S. Κ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.227/23, 10/12/2025
print
Τίτλος:
S. Κ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.227/23, 10/12/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.227/23

 

10 Δεκεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. Κ. Μ.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Κ. Μάρκου, Δικηγόρος για αιτητή

Κα Α. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δι’ επιστολής ημ.22/12/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (ΔΦ) που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 02/10/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 04/11/22 (ερ.1-4, 21, 33).

Στις 24/11/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.22-33). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.40-48) και στις 03/12/22 η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.  

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 22/12/22 και του μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτόν (ερ.51, 3).

Επί της επίδικης αιτήσεως ο αιτητής καταγράφει ότι μετέφερε μοτοσυκλέτες μαζί με ένα φίλο του (Martis) και μια μέρα τους σταμάτησε μια συμμορία και τους ζήτησε να τους δώσουν τις μοτοσυκλέτες. Ο αιτητής τις κατέβασε όμως ο φίλος του, καθότι μια εξ αυτών ανήκε στην μητέρα του, αντιστάθηκε και τότε τον πυροβόλησαν δύο φορές. Έκτοτε ο αιτητής δεν είναι ασφαλής. Ως περαιτέρω αναφέρει ο αιτητής προέρχεται από φτωχή οικογένεια, η οικογένεια του φίλου του θεωρεί ότι τον άφησε εκτεθειμένο και έτσι, επειδή ο αιτητής ξέρει τη συμμορία που σκότωσε τον φίλο του, «πρέπει να πεθάνει».

Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην Κινσάσα, έχει φοιτήσει για 12 χρόνια σε σχολείο, ομιλεί Lingala και γαλλικά, είναι άγαμος, έχει τρείς ετεροθαλείς αδερφές, ο πατέρας του ζει στο Equateur και η μητέρα του έχει αποβιώσει το 2020, δεν έχει επαφή με κανένα μέλος της οικογένειάς του και από το 2020 εργαζόταν ως οδηγός ταξί (μοτοσυκλέτας).

Στην ελεύθερη αφήγηση ο αιτητής ανέφερε ότι ένα βράδυ οδηγούσε την μοτοσυκλέτα-ταξί (η οποία ανήκε στην οικογένεια του φίλου του Μarti) με συνεπιβάτες το κορίτσι του και τον φίλο του, μετά από τον εορτασμό των γενεθλίων του. Κατά την επιστροφή τους στο δρόμο τους σταμάτησε ένα αμάξι με άτομα οπλισμένα. Η φίλη του κατάφερε να διαφύγει, όμως ο φίλος του, επειδή δεν ήθελε να αφήσει την μοτοσικλέτα, παρέμεινε και τελικά δέχτηκε δύο πυροβολισμούς και η μοτοσικλέτα κλάπηκε. Άτομα μετέφεραν τον φίλο του αιτητή στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν νεκρός. Ο αιτητής τότε κατηγορήθηκε από την πλούσια οικογένεια του φίλου του ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του και έτσι, επειδή – ως ανέφερε ο αιτητής - το να εναντιωθεί κάποιος κατά πλουσίων είναι δύσκολο, ένιωσε ανασφαλής γιατί τον έψαχναν. Τότε η θεία του τον έκρυβε και εν τέλει του πρότεινε να εγκαταλείψει την χώρα ερυθρό.

Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι την περίοδο που μιλούσε μαζί με την θεία του αυτή τον ενημέρωνε ότι ακόμα τον ψάχνουν. Ερωτώμενος τί πιστεύει ότι θα του συμβεί αν επιστρέψει στην χώρα του ο αιτητής απάντησε ότι η ζωή του θα είναι σε κίνδυνο γιατί η οικογένεια του φίλου του είναι ικανή για όλα, σημειώνοντας ότι τέτοιες καταστάσεις συμβαίνουν στην Κινσάσα. Σε ερώτηση του λειτουργού για το ποια ήταν αυτά τα άτομα που τους επιτέθηκαν, ο αιτητής απάντησε ότι φορούσαν μάσκες, δεν μπορούσε να τους αναγνωρίσει, ήταν οπλισμένοι και δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πόσοι ήταν.

Ερωτώμενος αν επισκέφθηκε τις Αρχές για να καταγγείλει το περιστατικό δήλωσε ότι ο αστυνομικός σταθμός ήταν κοντά στο σημείο και μετά τους πυροβολισμούς αστυνομικοί κατέφθασαν στο σημείο. Σε ερώτηση σχετικά με το τι συνέβη μ’ αυτόν και την οικογένεια του φίλου του, ο αιτητής ανέφερε ότι από εκείνη την μέρα, τον κυνηγούν γιατί θέλουν να τον σκοτώσουν. Ακόμα ένας λόγος που ο αιτητής προσπαθούσε να διαφύγει ήταν γιατί, ως ανέφερε, αν τον συνελάμβανε η αστυνομία, θα τον παρέδιδε στην οικογένεια του φίλου του και θα τον σκότωναν. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι η ισχυρή, πλούσια οικογένεια είχε δώσει οδηγίες στην αστυνομία να τον εντοπίσουν, όπως επίσης κάποια άτομα τον ενημέρωναν ότι τον ψάχνουν ερυθρό. Επιπρόσθετα, επισκέφθηκαν και το σπίτι της θείας του στην προσπάθειά τους να τον βρουν. Ο λόγος, όπως δήλωσε, που αυτός κατηγορήθηκε από την οικογένεια του Marti, ήταν γιατί τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τον θάνατο του γιου τους ερυθρό.

Σε ερώτηση αν η αστυνομία τον κυνηγούσε σε ολόκληρη την χώρα, ο αιτητής απάντησε ότι θα ήταν υπερβολή αν απαντούσε θετικά, ωστόσο τον έψαχναν στην περιοχή του και ο λόγος που δεν κατήγγειλε τις απειλές ήταν γιατί ,όπως επεξήγησε, τα χρήματα στη ΛΔΚ «παίζουν σημαντικό ρόλο», καθώς, αν κάποιος έχει χρήματα, μπορεί να κάνει ότι θέλει, και γι’ αυτό πιστεύει η οικογένεια του φίλου του, θα τον έβρισκε. Η αστυνομία στο Κονγκό δεν είναι επαρκής, αφού δεν μπορεί να προστατεύσει κάποιον που τον κυνηγούν.

Ερωτώμενος αν δέχτηκε προσωπικά απειλές ο αιτητής δήλωσε ότι την επόμενη μέρα του περιστατικού κάποιοι τον ρωτούσαν τι συνέβη και τότε αντιλήφθηκε ότι βρίσκονταν άτομα της οικογένειας του φίλου του εκεί και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να διαφύγει. Τέλος, σε ερώτηση του λειτουργού αν μετά το ατύχημα αντιμετώπισε οποιοιδήποτε πρόβλημα, είτε από την οικογένεια του φίλου του είτε από την αστυνομία, παρά μόνο πληροφορίες που λάμβανε από τον κόσμο, ο αιτητής απάντησε αρνητικά. Για το ενδεχόμενο επιστροφής και εγκατάστασής του σε άλλη πόλη, ο αιτητής απάντησε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί προσωρινά, γιατί, ως ανέφερε, αν τον εντοπίσουν, θα τον σκοτώσουν.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη κατέταξαν αυτά στους ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια του φίλου του, τον Ιούλιο 2022, τον θεώρησε υπεύθυνο για τον θάνατο του (φίλου του)

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν δε τον 2ο ισχυρισμό, ως αναξιόπιστο.

Ως προς τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του αιτητή στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών για το συμβάν του θανάτου του φίλου του, το πως, ποιοι, πότε, για ποιο λόγο τον αναζητούσαν και που βάσιζε την πεποίθηση του ότι διατρέχει κίνδυνο. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής παρείχε μονάχα γενικές πληροφορίες για το περιστατικό της κλοπής, πυροβολισμού και θανάτου του φίλου του, ενώ αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες και βιωματικά στοιχεία, αφού ήταν παρών στην σκηνή. Αναφορικά με τις δηλώσεις του για τις απειλές που δέχτηκε από την οικογένεια του φίλου του επίσης κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και λεπτομερείς πληροφορίες, δεδομένου του ότι οι απαντήσεις του σε σχετικές ερωτήσεις ήταν γενικόλογες και στερούνταν κάθε λεπτομέρειας. Σχετικά με την εξωτερική συνοχή του ισχυρισμού εντοπίστηκαν διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) εκ των οποίων και επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη εγκληματικότητας στη ΛΔΚ, με την αιματηρή δράση ένοπλων ομάδων και συμμοριών, συχνά με την ανοχή των Αρχών, τα οποία συνάδουν με τα όσα ο αιτητής ανέφερε. Παρά τούτο όμως, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής που εντοπίστηκε στο αφήγημα, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Στη βάση των ως άνω αποδεκτών ισχυρισμών, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο αιτητής πρόκειται για νεαρό ενήλικα (26 ετών), υγιή, χωρίς εξαρτώμενα και χωρίς άλλες ενδείξεις ευαλωτότητας και της κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη ΛΔΚ.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.

Στην αίτηση καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία, εκ των οποίων αρκετά αναπτύσσονται εκτεταμένα και στις αγορεύσεις που ακολούθησαν.

Με τις πλούσιες και εμπεριστατωμένες αγορεύσεις του, οι οποίες διανθίζονται με πλήθος παραπομπών αλλά και παράθεση αποσπασμάτων από την οικεία νομοθεσία, νομολογία και βιβλιογραφία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι, δεδομένου ότι οι καθ’ ων η αίτηση φέρουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με τον αιτητή κατά την εξέταση της αιτήσεως του, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν έγινε δέουσα έρευνα, ούτε κατά την καταγραφή των ισχυρισμών του, αφού δεν έγιναν αρκετές ερωτήσεις, το οποίο συνιστά και παράβαση του δικαιώματος του αιτητή σε ακρόαση, αλλά ούτε και σχετικά με την αναζήτηση ΠΧΚ σε σχέση με τα όσα ανέφερε και – επιπροσθέτως – δεν παρέπεμψαν τον αιτητή σε ιατρικές εξετάσεις, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να ληφθεί υπό πλάνη, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο αντίκτυπος που είχαν στη ψυχολογία του αιτητή τα όσα (τραυματικά) περιέγραψε. Συνεπεία των ανωτέρω, ως εισηγείται, τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του είναι λανθασμένα, αυθαίρετα και ελλιπώς αιτιολογημένα, αποτέλεσμα διαστρέβλωσης και απομόνωσης των λεγομένων του αιτητή, ο οποίος, ως αναφέρει, υπήρξε αρκούντως λεπτομερής, ακριβής, άμεσος και ειλικρινής, κάνοντας επί τούτου παραπομπές σε συγκεκριμένα σημεία του αφηγήματος του, επί των οποίων θα επανέλθω πιο κάτω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο.

Περαιτέρω, ως εισηγείται ο συνήγορος του, η απόφαση επιστροφής του αιτητή στη ΛΔΚ δεν αιτιολογείται, συνιστά κατάχρηση εξουσίας και είναι προϊόν νομικής πλάνης, αφού ο αιτητής – στη βάση το αρ.8 τον Νόμου και αρ.9 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ - διατηρούσε κατά τον χρόνο που αυτή εξεδόθη δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία και έτσι δεν ήταν παράνομη η παραμονή του και συνεπώς δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του ΚΕΦ.105. Εκ της δε πλάνης αυτής, ως περαιτέρω εισηγείται, δεδομένου ότι η απόφαση επιστροφής είναι, στη βάση του αρ.13 (2) (δ) του Νόμου αναπόσπαστο μέρος της επίδικης απόφασης, τότε θα πρέπει να συμπαρασύρει σε ακυρότητα το σύνολο της επίδικης απόφασης. Επί όλων των ανωτέρω ο συνήγορος του αιτητή παραθέτει πλήθος παραπομπών και αποσπασμάτων σε νομολογία.

Περαιτέρω ο αιτητής αναφέρει ότι ο λειτουργός της EUAA που διενέργησε τη συνέντευξη και συνέταξε την επίδικη έκθεση δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο, κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) και (9) του Νόμου και εκτός των πλαισίων της Κ.Δ.Π. 297/2019, καθώς, ως εισηγείται, δεν δύναται να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και να συντάσσει εκθέσεις, επί της οποίας στηρίχθηκε και ο λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση. Επιπροσθέτως, δεν διασφαλίστηκε η δέουσα επικοινωνία του αιτητή κατά τη συνέντευξη, καθώς, ως αναφέρει, ο διερμηνέας που επιλέγηκε δεν διέθετε, καθότι τούτο δεν προκύπτει από τον φάκελο, την κατάλληλη κατάρτιση, γνώσεις και προσόντα.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και επί της ουσίας ορθή, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης, τα δε ευρήματα και η κατάληξη τους ήταν ορθά και εύλογα υπό τις περιστάσεις, δεδομένου ότι δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να αναφέρει πλήρως τους ισχυρισμούς του και η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη έχει παρεισφρήσει κατά τη λήψη της. Περαιτέρω αναφέρουν, παραπέμποντας στην απόφαση στην προσφυγή αρ.453/21, ημ.10/01/22, ότι ο λειτουργός της EUAA δρούσε αρμοδίως, εντός των πλαισίων της Κ.Δ.Π.297/19, τον κανονισμό 2010/439/ΕΕ και το αρ.13Α (1Α) του Νόμου και η κατάρτιση του δεν θα πρέπει να αμφισβητείται, δεδομένου εδώ και του τεκμηρίου της νομιμότητας. Αναφορικά με τα όσα προωθούνται σε σχέση με την επίδικη απόφαση επιστροφής αναφέρουν κατ’ αρχήν ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αναπτύσσεται δεόντως, η απόφαση βρίσκει έρεισμα στο αρ.18 (7Β) του Νόμου και, σε κάθε περίπτωση,  δεν αποδεικνύεται κατάχρηση εξουσίας. Επί του ισχυρισμού περί παράβασης της καλής πίστης, χρηστής διοίκησης και παράβασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση αναφέρουν, παραπέμποντας στην απόφαση στην πρ. αρ.3191/21, ημ.25/04/23, ότι, πέραν του ότι – ομοίως – δεν αναπτύσσεται δεόντως ο ισχυρισμός αυτός, ουδέν εντοπίζεται που να δεικνύει ότι υπήρξε εν προκειμένω παράβαση των εν λόγω αρχών.

Στις διευκρινήσεις ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, κατόπιν εκτεταμένων αναφορών στους ισχυρισμούς του ως προωθούνται στην αγόρευση του, ανέφερε ότι, επιπροσθέτως, τίθεται εδώ ζήτημα αρμοδιότητας, παραπέμποντας και στην απόφαση στην προσφυγή αρ.7409/22, ημ.26/04/24, καθότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από λειτουργό ο οποίος, στη βάση της σχετικής εξουσιοδότησης (ερ.50), μπορούσε να λαμβάνει αποφάσεις μόνο επί εκθέσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, ενώ ο λειτουργός της EUAA που ετοίμασε την επίδικη έκθεση δεν είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου. Σε απάντηση τούτου οι καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι επιθυμούν να προσκομίσουν σχετική βεβαίωση δια της οποίας δεικνύεται ότι η απόφαση λήφθηκε αρμοδίως, την οποία και υπέδειξαν στον συνήγορο του αιτητή.

Δεδομένου ότι το ζήτημα, το οποίο αναπτύχθηκε εκτεταμένα από τον συνήγορο του αιτητή και, ως ζήτημα αρμοδιότητας, ενδεχομένως να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο κύρος της επίδικης απόφασης, αναφέρθηκε δε για πρώτη φορά κατά τις διευκρινήσεις, θεώρησα ορθό να δώσω την ευκαιρία να διατυπωθεί γραπτώς και ευκρινώς σε συμπληρωματική αγόρευση του αιτητή, προκειμένου – αντίστοιχα – να δοθεί η ευκαιρία στους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι φαίνεται να είχαν καταληφθεί εξ απήνης, να απαντήσουν γραπτώς στους εγειρόμενους σχετικά ισχυρισμούς. Όπερ και εγένετο.

Στη συμπληρωματική αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός εξουσιοδοτήθηκε να λαμβάνει αποφάσεις «επί εκθέσεων […] που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» (ερ.50), εν προκειμένω δε, ως προκύπτει από τα ερ.22, 33 και 40, η συνέντευξη και η έκθεση ετοιμάστηκαν από λειτουργό της EUAA (CW088), ο οποίος δεν είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, εκ του οποίου δεικνύεται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως . Η δε παρεμβολή εδώ, ως αναφέρει, της λειτουργού Μ. Ζαλοκώστα, της οποίας η υπογραφή εντοπίζεται στον πίνακα περιεχομένων του ΔΦ, κάτω από τη σφραγίδα «ο φάκελος σας διαβιβάζεται αφού μελέτησα και υιοθετώ την εισήγηση επί της αίτησης και της δυνατότητας επιστροφής στη [ΛΔΚ]» (προς τούτο είχαν παραπέμψει κατά τις διευκρινήσεις οι καθ’ ων η αίτηση) δεν αρκεί για να καταστήσει την επίδικη απόφαση ως αρμοδίως ληφθείσα, δεδομένου ότι, ως εξηγεί, δια του ως άνω λεκτικού θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι «διαβιβάζεται» (ο φάκελος) και δεν «υποβάλλεται» η επίδικη έκθεση (που σε κάθε περίπτωση – ως αναφέρει – είχε ετοιμαστεί από τον CW088), ως προνοείται στο ερ.50. Περαιτέρω επαναλαμβάνει τα όσα αναφέρονται ήδη στην γραπτή του αγόρευση περί της αναρμοδιότητας που προκύπτει από το ότι την επίδικη συνέντευξη διενέργησε λειτουργός της EUAA, που ήταν και αυτός που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, ως πρόσθετος λόγος αναρμοδιότητας, καθώς και το ότι, ζήτημα που – ομοίως – αναπτύσσεται στην προηγούμενη αγόρευση του, η απόφαση επιστροφής δεν φέρει νομική και πραγματική βάση και δεν βρίσκει έρεισμα στον Νομό και ούτε έχει τέτοια αρμοδιότητα ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός να λαμβάνει αποφάσεις που ερείδονται στο ΚΕΦ.105. Ακολουθεί περαιτέρω επιχειρηματολογία υπέρ του ότι η απόφαση επιστροφής είναι αναπόσπαστο τμήμα και δια τούτο αποτελεί, μαζί με την απόφαση απόρριψης της επίδικης αίτησης ασύλου «μια ενιαία κι αδιαίρετη απόφαση», ως αναφέρει, η δε ακυρότητα οιασδήποτε εξ αυτών συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την έτερη.

Σε μια εκτεταμένη και εμπεριστατωμένη συμπληρωματική αγόρευση η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρει ότι η πορεία που ακολουθήθηκε κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης είναι εντός της εξουσιοδότησης (ερ.50), καθώς εν προκειμένω, ως εξηγεί, η επίδικη έκθεση, παρότι δεν συντάχθηκε απ’ αυτήν, εντούτοις διαβάστηκε και υιοθετήθηκε από την λειτουργό Μ. Ζαλοκώστα, η οποία, σύμφωνα με βεβαίωση που θα προσκομίσει, είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, και τελικά διαβιβάστηκε στον λειτουργό που έλαβε την επίδικη. Προς τούτο κάνει αναφορά σε αποφάσεις του Δικαστηρίου, όπου έγινε δεκτή ανάλογη επιχειρηματολογία. Σημειώνει δε ότι το ρήμα υποβάλλω και διαβιβάζω αφορούν αμφότερα κατ’ ουσία το να θέσει κάποιος κάτι στην κρίση ή υπόψιν άλλου, ήτοι – ως εισηγείται – ως έγινε και εν προκειμένω, δια της διαβίβασης της επίδικης έκθεσης στον λειτουργό που έλαβε και την επίδικη απόφαση. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι η εμπλοκή λειτουργού της EUAA, που εν προκειμένω διενέργησε τη συνέντευξη και συνέταξε την επίδικη έκθεση, είναι εντός των αρμοδιοτήτων που έχουν δυνάμει του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη για την παρούσα χρόνο επιχειρησιακού σχεδίου μεταξύ της Δημοκρατίας και EUAA, παραπέμποντας και εδώ σε αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Αναφορικά με το κατά πόσο η έκδοση της εδώ επίδικης απόφασης επιστροφής είναι εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης (ερ.50), η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εισηγείται ότι, δεδομένου ότι γίνεται σ’ αυτή ρητή αναφορά σε «έκδοση αποφάσεων επιστροφής (άρθρα 12Δ, 13, 18)», τα οποία (άρθρα) παραπέμπουν στο ΚΕΦ.105, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι τέτοια απόφαση είναι εντός των αρμοδιοτήτων του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση λειτουργού. Ως περαιτέρω εισηγείται, παραπέμποντας εκ νέου σε αποφάσεις του Δικαστηρίου, η απόφαση επιστροφής νομίμως εκδόθηκε κατά τον χρόνο εκείνο, πάντοτε σε συμφωνία με την ενωσιακή αλλά και ημεδαπή εναρμονιστική μ’ αυτή νομοθεσία, δεδομένου ότι ανεστάλη μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας καταχώρησης προσφυγής κατ’ αυτής ή, σε περίπτωση που τέτοια ασκηθεί εμπροθέσμως, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής αυτής. Σε κάθε δε περίπτωση, ως αναφέρει, παραπέμποντας σε απόφαση του Δικαστηρίου, η απόφαση επιστροφής συνιστά διακριτή της απόφασης απόρριψης της αιτήσεως ασύλου, αυθύπαρκτη πράξη, της οποίας ενδεχόμενη ακυρότητα δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα την απόφαση απόρριψης της αιτήσεως ασύλου.

Στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης ο συνήγορος του αιτητή επανέρχεται επί του νοήματος των λέξεων διαβιβάζω και υποβάλλω, τα οποία, ως εισηγείται, δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, για να καταλήξει ότι η διαβίβαση της επίδικης έκθεσης από τη λειτουργό Μ. Ζαλοκώστα δεν θεραπεύει το ότι αυτή, ως προκύπτει και από το λεκτικό του ερ.47 («I SUBMIT THE FOLLOWING […]»), έχει υποβληθεί από τον λειτουργό CW088 και γι’ αυτό δεν καλύπτεται από την εξουσιοδότηση (ερ.50) προς τον λαμβάνοντα την απόφαση.

Κατά τις διευκρινήσεις κατατέθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του συνηγόρου του αιτητή ως Τεκμήριο 1 επιστολή εκ μέρους του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.08/07/24, στην οποία και βεβαιώνεται ότι η λειτουργός Μ. Ζαλοκώστα «εργάζεται υπό του καθεστώτος εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου (ΕΟΧ) και υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» και «κατέχει όλα τα προσόντα και εκπαιδεύσεις που ο περί Προσφύγων Νόμος […] προνοεί».

Αμφότερα τα μέρη υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις, ο δε συνήγορος του αιτητή επανέλαβε αρκετά σημεία των τοποθετήσεων του, προσθέτοντας επίσης ότι η αναστολή της επίδικης απόφασης επιστροφής (βλ. ερ.51 – «are suspended») δεν έχει νομική ισχύ, καθώς θα έπρεπε να είναι ξεχωριστή διοικητική πράξη η αναστολή.

Έχω διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή του ΔΦ, των γραπτών αγορεύσεων των μερών καθώς και των προφορικών τους τοποθετήσεων κατά τις διευκρινήσεις.

Προέχει βεβαίως η ενασχόληση με τους ισχυρισμούς που άπτονται του κατά πόσο η εδώ επίδικη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως.

Σημειώνω προτού προχωρήσω ότι, ως προκύπτει ευθέως από τον ΔΦ και έχει καταστεί παραδεκτό από τους καθ’ ων η αίτηση, ο λειτουργός CW088, που διενήργησε την επίδικη συνέντευξη και συνέταξε την επίδικη έκθεση είναι λειτουργός της EUAA και δεν πρόκειται για λειτουργό ορισμένου χρόνου (βλ. ερ.22, 33, 40, 47), ο δε λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση ενεργούσε στη βάση της εξουσιοδότησης που περιέχεται στο ερ.50.

Αναφορικά με τη διενέργεια της συνέντευξης και τη σύνταξη της επίδικης έκθεσης από λειτουργό της EUAA, επί του ζητήματος αυτού, στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.95/2023, B. E. J. ν Δημοκρατίας, ημ.27/02/25, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά, τα οποία επιλύουν οριστικά θεωρώ τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του αιτητή:

«Προβάλλει ο Εφεσείων ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13Α(1Α) του  N.6(I)/2000, με σαφήνεια διατυπώνεται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου (εν προκειμένω της ΕΥΥΑ), επιτρέπεται «να συμμετέχει» στη διενέργεια της συνέντευξης.  Συναφώς, δεν επιτρέπεται επέκταση του πεδίου εφαρμογής, έτσι ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις που ο λειτουργός διεκπεραιώνει συνεντεύξεις μόνος του.

 Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13/09/2019 εξέδωσε διάταγμα (ΚΔΠ 297/2019) δυνάμει του Άρθρου 13Α(1Α), το οποίο προνοεί ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων διεθνούς προστασίας, για την εξέταση των οποίων η Υπηρεσία Ασύλου αδυνατεί «να διεξάγει» εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας της κάθε μιας αίτησης, επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ εμπειρογνώμονες, οι οποίοι μπορούν να «διεξάγουν τις συνεντεύξεις» για όσο διάστημα βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΥΥΑ το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμώνων «για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».  Μεταφέρεται το περιεχόμενο του σχετικού διατάγματος:

«Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας την εξουσία που του χορηγεί το άρθρο 13Α(1Α) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2019, εκδίδει το ακόλουθο διάταγμα.

Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».

Κατ' επέκταση δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι, οι λειτουργοί που επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ απλώς συμμετέχουν στις συνεντεύξεις. […]

Ισχυρίζεται πρόσθετα ο Εφεσείων ότι, το διάταγμα της ΚΔΠ 297/2019, δεν εξουσιοδοτεί τους λειτουργούς της ΕΥΥΑ να προβαίνουν σε εκθέσεις-εισηγήσεις.

Θεωρούμε ότι τα λεχθέντα επί των πιο πάνω από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτουν το ζήτημα στην ορθή του διάσταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 2010για την ίδρυση της ΕΥΥΑ, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο και κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Εφεσείοντα και της ετοιμασίας της έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ, υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο.

Κρίνονται εύλογες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, δεδομένου ότι στο Άρθρο 18 του πιο πάνω Κανονισμού προνοείται ότι, «Ο εκτελεστικός Διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο [..]» το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων [.]».

Ούτε επίσης τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την ταυτότητα και τα προσόντα του λειτουργού που διενήργησε  τη συνέντευξη θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αφού στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, του οποίου επίκληση έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση λειτούργησε σύμφωνα με τον Νόμο.  Δεν έχει δε υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο.»

Στη βάση των ως άνω ο σχετικός ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του λειτουργού της EUAA να πράξει ως εν προκειμένω απορρίπτεται, ως και οι ισχυρισμοί περί μη κατοχής των απαραίτητων προσόντων και γνώσεων της γλώσσας στην οποία διενεργήθηκε η εδώ επίδικη συνέντευξη, επί δε του τελευταίου θα επανέλθω πιο κάτω, κατά την εξέταση του ισχυρισμού που άπτεται του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή.

Στρεφόμενος τώρα στο περιεχόμενο της εξουσιοδότησης (ερ.50) σημειώνω ότι αυτή ρητά ορίζει ότι η παρεχόμενη στον λαμβάνοντα την επίδικη εδώ απόφαση λειτουργό εξουσία αφορά λήψη αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Η εν λόγω αναφορά συνιστά αναμφισβήτητα απαρέγκλιτο όρο της ισχύος και εμβέλειας της εν λόγω εξουσιοδότησης, αφού - με δεδομένο ότι η εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις ως η προσβαλλόμενη δίδεται μόνο «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» - η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση λειτουργού, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση (ερ.48), ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης (ερ.50), συναρτάται και εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που υπέβαλε την επίδικη έκθεση. Αυτή είναι η ρητώς εδώ εκπεφρασμένη βούληση του εξουσιοδοτούντος Υπουργού.

Με δεδομένο εδώ λοιπόν το ότι, ως ανωτέρω αναφέρω, η επίδικη έκθεση συνετάχθη από λειτουργό της EUAA (το καθεστώς εργοδότησης του οποίου δεν εμπίπτει στον ως άνω απαρέγκλιτο όρο της εξουσιοδότησης του ερ.50), απομένει λοιπόν να κριθεί κατά πόσο η παρεμβολή εδώ της λειτουργού Μ. Ζαλοκώστα, της οποίας η υπογραφή εντοπίζεται στον πίνακα περιεχομένων του ΔΦ, κάτω από τη σφραγίδα «ο φάκελος σας διαβιβάζεται αφού μελέτησα και υιοθετώ την εισήγηση επί της αίτησης και της δυνατότητας επιστροφής στη [ΛΔΚ]», η οποία, ως προκύπτει από το λεκτικό που εντοπίζεται αμέσως πιο κάτω, όπου αναγράφεται «κ. Μ. Ζαλοκώστα η εισήγηση σας», ακολουθεί μονογραφή, αμέσως δίπλα «ημ.03/12/22» και από κάτω το όνομα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση λειτουργού (βλ. και ερ.48) και η σφραγίδα «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», απευθύνεται στον λειτουργό αυτό, είναι αρκετή για να καταστήσει την επίδικη απόφαση ως ληφθείσα εντός των πλαισίων της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική, ως θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω.

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι η ως άνω πορεία είναι κάπως αδόκιμη και δεν παραβλέπω ότι, ως ορθώς αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή, η επίδικη έκθεση έχει συνταχθεί από λειτουργό της EUAA, το δε λεκτικό στο ερ.47 («I SUBMIT THE FOLLOWING […]») δεν μπορεί παρά να δεικνύει ότι αυτή συντάχθηκε ώστε να υποβληθεί, στη δε επόμενη σελίδα (ερ.48) εντοπίζεται το πρακτικό της επίδικης απόφασης, υπογεγραμμένο δεόντως από τον λειτουργό που την έλαβε, τον οποίο αφορά η εξουσιοδότηση του ερ.50. Όμως προτού ληφθεί η απόφαση παρεμβλήθηκε η λειτουργός Μ. Ζαλοκώστα, η οποία, ως προκύπτει σαφώς από τα αναγραφόμενα στα περιεχόμενα του ΔΦ, μελέτησε και υιοθέτησε (ως δική της) την εισήγηση του λειτουργού της EUAA. Οι καταχωρήσεις αυτές στα περιεχόμενα του ΔΦ φέρουν ημερομηνία, αφενός της κ. Ζαλοκώστα τις 02/12/22 (λίγες μέρες αφότου είχε συνταχθεί η επίδικη έκθεση – βλ. ερ.40), του δε λειτουργού που έλαβε την απόφαση τις 03/12/22 (που είναι η ίδια με του ερ.48 – πρακτικό της επίδικης απόφασης) και τελούν σε χρονολογική σειρά με τις προηγούμενες και επόμενες καταχωρήσεις που εντοπίζονται στον ίδιο πίνακα.

Σχετικά με τα ως άνω είναι και όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «[το] γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στη δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, λέχθηκε ότι «[η] σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.». Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου διαλαμβάνει ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Δεν παραγνωρίζω ότι τα ως άνω αφορούν άλλη πτυχή του ζητήματος που, αφορά κατά πόσο η υιοθέτηση ενός σημειώματος συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας, όμως θεωρώ ότι μπορούν να τύχουν κατ’ αναλογία εφαρμογής και εν προκειμένω. Τούτο γιατί δια των ως άνω καταχωρήσεων που εντοπίζονται στα περιεχόμενα του ΔΦ προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια ότι η λειτουργός Μ. Ζαλοκώστα, μελετώντας και υιοθετώντας (αυτούσια) την επίδικη έκθεση (ερ.40-47), παρεμβλήθηκε ουσιαστικά και ενεργά (και όχι κατ’ όνομα) στη διαδικασία, καθιστώντας έτσι την εγκριθείσα έκθεση (ερ.48 και πίνακας περιεχομένων ΔΦ) ως υποβληθείσα από την ίδια. Σ’ αυτό συνηγορεί και η χρονολογική συνέχεια των καταχωρήσεων στον πίνακα περιεχομένων του ΔΦ. Είναι δε επουσιώδες και – σε κάθε περίπτωση – δεν δύναται να διαφοροποιήσει την ουσιαστική εν προκειμένω συμμετοχή/παρεμβολή της Μ. Ζαλοκώστα το κατά πόσο εδώ το λεκτικό «διαβιβάζεται» διαφέρει γραμματικά από το λεκτικό «υποβάλλονται». Σημαντικό είναι ότι, ως στην εξουσιοδότηση του ερ.50 αναφέρεται, τελικώς, η επίδικη έκθεση δόθηκε (κατ’ απλούστερη λεκτική διατύπωση) προς έγκριση στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση λειτουργό από «τα χέρια» της Μ. Ζαλοκώστα, που προηγουμένως μελέτησε και υιοθέτησε την επίδικη έκθεση. Τυχόν δε διαφορετική προσέγγιση θα συνιστούσε θεωρώ αχρείαστη τυπολατρική γραμματική προσέγγιση, η οποία στερείται ουσιαστικού περιεχομένου, του λεκτικού «επί εκθέσεων […] που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου», στο ερ.50.

Ενόψει των ως άνω, στη βάση του Τεκμηρίου 1, αποδέχομαι λοιπόν ότι, δεδομένου ότι η λειτουργός Μ. Ζαλοκώστα, η εμπλοκή της οποίας κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης εξηγείται λεπτομερώς ανωτέρω, είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως (ερ.48 και πίνακας περιεχομένων ΔΦ), εντός των πλαισίων της δοθείσας εξουσιοδότησης (ερ.50). Αξίζει βεβαίως εδώ να σημειωθεί ότι η αποδοχή προσαγωγής του Τεκμηρίου 1, ιδίως χωρίς την εκφορά ένστασης από τον συνήγορο εδώ του αιτητή, είναι συμβατή με την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, όπου λέχθηκε, επί όμοιου ζητήματος, ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός» και ότι, κατόπιν αποδοχής της κατάθεσης ενός τέτοιου τεκμηρίου, το περιεχόμενο του εγγράφου δεν μπορεί να αγνοηθεί, στην απουσία συγκεκριμένων λόγων για τούτο. Δεδομένου εδώ ότι το Τεκμήριο 1 υπογράφεται εκ μέρους του Προϊσταμένου των καθ’ ων η αίτηση δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την αλήθεια των αναγραφόμενων σ’ αυτό, ούτε άλλωστε ετέθη κάτι σ’ αυτή την κατεύθυνση από τον συνήγορο του αιτητή.

Προχωρώ σε εξέταση των ισχυρισμών που άπτονται της επίδικης απόφασης επιστροφής, η οποία και σωρεύεται με την απόφαση επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου στο ερ.48.

Σε σχέση κατ’ αρχήν με το κατά πόσο η έκδοση της επίδικης απόφασης επιστροφής έχει εκδοθεί αρμοδίως και είναι σύμφωνη με την οικεία νομοθεσία, σημειώνω τα εξής.

Στην εξουσιοδότηση (ερ.50) αναφέρεται ρητώς ότι οι εκεί αναφερόμενοι λειτουργοί των καθ’ ων η αίτηση (εκ των οποίων και ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση) εξουσιοδοτούνται να «ασκούν μέρος των εξουσιών ή να εκτελούν μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου που αφορούν […] έκδοση αποφάσεων επιστροφής (άρθρα 12Δ, 13, 18)». Ανατρέχοντας τώρα στο αρ.13 (2) (δ) του Νόμου, παρατηρώ ότι διαλαμβάνει πως ο Προϊστάμενος (εν προκειμένω ο ασκών, με βάση την ως άνω εξουσιοδότηση, τις εξουσίες του Προϊσταμένου λειτουργός) «δύναται, με απόφασή του […] να απορρίψει την αίτηση και εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου». Σημειώνω ότι επί των ισχυρισμών σε σχέση με το «αναπόσπαστο» της απόφασης επιστροφής θα επανέλθω πιο κάτω, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι μια εκ των δύο αποφάσεων (απόρριψης ασύλου, επιστροφής) πάσχει ακυρότητας, καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση η εξέταση του ζητήματος θα παρέλκει.

Στην απόφαση του στη C-181/16, Gnadi, ημ.19/06/18, επί πανομοιότυπου ζητήματος, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) καταλήγει στα εξής:

«Η οδηγία 2008/115/ΕΚ […], σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85/ΕΚ […], σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως και, ως εκ τούτου, πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο κράτος μέλος διασφαλίζει την αναστολή του συνόλου των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ότι ο αιτών αυτός δύναται, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 2003/9/ΕΚ […], σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και να προβάλει οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και η οποία δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου […].»

Εν προκειμένω, στη βάση και της ως άνω νομολογίας δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται της εξουσίας να εξετάσει εξ υπαρχής και επί της ουσίας της την προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένης της επίδικης απόφασης επιστροφής, στα πλαίσια της οποίας. Τούτο προνοείται ρητώς από το αρ.11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018) και έχει επιβεβαιωθεί στην Janelidze ν. Δημοκρατίας, E.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.17/21, 21/09/21, όσο και στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.43/2021, Mondeke v. Δημοκρατίας, ημ.20/01/22.

Ενόψει των ως άνω δεν αποδέχομαι ότι εν προκειμένω, δια της εκδόσεως της επίδικης απόφασης επιστροφής, ο λειτουργός που την έλαβε ενέργησε εκτός των πλαισίων της εξουσιοδότησης (ερ.50) και περαιτέρω ότι η έκδοση της κατά τον τότε χρόνο, δεδομένου ότι αυτή ανεστάλη, σύμφωνα με τις εκ του αρ.8 (1) (α) του Νόμου πρόνοιες, ήταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόωρη ή παράνομη, το δε αρ.13 (2) (δ) του Νόμου προνοεί ρητώς ότι η εξουσία τούτη παρέχεται στον Προϊστάμενο και συνεπώς στον λειτουργό που ασκεί, εδώ με βάση την εξουσιοδότηση ερ.50, τις εξουσίες του Προϊσταμένου. Ας σημειωθεί και το ότι στο αρ.2 του Νόμου αναφέρεται ότι «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου». Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι δεν βρίσκω έρεισμα στην εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι η αναστολή της απόφασης επιστροφής, ως περιλαμβάνεται στο λεκτικό της ίδιας της απόφασης στο ερ.48, στερείται νομικής ισχύος ή ότι θα έπρεπε η αναστολή να γίνεται με «διαφορετική πράξη». Το κατά πόσο δε η απόφαση επιστροφής είναι επί της ουσίας ορθή (και αν αυτή αιτιολογείται επαρκώς), στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων αφορά την επί της ουσίας εξέταση της παρούσας, που ακολουθεί.

Αναφορικά τώρα με τους ισχυρισμούς ότι δεν δόθηκε ευκαιρία στον αιτητή να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του, ότι δεν υποβλήθηκαν επαρκείς ερωτήσεις, καθώς και τα όσα αναφέρει σε σχέση με την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη αλλά και τη γνώση της γλώσσας επικοινωνίας από τον λειτουργό που διενήργησε τη συνέντευξη, από την ανάγνωση του επίδικου πρακτικού συνέντευξης δεν μπορώ να εντοπίσω πλημμέλεια ή σφάλμα στη διαδικασία. Στον αιτητή εξηγήθηκαν δεόντως η διαδικασία της συνέντευξης όσο και η θεματολογία αυτής (ερ.32), ο ίδιος δε, αφού ερωτήθηκε ρητά αν αντιλαμβανόταν τον διερμηνέα και τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν (και αντίστοιχα αν ο διερμηνέας αντιλαμβανόταν τον αιτητή) και απάντησε καταφατικά, και κατόπιν ανάγνωσης (readback) του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, έθεσε την υπογραφή του, βεβαιώνοντας ότι όσα ανέφερε καταγράφηκαν με ακρίβεια και ορθά και ότι αντιλαμβανόταν πλήρως τη γλώσσα της συνέντευξης (ερ.22-23). Περαιτέρω, πριν αρχίσει η συνέντευξη, του εξηγήθηκε ότι αν δεν αντιλαμβάνεται τα διαλαμβανόμενα θα πρέπει να το αναφέρει αμέσως. Άλλωστε, ως προκύπτει από το ερ.3, ο αιτητής είχε δηλώσει ως πρώτη του γλώσσα τα Lingala και σ’ αυτή διενεργήθηκε και η συνέντευξη (ερ.33, 22).

Επί όμοιου ζητήματος, στην απόφαση του Ανώτατου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημ.07/02/14, λέχθηκε σχετικώς ότι «[…] ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Σχετικά με τα όσα αναφέρει περί μη παροχής διερμηνέα κατά τη συνέντευξη σημειώνω ότι στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα». Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την δέουσα επικοινωνία του αιτητή με τον διεξάγοντα τη συνέντευξη λειτουργό. Ο αιτητής είχε δηλώσει τα lingala ως μητρική του γλώσσα (βλ. ερ.3) και, ως και ανωτέρω αναφέρω, σε κανένα σημείο της συνέντευξης δεν εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητα του διερμηνέα να επικοινωνεί μαζί του στην γλώσσα αυτή και ούτε εξέφρασε αδυναμία αντίληψης από τον ίδιο των διαμειφθέντων στη συνέντευξη. Ουδεμία αμφιβολία γεννάται λοιπόν εν προκειμένω για την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη.

Δεδομένων των ως άνω οι ισχυρισμοί περί μη δέουσας γνώσεως ή και κατάρτισης του λειτουργού που διενέργησε την επίδικη συνέντευξη, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, δεδομένου του ότι το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, απορρίπτονται ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263, Kousoulides a.o. v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438 και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.95/2023, B. E. J. ν Δημοκρατίας, ανωτέρω].

Δεν μπορώ λοιπόν να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου ή του δικαιώματος ακρόασης, ως εισηγείται ο συνήγορος του. Άλλωστε θα πρέπει να υπομνησθεί ότι ο αιτητής είχε κάθε δικαίωμα να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν. Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Λεχθέντων των ως άνω, δεδομένου ότι οι λοιποί προωθούμενοι εκ του αιτητού ισχυρισμοί συμπλέκονται με την ουσία της υπόθεσης προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [βλ. αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 107/2023, Q. B. T. ν. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25].

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στη σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Επανερχόμενος και διερχόμενος με προσοχή του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης θα συμφωνήσω με τα ευρήματα και τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού (ο οποίος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος), ως αυτά έχουν καταγραφεί στην επίδικη έκθεση και παρατίθενται επιγραμματικά πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, τα οποία υιοθετώ ως έχουν και δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, παρά μόνο να σημειώσω τα εξής.

Το σύνολο του αφηγήματος του αιτητή αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό επίθεση από ένοπλη ομάδα/συμμορία, στα πλαίσια της οποίας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ο φίλος του, ο δε ίδιος διέφυγε και έκτοτε η οικογένεια του αποθανόντος φίλου του κατηγορεί τον ίδιο για τον θάνατο του, στερείται κάθε ψήγματος εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων, περιέχει ασυνέπειες, ασάφειες, στερείται χρονολογικής αλλά και λογικής συνοχής, οι δε απαντήσεις του αιτητή στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν σε σχέση με τα λεγόμενα ουδέν κατ’ ουσία προσθέτουν σ’ αυτό. Σημειώνω ότι, δεδομένου ότι – ως ο ίδιος ο αιτητής τον προσδιόρισε – φορέας της ισχυριζόμενης δίωξης του ήταν η οικογένεια του φίλου του που σκοτώθηκε στη ληστεία, θα αναμενόταν να είναι σε θέση να αναφέρει με επάρκεια και ακρίβεια γιατί θεωρήθηκε ο ίδιος υπεύθυνος για τον θάνατο του φίλου του απ’ αυτούς, σε ποιες ενέργειες προέβησαν, οι οποίες θορύβησαν τον αιτητή και τον ανάγκασαν να φύγει από τη χώρα και τι συνέβη μεταξύ του χρόνου της ληστείας και μέχρι που αυτός έφυγε από τη χώρα. Επί τούτων, αντί ο αιτητής να παραθέσει μια πλήρη, συνεκτική αφήγηση της αλληλουχίας γεγονότων που τον οδήγησε να φύγει από τη χώρα, παραθέτει ότι η οικογένεια του αιτητή είναι πλούσιοι και τον θεωρούν υπεύθυνο και έβαλαν την αστυνομία, η οποία ήταν παρούσα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, λίγο μετά που συνέβη η ληστεία, ποιοι τον πληροφόρησαν ότι τον ψάχνουν, ποια είναι τα άτομα που τον ψάχνουν, πως κατάφερε να φύγει από τη χώρα νομίμως, αεροπορικώς, ενώ – ως σε κάποιο σημείο των λεγομένων του αναφέρει – τον ψάχνει (και) η αστυνομία, κατ’ εντολή της οικογένειας του αποθανόντος φίλου του και – το σημαντικότερο – ουδεμία σαφή πληροφορία δίδει για τον χρόνο αυτό, πέραν ασαφών δηλώσεων του ότι κρυβόταν, μετακινούμενος «από το ένα μέρος στο άλλο» (ερ.25).

Αναφορικά με την εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), εκ των οποίων και επιβεβαιώνεται η δράση εγκληματικών ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα και την αυξημένη εγκληματικότητα που επικρατεί, περιλαμβανομένων ληστειών, βίαιων επιθέσεων, ενίοτε δε από οργανωμένα σύνολα (kulunas), με την ανοχή και πολλές φορές λόγω αδυναμίας των Αρχών να προστατέψουν τους πολίτες. Όμοιες πληροφορίες καταγράφονται και σε πηγή που έχω εντοπίσει.[1] Δεν θα πρέπει λοιπόν να αμφισβητείται, άλλωστε αυτό ήταν και το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση (βλ. ερ.43), ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής αναφορικά με τη ληστεία, στα πλαίσια της οποίας φίλος του έχασε τη ζωή του συνάδουν με ΠΧΚ, ως φαινόμενα που απαντώνται στη ΛΔΚ.

Παρά όμως τα ως άνω, εν προκειμένω η καταφανής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή, ως ανωτέρω λεπτομερώς εξηγείται, δεν μπορεί να υπερκερασθεί από το ότι – ως γενικές πληροφορίες -  επιβεβαιώνεται ότι συμβάντα ως αυτά που ο αιτητής εδώ περιγράφει λαμβάνουν χώρα στην Κινσάσα. Τονίζεται σχετικώς ότι αν το ότι συνάδει μια πληροφορία που δίδει ένας αιτητής με ΠΧΚ θεωρείτο αρκετό από μόνο του ώστε να ανατραπεί ένα εύρημα περί παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κατά τ’ άλλα κάθε ψήγματος βιωματικού στοιχείου αλλά και εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών θα απέληγε, θεωρώ, σε «αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης» (βλ. πιο πάνω απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO). Ως εξάλλου στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Στη δε σελ.131 τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι η σε πολλά και καίρια σημεία του αφηγήματος του αιτητή έλλειψη εσωτερικής συνοχής που εντοπίζεται είναι τέτοια που δεν αφήνει εδώ περιθώριο αποδοχής τους.

Ενόψει των ως άνω απομένει η εξέταση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Κινσάσα).

Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[2] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης καθώς οι ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[3]

Στη βάση δεδομένων ACLED, για την περίοδο από 23/05/24 ως 23/05/25, καταγράφηκαν συνολικά 87 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 234 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 5 μάχες (με 14 ανθρώπινες απώλειες), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 ανθρώπινες  απώλειες), 54 διαδηλώσεις (χωρίς ανθρώπινες απώλειες) και 16 εξεγέρσεις (με 203  θάνατοι) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας.[4] Ο πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται περί τα 17 εκατομμύρια. [5]

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει με την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθώς η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, λαμβανομένου υπόψη και του πληθυσμού της περιοχής, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ περαιτέρω να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, δεδομένης της απόρριψης του συνόλου του αφηγήματος του, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω  (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη και συνυπολογίζω ότι ο αιτητής είναι νεαρός (29 ετών), με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, υγιής, εργασιακή εμπειρία και οικογενειακό δίκτυο στην Κινσάσα, μεταξύ των οποίων θεία και γιαγιά, χωρίς να εντοπίζονται άλλα στοιχεία ευαλωτότητας (βλ. ερ.29-31), δεδομένα τα οποία και επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι θα έχει τα κατάλληλα μέσα για να εξασφαλίσει – έστω προσωρινά – στήριξη και στέγαση, μέχρι να ορθοποδήσει και να βιοποριστεί, ώστε να εξασφαλίσει με ίδια μέσα τα προς το ζην, παρά τις αντιξοότητες που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσει. Σημειώνεται άλλωστε ότι, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»   

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Περαιτέρω, δεδομένων των ως άνω διαπιστώσεων μου, δεν εντοπίζω εκ των ενώπιον μου στοιχείων κάτι που να συνηγορεί υπέρ του ότι επιστροφή του αιτητή θα συνιστούσε επαναπροώθηση και θα εξέθετε αυτόν σε κινδύνους κατά παράβαση των αρ.2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Δεν αποδέχομαι λοιπόν τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση επιστροφής στερείται αιτιολογίας, καθώς, δεδομένης της υιοθέτησης καθ’ ολοκληρία της επίδικης έκθεσης, στα πλαίσια της οποίας τελείται πλήρης εξέταση όλων των πτυχών, περιλαμβανομένου του κατά πόσο επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση των αρ.2 και 3 της ΕΣΔΑ και της αρχής της μη επαναπροώθησης, κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης – μεταξύ άλλων –των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή αλλά και της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (βλ. ερ.40-43), είναι κατάληξη μου ότι αυτή αιτιολογείται δεόντως. Ενόψει δε του ότι δεν έχω εντοπίσει παθογένεια στην απόφαση επιστροφής παρέλκει βεβαίως η εξέταση του κατά πόσο τυχόν ακυρότητα αυτής συμπαρασύρει και την απόφαση απόρριψης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου και τα όσα περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας όλων των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της προσφυγής.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Ministry of Immigration and Integration (The Danish Immigration Service) – DRC: Socioeconomic conditions in Kinshasa – October 2022, https://us.dk/media/ofggkep0/notat-drc-kinshasa.pdf

[2] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[3] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,   καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,     UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html,  USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency,  Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf,   και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο,   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[4] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians /  Riots / Protests), Custom Date Range: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa, [ημ. 28/05/25]

[5] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,

[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο