N.N.S. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T356/25, 20/11/2025
print
Τίτλος:
N.N.S. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T356/25, 20/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T356/25

 

20 Νοεμβρίου 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

1.     N.N.S.

2.     S.K. (ανηλίκου)                                                         Αιτήτριες

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Μπετίτο Τζ. (κος.) για Πιερίδη & Πιερίδη, Δικηγόρος για τις Αιτήτριες

Προδρόμου Ρ.  (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι Αιτήτριες με την παρούσα προσφυγή στρέφονται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17.7.2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή τους για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως. Οι Αιτήτριες κατάγονται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: η ΛΔΚ). Η Αιτήτρια 1 είναι η μητέρα της ανήλικης Αιτήτριας 2 γεννηθείσας στις 11.1.2025 . Περί τις 17.11.2023, η Αιτήτρια 1 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 8.5.2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας 1. Στις 14.5.2024, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησής της για άσυλο και για επιστροφή. Στις 26.6.2024, η Αιτήτρια 1 καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 2320/2024, η οποία απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση στις 24.1.2025. Περί τις 14.4.2025, οι Αιτήτριες υπέβαλαν αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής τους για διεθνή προστασία. Στις 17.7.2025, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής τους ως απαράδεκτης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στις Αιτήτριες στις 1.8.2025. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια 1, στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της, αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα διότι έχει δεχτεί απειλές και ένεκα αυτού προσβάλλει την απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου.

 

3.             Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, αλλά δεν συμμετέχουν στην ακροαματική διαδικασία. Εντούτοις, στην παρούσα υπόθεση το παρόν Δικαστήριο έκρινε σκόπιμη την κλήση των Καθ’ ων η αίτηση και τη συμμετοχή τους και κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

4.             Στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας ζητήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση να τοποθετηθούν αναφορικά με την εξέταση του βέλτιστου συμφέροντος της ανήλικης Αιτήτριας 2, όπως αυτό προκύπτει από την επίδικη απόφαση. Οι Καθ’ ων η αίτηση, σε σχετική απάντησή τους που περιλαμβάνεται σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερομηνίας 11.11.2025, παραπέμπουν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, από τις οποίες – κατά τους ίδιους – προκύπτει ότι τυχόν επιστροφή των Αιτητριών στη χώρα καταγωγής τους δεν παραβιάζει την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος της ανήλικης. Προς τούτο παραθέτουν πηγές αναφορικά με τη δυνατότητα πρόσβασής της σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στην εκπαίδευση, καθώς και σε μία κατάσταση στην οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, επικρατούν ικανοποιητικές συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι, εφόσον η ανήλικη έχει γονείς καταγόμενους από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, δεν τίθεται ζήτημα ως προς την αναγνώριση της αντίστοιχης ιθαγένειας για την ίδια, καταλήγοντας εν τέλει στο συμπέρασμα ότι ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητριών απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

5.             Από την πλευρά τους, οι Αιτήτριες, δια του συνηγόρου τους, επισημαίνουν ότι ουδόλως εξετάστηκε κατά τη διοικητική διαδικασία επαρκώς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, παρά το γεγονός ότι η ανήλικη θυγατέρα της Αιτήτριας είναι και η ίδια αιτήτρια στη διαδικασία διεθνούς προστασίας. Κατά τον ισχυρισμό τους, δεν διενεργήθηκε η απαιτούμενη δέουσα έρευνα αναφορικά με το ανήλικο τέκνο.

 

6.             Περαιτέρω, ακόμη και με βάση τα στοιχεία που οι Καθ’ ων η αίτηση προσκόμισαν εκ των υστέρων στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, οι Αιτήτριες υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές δεν καλύπτουν τις προσωπικές τους περιστάσεις.

 

To νομικό πλαίσιο

7.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

8.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

9.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

10.          Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

11.          Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν- (α) [...] (β) [...] (γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

12.    Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

13.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

14.          Είναι κρίσιμο να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής και δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά εξετάζει την ουσιαστική της ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο εκάστοτε αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησης ως παραδεκτής.

 

15.          Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

16.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

17.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

18.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

19.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

20.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

21.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

22.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια 1 κατά την καταγραφή της αίτησής της, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της διότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής της από τον θείο της λόγω κτηματικών διαφορών.

 

23.          Κατά τη συνέντευξή της, η Αιτήτρια, αφιχθείσα στη Δημοκρατία περί τις 6.11.2023, δήλωσε ότι γεννήθηκε (2000) και μεγάλωσε στην πόλη Kinshasa της ΛΔΚ, όπου διέμενε μέχρις ότου εγκατέλειψε τη χώρα της (βλ. ερ. 28 – 1Χ & 2Χ του διοικητικού φακέλου, στο εξής «δ.φ.»). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Η γιαγιά της, η οποία μαζί με τον αποθανόντα παππού της την μεγάλωσαν, παραμένει στην πόλη Kinshasa, δεν έχει αδέλφια, και διατηρεί επικοινωνία με τη γιαγιά της και τη θεία της (βλ. ερ. 30 – 4Χ έως 10Χ του δ.φ.). Επίσης, δήλωσε ότι είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ, ως προς την εργασιακή της πείρα, δήλωσε πως στη χώρα καταγωγής της δεν εργαζόταν (βλ. ερ. 30 – 1Χ & 29 – 17Χ του δ.φ.). Είναι χριστιανή καθολική ως προς το θρήσκευμα (βλ. ερ. 33 – 5Χ του δ.φ.). Ανήκει στην εθνοτική ομάδα Mungala (βλ. ερ. 33 – 4X του δ.φ.). Τέλος, ως προς την κατάσταση της υγείας της δήλωσε απολύτως υγιής (βλ. ερ. 32 του δ.φ.).

 

24.          Αναφερόμενη στους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερή της αφήγηση, δήλωσε ότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής της από τον μητρικό θείο της λόγω κτηματικών διαφορών. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι με το θάνατο του μητρικού παππού της διαφάνηκε ότι εκείνος της κληροδότησε το σπίτι της οικογενείας και ο θείος της ο οποίος ήταν στρατιωτικός, θύμωσε διότι θεώρησε ότι το δικαιούτο ως πρωτότοκος υιός της οικογενείας και άρχισε να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει ενώ επιπλέον έστειλε κάποιους για να την απαγάγουν και να τη δολοφονήσουν (βλ. ερ. 27 – 3Χ του δ.φ.). Υποβλήθηκαν διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα στην Αιτήτρια για όλες τις πτυχές του αφηγήματός της (βλ. ερ. 27 – 23 του δ.φ.).

 

25.          Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε η Αιτήτρια από το θείο της λόγω κτηματικών διαφορών. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση και απορρίφθηκε ο δεύτερος ισχυρισμός αναφορικά με τις ισχυριζόμενες απειλές που δεχόταν η Αιτήτρια. Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια, δεν διατρέχει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της ένεκα της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της και τον τελευταίο τόπο διαμονής της. Κατά τη νομική ανάλυση οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα ενώπιον τους γεγονότα και δεδομένα δεν εξικνούνται στο επίπεδο της δίωξης ούτε και στη βάση της ανάλυσης κινδύνου δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

26.          Στο πλαίσιο της απορριφθείσας στις 24.1.2025 υπ’ αριθμό 2320/2024 προσφυγής της Αιτήτριας 1, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αυτής προέβαλε ανάλογους ισχυρισμούς ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της.

 

27.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής τους, η Αιτήτρια 1 προβάλλει ότι ο εν λόγω θείος της στο παρελθόν την απήγαγε και ότι δημοσίευσε φωτογραφίες της για να την εντοπίσουν και να τη δολοφονήσουν (βλ. ερ. 98 και 103 του δ.φ.).

 

28.          Αξιολογώντας την μεταγενέστερη αίτησή τους, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι τα όσα κατέγραψε η Αιτήτρια 1 στη μεταγενέστερη αίτησή τους δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αλλά αναφέρθηκε σε γεγονότα ανάλογα με όσα είχε αναφέρει τόσο κατά το αρχικά αίτημα διεθνούς προστασίας όσο και κατά τη συνέντευξή της όπου είχε αναφέρει πως δεχόταν απειλές κατά της ζωής της από το μητρικό θείο της.  Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα τους δεν θίγεται κατά οποιοδήποτε τρόπο το συμφέρον της αλλοδαπής και του ανήλικου τέκνου της. Προς τούτο, γίνεται αναφορά σε στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας ήτοι ότι πρόκεται για ενήλικά ότι έχει λάβει στοιχειώδη εκπαίδευση, και ότι δεν έχει στοχοποιηθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής για οποιοδήποτε λόγο.  Σημειώνουν ότι σε περίπτωση επιστροφής της ανήλικης οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας έχουν ως πρωταρχικό μέλημά τους την ασφάλεια, ευημερία και ανάπτυξη του παιδιού και επιπλέον, ότι σε προηγούμενο στάδιο εξετάστηκε η πρόσβαση του παιδιού στην εκπαίδευση και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.  Ως εκ των άνω, λοιπόν, η έκθεση – εισήγηση κατέληξε στο ότι η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητριών είναι απαράδεκτη και υποβλήθηκε απλώς για καθυστερήσει ή παρεμποδίσει τη διαδικασία.

 

29.          Με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια 1 επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τους ισχυρισμούς της περί δίωξής της από τον πατρικό της θείο λόγω κτηματικών διαφορών. Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ανακύπτει νέο ουσιώδες δεδομένο, ήτοι η γέννηση της ανήλικης θυγατέρας της, της Αιτήτριας 2. Η περίπτωσή της επιβάλλει αφενός την εξατομικευμένη εξέταση της ίδιας και αφετέρου την αξιολόγησή της ως κρίσιμης παραμέτρου για τον προσδιορισμό του προφίλ της Αιτήτριας 1. Οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να εξετάσουν την τρέχουσα οικογενειακή κατάσταση των Αιτητριών και τις πιθανές συνέπειες για την Αιτήτρια 1 (αλλά και της ανήλικης) σε περίπτωση που δεν θα συμβιώνει πλέον ή/και δεν θα δύναται να επιστρέψει με τον πατέρα της Αιτήτριας 2. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Αιτήτρια 1 ενδέχεται να βρεθεί στη χώρα καταγωγής ως νεαρή γυναίκα με τέκνο εκτός γάμου και χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο∙ στοιχείο το οποίο ουδόλως αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων. Όπως προκύπτει από εξωτερικές πηγές, που έχουν ληφθεί υπόψη και σε προηγούμενες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, οι γυναίκες χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, καθώς και οι γυναίκες με τέκνα εκτός γάμου, εκτίθενται σε αυξημένο κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα στη χώρα καταγωγής των Αιτητριών. (Βλ ενδεικτικώς Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.: 5076/22 και 5077/22. NBJ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 7.7.2025).

 

30.          Έκπληξη προκαλεί η αναφορά στην Εισηγητική Έκθεση, που αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κατά την οποία «Σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΕ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για την ασφάλεια, ευημερία και ανάπτυξη του παιδιού σε περίπτωση επιστροφής της αλλοδαπής και του τέκνου της στη χώρα καταγωγής της.». Είναι άγνωστο πώς οι αρχές της Δημοκρατίας θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ασφάλεια και ευημερία των Αιτητριών όταν αυτές θα έχουν ήδη επιστρέψει στη χώρα τους. Η ως άνω διάταξη σαφώς γεννά υποχρεώσεις για τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ως προς τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο και τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής τους, καταρχήν ενόσω αυτές βρίσκονται στη Δημοκρατία, και όχι μετά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής, όπως εκ των υστέρων παραδέχτηκαν και οι Καθ’ ων η αίτηση.

 

31.          Περαιτέρω, παρά την αναφορά των Καθ’ ων η αίτηση ότι έχει εξεταστεί η πρόσβαση της Αιτήτριας 2 σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εκπαίδευση σε προηγούμενο στάδιο, κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται, καθώς ουδεμία σχετική έρευνα εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο. Επιπλέον, το προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο, το οποίο ολοκληρώθηκε με την απόφαση επί της Προσφυγής αρ. 2320/2024, N. N. S. κατά Δημοκρατίας (24.1.2025), δεν έλαβε υπόψη την Αιτήτρια 2, αφού αυτή γεννήθηκε στις 11.1.2025 (βλ. ερ. 84) και δεν ήταν μέρος της διαδικασίας. Εκ των υστέρων οι Καθ’ ων η αίτηση με το μήνυμά τους ημερομηνίας 11.11.2025 στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, αναλύουν το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης, επιχειρώντας να καταδείξουν, έστω εκ των υστέρων ότι το νέο αυτό δεδομένο, ήτοι η γέννηση της ανήλικης, δεν αυξάνει τις πιθανότητες υπαγωγής των Αιτητριών σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

32.          Ακόμη και με τις ανωτέρω, γενικού χαρακτήρα, πληροφορίες αναφορικά με τα κρίσιμα για την ευημερία των ανηλίκων δεδομένα στη ΛΔΚ, απουσιάζει πλήρως εξατομικευμένη αξιολόγηση της Αιτήτριας 2 και ειδικότερη ανάλυση του ενδεχομένου υπαγωγής της στις διατάξεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, κατά την εξέταση του κατά πόσον αυξάνονται οι πιθανότητες υπαγωγής των Αιτητριών σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Και τούτο, καθότι ουδέποτε εξετάστηκε αυτοτελώς το αίτημα της ανήλικης, συμπεριλαμβανομένης της συνεκτίμησης των παραμέτρων που το Δικαστήριο υποδεικνύει στην παράγραφο 29 ανωτέρω. (βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2966/22, I. S. J. K. K. κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου, 9.8.2024, παρ. 68 επ.).

 

33.          Υπό το φως των ανωτέρω, η γέννηση της Αιτήτριας 2 εξ’ ορισμού συνιστά νέο ουσιώδες γεγονός, το οποίο αυταπόδεικτα δεν θα μπορούσε να προβληθεί σε προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο. Επιπροσθέτως, με βάση τα πιο πάνω επιμέρους ευρήματα, κρίνεται ότι το γεγονός αυτό αυξάνει τις πιθανότητες υπαγωγής των Αιτητριών σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η μεταγενέστερη αίτηση των Αιτήτριών κρίνεται ως παραδεκτή, με €1000 έξοδα εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση και υπέρ των Αιτητριών.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο