ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 1758/2024
8 Δεκεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
S.A.E.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας
Μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...........................
Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά
Γεωργία Καρατσιόλη, για Νίκος Α. Λοίζος και Χ. Χριστούδιας, Δικηγόροι για τον αιτητή
Ραφαέλα Προδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: : Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 29/03/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: «Λ.Δ.Κ.») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 24/09/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές τον Σεπτέμβριο του 2020. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Την 01/03/2024, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum – E.U.A.A.). Στις 21/03/2024, ο αρμόδιος λειτουργός του E.U.A.A. ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στη ΛΔΚ. Στις 23/04/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας μέσω του συνηγόρου του, αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί μόνο το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και αναφέρει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ότι ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και αντιτάχθηκε στο καθεστώς του προέδρου Kabila. Εξαιτίας αυτής της αντίθεσης, ο πατέρας του άρχισε να δέχεται απειλές, όπως και ο ίδιος ο Αιτητής και η οικογένειά του. Πρόσθεσε ότι η μητέρα του δολοφονήθηκε και ότι οι απειλές εις βάρος της οικογένειας συνεχίζονταν. Ο πατέρας του τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τη χώρα, προκειμένου να προστατευθεί. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο πατέρας του ή άλλα μέλη της οικογένειάς του (ερυθρό 1 – 3 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από τη ΛΔΚ και συγκεκριμένα από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τόπο γέννησης του και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του (ερυθρό 57 1χ του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι το χρονικό διάστημα 2001 – 2013 διέμενε με την οικογένειά του στο north Kivu της ΛΔΚ, διότι ο πατέρας του ήταν καθηγητής σε Κολέγιο (College Alfajiri) (ερυθρό 56 1x του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε μουσουλμάνος και ως προς την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε Swahili (ερυθρό 57 1x του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με την προσωπική του κατάσταση δήλωσε ότι είναι άγαμος και δεν έχει τέκνα. Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι οι γονείς του καθώς και η αδελφή του έχασαν την ζωή τους τον Φεβρουάριο του 2012, σε επίθεση που έλαβε χώρα στο Kivu (βλ. ερυθρ. 56, 2x του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι φοίτησε για δώδεκα έτη στο σχολείο, ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως στην χώρα καταγωγής του δεν εργάστηκε (ερυθρό 55 2χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ο αιτητής ανέφερε πως ομιλεί την αγγλική, την γαλλική γλώσσα καθώς και Swahili.
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι το έτος 2012 το σπίτι της οικογένειάς του περικυκλώθηκε από αντάρτες, οι οποίοι δολοφόνησαν τους γονείς του καθώς και την αδελφή του, ενώ τον ίδιο τον απήγαγαν, καθώς ήταν ακόμη μικρός σε ηλικία. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, οι αντάρτες τον εξανάγκασαν σε εργασία στην παραγωγή ορυχείων. Πρόσθεσε ότι υπήρχαν και άλλα αγόρια, όλα ανήλικα, τα οποία υποχρεώνονταν να εργάζονται υπό εξαιρετικά σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες. Όπως περιέγραψε, ακόμη και όταν ήταν εξαντλημένοι, έπρεπε να συνεχίζουν να εργάζονται και υπήρξαν περιστατικά όπου αγόρια που δεν άντεχαν άλλο εκτελούνταν για παραδειγματισμό.
Επιπρόσθετα, ανέφερε πως τμήματα των κρατικών δυνάμεων συνεργάζονταν με τους αντάρτες, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη κάθε απόπειρα διαφυγής, αφού ακόμη κι αν κατάφερνε κανείς να ξεφύγει, υπήρχε κίνδυνος να συλληφθεί από την ίδια την κυβέρνηση και να επιστραφεί στον χώρο εργασίας. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι εργάστηκε για περίπου έξι μήνες. Μετά από το εν λόγω διάστημα, σημειώθηκε επίθεση από κυβερνητικές δυνάμεις, κατά την οποία όλοι κατάφεραν να διαφύγουν, και έτσι μπόρεσε να δραπετεύσει και ο ίδιος. Μετά τη διαφυγή του, κατέφυγε σε καθολική εκκλησία, όπου τον φιλοξένησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ένας ιερέας, μαζί με άλλες οικογένειες που επίσης διέμεναν εκεί.
Όταν ο ιερέας πληροφορήθηκε ότι οι αντάρτες αναζητούσαν ξανά τα παιδιά που είχαν διαφύγει, τους βοήθησε να μεταβούν στην Κινσάσα και τους μετέφερε σε ορφανοτροφείο. Ο Αιτητής δήλωσε ότι στην Κινσάσα διαπίστωσε συνεργασία μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και ένοπλων ομάδων, οι οποίες γνώριζαν ότι θα μπορούσε να καταθέσει εναντίον τους. Για τον λόγο αυτό, όπως ανέφερε, ο υπεύθυνος του ορφανοτροφείου αποφάσισε να βοηθήσει ορισμένα από τα παιδιά να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ήταν ο φόβος του ότι, εάν αποκάλυπτε στις αρχές τα ονόματα των στρατιωτών που συνεργάζονταν με τους αντάρτες, η ζωή του θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Σε σχέση με το γεγονός ότι έζησε στο ορφανοτροφείο της Κινσάσα από το 2013–2014 και ότι εγκατέλειψε την χώρα το έτος 2020, ο Αιτητής εξήγησε ότι το ορφανοτροφείο λειτουργούσε ως κλειστό κέντρο, όπου φιλοξενούνταν παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους ή είχαν εγκαταλειφθεί και δεν επιτρεπόταν στους ανήλικους να εξέλθουν χωρίς άδεια. Μετά την έναρξη διαδικασίας καταγραφής των προσωπικών ιστοριών των παιδιών, ο Αιτητής αφηγήθηκε στον επικεφαλής της ΜΚΟ την ιστορία του, γεγονός που οδήγησε στο να παραμένει εντός του χώρου χωρίς να του επιτρέπεται να αποχωρήσει, μέχρι που η οργάνωση βρει τρόπο να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα.
Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει εάν έλαβε χώρα οποιοδήποτε περιστατικό το έτος 2020 και εγκατέλειψε την χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε πως όταν ενηλικιώθηκε, αποκάλυψε στη ΜΚΟ ολόκληρη την ιστορία του σχετικά με την καταναγκαστική εργασία του. Μετά από αυτό, άρχισαν να επισκέπτονται το ορφανοτροφείο δημοσιογράφοι, γεγονός που προσέλκυσε σημαντική προσοχή και τον έκανε να μην αισθάνεται πλέον ασφαλής. Για τον λόγο αυτό, η ΜΚΟ τον βοήθησε να αναχωρήσει από τη χώρα το 2020. Αναφορικά με το τι πιστεύει ότι θα του συμβεί εάν επιστρέψει στη ΛΔΚ, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η κυβέρνηση δεν έχει αλλάξει και ότι εξακολουθούν να υπηρετούν οι ίδιοι στρατιωτικοί που συνεργάζονταν με τους αντάρτες. Τόνισε ότι, εάν ανέφερε οποιοδήποτε από τα ονόματα που γνωρίζει, κινδυνεύει να απαχθεί, να φυλακιστεί ή ακόμη και να σκοτωθεί (βλ. ερυθ. 52 1χ, του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Ως προς το περιστατικό που έλαβε χώρα το 2012, ο Αιτητής δήλωσε ότι εκείνη την ημέρα, οι αντάρτες κατέλαβαν την πόλη και άρχισαν να συγκεντρώνουν αγόρια για να τα οδηγήσουν στα ορυχεία ως εργάτες ή για να τα στρατολογήσουν. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, το 2012 οι αντάρτες σκότωσαν τους γονείς του και, όταν η αδελφή του προσπάθησε να αντισταθεί, την σκότωσαν επίσης. Στη συνέχεια τον απήγαγαν, μαζί με άλλα αγόρια από την περιοχή. Όταν ρωτήθηκε ποια ομάδα επιτέθηκε στο σπίτι του, ο Αιτητής απάντησε ότι, παρότι στην ανατολική περιοχή δραστηριοποιούνται πολλές ένοπλες ομάδες, εκείνη που εισέβαλε την ημέρα εκείνη ήταν η οργάνωση M23 (βλ. ερυθ. 52 2χ του διοικητικού φακέλου).
Δήλωσε ότι η επίθεση δεν στόχευε συγκεκριμένα το δικό του σπίτι και ότι οι αντάρτες κατέλαβαν ολόκληρη την πόλη και εισέβαλαν σε πολλά σπίτια. Ανέφερε ότι ο σκοπός τους ήταν κυρίως η στρατολόγηση παιδιών, η εξαναγκαστική εργασία στα ορυχεία και η απαγωγή γυναικών και ότι όποιος αντιστεκόταν ή αρνούνταν να συμμορφωθεί κινδύνευε να θανατωθεί (βλ. ερυθ. 52 2χ του διοικητικού φακέλου).
Ο Αιτητής δήλωσε πως δεν στοχεύουν συγκεκριμένα πρόσωπα στην περιοχή, αλλά εισβάλλουν όταν χρειάζονται τρόφιμα, να στρατολογήσουν άνδρες ή γυναίκες. Ως προς την ομάδα M23, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες. Σχετικά με το αν είχαν σημειωθεί παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν στην περιοχή Kivu, ο Αιτητής απάντησε ότι τέτοιες επιθέσεις συμβαίνουν ακόμη και σήμερα. Διευκρίνισε ότι στο παρελθόν είχαν συμβεί επιθέσεις από άλλες ομάδες, όπως οι Mai Mai και οι FDLR. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν είχε υπάρξει θύμα πριν από το συμβάν του 2012 (ερυθ. 51 1χ του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς να περιγράψει το περιστατικό του 2012, ο Αιτητής ανέφερε ότι εκείνη την ημέρα πέντε ένοπλοι εισέβαλαν στο σπίτι του, ενώ πολλοί ακόμη βρίσκονταν έξω. Κάποιοι φορούσαν στρατιωτικές στολές και άλλοι πολιτικά ρούχα. Ανέφερε ότι οι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι χωρίς να προχωρήσουν σε διάλογο και φώναξαν να μην κουνηθεί κανείς. Ο πατέρας του προσπάθησε να κινηθεί και τον πυροβόλησαν αμέσως, ενώ στη συνέχεια πυροβόλησαν και τη μητέρα του. Η αδελφή του προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά την εκτέλεσαν επιτόπου. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν τον σκότωσαν, καθώς τον ήθελαν για στρατολόγηση. Του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη και τον πήραν μαζί τους. Δήλωσε επίσης ότι δεν γνώριζε κανέναν από τους δράστες και δεν τους είχε ξαναδεί πριν από την επίθεση. Ο Αιτητής ανέφερε πως το περιστατικό έλαβε χώρα όταν ήταν περίπου 17–18 ετών και δήλωσε πως όταν είδε τον πατέρα του να δολοφονείται, «πάγωσε» από τον φόβο και αδυνατούσε να κινηθεί, και οι δράστες του έδεσαν τα χέρια (ερυθ. 51 2χ του διοικητικού φακέλου). Κατά την απαγωγή του δεν ήταν μόνος, καθώς υπήρχαν και άλλα αγόρια από την περιοχή. Τους μετέφεραν σε περιοχή για ανηλίκους, όπου τους εξανάγκαζαν σε εργασία στα ορυχεία. Αν κάποιος αρνιόταν να συνεργαστεί, τον δολοφονούσαν για παραδειγματισμό.
Ανέφερε πως τα ορυχεία βρίσκονταν σε απομονωμένο μέρος και δήλωσε πως δεν γνώριζε ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης των ορυχείων. Στα ορυχεία υπήρχαν περίπου 50–60 αγόρια, ορισμένα ακόμη μικρότερα από τον ίδιο. Ο Αιτητής ανήκε στην ομάδα που ασχολούνταν με το πλύσιμο του χώματος για να διαχωριστούν τα ορυκτά από την άμμο και δεν λάμβανε αμοιβή. Όταν κάποιος εξαντλούνταν ή δεν ήταν χρήσιμος, τον εκτελούσαν. Όπως ανέφερε είδε περίπου τέσσερα άτομα να εκτελούνται , διότι αισθάνθηκαν κόπωση (ερυθ. 50 2χ του διοικητικού φακέλου).
Όταν ρωτήθηκε εάν τον χτύπησαν προσωπικά, δήλωσε ότι τον χτυπούσαν με την πίσω πλευρά των όπλων ή με ραβδιά, κυρίως όταν υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ των παιδιών (βλ. ερυθ. 49 1χ του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά τη διαφυγή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εκείνη την ημέρα επιτέθηκαν κυβερνητικές δυνάμεις (FARDC). Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι αντάρτες ήταν απασχολημένοι και δεν παρακολουθούσαν τα παιδιά, με αποτέλεσμα να τρέξουν μέσα από το δάσος, και να κρυφτούν στους θάμνους. Δεν γνώριζε πόσα άλλα παιδιά κατάφεραν να διαφύγουν, καθώς πολλοί σκοτώθηκαν ή διέφυγαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις (ερυθ. 49 2χ του διοικητικού φακέλου).
Μετά τη διαφυγή του από το δάσος, ο Αιτητής μαζί με άλλα παιδιά κατευθύνθηκε προς την καθολική εκκλησία στο χωριό Sake. Ο ιερέας τους παρείχε κατάλυμα και φροντίδα. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η υγεία του ήταν κακή και ότι στην εκκλησία υπήρχαν νοσοκόμες που φρόντιζαν τα παιδιά και τους τραυματίες, παρέχοντας ιατρική φροντίδα υπό την επίβλεψη του ιερέα. Στην εκκλησία διέμεινε για περίπου δύο μήνες, και δεν του συνέβη κάποιο περιστατικό.
Κληθείς να διευκρινίσει τον λόγο που μετέβη στην Kinshasa, δήλωσε ότι οι συγκρούσεις συνεχίζονταν και ο ιερέας αποφάσισε να τους μεταφέρει στην Kinshasa το 2013. Ως προς τα άτομα που τον αναζητούσαν, δήλωσε ότι ήταν κάποιοι στρατιώτες από τις κυβερνητικές δυνάμεις, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι ένας από αυτούς ήταν ο General Mundo, και ότι τους υπολοίπους δεν τους γνώριζε (βλ. ερυθ. 48 2χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς το General Mundo, ανέφερε ότι δεν τον γνώριζε προσωπικά και ότι τον είδε πρώτη φορά στα ορυχεία να διαπραγματεύεται με τους αντάρτες.
Ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά την παραμονή του στα ορυχεία ήταν απασχολημένος με την εργασία και δεν είχε καμία συμμετοχή ή επικοινωνία με τους αντάρτες. Όταν ρωτήθηκε πώς γνώριζε ότι ο General Mundo και άλλοι αναζητούσαν συγκεκριμένα τον ίδιο, ο Αιτητής εξήγησε ότι ήταν προφανές λόγω της εργασίας τους στα ορυχεία και της παρουσίας του General Mundo εκεί. Όταν διέφυγαν, ο Mundo ήθελε να βρει όσα άτομα τον είχαν δει, καθώς εάν κάποιος ανέφερε στις αρχές ότι συνεργαζόταν με τους αντάρτες, θα κινδύνευε να χάσει τη θέση του ή να φυλακιστεί. Ερωτηθείς πως γνωρίζει ότι αναζητούσε τα αγόρια τα οποία δραπέτευσαν, δήλωσε ότι πληροφορήθηκαν από άλλα άτομα ποιοι είχαν δραπετεύσει και ότι τους αναζητούσαν. Ο Αιτητής δήλωσε ότι, φτάνοντας στην Κινσάσα, μεταφέρθηκαν από τον ιερέα σε ορφανοτροφείο, όπου ξεκίνησαν μια κανονική ζωή. Ωστόσο, δεν είχαν ελευθερία να εξέλθουν από το κέντρο χωρίς άδεια. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν του συνέβη κάτι κατά τη διαμονή του στο ορφανοτροφείο.
Ο Αιτητής ανέφερε ότι, όταν άρχισαν να αφηγούνται την ιστορία τους, τα μέσα ενημέρωσης ενδιαφέρθηκαν και επισκέπτονταν το ορφανοτροφείο για να τους πάρουν συνεντεύξεις. Ο ίδιος δεν γνώριζε ότι οι πληροφορίες θα δημοσιεύονταν, και όταν συνέβη αυτό, ο ιερέας εκτίμησε ότι η ζωή του είχε τεθεί σε κίνδυνο ακόμη και στην Κινσάσα. Η αφήγηση του Αιτητή έγινε κάπου στο 2017–2018. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν το θυμόταν το όνομα των μέσων ενημέρωσης που τον προσέγγισαν (βλ. ερυθ. 47 2χ, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ο Αιττής ανέφερε ότι δεν γνώριζε ότι θα κοινοποιούσαν την ιστορία του και υπέθεσε ότι η δημοσίευση έγινε πιθανόν το 2018, χωρίς να γνωρίζει που ακριβώς. Δήλωσε επιπλέον, ότι δεν δημοσίευσαν τα προσωπικά του στοιχεία, για λόγους ασφάλειας, παρά μόνο το τι συνέβη στην ανατολική περιοχή της χώρα, χωρίς να είναι ο ίδιος ο στόχος (βλ. ερυθ. 46 1χ του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο ορφανοτροφείο, περίπου επτά χρόνια, δεν του συνέβη κάτι αρνητικό από τους αντάρτες ή την κυβέρνηση, εκτός από τον φόβο που ένιωσε όταν μυστικές υπηρεσίες της κυβέρνησης (ANR) επισκέφθηκαν το ορφανοτροφείο και έθεσαν ερωτήσεις. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τον Αιτητή, οδήγησε τον ιερέα να αποφασίσει να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα. Το περιστατικό αυτό συνέβη περίπου το 2018. Ο Αιτητής εξήγησε ότι η μυστική υπηρεσία δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον ή στα άλλα παιδιά, αλλά σε άτομα που ήταν υπεύθυνα για τη φροντίδα τους, καθώς τα παιδιά ήταν ανήλικα και δεν μπορούσαν να μιλήσουν απευθείας μαζί τους χωρίς άδεια. Παρότι ο ίδιος ήταν 24–25 ετών εκείνη την περίοδο, υπήρχαν και ανήλικα παιδιά στο ορφανοτροφείο (βλ. ερυθ. 46 2χ του διοικητικού φακέλου).
Όπως εξήγησε, οι υπηρεσίες αυτές διεξάγουν έρευνες για άτομα που προέρχονται από ζώνες πολέμου, προκειμένου να πληροφορηθούν τι συνέβη. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ιερέας αποφάσισε να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο Αιτητής ανέφερε ότι μεταξύ 2018 και 2020 δεν του συνέβει κάτι και ότι ήταν προστατευμένος στο ορφανοτροφείο. Δήλωσε επίσης ότι ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του είχαν αντιμετωπίσει προβλήματα στο παρελθόν. Όσον αφορά τον πατέρα του, ο Αιτητής αρχικά είχε αναφέρει ότι εργαζόταν ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο στο Kivu, αλλά διευκρίνισε ότι επρόκειτο για δάσκαλο σε δημοτικό σχολείο και ότι δεν είχε αντιμετωπίσει προβλήματα λόγω της εργασίας του (βλ. ερυθ. 45 του διοικητικού φακέλου).
Σχετικά με όσα καταγράφηκαν κατά την αρχική καταγραφή του αιτήματος ασύλου, όπου ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, αντίθετος με το καθεστώς Kabila, ότι η οικογένεια δεχόταν απειλές και ότι η μητέρα του σκοτώθηκε για αυτόν τον λόγο, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν θυμάται τα όσα κατέγγραψε. Ανέφερε ότι ήταν σε κατάσταση έντονου στρες, ότι δεν γνώριζε αγγλικά και ότι δεν είναι βέβαιος πως απάντησε σωστά. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο λειτουργός που έκανε την καταγραφή μιλούσε αγγλικά, ο ίδιος δεν καταλάβαινε, και δεν θυμάται τι ειπώθηκε.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο να ζήσει με ασφάλεια στη περιοχή Lumbubasi ή σε άλλη πόλη της ΛΔΚ, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό δεν είναι δυνατό, διότι η κυβέρνηση παραμένει η ίδια. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει πως θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν σε άλλη πόλη, επανέλαβε ότι η κυβέρνηση παραμένει η ίδια και ότι δεν αισθάνεται ασφάλεια στη χώρα. Τέλος, σε σχέση με το τι θα μπορούσε να του συμβεί εάν επιστρέψει, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα κινδυνεύσει και ότι είναι νέος, επιθυμεί να ζήσει τη ζωή του και να δημιουργήσει οικογένεια.
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε ο αιτητής κατά τη συνέντευξή του, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Την ταυτότητα, την χώρα καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του αιτητή και (2) το ότι ο Αιτητής εξαναγκάστηκε από τους αντάρτες να εργαστεί στα ορυχεία για έξι μήνες, οι οποίοι εισέβαλαν στην οικεία του και σκότωσαν τον πατέρα του το 2012.
Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν επαρκώς συνεπείς και λεπτομερείς. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με περισσότερες λεπτομέρειες το περιστατικό της επίθεσης, ενώ οι δηλώσεις του κρίθηκαν ασυνεπείς, αναφέροντας ότι συνέβη στο Kivu, όπου μερικές φορές οι αντάρτες έρχονται και καταλαμβάνουν την πόλη για λίγες ώρες ή ημέρες πριν τους εκδιώξει η κυβέρνηση. Ομοίως, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την τοποθεσία της περιοχής όπου ζούσαν και όπου έγινε η επίθεση, ούτε παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες για την συγκεκριμένη ομάδα M23. Απλώς ανέφερε με γενικό και ασαφή τρόπο ότι υπάρχουν πολλές ομάδες εκεί που επιτίθενται αρκετά συχνά, και επιτίθενται σε ολόκληρη την περιοχή, όχι μόνο στο σπίτι του. Αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι τέτοιες επιθέσεις είχαν συμβεί και στο παρελθόν, δεν μπόρεσε να δώσει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με προηγούμενα περιστατικά ασφαλείας.
Κληθείς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για την επίθεση στο σπίτι τους εκείνη την ημέρα, δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και συνεκτικές πληροφορίες στα σχετικά ερωτήματα που του τέθηκαν. Δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια την εμφάνιση ή τον αριθμό των ατόμων που μπήκαν στο σπίτι ούτε την αντίδραση του όταν εισήλθαν. Αν και ο ίδιος ήταν περίπου 17-18 ετών κατά το χρόνο του περιστατικού, δεν εξήγησε με λεπτομέρειες και σαφήνεια το περιστατικό και οι απαντήσεις του ήταν γενικές.
Κληθείς να περιγράψει την τοποθεσία και την καθημερινή ζωή στα ορυχεία για 6 μήνες, δεν εξειδίκευσε τις δηλώσεις του και δεν παρείχε λεπτομερείς πληροφορίες. Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης, ανέφερε με γενικό τρόπο ότι τους έδιναν φαγητό και νερό αλλά όχι τακτικά και ότι φυλάσσονταν καλά από πολλούς ένοπλους αντάρτες. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει με συνεκτικές και συγκεκριμένες πληροφορίες πώς κατάφερε να διαφύγει στο δάσος ενώ υπήρχε μάχη σε εξέλιξη και πώς έφτασαν στην Καθολική Εκκλησία της περιοχής Sake, όπου βρήκαν καταφύγιο. Επιπλέον, ανέφερε ότι έλαβε ιατρική φροντίδα στην εκκλησία, όπου έζησε για 2 μήνες, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί το όνομα της εκκλησίας, ούτε τα άτομα που τους υποδέχθηκαν εκεί και πού ακριβώς έμεναν. Ακόμη, ο Αιτητής κλήθηκε να διευκρινίσει την δήλωσή του ότι επειδή οι μάχες συνεχίζονταν στην περιοχή και οι αντάρτες αναζητούσαν άτομα που είχαν δει τη διαφθορά του στρατού να υποστηρίζει μυστικά τους αντάρτες, ένιωθε ότι κινδύνευε και έτσι ο ιερέας της καθολικής εκκλησίας αποφάσισε να τους μετακινήσει και να τους στείλει στην Κινσάσα. Ωστόσο, οι απαντήσεις του δεν ήταν συνεκτικές και συγκεκριμένες.
Περαιτέρω, κλήθηκε να δώσει ονόματα και συγκεκριμένες πληροφορίες για τη δράση των προσώπων αυτών, αλλά απάντησε απλώς ότι υπήρχε ένας γνωστός στρατηγός με το όνομα Mundo, ο οποίος ήταν σαν «αρχηγός» και αναζητούσε τα παιδιά που είχαν δραπετεύσει από τα ορυχεία. Δήλωσε χωρίς λεπτομέρειες ότι επρόκειτο για διεφθαρμένη πολιτοφυλακή και ότι τον είχε δει στα ορυχεία να διαπραγματεύεται με τους αντάρτες, και ότι αυτός ήταν ο λόγος που κινδύνευε, χωρίς να διευκρινίσει περαιτέρω. Ο Αιτητής δεν γνώριζε επιπλέον πληροφορίες για τα υπόλοιπα άτομα που υποτίθεται ότι τους αναζητούσαν, ούτε τι ακριβώς διαπραγματεύονταν με τους αντάρτες. Επίσης, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με συνεκτικό και συγκεκριμένο τρόπο γιατί στην πραγματικότητα τους αναζητούσαν, αφού δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη πληροφορία.
Ανέφερε ότι δεν του συνέβη τίποτα όσο ζούσε εκεί, ωστόσο δεν μπόρεσε να εξηγήσει με συνοχή πώς συνέχισε να διαμένει στο ορφανοτροφείο για πολλά χρόνια ενώ ήταν πλέον ενήλικος 24 ετών. Στη συνέχεια δήλωσε ότι περίπου το έτος 2018 άρχισε να διηγείται την ιστορία του σχετικά με τα ορυχεία στους ανθρώπους του ορφανοτροφείου και αυτό προσέλκυσε το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, που δημοσίευσαν την ιστορία και έτσι ένιωσε ότι η ζωή του κινδύνευε ξανά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Οι παραπάνω δηλώσεις του κρίθηκαν ασυνεπείς και χωρίς λεπτομέρειες.
Δεν παρείχε συνεκτικές και λεπτομερείς πληροφορίες σε καμία από τις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Δεν μπόρεσε να κατονομάσει τα συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης που του πήραν συνέντευξη, πώς και πότε συνέβη και αν ενημερώθηκε για τη δημοσίευση της ιστορίας του. Επίσης, ανέφερε ότι μετά τη δημοσίευση της ιστορίας κάποιοι πράκτορες μυστικών υπηρεσιών πήγαν στο ορφανοτροφείο και έκαναν ερωτήσεις στον υπεύθυνο του ορφανοτροφείου, χωρίς όμως να είναι συγκεκριμένος και λεπτομερής στη δήλωση αυτή. Στη συνέχεια, κλήθηκε να περιγράψει τι ακολούθησε μετά την επίσκεψη και απάντησε χωρίς λεπτομέρειες και σαφήνεια ότι «Ο ιερέας μάς είπε ότι ερευνούν ανθρώπους από ζώνες πολέμου και θέλουν να μάθουν τι συνέβη. Γι’ αυτό ο ιερέας αποφάσισε να μας βοηθήσει να εγκαταλείψουμε τη χώρα». Τέλος, ο Αιτητής απάντησε ότι στην πραγματικότητα δεν του συνέβη τίποτα κατά τη διάρκεια των 7 ετών που διέμενε στο ορφανοτροφείο και δεν μπόρεσε να δώσει συνεκτικές και συγκεκριμένες πληροφορίες για τα παραπάνω. Τέλος, ο αιτητής κλήθηκε να διευκρινίσει την ασυνέπεια των δηλώσεών του μεταξύ της αίτησης καταγραφής και της προσωπικής του συνέντευξης και οι απαντήσεις του επίσης δεν ήταν συνεκτικές και συγκεκριμένες. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με συνοχή και σαφήνεια και απλώς ανέφερε πως δεν θυμάται να έγραψε κάτι διαφορετικό και δήλωσε πως ήταν αγχωμένος.
Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, ο αρμόδιος λειτουργός παρείχε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με τις μάχες που ξέσπασαν στην ανατολική ΛΔΚ μεταξύ ανταρτών M23 και κυβερνητικών δυνάμεων FARDC, καθώς και πληροφορίες για την ομάδα M23. Ο λειτουργός έκρινε ότι δεν βρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή και σε συνδιασμό με το ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες για την τεκμηρίωση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του, ο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση μελλοντοστραφούς κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο Αιτητής, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα, να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στον τόπο καταγωγής του, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή και στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης, εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ.
Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα πρέπει να αναφέρω πως διαφαίνεται από το αφήγημά του ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προβάλει τον ισχυρισμό του με συνέπεια και λεπτομέρεια, αφού δεν παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή τα όσα αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του. Ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον κίνδυνο που διέτρεχε και δεν περιέγραψε τα στοιχεία αυτά που κατά τον ισχυρισμό του θα τον έθεταν σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Η έκθεση του αρμόδιου λειτουργού ως προς την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού είναι πλήρης και έχουν καταγραφεί όλα τα σημεία που αναδύουν πως ο αιτητής είναι εσωτερικά αναξιόπιστος στις δηλώσεις του. Πρόσθετα, ο αιτητής δεν επεξήγησε την διαφορετική εκδοχή που έδωσε για τον πυρήνα του αιτήματός του στην αίτησή του και δεν επεξήγησε πως έζησε τόσα χρόνια μετά το περιστατικό με ασφάλεια και χωρίς να του έχει συμβεί οτιδήποτε συγκεκριμένο. Ενώ αναφέρεται σε διάφορα περιστατικά από το 2012 δεν είναι ούτε συγκεκριμένος ούτε λεπτομερής, με αποτέλεσμα τα όσα αφηγείται να μην παραπέμπουν σε αξιόπιστες αναφορές ή σε περιστατικά που ο ίδιος βίωσε. Ενόψει των ανωτέρω δεδομένων διαπιστώνω πως η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του δεν τεκμηριώθηκε, εφόσον στήριξε τον πυρήνα του αιτήματός του σε γενικές και αόριστες αναφορές από τις οποίες δεν προκύπτει η προσωπική του εμπειρία.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή, θεωρώ αναγκαίο να διεξάγω έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να διασταυρωθούν τα όσα ανέφερε ο αιτητής. Πέραν των όσων εντόπισε και κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό του Αιτητή.
Ως προς τον General Mundo, τον οποίο αναφέρει ο Αιτητής, προκύπτει ότι υφίσταται ο Muhindo Akili Mundos (Mundos), ο οποίος σύμφωνα με τις πηγές είναι Στρατηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της ΛΔΚ (FARDC), Διοικητής της 31ης Ταξιαρχίας.[1] Ήταν υπεύθυνος για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των ADF από τον Αύγουστο του 2014 έως τον Ιούνιο του 2015.
Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, για το έτος 2012, η αδύναμη πολιτική εποπτεία των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας (SSF) συνέβαλε στην αύξηση της σύγκρουσης στην ανατολική ΛΔΚ.[2] Τον Απρίλιο, πρώην αντάρτες του Εθνικού Κογκρέσου για την Άμυνα του Λαού (CNDP), που είχαν ενταχθεί στον εθνικό στρατό (FARDC), δημιούργησαν την ένοπλη ομάδα M23. Η M23 αμφισβήτησε τον έλεγχο της κυβέρνησης στην ανατολική χώρα, προκαλώντας βία, εκτοπισμό μεγάλου αριθμού ανθρώπων και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της στρατολόγησης και χρήσης παιδιών σε ένοπλες συγκρούσεις.[3] Για το μεγαλύτερο μέρος του 2013, η M23 ήταν η πιο θανατηφόρα ένοπλη ομάδα στην Ανατολή, δολοφονώντας τοπικούς ηγέτες και σκοτώνοντας ή αλλιώς εκφοβίζοντας πολίτες. [4] Η M23 ηττήθηκε τον Νοέμβριο του 2013 από τον στρατό της ΛΔΚ, με την υποστήριξη των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ.[5]
Σύμφωνα με έρευνες του UNJHRO από τον Απρίλιο του 2012, επιβεβαιώθηκε μεγάλος αριθμός παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν από μέλη του M23 κατά την περίοδο Απριλίου 2012 – Νοεμβρίου 2013. Στις παραβιάσεις αυτές περιλαμβάνονται: 116 παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή, 351 παραβιάσεις της σωματικής ακεραιότητας, εκ των οποίων 161 θύματα βιασμού, 296 παραβιάσεις του δικαιώματος στην ελευθερία και ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων 18 θυμάτων καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και 50 παραβιάσεις του δικαιώματος στην περιουσία. Επισημαίνεται ότι ο πραγματικός αριθμός παραβιάσεων είναι πιθανόν υψηλότερος.[6]
Κατά την υπό εξέταση περίοδο, το UNJHRO κατέγραψε μεταξύ των θυμάτων: Πολίτες που αντιστάθηκαν σε λεηλασίες, συμπεριλαμβανομένου άνδρα που σκοτώθηκε στο σπίτι του στην Kiwanja στις 2 Νοεμβρίου 2012. Πολίτες που αρνήθηκαν να στρατολογηθούν από την ομάδα M23. Άτομα που προσπάθησαν να διαφύγουν την καταναγκαστική εργασία, όπως άνδρας που εκτελέστηκε στις 29 Μαΐου 2013 στην περιοχή Kiwanja. Επιπλέον, πολλοί άμαχοι σκοτώθηκαν από βλήματα που εκτόξευσε το M23 σε κατοικημένες περιοχές κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τις FARDC.[7]
Αναφορικά με τα περιστατικά στρατολόγησης και καταναγκαστικής εργασίας, θα πρέπει να αναφερθεί πως πολλές πλευρές της σύγκρουσης στην Ανατολή χρησιμοποίησαν παιδιά-στρατιώτες.[8] Η ομάδα M23 ήταν ιδιαίτερα διαβόητη για τη στρατολόγηση παιδιών-μαχητών.[9] Όπως, καταγράφεται στην έκθεση του 2013, η οποία αφορά τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας στη ΛΔΚ, παρά τις εκάστοτε νομοθετικές απαγορεύσεις, ομάδες ένοπλες, μεταξύ των οποίων και η M23, συνέχισαν να απαγάγουν και να στρατολογούν παιδιά για χρήση στην ένοπλη σύγκρουση, για καταναγκαστική εργασία, εξορυκτική εργασία και για σεξουαλική εκμετάλλευση.[10]
Σύμφωνα με την έκθεση, τα παιδιά που στρατολογούνται μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως μαχητές, φρουροί, μεταφορείς, οδηγοί, κατάσκοποι, εργάτες στα ορυχεία, υπηρέτες, ή/και θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Η έκθεση τονίζει ότι οι συνθήκες που βιώνουν τα παιδιά , είτε ως μαχητές είτε ως εκμεταλλευόμενοι εργάτες, αποτελούν σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων τους, περιλαμβάνοντας καταναγκαστική εργασία, επικίνδυνη εξόρυξη, στέρηση εκπαίδευσης και εκθέσεις σε βιαιότητα ή σεξουαλική εκμετάλλευση.[11] Στην παγκόσμια έκθεσή της για το 2013, η Human Rights Watch ανέφερε ότι οι μαχητές της M23 στρατολόγησαν παιδιά και, χωρίς να διευκρινίζεται αν επρόκειτο για παιδιά ή ενήλικες, δήλωσε ότι «τουλάχιστον 33 νέοι στρατολογημένοι και άλλοι μαχητές της M23 εκτελέστηκαν όταν προσπάθησαν να δραπετεύσουν.[12]
Περαιτέρω, η στρατολόγηση και χρήση παιδιών στις επαρχίες North Kivu, South Kivu και Orientale από τις RMG και τις FARDC συνεχίστηκε.[13] Ωστόσο, η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για τη μείωση και τον περιορισμό της χρήσης παιδιών-στρατιωτών, μεταξύ άλλων με την υπογραφή και έναρξη εφαρμογής Σχεδίου Δράσης με την υποστήριξη του ΟΗΕ για τον τερματισμό της στρατολόγησης και χρήσης παιδιών-στρατιωτών, την έναρξη εκστρατειών ευαισθητοποίησης για το προσωπικό των FARDC και τη συνεργασία με εταίρους οργανισμούς ώστε να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά δεν στρατολογούνται από τις FARDC και να αναπτυχθεί εκπαιδευτικό υλικό.
Σύμφωνα με την έκθεση της EUAA (2024), οι επιθέσεις εναντίον αμάχων από ένοπλες ομάδες στην ανατολική ΛΔΚ, αυξήθηκαν, ενώ στη δυτική χώρα μέλη του εθνικού στρατού και της αστυνομίας φέρονται να διέπραξαν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. [14] Υπολογίζεται ότι περίπου 120 ένοπλες ομάδες δρούσαν στην ανατολική περιοχή κατά το 2022–2023. Μέχρι τον Δεκέμβριο 2023, σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι M23 και οι Allied Democratic Forces (ADF) αποτελούσαν τις πιο ενεργές ένοπλες οργανώσεις. Οι ADF προέρχονται από την Ουγκάντα, ενώ η M23 φέρεται να λαμβάνει υποστήριξη από τη Ρουάντα.[15] Η επανεμφάνιση και ενίσχυση της M23 από τον Οκτώβριο 2021 επιδείνωσε περαιτέρω την ήδη ασταθή και βίαιη κατάσταση ασφαλείας στην ανατολική ΛΔΚ. Τον Νοέμβριο 2023, οι ADF κατηγορήθηκαν για επιθέσεις στην περιοχή με πολυάριθμα θύματα.[16]
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, η ένοπλη σύγκρουση στις ανατολικές επαρχίες North Kivu, Ituri και South Kivu συνεχίστηκε, κατά την οποία οι επιθέσεις εναντίον αμάχων συνεχίστηκαν, καθώς οι μάχες μεταξύ ένοπλων ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων κλιμακώθηκαν.[17] Από τον Ιανουάριο 2025, οι συγκρούσεις μεταξύ των κογκολέζικων ενόπλων δυνάμεων και των ένοπλων ομάδων υπό την ηγεσία της M23 έχουν ενταθεί στην Ανατολική ΛΔΚ, ιδίως στις επαρχίες North Kivu και South Kivu, ενώ η M23 κατέλαβε περιοχές στο North Kivu, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Goma, καθώς και στο South Kivu.[18] Στις 27 Ιουνίου 2025, σύμφωνα με πηγές, η Ρουάντα και η ΛΔΚ υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, η οποία προέβλεπε τυπικές διατάξεις για την εδαφική ακεραιότητα, τον αφοπλισμό και την επιστροφή των προσφύγων.[19] Περαιτέρω, τον Νοέμβριο του 2025, η ένοπλη οργάνωση M23, υπέγραψε ένα πλαίσιο συμφωνίας με την κυβέρνηση της ΛΔΚ, αποτελώντας ένα ακόμη βήμα, αν και όχι ακόμη επιτυχημένο, προς τον τερματισμό της πολυετούς σύγκρουσης στην περιοχή.[20]
Παρόλο που υπάρχουν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την κατάσταση που επικαλείται ο αιτητής αυτό δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έλλειψη εσωτερικής συνοχής στους ισχυρισμούς του και η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών και βιωματικών περιγραφών στην αφήγηση του αιτητή είναι τέτοια που στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων της υπόθεσης, δεν επαρκεί για να δοθεί καθεστώς. Για να καταστούν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή, απαιτείται να συνοδεύονται από σαφή, λεπτομερή και εξατομικευμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ουσιώδη ισχυρισμό του. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, εφόσον προέβη σε γενικές και αόριστες αναφορές κατά το αφήγημά του, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αναφορικά με την Κινσάσα, πρόσφατη έκθεση της Cedoca εστιασμένη στην κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ, καταγράφει πως κατά το έτος 2024 αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας, όπως διαδηλώσεις, μια απόπειρα πραξικοπήματος, απόδραση από τις φυλακές Makala, καθώς και ορισμένα επεισόδια στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku, εξαιτίας της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe [.]. Από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από τις διαδηλώσεις προς τις δυτικές πρεσβείες, δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα[21]. Στις 29 Ιανουαρίου 2025, αγανακτισμένοι διαδηλωτές βανδάλισαν δυτικές πρεσβείες διαμαρτυρόμενοι για την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην διαμάχη που μαίνεται στην Goma[22].
Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, η οποία καλύπτει το έτος 2024, αναφέρει ότι «η ένοπλη σύγκρουση στα ανατολικά συνεχίστηκε καθώς οι πολιτικές διαδικασίες είχαν σταματήσει. Σε εθνικό επίπεδο, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις —μεταξύ άλλων και στην πρωτεύουσα Κινσάσα— σχετικά με τη σύγκρουση ανάμεσα στο Κίνημα της 23ης Μαρτίου (M23), ένοπλη οργάνωση που φέρεται να υποστηρίζεται από τη Ρουάντα και τις κυβερνητικές δυνάμεις της ΛΔΚ και τους συμμάχους τους. Οι διαδηλώσεις είχαν επίσης στόχο τη φερόμενη υποστήριξη από δυτικές χώρες, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Η διακοινοτική βία επεκτάθηκε στις επαρχίες Κασάι, Κουάνγκο, Κουίλου, Μάι-Ντόμπε και Τσόπο, προκαλώντας περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων».[23]
Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης 03/12/2025) σημειώθηκαν στην επαρχία Kinshasa συνολικά 139 περιστατικά ασφαλείας (διαδηλώσεις, πολιτική βία, ανταρσία, καταστολή) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 54 απώλειες.[24] O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[25].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα. Από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των ευπαίδευτων συνηγόρων του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία και ορθώς το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί. Οι Καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η προσφυγή του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] US Department of the Treasury, Treasury Sanctions Individuals Destabilizing the Eastern Democratic Republic of the Congo, February 2018, https://home.treasury.gov/news/press-release/sm0279; HRW - Human Rights Watch: DR Congo: Protect Civilians in Beni from Attack - Nearly 700 Dead Since Massacres Began 2 Years Ago, 7 October 2016
https://www.ecoi.net/en/file/local/1178965/458314_en.html
[2] USDOS - US Department of State: Country Report on Human Rights Practices 2012 - Congo, Democratic Republic of the, 19 April 2013https://www.ecoi.net/en/file/local/1197503/355002_en.html
[3] Ο.π.
[4] USDOS - US Department of State: Country Report on Terrorism 2013 - Chapter 2 - Democratic Republic of the Congo, 30 April 2014https://www.ecoi.net/en/file/local/1211636/391099_en.html
[5] USDOS - US Department of State: Country Report on Terrorism 2013 - Chapter 2 - Democratic Republic of the Congo, 30 April 2014https://www.ecoi.net/en/file/local/1211636/391099_en.html
[6] MONUSCO - United Nations Organisation Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo; OHCHR - Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights (author), OHCHR (ed. or publisher): Report Of The United Nations Joint Human Rights Office On Human Rights Violations Committed By The Mouvement Du 23 Mars (M23) In North Kivu Province April 2012 - November 2013, October 2014https://www.ecoi.net/en/file/local/1139341/1226_1413971610_unjhrooctober2014-en.pdf, p. 7
[7] Ο.π.
[8] USDOS - US Department of State: Country Report on Human Rights Practices 2012 - Congo, Democratic Republic of the, 19 April 2013https://www.ecoi.net/en/file/local/1197503/355002_en.html
[9] Ο.π.
[10] USDOL - US Department of Labor: 2013 Findings on the Worst Forms of Child Labor - Part V: Country Profiles - Democratic Republic of the Congo, 30 September 2014https://www.ecoi.net/en/file/local/1165980/4232_1418897058_congodemocraticrepublic.pdf
[11] Ο.π.
[12] Human Rights Watch, World Report 2013, https://www.hrw.org/world-report/2013/country-chapters/democratic-republic-congo
[13] USDOS - US Department of State: Country Report on Human Rights Practices 2012 - Congo, Democratic Republic of the, 19 April 2013https://www.ecoi.net/en/file/local/1197503/355002_en.html
[14] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo; Security situation in Kinshasa [Q18-2024], 22 February 2024https://www.ecoi.net/en/file/local/2104788/2024_02_EUAA_COI_Query_Response_Q18_Democratic_Republic_of_Congo_DRC_Security_situation_Kinshasa.pdf
[15] Ο.π.
[16] Ο.π.
[17] Freedom House, Freedom in the World 2025 - Democratic Republic of the Congo, 2025, https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2025; AI, The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2024, 29 April 2025, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/; CFR, Global Conflict Tracker: Conflict in the Democratic Republic of Congo, 9 June 2025
[18] International Crisis Group, Turbulence in the DRC Raises Hard Questions for the EU, 30 January 2025, https://www.crisisgroup.org/sites/default/files/2025-01/wl-2025-dr-congo%20%281%29.pdf
[19] Al Jazeera, DRC’s peace deal with Rwanda risks swapping war for resource exploitation, 26 June 2025, https://www.aljazeera.com/opinions/2025/6/26/drcs-peace-deal-with-rwanda-risks-swapping-war-for-resource-exploitation; BBC News, DR Congo and Rwanda sign long-awaited peace deal in Washington, 27 June 2025, https://www.bbc.com/news/articles/c1e0ggw7d43o
[20] CNN, Congo and Rwanda-backed rebels sign framework for peace deal in latest bid to end decades-long conflict, November 2025, https://edition.cnn.com/2025/11/15/africa/congo-m23-rwanda-framework-signed-latam-intl; BBC, Trump to host signing of peace deal between leaders of DR Congo and Rwanda, https://www.bbc.com/news/articles/cjrjn88jqn4o
[21] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Republique Democratique du Congo; Situation sécuritaire, 25 February 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122509/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_0.pdf
[22] Aljazeera, Tyres burned, embassies attacked in DR Congo's Kinshasa protests, 29/01/2025, https://www.aljazeera.com/gallery/2025/1/29/tyres-burned-embassies-attacked-in-dr-congos-kinshasa-protests
[23] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2024, 29 April 2025 https://www.ecoi.net/en/document/2124713.html
[24] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Democratic Republic of Congo, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε: https://acleddata.com/platform/explorer
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο