται με το εν λόγω γεγονός.

 

Επικουρικώς, αναφέρεται ότι από ιδίαν έρευνα του Δικαστηρίου σε διάφορες πηγές πληροφόρησης, προκύπτουν τα ακόλουθα σχετικά με την πρακτική ΑΓΓΟ στη Γκάμπια:

 

·                Η πρακτική ΑΓΓΟ στη χώρα έχει απαγορευθεί μέσω ποινικοποίησής της, δια νόμου από το 2015, με τις πρώτες ποινές να καταγράφονται τον Αύγουστο του 2023 και αφορούσαν τρεις γυναίκες που κατηγορήθηκαν για άσκηση της εν λόγω πρακτικής, ενώ ακολούθησαν άλλες τρεις ποινικές διώξεις το Σεπτέμβριο του 2023, όπου δε, και στις δύο περιπτώσεις, υποβλήθηκε πρόστιμο στις κατηγορούμενες.[10]

 

·                Περί τον Μάρτιο του 2024, είχε προταθεί στο κοινοβούλιο της χώρας, νομοθέτημα για την κατάργηση του πιο πάνω νόμου που απαγορεύει την πρακτική ΑΓΓΟ, το οποίο ωστόσο, καταψηφίστηκε περί τον Ιούλιο του 2024, επικυρώνοντας έτσι την ισχύ του εν λόγω (απαγορευτικού) νόμου.[11],[12] Το εν λόγω γεγονός, σχολιάστηκε ως ‘κρίσιμη νίκη για τα δικαιώματα των κοριτσιών και των γυναικών’, από κοινή δήλωση αξιωματούχων της UNICEF, της UNFPA, του WHO, του UN Women, καθώς και της UNHCHR, στην οποία γίνεται επίσης αναφορά στη σημασία της διατήρησης του σχετικού νομοθετικού πλαισίου που απαγορεύει την πρακτική ΑΓΓΟ στη Γκάμπια, ήτοι το Womens (Amendment) Act του 2015, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «ένα κομβικό ορόσημο στην προώθηση της ισότητας των φύλων» και «με στόχο την εξάλειψη αυτής της επιβλαβούς πρακτικής» (ήτοι της πρακτικής του ΑΓΓΟ) στη χώρα.[13]

 

·                Ωστόσο, σε σχετική μελέτη για την πρακτική του ΑΓΓΟ στη Γκάμπια (University of Denver Sturm College of Law, Νοέμβριος 2024), καταγράφεται πως παρά το νόμο περί απαγόρευσης της εν λόγω πρακτικής, υφίστανται περιπτώσεις όπου το ΑΓΓΟ εφαρμόζεται ακόμη στη χώρα, αποδίδοντας τούτο, στο γεγονός ότι η καταπολέμηση του ΑΓΓΟ εστιάζεται στους οικονομικούς παράγοντες, παρά στις πολιτικές για τη μεταβολή/αλλαγή της εν λόγω κουλτούρας της πρακτικής του ΑΓΓΟ.[14]

 

·                Πέραν τούτων, στην έκθεση που υποβλήθηκε από την κυβέρνηση της Γκάμπια στο UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women περί το Δεκέμβριο του 2024, αναφορικά με τα μέτρα που έλαβε η χώρα για την αντιμετώπιση της πρακτικής του ΑΓΓΟ, αναφέρονται (κυρίως) οι ενέργειες που έγιναν ως προς την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου της χώρας που απαγορεύει το ΑΓΓΟ, με τη δημοσιοποίηση του εν λόγω πλαισίου στις κοινότητες, μέσω των θρησκευτικών και παραδοσιακών ηγετών τους, των γονέων, και των μελών των κοινοτήτων[15], ως επίσης και οι ενέργειες ευαισθητοποίησης (μεταξύ άλλων, των αστυνομικών, των κοινωνικών λειτουργών, των εργαζομένων στον υγειονομικό τομέα, των καθηγητών και των μαθητών) για τις επιβλαβείς επιπτώσεις του ΑΓΓΟ[16], που είχαν ως αποτέλεσμα την αποκήρυξη της εν λόγω πρακτικής του ΑΓΓΟ από πέραν των 500 κοινοτήτων ανά τη χώρα[17]. Στην εν λόγω έκθεση της Γκάμπια προς την αρμόδια Επιτροπή των ΗΕ, γίνεται επίσης αναφορά στα νομοθετήματα του 2015, που επικυρώθηκαν και παραμένουν σε ισχύ, όσον αφορά την απαγόρευση και ποινικοποίηση του ΑΓΓΟ στη χώρα.[18]

 

·                Σύμφωνα δε, με την έκθεση του Amnesty International για τη Γκάμπια (που αφορά σε γεγονότα του 2024), παρά τη διατήρηση της απαγόρευσης του ΑΓΓΟ στη χώρα από το κοινοβούλιο, εντούτοις, ‘η πρακτική αυτή ήταν ακόμη διαδεδομένη’, όπου δε, σύμφωνα με σχετική αναφορά της UNICEF (την οποία επικαλείται η λόγω έκθεση του Amnesty International), εκτιμάται πως 73% των κοριτσιών και γυναικών ηλικίας μεταξύ 15 και 49 ετών στη Γκάμπια, είχαν υποστεί ΑΓΓΟ (χωρίς όμως να προκύπτει το ακριβές έτος αναφοράς για τα εν λόγω στοιχεία).[19] Συναφώς και συγκριτικά, αναφέρεται ότι το αντίστοιχο (εν λόγω) ποσοστό για το 2018 ανερχόταν στο 75,7% για τη Γκάμπια[20], ενώ σε σχετική έκθεση (Orchid Project, Απρίλιος 2025) αναφέρεται ότι «η συχνότητα εμφάνισης του FGM/C στη Γκάμπια έχει μειωθεί ελαφρώς από 74,9% των γυναικών ηλικίας 15–49 ετών το 2013 σε 72,6% της ίδιας ομάδας το 2019/20» και συνάμα (ως επίσης καταγράφεται στην ίδια έκθεση): «Έχει επίσης σημειωθεί μείωση στην υποστήριξη του ΑΓΓΟ/K. Το 65% των γυναικών ηλικίας 15–49 ετών πίστευε ότι το ΑΓΓΟ/Κ θα έπρεπε να συνεχιστεί το 2013, αλλά το 2019/20, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 45,7%.»[21].

 

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω στοιχείων και παρά το γεγονός ότι, στην παρούσα περίπτωση, γίνεται αποδεκτό πως η Αιτήτρια υπέστη ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων (ΑΓΓΟ) στη χώρα καταγωγής της σε ηλικία 13 ετών, διαπιστώνεται ότι, με βάση τα τρέχοντα δεδομένα της περίπτωσής της —συμπεριλαμβανομένης της σημερινής της ηλικίας, του γεγονότος ότι η διαδικασία αυτή έχει ήδη διενεργηθεί επ’ αυτής, καθώς και της γνώσης που η ίδια διαθέτει πλέον σχετικά με τη φύση και τις σοβαρές επιπλοκές της πρακτικής αυτής— δεν προκύπτουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα υφίσταται πραγματικός κίνδυνος να εξαναγκαστεί εκ νέου σε ΑΓΓΟ[22]. Περαιτέρω, όπως η ίδια ρητά δήλωσε, ήταν ανέκαθεν αντίθετη προς την εν λόγω πρακτική και ανέφερε ότι, αν τότε διέθετε τη δύναμη ή ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία, θα είχε διαφύγει προκειμένου να την αποφύγει (βλ. ερυθρό 35 του δ.φ.).

 

Ενόψει των πιο πάνω και παρά την ελλιπή και ανεπαρκή έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση, ως ήδη επισημάνθηκε, κρίνεται εν τέλει ορθή η κατ’ εκτίμηση κατάληξή τους περί απουσίας κινδύνου περαιτέρω κακομεταχείρισης της Αιτήτριας υπό τη μορφή εξαναγκασμού/υποβολής της σε ΑΓΓΟ, κατά την επιστροφή της στη Γκάμπια (βλ. ερυθρό 108 του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, συντάσσομαι πλήρως με την κρίση και κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του (βλ. ερυθρά 112-108 του δ.φ.), καθώς επίσης, παρατηρώ ότι η έρευνα και ανάλυση/αξιολόγησή τους κατά την εκτίμηση του (μελλοντικού) κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, ήταν πλήρης και επαρκής (βλ. ερυθρά 108-107 του δ.φ.).

 

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την αποδοχή του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εξαναγκάστηκε σε γάμο στη χώρα καταγωγής της, κατόπιν απόφασης του πατέρα της, και ότι, στη συνέχεια, υπέστη βία, κακομεταχείριση και σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο του εν λόγω γάμου από τον σύζυγό της, διαπιστώνεται πως στις σχετικές της αναφορές περιλαμβάνονται ουσιώδη στοιχεία και περιγραφές που φέρουν τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής, βιωματικής και προσωπικής εμπειρίας (βλ. ερυθρά 37 και 34 του δ.φ.). Η αφήγησή της παρουσιάζει σαφήνεια, συνοχή και επαρκή λεπτομέρεια (βλ. ερυθρό 39/3Χ του δ.φ.), ενώ τα δεδομένα που παρέθεσε σχετικά με τον αναγκαστικό της γάμο και τη βία με βάση το φύλο και την ενδοοικογενειακή κακοποίηση που υπέστη, συνάδουν με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της, όπως αυτές παρατίθενται από τους Καθ’ ων η Αίτηση, αναφορικά με τις συγκεκριμένες παραδοσιακές ισλαμικές πρακτικές στη Γκάμπια (βλ. ερυθρά 110–109 του δ.φ.). Περαιτέρω, από τα λεγόμενά της (βλ. ερυθρό 39/3Χ–4Χ του δ.φ.) προκύπτει με σαφήνεια ότι η παραμονή της στο σπίτι του (πρώην) συζύγου της είχε καταστεί αφόρητη, λόγω της συστηματικής κακοποίησης και κακομεταχείρισης που βίωνε. Η ίδια δήλωσε ρητά ότι δεν μπορούσε πλέον να αντέξει την κατάσταση αυτή (βλ. ερυθρό 39/4Χ του δ.φ.). Επιπλέον, όπως ανέφερε, δεν είχε δυνατότητα προστασίας ή στήριξης ούτε από την οικογένειά της, καθώς κάθε φορά που επέστρεφε στο πατρικό της, ο πατέρας της την κακομεταχειριζόταν και την ανάγκαζε να επιστρέψει στο σπίτι του συζύγου της (βλ. ερυθρά 39/3Χ και 32/1Χ–3Χ του δ.φ.). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Αιτήτρια αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει τη χώρα της (βλ. ερυθρό 39/3Χ του δ.φ.).

Top of Form

 

Ως προς το ενδεχόμενο επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια (ως δήλωσε σχετικά) φοβάται κατά πρώτον πως ίσως την ‘αποκηρύξουν’ εξαιτίας του ότι ατίμασε τον σύζυγό της, εγκαταλείποντάς τον (βλ. ερυθρό 38/1Χ του δ.φ.), ενώ πιο συγκεκριμένα, δήλωσε πως φοβάται από την αντίδραση του πατέρα της λόγω του ότι δεν σεβάστηκε το λόγο του, καθώς και από την αντίδραση του εν λόγω συζύγου της (βλ. ερυθρό 29 του δ.φ.).

Περαιτέρω, παρατηρείται ότι σε συνάφεια με τα πιο πάνω, η Αιτήτρια δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου (μέσω γραπτής της δήλωσης, ημερ. 09.05.2023) πως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθότι φοβάται ότι μπορεί να της κάνει κακό ο πατέρας της, λόγω του ότι η ίδια επέδειξε ασέβεια στις επιθυμίες του, ή/και να την αποκληρώσει από την οικογένεια. Επιπλέον, φοβάται και από τον πρώην σύζυγό της, που σίγουρα θα της κάνει κακό εάν επιστρέψει (ως η ίδια επίσης επικαλέστηκε).

 

Ειδικότερα, όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου στην προαναφερόμενη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας —αναφορικά με τους αναγκαστικούς γάμους, την έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία, καθώς και το ρόλο των εθιμικών παραδόσεων και του ισλαμικού δικαίου σε αντίστοιχα ζητήματα—, ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν δέουσας έρευνας και επαρκούς ανάλυσης (βλ. ερυθρά 108–107 του δ.φ.), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης για την Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στο χωριό Lamin της Γκάμπια. Ο κίνδυνος αυτός εδράζεται, αφενός, στην άρνησή της να αποδεχθεί τον διακανονισμένο γάμο που της επιβλήθηκε και, αφετέρου, στην παρελθούσα δίωξη και βλάβη που ήδη υπέστη κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη χώρα, εξαιτίας της ενδοοικογενειακής βίας και της κακομεταχείρισης που βίωνε. Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη η έλλειψη επαρκούς, αποτελεσματικής και ισότιμης πρόσβασης των γυναικών στη δικαιοσύνη στη Γκάμπια για τέτοιου είδους ζητήματα, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω τον κίνδυνο για την ασφάλειά της σε περίπτωση επιστροφής.

 

Στο πλαίσιο δε, της νομικής ανάλυσης, φρονώ πως επίσης ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν την υπαγωγή της Αιτήτριας στο προσφυγικό καθεστώς, σημειώνοντας ότι η ίδια είχε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της, λόγω «ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου», ήτοι ως γυναίκα για την οποία διακανονίστηκε ο γάμος της (βλ. ερυθρά 106-103 του δ.φ.). Περαιτέρω, ορθά και στη βάση έγκυρων πληροφοριών (βλ. ερυθρό 102 του δ.φ.), κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση πως δεν υπήρχε διαθέσιμη κρατική προστασία στην περίπτωσή της, εφόσον (ως παρατηρήθηκε) στα θέματα γάμου/διαζυγίου (όπως και στα ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας), με βάση το Σύνταγμα της Γκάμπια, ισχύει το ισλαμικό δίκαιο και επικρατούν δε, οι τοπικές παραδοσιακές πρακτικές, ως εκ τούτου, ζητήματα που αφορούν σε τέτοια θέματα, τα οποία δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κράτους, τυγχάνουν άγνοιας και διακρίσεων εναντίον των γυναικών, καθώς και (συχνά) δεν αναφέρονται ή/και παραμένουν ατιμώρητα.

 

Στο σημείο αυτό, βάσει της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που βρίσκεται ενώπιόν του (Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018) και λαμβάνοντας υπόψη δε, το γεγονός ότι έχουν γίνει αποδεκτοί ως αξιόπιστοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί της Αιτήτριας – ήτοι περί εξαναγκασμού της σε γάμο καθώς και της βίας/κακομεταχείρισης και κακοποίησης που βίωσε εντός του εν λόγω γάμου- κρίνεται απαραίτητο όπως το παρόν Δικαστήριο προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση του πλαισίου που υφίσταται στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε σχέση με τέτοια ζητήματα που αφορούν στην περίπτωσή της, στα πλαίσια της εκτίμησης του ενδεχόμενου κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της στη Γκάμπια.

 

Προχωρώντας λοιπόν στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, απαραίτητη είναι και η συνεκτίμηση των προνοιών του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου:

 

«το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».

 

Έχοντας αποδεχθεί ότι η Αιτήτρια υπέστη δίωξη κατά το παρελθόν, επισημαίνω ότι αυτό καθαυτό το γεγονός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης. Ωστόσο, προηγούμενη δίωξη ή απειλές συνιστούν σοβαρές ενδείξεις βάσιμου φόβου. Σχετική είναι η νομολογία του ΕΔΔΑ, ως αυτή διατυπώνεται στην K and Others v. Sweden,[23] σύμφωνα με την οποία: «το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός παρελθούσας κακομεταχείρισης παρέχει ισχυρή ένδειξη μελλοντικού πραγματικού φόβου μεταχείρισης ενάντια στο άρθρο 3 [...]. Σε τέτοιες περιστάσεις η Κυβέρνηση οφείλει να διαλύσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικά με τον κίνδυνο αυτό».

 

Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου και εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του προαναφερθέντος εδαφίου (4) του άρθρου 18,  δεν διαπιστώνω κανένα βάσιμο λόγο ώστε να πιστεύεται ότι η κακομεταχείριση που έχει ήδη υποστεί η Αιτήτρια αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά τα οποία δεν είναι δυνατό να επαναληφθούν. Σημαντικό ωστόσο προς αξιολόγηση της ύπαρξης  δικαιολογημένου φόβου δίωξης, είναι το κατά πόσο υπάρχει σημαντική αλλαγή των συνθηκών στη χώρα καταγωγής από τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίον η Αιτήτρια υπέστη δίωξη και οι αρχές της χώρας της δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να την προστατέψουν. Για την εκτίμηση αυτή, πρέπει να εξετάζεται το κατά πόσο το υπό εξέταση κράτος έχει προχωρήσει σε αποτελεσματικές νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς και το κατά πόσο οι φορείς δίωξης οδηγούνται στη δικαιοσύνη και το κράτος λογοδοτεί για τις πράξεις δίωξης που υπέστη ο αιτών.

 

Προς τούτο, αναγκαία κρίνεται η παραπομπή σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. 

 

Αναφορικά με την ισότητα των φύλων στη Γκάμπια, σύμφωνα με την έκθεση του Amnesty International (που αφορά σε γεγονότα του 2024) η οποία παραπέμπει σε έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το Διεθνές Χάσμα των Φύλων για το 2024, υπάρχει ‘αργή πρόοδος προς την ισότητα των φύλων’ στη χώρα.[24] Ειδικότερα, από τη σχετική μελέτη του UN Women and Commonwealth Secretariat, (2020), προκύπτει ότι ο ισλαμικός νόμος εξακολουθεί να αναγνωρίζεται νομικά στη χώρα βάσει του Sharia Law Recognition Act 1905, ενώ η σχετική πρόνοια στο άρθρο 33(5)(c) του Συντάγματος της Γκάμπια (σύμφωνα και πάλι με την ίδια πηγή) «εμποδίζει την εφαρμογή των αρχών της ισότητας των φύλων σε θέματα προσωπικού δικαίου».[25] Αντίστοιχα, σύμφωνα με έκθεση του UN Human Rights Commission στο Working Group on the Universal Periodic Review του UN Human Rights Council (Νοέμβριος 2024), «το Σύνταγμα αναγνώριζε το εθιμικό δίκαιο και το Ισλαμικό δίκαιο ως μέρος των νόμων της Γκάμπια», τα οποία «αποτελούσαν ‘προσωπικό δίκαιο’ που ρύθμιζε τον γάμο, το διαζύγιο, την κληρονομιά, την οικογενειακή περιουσία, την υιοθεσία και την ταφή για τα μέλη των κοινοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται», σημειώνοντας επίσης πως «η εφαρμογή του εθιμικού δικαίου και του Ισλαμικού δικαίου από τα δικαστήρια ‘Cadi’ έθετε σε ‘εξαιρετικά μειονεκτική θέση’ τα κορίτσια και τις γυναίκες».[26]

 

Όσον αφορά δε, τα ζητήματα περί αναγκαστικών γάμων στη Γκάμπια, από διάφορες σχετικές πληροφορίες που συνοψίζονται σε έγκυρη πηγή (Tahirih Justice Center, χωρίς ημερομηνία), προκύπτει πως οι μουσουλμανικοί γάμοι στη χώρα αναγνωρίζονται νομικά υπό τον Ισλαμικό νόμο, καθώς επίσης, υπάρχουν και «εθιμικοί γάμοι, βασισμένοι στην παράδοση και επηρεασμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον Ισλαμικό νόμο», ενώ δεδομένων των δημογραφικών στοιχείων της χώρας, «το εθιμικό δίκαιο και ο Ισλαμικός νόμος διέπουν σχεδόν όλους τους γάμους στην Γκάμπια».[27] Σύμφωνα και πάλι με πληροφορίες στην ίδια πηγή, «οι περισσότεροι γάμοι δεν καταχωρούνται στην κυβέρνηση και πολλές περιπτώσεις αναγκαστικού γάμου δεν αναφέρονται», καθώς επίσης, «παρόλο που το Σύνταγμα κατοχυρώνει ίσα δικαιώματα ανεξαρτήτως φύλου, προβλέπει εξαιρέσεις σε ορισμένα προσωπικά ή οικογενειακά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του γάμου, του διαζυγίου και της κληρονομιάς, τα οποία διέπονται από το εθιμικό και θρησκευτικό δίκαιο», ως επίσης, «η ενδοοικογενειακή βία πιθανότατα δεν καταγγέλλεται επαρκώς στη Γκάμπια και ο καταναγκαστικός γάμος και ο γάμος παιδιών είναι διαδεδομένοι», ενώ παράλληλα, «παρατηρητές σημειώνουν ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν καταγγέλλεται επαρκώς» λόγω (εν μέρει) του ‘κοινωνικού στιγματισμού’ που σχετίζεται με την καταγγελία.[28] Συναφώς (ως επίσης καταγράφεται στην πιο πάνω πηγή), «στις αγροτικές περιοχές ειδικότερα, τα κορίτσια και οι ενήλικες γυναίκες έχουν ελάχιστη επιρροή όσον αφορά το ποιον θα παντρευτούν» και «σύμφωνα με το εθιμικό και θρησκευτικό δίκαιο, ένας γάμος μπορεί να ακυρωθεί εάν δεν πληρείται μία από τις προϋποθέσεις για την τέλεσή του, συμπεριλαμβανομένης της συναίνεσης του κηδεμόνα της γυναίκας, της καταβολής του τιμήματος για τη νύφη ή της παρουσίας κατάλληλων μαρτύρων».[29] Καταληκτικά, η εν λόγω πηγή σημειώνει ότι: «Μόλις μια γυναίκα παντρευτεί, θεωρείται ότι ανήκει στον σύζυγό της και την οικογένειά του, οι οποίοι στη συνέχεια έχουν το δικαίωμα να περιορίσουν τις κινήσεις και τις δραστηριότητές της.».[30] Στην πλειοψηφία τους δε, τα πιο πάνω δεδομένα επιβεβαιώνονται από σχετική μελέτη αναφορικά με τους αναγκαστικούς/διακανονισμένους γάμους γυναικών στην Γκάμπια.[31]

 

Ειδικότερα, σύμφωνα με σχετική αναφορά για τη φυλή Jola (Worldmark Encyclopedia of Cultures and Daily Life, 2019), τα ισλαμικά και παραδοσιακά έθιμα, «συμπεριλαμβανομένου του εθίμου της πολυγαμίας», ‘τοποθετούν’ τις γυναίκες σε μια κατώτερη θέση, και οι οποίες δε, «υφίστανται διακρίσεις σε θέματα γάμου [και] διαζυγίου», και επιπλέον (ως αναφέρεται στην εν λόγω πηγή), γενικότερα στη Γκάμπια όπως και στη Σενεγάλη (όπου και εντοπίζονται συνήθως άτομα της εν λόγω φυλής), «υπάρχουν πολιτικές που επιχειρούν να προωθήσουν την ισότητα των φύλων· ωστόσο, οι ανισότητες κατά φύλο συνεχίζουν να διευρύνονται», ενώ «η έλλειψη γενικής δέσμευσης και βούλησης εκ μέρους των κυβερνητικών αρχών έχει εμποδίσει την επιτυχή εφαρμογή» τέτοιων προγραμμάτων/πολιτικών της χώρας και περαιτέρω, «η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών αποτελεί επίσης ένα διαρκές πρόβλημα, καθώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι νόμοι εναντίον της».[32]

 

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τα ζητήματα έμφυλης βίας και ενδοοικογενειακής βίας στη Γκάμπια, σύμφωνα με έκθεση του National Hunman Rights Commission (NHRC) της Γκάμπια (Σεπτέμβριος 2022), συγκρίνοντας τα σχετικά στοιχεία και δεδομένα μεταξύ των ετών 2019 και 2021,  «οι γυναίκες και τα κορίτσια στη Γκάμπια εξακολουθούσαν να υποφέρουν δυσανάλογα από σεξουαλική και έμφυλη βία», συμπεριλαμβανομένου του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, του γάμου παιδιών και αναγκαστικού γάμου, του βιασμού εντός του γάμου, της σεξουαλικής βίας και της σωματικής, οικονομικής και συναισθηματικής κακοποίησης[33]. Συναφώς, στην έκθεση που υποβλήθηκε από την κυβέρνηση της Γκάμπια στο UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women (Δεκέμβριος 2024), αναφέρονται (γενικότερα) ορισμένοι κρατικοί οργανισμοί/μηχανισμοί στη χώρα για την καταπολέμηση της σεξουαλικής και έμφυλης βίας και υποστήριξη των θυμάτων τέτοιας βίας, τα οποία απευθύνονται σε θύματα έμφυλης βίας και ιδιαίτερα του ΑΓΓΟ, καθώς και σε παιδιά θύματα έμφυλης βίας, ως επίσης στην ενδυνάμωση των γυναικών.[34] Ωστόσο, στην αναφορά για τη Γκάμπια που υποβλήθηκε από το UN Human Rights Commission στο Working Group on the Universal Periodic Review του UN Human Rights Council (Νοέμβριος 2024), επισημαίνεται η «επικράτηση των πατριαρχικών οικογενειακών νόμων, της πολυγαμίας και της εκτεταμένης βίας λόγω φύλου, συμπεριλαμβανομένων των γάμων παιδιών και του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων», όπου «η αναφορά της βίας λόγω φύλου ήταν χαμηλή λόγω της ενοχοποίησης των θυμάτων, του στιγματισμού και μιας κουλτούρας ατιμωρησίας», ενώ «ο βιασμός δεν οριζόταν σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα» και «η σεξουαλική παρενόχληση παρέμεινε μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και τα κορίτσια σε ολόκληρη την κοινωνία».[35]

 

Εφόσον, με βάση τα πιο πάνω επικαιροποιημένα στοιχεία, δεν προκύπτει οποιοδήποτε νέο δεδομένο που να μεταβάλλει ουσιωδώς τα ήδη επιβεβαιωμένα πραγματικά περιστατικά — επί των οποίων οι Καθ’ ων η αίτηση στήριξαν την αρχική τους κρίση — το Δικαστήριο θεωρεί ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, το αίτημα της Αιτήτριας είναι βάσιμο και δικαιολογημένο.

 

Ειδικότερα, τεκμαίρεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια ενδέχεται να υποστεί μεταχείριση ισοδύναμη με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3Γ(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, λόγω της συμμετοχής της σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια του άρθρου 3Δ(δ) του ιδίου Νόμου, ήτοι « Γυναίκες στη Γκάμπια που παρεκκλίνουν από τους παραδοσιακούς κοινωνικούς και οικογενειακούς ρόλους

 

Η ομάδα αυτή συγκεντρώνει σωρευτικά τα αναγκαία χαρακτηριστικά που καθιερώνει το άρθρο 3(Δ)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου και εξειδικεύουν οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR και η σχετική νομολογία. Πρώτον, το φύλο αποτελεί αμετάβλητο και θεμελιώδες χαρακτηριστικό, το οποίο δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθεί χωρίς παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ η επιλογή της γυναίκας να αποκλίνει από τις παραδοσιακές έμφυλες και οικογενειακές προσδοκίες συνδέεται άμεσα με τον πυρήνα της προσωπικότητας και της αυτονομίας της. Δεύτερον, στη Γκάμπια οι γυναίκες που δεν συμμορφώνονται προς αυτά τα παραδοσιακά πρότυπα αντιμετωπίζονται από την κοινωνία ως ξεχωριστή και κοινωνικά απαξιωμένη ομάδα, υφιστάμενες κοινωνικό στιγματισμό, περιθωριοποίηση και συχνά απουσία οικογενειακής ή κρατικής προστασίας. Επομένως, η ομάδα αυτή είναι αναγνωρίσιμη ως διακριτή εντός της κοινωνίας προέλευσης, κατά τρόπο που ικανοποιεί το κριτήριο της «κοινωνικής αντίληψης» (social perception), όπως αυτό αναγνωρίζεται στο άρθρο 3Δ(δ) και στη νομολογία του ΔΕΕ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Αιτήτρια ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα κατά την έννοια του Νόμου.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, επιβάλλεται να εξεταστεί κατά πόσο υφίσταται αποτελεσματική κρατική προστασία στη Γκάμπια (άρθρο 3Β του περί Προσφύγων Νόμου) για την περίπτωση της Αιτήτριας. Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο προσέτρεξε σε σχετικές και επικαιροποιημένες πληροφορίες από τις οποίες προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με σχετική μελέτη (UN Women and Commonwealth Secretariat, 2020), «αντικατοπτρίζοντας το πλουραλιστικό νομικό σύστημα της Γκάμπια, τα ζητήματα γάμου, διαζυγίου και κληρονομιάς συνήθως αποφασίζονται σύμφωνα με τον Ισλαμικό νόμο και τους εθιμικούς νόμους μέσω των αντίστοιχων δικαστικών συστημάτων τους», ενώ «ακόμη και όταν οι γυναίκες αναζητούν αυτή την προσφυγή, οι σχετικές μεροληπτικές διατάξεις του Ισλαμικού νόμου και του εθιμικού δικαίου εξακολουθούν να ισχύουν, ως συνταγματικά κατοχυρωμένη πηγή δικαίου» και «αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της μη διάκρισης και της ισότητας», αφού «η συνεχιζόμενη ύπαρξη του Άρθρου 33(5)(γ) [του Συντάγματος της Γκάμπια] καθιστά, επομένως, άκυρες τις διατάξεις περί απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως αυτές που περιέχονται στον Νόμο περί Γυναικών» της χώρας.[36]

 

·                Συναφώς, στην 6η έκθεση που υποβλήθηκε από την κυβέρνηση της Γκάμπια στο UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women (Οκτώβριος 2021), υποστηρίζεται ότι το Σύνταγμα και οι νόμοι της Γκάμπια «αποτελούνται, μεταξύ άλλων, από το Εθιμικό Δίκαιο, στο μέτρο που αφορά τα μέλη των κοινοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται» και η σχετική ίδια διάταξη «προβλέπει την εφαρμογή του Ισλαμικού νόμου σε θέματα γάμου, διαζυγίου και κληρονομιάς μεταξύ των Μουσουλμάνων», ενώ «οι διατάξεις του Ισλαμικού νόμου στα παραπάνω θέματα δεν θεωρούνται ότι εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των πιστών της θρησκείας στην οποία εφαρμόζεται» και «ως εκ τούτου, το άρθρο 33(5) του Συντάγματος και άλλοι νόμοι, όπως ο Νόμος περί Γυναικών του 2010, υπόκεινται στο προσωπικό δίκαιο».[37]

 

·                Συνακόλουθα, στα συμπεράσματα του UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women επί της πιο πάνω έκθεσης για τη Γκάμπια (Νοέμβριος 2022), επισημαίνεται ότι «οι εναπομένουσες διατάξεις που εισάγουν διακρίσεις κατά των γυναικών στο Σύνταγμα και στην εθνική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών στον γάμο και τις οικογενειακές σχέσεις, αιτιολογήθηκαν από το συμβαλλόμενο κράτος με βάση εθιμικούς και θρησκευτικούς λόγους»,[38] και συνάμα η εν λόγω επιτροπή σημειώνει ‘με ανησυχία’ «τα επίμονα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη» σε θέματα σεξουαλικής και έμφυλης βίας, όπου δε, «αυτά τα εμπόδια περιλαμβάνουν την περιορισμένη γνώση των γυναικών για τα δικαιώματά τους και τον τρόπο διεκδίκησής τους, την ανεπαρκή ασφάλεια των χώρων για να αναφέρουν οι γυναίκες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, τη βαθιά δυσπιστία προς τις αρχές επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής εξουσίας και της εισαγγελίας, και την ανεπαρκή εθνική κάλυψη της βοήθειας που παρέχεται από την Εθνική Υπηρεσία Νομικής Βοήθειας»[39].

 

·                Ομοίως, στην έκθεση του Bertelsmann Stiftung για τη Γκάμπια για το 2024, αναφέρεται πως «η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η ισότητα ενώπιον του νόμου παραμένουν άνισα κατανεμημένες παρότι κατοχυρώνονται νομικά», ενώ «επικριτές έχουν ισχυριστεί ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στην de facto πρόσβαση στη δικαιοσύνη, κυρίως για τις γυναίκες, τους φτωχούς και τις θρησκευτικές μειονότητες», σημειώνοντας παράλληλα και μεταξύ άλλων λόγων για την έλλειψη πρόσβασης, την «άνιση εφαρμογή του [κρατικού] νομικού συστήματος στις αγροτικές περιοχές», καθώς επίσης ότι ακόμη ένα ζήτημα είναι το γεγονός ότι «πολλά προσωπικά ζητήματα, όπως ο γάμος και η κληρονομιά, ανατίθενται στο ισλαμικό ή εθιμικό νομικό σύστημα», όπου δε, «σε αυτές τις περιπτώσεις, ομάδες της κοινωνίας των πολιτών έχουν υποστηρίξει ότι οι γυναίκες και οι θρησκευτικές μειονότητες υφίστανται συστηματικές διακρίσεις ή δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στο νομικό σύστημα».[40]

 

Σε κάθε περίπτωση δε, επιβεβαιώνεται πως το εν λόγω Άρθρο 33(5) του Συντάγματος της Γκάμπια, παραμένει ακόμη (ως έχει) σε ισχύ[41], ενώ σε άλλη πηγή (χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται τούτο), παρουσιάζεται το προτεινόμενο (αναθεωρημένο) κείμενο του Συντάγματος για τη Γκάμπια (Μάρτιος 2020), όπου παρατηρείται πως παραμένουν οι εν λόγω πρόνοιες του υφιστάμενου Άρθρου 33(5) του Συντάγματος της χώρας (ως άρθρο 69(3) στο εν λόγω αναθεωρημένο κείμενο)[42].

 

Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνονται και τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση περί απουσίας επαρκούς και αποτελεσματικής κρατικής προστασίας στα πλαίσια των προνοιών του άρθρου 3Β του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Γκάμπια.

 

Παρά δε, τα πιο πάνω, διαπιστώνεται πως οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν δεόντως και επαρκώς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας αλλά και να λάβουν υπόψη τους, τις ιδιαίτερες και ουσιαστικής φύσεως συνθήκες της Αιτήτριας, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας μετεγκατάστασής της στην πρωτεύουσα Banjul της Γκάμπια.

 

Συγκεκριμένα, στα πλαίσια τούτου και κληθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια ανέφερε πως δεν διαθέτει οποιαδήποτε οικονομική στήριξη ή πηγή εσόδων και ότι δεν θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει στέγη στην Banjul, ούτε εργασία καθώς δεν έχει την απαραίτητη εκπαίδευση ούτε έχει οποιαδήποτε επαγγελματική δεξιότητα. Δήλωσε περαιτέρω, ότι ουδέποτε είχε επισκεφθεί την Banjul, ως εκ τούτου δεν γνωρίζει την πόλη, ούτε διαμένει εκεί οποιοδήποτε συγγενικό ή φιλικό της πρόσωπο, ενώ δεν γνωρίζει γυναικείες οργανώσεις ή υπηρεσίες που θα η ίδια μπορούσε να απευθυνθεί. Ερωτηθείσα εάν νιώθει ασφαλής να μετεγκατασταθεί στη συγκεκριμένη πόλη, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η Γκάμπια είναι μια μικρή χώρα και, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ασφαλές τούτο για την ίδια. Ως προς την πιθανότητα να την εντοπίσουν στην Banjul, ο πρώην σύζυγός της ή την η οικογένειά της, η Αιτήτρια δήλωσε πως αυτοί είναι σε θέση να ταξιδέψουν και πολύ πιθανό να μπορέσουν να την εντοπίσουν, ενώ η ίδια δε γνωρίζει τον συγκεκριμένο τόπο. Καταλήγοντας, δήλωσε πως φοβάται από τον πατέρα της καθώς και από τον σύζυγό της, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, ως επίσης, σε σχετικές ερωτήσεις αναφορικά με την προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε πως πρόκειται για μια μουσουλμανική χώρα, όπου δεν είναι αρκετή η ύπαρξη της αστυνομίας και πρόσθεσε ότι η ίδια είχε μεγαλώσει σε μουσουλμανικό περιβάλλον, φορώντας την παραδοσιακή μαντίλα από νεαρή ηλικία, ενώ πλέον, ευρισκόμενη στην Δημοκρατία, νιώθει ασφαλής.

 

Στο σημείο αυτό, αναφέρεται πως αυτό που εξετάζεται αφορά στο κατά πόσο είναι δυνατή η μετεγκατάσταση της Αιτήτριας σε άλλη περιοχή εντός της χώρας καταγωγής της (συγκεκριμένα στην Banjul, στην παρούσα περίπτωση), όπου θα είναι ‘ασφαλής’ σύμφωνα και με τις πρόνοιες του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προϋποθέτει το εν λόγω άρθρο του Νόμου, θα πρέπει στο εν λόγω τμήμα της χώρας ιθαγένειάς της, να μην «υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης», ή ότι θα «έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β», και θα «μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτή σε εκείνο το τμήμα της χώρας και [να] μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί». Επιπλέον, κατά την εξέταση για το κατά πόσο πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, θα πρέπει (σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 12Γ του ιδίου Νόμου) να λαμβάνονται υπόψη, τόσο οι ‘γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας’, όσο και οι ‘προσωπικές περιστάσεις’ της Αιτήτριας.

 

Ειδικότερα, κατά την εξέταση του «εύλογου» της μετεγκατάστασης, απαιτείται επίσης η αξιολόγηση των ατομικών περιστάσεων του αιτούντος και, μεταξύ άλλων η ικανότητα του να εξασφαλίσει τις πλέον βασικές του ανάγκες, όπως φαγητό, υγιεινή και καταφύγιο, η ευαλωτότητά του στην κακομεταχείριση και η πιθανότητα η κατάστασή του να βελτιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.[43] Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, το μέγεθος μιας χώρας, η διοικητική της δομή και ο πληθυσμός της μπορούν να αποτελέσουν δείκτη για τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, αφού τούτα επηρεάζουν (ενδεχομένως) και την εμβέλεια των φορέων δίωξης, ιδίως των μη κρατικών φορέων.[44] Ειδικότερα δε, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη μετεγκατάσταση σε άλλα μέρη της χώρας καταγωγής τους μπορεί να περιλαμβάνουν νομικούς, πολιτιστικούς και/ή κοινωνικούς περιορισμούς ή απαγορεύσεις σε γυναίκες που ταξιδεύουν ή ζουν μόνες, πρακτικές πραγματικότητες όπως προβλήματα εξασφάλισης στέγασης, φροντίδας παιδιών και οικονομικής επιβίωσης χωρίς οικογένεια ή κοινότητα υποστήριξης και κίνδυνος παρενόχλησης και εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της βίας. Παράλληλα, στην περίπτωση μη κρατικών φορέων δίωξης, όπως και στην υπό κρίση περίπτωση της Αιτήτριας, η εν λόγω αξιολόγηση της μετεγκατάστασης θα πρέπει να περιλαμβάνει το κίνητρο του φορέα δίωξης, τη δυνατότητά του να καταδιώξει τον αιτούντα στην προτεινόμενη περιοχή μετεγκατάστασης, καθώς και την -πραγματικά και πρακτικά- διαθέσιμη κρατική προστασία στη συγκεκριμένη περιοχή.

 

Εναπόκειτο, επομένως, στην αποφαινόμενη αρχή να διαπιστώσει ότι η Αιτήτρια θα μπορεί να ζήσει με ασφάλεια στην προτεινόμενη περιοχή εσωτερικής μετεγκατάστασης, ήτοι χωρίς εύλογο κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, και με δυνατότητα αποτελεσματικής προστασίας έναντι αυτών. Περαιτέρω, η αρχή όφειλε
να τεκμαίρει εύλογα ότι η Αιτήτρια θα έχει ασφαλή και νόμιμη πρόσβαση στην εν λόγω περιοχή, ότι θα γίνει δεκτή σε αυτήν, και ότι μπορεί να εγκατασταθεί εκεί χωρίς να υποστεί αδικαιολόγητες δυσχέρειες που θα καθιστούσαν τη μετεγκατάσταση μη ρεαλιστική ή δυσανάλογα επαχθή.

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, νομολογιακών κυρίως, σημείων, δέον να ληφθούν επιπλέον πληροφορίες, συγκεκριμένα όσον αφορά την παρούσα περίπτωση της Αιτήτριας. Αρχικά, πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες (γενικότερα) στη Γκάμπια, από την έκθεση του Bertelsmann Stiftung για τη Γκάμπια για το 2024, αναφέρουν πως «η Γκάμπια παραμένει μια από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο, σύμφωνα με τις περισσότερες μετρήσεις»[45] και η πρόσβαση σε βασικές υποδομές παραμένει άνιση μεταξύ των αστικών κέντρων (όπου καταγράφεται μια κατά πολύ καλύτερη κατάσταση) και των αγροτικών περιοχών[46], ενώ ειδικότερα, «οι διαρθρωτικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οι γυναίκες είναι σημαντικοί»[47] και «στην πράξη, η ισότητα ευκαιριών αποτελεί συνεχές ζήτημα ανησυχίας στη Γκάμπια», αφού «σε διάφορους δείκτες, οι γυναίκες έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση και άλλες ευκαιρίες», και «επιπλέον, οι γυναίκες κερδίζουν σταθερά λιγότερα από τους άνδρες, ιδιαίτερα οι νεότερες γυναίκες».[48].

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι, στην περίπτωσή της, δεν θα ήταν εύλογη η μετεγκατάσταση εντός της χώρας καταγωγής της, δεδομένων των επικρατουσών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Συγκεκριμένα, βάσει και των δηλώσεών της —οι οποίες δεν προκύπτει λόγος να αμφισβητηθούν— η Αιτήτρια δεν διαθέτει κανένα υποστηρικτικό ή κοινωνικό δίκτυο στην Banjul, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Γκάμπια. Παράλληλα, η ίδια έχει περιορισμένο μορφωτικό επίπεδο, χωρίς εξειδικευμένες δεξιότητες ή επαγγελματική εμπειρία στη χώρα καταγωγής της. Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη ότι είναι μητέρα ενός ανήλικου εξαρτώμενου τέκνου, γεγονός που πιθανότατα θα δυσχέραινε περαιτέρω τη δυνατότητά της να εργάζεται και να φροντίζει το παιδί της ταυτόχρονα.

 

Όλα τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν ευλόγως στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια θα αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες διαβίωσης σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Γκάμπια, σε βαθμό που θα την καθιστούσε ιδιαιτέρως ευάλωτη σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη δυνατότητά της για ενσωμάτωση και επιβίωση στη χώρα καταγωγής της.

 

Επί της ουσίας δε, με βάση και τα πιο πάνω δεδομένα και στοιχεία για την Αιτήτρια, διακρίνεται ότι, η ίδια ενδεχομένως να αντιμετωπίσει και επιπλέον προκλήσεις από την κουλτούρα και την κοινωνία στη Γκάμπια, λόγω του ότι αποτελεί μονήρη μητέρα (στοιχείο που δεν μπορεί εξάλλου να αναμένεται από την ίδια να αποκρύψει), όπως «οικονομικές δυσκολίες, κοινωνικό στίγμα και περιορισμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και νομικές προκλήσεις», όπου δε, «το στίγμα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικό αποκλεισμό, διακρίσεις, ακόμη και βία».[49]

 

Ειδικότερα δε, από σχετική έρευνα του Δικαστηρίου σε άλλη πηγή αναφορικά με τους αναγκαστικούς/διακανονισμένους γάμους στη Γκάμπια, προκύπτει συγκεκριμένα ότι στη χώρα υπάρχουν περιπτώσεις τέτοιων γάμων, που οδήγησαν σε ‘απαγωγή/αρπαγή’ της γυναίκας από τρίτους, ώστε να ‘επιστραφεί/παραδοθεί’ στον σύζυγό της[50], ενώ στην ίδια πηγή, υπάρχουν αναφορές πως «ακόμα κι αν [κάποιο] κορίτσι προσπαθήσει να επιστρέψει» στην οικογένειά της (ή στο πατρικό της σπίτι), «τούτο δεν θα έχει [οποιοδήποτε] αποτέλεσμα, επειδή ο σύζυγος χρησιμοποιεί πνευματικά μέσα για να αναγκάσει τη γυναίκα να παραμείνει».[51] Ως επίσης αναφέρει (συγκεκριμένα) η εν λόγω πηγή: «Συνεπώς, αν ένας πατέρας συμφωνήσει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον, αυτό πρέπει να γίνει ακόμα κι αν το κορίτσι δεν συναινέσει, επειδή είναι καλύτερο να σωθεί η υπόληψη του παρά να ντροπιαστεί στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, αν ένα άτομο πρόκειται να ζει με τιμή, η κοινωνία είναι αυτή που του απονέμει αυτήν την τιμή - αλλά το άτομο πρέπει πρώτα να την διεκδικήσει.»[52].

 

Προσθέτω πως, σε περίπτωση ταυτοποίησης ευαλωτότητας, ως εν προκειμένω, απαιτείται πρόσθετη προσοχή ως προς το εφαρμοστέο της εσωτερικής μετεγκατάστασης. Ο Οδηγός της ΕΥΥΑ για την εσωτερική μετεγκατάσταση, αναφέρει πως ενδεχομένως η εσωτερική μετεγκατάσταση να μην παρουσιάζεται δυνατή για συγκεκριμένες κατηγορίες αιτητών γενικά, «για παράδειγμα, σε μερικές χώρες όπου τα ατομικά δικαιώματα των γυναικών είναι περιορισμένα και/ ή δεν είναι δυνατή η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες ή βασικά μέσα επιβίωσης χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, ίσως να μην είναι σχετική η εξέταση της εσωτερικής μετεγκατάστασης για γυναίκες στις οποίες ελλείπει τέτοια υποστήριξη»[53].

 

Συνεπώς, καθίσταται ευλόγως και απολύτως κατανοητό ότι η μετεγκατάσταση της Αιτήτριας σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Γκάμπια θα ήταν πρακτικά αδύνατη, καθώς δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει συνθήκες ασφαλούς, αξιοπρεπούς και μη επισφαλούς διαβίωσης. Ως εκ τούτου, η εσωτερική μετεγκατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη ή εύλογη επιλογή στην περίπτωσή της, δεδομένου ότι —όπως προκύπτει από τα ανωτέρω— δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου περί απουσίας πραγματικού κινδύνου (υπό τη μορφή δίωξης ή/και σοβαρής κακομεταχείρισης) στον τόπο ενδεχόμενης μετεγκατάστασης. Εξάλλου, δεν μπορεί να αναμένεται από την ίδια να παραμείνει κρυμμένη από την κοινωνία ή τους οικείους της, ούτε να αποκρύψει την επιστροφή της στη Γκάμπια, καθώς, σε περίπτωση επανόδου, θα χρειαστεί να αναζητήσει το ανήλικο τέκνο της που παραμένει στο χωριό καταγωγής της.

Κατά συνέπεια, και λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθεισών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής της, η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας δεν δύναται να θεωρηθεί εύλογη υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και υπό το φως των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, ήτοι τα πραγματικά γεγονότα που έγιναν δεκτά, τα δεδομένα και τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης της Αιτήτριας καθώς και τις προσωπικές της συνθήκες, κρίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, δικαιολογείται και τεκμηριώνεται η υπαγωγή της στο καθεστώς πρόσφυγα, για τους λόγους που εκτέθηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω.

 

Κατά τούτο,  η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1000 υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και τροποποιείται, δυνάμει του Άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/2018), και η Αιτήτρια αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.[54]

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[3] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[4] Βλ. σχετικά, ανακοίνωση του European Database of Asylum LawEDAL, ημερ. 04/10/2013, αναφορικά με τα όσα έκρινε το Conseil dtat της Γαλλίας περί το Δεκέμβριο του 2012, επί τριών υποθέσεων που αφορούσαν το ΑΓΓΟ

[5] World Health Organization (WHO), Female genital mutilation (factsheet), 31 January 2025, https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/female-genital-mutilation [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[6] World Health Organization (WHO), A repeat call for complete abandonment of FGM (by Ian Askew, Ted Chaiban, Benoit Kalasa, Purna Sen), Journal of Medical Ethics 2016;42:619-620, BMJ Journals, April 8, 2016, κείμενο διαθέσιμο στο https://jme.bmj.com/content/42/9/619 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[7] World Health Organization (WHO), Female genital mutilation (factsheet), 31 January 2025, https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/female-genital-mutilation [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[8] End FGM (European Network), What is FGM? (factsheet), [2020], https://www.endfgm.eu/female-genital-mutilation/what-is-fgm/ [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[9] End FGM (European Network), What is FGM? (factsheet), [2020], https://www.endfgm.eu/female-genital-mutilation/what-is-fgm/ [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[10] UNICEF, Keeping Girls in The Gambia Safe from FGM (by Sarah Ferguson, Senior Editorial Director at UNICEF USA), May 9, 2024, https://www.unicefusa.org/stories/keeping-girls-gambia-safe-fgm [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[11] Le Monde, Gambian lawmakers uphold ban on female genital mutilation (in association with AFP), July 15, 2024, https://www.lemonde.fr/en/le-monde-africa/article/2024/07/15/gambia-upholds-ban-on-female-genital-mutilation_6684811_124.html [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[12] Deutsche Welle (DW), Gambia upholds ban on female genital mutilation (Shristi Mangal Pal, multimedia journalist based in Germany), July 15, 2024, https://www.dw.com/en/gambia-upholds-ban-on-female-genital-mutilation/a-69666220 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[13] UNICEF, The Gambia’s decision to uphold ban on FGM critical win for girls’ and women’s rights (Joint statement by UNICEF Executive Director, UNFPA Executive Director, WHO Director-General, UN Women Executive Director and UN High Commissioner for Human Rights), 15 July 2024, https://www.unicef.org/press-releases/gambias-decision-uphold-ban-fgm-critical-win-girls-and-womens-rights [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[14] University of Denver, Sturm College of Law, Gambia Case Study on Female Genital Mutilation – Why is it not working? (by Stephanie Morita, law student at the University of Denver Sturm College of Law and a Staff Editor on the Denver Journal of International Law and Policy), Denver Journal of International Law and Policy, November 27, 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://djilp.org/gambia-case-study-on-female-genital-mutilation-why-is-it-not-working/ [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[15] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Information received from the Gambia on follow-up to the concluding observations on its sixth periodic report (Date received: 2 December 2024), 4 December 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n24/378/23/pdf/n2437823.pdf, σελ. 2, παρ. 2 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[16] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Information received from the Gambia on follow-up to the concluding observations on its sixth periodic report (Date received: 2 December 2024), 4 December 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n24/378/23/pdf/n2437823.pdf, σελ. 2, παρ. 3 και 4 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[17] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Information received from the Gambia on follow-up to the concluding observations on its sixth periodic report (Date received: 2 December 2024), 4 December 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n24/378/23/pdf/n2437823.pdf, σελ. 3, παρ. 8 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[18] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Information received from the Gambia on follow-up to the concluding observations on its sixth periodic report (Date received: 2 December 2024), 4 December 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n24/378/23/pdf/n2437823.pdf, σελ. 3, παρ. 9 και 10 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[19] Amnesty International, The State of the World’s Human Rights: Gambia 2024, 28 April 2025, https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/gambia/report-gambia/ [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[20] 28 Too Many (FGM/C Research Initiative), The Gambia – Key Findings, [2020], κείμενο διαθέσιμο στο https://www.fgmcri.org/media/uploads/Country%20Research%20and%20Resources/The%20Gambia/the_gambia_printer_friendly_page_v4_(june_2020).pdf σελ. 1 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[21] Orchid Project, Data Update: FGM/C in The Gambia, April 2025, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.fgmcri.org/media/uploads/Country%20Research%20and%20Resources/The%20Gambia/the_gambia_data_update_v1_(april_2025).pdf, σελ. 1 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[22]Βλ. συναφώς άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, αναφορικά με την παρελθούσα δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

[23] JK and Others v. Sweden, Application no. 59166/12, ημερ. 23.08.2016

[24] Amnesty International, The State of the World’s Human Rights: Gambia 2024, 28 April 2025, https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/gambia/report-gambia/ [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[25] UN Women and Commonwealth Secretariat, TOWARDS REVERSING DISCRIMINATION IN LAW - MAPPING AND ANALYSIS OF THE LAWS OF THE GAMBIA FROM A GENDER PERSPECTIVE, 2020, κείμενο διαθέσιμο στο  https://africa.unwomen.org/sites/default/files/Field%20Office%20Africa/Attachments/Publications/2020/Gambia%20report%20_layout_FINAL_DIGITAL_2907.pdf, σελ. 22 και 50 [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[26] UN Human Rights Commission, Summary of stakeholders’ submissions on the Gambia – Report of the Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 1 November 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2119777/g2420177.pdf, σελ. 6, παρ. 44 [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[27] Tahirih Justice Center (Forced Marriage Initiative), Forced Marriage Overseas: The Gambia, [undated], κείμενο διαθέσιμο στο https://preventforcedmarriage.org/forced-marriage-overseas-the-gambia/ [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[28] Tahirih Justice Center (Forced Marriage Initiative), Forced Marriage Overseas: The Gambia, [undated], κείμενο διαθέσιμο στο https://preventforcedmarriage.org/forced-marriage-overseas-the-gambia/ [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[29] Tahirih Justice Center (Forced Marriage Initiative), Forced Marriage Overseas: The Gambia, [undated], κείμενο διαθέσιμο στο https://preventforcedmarriage.org/forced-marriage-overseas-the-gambia/ [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[30] Tahirih Justice Center (Forced Marriage Initiative), Forced Marriage Overseas: The Gambia, [undated], κείμενο διαθέσιμο στο https://preventforcedmarriage.org/forced-marriage-overseas-the-gambia/ [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[31] Bunting A., Lawrance B.N., Roberts R.L., Marriage by Force? Contestation over Consent and Coercion in Africa, Ohio University Press, Athens, Ohio, 2016, ISBN 9780821445495, κείμενο διαθέσιμο στο https://ohioopen.library.ohio.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1003&context=oupress, σελ. 181-189 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[32] Worldmark Encyclopedia of Cultures and Daily Life, Jola, [2019], κείμενο διαθέσιμο στο https://www.encyclopedia.com/humanities/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/jola [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[33] NHRC (Gambia), COUNTRY-SPECIFIC INFORMATION ON THE IMPLEMENTATION OF THE CONVENTION ON ELIMINATION OF ALL FORMS OF DISCRIMINATION AGAINST WOMEN IN THE GAMBIA, SEPTEMBER 2022, https://www.gm-nhrc.org/download-file/5cace881-3d99-11ed-86ec-022a5fa1767e, σελ. 9 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[34] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Information received from the Gambia on follow-up to the concluding observations on its sixth periodic report (Date received: 2 December 2024), 4 December 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n24/378/23/pdf/n2437823.pdf, σελ. 4, παρ. 13-18 [ημερ. πρόσβασης 30/10/2025]

[35] UN Human Rights Commission, Summary of stakeholders’ submissions on the Gambia – Report of the Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 1 November 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2119777/g2420177.pdf, σελ. 8, παρ. 64 [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[36] UN Women and Commonwealth Secretariat, TOWARDS REVERSING DISCRIMINATION IN LAW - MAPPING AND ANALYSIS OF THE LAWS OF THE GAMBIA FROM A GENDER PERSPECTIVE, 2020, κείμενο διαθέσιμο στο  https://africa.unwomen.org/sites/default/files/Field%20Office%20Africa/Attachments/Publications/2020/Gambia%20report%20_layout_FINAL_DIGITAL_2907.pdf, σελ. 22 [ημερ. πρόσβασης 31/10/2025]

[37] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Sixth periodic report submitted by the Gambia under article 18 of the Convention, due in 2019 (Date received: 2 December 2020), 6 October 2021, κείμενο διαθέσιμο στο https://docs.un.org/en/CEDAW/C/GMB/6, σελ. 13, παρ. 37-40 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[38] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Concluding observations on the sixth periodic report of the Gambia, 1 November 2022, κείμενο διαθέσιμο στο https://docs.un.org/en/CEDAW/C/GMB/CO/6, σελ. 3, παρ. 9(b) [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[39] UN Committee on the Elimination of Discrimination against Women, Concluding observations on the sixth periodic report of the Gambia, 1 November 2022, κείμενο διαθέσιμο στο https://docs.un.org/en/CEDAW/C/GMB/CO/6, σελ. 3, παρ. 11 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[40] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report - Gambia, 19 March 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2105863/country_report_2024_GMB.pdf, σελ. 12 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[41] Republic of The Gambia, The Constitution of the Republic of The Gambia, 1997, κείμενο διαθέσιμο στο https://judiciary.gov.gm/sites/default/files/2021-07/Constitution%20of%20The%20Gambia.pdf, σελ. 28-29 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[42] CONSTITUTE, Gambia (The) 2020 - Draft of 29 Mar 2020, [29 March 2020], https://www.constituteproject.org/constitution/Gambia_2020D [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[43] Βλ. ΕΔΔΑ, Sufi και Elmi κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 8319/07 και 11449/07, 28 Ιουνίου 2011.

[44] Βλ. EASO, Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative, May 2021, σελ. 14.

[45] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report - Gambia, 19 March 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2105863/country_report_2024_GMB.pdf, σελ. 16 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[46] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report - Gambia, 19 March 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2105863/country_report_2024_GMB.pdf, σελ. 8 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[47] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report - Gambia, 19 March 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2105863/country_report_2024_GMB.pdf, σελ. 16 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[48] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report - Gambia, 19 March 2024, κείμενο διαθέσιμο στο https://www.ecoi.net/en/file/local/2105863/country_report_2024_GMB.pdf, σελ. 23 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[49] The Point Newspaper (Gambia), Navigating parenthood: Struggles of single mothers in Gambia (by Isatou Ceesay Bah), Jun 6, 2023, https://thepoint.gm/africa/gambia/headlines/navigating-parenthood-struggles-of-single-mothers-in-gambia [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[50] Bunting A., Lawrance B.N., Roberts R.L., Marriage by Force? Contestation over Consent and Coercion in Africa, Ohio University Press, Athens, Ohio, 2016, ISBN 9780821445495, κείμενο διαθέσιμο στο https://ohioopen.library.ohio.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1003&context=oupress, σελ. 185 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[51] Bunting A., Lawrance B.N., Roberts R.L., Marriage by Force? Contestation over Consent and Coercion in Africa, Ohio University Press, Athens, Ohio, 2016, ISBN 9780821445495, κείμενο διαθέσιμο στο https://ohioopen.library.ohio.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1003&context=oupress, σελ. 186 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[52] Bunting A., Lawrance B.N., Roberts R.L., Marriage by Force? Contestation over Consent and Coercion in Africa, Ohio University Press, Athens, Ohio, 2016, ISBN 9780821445495, κείμενο διαθέσιμο στο https://ohioopen.library.ohio.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1003&context=oupress, σελ. 189 [ημερ. πρόσβασης 03/11/2025]

[53] EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 15 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[54] Βλ. συναφώς, νομολογία στις ακόλουθες αποφάσεις αναφορικά με την αιτούμενη θεραπεία και την εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου (Δ.Δ.Δ.Π.): ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ), Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/20, ημερ. 10 Σεπτεμβρίου, 2024, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Δ/ντή Υπηρεσίας Ασύλου v. GURDHIAN SINGH, και ΕΦΕΤΕΙΟ (ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ), Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023, 11 Φεβρουαρίου, 2025, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου v. Q.B.T., καθώς και ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 97/2024, 10 Σεπτεμβρίου, 2025, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου v. C.A..


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο