ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 2133/2024
09 Δεκεμβρίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος
Μεταξύ:
J.J.O.E.,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Ρ. Καλογήρου (κα)
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ν. Νικολάου (κος), για Μ. Βασιλείου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31.03.2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του δ.φ. που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «Λ.Δ.Κ.») την οποίαν εγκατέλειψε στις 13.03.2023 και αφίχθη στις 14.03.2023 στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του. Ακολούθως, στη 01.03.2024, εισήλθε στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 07.03.2024. Στις 20.03.2024 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος στις 22.03.2024, υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 31.03.2024 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και την επιστροφή του στη ΛΔΚ, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 16.05.2024 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής προβάλλει λόγους ακυρώσεως που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή μη αξιολόγησης όλων των στοιχείων της υπόθεσης, στην έλλειψη επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και/ή στην ελλιπή και/ή εσφαλμένη αιτιολογία και στο γεγονός ότι οι Καθ’ ων οι αίτηση δεν εξέτασαν σχετικώς την κατάσταση της ιατρικής φροντίδας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, ορθά και εύλογα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, ότι είναι δεόντως αιτιολογημένη και ότι δεν είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο. Υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει στους ώμους του και να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Μελετώντας τις εκατέρωθεν αγορεύσεις, εύκολα διαπιστώνεται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας και/ή περί εσφαλμένης αιτιολογίας προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Πράττει δε τούτο ο Αιτητής, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[2].
Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία επί των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται έκαστος λόγος ακυρώσεως.[3] Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, ουδόλως εξηγείται με τη γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Η παράλειψη αυτή του Αιτητή επηρεάζει αναπόφευκτα τη νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίπτονται ως αναιτιολόγητοι, αλλά και αλυσιτελείς.
Αναφορικά με τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή, επισημαίνω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν ουσιαστικά την παράλειψη δέουσας έρευνας και διαπλέκονται με την ουσία της υπόθεσης. Ενόψει λοιπόν τούτου αλλά και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[5].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του δ.φ. εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής κατέγραψε ότι ο πατέρας του απεβίωσε στις 12.12.2020 οπότε και μετοίκησε με τον θείο του ο οποίος τον κακομεταχειριζόταν και του στερούσε την τροφή. Δύο έτη αργότερα, ένας φίλος του πατέρα του, ανακάλυψε την κακομεταχείριση του Αιτητή από τον θείο του και οργάνωσε όλα τα έγγραφα του ώστε να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να έλθει στην Δημοκρατία για μία καλύτερη ζωή. Καταληκτικά, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας (ερυθρό 1 του δ.φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, αφότου ο Αιτητής επιβεβαίωσε πως αισθανόταν καλά να προχωρήσει με την συνέντευξη, αναφέροντας ωστόσο, ως προς την υγεία του, πως αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα στο αναπνευστικό σύστημα και πως είχε πραγματοποιήσει κάποιες ιατρικές εξετάσεις κατά τις οποίες είχαν εντοπίσει κάτι (ερυθρό 21 του δ.φ.). Ο Αιτητής περαιτέρω δήλωσε πως έχει στην κατοχή του κάποια ιατρικά έγγραφα τα οποία δεν είχε μαζί του και ο Λειτουργός του συνέστησε να προσκομίσει στην Υπηρεσία Ασύλου κατόπιν της συνέντευξης (ερυθρό 20 του δ.φ.). Εν συνεχεία, ο Αιτητής ανέφερε πως λάμβανε φαρμακευτική αγωγή το προηγούμενο έτος έως τον Ιούνιο του 2023 (ερυθρό 20 του δ.φ.). Αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε πως προέρχεται από την πόλη Kinshasa η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του και ανέφερε ότι διέμενε στην οικογενειακή οικία και ορισμένες φορές με τον θείο του (ερυθρό 18/1Χ του δ.φ.). Πριν αποχωρήσει από την χώρα καταγωγής του, κατοικούσε στην περιοχή Yolo South στην Kapela, κοινότητα Kalamu στην πόλη Kinshasa στην οικία ενός φίλου του πατέρα του περί του ενός έτους (ερυθρό 18 – 1Χ του δ.φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε πως ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ξεκίνησε σπουδές σε πανεπιστήμιο τις οποίες δεν ολοκλήρωσε (ερυθρό 20 – 1Χ του δ.φ.). Αναφορικά με την οικογένεια του, ο Αιτητής δήλωσε πως ο πατέρας του απεβίωσε το 2020 λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου. Ως περαιτέρω δήλωσε, οι γονείς του είχαν τελέσει παραδοσιακό γάμο και η μητέρα του διαμένει στο Gili[6] στην Kinshasa. Στο παρελθόν εργαζόταν σε τοπική αγορά πωλώντας προϊόντα, δραστηριότητα την οποία πλέον δεν ασκεί (βλ. ερυθρό 19 – 2Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής έχει έναν νεότερο αδελφό, μαθητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος διαμένει με τη μητέρα τους και στηρίζεται οικονομικά από τον θείο τους (ερυθρό 19 – 2Χ του δ.φ.).Ο ίδιος ανέφερε ότι επικοινώνησε με τη μητέρα του δύο εβδομάδες πριν από το ταξίδι του και με τον αδελφό του δύο ημέρες πριν από αυτό (ερυθρό 19 – 3Χ του δ.φ.). Σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ, δήλωσε ότι δεν είχε επίσημη εργασία στη χώρα καταγωγής του, αλλά απασχολούνταν περιστασιακά με μικροδουλειές. Η δραστηριότητα αυτή ξεκίνησε, όπως εκτιμά, το 2013 και διακόπηκε το 2016 λόγω προβλημάτων υγείας (ερυθρό 19 του δ.φ.). Επιπλέον, ανέφερε ότι κατά το διάστημα 2016–2023 δεν εργαζόταν συστηματικά, αλλά ανα διαστήματα, μέσω φίλων, έβρισκε προσωρινή απασχόληση σε εστιατόρια διάρκειας περίπου μίας εβδομάδας, δηλώνοντας ότι επρόκειτο για μερική απασχόληση (ερυθρό 19 του δ.φ.).
Αναφορικά με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την προφορική του συνέντευξη και ειδικότερα στο σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του τα αδέλφια του κατέλαβαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της οικίας και της ιδιοκτησίας του. Συνεπώς, για τον ίδιο δεν απέμεινε τίποτα. Η μητέρα του αποφάσισε να μετακομίσει με τα αδέλφια της και, καθώς η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη στέγη της, ο θείος του ανέλαβε τη φροντίδα του. Πρόκειται για τον θείο που ο Αιτητής συνήθιζε να επισκέπτεται και ο οποίος είχε δεσμευτεί ότι θα τον υποστήριζε οικονομικά στις σπουδές του και θα του εξασφάλιζε εργασία. Ο Αιτητής έζησε μαζί του για σχεδόν δύο έτη. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του εκεί, συνειδητοποίησε ότι ο θείος του δεν τήρησε τις υποσχέσεις του. Όταν στη συνέχεια ο Αιτητής ασθένησε, αντί να μεταφερθεί σε μεγάλο νοσοκομείο, ο θείος του τον οδήγησε σε μικρό τοπικό ιατρικό κέντρο, όπου δεν έλαβε τη δέουσα θεραπεία, με αποτέλεσμα η υγεία του να επιδεινωθεί. Έχασε σημαντικό βάρος και ο αδελφός του ενημέρωσε τη μητέρα τους, η οποία του ζήτησε να εγκαταλείψει το σπίτι του θείου και να ζήσει μαζί της· ωστόσο, οι συνθήκες διαβίωσης εκεί κρίνονταν ακατάλληλες για να μετακομίσει και ο ίδιος. Καθώς η υγεία του επιδεινωνόταν, ο κόσμος άρχισε να απορεί τι του συνέβαινε, θεωρώντας ότι ίσως σχετιζόταν με τον θάνατο του πατέρα του. Ένας στενός φίλος του πατέρα του ανησύχησε και του ζήτησε να φύγει από το σπίτι του θείου και να μείνει κοντά του. Εκείνος τον μετέφερε σε μεγάλο νοσοκομείο στην κοινότητα Limete, όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από πρόβλημα υγείας που επηρέαζε τους πνεύμονες και είχε προκαλέσει διόγκωση του ήπατος. Ο φίλος του πατέρα του ήταν τελικά εκείνος που αποφάσισε να τον στείλει στο εξωτερικό, αναλαμβάνοντας το κόστος του ταξιδιού, εξασφαλίζοντάς του υποτροφία για τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ευχόμενος καλή τύχη στη συνέχεια της ζωής του. (ερυθρό 17 – 1Χ του δ.φ.).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του είναι ο μικρότερος αδελφός του εκλιπόντος πατέρα του (ερυθρό 17 – 2Χ του δ.φ.) και ότι ανέλαβε τη φροντίδα του μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 2020 (ερυθρό 17 του δ.φ.). Σε ερώτηση σχετικά με το πότε ο φίλος του πατέρα του ανέλαβε τη δική του φροντίδα, ο Αιτητής απάντησε ότι αυτό συνέβη το 2022 (ερυθρό 16 του δ.φ.).
Κληθείς να δώσει πληροφορίες για την ασθένειά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι, όταν ο θείος του τον μετέφερε σε μικρό τοπικό ιατρικό κέντρο, του χορηγήθηκε ακατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Αργότερα, όταν μετακόμισε στην οικία του φίλου του πατέρα του, εκείνος τον μετέφερε σε νοσοκομείο όπου άρχισε να λαμβάνει ισχυρή φαρμακευτική αγωγή. Ο θεράπων ιατρός τον είχε συμβουλέψει να ξεκουράζεται μετά τη λήψη των φαρμάκων, ώστε να αναρρώσει ταχύτερα. Ωστόσο, μία ημέρα, έχοντας ξεχάσει ότι έπρεπε να αναπαύεται, βγήκε με έναν φίλο του και κατέρρευσε στον δρόμο λόγω παρενέργειας της αγωγής. Παρευρισκόμενοι τον βοήθησαν να επιστρέψει στην οικία του (ερυθρό 16 του δ.φ.).
Σε ερώτηση για τη θεραπεία που ακολούθησε μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο Αιτητής ανέφερε ότι συνέχισε τη φαρμακευτική αγωγή για σχεδόν έναν μήνα (ερυθρό 16 του δ.φ.). Όταν ρωτήθηκε αν λαμβάνει επί του παρόντος αγωγή, απάντησε αρνητικά, αλλά δήλωσε ότι θεωρεί πως πρέπει να λάβει. Επισήμανε ότι κατά την επίσκεψή του σε ιατρό στο ΚεΠΥ Πουρνάρα ενημερώθηκε πως το πρόβλημα υγείας του δεν είναι σοβαρό· όταν ρώτησε αν πρέπει να λάβει αγωγή, ο ιατρός τού συνέστησε να αναμείνει. Ο Αιτητής πρόσθεσε ότι πρέπει να επαναλάβει ιατρικό έλεγχο έως την επόμενη εβδομάδα (ερυθρό 16 του δ.φ.).
Σε ερώτηση για τις συνέπειες ενδεχόμενης επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει, ότι δεν έχει τόπο διαμονής και ότι ο χώρος όπου διαμένει η μητέρα του δεν είναι κατάλληλος για εκείνον (ερυθρό 15 του δ.φ.). Αναφορικά με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, δήλωσε ότι του είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στη ζωή σε άλλη περιοχή της χώρας του (ερυθρό 15 του δ.φ.).
Τέλος, όταν κλήθηκε να εξηγήσει γιατί στο έντυπο καταγραφής του αιτήματος διεθνούς προστασίας είχε αναφέρει ότι ο θείος του τον κακομεταχειριζόταν και του στερούσε τροφή, ενώ δεν έκανε σχετική αναφορά κατά τη συνέντευξη, ο Αιτητής είπε ότι πρόκειται για ζήτημα που τον αναστατώνει βαθύτατα, καθώς αφορά τον ίδιο του τον θείο, τον αδελφό του πατέρα του, και δεν επιθυμούσε να το συζητήσει εκτενώς (ερυθρό 15 του δ.φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ’ ων η αίτηση
Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του από τους Καθ’ ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο Λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:
Ο πρώτος αφορούσε ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, ο οποίος γεννήθηκε στην Kinshasa, όπου και διέμενε μέχρι και την αναχώρησή του από τη ΛΔΚ, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό καθώς, ως κρίθηκε, στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του (βλ. ερυθρό 44 – 45 δ.φ).
Ο δεύτερος αφορούσε τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης εξαιτίας οικογενειακών συνθήκων, ο οποίος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό καθώς, ως κρίθηκε, οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη επαρκών πληροφοριών, συνοχής και συνέπειας. Ειδικότερα, ως επισήμανε ο Λειτουργός, ο Αιτητής δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και το προφίλ του θείου όπως και την ταυτότητα και προφίλ του φίλου του πατέρα του (βλ. ερυθρό 42 – 44 δ.φ).
Όσον αφορά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του, ο Λειτουργός έκρινε αναφορικά με τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, πως δεν δύνανται να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς του. Ειδικότερα, ο Λειτουργός σημείωσε πως αμφισβητείται η αυθεντικότητα του πρώτου εγγράφου που είναι ασπρόμαυρη φωτογραφία μεγέθους Α4 και περιλαμβάνει διάγνωση εκδοθείσα από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής παραπέμφθηκε λόγω οζιδίου από CXR και στην οποία αναφέρεται ότι η CXR δεν μοιάζει με ενεργό νόσο. Επί του δεύτερου προσκομισθέντος εγγράφου, ήτοι τις γενικές αιματολογικές αναλύσεις του Αιτητή, ο Λειτουργός σημείωσε πως πρόκειται για ασπρόμαυρη φωτοτυπία μεγέθους Α4 στην οποία πέραν των αιματολογικών αναλύσεων, αναφέρεται χειρογράφως «Oξίδιο περίγραμμα που δεν μοιάζει με ενεργό νόσο» και κατέληξε ο Λειτουργός ότι δεν διαφαίνεται από το εν λόγω έγγραφο πως ο Αιτητής πάσχει από σοβαρή ασθένεια στα νεφρά και στους πνεύμονες. Ως εκ τούτου, ο Λειτουργός απέρριψε τον δεύτερο ισχυρισμό στο σύνολό του.
[σ.σ. στα δύο έγγραφα διαφαίνεται να αναγράφεται η λέξη «οζίδιο» και όχι «οξίδιο» από CXR, διαπίστωση που βασίζεται κυρίως στην ορθογραφία των δύο λέξεων η οποία συνάδει με την «οζίδιο[7]» καθότι η έτερη ορθώς είναι «οξείδιο»]
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελούσε και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων στην πόλη Kinshasa.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.
Προσέθεσε, επιπλέον, ο Λειτουργός, αναφορικά με το άρθρο 15 (c) QD και αξιολογώντας τις προσωπικές κατατάσσεις του Αιτητή, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου. Τέλος, ο Λειτουργός προσέθεσε ότι η πιθανή επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και στην πόλη Kinshasa, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις και δη την απουσία οποιασδήποτε προσωπικής και πραγματικής απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία κατά την επιστροφή του στη ΛΔΚ, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.
Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[8] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[9].
Από τα στοιχεία του δ.φ. διαφαίνεται ότι ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη στον Αιτητή κατέγραψε τους βασικούς του ισχυρισμούς, τους αξιολόγησε, προέβη σε επαρκή έρευνα και μετά από την εισήγηση του στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο του δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επέστρεφε στη ΛΔΚ, θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείτο ούτε και η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επισημαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση ανέτρεξαν και σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν παρατηρούνταν συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων ώστε να υπήρχε πραγματικός κίνδυνος σωματικής βλάβης.
Υπό τα ανωτέρω, και λαμβανομένου υπόψη ότι ο Λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών, καθώς και σε αναζήτηση σχετικών πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής, κρίνω ότι η διενεργηθείσα έρευνα ήταν επαρκής κατά νόμο. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι αβάσιμος.
Παρά ταύτα, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν υποπέσει σε πλημμέλειες ως προς τον διαχωρισμό των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή, όπως αυτοί προκύπτουν από το περιεχόμενο της συνέντευξής του. Ειδικότερα, ο Λειτουργός εντόπισε δύο ισχυρισμούς, όπως καταγράφηκαν ανωτέρω: πρώτον, αναφορικά με τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, και δεύτερον, αναφορικά με την αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης λόγω οικογενειακών συνθηκών.
Όσον αφορά τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η Αίτηση και θεωρώ ορθή την κατηγοριοποίηση των σχετικών δηλώσεων του Αιτητή υπό την «ομπρέλα» των προσωπικών στοιχείων του προφίλ του. Ωστόσο, σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό, εκτιμώ ότι αυτός έχει διατυπωθεί υπερβολικά γενικά, περιλαμβάνοντας γεγονότα τα οποία θα έπρεπε ορθώς να αποτελούν δύο διακριτούς ισχυρισμούς του Αιτητή. Παρά την ανωτέρω διαπίστωση, και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, κρίνω ότι ο εσφαλμένος διαχωρισμός δεν αρκεί, καθεαυτός, για να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης απόφασης. Όπως έχει επανειλημμένα κριθεί[10], η ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας δεν αρκεί καθ' εαυτήν για να επιφέρει ακυρότητα, εάν δεν συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη ή στέρηση ουσιαστικού δικαιώματος. Πρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο διοικούμενο, τότε, για σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, ο εν λόγω τύπος θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως[11]. Όπως έχει αποφασιστεί, το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επέμβει και ακυρώσει προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν η παρατυπία που διαπιστώνεται ότι εμφιλοχώρησε, έχει επηρεάσει ουσιωδώς στη λήψη της επίδικης απόφασης[12]. Εν προκειμένω, διαφαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι παρά τη λανθασμένη διάκριση των ισχυρισμών του Αιτητή, ο Λειτουργός έχει εξετάσει και αξιολογήσει το σύνολο των αναφορών του και, ως εκ τούτου, η διαπιστωθείσα πλημμέλεια δεν συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη του Αιτητή ούτε επηρέασε ουσιωδώς την έκβαση της υπόθεσης .
Επομένως, θα προβώ στον ορθό διαχωρισμό των ισχυρισμών του Αιτητή και, στη συνέχεια, στην αξιολόγησή τους, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον η ως άνω πλημμέλεια επηρέασε δυσμενώς την κατάληξη της υπόθεσης κατά τη διοικητική διαδικασία. Ως εκ τούτου, βάσει του συνόλου των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, τόσο από τη διοικητική όσο και από τη δικαστική διαδικασία, ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, ήτοι ότι είναι υπήκοος της ΛΔΚ, γεννηθείς στην πρωτεύουσα Kinshasa, όπου και διέμενε μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα.
Ως δεύτερος ισχυρισμός διαμορφώνεται η αρπαγή της πατρικής περιουσίας από συγγενείς του πατέρα μετά τον θάνατό του, γεγονός που οδήγησε στην κακομεταχείριση του Αιτητή από τον θείο ο οποίος είχε αναλάβει τη φροντίδα του. Τέλος, ως τρίτος ισχυρισμός καταγράφεται το πρόβλημα υγείας του Αιτητή, σχετιζόμενο με τους πνεύμονές του.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση των εν λόγω νεοσχηματισθέντων ισχυρισμών, διαπιστώνω τα εξής:
Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση και θεωρώ ότι ορθώς ο Λειτουργός διαπίστωσε την εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του.
Ακολούθως, όσον αφορά την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, περί αρπαγής της πατρικής περιουσίας από τους συγγενείς του πατέρα μετά τον θάνατό του, με συνέπεια την κακομεταχείριση του Αιτητή από τον θείο που είχε αναλάβει τη φροντίδα του, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής παρείχε ελλιπείς και ασαφείς δηλώσεις, χωρίς τις αναμενόμενες λεπτομέρειες που θα ανέμενε κανείς σε σχέση με μία τόσο προσωπική και βιωματική εμπειρία. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ανέφερε γενικώς ότι οι συγγενείς από την πατρική πλευρά άρπαξαν την πατρική περιουσία, χωρίς όμως να διευκρινίσει ποια περιουσιακά στοιχεία απώλεσε (βλ. ερυθρό 17 – 1Χ δ.φ.). Η μόνη αναφορά που υποδηλώνει απώλεια της οικογενειακής οικίας είναι ο ισχυρισμός ότι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, χωρίς όμως να καθίσταται σαφές εάν επρόκειτο για το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο (βλ. ερυθρό 16 – 1Χ δ.φ.).
Παρότι κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας ο Αιτητής είχε δηλώσει ότι ο θείος του, αδελφός του πατέρα του, τον κακομεταχειριζόταν, κατά τη συνέντευξη δεν αναφέρθηκε στο γεγονός και, όταν ερωτήθηκε σχετικά, προέβαλε μη επαρκή αιτιολόγηση, υποστηρίζοντας ότι του είναι «πολύ ενοχλητικό» να μιλά γι’ αυτό (βλ. ερυθρά 1, 15 και 17 – 2Χ δ.φ.). Περιορίστηκε να αναφέρει ότι αναγκάστηκε να μεταβεί στο σπίτι του θείου μετά την απώλεια της οικίας, καθώς εκείνος είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει με τις σπουδές του — υπόσχεση που, κατά τους ισχυρισμούς του Αιτητή, δεν τηρήθηκε. Επίσης, σημείωσε ότι, όταν αρρώστησε, δεν έτυχε ικανοποιητικής φροντίδας, χωρίς όμως να εξειδικεύσει τη φύση ή τη μορφή της κακομεταχείρισης που ισχυρίζεται ότι υπέστη κατά τη διαμονή του εκεί. Η απουσία τέτοιων κρίσιμων λεπτομερειών αποδυναμώνει σημαντικά την αξιοπιστία του ισχυρισμού (βλ. ερυθρό 17 – 1Χ δ.φ.).
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι από τις δηλώσεις του Αιτητή δεν προκύπτει καμία σύνδεση ή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ισχυριζόμενης κακομεταχείρισης από τον θείο και της περιουσιακής διαμάχης που αναφέρεται ότι προέκυψε μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατηρώ ότι αυτός αφορά αποκλειστικά προσωπικά βιώματα του Αιτητή, τα οποία δεν τεκμηριώνονται από άλλο αποδεικτικό μέσο πέραν των δικών του δηλώσεων· συνεπώς, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα μέσω ανεξάρτητων εξωτερικών πηγών.
Ενόψει των ανωτέρω και λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο δεύτερος ισχυρισμός απορρίπτεται. Ωστόσο, επισημαίνεται για λόγους πληρότητας ότι ακόμα και αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός ως αληθής, τα προβαλλόμενα περιστατικά δεν συνδέονται με κάποιον από τους λόγους δίωξης του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε συνιστούν, καθ’ εαυτά, δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την έννοια των άρθρων 3 και 19 αντίστοιχα.
Σε σχέση, τέλος, με τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή, περί προβλήματος υγείας, κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας διαπιστώνω τα ακόλουθα: Ο Αιτητής, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ανέφερε ότι αρρώστησε και δεν έλαβε την προσήκουσα φροντίδα λόγω αμέλειας του θείου του, με αποτέλεσμα η υγεία του να επιδεινωθεί (βλ. ερυθρό 17 – 1Χ δ.φ.). Παρά το ότι περιέγραψε πως ο θείος τον μετέφερε αρχικά σε μικρό κέντρο υγείας, ενώ η κατάστασή του απαιτούσε περίθαλψη σε μεγάλο νοσοκομείο, ο Αιτητής ουδέποτε προσδιόρισε την ασθένεια από την οποία έπασχε (ή από την οποία ενδέχεται να πάσχει ακόμη) (βλ. ερυθρό 17 – 1Χ δ.φ.).
Ακόμη και όταν ανέφερε ότι, με τη βοήθεια φίλου του πατέρα του, μεταφέρθηκε σε μεγάλο ιατρικό κέντρο στην πόλη Limete όπου έλαβε την κατάλληλη θεραπεία, δεν διευκρίνισε τη φύση της ασθένειας, περιοριζόμενος σε γενικόλογη αναφορά περί «μεγάλου προβλήματος στους πνεύμονες και στο συκώτι» (βλ. ερυθρό 17 – 1Χ δ.φ.). Επίσης, ισχυρίστηκε ότι πριν από την παρέμβαση του φίλου του πατέρα του η εμφάνισή του μαρτυρούσε σοβαρή επιδείνωση, καθώς είχε χάσει πολλά κιλά, χωρίς όμως να αναφέρει οποιοδήποτε άλλο σύμπτωμα που θα αναμενόταν σε περιπτώσεις σοβαρής ασθένειας (βλ. ερυθρό 17 – 1Χ δ.φ.).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την υγεία του, ο Αιτητής επανέλαβε τα περιστατικά που αφορούσαν τον θείο και τον φίλο του πατέρα του και πρόσθεσε ότι μετά από κάθε θεραπεία χρειαζόταν πολλή ξεκούραση, χωρίς όμως να παράσχει λεπτομέρειες για το είδος της θεραπείας ή την ακριβή διάγνωση (βλ. ερυθρό 16 δ.φ.). Ομοίως, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το όνομα του αρχικού ιατρικού κέντρου όπου τον μετέφερε ο θείος, ενώ δήλωσε ότι αργότερα νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο “H. J. Hospital” για έναν μήνα (βλ. ερυθρό 16 δ.φ.).
Σχετικά με τον φίλο του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν σε κάποια εταιρεία και τον βοήθησε τόσο με την ασθένειά του όσο και να απομακρυνθεί από τον θείο του το 2022 και να αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρά 17 – 1Χ, 3Χ και 16 δ.φ.). Όσον αφορά την ιατρική εξέταση που έλαβε στο κέντρο υποδοχής στον Πουρνάρα, ο Αιτητής δήλωσε ρητώς ότι ο ιατρός τον ενημέρωσε πως η κατάσταση της υγείας του δεν είναι σοβαρή και δεν απαιτείται θεραπεία (βλ. ερυθρό 16 δ.φ.).
Τέλος, σημειώνεται αντίφαση ως προς το έτος διάγνωσης. Αρχικά ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν έως το 2016, όταν και διαγνώστηκε, ενώ στη συνέχεια τοποθέτησε τη διάγνωση περί τα έτη 2021–2022. Ο ίδιος προσπάθησε να αιτιολογήσει την αντίφαση, υποστηρίζοντας ότι η αναφορά στο 2016 αφορούσε διαφορετική ασθένεια, την «Maralia», από την οποία –κατά τους ισχυρισμούς του– έχει πλήρως θεραπευτεί (βλ. ερυθρό 16 δ.φ.).
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία σημειώνω ότι λόγω του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού αυτός δε δύναται να διασταυρωθεί και να επιβεβαιωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο μετά από έρευνα αναφορικά με το νοσοκομείο (H. J. Hospital) που νοσηλεύτηκε διαπιστώθηκε ότι υφίσταται σε διάφορες περιοχές της χώρα μεταξύ των οποίων και στην πόλη Limete, όπου ισχυρίσθηκε ο Αιτητής πως πήγε με το φίλο του πατέρα του[13]. Όσον αφορά την ισχυριζόμενη ασθένεια του Αιτητή κατά το 2016 ονόματι “Maralia”, δεν εντοπίζεται στις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όπου ανέτρεξα. Εμφανίζεται παρεμφερώς η ασθένεια “Malaria”[14], στην οποία ενδεχομένως να αναφερόταν ο Αιτητής, αλλά εν πάση περιπτώση έχει πλέον αναρρώσει κατά τον ισχυρισμό του.
Εν συνεχεία, προχωρώ στην αξιολόγηση των εγγράφων που προσκόμισε ο Αιτητής σχετικά με την κατάσταση της υγείας του. Το πρώτο έγγραφο (βλ. ερυθρό 23 δ.φ.) αποτελεί αντίγραφο αιματολογικών εξετάσεων ημερ. 5.3.2024, οι οποίες διενεργήθηκαν αυθημερόν. Στο κάτω δεξί μέρος του εγγράφου αναγράφεται χειρόγραφα η φράση: «οζίδιο περιγραμμένο, που δεν μοιάζει με ενεργό νόσο». Από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι, κατόπιν ιατρικού ελέγχου, δεν τεκμηριώνεται πως ο Αιτητής πάσχει από ενεργό νόσο· συνεπώς, το συγκεκριμένο έγγραφο δεν υποστηρίζει τον επίδικο ισχυρισμό του.
Το δεύτερο έγγραφο (βλ. ερυθρό 24 δ.φ.) συνιστά αντίγραφο ιατρικού σημειώματος με τίτλο «Πνευμονολογική εκτίμηση». Ωστόσο, το έγγραφο δεν φέρει το όνομα του ασθενούς, δεν αναγράφει ημερομηνία, το όνομα του/της ιατρού είναι δυσανάγνωστο — πιθανώς «Δρ Φιλίου», η οποία φαίνεται να το υπογράφει — ενώ η σφραγίδα στο τέλος της σελίδας είναι εξαιρετικά ξεθωριασμένη και μη αναγνώσιμη. Το έγγραφο περιγράφει το ιστορικό που ο Αιτητής φέρεται να ανέφερε στον ιατρό στον Πουρνάρα και επαναλαμβάνει ότι το οζίδιο CXR είναι περιγραμμένο και δεν ομοιάζει με ενεργό νόσο. Η πνευμονολόγος έκρινε ότι η κατάσταση δεν είναι επείγουσα. Παρότι το έγγραφο περιλαμβάνει συστάσεις για περαιτέρω εξετάσεις και έλεγχο, δεν συνταγογραφείται οποιαδήποτε θεραπεία.
Ως εκ των ανωτέρω, ουδέν εκ των δύο εγγράφων διαγιγνώσκει συγκεκριμένη ασθένεια του Αιτητή ούτε τεκμηριώνει ενεργό ή σοβαρό πρόβλημα υγείας, με αποτέλεσμα κανένα από αυτά να μην στηρίζει τον σχετικό ισχυρισμό του.
Συνεπεία όλων των ανωτέρω καταλήγω πως ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή δεν δύναται να γίνει αποδεκτός ως προς το σκέλος της παρούσας κατάστασης της υγείας, καθώς, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι στο παρελθόν έπασχε από συγκεκριμένη ασθένεια, σε παροντικό χρόνο τα ιατρικά ευρήματα δεν καταδεικνύουν ενεργή νόσο.
Κατά συνέπεια διαπιστώνω πως οι Καθ’ ων η αίτηση παρά την πλημμέλεια τους κατά τον διαχωρισμό των ισχυρισμών του Αιτητή εξέτασαν συνολικά τους ισχυρισμούς του και κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα με το παρόν Δικαστήριο χωρίς αυτό να επηρεάζει δυσμενώς την εξέλιξη της υπόθεσης.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[15] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[16], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν
Staatssecretaris van Justitie[17]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[18], προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa. Από την έρευνα, προέκυψαν τα ακόλουθα:
- Γενικότερα, όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ, στις σχετικές μηνιαίες και πιο πρόσφατες εκθέσεις του ACLED, καταγράφονται οι (συνεχιζόμενες) ένοπλες συγκρούσεις που υφίστανται στις ανατολικές (κυρίως) επαρχίες της χώρας, μεταξύ της οργάνωσης M23 και της Rwandan Defense Force (RDF) από τη μία πλευρά και των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας και των Allied Democratic Forces (ADF) από την άλλη πλευρά, καθώς επίσης, αναφέρονται και περιστατικά στοχοποίησης και βίας εναντίον πολιτών από την M23 και την ADF στις εν λόγω ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ (που βρίσκονται σε κατάσταση ένοπλης σύρραξης) και στις επαρχίες North Kivu και South Kivu, χωρίς (ωστόσο) να υπάρχουν οποιεσδήποτε αναφορές για επέκταση (ενδεχομένως) των εν λόγω συγκρούσεων και βιαιοπραγιών στην Kinshasa συγκεκριμένα[19] [20].
- Σύμφωνα με πληροφορίες σε έκθεση του Φεβρουαρίου του 2025 από την Cedoca του Βελγίου, ότι [ελεύθερη μετάφραση του Δικαστηρίου] «όσον αφορά την Kinshasa, αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του 2024, συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, μιας απόπειρας πραξικοπήματος, ένα περιστατικό απόδρασης από τη φυλακή Makala και ορισμένων περιστατικών στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku λόγω της σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe». Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι σύμφωνα με το United Nations Joint Human Rights Office η επαρχία της Kinshasa [ελεύθερη μετάφραση του Δικαστηρίου] «θεωρείται πως δεν επηρεάστηκε από ένοπλη σύγκρουση», καθώς επίσης, στην εν λόγω έκθεση καταγράφεται ότι [ελεύθερη μετάφραση του Δικαστηρίου] «από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από διαδηλώσεις εναντίον Δυτικών πρεσβειών, δεν έχουν αναφερθεί σημαντικά περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa»[21].
- Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το τελευταίο έτος περίπου, στην πόλη Kinshasa, καταγράφηκαν 42 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 54 θανάτους[22]. O συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa με βάση την τελευταία εκτίμηση (2025) ανέρχεται σε 17.778.000 κατοίκους[23].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής σήμερα, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος έχει φοιτήσει και σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του σε ευκαιριακές απασχολήσεις, χωρίς περαιτέρω στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (ως έχουν τροποποιηθεί): «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344.
[4] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[5] Υπόθ. αρ. 128/2008, JAMAL KAROU v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.
[6] Σ.σ. δεν ήταν δυνατή η ανεύρεση της τοποθεσίας Gili στην Kinshasa μέσω διαδικτυακής αναζήτησης, ανευρέθηκαν δύο τοποθεσίες με την ονομασία Gili σε άλλες περιφέρειες της ΛΔΚ]
[7] https://www.metropolitan-hospital.gr/el/metropolitan-blog/%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%B8%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%80%CE%BD%CE%B5%CF%85%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%8C%CE%B6%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CF%8E%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%89%CF%80%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9 (assessed on 3/12/2025)
[8] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320
[9] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.
[10] Λούκας Παπαλούκας κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, 3 Α.Α.Δ. 656.
[11] Τσούντας Χρυσόστομος ν. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου κ.α. υπόθεση αρ. 297/2013 κ.α., 24.03.2016, ECLI:CY:AD:2016:D167, ECLI:CY:AD:2016:D167.
[12] Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Δημοκρατία ν. Ροδιά (1991) 3 A.A.Δ. 577, 584
[13] https://www.hjhospitals.org/en (assessed on 2/12/2025)
[14] https://www.who.int/health-topics/malaria (assessed on 2/12/2025)
[15] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[17] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[18] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[19] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), Africa Overview: September 2025, 5/9/2025, https://acleddata.com/update/africa-overview-september-2025 (assessed on 3/12/2025)
[20] ACLED (Armed Conflict Location & Event Data), Africa Overview: November 2025, 7/11/2025, https://acleddata.com/update/africa-overview-november-2025 (assessed on 3/12/2025)
[21] COMMISSARIAT GÉNÉRAL AUX RÉFUGIÉS ET AUX APATRIDES (Belgium), Cedoca, COI Focus: REPUBLIQUE DEMOCRATIQUE DU CONGO - Situation sécuritaire, 25/2/2025, p. 2, https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_2.pdf, (assessed on 3/12/2025)
[22] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Democratic Republic of Congo, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 21/11/2025), https://acleddata.com/platform/explorer (assessed on 3/12/2025)
[23] Macrotrends, Democratic Republic of Congo: Kinshasa, https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population (assessed on 3/12/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο