ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Λ.Σ. Καμμίτση, Προέδρου
Αίτηση Αρ.: Ε10/16
Μεταξύ:
ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
και
1. ΑΝΔΡΕΑ ΤΣΙΓΚΗ, από την Λευκωσία
2. ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑΣ ΠΟΥΛΛΑΪΔΟΥ ΤΣΙΓΚΗ
Καθ' ων η Αίτηση
--------------------------------------------------------------------------------
Αίτηση για την έκδοση προσωρινών Διαταγμάτων
30.11.2018
Για τον Αιτητή – Καθ’ ου η Αίτηση 1 στην κυρίως Αίτηση: κ. Χ.Γ. Τσίγκης
Για την Καθ’ ης η Αίτηση – Αιτήτρια στην κυρίως Αίτηση: κα. Γ. Τσόκκου για κ.κ. Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Ενδιάμεση Απόφαση
Με μονομερή αίτηση ημερομηνίας 28.2.2018, ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «ο Καθ’ ου η Αίτηση 1») εξαιτείται ως ακολούθως:
«(Α) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στην Αιτήτρια και Καθ’ ης η Αίτηση στην παρούσα Αίτηση, εν τοις εφεξής καλούμενης Καθ’ ης η Αίτηση και/ή στους αντιπροσώπους και/ή εκπροσώπους αυτής από του να επεμβαίνουν και/ή να προκαλούν ενόχληση και/ή να παρεμποδίζουν την απρόσκοπτη υδροδότηση και/ή ηλεκτροδότηση και/ή με οιονδήποτε την ομαλή και ειρηνική κατοχή και εκμετάλλευση του υποστατικού που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα αρ. 10 Γ και Δ, Λευκωσία από την Καθ’ ης η Αίτηση και/ή τους αντιπροσώπους και/ή εκπροσώπους και/ή υπαλλήλους αυτής, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως Αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
(Β) Διαζευκτικά του (Α) ανωτέρω, Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την Καθ’ ου η Αίτηση και/ή τους αντιπροσώπους και/ή εκπροσώπους αυτής σε ειδική εκτέλεση του εξυπακουόμενου όρου της Ενοικίασης του υποστατικού που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα αρ. 10 Γ και Δ Λευκωσία για ειρηνική και/ή απρόσκοπτη απόλαυση και/ή χρήση του υποστατικού από τον Αιτητή και/ή διάταγμα το οποίο να διατάσσει την Καθ’ ης η Αίτηση να παρέχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα ντεπόζιτα Νερού και στο σύστημα Ηλεκτροδότησης του υποστατικού που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα αρ. 10 Γ και Δ, Λευκωσία, το οποίο κατέχεται από τον Αιτητή, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως Αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
(Γ) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στην Καθ’ ης η Αίτηση και/ή στους αντιπροσώπους και/ή εκπροσώπους αυτής από του να διακόψουν και/ή με οιεσδήποτε ενέργειες και/ή παραστάσεις τους συνεργήσουν και/ή να συμβάλουν στην διακοπή της παροχής του νερού και/ή του ηλεκτρικού ρεύματος του υποστατικού που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα αρ. 10 Γ και Δ Λευκωσία, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως Αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
(Δ) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την Καθ’ ου η Αίτηση και/ή τους αντιπροσώπους και/ή εκπροσώπους αυτής όπως αμέσως και από την επίδοση επικείμενου προσωρινού Διατάγματος, λάβουν όλα τα μέτρα για την επανασύνδεση και/ή επαναφορά της ηλεκτροδότησης και υδροδότησης του υποστατικού που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα αρ. 10 Γ και Δ Λευκωσία, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως Αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
(Ε) Οιανδήποτε περαιτέρω απόφαση ή διάταγμα ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο το Σεβαστό Δικαστήριο.
(ΣΤ) Έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.»
Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στο άρθρο 6 και 8 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 1 του 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας άρθρα 15 και 23, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, άρθρα 4, 5, 7 και 9, στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148 μεταξύ άλλων στα άρθρα 2, 11, 13, 43, 46-49, στον περί Δικαστηρίων Νόμο, Ν.14/60, άρθρο 32, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θθ.1 -13, Δ.64, στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, στους περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, στη σχετική επί του θέματος νομολογία και στις γενικές εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η υπό εξέταση αίτηση εμφαίνονται στην επισυνημμένη ένορκο δήλωση του κ. Ανδρέα Τσίγκη, από τη Λευκωσία. Ο ενόρκως δηλών λέγει ότι είναι ο Αιτητής στην υπό εξέταση αίτηση και προβαίνει στη δήλωση του έχοντας πλήρη και προσωπική γνώση των γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση. Κατά ή περί την 1.10.2012, ο κ. Τσίγκης προέβη στην ενοικίαση υποστατικού, κατόπιν σχετικής συμφωνίας, από την Καθ' ης η Αίτηση στην παρούσα και Αιτήτρια στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «η Αιτήτρια»), κειμένου στη Διγενή Ακρίτα 10, Λευκωσία, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της εργασίας του ως εμπορικό κατάστημα πώλησης ειδών ενδύσεως και/ή ειδών υποδήσεως και/ή άλλων συναφών ειδών.
Ως αποτέλεσμα διαφόρων προβλημάτων που ανεφύησαν σε διάφορους χρόνους διαρκούσης της ενοικίασης και οφειλομένων αποκλειστικά στο πρόσωπο της Αιτήτριας και/ή υπαλλήλου και/ή αντιπροσώπου της και/ή προσώπων εντεταλμένων υπ’ αυτής και/ή άλλως πως, η Αιτήτρια, όλως αδικαιολογήτως και αναιτίως κατά τον Καθ’ ου η Αίτηση, ήγειρεν εναντίον του την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση. Εκκρεμούσης της Αιτήσεως και ισχυούσης της ως άνω συμφωνίας ενοικιάσεως, ως ισχυρίστηκε, ο κ. Τσίγκης συμφώνησε με την Αιτήτρια, όπως του ενοικιάσει για τις ανάγκες της εργασίας του, και έτερον κατάστημα, εφαπτόμενο του ως άνω αναφερομένου, επί της οδού Διγενή Ακρίτα 10, Λευκωσία. Αυτό έλαβεν χώραν κατά/ή περί τον Οκτώβριο 2016, επί τη βάσει προφορικής συμφωνίας, γενομένης στη Λευκωσία, μεταξύ του Καθ’ ου η Αίτηση και της Αιτήτριας και/ή αντιπροσώπου αυτής και/ή προσώπου εντεταλμένου υπ’ αυτής. Το μηνιαίο ενοίκιο καθορίστηκε σε €550.-
Ο ενόρκως δηλών λέγει ότι, κατά/ή περί τον Οκτώβριο 2016, η Αιτήτρια και/ή υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της και/ή πρόσωπα εντεταλμένα υπ’ αυτής και/ή άλλως πως, όλως παρανόμως και/ή αναιτίως και/ή κατά παράβασιν των σχετικών συμφωνιών ως ανωτέρω, επενέβησαν επί του εμπορικού καταστήματος που ενοικίαζε, επί της Λεωφόρου Διγενή Ακρίτα 10, στη Λευκωσία, άλλαξαν τις υφιστάμενες κλειδαριές και του στέρησαν έκτοτε την κατοχή και/ή εκμετάλλευση του καταστήματος. Σ’ αυτό υπήρχαν εμπορεύματα ιδιοκτησίας του Καθ’ ου η Αίτηση, τα οποία απωλέσθησαν, ως επίσης και έγγραφα και αντικείμενα της επιχείρησης του, με αποτέλεσμα να υποστεί και να υπόκειται, ο ίδιος και η επιχείρηση του, μεγάλες ζημίες, βλάβες και απώλειες. Περαιτέρω, όλως παρανόμως και/ή αναιτίως και/ή κατά παράβαση των σχετικών συμφωνιών, η Αιτήτρια και/ή υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της και/ή πρόσωπα εντεταλμένα υπ’ αυτής και/ή άλλως πως, ενοικίασαν το εν λόγω κατάστημα σε τρίτο πρόσωπο και/ή πρόσωπα.
Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι, τα ως άνω συμβάντα έχουν καταγγελθεί στις Αστυνομικές αρχές, πρόκειται δε να ανοιχθεί ποινικός φάκελος και να κινηθεί ποινική διαδικασία κατά παντός υπευθύνου και είναι επίσης καταγεγραμμένα στο φάκελο της παρούσας υπόθεσης. Πέραν των ανωτέρω, η Αιτήτρια και/ή υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της και/ή πρόσωπα εντεταλμένα υπ’ αυτής και/ή άλλως πως, προέβησαν σε παράνομες και/ή κατά παράβαση των σχετικών συμφωνιών και/ή άλλως πως ενέργειες, σε σχέση με το έτερο κατάστημα το οποίο ενοικιάζει ο Καθ’ ου η Αίτηση, επί της Λεωφόρου Διγενή Ακρίτα 10, στη Λευκωσία:
α) Παρουσίασε στον Καθ’ ου η Αίτηση ψευδές και παράνομο και/ή παράτυπο και/ή άλλως πως ενοικιαστήριο έγγραφο μετά τρίτου προσώπου, απαιτώντας με απειλές και εκφοβισμό προς τον Καθ’ ου η Αίτηση και συγγενικά του πρόσωπα, την παράδοση του εν λόγω εμπορικού καταστήματος επί της Λεωφόρου Διγενή Ακρίτα 10, Λευκωσία προς το εν λόγω τρίτο πρόσωπο.
β) Απέκοψε την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος στο εν λόγω κατάστημα από τον Οκτώβριο 2016 μέχρι και σήμερα και της υδροδότησης του εδώ και τρεις μήνες, με αποτέλεσμα ο Καθ’ ου η Αίτηση να υποστεί και να συνεχίζει να υφίσταται, ο ίδιος και η επιχείρηση του, ανυπολόγιστες ζημίες, βλάβες και απώλειες, αφού, παρόλες τις εκκλήσεις του, δεν προέβη μέχρι και σήμερα στην επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος και της υδροδότησης του.
γ) Τοποθέτησε τεράστιο κάδο απορριμμάτων (SKIP) έξωθεν της κυρίας εισόδου του καταστήματος, προκαλώντας οχληρία (NUISANCE) και επιπλέον, προκαλώντας στις εργασίες της επιχείρησης του Καθ’ ου η Αίτηση ζημίες, βλάβες και απώλειες, τις οποίες μέχρι και σήμερα συνεχίζει να υφίσταται, αφού, παρόλες τις εκκλήσεις του, δεν προέβη στη μετακίνηση και/ή απομάκρυνση του εν λόγω κάδου απορριμμάτων (SKIP), παρά μόνο έξι περίπου μήνες μετά.
δ) Εξώθησε και/ή παρακίνησε αριθμό αγνώστων στον Καθ’ ου η Αίτηση προσώπων - πέραν των οκτώ - προκειμένου κατά/ή περί την 7.4.2017 να εισέλθουν δια της βίας στο κατάστημα του και με βία, απειλές και εκφοβισμό, να του αποσπάσουν σχεδόν ολόκληρο το εμπόρευμά του και, φορτώνοντας το σε φορτηγό, εν ώρα εργασίας και ενώπιον μαρτύρων, να εξαφανιστούν προς άγνωστη κατεύθυνση. Τελικώς, μετά την από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση καταγγελία στις Αστυνομικές αρχές, τα εμπορεύματα του επεστράφησαν την ίδια μέρα, πλην όμως απωλέσθη ποσότητα εμπορευμάτων, συνολικού ύψους €700.- περίπου.
ε) Όλες οι πιο πάνω παράνομες ενέργειες της Αιτήτριας και/ή υπαλλήλων και/ή αντιπρόσωπων της και/ή προσώπων εντεταλμένων υπ’ αυτής και/ ή άλλως πως, έχουν καταγγελθεί στις Αστυνομικές αρχές, διερευνώνται και αναμένεται η ποινική δίωξη παντός υπευθύνου.
Πέραν των ανωτέρω, η Αιτήτρια και/ή υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της και/ή πρόσωπα εντεταλμένα υπ’ αυτής και/ή άλλως πως, και ιδίως πρόσωπον ονόματι Γιώργος Θεοδώρου εκ Λευκωσίας, ο οποίος παρουσιάζεται ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Αιτήτριας, προβαίνει καθημερινώς και αδιαλείπτως σε απειλές και εκφοβισμό, τόσον προς τον Καθ’ ου η Αίτηση απευθείας, όσο και σε συγγενικά του πρόσωπα, με κάθε ευκαιρία, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, κυρίως δε στο κατάστημα του, όπου εισέρχεται χωρίς την άδεια του Καθ’ ου η Αίτηση και παρά τη ρητή απαγόρευση του. Ο εν λόγω Γιώργος Θεοδώρου είναι και το πρόσωπο το οποίο προβαίνει και/ή ευθύνεται και/ή πραγματοποιεί εξ’ ονόματος και/ή δια λογαριασμό και/ή άλλως πως της Αιτήτριας, τη συντριπτική πλειονότητα όλων των ως άνω περιγραφόμενων παρανόμων και/ή παράτυπων και/ή άλλως πως ενεργειών και/ή πράξεων κατά του προσώπου του Καθ’ ου η Αίτηση, κατά συγγενικών του προσώπων και κατά της επιχείρησης του.
Είναι η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση ότι έχει καλή και βάσιμη υπόθεση εναντίον της Αιτήτριας και συντρέχουν όλοι οι όροι και προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση των αιτουμένων Διαταγμάτων και/ή θεραπειών. Είναι δίκαιο όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Η Αιτήτρια δεν θα επηρεαστεί καθόλου και δεν πρόκειται να βρεθεί σε δυσχερέστερη θέση απ’ ότι θα βρεθεί ο Καθ’ ου η Αίτηση σε περίπτωση μη έκδοσης τους. Θα ήταν δύσκολο ή απίθανο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αν οι αιτούμενες στην παρούσα ενδιάμεσες θεραπείες, δεν χορηγηθούν και το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει σε μεγάλο βαθμό υπέρ της έκδοσης των ενδιάμεσων Διαταγμάτων. Είναι επίσης αναγκαία η έκδοση τους, ώστε να διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων (status quo) και να εμποδιστεί η Αιτήτρια από το να επωφεληθεί από τις παράνομες πράξεις της.
Ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστήριξε περαιτέρω ότι ικανοποιείται και η προϋπόθεση του κατεπείγοντος σε σχέση με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση. Η άμεση και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι αναγκαία, αφού υφίσταται καθημερινώς ανυπολόγιστες ζημιές, βλάβες και απώλειες, οι οποίες θα είναι εντελώς αδύνατον να επανορθωθούν σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρονικό στάδιο.
Ένσταση:
Ένσταση εκ μέρους της Αιτήτριας στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «η Αιτήτρια») καταχωρήθηκε την 6.9.2018 και αυτή βασίζεται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο 1983, ως αυτός τροποποιήθηκε, στους περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, στα Άρθρα 29 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960, στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θθ. 1-4, 8, 9 και 13, Δ.64, στο Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Σύμβασης περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών 20.3.1952 και στην πρακτική, τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και τις γενικές αρχές του Νόμου και της Νομολογίας. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης είναι οι ακόλουθοι:
«1. Η αίτηση του Αιτητή είναι νόμω αβάσιμη, ελαττωματική, αντικανονική και δεν συνάδει με τις πρόνοιες των σχετικών διατάξεων του Νόμου και αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της γνήσιας απαίτησης του Αιτητή και σε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου εφόσον οι Καθ' ων η Αίτηση στερούνται υπεράσπισης ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο.
2. Η παρούσα διαδικασία είναι παράτυπη και/ή είναι προσπάθεια των Αιτητών να ανάγουν την παρούσα αίτηση σε έφεση, αφού προβάλλουν ισχυρισμούς που δεν αφορούν τέτοιας μορφής διαδικασία.
3. Το Ενοικιαστήριο Έγγραφο το οποίο αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας και το οποία οι Αιτητές παρουσίασαν στην Αίτηση τους, δεν συνάδει με το Διάταγμα που έχει εκδοθεί. Συγκεκριμένα το ενοικιαζόμενο ακίνητο που αναφέρεται στο Ενοικιαστήριο Έγγραφο είναι το ακίνητο που βρίσκεται στη Διγενή Ακρίτα 10Α· 1045, στη Λευκωσία.
4. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι παράτυπη αφού εκλείπει το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση δυνάμει του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960.
5. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι παράτυπη αφού εκλείπει το ενδεχόμενο ο Αιτητής να δικαιούται εις θεραπεία δυνάμει του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960.
6. Δεν πληρείται καμία από τις προϋποθέσεις που προνοεί ο Νόμος 14/60 για έκδοση προσωρινού διατάγματος.
7. Ο Αιτητής παραπλανεί και οδηγεί το Δικαστήριο στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων παρουσιάζοντας ψευδή και/ή αναληθή περιστατικά και γεγονότα.
8. Ο Αιτητής απέκρυψε από το Δικαστήριο την πραγματική αλήθεια και/ή παρέλειψε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.
9. Στην Ένορκη Δήλωση του Αιτητή δεν αναφέρονται επαρκή γεγονότα που να καταδεικνύουν την ύπαρξη καλής και συζητήσιμης υπόθεσης και πουθενά στην Ένορκη Δήλωση του Αιτητή δεν ικανοποιείται το κατεπείγον της έκδοσης του διατάγματος.
10. Στην Ένορκη Δήλωση του Αιτητή δεν αναφέρονται γεγονότα που να καταδεικνύουν την ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης την οποία πιθανόν να υποστεί ο Αιτητής σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.
11. Η Ένορκη Δήλωση του Αιτητή βασίζεται σε γενικούς και ανυποστήρικτους ισχυρισμούς.
12. Οι θεραπείες που επιδιώκονται σύμφωνα με την Αίτηση του Αιτητή είναι καταπιεστικές ή/και δυσανάλογες.
13. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι ουσία και νόμω αβάσιμοι, δεν συνάδουν με την διαδικασία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο.»
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση εμφαίνονται στην ένορκο δήλωση της κας. Γεωργίας Τσόκκου, από τη Λευκωσία, η οποία συνοδεύει την ένσταση. Η κα. Τσόκκου λέγει ότι είναι δικηγόρος και εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Αιτήτριας στην κυρίως Αίτηση. Ως εκ τούτου, γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια, ένεκα του γεγονότος ότι απουσιάζει στο εξωτερικό, να προβεί στη δήλωση της. Περαιτέρω, γνωρίζει εξ' ιδίας γνώσεως τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση λόγω προσωπικού χειρισμού και μελέτης όλων των εγγράφων που την αφορούν, καθώς επίσης και από επικοινωνία που είχε με την Αιτήτρια.
Η παρούσα αίτηση αφορά το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 1.10.2012, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Το επίδικο ακίνητο, όπως αυτό φαίνεται και από το ενοικιαστήριο έγγραφο είναι το υποστατικό που βρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα 10Α, 1045, στη Λευκωσία και δεν επεκτείνεται σε άλλα ακίνητα, ενώ το προσωρινό Διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2018, λανθασμένα αφορά το υποστατικό που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα αρ. 10Γ και Δ. Κατ’ ακολουθίαν, το Διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2018 έχει εκδοθεί χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη βάση για έκδοση του. Το επίδικο ακίνητο είναι διαφορετικό από το ακίνητο που αφορά το Διάταγμα και ως εκ τούτου, δεν πληρούνται σε καμία περίπτωση οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Σε κάθε περίπτωση ο ομνύοντας Αιτητής στην υπό εξέταση αίτηση – Καθ’ ου η Αίτηση στην κυρίως Αίτηση, παραπλάνησε το Δικαστήριο, με σκοπό την έκδοση των επίδικων Διαταγμάτων. Ο Καθ’ ου η Αίτηση, θέλοντας να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να το οδηγήσει στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Ο Καθ’ ου η Αίτηση, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο, παρουσίασε αναληθή περιστατικά και γεγονότα, αφού αιτήθηκε την έκδοση διαταγμάτων για το υποστατικό που ευρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα 10 Α και Β, ενώ στην ένορκο δήλωση του κ. Ανδρέα Τσίγκη ημερομηνίας 28.2.2016 [εδώ γίνεται λανθασμένη αναφορά σε έτος], γίνεται αναφορά στο υποστατικό ευρισκομένο επί της οδού Διγενή Ακρίτα 10, το οποίο εσκεμμένα δεν προσδιόρισε, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Ως αποτέλεσμα αυτής της παραπλάνησης, ή και της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, το Δικαστήριο λανθασμένα οδηγήθηκε στην έκδοση Διατάγματος για το υποστατικό που βρίσκεται επί της οδού Διγενή Ακρίτα 10 Γ και Δ.
Η ενόρκως δηλούσα λέγει ακόμα ότι, ο Καθ’ ου η Αίτηση απέκρυψε από το Δικαστήριο την πραγματική αλήθεια και/ή παρέλειψε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αφού παρέλειψε να διατυπώσει όλη την αλήθεια και παρέλειψε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μία πλήρης και ειλικρινή εικόνα των γεγονότων. Συγκεκριμένα, παρέλειψε να ενημερώσει το Δικαστήριο ότι, κατόπιν διαφωνίας των μερών σχετικά με το υποστατικό 10Α, μεταφέρθηκε παράνομα στο 10Γ και Δ, το οποίο γνώριζε ότι πρόκειται για διαφορετικό υποστατικό από το επίδικο και το οποίο δεν αφορά το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 1.10.2012, με σκοπό να εκδοθούν τα επίδικα Διατάγματα και ο Καθ’ ου η Αίτηση να επωφεληθεί απ’ αυτά, κατέχοντας παράνομα το ακίνητο, με αποτέλεσμα να είναι παράνομος επεμβασίας, αλλά και προκειμένου να καθυστερήσει τη διαδικασία και εν τω μεταξύ, να επωφελείται από τη χρήση του υποστατικού. Είναι δε εξώφθαλμο, ότι η παρούσα διαδικασία προσωρινού Διατάγματος τίθεται εκτός πλαισίου της υπό κρίση κυρίως Αίτησης, αφού αφορά άλλο υποστατικό από το επίδικο.
Ως εκ των πιο πάνω γεγονότων, η αίτηση είναι νόμω αβάσιμη, ελαττωματική, αντικανονική και δεν συνάδει με τις πρόνοιες των σχετικών διατάξεων του Νόμου και αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της γνήσιας απαίτησης της Αιτήτριας και σε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, εφόσον οι Καθ' ων η Αίτηση στερούνται υπεράσπισης και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Ιστορικό:
Δικόγραφα και διαδικασία:
Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση καταχωρήθηκε την 26.1.2016 και μ’ αυτήν η Αιτήτρια εξαιτείται ως ακολούθως:
1. «Απόφαση και/ή διάταγμα ανάκτησης κατοχής και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου διατάσσον τον Καθ’ ου η αίτηση να εκκενώσει και παραδώσει ελεύθερη την κατοχή του καταστήματος 10Α στην Οδό Διγενή Ακρίτα 1045, στην Λευκωσία καθότι οφείλει την πληρωμή ενοικίων ύψους €5.400 μέχρι και τον Ιούνιο του 2014 καθώς και την πληρωμή των ενοικίων από τον Ιούνιο του 2014 μέχρι σήμερα προς €850,00 μηνιαίως πλέον τόκο παρόλο ότι ειδοποιήθηκε να καταβάλει αυτά εντός 21 ημερών και παρήλθε η τακτή προθεσμία ΚΑΙ
2. Απόφαση καταβολής των καθυστερημένων ενοικίων ύψους €5.400,00 από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση μέχρι την 31/06/14 συμπεριλαμβανομένων των τόκων ΚΑΙ
3. Απόφαση καταβολής των καθυστερημένων ενοικίων ύψους €14,450 από μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση μέχρι την 01/02/16 πλέον των τόκων ΚΑΙ
4. Ενδιάμεσα οφέλη του Καθ’ ου η αίτηση για όποιο άλλο χρονικό διάστημα βρίσκεται σε κατοχή του ακινήτου χωρίς πληρωμή ενοικίου μέχρι εκκενώσεως και παραδόσεως ελευθέρας κατοχής του ακινήτου στους αιτητές.
5. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσα.
6. Έξοδα, πλέον 19% Φ.Π.Α.»
Η Αιτήτρια ενάγει ως ιδιοκτήτρια του καταστήματος 10Α στην Οδό Διγενή Ακρίτα, 1045 Λευκωσία και ο Καθ’ ου η Αίτηση ως ενοικιαστής αυτού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ενοικίασης ημερομηνίας 1.10.2012. Η Καθ’ ης η Αίτηση 2 ενάγεται ως εγγυήτρια του Καθ’ ου η Αίτηση 1. Στην παράγραφο Γ3 της κυρίως Αίτηση, το επίδικο περιγράφεται ως κατάστημα με αρ. 10Α στην Οδό Αρσινόης 70 στη Λευκωσία, το οποίο περιλαμβάνει χώρο στάθμευσης στο με αριθμό 1 στο ισόγειο. Η παράγραφος αυτή είναι παραδεκτή στην Απάντηση. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δικογραφεί ότι, στα πλαίσια άλλης διαδικασίας μεταξύ των διαδίκων, με αρ. Αίτησης Ε122/13, επετεύχθη συμβιβασμός τον οποίο ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δεν έχει τηρήσει.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρισαν Απάντηση την 4.2.2016, με την οποία εγείρονται έξι προδικαστικές ενστάσεις (παράγραφος 2), ως ακολούθως:
«Α. Το παρόν Δικαστήριον δεν κέκτηται καθ’ ύλην αρμοδιότητα να εκδικάσει την παρούσαν υπόθεσιν.
Β. Οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έχουν λάβει παρά της Αιτητρίας καμίαν ειδοποίησιν απαιτήσεως συμφώνως τω Νόμω.
Γ. Σε καμίαν περίπτωσην η Αιτήτρια αναφέρει στην αίτηση της καθ’ οιονδήποτε τρόπο την νομική και πραγματικήν βάσιν επί της οποίας εβασίσθη η ισχυριζόμενη εν λόγω ενοικίασις.
Δ. Η ως άνω αίτησις είναι ενοχλητική και εκδικητική (Frivolous and Vaxatious).
Ε. Η παρούσα αίτηση υπαιτίως αναφέρει παραπειστικά γεγονότα και/ή παραλείπει να αναφέρει ουσιαστικά γεγονότα, με στόχο να συσκοτίσει τα πράγματα και να παραπλανήσει το Σεβαστόν Δικαστήριον.
Στ. Η Αιτήτρια δεν προσέρχεται ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου με καθαρά χέρια (with clean hands).»
Οι Καθ’ ων η Αίτηση αρνούνται ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό και δικογραφούν ότι εάν αποδειχθεί ότι οφείλουν ποσό στην Αιτήτρια, αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό των €19.850.
Στην παρούσα υπόθεση, ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες της Διαταγής 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και έγινε αποκάλυψη εγγράφων από πλευράς της Αιτήτριας. Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δήλωσε ότι δεν έχει στην κατοχή του έγγραφα προς αποκάλυψην. Καταχωρήθηκαν επίσης Κατάλογοι Μαρτύρων και Σύνοψη Μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές. Στον Κατάλογο Μαρτύρων της Αιτήτριας περιλαμβάνει πρόσωπο που παρουσιάζεται ως Ειδικός Πληρεξούσιος Αντιπρόσωπος της, καθώς και δεύτερο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως υιός της. Ουδείς εκ των δύο προέβη σε ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην υπό εξέταση αίτηση.
Περαιτέρω, το θέμα της συμφωνίας μεταφοράς του Καθ’ ου η Αίτηση 1 από το επίδικο σε διπλανό κατάστημα, αναφέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση 1 την 27.1.2017, ενώ το θέμα της ανάληψης κατοχής του επίδικου από πλευράς της Αιτήτριας την 3.3.2017 και το θέμα της αποσύνδεσης της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ηγέρθη από το συνήγορο των Καθ’ ων η Αίτηση τουλάχιστον από την 20.11.2017 και αναφέρθηκε ότι αφορούσε μεγάλη χρονική περίοδο προηγούμενα.
Ερμηνεύοντας τις σχετικές πρόνοιες του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, Ν.23/83 και των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, όπως έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και επειδή η υπό εξέταση αποτελεί αίτηση προ της εκδίκασης της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, έκρινα ότι η παρουσία Παρέδρων δεν είναι αναγκαία και το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.
Προσωρινό Διάταγμα:
Στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης, την 1.3.2018 το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς προσωρινά Διατάγματα, ως οι παράγραφοι Α, Γ και Δ της υπό εξέταση αίτησης, με όρο την παροχή εγγύησης εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 1 ύψους €5.000 και τα οποία τελούν υπό την αίρεση της καταβολής του μηνιαίου ενοικίου εκ €550.- την 1η ημέρα κάθε μήνα με επτά μέρες χάρη.
Στη συνέχεια, οι Καθ’ ων η Αίτηση αιτήθηκαν και εξασφάλισαν Διάταγμα του Δικαστηρίου για την υποκατάστατο επίδοση της υπό εξέταση αίτησης και των προσωρινών Διαταγμάτων, στους δικηγόρους της Αιτήτριας.
Το Δικαστήριο άκουσε τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων την 25.10.2018 και επιφύλαξε την Απόφαση του για να εκδοθεί σήμερα.
Νομική πτυχή:
Ένορκη δήλωση υπό δικηγόρου:
Η ένορκος δήλωση που συνοδεύει την ένσταση έγινε από τη δικηγόρο η οποία χειρίστηκε την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια. Σχετικές είναι αυθεντίες In Re I.A. an Advocate (1987) 1 C.L.R. 319, In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356 και Νικολάου v. Total Properties Ltd κ.ά. Πολιτική Έφεση 124/2010, απόφαση ημερομηνίας 14.7.2011. Στην Τζεννάρο Περέλλα, στη σελίδα 359, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου είπε ότι: «Η θέση του δικηγόρου ως λειτουργού της δικαιοσύνης οριοθετεί και το πλαίσιο άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.» Στην προκείμενη περίπτωση, οι ισχυρισμοί που εγείρονται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, δεν είναι καθαρά νομικοί. Κρίνω ότι η ένορκος δήλωση που συνοδεύει την ένσταση είναι παράτυπη εκ του γεγονότος ότι η ενόρκως δηλούσα είναι δικηγόρος. Κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις, δεν προκύπτει εμφανής λόγος γιατί προβαίνει στην ένορκο δήλωση δικηγόρος και όχι ο Πληρεξούσιος Αντιπρόσωπος της Αιτήτριας, ή ο υιός της (βλέπετε πιο πάνω).
Απόκρυψη γεγονότων:
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 είναι ένοχος απόκρυψης γεγονότων. Για να καταλήξει το Δικαστήριο σ’ αυτό το συμπέρασμα, πρέπει να προκύπτει αβίαστα από την ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία. Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου σε μονομερή αίτηση, θεωρείται είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου το οποίο αρνείται να ακούσει πλέον αυτόν που το εξαπάτησε και ακυρώνει τη διαταγή (βλέπετε σχετικά Global Cruises v. Metro Shipping (1989) 1 (E) Α.Α.Δ. 607 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248).
Η σημασία της μη αποκάλυψης έγκειται στην αποστέρηση του Δικαστηρίου γνώσης ουσιωδών γεγονότων για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ουσιώδες, για τους σκοπούς αυτούς, είναι κάθε γεγονός το οποίο άπτεται και μπορεί εξ’ αντικειμένου να επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για τη χορήγηση ή όχι της αιτούμενης θεραπείας (βλέπετε σχετικά Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd., (1996) Α.Α.Δ. 597, M. & Ch. Mitsingas Tr. Ltd. κ.α. v. Timberland Co. (1997) 1(Γ) AAΔ 1791, Resola v. Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598, Κυρισάββα v. Kύζη (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1245, Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. v. Benfleet Enterprises Ltd. κ.ά., (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 280).
Η σοβαρότητα της θέματος της απόκρυψης, δεικνύει ακριβώς ότι πρέπει να είναι πολύ σαφές πως διάδικος είναι ένοχος απόκρυψης για να καταλήξει το Δικαστήριο σ’ αυτό το συμπέρασμα. Το ενοικιαστήριο έγγραφο το οποίο αφορά το επίδικο κατάστημα με αρ. 10Α, επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, ενώ η απώλεια της κατοχής αυτού και η ανάληψη της κατοχής των καταστημάτων με αρ. 10Γ και Δ, τα οποία αφορά η υπό εξέταση αίτηση και σε σχέση με τα οποία οι διάδικοι παρουσιάζονται με τις ίδιες ιδιότητες ως και σε σχέση με το επίδικο, δηλαδή ως ιδιοκτήτρια και ενοικιαστής, εξηγούνται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση. Από τα ενώπιον μου τεθέντα, κρίνω ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δεν είναι ένοχος απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων αφορώντων τα αιτούμενα και εκδοθέντα προσωρινά Διατάγματα.
Δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης (quiet possession):
Το δικαίωμα της ειρηνικής απόλαυσης του μίσθιου (covenant for quiet enjoyment) δύναται να αποτελεί εξυπακουόμενο όρο της συμφωνίας ενοικίασης. Βλέπετε σχετικά τα συγγράμματα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 27, παράγραφοι 320 και 325 και Woodfall Landlord and Tenant, 27η έκδοση, Τόμος 1, παράγραφος 1305. Ειδικότερα, στην παράγραφο 325 του συγγράμματος Halsbury’s, πιο πάνω, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«In a formal lease, and in an oral letting or an agreement for a lease which operates as a present demise, there is implied one single covenant for quiet enjoyment, under which the tenant is entitled to be put into possession of the premises which are leased to him at the outset of his tenancy, and to remain quietly in possession of them throughout the term.»
Υπάρχει η ευχέρεια έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, οριστικού και προσωρινού, για να αποφευχθεί η παραβίαση αυτού του όρου της ενοικίασης. Βλέπετε παράγραφος 321 του συγγράμματος Halsbury’s, πιο πάνω:
«The grant of an injunction to restrain a breach of covenant is discretionary, and the court will consider, among other things, whether the breach produces injury to the party seeking the injunction, and will decline to enforce an oppressive covenant by injunction. As a general rule, however, the court will grant an injunction to restrain a breach of a negative covenant without proof of damage being necessary, provided that the words of the covenant are clear. An interlocutory injunction will be granted in an appropriate case, the deciding factor being the balance of convenience between the parties.»
Δυνατόν να υπάρχει παραβίαση του όρου για την ειρηνική απόλαυση του μίσθιου από πράξεις ή παραλείψεις του ιδιοκτήτη που παρεμποδίζουν την ελευθερία κινήσεων του ενοικιαστή στην άσκηση των δικαιωμάτων του ως ενοικιαστή. Βλέπετε σχετικά παράγραφο 1327 του συγγράμματος Woodfall, πιο πάνω και παράγραφο 328 του συγγράμματος Halsbury’s, πιο πάνω, κάτω από την επικεφαλίδα ‘Breach of covenant for quite enjoyment’. Παραθέτω το απόσπασμα:
«The covenant for quiet enjoyment operates according to its terms to secure the tenant, not merely in the possession, but in the enjoyment of the premises for all usual purposes; and where the ordinary and lawful enjoyment of the demised premises is substantially interfered with by the acts or omissions of the landlord or those claiming under him, the covenant is broken, even if neither the title to, nor the possession of, the land is otherwise affected. Whether this interference has taken place is, in each case, a question of fact.
It was once considered that for there to be a breach of covenant there had to be some physical interference with the enjoyment of the demised premises. However, there is modern authority to the effect that the covenant is not confined to direct physical interference but may be broken by any conduct of the landlord or his agents, which interferes with the tenant’s freedom of action in exercising his rights as tenant. [McCall v. Abelesz (1976) 1 All ER 727 at 730, 731]. ….………
Disturbance of enjoyment which is merely temporary and which does not interfere with the title or possession of the tenant is generally not a breach of the covenant. Even where such a disturbance does constitute a breach, an injunction will not be granted where there is no likelihood of repetition, the tenant being left to his remedy of damages.»
Ακόμα και πράξεις που λαμβάνουν χώραν εκτός του μίσθιου, μπορεί να θεωρηθούν ότι συνιστούν παραβίαση του όρου της ειρηνικής απόλαυσης. Βλέπετε την παράγραφο 329 του συγγράμματος Halsbury’s, πιο πάνω:
«An act may be a breach of the covenant for quiet enjoyment notwithstanding that it is done off the premises. Even at the time when actual physical interference with the demised premises was considered to be an essential element of any breach of the covenant, an act done off the premises could be a breach if it caused physical interference with the demised premises; for example …….where the landlord …… erected scaffolding in front of the door and windows of a demised shop in such a way as to interfere with the tenant’s trade [Owen v. Gadd (1956) 2 All ER 28]. If however, the disturbance is due to an act done off the premises, there is no breach of covenant unless it was either foreseen in fact, or ought by reasonable care to have been foreseen, that the interruption would follow as a consequence of the act.»
Είναι η κρίση μου ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 έχει αποδείξει, εκ πρώτης όψεως και για σκοπούς της υπό εξέταση αίτησης, ότι αφενός μεν έχει δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης και χρήσης του επίδικου υποστατικού και υποστατικών που του παραχώρησε η Αιτήτρια προς το σκοπό ενοικίασης και χρήσης και αφετέρου, ότι παραβιάστηκε αυτό το δικαίωμα του από πράξεις που αποδίδονται στην Αιτήτρια.
Η Αιτήτρια έχει υποχρέωση να προστατέψει τον ενοικιαστή της σε σχέση με την απόλαυση και χρήση του μίσθιου. Ο εξυπακουόμενος αυτός όρος δεν θα ετύγχανε ποτέ εφαρμογής εάν οι ιδιοκτήτες απλά αρνούνταν ανάμειξη με οποιεσδήποτε πράξεις ή ενέργειες ή παραλήψεις, που τον παραβιάζουν ή διατράνωναν ότι δεν έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να τον παραβιάσουν. Ο ενοικιαστής θα έμενε ακάλυπτος και χωρίς θεραπεία, ενώ υπάρχει η αρχή της Επιείκειας: «Equity will not suffer a wrong to be without a remedy». Το κάθε Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία εφαρμόζει τις αρχές της Επιείκειας (βλέπετε σχετικά άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα).
Όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων να εκδίδει απαγορευτικά διατάγματα, η αυθεντία Ακίνητα Ν. & Α. Αγρότης Λτδ. v. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 863, ξεκαθαρίζει ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων «έχει εξουσία να αποτρέπει αθέτηση αρνητικής συμβατικής υποχρέωσης … με απαγορευτικό διάταγμα…. Το ίδιο ισχύει και για τέτοια υποχρέωση θετικού περιεχομένου στις περιπτώσεις που εξυπακούεται η ανάληψη υποχρέωσης αρνητικού χαρακτήρα» (σελίδα 868). Η εξουσία αυτή αφορά την έκδοση προσωρινού και διηνεκούς απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, αντλείται από το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης τοιούτου διατάγματος, όπου κρίνει ότι είναι δίκαιο ή πρόσφορο, ακόμα και σε περίπτωση που δεν αξιώνεται άλλη θεραπεία. Η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να αποτρέπει την αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, εξυπακούει την επίκληση συμβατικών προνοιών, ρητών ή εξυπακουόμενων και τον ισχυρισμό ότι αυτές έχουν παραβιασθεί.
Προσωρινά διατάγματα – προϋποθέσεις και νομολογία:
Αίτηση υπό του Καθ’ ου η Αίτηση:
Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 [1] του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 ως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Για να οριστικοποιηθεί το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα, πρέπει να ικανοποιηθώ ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκασην κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της Απάντησης του Καθ’ ου η Αίτηση 1 στην Απαίτηση, ότι υπάρχει πιθανότητα ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 να δικαιούται σε θεραπεία ή αρωγή του Δικαστηρίου και ότι, εκτός αν οριστικοποιηθούν τα Διατάγματα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Σύμφωνα με την νομολογία, στις περιπτώσεις όπου το προσωρινό διάταγμα εξαιτείται ο Ενάγων / Αιτητής, η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκασην ικανοποιείται από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης. Η πιθανότητα επιτυχίας ικανοποιείται από το αποδεικτικό υλικό του αιτούντος. Τα δύο κριτήρια είναι αλληλένδετα, όμως το πρώτο εξετάζεται σε σχέση με τη νομική θεμελίωση των αξιώσεων και το δεύτερο συσχετίζει τη νομική θεμελίωση με την προσφερόμενη μαρτυρία για την πραγματική θεμελίωση των αξιώσεων. Αν ο Καθ’ ου η Αίτηση είναι σε θέση στην Απάντηση του να δείξει κάτι πέρα από την απλή πιθανολόγηση και λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που απαιτείται κατά το τέλος της υπόθεσης, θεωρείται ότι έχει επιτύχει να ικανοποιήσει και το δεύτερο κριτήριο.
Η παρούσα, είναι περίπτωση όπου ο Εναγόμενος / Καθ’ ου η Αίτηση απευθύνεται στο Δικαστήριο και εξαιτείται προσωρινού διατάγματος, σύμφωνα με την τροποποίηση την οποία επέφερε στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ο τροποποιητικός Νόμος 17(I)/04. Στο σύγγραμμα Kerr on Injunctions, 6η έκδοση, σελίδα 633 καταγράφονται τα εξής:
«[Under this rule], a defendant may before judgment apply for an injunction or a receiver; and he may do so, notwithstanding that the plaintiff has already served notice of motion for the like purpose. [Sargant v. Read, 1 Ch. D. 600; 45 L.J. Ch. 206] A defendant may apply for an injunction against the plaintiff without putting in a defence or counterclaim, or issuing a writ in a cross-action, provided that the relief in respect of which the injunction is claimed is incident to, or arises out of, the plaintiff’s cause of action. [Carter v. Fey (1894) 2 Ch. 541; 63 L. J. Ch. 723] Accordingly, in an action in which both the plaintiff and the defendant relied, from different points of view, upon the same agreement, it was held that the defendant was entitled to apply for an injunction as soon as he had entered appearance on the action. [Collison v. Warren (1901) 1 Ch. 812; 70 L. J. Ch. 382]»
[δική μου υπογράμμιση]
Τα υπογραμμισμένα αποσπάσματα από την πιο πάνω αυθεντία καθιστούν σαφές ότι ο Εναγόμενος / Καθ’ ου η Αίτηση δύναται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος ακόμα και πριν την καταχώριση του δικογράφου του, εφόσον η θεραπεία που ζητεί με την ενδιάμεση αίτηση του είναι παρεμπίπτουσα ή βασίζεται στη βάση της αγωγής / Αίτησης του Αιτητή. Αυτό συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, εφόσον τόσο η κυρίως Αίτηση, όσο και τα αιτούμενα αλλά και τα εκδοθέντα Διατάγματα βασίζονται στην ενοικίαση και κατοχή του επίδικου και γειτονικών υποστατικών υπό του Καθ’ ου η Αίτηση 1.
Αναφορά σ’ αυτό το θέμα και τις ίδιες αυθεντίες, κάνουν τα νεότερα, χρονολογικά, συγγράμματα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 24, παράγραφος 960 και The Digest, Τόμος 28(5), παράγραφοι 8021, 8022 και 8023. Μάλιστα, στην αναφορά στην Collison v. Warren, στο Digest καταγράφονται τα εξής, στην παράγραφο 8023: «An interlocutory injunction was, on defendant’s motion granted to restrain plaintiff from interfering with or disturbing defendant in his possession and occupation of a house.» Από τη μελέτη των τριών αυθεντιών στις οποίες γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα, εξάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος τη αιτήσει του εναγομένου σε περίπτωση που τέτοιο διάταγμα είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμπίπτον των επιδίκων θεμάτων. Παράδειγμα είναι η διατήρηση του καθεστώτος του αντικειμένου της απαίτησης, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Όπως στην παρούσα περίπτωση, η διατήρηση της απρόσκοπτης και ειρηνικής κάρπωσης και χρήσης του επίδικου υποστατικού από τον ενοικιαστή, μέχρι την έκδοση απόφασης στην Αίτηση της ιδιοκτήτριας. Αναφέρω χαρακτηριστικά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Lindley L.J., στην Carter v. Fey (πιο πάνω), σελίδα 724:
«The appeal raises a point of practice of some difficulty; it is a new point, and certainly an important one. The question is whether a defendant who is in a hurry can apply by motion for an injunction against the plaintiff without first delivering a counterclaim or issuing a cross-writ, when the relief which the defendant seeks is not included in or incidental to the plaintiff’s cause of action.
…..
If the injunction which the defendant claims had been in any way incidental to the purpose of the action, I think the defendant would have been right; but, since the defendant’s claim is entirely outside the plaintiff’s action, I think the defendant is wrong.»
Η πιο πάνω αυθεντία έχει εφαρμοστεί στην Collison v. Warren, που με τη σειρά της εφαρμόστηκε στην Des Salles d’ Epinoix v. Des Salles d’ Epinoix (1967) 2 All ER 539. Πιο πρόσφατη αυθεντία επί της αρχής αυτής είναι η McGibbon v. McGibbon (1973) 2 All ER 836.
Είναι η κρίση μου ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου την έκδοση προσωρινού διατάγματος εξαιτείται άλλος από τον Αιτητή διάδικος, και το προσωρινό διάταγμα έχει αντικείμενο που σχετίζεται με το αντικείμενο της κυρίως Αίτησης, σ’ αυτή την περίπτωση η κατοχή και χρήση του μίσθιου και είναι παρεμπίπτον των επιδίκων θεμάτων, τόσο η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση όσο και η πιθανότητα επιτυχίας, πρέπει να θεμελιώνονται στην αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης σχετικά με τα προβαλλόμενα στην υπό εξέταση αίτηση θέματα, σε συνδυασμό με το δικόγραφο του αιτούντος διαδίκου και τη μαρτυρία που προσφέρεται στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης.
Σε περίπτωση όπου υπάρχει παραβίαση του όρου για την ειρηνική απόλαυση και χρήση του μισθίου, ο οποίος όρος ρητά ή εξυπακουόμενα υπάρχει σε όλες τις ενοικιάσεις και η πράξη η οποία συνιστά παραβίαση αποτελεί αστικό αδίκημα, ο παραπονούμενος ενοικιαστής έχει την ευχέρεια διεκδίκησης θεραπείας σε Πολιτική Αγωγή με βάση αστικό αδίκημα (βλέπετε σχετικά παράγραφος 1305 του συγγράμματος Woodfall, πιο πάνω). Στα πλαίσια τέτοιας υπόθεσης, δυνατόν να ζητηθεί και προσωρινό διάταγμα. Όμως, όπου έχουμε περιστάσεις όπως της παρούσας υπόθεσης και μεσούσης της διαδικασίας, ο ιδιοκτήτης προβαίνει σε τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις που να εμποδίζει τον ενοικιαστή να χρησιμοποιεί ελεύθερα και απρόσκοπτα το μίσθιο, ιδιαίτερα σε περίπτωση όπου το μίσθιο είναι επαγγελματική στέγη, και ενώ υπάρχει δυνατότητα να ζητηθεί προσωρινό διάταγμα για παραβίαση του όρου της ειρηνικής απόλαυσης του μίσθιου (quiet possession), (βλέπετε πιο πάνω), κρίνω ότι θα ήταν άδικο, ενάντια στα συμφέροντα της δικαιοσύνης και σίγουρα ενάντια στο πνεύμα του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, αν ο ενοικιαστής δεν μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων προσωρινό διάταγμα για να διατηρηθεί η πρότερα της παραβίασης κατάσταση (status quo ante), ούτως ώστε τουλάχιστον να μην απωλέσει εργασία και εμπορική εύνοια μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου επί της Αίτησης της ιδιοκτήτριας. Ο ενοικιαστής αυτός δεν έχει άλλη θεραπεία, ούτε και έχει άλλο forum να αποταθεί για τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους της ιδιοκτήτριας.
Είναι η κρίση μου ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, από τον Ν.17(Ι)/04, οι προϋποθέσεις που θέτει η επιφύλαξη του άρθρου 32 πρέπει να εξετάζονται με διαφορετικό φακό, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του την απαίτηση για να κρίνει τις πιθανότητες επιτυχίας της, αλλά την υπεράσπιση, η οποία δεν περιλαμβάνει πάντοτε, ή κατ’ ανάγκη, ανταπαίτηση. Είμαι της άποψης ότι εκείνο το οποίο το Δικαστήριο πρέπει να προσμετρά, είναι κατά πόσο η νομική βάση της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα είναι ισχυρή και κατά πόσο η πραγματική βάση της αίτησης είναι ισχυρή, κάτι που διαφαίνεται από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση στο στάδιο του μονομερώς εκδοθέντος Διατάγματος και από την σύγκριση των ενόρκων δηλώσεων Καθ’ ου η Αίτηση και Αιτητή στο στάδιο της εκδίκασης της αίτησης για το Διάταγμα. Η τρίτη προϋπόθεση εξετάζεται με το ίδιο σκεπτικό και επί των ιδίων αρχών που έχουν καθιερωθεί στη νομολογία, δηλαδή το κατά πόσο θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά σε σχέση με το αντικείμενο του προσωρινού διατάγματος και/ή της Ανταπαίτησης και όχι της Απαίτησης.
Υπό το φως των όσων έχει σήμερα ενώπιον του το Δικαστήριο και των όσων μπορεί σ’ αυτό το στάδιο να λάβει υπόψην, κρίνω ότι καταδεικνύεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκασην στην Απάντηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και ότι αποκαλύπτεται πιθανότητα ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 να δικαιούται θεραπείας έναντι της Αιτήτριας.
Προϋποθέσεις επιφύλαξης άρθρου 32:
Λαμβάνοντας υπόψην αυτή τη θεώρηση, σημειώνω ότι η έκδοση προσωρινών διαταγμάτων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλέπετε Karydas Taxi Co. Ltd. v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321). Έχω λάβει υπόψη τόσο την καθαρή γλώσσα της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) (πιο πάνω), όσο και τη νομολογία που την ερμηνεύει καθώς και σχετικές Αγγλικές αυθεντίες (βλέπετε Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585, Attorney General & Another v. Savvides (1979) 1 C.L.R. 349, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Acropol Shipping Co. Ltd. and Others v. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38, Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, Hadjikyriacos & Co. v. United Biscuits (1979) 1 C.L.R. 689, American Cyanamid Co. v. Ethicon Ltd. (1975) 1 All E.R. 504, Fellowes and Another v. Fisher (1975) 2 All E.R. 829, Jonitexo v. Addidas (1984) 1 C.L.R. 263, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χ’’Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. 152, Cyprus Sulphur κ.ά. ν. Παραρλάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040 και 1051, Πουργουρίδη κ.ά. ν. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201), Κοσμά v. Χατζηκυπρή κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 169, Χρ. Κούνουνα v. C. & A. Simonos Ltd., (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1361, Papapetrou Bros Ltd. v. Παπαπέτρου (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 741, Polyford Holdings Ltd. κ.ά. v. Rosestage Enterprises Ltd. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042), Highgate Primary School Ltd. κ.ά. v. Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317).
Έχω ήδη αποφανθεί επί των πρώτων δύο προϋποθέσεων (βλέπετε πιο πάνω). Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, στην αυθεντία Κ. Κυρισάββα κ.α. v. Κύζη, (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1245) το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι (στη σελίδα 1253): «Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρης απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλέπετε σχετικά Παπαστράτης v. Πετρίδης (1979) 1 ΑΑΔ 231)». Έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς στον Καθ’ ου η Αίτηση 1, η οποία να μη δύναται να αποζημιωθεί με χρήματα και ότι είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Υπό το φως της ενώπιον μου μαρτυρίας, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις. Σημειώνω δε ότι: “Σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του” (βλέπετε T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd. v. Microsoft Corporation, (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1802, στη σελίδα 1809). Κρίνω επίσης ότι είναι εύλογο και δίκαιο να οριστικοποιηθούν τα προσωρινά Διατάγματα και ότι το ισοζύγιο του βολικού (balance of convenience) γέρνει υπέρ της οριστικοποίησης τους.
Απόφαση:
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η ένσταση αποτυγχάνει και τα προσωρινά Διατάγματα το οποίο εκδόθηκαν την 1.3.2018, καθίστανται απόλυτα μέχρι την εκδίκαση και τελεία αποπεράτωση της κυρίως Αίτησης.
Επιδικάζονται έξοδα της υπό εξέταση αίτησης υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και εναντίον της Αιτήτριας, ως αυτά θα υπολογισθούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 - €50.000.
(Υπ.)
Λ.Σ. Καμμίτση
Πρόεδρος
Πιστόν Αντίγραφον
Γραμματέας
ΛΣΚ/ΕΠ
[1] 32 (1) «Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού έκαστον δικαστήριον, εν τη ασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδη απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστατικόν) ή να διορίζη παραλήπτην εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας το δικαστήριον κρίνει τούτο δίκαιον ή πρόσφορον, καίτοι δεν αξιούνται ή χορηγούνται ομού μετ’ αυτού αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθή ότι υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασίαν, ότι υπάρχει πιθανότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιούται θεραπείαν, και ότι εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο