ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
5 Δεκεμβρίου,2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.N.I.,
από Καμερούν
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόρος για Αιτήτρια: Στ. Νικολάου (κος)
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ευ. Χατζηγιάννη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23.11.2021, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(I)/2000 (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Η Αιτήτρια υπήκοος Καμερούν, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 27.3.2019 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 28.3.2019 μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 13.06.2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και την 1η.02.2022 και 15.02.2022 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις της Αιτήτριας από lειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Άσυλο (EUAA) υπό τον κωδικό CW068 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός CW068»). Ακολούθως, άλλος λειτουργός της EUAA υπό τον κωδικό CW023 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός CW023»), υπέβαλε στις 20.07.2022 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την 1η.8.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία της κοινοποιήθηκε στις 10.08.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08.08.2022. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί η Αιτήτρια μέσω της υπό εξέταση προσφυγής της.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια επικαλείται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πραγματικής και/ή νομικής πλάνης ενώ ισχυρίζεται κατά τρίτον ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα αναφορικά με τα γεγονότα που είχαν ενώπιόν τους οι Καθ’ ων η αίτηση. Ισχυρίζεται τέλος ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογήμενη.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Είναι η θέση τους ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης, , τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή της, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφεύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Αναφορικά με τους λόγους ακυρώσεως αυτοί συνεξετάζονται ως αλληλένδετοι τόσο μεταξύ τους όσο και με την ουσία της υπόθεσης. Προς τον σκοπό εξέτασης αυτών αλλά και της ουσίας της υπόθεσης, καταγραφής χρήζουν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία:
Με την υποβληθείσα αίτησή της και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επειδή είναι λεσβία κάποιοι την έψαχναν για να τη σκοτώσουν. Ως περαιτέρω κατέγραψε, επειδή η ίδια κρυβόταν, αυτοί έκαψαν τον μικρό αδερφό της επειδή αυτός αρνήθηκε να τους αποκαλύψει πού βρισκόταν η ίδια. Έτσι, έφυγε από το Καμερούν γιατί κινδύνευε η ζωή της (Ερ.1 του δ.φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου επιβεβαίωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν, γεννηθείσα στην Douala, όπου διέμενε μέχρι τον Μάρτιο του 2019 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.
Κατά την ελεύθερη αφήγησή της, η Αιτήτρια περιέγραψε μια ζωή σημαδεμένη από συνεχόμενη, πολυεπίπεδη και πολυετή κακοποίηση μέσα στο οικογενειακό της περιβάλλον, η οποία ξεκινά στην παιδική ηλικία και επεκτείνεται στην ενήλικη ζωή της, χωρίς ποτέ να της παρασχεθεί, ως ισχυρίστηκε, προστασία από κανέναν θεσμό ή συγγενικό πρόσωπο. Η αφήγησή της ξεκινά με την περιγραφή του θανάτου της μητέρας της σε πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που την άφησε εκτεθειμένη και χωρίς γονεϊκή προστασία. Μετά τον θάνατο της μητέρας της μεταφέρθηκε στο σπίτι του θείου της, όπου, όπως εξιστορεί, υπέστη επανειλημμένους βιασμούς από τρεις θείους της και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από άγνωστα άτομα που εκείνοι έφερναν στο σπίτι. Η σεξουαλική αυτή κακοποίηση διήρκεσε για χρόνια, από την ηλικία των έξι (6) μέχρι και την ηλικία των εννέα (9) ετών και καθόρισε τη μετέπειτα ψυχολογική της κατάσταση, καθώς η ίδια εξηγεί ότι ζούσε σε συνεχή φόβο και αίσθηση αδυναμίας, χωρίς κανένα πρόσωπο να την στηρίζει.
Η Αιτήτρια περιγράφει ότι σε ηλικία 13 ετών την εξανάγκασαν σε γάμο, χωρίς τη συγκατάθεσή της και χωρίς να έχει οποιαδήποτε δυνατότητα άρνησης. Στο πλαίσιο του γάμου αυτού ο άντρας αυτός, ο οποίος ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη μητέρα της, την χτυπούσε και τη βίαζε κάθε μέρα και αντί να πηγαίνει στο σχολείο την εξανάγκαζε να κοιμάται μαζί του, με σκοπό να κάνουν παιδιά. Πρόσθεσε δε, ότι, πριν εν τέλει γεννήσει τα δύο παιδία της, είχε δύο αποβολές, επειδή ο άντρας αυτός την χτυπούσε. Αν και ο σύζυγός της πέθανε το 2006, η κακοποίησή της δεν σταμάτησε. Αντιθέτως, μετά τον θάνατό του, βρέθηκε υπό τον έλεγχο και την εξουσία της οικογένειάς του, η οποία τη χτυπούσε, την εξύβριζε, την υποτιμούσε και την κρατούσε σε ένα περιβάλλον καθημερινής βίας και ταπείνωσης. Η πεθερά της και άλλα μέλη της οικογένειας του συζύγου της ασκούσαν πάνω της απόλυτο έλεγχο, ενώ η ίδια στερούνταν κάθε υποστήριξη ή ανεξαρτησία. Η Αιτήτρια αναφέρει ότι αυτό το περιβάλλον την καθήλωσε, κυριολεκτικά και ψυχικά, καθώς δεν είχε κανέναν άνθρωπο να στραφεί ούτε καμία δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια από τις τοπικές αρχές, γνωρίζοντας ότι στην κοινότητά της υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν αντιμετωπίζονται σοβαρά και οι γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση συνήθως στιγματίζονται αντί να προστατεύονται.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και ενώ προσπαθούσε να επιβιώσει οικονομικά, η Αιτήτρια κατέληξε να εκδίδεται. Από την αφήγησή της προκύπτει ότι δεν επρόκειτο για επιλογή, αλλά για κατάσταση εξαναγκασμού και εκμετάλλευσης, την οποία η ίδια συνδέει άμεσα με την ευαλωτότητά της, την πλήρη απουσία οικογενειακής προστασίας και τη συνεχή βία που είχε υποστεί. Η ίδια περιέγραψε ότι συνθήκες φτώχειας, απομόνωσης και ακραίας ευαλωτότητας την οδήγησαν στο να χρησιμοποιείται σεξουαλικά με τρόπο που δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί, γεγονός που ενίσχυσε τον φόβο, την απελπισία και τη βαθιά ψυχική της εξάντληση. Σε αυτό προστίθεται η ανησυχία της για τα παιδιά της, τα οποία άφησε πίσω, και ο φόβος ότι το περιβάλλον από το οποίο η ίδια έφυγε εξακολουθεί να αποτελεί απειλή και για εκείνα.
Στην ελεύθερη αφήγησή της, η Αιτήτρια εξήγησε ότι η φυγή από το Καμερούν ήταν για εκείνη μονόδρομος. Το περιβάλλον της ήταν διαποτισμένο από βία από την παιδική της ηλικία, συνέχισε στον εξαναγκαστικό γάμο, επιδεινώθηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της και κορυφώθηκε με την οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση. Δεν είχε καμία δυνατότητα προστασίας ούτε προσφυγής σε κρατικές αρχές, καθώς, όπως εξήγησε, σε περιπτώσεις όπως η δική της, οι αρχές είτε αδιαφορούν είτε στέκονται με το μέρος των ισχυρών οικογενειών. Η φυγή της ήταν, όπως περιγράφει, η μοναδική δυνατότητα για επιβίωση.
Στο πλαίσιο των διερευνητικών ερωτήσεων, η Αιτήτρια ανέφερε, μεταξύ άλλων ότι η ίδια κοιμόταν με γυναίκες, κάτι που απαγορεύεται στη χώρα της. Ωστόσο, αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, πρόσθεσε ότι ελκύεται ερωτικά τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες (βλ. Ερ. 62 1Χ, 61 1Χ του δ.φ).
Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, δήλωσε πως οι θείοι της την ψάχνουν ακόμα για να τη σκοτώσουν επειδή πιστεύουν ότι θα αποκαλύψει αυτά που της έκαναν. Πρόσθεσε ακόμα, ότι φοβάται την οικογένεια του συζύγου της που πέθανε, επειδή παραδοσιακά μετά τον θάνατο του συζύγου της έπρεπε να παντρευτεί έναν από τα αδέρφια του (βλ.Ερ. 65 3Χ, 4Χ, 62 2Χ του δ.φ.).
Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι την παρακολουθεί ψυχίατρος επειδή είχε κάνει απόπειρες αυτοκτονίας και λαμβάνει καθημερινά φαρμακευτική αγωγή επειδή δεν μπορεί να κοιμηθεί (η Αιτήτρια κατέθεσε αντίστοιχα ιατρικά έγγραφα). Επιπλέον, πρόσθεσε ότι στο Καμερούν διαγνώστηκε θετική στον ιό HIV και αφού έφτασε στην Κύπρο άρχισε να λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία, επειδή στο Καμερούν η θεραπεία ήταν πολύ ακριβή (βλ.Ερ.73-71 του δ.φ.)
Η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξη της κατέθεσε διάφορα έγγραφα προς ενίσχυση των ισχυρισμών της (βλ ερ. 12, 42-46, 49-54, 56 και 77 του δφ.)
Εξετάζοντας τα όσα η Αιτήτρια παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ασύλου, ο Λειτουργός CW023 διαχώρισε τους ισχυρισμούς της στους ακόλουθους τρείς κρίσιμους ισχυρισμούς: ήτοι, ο πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ένας δεύτερος ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια κακοποιήθηκε από την οικογένειά της στο Καμερούν και ένας τρίτος περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού ως ομοφυλόφιλης.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός στο σύνολο του. Ομοίως, αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας. Ειδικότερα, οι δηλώσεις της, αναφορικά με την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τα αδέρφια της μητέρας της κρίθηκαν επαρκείς και σαφείς. Τελικώς, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της βρίσκονται σε συμφωνία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της (βλ.Ερ.123-121 του δ.φ.).
Ωστόσο, ο τρίτος ισχυρισμός, περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού ως ομοφυλόφιλη, δεν έγινε αποδεκτός. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν μπορούσε να περιγράψει με επαρκείς πληροφορίες τις διαφορετικές πτυχές του σεξουαλικού της προσανατολισμού ως ομοφυλόφιλη, ούτε να αναφερθεί με λεπτομέρειες στις προσωπικές της εμπειρίες, παραμένοντας γενικόλογη και ασαφής όταν κλήθηκε να προσδιορίσει τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και τη διαδικασία συνειδητοποίησης αυτού.
Επίσης, κατά την εκτίμηση του Λειτουργού CW023, αντιφατικές και μη συνεκτικές κρίθηκαν οι δηλώσεις της αναφορικά με τα συναισθήματα και την ερωτική έλξη που ένιωθε για τις γυναίκες, όπως επίσης και για τον τρόπο που εκφράζει τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στην Κύπρο. Τέλος, η δήλωση της, ότι το 2013 οι θείοι της έστειλαν κάποιον να τη δείρει, αλλά εκείνος μπερδεύτηκε και εν τέλει χτύπησε τη φίλη της μέχρι θανάτου δεν κρίθηκε λεπτομερής ούτε συνεκτική.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο Λειτουργός CW023 παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η ομοφοβική βία είναι συνηθισμένη στο Καμερούν, καθώς επίσης ότι τα άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό υφίστανται εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Επίσης, διαπίστωσε ότι η ομοφυλοφιλία ποινικοποιείται στο Καμερούν και τιμωρείται με κάθειρξη έως και 5 χρόνια.
Έχοντας επισημάνει τα πιο πάνω, ο Λειτουργός CW023 κατέληξε ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης και απέρριψε τον ισχυρισμό της λόγω του ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε ασάφειες, ασυνέπειες και αντιφάσεις.
Εν συνεχεία, ο Λειτουργός CW023 προχώρησε στην αξιολόγηση κινδύνου επί τη βάσει των δύο πρώτων ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί. Σε σχέση με τον πρώτο ισχυρισμό, παρατέθηκαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας εκεί, καταλήγοντας πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα αντιμετωπίσει, βάσει και του ατομικού του προφίλ, προβλήματα κατά την επιστροφή της στην Douala του Καμερούν. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, επισημάνθηκε από τον Λειτουργό CW023 ότι, αν και η Αιτήτρια έχει διαγνωστεί θετική στον ιό HIV και παρόλο που ανέφερε ότι όσο ζούσε στο Καμερούν δεν είχε ξεκινήσει την θεραπεία της λόγω του υψηλού κόστους, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που παρέθεσε ‘’…στο Καμερούν προωθείται η εφαρμογή πολιτικής διαγραφής των εισφορών για να ενισχυθεί η πρόσβαση σε υπηρεσίες θεραπείας HIV/AIDS που παρέχονται δωρεάν… Επιπλέον, το στίγμα έχει μειωθεί στο Καμερούν και η θεραπεία του ιού HIV παρέχεται δωρεάν…’’.
Σε σχέση με τον δεύτερο αποδεκτό ισχυρισμό της, ότι έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από τους αδερφούς της μητέρας της, επισημάνθηκε από τον Λειτουργό CW023 το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι σήμερα μια γυναίκα 39 ετών και η ισχυριζόμενη κακοποίηση από τους θείους της έγινε σε ηλικία 9 ετών, χωρίς ουδέποτε να την έχει καταγγείλει στην αστυνομία. Επιπλέον, τονίζεται το γεγονός ότι η Αιτήτρια ζούσε στο Καμερούν μέχρι την ηλικία των 36 ετών και, αν και μετά τον θάνατο του συζύγου της το 2006, ο αδερφός του ήθελε να την παντρευτεί, όπως ορίζει η παράδοση, η Αιτήτρια κατάφερε να διαφύγει και να ζήσει κανονικά στη χώρα της μέχρι το 2019 που έφυγε από το Καμερούν. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στον τόπο συνήθους διαμονής στη χώρα καταγωγής της, ήτοι στην Douala του Καμερούν, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω των προβλημάτων με τους θείους της και με τον αδερφό του άντρα της.
Ακολούθως, κατά την νομική αξιολόγηση, ο Λειτουργός CW023 έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ιδίως κατά την εξέταση ενδεχόμενης υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψιν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα (κατά το στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου), ο Λειτουργός κατέληξε πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις καθότι στην εν λόγω περιοχή δεν παρατηρείται διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω καταγραφεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την εισηγητική έκθεση του Λειτουργού CW023 όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, επικαλέστηκε στο δικόγραφο της προσφυγής της, μεταξύ άλλων, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παραγνώρισαν και παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που όφειλαν να λάβουν υπόψη τους στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή στηρίχθηκαν σε γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα και επηρέασαν την απόφαση τους (βλ. παράγρ. 10 της προσφυγής). Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αυθαίρετα και/ή εσφαλμένα κατέληξαν στο εύρημα περί αναξιοπιστίας της Αιτήτριας χωρίς να της δώσουν πραγματικά τη δυνατότητα να προβάλει της θέσεις της (βλ. παρ. 14 της προσφυγής) καθώς και ότι λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια έπρεπε να της είχε δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών της (βλ. παρ. 15 της προσφυγής). Επισημαίνει περαιτέρω ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν αντισυνταγματική και/ή παράνομη και/ή αντικανονική και/ή εσφαλμένη (βλ. παρ. 19 της προσφυγής καθώς και ότι η απόφαση τους πάσχει καθώς αντιβαίνει στο άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/1999, διότι με την διαδικασία που ακολούθησαν, αποστέρησαν από την Αιτήτρια το δικαίωμα ακρόασης (βλ. παρ. 21 της προσφυγής). Είναι περαιτέρω η θέση του ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη πάσχει ως προς τον τύπο και/ή τη διαδικασία και/ή είναι άκυρη και/ή ακυρώσιμη λόγω παράβασης τύπου και/ή κατ’ ουσίαν διατάξεων των σχετικών Νόμων και/ή Κανονισμών (βλ. παρ. 30 της προσφυγής). Ωστόσο, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης περιορίστηκε στην προώθηση γενικόλογων ισχυρισμών χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη και χωρίς να προβαίνει σε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της Αιτήτριας. Επισήμανε ωστόσο στη γραπτή του αγόρευση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα, με πεπλανημένα κριτήρια και με πλάνη περί το Νόμο. Πρόσθετα, είναι η θέση του η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη λόγω μη δέουσας έρευνας ως προς τα γεγονότα.
Παρά τις ως άνω επισημάνσεις, φρονώ πως ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ευσταθεί καθώς είναι η διαπίστωση μου, για τους λόγους που εκτενώς θα αναπτύξω, ότι η διαδικασία πάσχει πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως. Ως θα διαφανεί μέσα από παραπομπή στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αμέσως ακολουθεί, γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στο Έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών (βλ. ερ. 6-5 δ.φ.) ότι η Αιτήτρια χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη, ωστόσο οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να αξιολογήσουν την αναγκαιότητα αυτή, ενώ όλη η διαδικασία διεξήχθη χωρίς να παραχωρηθούν διαδικαστικές εγγυήσεις στην Αιτήτρια.
Επισημαίνω στο παρόν στάδιο, ότι σύμφωνα με το εδάφιο 5, του άρθρου 9ΚΔ:
«9ΚΔ (5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση που οι ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες εμφανιστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας την ύπαρξη ειδικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και αποφασίζει για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών αναγκών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4)».
Η υποχρέωση αυτή βαραίνει και το Δικαστήριο. Ακόμα λοιπόν και αν ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως δεν προβλήθηκε με επάρκεια στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, είναι η κατάληξή μου ότι ως Δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας και προς διασφάλιση του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία της Αιτήτριας, έχω υποχρέωση να εξετάσω το ζήτημα αυτό το οποίο διασυνδέεται με την ουσία της υπόθεσης.
Προχωρώ κατά τούτο στην εξέταση του ζητήματος που προαναφέρθηκε.
Η υπόθεση της Αιτήτριας αποκαλύπτει μια σειρά από ουσιώδεις διαδικαστικές παραλείψεις της Υπηρεσίας Ασύλου, οι οποίες αφορούν τόσο το στάδιο πριν από τη συνέντευξη όσο και το στάδιο που ακολούθησε, παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε υποβληθεί ιατρική γνωμάτευση η οποία κατέγραφε σημαντικές ψυχικές και ιατρικές ανάγκες. Οι παραλείψεις αυτές δεν συνιστούν απλώς τυπικά ελαττώματα· επηρεάζουν ουσιωδώς την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, την ποιότητα της συνέντευξης, την εφαρμογή των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και τελικά τη νομιμότητα της απόφασης.
Ειδικότερα, από την εξέταση του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι στο αρχικό στάδιο, πριν τη διεξαγωγή της πρώτης συνέντευξης, η ίδια η Υπηρεσία προέβη στη συμπλήρωση του εντύπου αναφοράς ειδικών αναγκών αιτητή διεθνούς προστασίας, το οποίο εντοπίζεται στα ερυθρά 6–5 του δ.φ. Το έντυπο αυτό συμπληρώθηκε από πρόσωπο που φέρει την ιδιότητα του «υπευθύνου», όπως συνάγεται από την υπογραφή που εμφανίζεται στο ερυθρό 5 του δ.φ., χωρίς ωστόσο να αναγράφεται το ονοματεπώνυμό του ούτε το αρμόδιο τμήμα ή υπηρεσία στην οποία υπάγεται. Παρά ταύτα, στο εν λόγω έντυπο έχουν καταχωρηθεί τα στοιχεία της Αιτήτριας, ενώ στη δεύτερη στήλη του, υπό τον τίτλο «Ειδικές ανάγκες που έχουν δηλωθεί από τον/την αιτητή/αιτήτρια», έχουν σημειωθεί δύο κατηγορίες: «Άτομο με σοβαρή ασθένεια» και «Άτομο που πιθανόν να έχει υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, όπως γυναίκες θύματα ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων (FGM)».
Περαιτέρω, στη δεύτερη σελίδα του εντύπου, όπου ζητείται να καταγραφούν «τυχόν ενέργειες που πρέπει να γίνουν ή που έχουν ήδη γίνει» σε περίπτωση εντοπισμού ειδικής ανάγκης, καταγράφονται τα εξής:
(α) Όσον αφορά την παροχή συνθηκών υποδοχής, στο σχετικό πεδίο καταγράφονται επί λέξει τα ακόλουθα:
«Αναφέρει ότι έχει HIV. Αναφέρει ότι έχει βιαστεί όταν ήταν 8 χρονών περίπου 5 φορές από τρεις θείους πολλές και άλλους άγνωστους. Έχει παιδί στη χώρα πολλές και ανησυχεί πολύ για αυτό. Έχει σκευτεί (sic) πολλές φορές αυτοκτονησει (sic)».
(β) Όσον αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, καταγράφεται η φράση:
«Χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη».
Επισημαίνεται ότι η συμπλήρωση του εντύπου αυτού, δεν συνιστά αξιολόγηση των ειδικών αναγκών της Αιτήτριας, αλλά απλή καταγραφή των στοιχείων που η ίδια δήλωσε κατά την πρώτη επαφή της με την Υπηρεσία Ασύλου. Δεν συνιστά συνεπώς, από μόνη της, αξιολόγηση ευαλωτότητας κατά την έννοια του άρθρου 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ούτε εκπλήρωση της υποχρέωσης εντοπισμού και αντιμετώπισης ειδικών αναγκών που προβλέπεται στο άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και του αντίστοιχου άρθρου 9ΚΔ της εθνικής νομοθεσίας.
Η Οδηγία 2013/32/ΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη όχι μόνο την αναγνώριση των πιθανών ειδικών αναγκών των αιτούντων, αλλά και την πραγματική, ουσιαστική αξιολόγηση των αναγκών αυτών από κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό, με σκοπό την παροχή «επαρκούς στήριξης» κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Αντιθέτως, από τον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση της ευαλωτότητας της Αιτήτριας πέραν της αρχικής καταγραφής των δηλωθέντων από την Αιτήτρια, ούτε αξιολογήθηκε σε οποιονδήποτε στάδιο η ανάγκη απόδοσης -και ο καθορισμός αυτών- διαδικαστικών εγγυήσεων. Κυρίως δε, οι συνεντεύξεις που ακολούθησαν έλαβαν χώρα χωρίς την παρουσία ψυχολόγου ή άλλου ειδικού προσώπου, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις «n/a» στα σχετικά πεδία για καταγραφή τρίτου παριστάμενου προσώπου (βλ. ερ. 75 και 94 του δ.φ.).
Περαιτέρω, παρατηρείται ότι διενεργήθηκαν δύο συνεντεύξεις, ημερομηνιών 01.02.2022 και 15.02.2022, ενώ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της πρώτης συνέντευξης εντοπίζεται στο ερυθρό 77 του δ.φ. «Ιατρική βεβαίωση» ημερομηνίας 14.02.2022, στην οποία καταγράφονται τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Η κ. [] παρακολουθείται στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (αρχικά ως επείγον περιστατικό στο ΤΑΕΠ επί αυτοκαταστροφικού ιδεασμού και πλέον από ψυχολόγο και από τον υπογράφοντα με πρώτο ραντεβού στις 13/12/21) επί διαταραχής προσαρμογής σε στρες (επί της προ 10 μηνών διάγνωσης της ως HIV) με καταθλιπτικούς χαρακτήρες, ήπια ανοργάνωτη ψυχωσική σημειολογία και αυτοκαταστροφικές σκέψεις. Έγινε έναρξη της δέουσας φαρμακευτικής αγωγής και συνεστήθη συνέχιση της παρακολούθησης της στις υπηρεσίες μας.
Η παρούσα χορηγείται για χρήση στην υπηρεσία ασύλου».
Η δε διεξαγωγή δεύτερης συνέντευξης χωρίς την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της Αιτήτριας -η οποία δεν δύναται εκ των συνθηκών να αμφισβητηθεί – και χωρίς τον καθορισμό και την παροχή των απαιτούμενων ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, επιβεβαιώνει ότι η Υπηρεσία δεν υλοποίησε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενωσιακή νομοθεσία. Ιδίως δε, η παραλαβή μεταγενέστερης ιατρικής γνωμάτευσης από ψυχίατρο του δημοσίου (ΟΚΥΠΥ), η οποία επιβεβαίωνε την ύπαρξη σοβαρής ψυχικής επιβάρυνσης και την ανάγκη σταθερής ψυχιατρικής παρακολούθησης, ουδόλως αξιοποιήθηκε από την Υπηρεσία για την προσαρμογή της διαδικασίας. Η παράλειψη αυτή στερεί τη διαδικασία από τα αναγκαία εχέγγυα προστασίας ενός ευάλωτου αιτούντος και αντίκειται ευθέως στις απαιτήσεις των άρθρων 21 και 24 των ως άνω Οδηγιών.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, καθίσταται πρόδηλο ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν προέβη σε νόμιμη και πλήρη αξιολόγηση των ειδικών αναγκών της Αιτήτριας, ούτε διασφάλισε την εφαρμογή των απαιτούμενων υποστηρικτικών μέτρων κατά τη διοικητική διαδικασία. Η παράλειψη αυτή συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, ικανή να επηρεάσει την ορθότητα της τελικής κρίσης καθιστώντας την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωτέα.
Αντίστοιχο ζήτημα είχα την ευκαιρία να εξετάσω, στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 6696/2021, F.E.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, 10.06.2024 (στο εξής αναφερόμενη ως «η F.E.A.») με τα όσα διαλαμβάνονται στην απόφαση αυτή να είναι σχετικά και προς τούτο παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, η ευαλωτότητα αιτητών διεθνούς προστασίας συνδέεται τόσο με ανάγκες ειδικών συνθηκών υποδοχής[1] όσο και με ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις[2] που θα πρέπει να διασφαλισθούν ώστε αφενός τα κράτη να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και, αφετέρου, «να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας».[3]
Η υποχρέωση για εξέταση του κατά πόσο ένας αιτητής χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων παρίσταται επιτακτική, αφού σύμφωνα με το άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ τα κράτη-μέλη έχουν την υποχρέωση να «εκτιμούν, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, εάν ο αιτών χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)[4]. Η αξιολόγηση δε των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, δύναται να λαμβάνει χώρα από κοινού με την αξιολόγηση της ευαλωτότητας για σκοπούς διερεύνησης ειδικών συνθηκών υποδοχής[5], εξ' ου και συχνά οι δύο αυτοί όροι και διαδικασίες ταυτίζονται.
Επισημαίνω ότι η ως άνω πρόνοια της Οδηγίας έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 10Α του περί Προσφύγων Νόμου όπου προβλέπεται το νομικό πλαίσιο για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των αιτητών που χρειάζονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό έχει το εξής περιεχόμενο (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«10Α.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης, διαπιστώνει αν ο αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΚΔ.
(2) Σε περίπτωση που η Υπηρεσία Ασύλου διαπιστώσει ότι αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, του παρέχεται επαρκής υποστήριξη σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 9ΚΔ, περιλαμβανομένου επαρκούς χρόνου, ώστε ο αιτητής να μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του παρόντος Νόμου καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας και για να καταστεί δυνατό να προβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης.
(3) [.]
(4) […] Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης.»
Κατά το γράμμα λοιπόν της άνωθεν διάταξης, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αξιολογούν τους αιτούντες διεθνούς προστασίας, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης και εν πάση περιπτώσει πριν τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης τους για διεθνή προστασία, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Η εν λόγω υποχρέωση απορρέει και από την ανάγκη να προσδιοριστούν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που δύναται να απολαύει ένας αιτητής και κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, στη βάση εκθέσεων εμπειρογνωμόνων. Όταν πράγματι διαπιστωθούν ανάγκες παροχής ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, πρέπει περαιτέρω να αξιολογείται η φύση αυτών των αναγκών, προκειμένου να παρέχεται «επαρκής υποστήριξη». Παρότι η τελευταία αυτή έννοια της «επαρκούς υποστήριξης» δεν εξειδικεύεται στην ενωσιακή νομοθεσία[6], το άρθρο 9ΚΔ(6) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τουλάχιστον την κατάλληλη υποστήριξη των αιτητών καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθώς και την περαιτέρω κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής τους.
Το άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση των διαδικασιών και των προϋποθέσεων για την παροχή ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών σε αιτούντες διεθνούς προστασίας, το οποίο εν τάχει, προβλέπει τα ακόλουθα:
Καθορίζει καταρχάς την ανάγκη για ατομική εκτίμηση των αναγκών του κάθε αιτούντος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν εμφανίζει ειδικές ανάγκες υποδοχής επιβάλλοντας την αναγκαιότητα προσδιορισμού των αναγκών αυτών σε περίπτωση μίας τέτοιας διαπίστωσης. Αυτή η εκτίμηση μπορεί να περιλαμβάνει ιατρικές εξετάσεις και συνεντεύξεις με ειδικούς [βλ. 9ΚΔ(1)] .
Στη συνέχεια, προσδιορίζει τους φορείς και τις αρμοδιότητες αυτών που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή, όπως οι υπεύθυνοι στους χώρους υποβολής αιτήσεων, οι ιατροί και οι ψυχολόγοι που πραγματοποιούν ιατρικές εξετάσεις και οι κοινωνικοί λειτουργοί που εργάζονται σε κέντρα φιλοξενίας [βλ. 9ΚΔ(3)(α), (β), (γ)].
Επιπλέον, περιγράφεται η διαδικασία παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την παροχή των κατάλληλων διαδικαστικών εγγυήσεων με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τους προαναφερθέντες φορείς [βλ.9ΚΔ(4)(β)(i)]
Τέλος, καθορίζει ότι μόνο τα ευάλωτα άτομα μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επομένως επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου [ βλ. 9ΚΔ(7)]».
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι από τη μελέτη της εισηγητικής έκθεσης προκύπτει πως ο συντάκτης της, ο Λειτουργός CW023, καταγράφει ότι η Αιτήτρια «she was mentally and physically fit to proceed with the interview». Η εν λόγω κρίση δεν είναι μόνο αδικαιολόγητη, αλλά και ευθέως αντιφατική προς το ίδιο το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο Λειτουργός CW023 δεν ήταν ο λειτουργός που διενήργησε την προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας, η οποία έλαβε χώρα ενώπιον διαφορετικού λειτουργού, του Λειτουργού CW068. Εν πάση περιπτώσει το σύνολο της πρώτης και δεύτερης συνέντευξης, όπως εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο, αποτυπώνει συστηματικά μια εικόνα σοβαρής ψυχολογικής αστάθειας, σωματικής κόπωσης, συναισθηματικής κατάρρευσης και τραυματικής επιβάρυνσης της Αιτήτριας που καθιστούν την παραπάνω κρίση της Υπηρεσίας παντελώς πεπλανημένη, αβάσιμη, αυθαίρετη και εν τέλει παράνομη. Ο Λειτουργός CW023 διατύπωσε την κρίση αυτή χωρίς να λάβει υπόψη το περιεχόμενο των απαντήσεων της Αιτήτριας, χωρίς να συνεκτιμήσει την ψυχολογική της κατάσταση, και αγνοώντας ρητά καταγεγραμμένα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να συμμετάσχει ουσιαστικά στη διαδικασία.
Από την προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών και των καταγραφών των δύο συνεντεύξεων προκύπτει μια εικόνα έντονης ψυχικής επιβάρυνσης, συναισθηματικής κατάρρευσης και σωματικής εξάντλησης της Αιτήτριας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με την κρίση ότι βρισκόταν σε κατάλληλη ψυχική και σωματική κατάσταση ώστε να συμμετάσχει στη διαδικασία. Η καταγεγραμμένη συμπεριφορά της, οι συνεχείς εκδηλώσεις έντονου συναισθηματικού πόνου και η αδυναμία της να συγκρατήσει τις μνήμες της, που επανέρχονταν με τρόπο βασανιστικό, καταγράφονται επανειλημμένα στα ερυθρά του διοικητικού φακέλου και αποτυπώνουν με σαφήνεια την ευαλωτότητα και τη σοβαρότητα της ψυχικής της κατάστασης.
Η πρώτη συνέντευξη, που διεξήχθη στις 1.11.2022, αποκαλύπτει ήδη από τα αρχικά της στάδια τη δυσχέρεια της Αιτήτριας να προχωρήσει στη διαδικασία. Ερωτηθείσα σχετικά με τυχόν ιατρικά ζητήματα, δηλώνει: «Currently I am seeing a psychiatrist because I have attempted suicide and besides that I am taking a treatment for HIV» (βλ. ερ. 73/1Χ), και στη συνέχεια εξηγεί: «I was not feeling well and didn’t want to live anymore» (βλ. ερ. 73/2Χ). Η αναφορά αυτή συνοδεύεται από συναισθηματική έκρηξη, με τον Λειτουργό CW068 να καταγράφει: [applicant becomes emotional/cries] (βλ. ερ. 69). Η αντίδραση αυτή δεν είναι μεμονωμένη αλλά δείχνει την κατάσταση έντονης ψυχικής πίεσης στην οποία τελούσε η Αιτήτρια ήδη από τα πρώτα λεπτά της διαδικασίας. Ο Λειτουργός CW068 αναγκάζεται να παρέμβει λέγοντας: «Ok, I can see you are very distressed, we don’t have to talk about this anymore right now» (βλ. ερ. 69/1Χ), αναγνωρίζοντας έτσι την προφανή αδυναμία της να συνεχίσει χωρίς να καταρρεύσει.
Η συναισθηματική της επιβάρυνση συνεχίζεται σταθερά: «applicant becomes emotional» (βλ. ερ. 68/1Χ), [cries, shakes head] (βλ. ερ. 67/1Χ), και επάλληλες καταγραφές ότι η Αιτήτρια κλαίει στα ερυθρά 64/2Χ και 64/3Χ. Στο 63/7Χ ο Λειτουργός CW068 αναγκάζεται να της ζητήσει να πάρει βαθιές αναπνοές [Applicant is asked to breathe], ενώ στο 61 καταγράφεται απλώς η λέξη «Cries», ενδεικτική της συχνότητας και της έντασης της συγκινησιακής της φόρτισης.
Η συναισθηματική αποδιοργάνωση της Αιτήτριας εντείνεται όταν αναφέρεται στο εξαναγκαστικό της «γάμο». Όταν ο Λειτουργός CW068 τη ρωτά: «You mentioned it was a forced marriage so I am wondering how you were treated», εκείνη απαντά με έντονη φόρτιση: «IC: [cries], treated? You cannot talk about treatment because you treat people, and I wasn’t treated as one. I was mistreated this wasn’t actually a marriage because a marriage is wanted. What I was in was a prison. It was a prison, this was a prison. [cries] I didn’t mean to cry, I don’t like to talk about it, you don’t wish that to anybody, even your enemy, I don’t like to talk about it. It hurts (…)». Σε αυτό το σημείο, ο Λειτουργός CW068 για ακόμη μία φορά σταματά τη διαδικασία λέγοντας «Ok, I can see you are very distressed, we don’t have to talk about this anymore right now», αναγνωρίζοντας εκ νέου ότι η Αιτήτρια είχε ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής της αντοχής (βλ. ερ. 69/1Χ).
Είναι σαφές από το πρακτικό της πρώτης συνέντευξης ότι αυτή δεν εξελίσσεται ομαλά, αλλά διακόπτεται επανειλημμένα λόγω της δυσκολίας της Αιτήτριας να συνεχίσει. Από το πρακτικό φαίνεται ότι η συνέντευξη ξεκίνησε στις 09.22 και ολοκληρώθηκε στις 16.03, αλλά με διακοπή από τις 11.35 έως τις 12.05, άλλη από τις 13.05 έως τις 13.50 και μία ακόμη από τις 15.05 έως τις 15.23. Η έκταση και η συχνότητα των διαλειμμάτων αυτών καταμαρτυρούν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει στην ψυχολογική πίεση της διαδικασίας και ότι η συνέντευξη γινόταν υπό συνθήκες προφανούς ψυχικής κατάρρευσης.
Το επιχείρημα περί «κατάλληλης ψυχικής κατάστασης» καταρρέει οριστικά μετά την πρώτη συνέντευξη, όταν στο ερυθρό 77 κατατίθεται ιατρική βεβαίωση της 14.02.2022 από δημόσιο ψυχίατρο, η οποία επιβεβαιώνει ότι η Αιτήτρια παρουσιάζει σημαντική ψυχική επιβάρυνση, άγχος, ανάγκη συνεχιζόμενης αγωγής και συμπτώματα που συνδέονται με προηγούμενο τραύμα. Αντί η Υπηρεσία να λάβει υπόψη αυτή τη σημαντική πληροφορία, προχώρησε την επόμενη κιόλας ημέρα σε δεύτερη συνέντευξη, στις 15.02.2022, χωρίς κανένα υποστηρικτικό μέτρο και χωρίς παρουσία ειδικού.
Η δεύτερη συνέντευξη, που διεξήχθη στις 8.40–13.10, παρουσιάζει την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, εικόνα συναισθηματικής επιβάρυνσης. Στα ερυθρά 92/2Χ, 91/3Χ,5Χ και 90/1Χ καταγράφεται συνεχώς από τον Λειτουργό CW068 ότι η Αιτήρια κλαίει και ότι «[becomes emotional/distressed]». Στο 90/2Χ σημειώνεται ότι η Αιτήτρια «cries uncontrollably» και χρειάζεται χρόνο για να ηρεμήσει, ενώ στο 90/3Χ καταγράφεται ξανά ανεξέλεγκτο κλάμα που επιβάλλει παύση μερικών λεπτών, μέχρι η Αιτήτρια να εμφανιστεί «calm». Το κλάμα συνεχίζεται στα ερυθρά 89/1Χ, 89/4Χ, 88/1Χ, ενώ στο 87 καταγράφεται ότι λειτουργός και διερμηνέας συζητούν μεταξύ τους για να προσπαθήσουν να αποσυμπιέσουν την κατάσταση της Αιτήτριας, ενώ στο 87/1Χ και 87/2Χ καταγραφούν νέες κρίσεις κλάματος.
Η ίδια η Αιτήτρια αναφέρει: «IC: I just have a strong headache, I am digging into things that I kept in me and it is causing me a headache [cries]», με τον Λειτουργό CW068 να της απαντά: «CO: Again, I cannot imagine how difficult it is and thank you for trusting us here with these things.» (87/2Χ). Αργότερα λέει: «I am sorry I am starting to shake» (85/1Χ), ενώ στο 83/1Χ δηλώνει: «I will never forget this day [cries] I don’t even want to remember this day, please I am going to go crazy [cries, holds head]». Οι φράσεις αυτές καταδεικνύουν όχι απλώς συγκινησιακή φόρτιση αλλά πραγματική ψυχική αποδιοργάνωση.
Στο 82/1Χ η ίδια εκφράζει την αδυναμία της να συνεχίσει: «I am sorry that I cannot tell you everything these are memories that I have been trying for so long to put away, it is not easy». Η απάντηση του Λειτουργού CW068 — «No need to apologize, you are actually telling me a lot and I can see how difficult it is for you so please don’t feel bad» — επιβεβαιώνει ότι αντιλαμβανόταν την ένταση της ψυχικής της δυσφορίας. Μετά το τελευταίο διάλειμμα, ο Λειτουργός CW068 ρωτά την Αιτήτρια πώς αισθάνεται και η ίδια απαντά «My head hurts a lot» (81/3X), αναφορά που υποδηλώνει την εξάντληση και τον σωματικό πόνο που της προκαλούσε η διαδικασία. Λίγο αργότερα, η Αιτήτρια ξεσπά ξανά σε κλάμα (81/1X, 80).
Προς το τέλος της συνέντευξης, όταν ερωτάται τι φοβάται ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής στο Καμερούν, απαντά «I would rather die, there is nothing else I could say, I would rather die» (79/1X), κλαίγοντας. Στη συνέχεια δηλώνει «I know that if I don’t commit suicide myself I will be killed there anyways» (79/2X), και η καταγραφή «[applicant cries/small pause to calm, breathe]» (79/3X) δείχνει τη βαθιά απελπισία και τον έντονο φόβο που νιώθει για την πιθανότητα επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Τα λόγια της αποτυπώνουν μια κατάσταση απόλυτου ψυχολογικού αδιεξόδου και μια σαφή πεποίθηση για την ίδια ότι η επιστροφή ισοδυναμεί με θάνατο.
Η συνέντευξη ολοκληρώνεται με την παραδοχή του ίδιου του Λειτουργού CW068 για το βάρος της διαδικασίας: «I could see throughout how difficult it was for you and I apologize if this process was too stressful for you.» (βλ. ερ. 79/3Χ), τη στιγμή που η Αιτήτρια συνεχίζει να κλαίει «[applicant cries/small pause to calm, breathe]» .Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει την επίγνωση της Υπηρεσίας ότι η συνέντευξη διεξήχθη υπό συνθήκες σοβαρής ψυχικής επιβάρυνσης της Αιτήτριας, σε σημείο που η διαδικασία καθίστατο για την ίδια επιβλαβής και δυσβάστακτη.
Τα πρακτικά των συνεντεύξεων αποκαλύπτουν μια γυναίκα σε κατάσταση διαρκούς έντασης, με εμφανείς ενδείξεις σοβαρού τραύματος, συναισθηματικής αστάθειας και ψυχικής επικάλυψης, που αδυνατεί να συγκρατήσει τις μνήμες της χωρίς να καταρρεύσει. Οι καταγραφές συνεχούς κλάματος, ανεξέλεγκτων κρίσεων, σωματικών αντιδράσεων όπως πονοκεφάλους, και η ανάγκη για πολλαπλά και παρατεταμένα διαλείμματα συνθέτουν μια αδιαμφισβήτητη εικόνα ότι η Αιτήτρια δεν βρισκόταν σε κατάσταση που να επιτρέπει την ομαλή διεξαγωγή συνέντευξης διεθνούς προστασίας. Η καταγεγραμμένη συναισθηματική της αντίδραση δεν ήταν στιγμιαία· ήταν η μόνιμη κατάσταση της κατά τη διάρκεια και των δύο συνεντεύξεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα πρακτικά επιμαρτυρούν με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η Αιτήτρια τελούσε σε έντονη ψυχική και σωματική δυσφορία, σε σημείο που δυσχέραινε ουσιωδώς την ικανότητά της να συμμετάσχει ενεργά, συγκροτημένα και με πληρότητα στη διαδικασία. Η εικόνα που προκύπτει από τα ερυθρά του φακέλου συνιστά σαφές τεκμήριο ότι η ψυχική της κατάσταση δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από τις συνεντεύξεις και αποκαλύπτει ότι η Υπηρεσία δεν έλαβε υπόψη ούτε τις ενδείξεις ούτε τις ανάγκες της κατά τη διεξαγωγή τους.
Τα ευρήματα όλων αυτών των σελίδων οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα: σε κανένα στάδιο της διαδικασίας η Αιτήτρια δεν είχε την απαιτούμενη ψυχική σταθερότητα ή σωματική αντοχή για να συμμετάσχει σε συνέντευξη διεθνούς προστασίας χωρίς υποστηρικτικά μέτρα. Ο Λειτουργός CW023 όμως, αντί να αναγνωρίσει το προφανές, καταλήγει – χωρίς καμία αιτιολογία, χωρίς καμία αναφορά στα δεδομένα, χωρίς συσχέτιση με την ιατρική γνωμάτευση – στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια ήταν «mentally and physically fit to proceed with the interview». Η κρίση αυτή αντιστρατεύεται ευθέως των πρακτικών της συνέντευξης. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση όπου η Διοίκηση εκδίδει αξιολογική κρίση αντίθετη στα στοιχεία που η ίδια έχει συλλέξει.
Η αναντιστοιχία μεταξύ των πραγματικών συνθηκών και της διοικητικής κρίσης υπονομεύει τη νομιμότητα της διαδικασίας, παραβιάζει την υποχρέωση παροχής ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων σε ευάλωτους αιτούντες και, εν τέλει, καθιστά την κρίση περί αξιοπιστίας της Αιτήτριας δομικά εσφαλμένη. Μια συνέντευξη στην οποία ο αιτών δεν ήταν ψυχικά ικανός να συμμετάσχει δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει θεμέλιο για ορθή αξιολογική κρίση. Ο Λειτουργός CW023 όφειλε να αναγνωρίσει αυτό που αποδεικνύεται σε κάθε σελίδα του φακέλου: ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε καμία περίπτωση ούτε ψυχικά ούτε σωματικά «fit», και η συνέχιση της διαδικασίας υπό αυτές τις συνθήκες συνιστά ξεκάθαρη παραβίαση των υποχρεώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.
Πρόσθετα των πιο πάνω, το άρθρο 15(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ορίζει ότι όταν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής βλάβης, ο αρμόδιος λειτουργός πραγματοποιεί τη συνέντευξη «ύστερα από συνεννόηση και σε συνεργασία με αρμόδιο ιατρό». Η διάταξη αυτή δεν αφήνει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας: η ύπαρξη ενδείξεων σοβαρής βλάβης[7] – όπως εν προκειμένω επανειλημμένοι βιασμοί, σοβαρή ψυχιατρική διάγνωση, αυτοκτονικός ιδεασμός, HIV – ενεργοποιεί αυτομάτως τη δεσμία υποχρέωση συνεννόησης και συνεργασίας με ιατρό, πριν και κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης. Η απλή παραλαβή μιας ιατρικής βεβαίωσης στον φάκελο δεν συνιστά ούτε «συνεννόηση» ούτε «συνεργασία». Δεν προκύπτει ότι ο Λειτουργός CW068 απηύθυνε ερωτήματα στον ψυχίατρο, ζήτησε οδηγίες, έλαβε καθοδήγηση ως προς την καταλληλότητα της συνέντευξης ή τα αναγκαία υποστηρικτικά μέτρα. Η ιατρική γνωμάτευση λειτούργησε απλώς ως ένα ακόμη χαρτί στον φάκελο, χωρίς να αλλάξει τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Τούτο δεν ικανοποιεί το πρότυπο του άρθρου 15(5)· αντιθέτως, αναδεικνύει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την παράλειψη της Υπηρεσίας να πράξει ό,τι ο νόμος της επιβάλλει.
Η μη εφαρμογή του άρθρου 15(5), ιδίως σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία αξιολόγησης ευαλωτότητας κατά τα άρθρα 9ΚΔ και 10Α, προσβάλλει ευθέως τον πυρήνα του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη. Η Αιτήτρια δεν απέκτησε ποτέ την πραγματική δυνατότητα να εκθέσει τους ισχυρισμούς της σε συνθήκες που σέβονται την αξιοπρέπεια, την ψυχική της ακεραιότητα και την συμμετοχή της στη διαδικασία ως ευάλωτο άτομο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το ζήτημα της ευαλωτότητας δεν είναι απλώς ένα επιμέρους νομικό επιχείρημα αλλά θεμελιώδη παράμετρο νομιμότητας της διαδικασίας, την οποία το Δικαστήριο τούτο, υπό το φως και της δικαιοδοσίας του, δεν μπορεί να αγνοήσει.
Τα όσα εκτενώς αναπτύχθηκαν ανωτέρω, επιδρούν αναπόφευκτα στη δυνατότητα του παρόντος Δικαστηρίου να ασκήσει πλήρως τον δικαιοδοτικό του ρόλο και να διασφαλίσει το δικαίωμα της Αιτήτριας σε αποτελεσματική προσφυγή κατά το άρθρο 47 του Χάρτη. Στο πλαίσιο του δικαιώματος αυτού, το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε πλήρη και ex nunc εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης, εξασφαλίζοντας την τήρηση όλων των ουσιωδών διαδικαστικών εγγυήσεων που διέπουν τη διαδικασία διεθνούς προστασίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η διερεύνηση της τήρησης των εγγυήσεων που απορρέουν από την αναγνώριση της ευαλωτότητας της Αιτήτριας, συνιστά ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, στο μέτρο κατά το οποίο άπτεται της νομιμότητας και αξιοπιστίας της συνολικής διαδικασίας. Είναι για τον λόγο αυτό που ακόμα και χωρίς την επαρκή ανάπτυξη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως από το συνήγορο της Αιτήτριας -ως παρατηρήθηκε ανωτέρω- το Δικαστήριο προχώρησε σε εξέταση του κρίσιμου αυτού ζητήματος προς διασφάλιση του πλήρους ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και το άρθρο 10Α του περί Προσφύγων Νόμου, η Υπηρεσία Ασύλου υποχρεούται να εκτιμήσει αν ο αιτών (στην προκειμένη περίπτωση η Αιτήτρια) χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν την έκδοση απόφασης. Επί της παρούσης, η πρώτη συνέντευξη έλαβε χώρα χωρίς την παραπομπή της Αιτήτριας σε ιατρικές εξετάσεις λόγω των ενδείξεων ψυχολογικής κατάστασης. Ακολούθως παρά το γεγονός ότι έλαβε την ιατρική βεβαίωση η οποία επισήμαινε τα σοβαρότητα ζητήματα της ψυχικής υγείας της Αιτήτριας, η υπηρεσία συνέχισε τη διαδικασία χωρίς σε κανένα στάδιο να εκτιμήσει κατά πόσο η Αιτήτρια έχει ανάγκη από ειδική υποστήριξη. Η διαδικασία λοιπόν την οποία ακολούθησαν οι Καθ’ ων η αίτηση είναι εσφαλμένη. Αυτό, πρόσθετα, συνιστά παράβαση της υποχρέωσης για πλήρη εκτίμηση της ευαλωτότητας πριν την τελική απόφαση και συνιστά σοβαρή διαδικαστική παράλειψη.
Σύμφωνα με τον οδηγό δικαστικής ανάλυσης του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ευαλωτότητα στο πλαίσιο των αιτημάτων διεθνούς προστασίας[8] η ευαλωτότητα πρέπει να αξιολογείται τόσο για τις ιδιαιτέρες ανάγκες που προκύπτουν στα πλαίσια των υλικών συνθηκών υποδοχής[9] και για την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου[10] -όπως αναλύθηκε ήδη- όσο και για την αξιολόγησή της ως ιδιαίτερη περίσταση κατά την εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας[11].
Για τους λόγους λοιπόν που επεξηγήθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι στοιχειοθετούνται λόγοι ακυρώσεως λόγω παράβασης ουσιωδών τύπων της διαδικασίας και παράβαση νόμου, συνιστάμενοι ιδίως στην παράλειψη εντοπισμού και αξιολόγησης της ευαλωτότητας και των ειδικών διαδικαστικών αναγκών της Αιτήτριας, κατά παράβαση των άρθρων 21 και 24 των Οδηγιών 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ και των άρθρων 9ΚΔ και 10Α του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και από έλλειψη δέουσας έρευνας, η οποία οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα και σε πλημμελή αιτιολογία αναφορικά με την ψυχική και σωματική της κατάσταση, οι οποίες καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωτέα.
Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου
Ενόψει της ανωτέρω κατάληξής μου, με έχει προβληματίσει η έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένης της υποχρέωσης του να προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο της προσφυγής, εξετάζοντας την ανάγκη χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και τροποποιώντας, εάν κριθεί εύλογο, την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με το ζήτημα αυτό έχω απασχοληθεί και στην F.E.A. (ανωτέρω), στα πλαίσια της οποίας κατέληξα σε ορισμένες κρίσιμες διαπιστώσεις οι οποίες τυγχάνουν πλήρους αναλογικής εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση, χωρίς να απαιτείται επανάληψη του πλήρους κειμένου τους. Συνοπτικά στην F.E.A. διαπιστώθηκε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν εσφαλμένα στη διενέργεια της συνέντευξης και στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς προηγουμένως να αναμένουν ή να εξασφαλίσουν τα αποτελέσματα αναγκαίας ιατρικής ή/και ψυχολογικής εξέτασης της εκεί αιτήτριας, παρά το ότι υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ευαλωτότητας, καθώς και εύλογες υποψίες ότι η αιτήτρια ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας προσώπων. Η παράλειψη αυτή είχε ως συνέπεια την απουσία ορθής και έγκαιρης αξιολόγησης των ειδικών διαδικαστικών αναγκών και εγγυήσεων που η αιτήτρια ενδεχομένως να απαιτούσε πριν ακόμη από το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης.
Όπως έχω ήδη επισημάνει στην F.E.A., τέτοια ουσιώδη διαδικαστικά ελαττώματα δεν είναι δυνατό να «θεραπευθούν» μεταγενέστερα στο πλαίσιο της ex nunc δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της διοικητικής λειτουργίας και με μετατροπή του δικαστικού ελέγχου σε πρωτογενή αξιολόγηση αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Οι διαπιστώσεις αυτές εδράζονται και σε νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου -στην A.D.[12] και A.K.M.[13] , σύμφωνα με την οποία η μη αναμονή των αποτελεσμάτων ιατρικών/ψυχολογικών εξετάσεων ή η μη παραπομπή σε αυτές όταν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας, θυματοποίησης ή βασανιστηρίων, συνιστούν σοβαρές πλημμέλειες της διοικητικής διαδικασίας που στερούν από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου και καθιστούν βάσιμο τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας.
Αναλόγως, στην παρούσα υπόθεση εντοπίζονται διαδικαστικές παραλείψεις οι οποίες προηγούνται ακόμη και της συνέντευξης, εφόσον δεν διασφαλίστηκε η αναγκαία αξιολόγηση των ενδεχόμενων ειδικών διαδικαστικών αναγκών της Αιτήτριας ούτε εξετάστηκε εγκαίρως το ενδεχόμενο ύπαρξης ψυχολογικών ή ψυχιατρικών προβλημάτων ή θυματοποίησης. Η παράλειψη αυτή επηρεάζει ευθέως τη δικαιοσύνη, την αξιοπιστία και την εγκυρότητα της διενεργηθείσας συνέντευξης και, συνακόλουθα, την αντικειμενικότητα και νομιμότητα της διαδικασίας λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν από τα πρακτικά των δύο συνεντεύξεων, της ιατρικής βεβαίωσης και της συνολικής εικόνας της ψυχολογικής κατάστασης της Αιτήτριας, καθίσταται σαφές ότι η διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης είναι σοβαρά και πολλαπλά ελαττωματική. Οι ελλείψεις αυτές αφορούν τόσο την απουσία των αναγκαίων διαδικαστικών εγγυήσεων, όσο και την ουσιαστική πλημμέλεια της συνέντευξης, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις μιας αντικειμενικής, αμερόληπτης και πλήρους διερεύνησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο, παρά τη φύση του ως δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να θεραπεύσει τα ελαττώματα της διαδικασίας ούτε να αντικαταστήσει τον ρόλο της Υπηρεσίας Ασύλου στη συλλογή, εξακρίβωση και αξιολόγηση των ουσιωδών πραγματικών στοιχείων της υπόθεσης.
Η πρώτη και θεμελιώδης αδυναμία της διαδικασίας συνίσταται στο ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η Αιτήτρια δεν βρισκόταν σε κατάσταση που να της επιτρέπει ουσιαστική συμμετοχή στη συνέντευξη. Η συνεχής συναισθηματική της κατάρρευση, οι επανειλημμένες διακοπές και οι σαφείς αναφορές σε σοβαρή ψυχική επιβάρυνση και αυτοκτονικό ιδεασμό καταδεικνύουν ότι δεν διέθετε την απαιτούμενη ψυχική σταθερότητα. Δεδομένου ότι η ίδια είχε ήδη δηλώσει πως τελεί υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, η Υπηρεσία όφειλε να αξιολογήσει την ανάγκη ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, ακολούθως να προσαρμόσει αναλόγως τη συνέντευξη. Αντ’ αυτού, η διαδικασία διεξήχθη ως εάν να μην επρόκειτο για ευάλωτο πρόσωπο.
Η συνέντευξη, όπως διεξήχθη, δεν αποτελεί αξιόπιστο αποδεικτικό υλικό. Δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η Οδηγία 2013/32/ΕΕ, οι Κατευθυντήριες Οδηγίες της UNHCR και της EUAA για συνεντεύξεις ευάλωτων αιτούντων, ούτε τις βασικές αρχές της δίκαιης διαδικασίας. Η ψυχική ανεπάρκεια της Αιτήτριας επηρέασε καθοριστικά την ικανότητά της να απαντήσει με συνέπεια, να συγκροτήσει τις σκέψεις της και να ανατρέξει σε τραυματικές μνήμες, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στα όσα η ίδια δήλωνε περί της δυσκολίες της να αναβιώσει τραυματικά γεγονότα, στις μακροσκελείς παύσεις και στις δυσκολίες μνήμης. Ο Λειτουργός CW023 όμως αντί να αναγνωρίσει τα συμπτώματα αυτά ως φυσικές εκδηλώσεις τραύματος, τα χρησιμοποίησε εναντίον της, στηρίζοντας την κρίση περί αναξιοπιστίας σε μια συνέντευξη που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να αποδώσει συνεκτικό αποτέλεσμα.
Η πλημμέλεια της συνέντευξης δεν περιορίζεται στην ψυχική κατάσταση της Αιτήτριας· αφορά και το περιεχόμενο. Ορισμένοι από τους σοβαρότερους ισχυρισμούς της — όπως οι παιδικοί βιασμοί, ο εξαναγκαστικός γάμος, η κακοποίηση από την οικογένεια του συζύγου της, οι συνθήκες σεξουαλικής εκμετάλλευσης που προσεγγίζουν τον ορισμό της εμπορίας ανθρώπων, ο φόβος θανάτου σε περίπτωση επιστροφής — δεν διερευνήθηκαν με την απαιτούμενη προσοχή και εξειδίκευση. Πολλά από τα κρίσιμα αυτά στοιχεία είτε παραλείφθηκαν είτε ζητήθηκαν επιπόλαια, χωρίς να φωτιστούν οι ουσιαστικές διαστάσεις τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι η συνέντευξη δεν αποτελεί πλήρη, ολοκληρωμένη ή πιστή καταγραφή των ισχυρισμών της Αιτήτριας, αλλά ένα αποσπασματικό σύνολο απαντήσεων δοσμένων υπό συνθήκες ψυχολογικής κατάρρευσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο, ακόμη και εάν κατά νόμον διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία, δεν μπορεί να θεραπεύσει τις ελλείψεις της διοικητικής έρευνας, όταν το βασικό αποδεικτικό μέσο της διοίκησης πάσχει ουσιωδώς: διενεργήθηκε χωρίς τις αναγκαίες εγγυήσεις, σε συνθήκες που καθιστούσαν αδύνατη την ουσιαστική συμμετοχή της Αιτήτριας, και χωρίς επαρκή διερεύνηση των ουσιωδών ισχυρισμών της. Καμία δικαστική κρίση επί της ουσίας δεν μπορεί να στηριχθεί σε ένα τέτοιο υλικό χωρίς να παραβιάζεται το δικαίωμα ακρόασης, η αρχή της δίκαιης διαδικασίας και το άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι το ελάττωμα αφορά τη θεμελιώδη διαδικασία μέσω της οποίας η Διοίκηση οφείλει να εξακριβώσει τα κρίσιμα πραγματικά δεδομένα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει τη θέση της Υπηρεσίας ούτε να οικοδομήσει νέα κρίση επί ελλιπούς ή αναξιόπιστου φακέλου. Η μόνη θεσμικά επιτρεπτή και νομικά ορθή συνέπεια είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αναπομπή της υπόθεσης στη Διοίκηση, προκειμένου να αξιολόγηθεί η ευαλωτότητα και η ιατρική/ψυχολογική κατάσταση της Αιτήτριας και ακολούθως να καθοριστούν και ενεργοποιηθούν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις και τα μέτρα υποστήριξης που απαιτούνται για την ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση της Αιτήτριας.
Είναι γεγονός ότι έχει πλειστάκις επισημανθεί ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής απόφασης. Ρόλος ο οποίος αναδύεται από το ίδιο το νομοθέτημα[14] που είναι υπεύθυνο και για την ίδια την ύπαρξη του. Αυτό βεβαίως, στο βαθμό που δεν προβλέπεται νομοθετικά διαφορετική και αποκλειστική δικαιοδοσία ως προς ειδικότερα ζητήματα τα οποία περιπλέκονται με το ζήτημα της εξέτασης μίας αίτησης ασύλου. Και εν προκειμένω, είναι φρονώ περίπτωση μίας τέτοιας νομοθετικής πρόβλεψης. Τούτο, προκύπτει ευθέως μέσα από τις εξουσίες τις οποίες ο Νομοθέτης ρητώς και αδιαμφισβητήτως επιφύλαξε στην Υπηρεσία Ασύλου, αφού ο περί Προσφύγων Νόμος προβλέπει ρητά ότι η αξιολόγηση της ευαλωτότητας, των ειδικών αναγκών υποδοχής και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων ανήκει αποκλειστικά στην Υπηρεσία Ασύλου. Σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου, η Υπηρεσία Ασύλου είναι το μόνο αρμόδιο όργανο για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση, την απόφαση και την παραπομπή για παροχή των αναγκαίων μέτρων στήριξης, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας. Επομένως, η διαπίστωση και η ορθή διαχείριση των ειδικών αναγκών της Αιτήτριας δεν μπορούν να υποκατασταθούν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο του ουσιαστικού του ελέγχου.
Παρά τις διευρυμένες λοιπόν εξουσίες που έχει το παρόν Δικαστήριο, ωστόσο ο δικαστικός έλεγχος ουσίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει, όσο πλήρης κι αν είναι, το στάδιο διοικητικής κρίσης για ζητήματα για τα οποία δεν έχει αποφανθεί η διοίκηση σε πρώτο βαθμό. Ως χαρακτηριστικά σημειώνεται από τον Γ. Δελλή, στο σύγγραμμα του «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013», σελ. 329, «η ευρύτητα του ελέγχου ο οποίος ασκείται στις διαφορές ουσίας κακώς παρουσιάζεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις διοικητικές παρατυπίες».
Υπενθυμίζω πρόσθετα, ότι δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 10Α το οποίο αναφέρεται στους αιτητές που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, προβλέπεται ότι «Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης».
Προχωρώ όμως και ένα βήμα παραπέρα. Παρά την ex nunc και πλήρη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που έπρεπε να είχαν παρασχεθεί στην Αιτήτρια δεν μπορούν να αναπληρωθούν πλήρως στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τα νέα στοιχεία, αλλά δεν μπορεί να αναπαράγει τις εξειδικευμένες διαδικασίες που θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί, όπως η υποστήριξη της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξη.
Επισημαίνω ότι η έννοια της ευαλωτότητας είναι πολυεπίπεδη και πολύπλοκη. Απαιτεί την εφαρμογή ειδικών διαδικασιών που δεν είναι μόνο νομικής φύσης αλλά και ιατρικής, ψυχολογικής και κοινωνικής. Οι διοικητικές αρχές έχουν τους μηχανισμούς και τα εργαλεία για να προσεγγίσουν αυτές τις περιπτώσεις με τρόπο ολοκληρωμένο, εξασφαλίζοντας ότι η αίτηση θα αξιολογηθεί υπό το πρίσμα όλων των ενδεχόμενων διαστάσεων που περιβάλλουν αυτήν. Αυτή λοιπόν η διαδικασία είναι πρωτίστως διοικητική και εμπίπτει στις αρμοδιότητες των αρμόδιων διοικητικών υπηρεσιών. Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει το δίκαιο, ειδικά για άτομα που μπορεί να είναι θύματα κακοποίησης ή σεξουαλικής βίας, πρέπει να παρέχονται από το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή κατά τη συνέντευξη ενώπιον των αρμόδιων αρχών. Αν το Δικαστήριο αναλάμβανε αυτόν το ρόλο, θα διακινδύνευε να μειώσει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας ενώ θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες στην παροχή αυτών των εγγυήσεων καθώς δεν διαθέτει ούτε την υποδομή ούτε τα εργαλεία για να προσφέρει την κατάλληλη προστασία και ψυχολογική υποστήριξη που μπορεί να χρειάζεται ένας αιτητής.
Ας μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι ο ρόλος του Δικαστηρίου, παραμένει ρόλος επιθεώρησης και ελέγχου της διοίκησης ως προς το κατά πόσο αυτή τήρησε τις προβλεπόμενες διαδικασίες και αν έλαβε υπόψη της όλα τα κρίσιμα στοιχεία και δεν μπορεί να αναμένεται από το Δικαστήριο να διεξάγει εκ νέου και εξ υπαρχής την διαδικασία ασύλου, μετατρέποντας εαυτόν σε μία δεύτερη διοίκηση. Το Δικαστήριο διατηρεί τον ρόλο του ως κριτής της ορθότητας των διοικητικών αποφάσεων, όχι ως διοικητικό όργανο που αναλαμβάνει πρωτογενείς αποφάσεις για το άσυλο. Ανάληψη από το Δικαστήριο πλήρους διαδικαστικής εξουσίας, ενέχει τον κίνδυνο να εμπλακεί σε θέματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της δικαστικής αποστολής του.
Το επιχείρημα λοιπόν της μη υποκατάστασης της διοικητικής κρίσης παραμένει ισχυρό ακόμη και υπό το φως της πλήρους δικαιοδοσίας με την οποίαν το παρόν Δικαστήριο εξοπλίζεται.
Το ΔΕΕ έχει επισημάνει πως μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι τα εθνικά δικαστήρια θα έχουν την εξουσία να εξετάζουν τις ανάγκες διεθνούς προστασίας του εκάστοτε αιτούντος, ωστόσο, τα εν λόγω δικαστήρια δεν θα πρέπει οπωσδήποτε να υποχρεούνται να διεξάγουν τη σχετική εκτίμηση, διότι, αναλόγως των στοιχείων του φακέλου, ενδέχεται να καταλήξουν στην κρίση ότι η αποφαινόμενη αρχή είναι καταλληλότερη για τον σκοπό αυτό.
Επί του σημείου τούτου, παραπέμπω στα όσα λέχθηκαν από το ΔΕΕ στην απόφαση C-517/17, Milkiyas Addis κατά Bundesrepublik Deutschland, ημερ. 16.07.2020 (στο εξής αναφερόμενη ως «Addis»):
«73. Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον Μ. Addis η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει αυτοπροσώπως, σε γλώσσα την οποία κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή στην περίπτωσή του του λόγου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, σ’ αυτό εναπόκειται να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής».
Ως επίσης λέχθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-406/22, CV κατά κατά Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky 04.10.2024 (στο εξής αναφερόμενη ως «CV») (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«87. Υπό το πρίσμα αυτό, όσον αφορά το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως το δικαίωμα αυτό ορίζεται στο εν λόγω άρθρο 46, παράγραφος 3, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φράση «μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» έχει την έννοια ότι, βάσει της διάταξης αυτής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαμορφώνουν την εθνική τους νομοθεσία κατά τρόπο τέτοιον ώστε η εξέταση των εν λόγω προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που επιτρέπουν στον δικαστή να προβεί στην εκτίμηση της υπόθεσης βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 110).
88. Στο πλαίσιο αυτό, καταρχάς, ο όρος «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης κατά της οποίας βάλλει η προσφυγή. Ειδικότερα, μια τέτοια εκτίμηση επιτρέπει την εξαντλητική εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας,χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Η εξουσία που απονέμεται επομένως στον δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία τα οποία δεν έχουν κριθεί από την εν λόγω αρχή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, όπως αυτός υπενθυμίστηκε στη σκέψη 78 της παρούσας απόφασης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 112).
89. Εν συνεχεία, ο επιθετικός προσδιορισμός «πλήρης» που παρατίθεται στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 113).
90. Τέλος, με την έκφραση «κατά περίπτωση» που περιλαμβάνεται στο χωρίο «ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]» καθίσταται εμφανές ότι η πλήρης και ex nunc εξέταση την οποία οφείλει να διεξαγάγει ο δικαστής δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί συνεπώς να αφορά τις διαδικαστικές πτυχές μιας αίτησης διεθνούς προστασίας (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 115)».
Σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Νικόλα Αιμιλίου, της 30ης Μαΐου 2024, στην ίδια αυτή υπόθεση [C‑406/22, βλ. ανωτέρω] (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«161. Επιπλέον, από τη μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ως πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, στο πλαίσιο της οποίας εξετάζονται, κατά περίπτωση, και οι ανάγκες διεθνούς προστασίας του αιτούντος, νοείται η «εξαντλητική και επικαιροποιημένη» εξέταση και ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, προδιαγράφοντας κατά τον τρόπο αυτό την εμβέλεια του δικαστικού ελέγχου, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία να αποφαίνεται κατά τρόπο δεσμευτικό «επί του ζητήματος αν ο συγκεκριμένος αιτών πληροί τις προϋποθέσεις […] ώστε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία», οσάκις το εν λόγω δικαστήριο διαθέτει «όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία»
174. Πράγματι, ο μόνος τρόπος διά του οποίου μπορεί το εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης (…) είναι είτε να διεξαγάγει την εξέταση το ίδιο, είτε να αναπέμψει τον φάκελο στην αποφαινόμενη αρχή. Υπενθυμίζω ότι τόσο από το γράμμα του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 («κατά περίπτωση»), όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι τα εθνικά δικαστήρια θα έχουν την εξουσία να εξετάζουν τις ανάγκες διεθνούς προστασίας του εκάστοτε αιτούντος, ωστόσο τα εν λόγω δικαστήρια δεν θα πρέπει οπωσδήποτε να υποχρεούνται να διεξάγουν τη σχετική εκτίμηση, διότι, αναλόγως των στοιχείων του φακέλου, ενδέχεται να καταλήξουν στην κρίση ότι η αποφαινόμενη αρχή είναι καταλληλότερη για τον σκοπό αυτό (βλ. απόφαση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης), σκέψη 67). Όσον αφορά τα «ειδικά μέσα και [το] εξειδικευμένο προσωπικό» που διαθέτει η εκάστοτε αποφαινόμενη αρχή, βλ. απόφαση Torubarov (σκέψη 64) ή απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Addis (C‑517/17, EU:C:2020:579, σκέψη 61)».
(βλ. και υποσημείωση αρ. 107 της απόφασης)
Η έκταση του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα υπό το φως της πρόσφατης απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση C-283/24, Barouk. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η πλήρης και ex nunc εξέταση του άρθρου 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ απαιτεί το εθνικό δικαστήριο να διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία —όπως τη δυνατότητα παραπομπής σε ιατρική εξέταση— όταν αυτό είναι αναγκαίο για την ουσιαστική εκτίμηση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Η Barouk όμως δεν επιβάλλει στο δικαστήριο να χρησιμοποιεί υποχρεωτικά τα εργαλεία αυτά ούτε να υποκαθιστά τη διοίκηση, ιδίως όπου η πρωτογενής διαδικασία είναι θεμελιωδώς ελαττωματική.
Έχω την άποψη ότι η Barouk εναρμονίζεται πλήρως με τις Alheto, Addis και CV, οι οποίες καθιστούν σαφές ότι η ex nunc εξέταση προϋποθέτει έναν διοικητικό φάκελο καταρτισμένο κατόπιν νόμιμης, αντικειμενικής και διεξοδικής έρευνας. Όταν τέτοιος φάκελος δεν υφίσταται, όταν απουσιάζει η στοιχειώδης εφαρμογή εγγυήσεων για ευάλωτους αιτούντες ή δεν έχουν συλλεχθεί τα αναγκαία ιατρικά και ψυχολογικά δεδομένα, το δικαστήριο δεν μπορεί να οικοδομήσει δική του ουσιαστική κρίση χωρίς να μετατραπεί σε de facto πρωτοβάθμια αρχή ασύλου.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν διαθέτει «όλα τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία» ώστε να ασκήσει ex nunc έλεγχο. Η έλλειψη δεν οφείλεται στην αδυναμία λήψης πρόσθετων πληροφοριών, αλλά σε θεμελιώδη διοικητική παράλειψη: δεν έγινε αξιολόγηση ευαλωτότητας, δεν ενεργοποιήθηκαν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 15(5) αλλά και γενικότερα, ούτε προσαρμόστηκε η διαδικασία στις ανάγκες της Αιτήτριας ως θύματος βίας και σοβαρής ψυχικής νόσου. Το διοικητικό στάδιο, το οποίο οφείλει να δημιουργήσει το αναγκαίο υπόβαθρο για ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο, απλώς δεν εκπληρώθηκε.
Η πλήρης δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για τη θεραπεία τέτοιων πλημμελειών. Η μετατροπή του δικαστηρίου σε όργανο πρώτης εξέτασης θα ακύρωνε τον ρόλο της Υπηρεσίας Ασύλου και θα το υποχρέωνε να διεξάγει εξειδικευμένη αξιολόγηση για την οποία ούτε ο νόμος ούτε η πρακτική το εξοπλίζουν. Υπό τα δεδομένα αυτά, και παρά τις επιφυλάξεις της απόφασης Banduk ως προς τα όρια αυτεπάγγελτου ελέγχου, η φύση και η βαρύτητα των πλημμελειών επιβάλλουν αυτεπάγγελτη εξέταση και καθιστούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μονόδρομο.
Η Barouk δεν αποσκοπεί να καταστήσει το δικαστήριο υποκατάστατο της διοίκησης· αντιθέτως, κατοχυρώνει την αποτελεσματικότητα της προσφυγής ακριβώς επειδή αναγνωρίζει ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί σε διαδικασίες που παραβιάζουν ενωσιακές εγγυήσεις. Η απόφαση διευρύνει τις δικονομικές δυνατότητες του δικαστή ώστε να συμπληρώνει κενά σε κατά βάση ορθή διαδικασία, αλλά όχι να θεραπεύει μια συνολικά ελαττωματική πρωτογενή έρευνα ή να στερεί τον αιτητή από το δικαίωμα σε εξειδικευμένη διοικητική εξέταση.
Φρονώ συνεπώς ότι η νομολογία του ΔΕΕ παραμένει συνεπής: όταν λείπουν τα στοιχεία που καθιστούν εφικτή και ασφαλή την ex nunc δικαστική κρίση —όπως εν προκειμένω— το δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει την απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή, ώστε να διεξαχθεί πλήρης, σύννομη και σύμφωνη με τις ειδικές εγγυήσεις επανεξέταση, διασφαλίζοντας το δικαίωμα της Αιτήτριας σε πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Η Barouk δεν απαιτεί από το ΔΔΔΠ να θεραπεύσει μια τόσο ελαττωματική διαδικασία ούτε να υποκαταστήσει πλήρως την Υπηρεσία Ασύλου. Η εξουσία συμπλήρωσης του φακέλου λειτουργεί μόνο επικουρικά και προϋποθέτει μια κατά τα λοιπά νόμιμη διοικητική έρευνα — κάτι που εδώ απουσιάζει πλήρως.
Επομένως, η μόνη λύση συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο και τη νομολογία είναι η ακύρωση της απόφασης και η αναπομπή για πλήρη, σύννομη και εγγυημένη επανεξέταση με τις αναγκαίες ιατρικές αξιολογήσεις και ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Το Δικαστήριο δεν οφείλει να εξετάσει την ουσία όταν η διοίκηση δεν τήρησε τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις της. Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι σύμφωνα με τη σκέψη 90 της CV, η πλήρης και ex nunc εξέταση μπορεί να καταλαμβάνει και τις διαδικαστικές πτυχές μιας αίτησης διεθνούς προστασίας.
Ενόψει των όσων εκτενώς αναλύθηκαν ανωτέρω, είναι η καταληκτική μου κρίση πως το παρόν Δικαστήριο, στην υπό εξέταση υπόθεση, δε διαθέτει «όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία» και συνεπώς δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προκειμένου οι Καθ' ων η αίτηση:
α) να προβούν σε πλήρη και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της ευαλωτότητας και της ιατρικής/ψυχολογικής κατάστασης της Αιτήτριας και στον καθορισμό των αναγκαίων ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 9ΚΔ, 10Α και 15(5) του περί Προσφύγων Νόμου,
(β) και ακολούθως, αφού ληφθούν και αξιολογηθούν τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων και ενεργοποιηθούν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που απαιτούνται, να επανεξετάσουν εξ υπαρχής την αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, κρίνοντας οι ίδιοι, βάσει των ειδικών αναγκών της και των πορισμάτων της αξιολόγησης, αν ενδείκνυται ή όχι η διεξαγωγή νέας προσωπικής συνέντευξης, και να εκδώσουν νέα, νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση.
Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι η κατάληξη μου ότι η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/2018). Ενόψει της περιορισμένης συμβολής της νομικής εκπροσώπησης στην ανάδειξη των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που οδήγησαν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, δικαιολογείται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιδίκαση περιορισμένων εξόδων €600 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Νοείται ότι κατά την επανεξέταση της επίδικης απόφασης οι Καθ' ων η αίτηση δεσμεύονται από τις ως άνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου και οφείλουν να προχωρήσουν τάχιστα και κατά προτεραιότητα στις επιβαλλόμενες ενέργειες ούτως ώστε να εξεταστεί άμεσα το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Άρθρο 2(ια) και άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση).
[2] Άρθρο 2(δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[3] Αιτιολογική Σκέψη 29 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ό.π.
[4] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[5] Άρθρο 24(2) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ό.π.
[6] Refugee Support Aegean, Legal Note- Ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις στη διαδικασία ασύλου Παρατηρήσεις επί της νομολογίας, Ιούνιος 2022, σελ. 8, διαθέσιμο σε: https://rsaegean.org/wp-content/uploads/2022/06/RSA_SpecialProceduralGuarantees.pdf
[7] Παρότι ο όρος “σοβαρή βλάβη” ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου με παραπομπή στο άρθρο 19(2) και αφορά αποκλειστικά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις αναγνώρισης της επικουρικής προστασίας, η χρήση του στο άρθρο 15(5) εντάσσεται σε διαφορετικό και αμιγώς διαδικαστικό πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος αποκτά λειτουργικό περιεχόμενο, αναφερόμενος σε περιστάσεις που δύνανται να επηρεάσουν την ικανότητα του αιτητή να συμμετάσχει αποτελεσματικά και με ασφάλεια στη διαδικασία συνέντευξης, και όχι σε αξιολόγηση των ουσιαστικών κριτηρίων του άρθρου 19(2). Έτσι, οι ‘ενδείξεις σοβαρής βλάβης’ του άρθρου 15(5) συνιστούν χαμηλότερου αποδεικτικού κατωφλίου στοιχεία που υποδηλώνουν πιθανή ευαλωτότητα και καθιστούν αναγκαία τη συνεργασία με αρμόδιο ιατρό για σκοπούς προσαρμογής της διαδικασίας.
[8] EASO, Judicial Analysis - Vulnerability in the context of applications for International Protection, 2021, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Vulnerability_CJ_EN.pdf
[9] Αιτιολογική σκέψη 14 και άρ. 2(κ), 21 και 22 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση)
[10] Αιτιολογικές σκέψεις 27, 29 και 31 και άρ. 2(δ) και 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[11] Άρ. 20 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[12]A. D. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλο, υπόθεση με αρ. 5999/2021, 07.11.2023, της αδελφής μου Δικαστού Χ. Πλαστήρα.
[13] A.K.M. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 1259/22, 09.02.2024, απόφαση της Προεδρού του Δ.Δ.Δ.Π. Μ. Παπαντωνίου.
[14] Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο