M. L. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 373/2024, 9/12/2025
print
Τίτλος:
M. L. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 373/2024, 9/12/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  373/2024

09 Δεκεμβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M. L. K.

από Ινδία

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για ΑιτήτριαΓ. Βασιλόπουλος

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Κ. Χρυσοστόμου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Αιτήτρια παρούσα

[Διερμηνείς: Ε. Ηρακλέους για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα

SDawoodi (κα) για διερμηνεία από Punjabi στην αγγλική και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 21.11.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

  

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από την Ινδία την οποίαν εγκατέλειψε στις 15.08.2022 και αφίχθηκε αυθημερόν στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με θεώρηση εισόδου για εργασία. Στις 29.05.2023 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και ακολούθως προγραμματίστηκε συνέντευξη στις 09.09.2023 με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «ο Λειτουργός»), ο οποίος στις 18.11.2023, συνέταξε  σχετική Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 21.11.2023, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής της. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, πρόβαλε στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας πλείονες λόγους ακυρώσεως. Ωστόσο, κατά την γραπτή της αγόρευση, όσο και κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων προώθησε μόνο τον λόγο ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η απόφαση πάσχει καθ’ ότι εκδόθηκε από λειτουργό που δεν έχει εξουσιοδότηση από τον νυν και αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, στην γραπτή τους αγόρευση, απαντούν στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, εμμένοντας στην θέση τους ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στα Άρθρα 3 ή/και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.  Προσθέτουν δε ότι ο λειτουργός που έλαβε την απόφαση ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να ενεργεί ως Προϊστάμενος και εν προκειμένω ενήργησε εντός του πλαισίου της εξουσιοδότησης που είχε, νομίμως, ορθώς και αρμοδίως.

 

Στο πλαίσιο των διευκρινήσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο συνήγορος της Αιτήτριας υιοθέτησε τη γραπτή και απαντητική του αγόρευση επισημαίνοντας τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του εκδοθέντος της απόφασης προσώπου. Επί του ζητήματος τοποθετήθηκε και η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση προσκομίζοντας σχετική νομολογία.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Επί του λόγου ακυρώσεως που άπτεται της αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Οι ισχυρισμοί του κ. Βασιλόπουλου περί αναρμοδιότητας εστιάζουν στο ότι ο λειτουργός που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση είχε εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών, ήτοι τον κ. Νουρή ο οποίος έχει παύσει τα καθήκοντα του από τις 28.02.2023, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε περί τους εννέα μήνες μετέπειτα, ήτοι στις 21.11.2023. Είναι συνεπώς η θέση του κ. Βασιλόπουλου ότι σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ 1885/2012, η απόφαση μεταβίβασης αρμοδιότητας ή του δικαιώματος υπογραφής εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ανάκλησή της από το αρμόδιο όργανο ή αν αυτός που την εξέδωσε παύσει να υπάρχει. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι η κανονιστική πράξη της εξουσιοδότησης υπογραφής εξακολουθεί να ισχύει μέχρι να καταργηθεί από μεταγενέστερη όμοιά της και δεν συνδέεται με τυχόν μεταβολή του προσώπου του εξουσιοδοτούντος ή του εξουσιοδοτημένου οργάνου εκτός αν η εξουσιοδότηση δοθεί ρητά σε συγκεκριμένο πρόσωπο, παραπέμποντας προς τούτο στη ΣτΕ 3882/2008 και ΣτΕ 1885/2012. Επομένως, θεωρεί ότι ο κ. Α.Α. δεν είναι αρμόδιος να προβεί στην έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Η κα Χρυσοστόμου με τη δική της γραπτή αγόρευση, προβάλλει εκτενή επιχειρηματολογία για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί ακυρότητας της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου. Επισημαίνει δε ότι η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό κ. Α.Α. εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης και ως εκ τούτου αυτός ήταν πλήρως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην έκδοση της απόφασης λειτουργώντας νομίμως, ορθώς και αρμοδίως.

  

Επί του υπό κρίση ζητήματος, δηλαδή το αν η εξουσιοδότηση που είχε δοθεί από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών εξακολουθούσε να ισχύει μετά την αποχώρησή του, το ζήτημα δεν φαίνεται να άπτεται της δημόσιας τάξεως. Ο Υπουργός Εσωτερικών παραμένει πάντοτε το καθ' ύλην αρμόδιο όργανο, ενώ οι πράξεις ανάθεσης αρμοδιότητας έχουν διαρκή ισχύ μέχρι να ανακληθούν ή να αντικατασταθούν, εκτός αν ορίζεται ρητά διαφορετικά. Κατά συνέπεια, η αμφισβήτηση αυτή αφορά τη νομιμότητα και την ερμηνεία της διάρκειας της εξουσιοδότησης, αλλά όχι την ύπαρξη ή τη συγκρότηση του αρμόδιου οργάνου. Συνεπώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός θα έπρεπε να ήταν δεόντως δικογραφημένος, κάτι που δεν συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση.

  

Παρά ταύτα, ακόμη και αν ήθελε κριθεί διαφορετικά, φρονώ πως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Τα ζητήματα που εγείρονται ανωτέρω από τον εδώ Αιτητή, είναι κατ' ουσίαν ταυτόσημα με εκείνα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό άλλες μονομελείς συνθέσεις, στις υποθέσεις αρ. Τ3136/2023[1], 3754/2023[2], 4544/2023[3] και Τ529/24[4]. Και στις υποθέσεις αυτές όπως και στην επίδικη, το κύριο επιχείρημα εστιάζει στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το σκεπτικό ότι η εξουσιοδότηση που του είχε παραχωρηθεί είχε παύσει να ισχύει μετά την αποχώρηση του κ. Νουρή, Υπουργού Εσωτερικών που την εξέδωσε.

 Στις προαναφερθείσες αποφάσεις, οι αδελφοί μου Δικαστές, εξετάζοντας λεπτομερώς τα ίδια ζητήματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν ευσταθούν. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η εξουσιοδότηση που είχε δοθεί εξακολουθούσε να ισχύει κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι δεν είχε ανακληθεί ρητώς, και ότι η αρχή της συνέχειας της Διοίκησης υπαγορεύει τη διατήρηση της ισχύος τέτοιων πράξεων ανεξαρτήτως της αλλαγής προσώπων στην ηγεσία.

 

Υιοθετώ πλήρως την κατάληξη των αποφάσεων αναφορικά με το ίδιο ζήτημα, καθότι ταυτίζεται με το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης και τυγχάνει άμεσης εφαρμογής. Η συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο στις αποφάσεις αυτές, στηριζόμενη τόσο στη νομολογία όσο και στις θεμελιώδεις αρχές της συνέχειας της Διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου, απαντά επαρκώς και εξαντλητικά στους ισχυρισμούς που προβάλλονται και ενώπιόν μου.

 

Κρίνω σκόπιμη την παραπομπή στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Μ. Στυλιανού στην υπόθεση 3374/2024, M.A.N. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, 12.08.2025, όπου απαντήθηκαν ταυτόσημοι ισχυρισμοί:

 

«Προτού προχωρήσει το Δικαστήριο σε εξέταση λόγων ουσίας που συνδέονται με την αίτηση διεθνούς προστασίας - προέχουν τα ζητήματα αναρμοδιότητας. Υπό τύπο σχολίου καταγράφεται ότι το παρόν Δικαστήριο έχει εκδώσει αριθμό αποφάσεων επί αυτών των λόγων ακύρωσης και/ή ειδικά στην Υπόθ. Αρ. 3264/2024, A. N. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου κ.α., ημερ. 19/02/25 (Ενδιάμεση Απόφαση), όπου καταγράφονται λεπτομερώς τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τα νομικά ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια και της παρούσας υπόθεσης. Σημειώνεται επί τούτου ότι πληθώρα αποφάσεων έχουν εκδοθεί επί των πιο κάτω νομικών σημείων και από άλλους αδελφούς Δικαστές (Βλέπε μεταξύ άλλων Υπόθ. Αρ. 3500/23 SCA v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21/08/24, Υπόθ. Αρ. 216/23 LAT v.  Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.22/12/23 Υπόθ. Αρ. 2199/23, DCIN v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ.29/11/24, Υπόθ. Αρ. Τ3136/23 MJI ν Δημοκρατίας μέσω Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.23/10/24, Υπόθ. Αρ. 4544/23 ΗΜΜ v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ.19/11/23).

 

Ο ισχυρισμός για μη έγκυρη εξουσιοδότηση του κου Α. Αγρότη, καθότι αυτή δόθηκε από τον κο. Νουρή τέως Υπουργό Εσωτερικών και/ή όχι από τον νυν Υπουργό Εσωτερικών, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 24/07/24 λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη στη βάση ισχύουσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22 που εντοπίζεται ως ερυθρό 108 ΔΦ. Με βάση αυτήν δόθηκε εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον κο Αγρότη όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Υπάρχει δηλαδή, ρητή διάταξη Νόμου που να επιτρέπει την μεταβίβαση της εξουσίας λήψης τέτοιων αποφάσεων σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής (Βλέπε σχετικό Άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999), βλέπε επίσης Α.Ε. αρ. 2115,Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ 385). Δεδομένου του ότι η απόφαση η οποία λήφθηκε ήτο από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, δεδομένου του ότι επιτρέπεται η εκχώρηση αυτών των εξουσιών δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 2 του Ν.6(Ι)/2000 και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση (που περιέχει ρητά τις εν λόγω αρμοδιότητες) δεν είχε ανακληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο από το όργανο που τη μεταβίβασε - μέχρι την ανάκλησή της και/ή μέχρι την σύνταξη τυχόν νέας εξουσιοδότησης η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει. Δεν θα ήτο αναμενόμενο (όπως έχει πάγια νομολογηθεί) να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός (Βλέπε Ε.Δ.Δ.Αρ.63/2018 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργείου Οικονομικών, 2. Τμήματος Τελωνείων ν. A.H.TADVANCES HEATING TECHNOLOGIESημερομηνίας 11/01/24 (απόφαση Ανωτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία), με ανασκόπηση και της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος η οποία υιοθετείται πλήρως για σκοπούς της παρούσας απόφασης).

 

Ούτε το ζήτημα που αφορά την λήξη απόσπασης της κας Μ. Χρυσομηλά - Κουρσουμπά για εκτέλεση καθηκόντων και/ή για ικανοποίηση υπηρεσιακών αναγκών στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 09/12/19 - 08/12/22 (όπως προκύπτει από δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ.5272, ημερομηνίας 16/04/20 και δεν αμφισβητήθηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση) συνιστά και/ή αποτελεί λόγο για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εμφανώς από αξιολόγηση των θέσεων του συνηγόρου του Αιτητή, δεν γίνεται αντιληπτό πως η λήξη απόσπασης του εν λόγω προσώπου επηρεάζει την δοθείσα έγκυρη εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/22 προς τον κο. Α. Αγρότη για να ενεργεί και/ή να ασκεί συγκεκριμένες εξουσίες ή καθήκοντα του «Προϊστάμενου» της Υπηρεσίας Ασύλου (ως η ανωτέρω ανάλυση). Οι σκοποί απόσπασης ή της δοθείσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 10/11/20 που παραχώθηκε στην κα Μ. Χρυσομηλά - Κουρσουμπά από τον Υπουργό Εσωτερικών (ερυθρό 107 ΔΦ) ή ύπαρξης εξουσιοδοτήσεων άλλων λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου στο φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 109-108 ΔΦ) δεν μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο, διότι δεν συνδέονται με την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική απόφαση. Ούτε νομικό έρεισμα έχουν και οι εισηγήσεις του περί δημοσίευσης εξουσιοδοτήσεων. Δεν υπάρχει τέτοια νομοθετική υποχρέωση στο Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), αλλά μόνο ότι - «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·». Η γραπτή πιο πάνω εξουσιοδότηση κρινόμενη ως έγκυρη και ελλείψει οποιασδήποτε αναγκαιότητας δημοσίευσης της, οδηγεί σε απόρριψη και αυτού του ισχυρισμού του συνηγόρου του Αιτητή. Ούτε γίνεται αντιληπτή και/ή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς η θέση του ότι ο κ. Α. Αγρότης έπρεπε, λόγω μη ύπαρξης «Προϊστάμενου» στην Υπηρεσία Ασύλου θα έπρεπε να υπογράφει «αντί» Προϊστάμενου και/ή όχι «για» Προϊστάμενο.

 

Απορρίπτεται και ο συναφής ισχυρισμός ότι επειδή δεν υπάρχει προϊστάμενος η αρμοδιότητα του κ. Α. Αγρότη δεν εκτείνεται και σε σχέση με αποφάσεις επιστροφής και/ή σε πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105). Η πιο πάνω εξουσιοδότηση παρέχει άσκηση εξουσιών και/ή καθήκοντα Προϊστάμενου Υπηρεσίας Ασύλου συμπεριλαμβανομένων και του «τερματισμού δικαιώματος παραμονής (άρθρο 8) και έκδοση αποφάσεων επιστροφής (άρθρα 12Α, 13, 18)». Με βάση το Άρθρο 2 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105), «Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης» ορίζεται στην νομοθεσία ως ο Υπουργός Εσωτερικών ο οποίος έχει την εξουσία για έκδοση απόφασης επιστροφής ως οι πρόνοιες των Άρθρων 18ΟΗ και 18ΟΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105). Λαμβάνοντας υπόψη ολιστικά τις πρόνοιες και των δύο νομοθετημάτων, του περιεχομένου της δοθείσας εξουσιοδότησης και του γεγονός ότι αρμόδιο κατά την νομοθεσία πρόσωπο για έκδοση αποφάσεων επιστροφής είναι ο Υπουργός Εσωτερικών ως «Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης», η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/22 κρίνεται ότι καλύπτει τον κ. Α. Αγρότη να ασκεί και τις συγκεκριμένες εξουσίες. Ούτε οι σκοποί που η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 10/11/20 παραχώθηκε στην κα Μ. Χρυσομηλά - Κουρσουμπά από τον Υπουργό Εσωτερικών μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο, διότι δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και/ή ούτε επηρεάζει την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική απόφαση.

 

Όπως διατείνεται, επίσης, ο δικηγόρος του Αιτητή ο κος Α. Αγρότης, που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό να λαμβάνει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας μόνο «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Χωρίς το Δικαστήριο να αξιολογεί τους λόγους που υφίσταται ο σχετικός περιορισμός και/ή σχετική ρήτρα στην εξουσιοδότηση (- και/ή κατά πόσο αυτό σε περίπτωση που ο υποβάλλων την έκθεση/εισήγηση για έγκριση ήτο με καθεστώς εργοδότησης στην Υπηρεσία Ασύλου άλλου από αυτό ορισμένου χρόνου λ.χ. αορίστου ή μόνιμης και/ή κατά πόσο αυτό θα οδηγούσε σε ακύρωση της πράξης) μετά από εξέταση τόσο των στοιχείων του φακέλου όσο και της επιστολής ημερομηνίας 11/09/24 (αριθμού φακέλου 05.06.004 της αρμόδιας αρχής - Τεκμήριο 2) τεκμηριώνεται ότι η λειτουργός που υπέβαλε την έκθεση/εισήγηση για έγκριση/λήψη απόφασης αφορά πρόσωπο με καθεστώτος εργοδότησης ορισμένου χρόνου στην Υπηρεσία Ασύλου (ως και η πρόνοια της εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22). Από το φύλλο καταχωρήσεων (minute sheet) του οικείου φακέλου του Αιτητή προκύπτει ότι η έκθεση/εισήγηση (ερυθρό 140-111 ΔΦ) υποβλήθηκε από την κα Σ. Τζιοβάνη (η οποία υπογράφει και την επιστολή απόρριψης ερυθρό 141 ΔΦ) για έγκριση/απόφαση στο αρμόδιο κατ΄ εξουσιοδότηση αποφασίζον όργανο κο Α. Αγρότη. Η δε επιστολή ημερομηνίας 11/09/24 που προσκομίστηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας, (έγινε επιτρεπτή για σκοπούς αξιολόγησης της υπό το φως των λεχθέντων στην Ε.Α.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 26/20, Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου ν. Gurdhian Singhημερομηνίας 10/09/24 και/ή των αποφάσεων που ακολούθησαν, καθώς και των σχετικών προνοιών των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (3/1962) και του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019) καταγράφει σαφώς ότι ο συνημμένος σε αυτήν πίνακας περιλαμβάνει τα στοιχεία των εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου λειτουργών. Σε αυτόν τον πίνακα ο κωδικός CAS112 (που υπογράφει την έκθεση/εισήγηση) αντιστοιχεί στην κα Σ. Τζιοβάνη. Αφού η έκθεση/εισήγηση υποβλήθηκε από πρόσωπο υπό το καθεστώς ορισμένου χρόνου, εγκρίθηκε και υπογράφηκε από τον κο. Α. Αγρότη, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών να προχωρεί σε έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας και/ή η απόφαση που λήφθηκε ήτο εντός των εξουσιών που ορίζονται στην σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών η όλη διοικητική ενέργεια καλύπτεται από πέπλο νομιμότητας και δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει το τεκμήριο κανονικότητας της διοικητικής πράξης (Βλέπε Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, ημερ.12/03/2001, Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929) και/ή η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από εξουσιοδοτημένο και εν τέλει αρμόδιο πρόσωπο. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, στην απουσία έγγραφης καταχώρησης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί από το αρμόδιο όργανο, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν μπορεί να προσδώσει νομιμότητα στις πράξεις αυτές. Στην παρούσα περίπτωση, όμως (ως η ανωτέρω ανάλυση) αυτό δεν προκύπτει, συνεπώς, οι ισχυρισμοί του συνηγόρου του Αιτητή επί αυτού του σημείου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως ατεκμηρίωτοι και/ή αβάσιμοι.

 

Ούτε θεωρώ ότι η απόφαση Υποθ. Αρ. 1387/24 ημερομηνίας 12/03/25, βοηθά εδώ την περίπτωση του Αιτητή καθότι δεν τίθετο ζήτημα επανάνοιγματος της υπόθεσης (προκειμένου να τοποθετηθούν οι ενδιαφερόμενοι επί του ζητήματος αναρμοδιότητας) και/ή η Δημοκρατία τοποθετήθηκε πλήρως επί των ζητημάτων αναρμοδιότητας στα πλαίσια ακρόασης της υπόθεσης. Εξάλλου, διαφωνώ και με την προσέγγιση του αδελφού Δικαστή (σε εκείνη την υπόθεση) καθότι το Δικαστήριο έχει ευρείες εξουσίες - τόσο αναθεωρητικού όσο και ουσιαστικού ελέγχου της διοικητικής πράξης. Ως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, ο ρυθμιστικός ρόλος του Δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης στη διοικητική δίκη είναι διάφορος, ευρύτερος και πιο ευέλικτος από αυτόν που επιτρέπει το δικονομικό σύστημα που επικρατεί στην πολιτική δίκη. Η διαφορά πηγάζει από την ίδια τη φύση του ανακριτικού συστήματος, σε συνδυασμό βεβαίως με την ύπαρξη και εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας. Σε αντίθεση με το σύστημα της αντιδικίας, που διέπει την πολιτική δίκη και που η ευθύνη για την εισαγωγή μαρτυρίας βαρύνει τους διαδίκους, στο ανακριτικό σύστημα η πρωτοβουλία ανήκει και στο δικαστή (Βλέπε Δημοκρατία ν. CKASSINOS CONSTRUCTION LTD(1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, Γ. Παπαχατζή "Μελέται επί του Δικαίου των Διοικητικών Διαφορών" σελ. 136, Μalais and Others v. Republic (1965) 3 C.L.R. 572, 574, επίσης βλέπε Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019)) Η κατάθεση εγγράφων εκ μέρους της διοίκησης που αφορούν είτε την εύρυθμη λειτουργία της και/ή διοικητικό προσωπικό της και/ή λειτουργούς που υπηρετούν σε αυτή τα οποία έγγραφα είναι και καταχωρημένα σε σχετικούς φακέλους αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας μπορούν να γίνουν αποδεκτά από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει (πάντα) αναγκαιότητα γραπτής αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας. Ούτε η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 11/09/24/αριθμού φακέλου 05.06.004 της αρμόδιας αρχής, που έχει κατατεθεί από τους Καθ΄ ων η αίτηση (επιστολή που έχει κατατεθεί και γίνει αποδεκτή σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις που αναλύθηκαν τα ίδια πιο πάνω ζητήματα αναρμοδιότητας) διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, ειδικά δε όπου η φύση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου δεν περιορίζεται στον ακυρωτικό έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, αλλά και επί του ελέγχου ουσίας με ευρείες εξουσίες αποδοχής μαρτυρίας συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης νέων στοιχείων εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου (επί της αίτησης διεθνούς προστασίας) και/ή στοιχείων που δεν ήταν ενώπιον της διοίκησης κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης).

 

Δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε λόγο να αποκλίνω από τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω απόφαση, τα οποία κρίνω ότι έχουν πλήρη εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση. Συνεπώς οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας απορρίπτονται στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.  

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

  

Επί της ουσίας της υπόθεσης, ο κ. Βασιλόπουλος δεν προώθησε οποιανδήποτε σχετική επιχειρηματολογία. Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν,[5] θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής.  

 

Από τα ενώπιόν μου στοιχεία, προκύπτει ότι η Αιτήτρια στο πλαίσιο της αρχικής αίτησής της κατέγραψε ότι ο σύζυγος της βιαιοπραγούσε εναντίον της, ότι έχει ένα παιδί, για το οποίο προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, καθώς και ότι κινδυνεύει από τα πεθερικά της. Περαιτέρω, έχει δανειστεί πολλά χρήματα για να εγκαταλείψει την χώρα της, πώλησε το σπίτι της και δεν διαθέτει τα μέσα για να εργαστεί.

  

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Birevala Dorga, στην περιοχή Punjab και στη συνέχεια μετακόμισε το 2007 στο χωριό Giddarbaha στην περιοχή Punjab λόγω του γάμου της (ερυθρό 16/2Χ του δ.φ.). Στο ίδιο χωριό διαμένει το παιδί και ο σύζυγος της (ερυθρό 16/4Χ, 5Χ του δ.φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε ότι έφτασε μέχρι την 10η τάξη (ερυθρό 15 του δ.φ.). Ακολούθως, ερωτηθείσα για τα μελλοντικά της σχέδια στη Δημοκρατία απάντησε ότι επιθυμεί να παραμείνει για να εργαστεί (ερυθρό 15/7Χ του δ.φ.).

 

Ερωτηθείσα, στη συνέχεια, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της απάντησε ότι εγκατέλειψε την Ινδία ούτως ώστε να εργαστεί (ερυθρό 14/1Χ – 3Χ του δ.φ.). Κληθείσα να διευκρινίσει τον λόγο που δεν αιτήθηκε διεθνούς προστασίας μόλις κατέφθασε στη Δημοκρατία, ανέφερε ότι μετά την αποδέσμευση από τον εργοδότη της φοβόταν να μην καταστεί παράτυπη, εξ ου και υπέβαλε την αίτηση (ερυθρό 14/4Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, ο Λειτουργός αντιπαρέθεσε στην Αιτήτρια τα όσα κατέγραψε στην αίτηση της και η ίδια απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα στην χώρα καταγωγής της και ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να παραμείνει εδώ και να εργαστεί νόμιμα (ερυθρό 14/5Χ του δ.φ.).

 

Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο Λειτουργός διέκρινε δυο ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Το πρώτο αφορά στην ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία / προφίλ της Αιτήτριας και το δεύτερο στο ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της για λόγους οικονομικού περιεχομένου. Αμφότεροι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί. Πιο συγκεκριμένα, περί τον πρώτο ισχυρισμό της Αιτήτριας διαπιστώθηκε ότι όσα ισχυρίστηκε η ίδια μετά από σχετική έρευνα και την προσκόμιση αντίγραφου του διαβατηρίου της επιβεβαιώνονται ως αληθή και γίνονται -ως εκ τούτου- αποδεκτοί. Περαιτέρω, σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο Λειτουργός καταγράφει ότι η Αιτήτρια δήλωσε ξεκάθαρα και σαφώς ότι η πρόθεσή της είναι να εργαστεί στην Κυπριακή Δημοκρατία καθώς και ότι στη χώρα καταγωγής της δεν αντιμετωπίζει κανένα άλλο πρόβλημα, για αυτό το λόγο μάλιστα αναχώρησε από την Ινδία νόμιμα με visa εργασίας στην κατοχή της χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα/εμπόδιο. Μη εντοπίζοντας σημεία αναξιοπιστίας και έχοντας λάβει υπ’ όψιν τον προσωπικό χαρακτήρα του ισχυρισμού της, ο Λειτουργός έκανε αποδεκτό και αυτό τον ισχυρισμό.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην Ινδία στη βάση των ισχυρισμών περί των προσωπικών της στοιχείων και του γεγονότος ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της για οικονομικούς σκοπούς, ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, και ειδικότερα στην περιοχή Punjab, θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ο Λειτουργός κάνει αναφορά στο προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ήτοι υγιής, ενήλικας, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, η οποία έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας. Ακολούθως, αναφέρει ότι σύμφωνα με πληροφορίες, δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ωστόσο, κατόπιν, ο Λειτουργός παραθέτοντας πληροφορίες από την χώρα καταγωγής αναφέρει ότι η κυβέρνηση της Ινδίας εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση. Στη συνέχεια καταγράφηκε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως απόρροια της κατάστασης ασφαλείας στην Ινδία.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της Αιτήτριας τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της. Όσον αφορά στην υπαγωγή της στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς η Αιτήτρια εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής της δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε, περαιτέρω, αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι η Αιτήτρια επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής της και ειδικότερα στην περιοχή Punjab δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης καθ’ ότι η χώρα της δεν εμπλέκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, επισημαίνω καταρχάς ότι συντάσσομαι με την κατάληξη του λειτουργού EUAA ως προς την αξιοπιστία των δύο ουσιωδών ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί απομονώθηκαν από τον ίδιο, για τους οποίους δεν εντοπίζω οποιονδήποτε λόγο διαφοροποίησης.

  

Πιο συγκεκριμένα, σημειώνω πως η Αιτήτρια με σαφήνεια, ικανοποιητική λεπτομέρεια και συνοχή αναφέρθηκε τόσο στα προσωπικά της στοιχεία όσο και στον λόγο που την ώθησε να διαφύγει της χώρας καταγωγής της. Σχετικά με τον λόγο αυτό (ο οποίος αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της), παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δήλωσε ρητά και δίχως περιστροφές ότι αυτός έγκειται στην επιθυμία της να εργαστεί στην Δημοκρατία, ενώ ρητώς αναίρεσε την αρχική της καταγραφή περί κακοποίησης από τον σύζυγό της (βλ. ερυθρό 14 – 1Χ και 5Χ δ.φ.). Μάλιστα, η Αιτήτρια ανέφερε πως επιθυμεί την παραμονή της εδώ για περίπου 4 με 5 έτη επιπλέον υπονοώντας έτσι ότι η πρόθεσή της είναι να επιστρέψει τη χώρα καταγωγής της λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν και το γεγονός ότι δήλωσε πως δεν φοβάται κάτι στη χώρα καταγωγής της ούτε αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα (βλ. ερυθρό 13 – 1Χ δ.φ.). Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που η ίδια ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Πέραν των ως άνω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο Λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο Λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Δεν πρέπει να παροράται ότι, ως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 η Αιτήτρια η  οποία υπάγεται στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής της.  Βεβαίως η Αιτήτρια δεν είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της  να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να δικαιολογούν την υπαγωγή της στο προστατευτικό πλαίσιο της διεθνούς προστασίας.

  

Προκύπτει συνεπώς από όλο το ενώπιόν μου υλικό και τους πραγματικούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία αλλά και ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, οι λόγοι που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της είναι οικονομικοί, με αποτέλεσμα να κρίνεται εύλογη η κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια είναι οικονομική μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποίαν αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία. Η Αιτήτρια δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ούτε έχει συλληφθεί, κρατηθεί ή φυλακιστεί στη χώρα καταγωγής της.

 

Ως εκ τούτου, από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει ότι η Αιτήτρια είναι οικονομική μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62 διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια έχει αναφέρει στην συνέντευξή της, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία και να εργαστεί.  

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[6].

 

Επομένως, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσια αιτήτρια ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Ινδία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της Αιτήτριας. 

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] M.J.I. και Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ.Τ3136/2023, ημερ. 23.10.2024, της αδελφής μου Δικαστού κας Κ. Κλεάνθους.

 

[2] B.E.T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 3754/2023,  11.07.2024 του αδελφού μου Δικαστή Μ. Στυλιανού.

 

[3] H.M.M. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 4544/2023,  19.11.2024 του αδελφού μου Δικαστή Μ. Στυλιανού.

 

[4]  N.K ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ.Τ529/24, 31.12.2024, της αδελφής μου Δικαστή Μ. Παπαντωνίου.

 

[5]  Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

 

 

[6] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερ. 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερ. 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο