D.I.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2943/2023, 9/12/2025
print
Τίτλος:
D.I.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2943/2023, 9/12/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  2943/2023

9 Δεκεμβρίου, 2025

[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος

Μεταξύ:

D.I.K., 

από Νιγηρία

                                                                         Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Κ. Αριστοδήμου (κα), για Μ. Παπαλοΐζου (κος)

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Α. Κίτσιου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.06.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας την οποίαν εγκατέλειψε στις 07.04.2022 και αφίχθη στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του. Ακολούθως, στις 10.04.2022, εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11.05.2022. Στις 23.06.2023 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενη ως «η Λειτουργός»), η οποία στις 29.06.2023, υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, στις 30.06.2023, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και την επιστροφή του στη Νιγηρία, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 04.08.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν στοιχειοθετούν κανένα λόγο ακυρότητας και δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης που είναι στους ώμους του. Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζεται στην αγόρευσή της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής διερεύνησης και εντός της διακριτικής τους ευχέρειας και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Υποστηρίζει περαιτέρω η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 
Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1].  Τούτο δε, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4].  Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.

 

Εν πάση περιπτώσει, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς, κατόπιν του θανάτου του πατέρα του, του δήλωσαν πως όφειλε να τον αντικαταστήσει ως αρχιερέας του χωριού του. Ο Αιτητής, όντας χριστιανός στο θρήσκευμα, αρνήθηκε καθώς αυτό αντίκειτο στην πίστη του. Ως εκ τούτου, ο βασιλιάς του χωριού απείλησε ότι θα τον σκοτώσουν και θα χρησιμοποιήσουν το αίμα του ώστε να κατευνάσουν τους Θεούς για να αναλάβει κάποιο άλλο άτομο. Ο Αιτητής κατέφυγε στην εκκλησία και ο πάστορας του τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ώστε να βρει ασφάλεια  (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε πως προέρχεται από το χωριό Ntueke, πολιτεία Imo όπου διέμεινε έως το 2015, εν συνεχεία μετοίκησε στην πόλη Abuja έως το 2019 και ακολούθως μετοίκησε στο  Dubai για δύο έτη έως ότου επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του και επανεγκαταστάθηκε στην πόλη Abuja το 2021 (ερυθρό 24/1Χ – 4Χ του διοικητικού φακέλου). Ως τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του, δήλωσε την πόλη Abuja (ερυθρό 24/2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι άγαμος και άτεκνος (βλ. ερυθρό 24/1Χ του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε ότι έχει δύο αδελφές, οι οποίες διαμένουν στην πολιτεία Imo (ερυθρό 23/3Χ), καθώς και ότι είχε έναν αδελφό, ο οποίος απεβίωσε το 2019 (ερυθρό 24, 23). Η μητέρα του είναι εν ζωή και κατοικεί στο χωριό Ntueke, ενώ ο πατέρας του απεβίωσε το 2018 (ερυθρό 23/1Χ, 2Χ). Ο Αιτητής διατηρεί αραιή επικοινωνία με την οικογένειά του (ερυθρό 23). Σε σχέση με την εθνοτική του καταγωγή, δήλωσε ότι ανήκει στην ομάδα Igbo (ερυθρό 25), ενώ ως προς το θρήσκευμά του ανέφερε ότι είναι χριστιανός (ερυθρό 25/1Χ). Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι φοίτησε για ένα έτος σε ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, παρακολουθώντας φιλοσοφικές σπουδές στην πόλη Owerri (ερυθρό 25/4Χ, 5Χ, 25). Σε σχέση με τις γλωσσικές του δεξιότητες, ανέφερε ότι ομιλεί τη γλώσσα Igbo, η οποία αποτελεί τη μητρική του, καθώς και Αγγλικά (ερυθρό 25/2Χ, 3Χ). Ως προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δήλωσε ότι εργάστηκε σε εταιρία στοιχημάτων την περίοδο 2015–2017 και ως οδηγός πλοιαρίου από το 2018 έως το 2019 (ερυθρό 25/6Χ). Τέλος, ο Αιτητής ανέφερε ότι εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές κάνοντας χρήση άδειας εισόδου για σκοπούς φοίτησης (ερυθρό 22/2Χ).

 

Αναφορικά με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την προφορική του συνέντευξη και ειδικότερα στο πλαίσιο της ελεύθερης αφήγησής του, υποστήριξε ότι είχε έναν αδελφό και ότι το 2018 απεβίωσε ο πατέρας του, ο οποίος ήταν αρχιερέας και υπεύθυνος για τη θεότητα του χωριού. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, μετά τον θάνατο του αρχιερέα, τη θέση του οφείλει να αναλάβει ο πρωτότοκος υιός, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο αδελφός του Αιτητή. Όπως ανέφερε, όλα τα μέλη της οικογένειας, πλην του πατέρα, ήταν χριστιανοί. Μετά τον θάνατο του πατέρα, ζητήθηκε από τον πρωτότοκο υιό να τον διαδεχθεί, ωστόσο εκείνος αρνήθηκε. Τέσσερις ημέρες αργότερα, σύμφωνα με τον Αιτητή, του γνωστοποιήθηκε ότι θα τον σκότωναν και ότι το αίμα του θα χρησιμοποιείτο για τον κατευνασμό των Θεών. Μετά τις απειλές αυτές, του ζήτησαν να εγκαταλείψει το χωριό, πράγμα που αρνήθηκε, και στη συνέχεια απήχθη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατόπιν της απαγωγής του αδελφού, η κοινότητα στράφηκε προς τον δεύτερο υιό, δηλαδή τον Αιτητή, ζητώντας του να αναλάβει τη θέση. Ο ίδιος αρνήθηκε και, σύμφωνα με όσα κατέθεσε, απειλήθηκε επίσης με θάνατο. Αναφέρθηκε ακόμη ότι επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να απαγχθεί και ο ίδιος στην Abuja, γεγονός που πληροφορήθηκε από τη μητέρα του, με αποτέλεσμα να αλλάξει τόπο διαμονής. Τελικώς, αποφάσισε να μεταβεί στο Dubai για λόγους ασφάλειας, όπου διέμεινε επί δύο έτη. Καθώς η ζωή του εκεί ήταν δύσκολη, επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του και ξεκίνησε να διερευνά τις δυνατότητες διεθνούς προστασίας, προετοιμάζοντας τα απαραίτητα έγγραφα για τη μετέπειτα άφιξή του στη Δημοκρατία (ερυθρό 21 του διοικητικού φακέλου).

 

Σε διευκρινιστική ερώτηση της Λειτουργού σχετικά με τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζε εάν δεν είχε διαφύγει και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα θανατωνόταν (ερυθρό 21 του διοικητικού φακέλου). Όταν ζητήθηκε να αιτιολογήσει την πεποίθησή του αυτή, απάντησε ότι αυτό συνέβη στον αδελφό του (ερυθρό 20). Ερωτηθείς εάν, από τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, υπήρξε κάποιο νέο περιστατικό που να καταδεικνύει ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 20). Σε άλλη ερώτηση, εάν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για τις απειλές που δεχόταν, δήλωσε επίσης αρνητικά, προσθέτοντας ότι σε ζητήματα που σχετίζονται με παραδόσεις δεν λαμβάνουν μέτρα (ερυθρό 20). Σε ερώτηση για ποιο λόγο η ανάληψη της θέσης του αρχιερέα αντίκειται στη θρησκεία του, ο Αιτητής εξήγησε ότι ο αρχιερέας τελεί θυσίες, πρακτική που οι χριστιανοί δεν αποδέχονται (ερυθρό 19). Όταν ρωτήθηκε εάν οι θυσίες αφορούν ζώα ή ανθρώπους, απάντησε ότι οι εβδομαδιαίες θυσίες περιλαμβάνουν ζώα και, κάποιες φορές, ανθρώπους (ερυθρό 19). Σε ερώτηση για την ονομασία του ειδώλου που υπηρετούσε ο αρχιερέας της κοινότητάς του, ανέφερε ότι ονομάζεται Awkabigbo (ερυθρό 19), ενώ δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πολλά σχετικά, πέραν του ότι ο πατέρας του το υπηρετούσε (ερυθρό 19/1Χ).

Ερωτηθείς για τον τρόπο ανάληψης της θέσης του αρχιερέα, ο Αιτητής ανέφερε ότι υφίσταται συγκεκριμένη διαδικασία (ερυθρό 19/2Χ) και ότι ο βασιλιάς είναι εκείνος που στέφει τον διάδοχο (ερυθρό 19). Σε περαιτέρω ερώτηση, παραδέχθηκε ότι δεν γνωρίζει τι ακριβώς περιλαμβάνει η τελετή στέψης (ερυθρό 19/3Χ). Δήλωσε επίσης ότι έξι εβδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα του προσέγγισαν τον αδελφό του προκειμένου να του ζητήσουν να τον αντικαταστήσει (ερυθρό 19).

 

Όταν ερωτήθηκε πώς ήταν βέβαιος ότι ο αδελφός του απήχθη, ανέφερε ότι σε περίπτωση άρνησης είτε απαγάγουν το άτομο είτε σκηνοθετούν ατύχημα (ερυθρό 18/2Χ). Αργότερα, ωστόσο, δήλωσε ότι δεν είχαν επίσημη επιβεβαίωση της απαγωγής, παρά μόνον προειδοποιήσεις (ερυθρό 18/4Χ). Σε ερώτηση εάν γνώριζε ότι ενδεχομένως θα καλούνταν να αναλάβει τη θέση στο μέλλον, απάντησε θετικά, σημειώνοντας ότι η διαδοχή είναι κληρονομική (ερυθρό 18/1Χ).

 

Ο Αιτητής υποστήριξε περαιτέρω πως, όταν αρνήθηκε, στάλθηκαν νεαροί για να τον απαγάγουν (ερυθρό 17/1Χ), χωρίς ο ίδιος να τους δει (ερυθρό 17/2Χ), επιβεβαιώνοντας ότι εκείνη την περίοδο διέμενε στην Abuja (ερυθρό 17). Ανέφερε ακόμη ότι είχαν δηλώσει στη μητέρα του να τον επιστρέψει στο χωριό (ερυθρό 17/4Χ). Σε ερώτηση πώς ήταν βέβαιος ότι ήρθαν για να τον απαγάγουν, απάντησε ότι το πληροφορήθηκε από τη μητέρα του (ερυθρό 17/5Χ), προσθέτοντας ότι εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόταν στην οικία του (ερυθρό 17/6Χ). Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι η θέση του αρχιερέα παραμένει κενή μέχρι σήμερα (ερυθρό 17/7Χ), ενώ δεν γνωρίζει αν υπήρξε κάποια εξέλιξη μετά τη διαφυγή του (ερυθρό 16/3Χ). Όταν ερωτήθηκε εάν θα μπορούσε άλλος να αναλάβει τη θέση, απάντησε ότι αυτό είναι πιθανό (ερυθρό 16/4Χ).

 

Η Λειτουργός επικαλέστηκε εξωτερικές πηγές πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες η άρνηση ανάληψης της θέσης είναι δυνατή χωρίς συνέπειες και ότι το κράτος παρεμβαίνει για τον ορισμό αντικαταστάτη· ο Αιτητής δεν σχολίασε (ερυθρό 16/5Χ). Σε περαιτέρω αναφορά της Λειτουργού ότι η διαδικασία διαδοχής μπορεί να λάβει διάφορες μορφές και συνήθως προϋποθέτει μακρά περίοδο εκπαίδευσης, ο Αιτητής απάντησε ότι μεταφέρει όσα ο ίδιος γνωρίζει (ερυθρό 16/6Χ). Σε σχέση με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, ο Αιτητής υποστήριξε ότι θα τον εντόπιζαν (ερυθρό 16). Όταν η Λειτουργός τον ρώτησε πώς θα πληροφορούνταν την επιστροφή του, δεδομένου ότι δεν είχαν ενημερωθεί όταν επέστρεψε από το Dubai, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει (ερυθρό 16).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, η Λειτουργός διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από τις δηλώσεις του:

 

Ο πρώτος αφορούσε ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας, με περιοχή καταγωγής την περιοχή Ntueke, Imo State και περιοχή διαμονής του από το 2015 μέχρι την αναχώρηση του από την χώρα περιοχή Abuja. Ενδιάμεσα από το 2019 μέχρι το 2021 έζησε στο Dubai. Ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από την Λειτουργό λόγω στοιχειοθέτησης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας.

 

Ο δεύτερος αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από τις απειλές που δεχόταν από την κοινότητα του πατέρα του λόγω άρνησης του να τον αντικαταστήσει ως chief priest, ο οποίος ισχυρισμός απορρίφθηκε από την Λειτουργό λόγω μη ικανοποιητικών και επαρκών πληροφοριών και διότι, κληθείς να παράσχει περισσότερες πληροφορίες, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, αοριστίες, ασάφειες και δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες. Ειδικότερα, ως έκρινε η Λειτουργός, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με το είδωλο και αναφέρθηκε σε αυτό αορίστως και ασαφώς ενώ δεν ήταν σε θέσει να παραθέσει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ανάληψης της θέσης του αρχιερέα («chief priest»). Περαιτέρω, ως επισήμανε η Λειτουργός, ο Αιτητής ήταν αντιφατικός και ασαφής στις δηλώσεις του σχετικά με την ιδιότητα του πατέρα του ως chief priest που αποτελεί την γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου δίωξής του και ήταν ασαφής όταν αναφέρθηκε στο περιστατικό της απαγωγής του αδελφού του για το οποίο δεν προσέφερε στοιχεία. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει το πως ήταν σίγουρος πως ο αδελφός του απήχθη, απάντησε πως τους είχαν προειδοποιήσει εκ των προτέρων ενώ δεν είχαν καμία πληροφορία για την απαγωγή. Έλλειψη ευλογοφάνειας, ασάφεια και αοριστία παρατηρήθηκε στα λεγόμενα του σχετικά με την απαγωγή που αφορούσε τον ίδιο καθώς ισχυρίστηκε πως έγινε απόπειρα αλλά και πως δεν είδε τους δράστες και πληροφορήθηκε το γεγονός από την μητέρα του. Κληθείς να σχολιάσει εάν κάποιος τον αντικατέστησε αφότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν γνωρίζει και πως ο βασιλιάς ασχολείται με αυτό. Η Λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής ήταν αντιφατικός και πως τα λεγόμενα του δεν συνάδουν με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και όταν του επέστησε την προσοχή ως προς αυτό, εκείνος προσέφερε μη ικανοποιητικές και γενικές απαντήσεις. Τέλος, η Λειτουργός αξιολόγησε πως ο Αιτητής δεν υπέστη κάποιας μορφής δίωξης που να δικαιολογεί την έξοδο του από την χώρα καταγωγής.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, η Λειτουργός έκρινε πως τα όσα ο Αιτητής ανέφερε στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Περαιτέρω, ως παρέθεσε η Λειτουργός, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η άρνηση μίας τέτοιας θέσης είναι δυνατή χωρίς να ακολουθούν συνέπειες και το κράτος παρεμβαίνει για την ανάθεση του αντικαταστάτη ενώ η διαδοχή για αυτές τις θέσεις μπορεί να λάβει ποίκιλες μορφές αλλά συνήθως περιλαμβάνει μία μακρά περίοδο εκμάθησης και εκπαίδευσης ώστε να αποκτήσει το άτομο τα προσόντα ώστε να μπορεί να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα της θέσης αυτής. Η Λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει βασικές πληροφορίες σχετικά με την ιδιότητα του chief priest ενώ θα αναμενόταν από εκείνον να γνωρίζει τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της εν λόγω θέσης. Στην βάση των ανωτέρω, η Λειτουργός απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό στο σύνολό του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελούσε και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, η Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής και ειδικότερα στην πολιτεία Imo θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Η Λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, και ειδικότερα στην πολιτεία Imo, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Επισημάνθηκε περαιτέρω αναφορικά με τον Αιτητή ότι πρόκειται για άτομο ενήλικο, μορφωμένο και χωρίς προβλήματα υγείας που διέμενε στην πολιτεία Imo.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, η Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, η Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Imo δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Προσέθεσε, τέλος, η Λειτουργός  ότι η πιθανή επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις και δη την απουσία οποιασδήποτε προσωπικής και πραγματικής απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία κατά την επιστροφή του στη Νιγηρία, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε η Λειτουργός. Ορθώς επιπλέον κρίθηκε ως τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή η Πολιτεία Imo της Νιγηρίας.

 

Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυρισμό περί δίωξης του Αιτητή εκ μέρους της κοινότητάς του λόγω της άρνησής του να αναλάβει τη θέση του «chief priest» μετά τον θάνατο του πατέρα του, έχοντας εξετάσει τα όσα δήλωσε ο Αιτητής, φρονώ ότι η αξιολόγηση του Λειτουργού ως προς την αξιοπιστία του κρίνεται, σε γενικές γραμμές, ορθή, πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο Λειτουργός προέβη σε λεπτομερή εξέταση του αφηγήματος του Αιτητή, εστιάζοντας εύστοχα στις εσωτερικές αντιφάσεις, στην έλλειψη λογικής συνοχής, καθώς και στην απουσία εξωτερικών τεκμηρίων που να ενισχύουν την αφήγηση. Ωστόσο, εξεταζόμενες προσεκτικά οι επιμέρους δηλώσεις του Αιτητή, το Δικαστήριο διαπιστώνει σειρά πρόσθετων αντιφάσεων, ασάφειες και κενά πληροφόρησης, τα οποία επηρεάζουν ουσιωδώς την εσωτερική αξιοπιστία του δευτέρου ισχυρισμούς :

Πρώτον, σε σχέση με την περιγραφή του ρόλου και της φύσης της θέσης του «chief priest», ο Αιτητής παρέθεσε ελάχιστες και σε μεγάλο βαθμό γενικόλογες πληροφορίες. Παρά το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο πατέρας του κατείχε τη θέση αυτή, ότι ο ίδιος μεγάλωσε σε περιβάλλον όπου ο εν λόγω ρόλος αποτελούσε το επίκεντρο της απειλούμενης δίωξης και ότι γνώριζε ήδη εκ των προτέρων πως η θέση αυτή είναι κληρονομική και ότι «κάποια στιγμή» θα καλείτο να την αναλάβει, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια ούτε τις αρμοδιότητες, ούτε τη διαδικασία ανάληψης της θέσης, ούτε τη φύση της τελετής στέψης, περιοριζόμενος σε γενικές αναφορές ότι «υπάρχει μία διαδικασία» και ότι «ο βασιλιάς στέφει τον διάδοχο», χωρίς να δύναται να εξηγήσει τι συνεπάγεται στην πράξη αυτή η διαδικασία. Η αδυναμία του να προσφέρει στοιχειώδεις λεπτομέρειες για τον κεντρικό θεσμό που – κατά τους ισχυρισμούς του – καθόρισε την απειλή κατά της ζωής του, δεν συνάδει με το γεγονός ότι μεγάλωσε ως υιός του εν λόγω προσώπου και ότι ο ίδιος αποτελούσε εν δυνάμει διάδοχο.

 

Δεύτερον, ως προς το ίδιο το «είδωλο» ή τη θεότητα Awkabigbo, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει «πολλά», πλην του ότι ο πατέρας του υπηρετούσε τη συγκεκριμένη θεότητα, ενώ κατά τα λοιπά περιορίστηκε να αναφέρει ότι ο αρχιερέας τελεί εβδομαδιαίες θυσίες, οι οποίες «περιλαμβάνουν ζώα και, ενίοτε, ανθρώπους». Ενόψει του ότι ο ισχυριζόμενος φόβος του Αιτητή θεμελιώνεται ακριβώς στο ότι αρνείται, για θρησκευτικούς λόγους, να συμμετάσχει σε αυτές τις πρακτικές, θα ανέμενε κανείς πιο συγκεκριμένη γνώση και περιγραφή των σχετικών τελετών, έστω και σε βασικό επίπεδο. Αντιθέτως, τα στοιχεία που παραθέτει είναι αόριστα, μη επαρκώς εξειδικευμένα και σε ορισμένα σημεία εσωτερικά αντιφατικά, στο μέτρο που παρουσιάζουν μία ιδιαιτέρως ακραία μορφή λατρευτικής πρακτικής χωρίς όμως να συνοδεύονται από συγκεκριμένες περιστάσεις, γεγονότα, χρονικά πλαίσια ή άλλα αντικειμενικά στοιχεία που να προσδίδουν ευλογοφάνεια στους ισχυρισμούς του.

 

Τρίτον, σε σχέση με την τύχη του αδελφού του, ο Αιτητής εμφανίζει αντιφάσεις και ασάφειες. Από τη μια πλευρά, κατέγραψε ότι ο αδελφός του απεβίωσε το 2019, συνδέοντας εμμέσως τον θάνατό του με την άρνησή του να αναλάβει τη θέση του πατέρα τους και αναφέροντας ότι «αυτό συνέβη στον αδελφό του» όταν κλήθηκε να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι και ο ίδιος θα θανατωνόταν. Από την άλλη, όταν ρωτήθηκε πώς είναι βέβαιος ότι ο αδελφός του απήχθη, ανέφερε ότι σε περίπτωση άρνησης «είτε απαγάγουν το άτομο είτε σκηνοθετούν ατύχημα», αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν είχαν οποιαδήποτε απτή πληροφόρηση ή επιβεβαίωση για το τι ακριβώς συνέβη, παρά μόνο «προειδοποιήσεις». Η εναλλαγή αυτή μεταξύ διαβεβαίωσης περί θανάτου του αδελφού και παραδοχής ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη γνώση για το τι πράγματι συνέβη, δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια και τη σταθερότητα των δηλώσεών του επί κρίσιμου γεγονότος.

 

Τέταρτον, παρόμοια ασάφεια και έλλειψη ευλογοφάνειας παρατηρείται και αναφορικά με την αποπειραθείσα – κατά τους ισχυρισμούς του – απαγωγή του ίδιου στην Abuja. Ο Αιτητής ανέφερε ότι «στάλθηκαν νεαροί για να τον απαγάγουν», πλην όμως ο ίδιος ουδέποτε τους είδε, δεν ήταν παρών κατά το επίδικο συμβάν, και πληροφορήθηκε το γεγονός αποκλειστικά μέσω της μητέρας του. Παράλληλα, δήλωσε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν βρισκόταν καν στην οικία του. Οι πληροφορίες που παραθέτει είναι, ως εκ τούτου, πλήρως έμμεσες (έκ τρίτου), δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα περιστατικά ή άλλα δεδομένα, και δεν εξηγούν με ικανοποιητικό τρόπο πώς προέκυψε το συμπέρασμα ότι υπήρξε πράγματι οργανωμένη απόπειρα απαγωγής του, σε αντίθεση με μία γενικότερη κλιμάκωση εντάσεων ή απειλών σε οικογενειακό/κοινοτικό επίπεδο.

 

Πέμπτον, η εικόνα που προκύπτει από τις δηλώσεις του ως προς την τύχη της επίδικης θέσης μετά τη διαφυγή του είναι επίσης αντιφατική και ελλιπώς διευκρινισμένη. Από τη μία, ο Αιτητής δήλωσε ότι μέχρι σήμερα η θέση του αρχιερέα παραμένει κενή, γεγονός το οποίο, αν ευσταθούσε, θα αντέβαινε στον ισχυρισμό περί επείγουσας και αδιαπραγμάτευτης ανάγκης να καλυφθεί αμέσως η θέση με τίμημα, ενδεχομένως, ακόμη και την ανθρώπινη θυσία. Από την άλλη, όταν ρωτήθηκε αν κάποιος άλλος θα μπορούσε να αναλάβει τη θέση, απάντησε ότι «ενδέχεται να είναι δυνατόν», χωρίς όμως να δύναται να εξηγήσει γιατί μια τέτοια δυνατότητα δεν ενεργοποιήθηκε ούτε μετά την άρνηση του αδελφού, ούτε μετά τη δική του φυγή, ούτε σε μεταγενέστερο χρόνο. Επιπλέον, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν γνωρίζει τι έχει συμβεί εντέλει με τη θέση αυτή. Η ασυνέπεια αυτή ως προς την αναγκαιότητα άμεσης διαδοχής και την πραγματική εξέλιξη της κατάστασης δεν ενισχύει την εσωτερική λογική του ισχυρισμού του.

 

Έκτον, υπάρχουν επιμέρους αποκλίσεις μεταξύ της αρχικής γραπτής αίτησης του Αιτητή και της αναλυτικότερης προφορικής του κατάθεσης σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα αντίδρασής του στις φερόμενες απειλές. Στην αίτηση αναφέρεται ότι, κατόπιν των απειλών, κατέφυγε στην εκκλησία και, με τη βοήθεια του πάστορά του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να βρει ασφάλεια. Αντιθέτως, κατά τη συνέντευξη, η εικόνα που δίδεται είναι περισσότερο σταδιακή: αρχική διαμονή στο χωριό Ntueke, μετοίκηση στην Abuja, απειλές και φερόμενη απόπειρα απαγωγής, εν συνεχεία μετοίκηση στο Dubai για περίοδο δύο ετών, επιστροφή στη Νιγηρία και επανεγκατάσταση στην Abuja, και μόνο τότε διερεύνηση των δυνατοτήτων διεθνούς προστασίας. Αν και δεν πρόκειται για κατ’ ανάγκην αναιρούμενες εκδοχές, η διαφοροποίηση ως προς τον άμεσο ή μη χαρακτήρα της φυγής του, τον ρόλο του πάστορα και τη χρονική αλληλουχία των κινήσεών του δημιουργεί ένα βαθμό ασάφειας ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος αντιλαμβάνεται και παρουσιάζει τα κρίσιμα γεγονότα που αποτέλεσαν, κατά τα λεγόμενά του, τη βάση του φόβου δίωξης.

Τέλος, σημειώνεται ότι, μολονότι ο Αιτητής επικαλέστηκε, ως γενικό αξίωμα, την αδράνεια των κρατικών αρχών σε ζητήματα «παράδοσης», δεν προέβη σε καμία απόπειρα προσφυγής στις αρχές της χώρας του, ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο (πέραν των γενικών ισχυρισμών του) που να καταδεικνύει ότι, έστω και κατ’ εξαίρεση, απευθύνθηκε κάπου για βοήθεια ή ότι αντιμετώπισε απόρριψη ή αδιαφορία. Η παράμετρος αυτή δεν αφορά μόνο την εξωτερική αξιοπιστία αλλά και την εσωτερική λογική της συμπεριφοράς του, εφόσον δεν εξηγείται επαρκώς γιατί δεν δοκιμάστηκε καμία διαθέσιμη εναλλακτική προστασίας εντός της χώρας, παρά την ισχυριζόμενη σοβαρότητα και ένταση της απειλής κατά της ζωής του.

 

Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες ως προς την εσωτερική του αξιοπιστία. Οι διαπιστωθείσες αντιφάσεις, οι ουσιώδεις ασάφειες, η έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών για ζητήματα που, εύλογα, θα ανέμενε κανείς να γνωρίζει επαρκώς ο ίδιος, καθώς και η περιορισμένη ευλογοφάνεια ορισμένων κρίσιμων σημείων της αφήγησής του, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να αποδεχθεί τον ισχυρισμό αυτό ως επαρκώς τεκμηριωμένο και πειστικό, μόνο στη βάση των δηλώσεων του Αιτητή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, το Δικαστήριο προχώσε σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές από τις οποίες προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

·      Σε  έκθεση της EASO (νυν EUAA)  του 2017 αναφέρεται ότι «[π]ριν από την εισαγωγή του Ισλάμ και του Χριστιανισμού, ο πληθυσμός της σημερινής Νιγηρίας ακολουθούσε – και μερικοί εξακολουθούν να ακολουθούν – διάφορες ιθαγενείς (ή παραδοσιακές) θρησκείες» οι οποίες ναι μεν διαφέρουν ανάλογα με την κοινότητα αλλά μοιράζονται και κάποια κοινά χαρακτηριστικά.[7] Οι περισσότερες από αυτές αναγνωρίζουν περισσότερους από έναν θεούς και πιστεύουν σε υπερφυσικές δυνάμεις, όπως είναι τα πνεύματα.[8] Η ίδια έκθεση συνεχίζει αναφέροντας πως οι πνευματικοί αρχηγοί αυτών των παραδοσιακών θρησκειών είναι διαμεσολαβητές με τον αθέατο κόσμο και παρέχουν θεραπείες τόσο με την έννοια της θεραπείας από ασθένειες όσο και με την μορφή τελετουργιών και φυλαχτών για προστασία από επιβλαβείς επιθέσεις από υπερφυσικές δυνάμεις.[9] Η ιθαγενής θρησκευτική πρακτική συχνά λαμβάνει τη μορφή τελετουργιών, οι οποίες στη Νιγηρία αποκαλούνται συχνά «juju», σημειώνεται δε πως τόσο οι πνευματικοί ηγέτες όσο και άλλα άτομα με εξουσία μπορεί να είναι οργανωμένα σε μυστικές οργανώσεις.[10] Οι οργανώσεις αυτές, παρόλο που είναι γνωστές στο κοινό, θεωρούνται μυστικές με την έννοια ότι το να μιλά κανείς ανοιχτά για όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτές θεωρείται ταμπού για κάποιον που δεν συμμετέχει.[11] Πολλοί χριστιανοί και μουσουλμάνοι πνευματικοί ηγέτες έχουν απορρίψει οποιαδήποτε πρακτική «juju» ως αντίθετη προς την ορθή θρησκευτική πρακτική και ως αποτέλεσμα παγανιστικών και ειδωλολατρικών επιρροών.[12] Ωστόσο, πολλοί συνδυάζουν τις χριστιανικές ή ισλαμικές πρακτικές με την παραδοσιακή θρησκεία, «κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί ως μια μορφή κάλυψης κινδύνου», αποσκοπώντας στη διασφάλιση της δικής τους και της ευημερίας της οικογένειάς τους.[13]

 

·      Σύμφωνα με έναν ανώτερο ερευνητή, όπως αναφέρεται σε έκθεση του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (IRB - Immigration and Refugee Board of Canada) δημοσιευθείσα το 2021, «ο ρόλος ενός παραδοσιακού ή αρχιερέα περιστρέφεται γύρω από την πνευματική καθοδήγηση μιας συγκεκριμένης κοινότητας» και η θέση του συνδέεται γενικά «με μια συγκεκριμένη θεότητα», καθώς και με την ιδιαίτερη γεωγραφική περιοχή στην οποία η θεότητα αυτή κυριαρχεί ή ασκεί «τη δύναμη και την επιρροή της».[14] Στην ίδια πηγή αναφέρεται πως «[κ]άποιος μπορεί να γίνει αρχιερέας ή [σαμάνος] με κληρονομικό τρόπο, καθώς ο ρόλος αυτός μεταβιβάζεται συχνότερα από γενιά σε γενιά μεταξύ των ανδρικών μελών μιας οικογένειας, ενώ οι δραστηριότητες μαγείας μεταδίδονται κυρίως μεταξύ των γυναικείων μελών.»[15] Σημειώνεται περαιτέρω πως «[τ]ο αξίωμα του αρχιερέα ή ιερέα των πνευμάτων (fetish priest) δεν είναι απαραίτητο να μεταβιβαστεί στον πρωτότοκο γιο, καθώς αυτή είναι μια ευρωπαϊκή και όχι αφρικανική παράδοση.»[16]

 

·      Σχετικά με τον τρόπο επιλογής αρχιερέων αναφέρεται ότι η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι ο υποψήφιος πρέπει να συνδέεται με τη συγκεκριμένη θεότητα ιστορικά και γενεαλογικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή καθορίζεται από τη θεότητα μέσω μαντείας, είτε άμεσης προσωπικής έμπνευσης. Σε άλλες περιπτώσεις, ο υποψήφιος επιλέγεται σύμφωνα με ένα πλαίσιο διαδοχής βάσει ιερατικής συγγένειας ή της ιδιότητας μέλους ενός χωριού ή μιας φυλής.[17] Στην ίδια έκθεση αναφέρεται πως δεν τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο τίτλος δύναται να απορριφθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις τοπικές πεποιθήσεις, ο τίτλος αυτός δεν προσφέρεται από ανθρώπους, αλλά γίνεται αυτόματα αποδεκτός, καθότι στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγείται από τους θεούς πολύ πριν από τη γέννηση του ατόμου. Μία από τις συνέπειες αυτής της άρνησης μπορεί να είναι η μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Όταν ο τίτλος είναι κληρονομικός το πρόσωπο αυτό οφείλει να αποδεχθεί την προσφορά αλλά, αν για κάποιο λόγο αρνηθεί, η κοινότητα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να εξεύρει αντικαταστάτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κοινότητα θα αφήσει στην εκάστοτε θεότητα να αποφασίσει, παρόλο που υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα έχουν συστηματικά αποκλειστεί από τις εκδηλώσεις της κοινότητας.[18]

 

·      Πηγή της εν λόγω έρευνας υποδεικνύει ότι είναι δυνατή η άρνηση ενός τέτοιου τίτλου και ότι γενικά δεν υπάρχουν σε γενικές γραμμές συνέπειες πέραν ​​από τον φόβο «της εξαγρίωσης των ανώτερων πνευμάτων», για όσους πιστεύουν σε αυτό. Διαφορετική πηγή, αναφέρει επιπρόσθετα ότι αναμένεται να παρατηρείται σταδιακή αύξηση στον αριθμό των προσώπων που αρνούνται την ανάληψη τέτοιων τίτλων, καθώς ο Χριστιανισμός αντικαθιστά τις «παραδοσιακές πεποιθήσεις» («traditional beliefs»)  στην κεντρική και νότια Νιγηρία και τα περισσότερα άτομα που αρνούνται να κατέχουν τον τίτλο το κάνουν επειδή είναι Χριστιανοί και η χριστιανική θρησκεία δεν είναι συμβατή με τις αρμοδιότητες αυτού του τίτλου. Επισημαίνεται πως οι πληροφορίες αναφορικά με τη συχνότητα των αρνήσεων και τις συνέπειες για ένα άτομο που αρνείται ένα τέτοιο τίτλο που έχει επιλεγεί να τον αναλάβει στη νότια και κεντρική Νιγηρία ήταν περιορισμένες μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε ο εκδότης της εν λόγω έρευνας εντός των χρονικών ορίων ετοιμασίας της.[19]

 

Με βάση τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που αφορούν τις παραδοσιακές θρησκείες και τη διαδικασία ανάληψης του τίτλου του αρχιερέα στη Νιγηρία, προκύπτει ότι, παρότι υφίστανται πράγματι κοινοτικές πιέσεις ή κοινωνικός αποκλεισμός σε περιπτώσεις άρνησης ανάληψης τέτοιων τίτλων, τα μέτρα αυτά δεν συνιστούν γενικευμένη πρακτική σοβαρής βλάβης, ούτε τεκμηριώνεται ως συνήθης ή αναμενόμενη συνέπεια η άσκηση θανατηφόρας βίας ή απαγωγών. Επιπλέον, οι πηγές δεν επιβεβαιώνουν καίρια στοιχεία της αφήγησης του Αιτητή, όπως την υποχρεωτική διαδοχή από τον πρωτότοκο υιό, τη συστηματική τέλεση ανθρωποθυσιών ή την αυτόματη επιβολή θανατικής τιμωρίας σε περίπτωση άρνησης. Αντιθέτως, προκύπτει ότι η άρνηση είναι κατά κανόνα δυνατή, ότι συχνά δεν επιφέρει σοβαρές συνέπειες και ότι η κοινότητα δύναται να επιλέξει άλλο πρόσωπο ως διάδοχο. Ως εκ τούτου, το αφήγημα του Αιτητή δεν ενισχύεται αλλά αντιφάσκει με τα δεδομένα των εξωτερικών πηγών, με αποτέλεσμα η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του να κρίνεται αποδυναμωμένη και ανεπαρκής για τη θεμελίωση βάσιμου φόβου δίωξης.

 

Ως εκ τούτου, ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται ως αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία.  Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[20] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[21], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν. Staatssecretaris van Justitie[22]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρώννεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[23] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo της ΝιγηρίαςΑπό την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·      Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας – η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία – έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.

 

·      Σύμφωνα με την 2024 έκθεση του Nigeria Watch, «το 2024, περίπου το 75% των θανάτων από βίαια περιστατικά στη Νιγηρία σημειώθηκαν στον Βορρά. Αυτό το υψηλό ποσοστό αποδόθηκε κυρίως στην ανταρσία, τη ληστεία στην ύπαιθρο και τις αντιστασιακές επιχειρήσεις από τις κυβερνητικές δυνάμεις, ενώ ο Νότος επηρεάστηκε κυρίως από την εγκληματικότητα, τις διεκδικήσεις υπέρ της Biafra και τα κοινοτικά ζητήματα.» 

·      Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, πρόσφατη έκθεση του ινστιτούτου Bertelsmann Stiftung για τη Νιγηρία αναφέρει πως το Ισλαμικό κράτος για την δυτική Αφρική και άλλες ομάδες της Boko Haram συνεχίζουν να θέτουν απειλές στα βορειοανατολικά της χώρας, ενώ άλλες μη κρατικές ένοπλες ομάδες έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητες τους στην βορειοδυτική περιοχή, ενώ η σύγκρουση αγροτών-βοσκών συνεχίζεται στη βόρεια-κεντρική περιοχή και επεκτείνεται επίσης πέρα από αυτήν προς τα νότια, και υπάρχει αύξηση σε αυτονομιστική αναταραχή στα νοτιοανατολικά της χώρας. Η ανασφάλεια και το έγκλημα συνέχισαν να επικρατούν στην περιοχή Niger Delta, και πολιτική αναταραχή καταγράφεται στα νότια της χώρας ενόψει των γενικών εκλογών το 2023.

 

·      Περαιτέρω,  όπως αναφέρεται στην έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αναφορικά με τις εξελίξεις στην Δυτική Αφρική και την περιοχή Σάχελ κατά την χρονική περίοδο Δεκεμβρίου 2024 – Μαρτίου 2025, «[β]άσει δεδομένων από το Armed Conflict Location and Event Data Project, οι δραστηριότητες των ενόπλων, που αρχικά ήταν συγκεντρωμένες στη βορειοανατολική Νιγηρία, έχουν μετατοπιστεί ολοένα και περισσότερο προς τις βορειοδυτικές και ορισμένες νότιες περιοχές της χώρας.

 

·      Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στις νοτιοανατολικές πολιτείες, μία εκ των οποίων και η πολιτεία Imo, το 2023, οι κύριοι παράγοντες που ενεπλάκησαν σε εντάσεις ήταν οι «αποσχιστικές φατρίες»,  ή η Ομάδα Αυτοχθόνων του Biafra (Indigenous People of Biafra - IPOB) και το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (Eastern Security Network - ESN).  Η 2024 έκθεση του Nigeria Watch, αναφέρει πως το 2024, οι διαμαρτυρίες υπέρ της ανεξαρτησίας της Biafra στη νοτιοανατολική Νιγηρία στοίχισαν τη ζωή σε πλείστα άτομα, με την πολιτεία Imo να καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων και κοινότητες στις τοπικές αρχές Orsu και Ehime Mbano να πλήττονται περισσότερο. 

 

 

·      Σύμφωνα με την εφημερίδα Premium Times, η οποία επικαλείται επίσημες πηγές, αναφέρεται ότι την περίοδο μεταξύ 11 Φεβρουαρίου 2024 και 7 Μαρτίου 2024, δυνάμεις ασφαλείας που έδρασαν συνδυαστικά σκότωσαν «μεγάλο» αριθμό ύποπτων μελών της Ομάδας Αυτοχθόνων της Biafra (IPOB) και της ένοπλης στρατιωτικής της πτέρυγας, του Ανατολικού Δικτύου Ασφαλείας (ESN), σε διάφορες περιοχές στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Σύμφωνα με αναφερόμενη πηγή, οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν από το Joint Task Force of Operation Udoka, το οποίο αποτελείται από προσωπικό του Νιγηριανού Στρατού, του Νιγηριανού Ναυτικού, της Νιγηριανής Πολεμικής Αεροπορίας και της Αστυνομικής Δύναμης της Νιγηρίας· προσωπικό από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας και το Σώμα Ασφαλείας και Πολιτικής Άμυνας της Νιγηρίας συμμετείχε επίσης. Οι «ύποπτες» τοποθεσίες του IPOB/ESN εντοπίστηκαν στις κοινότητες Orsu, Eke-Ututu και Ihiteukwa, Ihittenansa, που βρίσκονται στη διοικητική περιοχή Orsu στην πολιτεία Imo. Κατά την ίδια περίοδο, επιπλέον τοποθεσίες καταστράφηκαν στη διοικητική περιοχή Ihiala, στην πολιτεία Anambra.

 

·      Εξετάζοντας,περαιτέρω την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, ήτοι η πόλιτεία Imo, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 15.08.2025), στην πολιτεία Imo, καταγράφηκαν 85 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 155 θάνατοι.[24] Σημειώνεται πως ο εκτιμώμενος πληθυσμός για την πολιτεία Imo κατά το 2022 ανήλθε σε 5,459,300 κατοίκους.[25]

 

·      Παρατίθενται επιπλέον πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Διαμέρισμα Πρωτεύουσας της Νιγηρίας, όπου ανήκει η πόλη Abuja. Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 15.08.2025), στο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Διαμέρισμα Πρωτεύουσας της Νιγηρίας, καταγράφηκαν 107 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 92 θάνατοι.[26] Σημειώνεται πως ο εκτιμώμενος πληθυσμός για το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Διαμέρισμα Πρωτεύουσας κατά το 2022 ανήλθε σε 3,067,500 κατοίκους.[27]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Imο, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς

κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552

 

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»

 

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598

 

[4] Zωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

 

 

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

 

[6]  Υπόθ. αρ. 128/2008, JAMAL KAROU v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

 

 

[7] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 52, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[8] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 52, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[9] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 52, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[10] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 52, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[11] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 52, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[12] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 54, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[13] EASO Country of Origin Information Report Nigeria Country Focus, Ιούνιος 2017, σελ. 55, διαθέσιμο σε: 90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[14] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author), Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been elected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE ], 12 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/de/dokument/2066541.html#:~:text=According%20to%20the%20same%20source,activities%20(Associate%20Professor%2020%20Oct (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[15] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author), Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been elected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE ], 12 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/de/dokument/2066541.html#:~:text=According%20to%20the%20same%20source,activities%20(Associate%20Professor%2020%20Oct (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[16] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, Consequences for a person to refuse a chief priest or fetish priest position for which they have been selected in south and central Nigeria [NGA103485.E], 6 Ιουλίου 2010, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/document/1056683.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[17] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author), Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been elected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE ], 12 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/de/dokument/2066541.html#:~:text=According%20to%20the%20same%20source,activities%20(Associate%20Professor%2020%20Oct (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[18] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author), Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been elected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE ], 12 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/de/dokument/2066541.html#:~:text=According%20to%20the%20same%20source,activities%20(Associate%20Professor%2020%20Oct (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[19] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author), Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been elected in south and central Nigeria; state protection (2019–October 2021) [NGA200792.FE ], 12 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/de/dokument/2066541.html#:~:text=According%20to%20the%20same%20source,activities%20(Associate%20Professor%2020%20Oct (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[20] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

 

[21] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

 

 

[22]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[23] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

 

[24] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/08/2025)

 

[25] City Population, Imo – Nigeria, Imo (State, Nigeria) - Population Statistics, Charts, Map and Location (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[26] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/08/2025)

 

[27] City Population, Federal Capital Territory (Abuja) – Nigeria, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA015__federal_capital_territory/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/08/2025)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο