
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
Ι. Νεοφύτου )
Α. Αποστόλου ) Μελών.
(I-Justice)
Αρ. Αίτησης: 305/22
Μεταξύ:
Μυροφόρας Παπαϊωάννου
Αιτήτριας
και
1. WHITE ARCHES TOURIST ENTERPRISES LIMITED (ΑΕ 16433)
2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού
Καθ΄ ων η Αίτηση
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗ 25 ΘΕΣΜΟΣ 1(2)
Μεταξύ:
Μυροφόρας Παπαϊωάννου
Αιτήτριας
και
1. Χριστάκης Παπαδοπούλου (Α.Μ.Ε. 2640830/6/683),
Διαχειριστική Επιτροπή White Arches
2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού
Καθ΄ ων η Αίτηση
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΗΝ 29Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ 2024 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/3/2024 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Μεταξύ:
Μυροφόρας Παπαϊωάννου
Αιτήτριας
και
1. Διαχειριστική Επιτροπή White Arches Complex (Α.Μ.Ε. 273962/5/6831)
2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού
Καθ΄ ων η Αίτηση
Αίτηση ημερομηνίας 27/11/2024.
Ημερομηνία: 22 Ιανουαρίου, 2025.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια – Καθ΄ ης η αίτηση: Η κα Ν. Κομεσίδου για
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 – Αιτητές: Η κα Π. Νικολάου για
Κιτρομιλίδου, Ψυλλίδου & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. και
Theodoros Economou LLC.
Για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού - Καθ’ ων η Αίτηση 2: Η κα Μ. Νεοκλέους.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια καταχώρισε στις 22/8/22 την επίδικη Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («η Α.Ε.Δ.») ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («το Δ.Ε.Δ.»), αξιώνοντας εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (οι οποίοι, σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της αποτελούσαν εργοδότες της κατά τον ουσιώδη με την Α.Ε.Δ. χρόνο), κυρίως, αποζημιώσεις για παράνομο ή αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησής της και, διαζευκτικά, πληρωμή λόγω πλεονασμού εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 2.
Αρχικά, στον τίτλο της Α.Ε.Δ. αναφερόταν ως Καθ’ ων η Αίτηση 1 η εταιρεία «WHITE ARCHES TOURIST ENTERPRISES LIMITED (ΑΕ16433)». Στη συνέχεια, στις 23/5/23, η Αιτήτρια προχώρησε σε τροποποίηση του τίτλου της Α.Ε.Δ. χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογή της Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας («οι Θεσμοί»). Με την τροποποίηση αυτή, ο τίτλος της Α.Ε.Δ. τροποποιήθηκε αντιστοίχως, και ως Καθ’ ων η Αίτηση 1 σημειώθηκαν οι: «Χριστάκης Παπαδόπουλος (ΑΜΕ 240830/6/683), Διαχειριστική Επιτροπή White Arches, Διαμέρισμα 19, ANEMOS APARTMENTS, Άγιος Τύχωνας, Λεμεσός».
Αργότερα, με μονομερή (ex-parte) αίτηση ημερομηνίας 21/2/24, η Αιτήτρια ζήτησε από το Δικαστήριο την εκ νέου τροποποίηση του τίτλου της Α.Ε.Δ. και/ή την αντικατάσταση του ονόματος της Καθ’ ων η Αίτηση 1 με την προσθήκη της «Διαχειριστική Επιτροπή White Arches Complex (Α.Μ.Ε. 273962/5/6831), περιοχή Αμαθούντως, Άγιος Τύχωνας, 4532, Λεμεσός» ως διαδίκου.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση αυτή κατόπιν μονομερούς (ex-parte) διαδικασίας, επέτρεψε, εκδίδοντας διάταγμα ημερομηνίας 7/3/24, την αιτούμενη τροποποίηση του τίτλου της Α.Ε.Δ., δίνοντας οδηγίες όπως η τροποποιημένη Α.Ε.Δ. καταχωριστεί μέχρι τις 4/4/24.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, μετά την επίδοση σε αυτούς της τροποποιημένης Α.Ε.Δ. και την καταχώρησή της, προχώρησαν στις 17/9/24 στην καταχώρηση αιτήματος για παράταση χρόνου του εγγράφου εμφανίσεώς τους, συνοδευόμενου από διοριστήριο δικηγόρου, με το οποίο εξουσιοδότησαν τα δικηγορικά γραφεία Κιτρομηλίδου, Ψυλλίδου & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. και Theodoros Economou LLC να τους εκπροσωπήσουν αναφορικά με την Α.Ε.Δ. Στη συνέχεια, μέσω των πιο πάνω δικηγόρων τους, καταχώρησαν την επίδικη αίτηση ημερομηνίας 27/11/24 («η Επίδικη Αίτηση»), με την οποία αιτούνται:
«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να παραμερίζει και/ή ακυρώνει το μονομερές διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 7/3/24, με το οποίο επετράπη η τροποποίηση του τίτλου της υπόθεσης και/ή η υποκατάσταση του ονόματος της Καθ’ ων η Αίτηση 1 με την προσθήκη της Διαχειριστικής Επιτροπής White Arches Complex ως διαδίκου και/ή η τροποποίηση των γενικών λόγων της αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να παραμερίζει και/ή να απορρίπτει και/ή να αναστέλλει και/ή να διαγράφει την αίτηση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, στον βαθμό που αφορά τη Διαχειριστική Επιτροπή White Arches Complex.
(Γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να παραμερίζει και/ή ακυρώνει την επίδοση της αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο στη Διαχειριστική Επιτροπή White Arches Complex.
(Δ) Οποιαδήποτε άλλη διαταγή ή θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο.»
Ως νομική βάση της Επίδικης Αίτησης τέθηκαν οι Κ. 12 και 17 του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1999, το Άρθρο 12(10Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου (Ν. 8/67), οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2 Θ. 2, Δ.9 Θ. 1-13, Δ.16 Θ. 1-9, Δ.25, Δ.27 Θ. 1-3, Δ.39, Δ.48, Δ.9 Θ. 1, 2, 4, 5, 6, 8, 8(3), 8(4), 9, 13, Δ.57 Θ. 2, και η Δ.64, οι αρχές της επιείκειας και του Κοινοδικαίου.
Τα γεγονότα που στηρίζουν την Επίδικη Αίτηση περιγράφονται στην Ένορκη Δήλωση («η Ε/Δ») της γραμματέα των Καθ’ ων η Αίτηση 1, κας Ευρούλας Μαρκίδου, με την οποία η ενόρκως δηλούσα κυρίως εκφράζει τη θέση της ότι η Επίδικη Αίτηση θα πρέπει να παραμεριστεί λόγω:
(α) της αδικαιολόγητης καθυστέρησης της Αιτήτριας να προβεί στις απαραίτητες δικονομικές ενέργειες για την τροποποίηση της Α.Ε.Δ. Ειδικότερα, αρχικά η Α.Ε.Δ. στρεφόταν εναντίον εταιρείας που δεν είχε καμία σχέση με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1. Έπειτα, 9 μήνες μετά την καταχώρηση της Α.Ε.Δ., η Αιτήτρια προχώρησε σε τροποποίηση της δικογραφίας της στη βάση της Διαταγής 25. Στη συνέχεια, στις 14/6/23, πληροφορήθηκε από τους δικηγόρους του κου Χρίστου Παπαδόπουλου, το όνομα του οποίου είχε συμπεριληφθεί στον τίτλο της τροποποιημένης Α.Ε.Δ., ότι αυτός είχε πάψει από τις 13/5/23 να είναι πρόεδρος και μέλος των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Από την ημερομηνία αυτή μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ημερομηνίας 21/2/24, η οποία επιδόθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 στις 28/6/24, πέρασαν περισσότεροι από 8 μήνες. Ενόψει αυτών, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 ενημερώθηκαν για τη διαδικασία που σχετιζόταν με την Α.Ε.Δ. με σημαντική καθυστέρηση,
(β) του ότι η αίτηση τροποποίησης καταχωρήθηκε μονομερώς (ex-parte) αντί μέσω κλήσεως (by summons), όπως προβλέπεται από τους Θεσμούς,
(γ) του ότι η τροποποίηση της Α.Ε.Δ. με την προσθήκη των Καθ’ ων η Αίτηση 1 καταχωρήθηκε πολύ μεταγενέστερα από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας για καταχώρηση απαίτησης εναντίον τους. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Αιτήτρια έλαβε απάντηση από τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 στις 30/12/21, η προθεσμία για καταχώρηση απαίτησης εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 παρήλθε 9 μήνες μετά την ημερομηνία αυτή. Συνεπώς, η προσθήκη των Καθ’ ων η Αίτηση 1, η οποία έγινε περίπου 18 μήνες μετά την εκπνοή της προθεσμίας, παραβιάζει την αποκλειστική προθεσμία που θέτει ο νόμος για την έγερση απαίτησης ενώπιον του Δ.Ε.Δ.,
(δ) του ότι, κατά την ex-parte διαδικασία, παραβιάστηκε το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης εκ μέρους της Αιτήτριας, καθώς αυτή αποσιώπησε το ουσιώδες γεγονός ότι η απαίτηση κατά των Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχε παραγραφεί.
Ενιστάμενη στην Επίδικη Αίτηση, η Αιτήτρια καταχώρησε ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης, ημερομηνίας 12/12/24 («η Ένσταση»). Σημειώνεται ότι η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση 2 δήλωσε, κατά την 12/12/24, ημερομηνία κατά την οποία η Επίδικη Αίτηση ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου για Οδηγίες, ότι δεν προτίθεται να ενστεί σε αυτήν.
Με την Ένσταση η Αιτήτρια προβάλει του ακόλουθους λόγους ένστασης:
«1. Ουδείς βάσιμος ή έγκυρος λόγος συντρέχει ή καταδεικνύεται για την έκδοση οποιουδήποτε από τα διατάγματα που επιζητούνται με την Αίτηση Παραμερισμού και/ή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και/ή η νομολογία επί του θέματος για έγκριση του σχετικού αιτήματος των Καθ' ων η Αίτηση 1/Αιτητών.
2. Η Αίτηση Παραμερισμού βασίζεται σε ανεπαρκείς και/ή λανθασμένους λόγους και/ή δεν ερείδεται επί του αναγκαίου πραγματικού και/ή νομικού υποβάθρου για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και δεν δίνει δικαιοδοσία και/ή εξουσία στο Δικαστήριο να παραμερίσει το Διάταγμα ημερομηνίας 07/03/2024 και/ή τα αιτούμενα διατάγματα δεν ευρίσκουν έρεισμα στις οικείες νομικές αρχές και/ή τη νομολογία.
3. Η Αίτηση Παραμερισμού των Καθ' ων η Αίτηση 1/Αιτητών είναι παράτυπη και/ή αστήρικτη και/ή νομικά αβάσιμη και λανθασμένη.
4. Η Αίτηση Παραμερισμού είναι καταχρηστική και παραπλανητική και/ή γίνεται κακόπιστα και/ή σκοπό έχει να απαλλάξει τους Καθ' ων η Αίτηση 1/Αιτητές από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους απέναντι στην Αιτήτρια/Καθ' ης η Αίτηση.
5. Το Διάταγμα ημερομηνίας 07/03/2024 έχει ληφθεί κανονικά και νομότυπα κατόπιν
πλήρωσης των προϋποθέσεων για την έκδοση αυτού.
6. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα πλήξει τα δικαιώματα της Αιτήτριας/Καθ' ης η Αίτηση, ενώ οι Καθ' ων η Αίτηση 1/Αιτητές ουδεμία βλάβη ή επηρεασμό των δικαιωμάτων τους θα υποστούν από τη μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
7. Δεν είναι δίκαιο και/ή εύλογο, ούτε προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και/ή προς τα συμφέροντα και/ή τα νόμιμα δικαιώματα της Αιτήτριας/Καθ' ης η Αίτηση να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα και/ή η Αίτηση Παραμερισμού πρέπει να απορριφθεί με έξοδα εις βάρος των Καθ' ων η Αίτηση 1/Αιτητών.»
Τα γεγονότα που στηρίζουν την Ένσταση περιγράφονται στην Ε/Δ του κου Ματθαίου Ζακχαίου, δικηγόρου στο γραφείο Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., η οποία τη συνοδεύει. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της Ε/Δ του κου Ζακχαίου, σημειώνουμε ότι με αυτή ο κος Ζακχαίου θέτει τη θέση ότι η Επίδικη Αίτηση δεν δύναται να πετύχει, ισχυριζόμενος κυρίως τα εξής:
(α) Παρά το γεγονός ότι η αίτηση ημερομηνίας 21/2/24 καταχωρήθηκε με καθυστέρηση σε σχέση με την ημερομηνία που η Αιτήτρια αντιλήφθηκε το λάθος στην περιγραφή της Καθ’ ων η Αίτηση 1 στον τίτλο της Α.Ε.Δ., (η οποία έλαβε χώρα με την παραλαβή της επιστολής των δικηγόρων του κ. Χρίστου Παπαδόπουλου στις 14/6/23), η καθυστέρηση αυτή δικαιολογείται, αφού οφείλεται στο γεγονός ότι ο δικηγόρος που χειριζόταν την Α.Ε.Δ. αποχώρησε από το γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια, και η υπόθεση αναλήφθηκε από νέο δικηγόρο, ο οποίος χρειάστηκε χρόνο να μελετήσει τα στοιχεία της. Επιπρόσθετα, η καθυστέρηση αυτή δεν καταδεικνύει αμέλεια εκ μέρους της Αιτήτριας ή των δικηγόρων της και δεν προκάλεσε αδικία στην άλλη πλευρά, ενώ τυχόν επηρεασμός των δικαιωμάτων της μπορεί να αποκατασταθεί με την επιδίκαση εξόδων.
(β) Η αίτηση ημερομηνίας 21/2/24 καταχωρήθηκε νομότυπα, σύμφωνα με τους κανονισμούς και τη σχετική νομολογία. Επιπλέον, το Διάταγμα της 7/3/24 εκδόθηκε κανονικά, μετά την πλήρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων, χωρίς να προκληθεί οποιαδήποτε βλάβη στους Καθ’ ων η Αίτηση 1, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τις θέσεις τους.
(γ) Δεν τίθεται θέμα παραγραφής της απαίτησης της Αιτήτριας εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1, εφόσον, με βάση τα όσα προκύπτουν αναφορικά με την υπόθεση, πρόκειται για περίπτωση λανθασμένης περιγραφής ονόματος (misnomer). Όλα τα έγγραφα και γεγονότα που δικογραφούνται συναινούν στο ότι η Αιτήτρια, με την Α.Ε.Δ., είχε πρόθεση να εναγάγει την οντότητα με την οποία διατηρούσε απασχόληση κατά τον ουσιώδη χρόνο και την οντότητα που ήταν υπεύθυνη για την καταβολή του μισθού της μέχρι και τον τερματισμό της, δηλαδή τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, και ότι η Αιτήτρια απλώς περιέγραψε λανθασμένα το όνομά της, γεγονός που οποιοσδήποτε λογικός και αντικειμενικός αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί.
(δ) Με την αίτηση ημερομηνίας 21/2/24 τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου όλα τα ουσιώδη γεγονότα που είναι σχετικά με την παρούσα διαφορά.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Εκ των όσων τίθενται ενώπιον μας με την Επίδικη Αίτηση, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το ζήτημα που τίθεται εδώ, το οποίο δεν είναι άλλο από το κατά πόσο δικαιολογείται ο παραμερισμός του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24, το οποίο εκδόθηκε ex-parte, αποτελεί αναμφίβολα διαδικαστικό ζήτημα που αφορά τη διαδικασία που λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δ.Ε.Δ.
Τα ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία που λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δ.Ε.Δ. ρυθμίζονται από τον κανονισμό που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 163 του Συντάγματος και του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 έως 1991, ήτοι τον Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού 1999 («o Κανονισμός»)[1].
Σχετικές με την Επίδικη Αίτηση πρόνοιες του Κανονισμού είναι οι πρόνοιες του Κ.12(1), σύμφωνα με τις οποίες: «Ενδιάμεση αίτηση υποβάλλεται εγγράφως, είναι σύμφωνη και περιέχει τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 6.», του Κ.12(4), σύμφωνα με τις οποίες: «Ένσταση υποβάλλεται εγγράφως, είναι σύμφωνη και περιέχει τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 7 και υποβάλλεται εντός 7 ημερών από τη γνωστοποίηση της αίτησης.» και του Κ.17, ο οποίος αναφέρει τα εξής:
«Για οποιοδήποτε ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα κανονισμό για την ακολουθητέα διαδικασία και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα της διαδικασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό θα εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών, οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού».
Επιπλέον σχετικές είναι και οι πρόνοιες του Κ.11(1)(β) ο οποίος ορίζει ότι:
«11.-(1) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ασκώντας τη διακριτική του εξουσία μπορεί – …
(β) να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα αναγκαίο για τους σκοπούς της υπόθεσης ή την ολοκλήρωσή της·»
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, και κυρίως το γεγονός ότι ο Κανονισμός δεν προσφέρει ειδική ρύθμιση για το ενώπιόν μας ζήτημα, το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων που το ρυθμίζουν στο πλαίσιο των Θεσμών.
Στο πλαίσιο των Θεσμών, το εν λόγω ζήτημα ρυθμίζεται από τις πρόνοιες της Δ.48(8)(4), η οποία αναφέρει τα εξής:
«Οποιοδήποτε πρόσωπο (πλην του Αιτητή) που επηρεάζεται από ένα διάταγμα που έγινε μονομερώς, μπορεί να αποταθεί δια κλήσεως για παραμερισμό ή διαφοροποίησή του, και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να το παραμερίσει ή να το διαφοροποιήσει με αυτούς τους όρους που θα ήθελαν φανεί δίκαιοι».
Για το ζήτημα αυτό το Halsbury's Laws of England[2] αναφέρει τα εξής:
«The court is given express power to set aside an order made ex parte. "1 RSC Ord. 32 r.6. This rule embodies the former practice. The principle is that by its very nature the party affected by an ex parte order has not had the opportunity of being heard."»
Οι αρχές που προκύπτουν σε σχέση με την εφαρμογή της διάταξης αυτής έχουν αναλυθεί εκτενώς στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο έχει ξεκαθαρίσει, μεταξύ άλλων, ότι:
(α) Η δυνατότητα λειτουργίας της εν λόγω διάταξης παρέχεται και εκεί όπου διάταγμα εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση αναγόμενη έξω από τη σφαίρα της παραγράφου (1) του θ.48 (Έλληνας v. Χριστοδούλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 438).
(β) Ο στόχος της εν λόγω διάταξης δεν είναι άλλος από την παροχή προς το Δικαστήριο δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex-parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του (Νικολαΐδου ν. Αττιπά κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 162).
(γ) Κατά την εξέταση στο πλαίσιο της Δ.48(8)(4), το Δικαστήριο δεν δύναται να λειτουργήσει ως Εφετείο του εαυτού του ή άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου, ούτε να εξετάσει αν το υπό αμφισβήτηση διάταγμα εκδόθηκε ορθώς ex-parte, αλλά οφείλει να απασχολείται αποκλειστικά με το κατά πόσο, στο πλαίσιο της αίτησης η οποία βασίζεται στη Δ.48(8)(4), έχει τεθεί ενώπιον του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούν τον παραμερισμό του εν λόγω διατάγματος (Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Κρίνου Μακρίδη (2012) 1 Α.Α.Δ. 121).
Σε σχέση με το θέμα αυτό, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφαση του έντιμου Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, Δ. Θεοδώρου, στην υπόθεση Μιχάλης Αβραάμ, υπό την ιδιότητα του ως Εκκαθαριστής της εταιρείας Siborio Holdings Limited ν. Milmbreno Limited κ.α., Αρ. Αγ. 3590/2021, ημερ. 28/6/23, όπου, σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.48 θ.(8)(4), αναφέρονται τα εξής:
«Επίσης, δεδομένης της νομικής βάσης των επίδικων αιτήσεων, και ειδικότερα ότι τούτες εδράζονται επί των προνοιών της Δ.48 θ.(8)(4), ως, νομολογιακώς, υποδείχθηκε, στόχος του εν λόγω διαδικαστικού Κανονισμού «είναι η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε εξ πάρτε, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του» (βλ. Έλλη Νικολαΐδου v. Nίκου Αττίπα κ. α. (1999) 1 Α.Α.Δ 1620). Ως δε σημειώθηκε στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Ltd v. Κρίνου Μακρίδη κ. α. (2012) 1 Α.Α.Δ (1988), το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης που εδράζεται στον ανωτέρω αναφερόμενο Κανονισμό, δεν επιτρέπεται να ενεργήσει ως Εφετείο του εαυτού του ή άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου, ούτε και θα πρέπει να εξετάζει αν ορθώς δόθηκε το υπό αμφισβήτηση διάταγμα μονομερώς. Εκείνο που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο, είναι αν στο πλαίσιο της αίτησης του προσώπου που θεωρεί ότι τα δικαιώματά του επηρεάστηκαν από το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, έχει τεθεί «ενώπιον του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούσαν τον παραμερισμό» του εν λόγω διατάγματος.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΗΣ
Εξετάζοντας όλες τις πιο πάνω αρχές που διέπουν το ζήτημα που τίθεται ενώπιόν μας με την Επίδικη Αίτηση, καθίσταται σαφές ότι αυτό που οφείλει το Δικαστήριο να πράττει, κατ’ επιταγή των σχετικών νομολογιακών αρχών, όταν τίθεται ενώπιόν του προς κρίση αίτημα για παραμερισμό διατάγματος στη βάση της Δ.48(8)(4), είναι να εξετάζει, νοουμένου ότι στην περίπτωση που έχει ενώπιόν του ενεργοποιούνται οι πρόνοιες της Δ.48(8)(4), κατά πόσο έχει τεθεί ενώπιόν του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούσαν τον παραμερισμό του εν λόγω διατάγματος.
Τονίζουμε, φυσικά, ότι, ειδικότερα όσον αφορά το Δ.Ε.Δ., η πιο πάνω υποχρέωση τίθεται πάντοτε υπό το πρίσμα των όσων προβλέπονται στον Κανονισμό, ο οποίος, όπως σημειώνεται και ανωτέρω, προσδίδει στο Δ.Ε.Δ. τη δυνατότητα τόσο να εφαρμόζει (σε περίπτωση που το υπό εξέταση ζήτημα δεν ρυθμίζεται από τον Κανονισμό) τους Θεσμούς κατ’ αναλογία και λαμβάνοντας υπόψη τον συνοπτικό χαρακτήρα της διαδικασίας που προβλέπεται από τον Κανονισμό, όσο και να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα κρίνει αναγκαίο για τους σκοπούς της υπόθεσης ή την ολοκλήρωση της ενώπιόν του διαδικασίας.
Συνεπακόλουθα, το πρώτο επίδικο ζήτημα που τίθεται εδώ υπό την κρίση μας είναι το κατά πόσον, στην παρούσα περίπτωση, ενεργοποιούνται οι πρόνοιες της Δ.48(8)(4), με αποτέλεσμα να πρέπει να οδηγηθούμε στην εξέταση του κατά πόσον δικαιολογείται ο παραμερισμός του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24, στη βάση της εν λόγω διάταξης.
Σε σχέση με το θέμα αυτό, οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση 1, με τις γραπτές τους αγορεύσεις, διατείνονται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν το δικαίωμα, με δεδομένο ότι το διάταγμα ημερομηνίας 7/3/24 εκδόθηκε μονομερώς, να θέσουν τις θέσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της Επίδικης Αίτησης, κατ’ εφαρμογή των προνοιών της Δ.48(8)(4).
Συμφωνούμε με την θέση αυτή. Πράγματι, ο σκοπός της εν λόγω διάταξης, όπως προκύπτει από την πιο πάνω αναλυθείσες αρχές, είναι να δίδεται σε διάδικο που δεν είχε την ευκαιρία να ακουσθεί σε διαδικασία εκ της οποίας εκδόθηκε διάταγμα δικαστηρίου μονομερώς, να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του (βλ. υπόθεση Νικόλα Αττιπά (ανωτέρω)). Και με δεδομένο ότι Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποτελούν αδιαμφισβήτητα διάδικο που επηρεάζεται από μονομερές διάταγμα («party affected by an ex-parte order») αλλά δεν είχε την ευκαιρία ακουστεί («has not had the opportunity of being heard»[3]), τότε θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση είναι τέτοια που δικαιολογεί την ενεργοποίηση των προνοιών της Δ.48(8)(4) με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 να έχουν την ευκαιρία, στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης, να ακουστούν από το Δικαστήριο θέτοντας τις θέσεις τους σε σχέση με το μονομερές διάταγμα ημερομηνίας 7/3/24.
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η εξουσία που λαμβάνουμε εκ της εν λόγω διάταξης αφορά εξέταση του κατά πόσον το Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24, ορθά ή μη εξέδωσε το μονομερές διάταγμα, εφόσον, με βάση την ξεκάθαρη θέση της νομολογίας επί του θέματος, η κρίση του δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να αφορά μόνο έχει τεθεί «ενώπιον του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούν τον παραμερισμό» του διατάγματος (βλ. υπόθεση Κρίνου Μακρίδη (ανωτέρω)).
Επομένως, παρά τα πιο πάνω, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κρίση μας θα αφορά αποκλειστικά το κατά πόσο, στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης, τέθηκε ενώπιόν μας επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούν τον παραμερισμό του διατάγματος ημερομηνίας, άνευ εξέτασης του κατά πόσον το Δικαστήριο ορθώς και ευλόγως οδηγήθηκε στην έκδοση του διατάγματος αυτού. Διαφορετική προσέγγιση για το θέμα αυτό θεωρούμε ότι θα εμπεριείχε τον κίνδυνο να ενεργήσουμε ως Εφετείο του εαυτού μας ή άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου, κάτι που θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές που αφορούν το θέμα, όπως αυτές έχουν προηγουμένως αναπτυχθεί. Άλλωστε, και στην υπόθεση Κρίνου Μακρίδη (ανωτέρω), αυτό που, κατά το Ανώτατο Δικαστήριο, αποτέλεσε σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι, παρόλο που αυτό ανέφερε πως ήταν «απαράδεκτο να ενεργήσει ως Εφετείο σε απόφαση ομοβάθμιου δικαστηρίου» και ότι «θα εξέταζε μόνο το κατά πόσον υπήρχε ενώπιόν του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούσαν τον παραμερισμό των διαταγμάτων εκτέλεσης, βάσει της Δ.48(8)(4)», εντούτοις, εκείνο που στην πραγματικότητα έκανε «ήταν το να εξετάσει αν ορθώς και ευλόγως είχαν δοθεί τα διατάγματα εκτέλεσης». Αυτό, σύμφωνα με τα όσα σημειώνονται στην απόφαση, ήταν εμφανές από το ότι εξέτασε «εάν καλά ή κακά δόθηκε το προηγούμενο διάταγμα εκτέλεσης, μονομερώς».
Προχωρώντας τώρα, στο δεύτερο και βασικό επίδικο ζήτημα, καθίσταται σαφές ότι αυτό αφορά το κατά πόσον τέθηκε ενώπιον επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούν τον παραμερισμό του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24. Έχοντας εξετάσει διεξοδικά και με προσοχή το σύνολο των στοιχείων και της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης, η απάντησή μας στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Και εξηγούμε:
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μας με την Επίδικη Αίτηση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της αίτησης ημερομηνίας 21/2/24, η οποία οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24, έδρασε εντός της διακριτικής εξουσίας που του παρέχουν οι κανόνες που ρυθμίζουν την λειτουργία του, σύμφωνα με τις οποίες είχε τη δυνατότητα, αφενός, να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα θεωρούσε αναγκαίο για την προώθηση ή την ολοκλήρωση της υπόθεσης και, αφετέρου, να εφαρμόσει, αναλογικά, τις σχετικές διατάξεις των Θεσμών (δεδομένου ότι το ζήτημα που είχε ενώπιόν του δεν ρυθμίζεται ρητά από τον Κανονισμό) συμπεριλαμβανομένων των προνοιών της Δ.48(8) που προνοεί για την προώθηση αιτήσεων με διαδικασία ex-parte.
Επίσης το Δικαστήριο έδρασε εντός της διακριτικής εξουσίας που του προσδίδεται από τους Θεσμούς και τις σχετικές νομολογιακές αρχές και αναφορικά με τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής τροποποίησης δικογραφίας σε περιπτώσεις όπου το αίτημα για τροποποίηση υποβάλλεται με καθυστέρηση (όπως στην παρούσα περίπτωση που κατά παραδοχή και της ίδιας της πλευράς της Αιτήτριας το αίτημα για τροποποίηση προωθήθηκε 8 περίπου μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε ενημέρωση για το λάθος στον τίτλο της Α.Ε.Δ. η οποία έλαβε χώρα στις 14/6/23) σύμφωνα με τις οποίες η έκδοση τέτοιας διαταγής επιτρέπεται νοουμένου το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτούμενη τροποποίηση δεν προκαλεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν μπορεί να αποκατασταθεί με χρήμα και ότι ο αιτών την τροποποίηση δεν ενεργεί κακόπιστα. Σχετική εδώ είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 όπου αναφέρθηκε ότι:
«η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.»[4]
Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Αρτέμιος Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστα Γρηγοριάδη και Συνεταίροι, Π.Ε. Αρ. 79/2009, ημερ. 4/5/2012 στην οποία σημειώθηκαν τα εξής:
«Στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Επίσης, το Δικαστήριο έδρασε εντός της διακριτικής εξουσίας που του προσδίδουν οι Θεσμοί και οι σχετικές νομολογιακές αρχές και αναφορικά με τη δυνατότητα προσθήκης νέου διαδίκου σε υφιστάμενη διαδικασία ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται από τον Νόμο (όπως στην εδώ περίπτωση όπου κατά παραδοχή και της πλευράς της Αιτήτριας η επίδικη τροποποίηση της δικογραφίας της προωθήθηκε μεταγενέστερα της παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται από τον σχετική νομοθεσία σε σχέση με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ήτοι μετά την πάροδο 9 μηνών από την απάντηση που έλαβε από του Καθ’ ων η Αίτηση 2, η οποία έλαβε χώρα στις 30/12/21[5]), εφόσον, με βάση αυτές, τροποποίηση του τίτλου υπόθεσης είναι επιτρεπτή, ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής, νοουμένου ότι η τροποποίηση αυτή δεν συνεπάγεται την προσθήκη νέου διαδίκου, αλλά αφορά απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer). Σχετική εδώ είναι η απόφαση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Σ.Χ. Χαρικλείδη κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1608, στην οποία, αξίζει να σημειωθεί, οι δικηγόροι των διαδίκων έκαναν εκτενή αναφορά στις γραπτές τους αγορεύσεις, και στην οποία αποφασίστηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο δύναται να ασκεί τη διακριτική του εξουσία προς έκδοση διαταγής τροποποίησης της δικογραφίας νοουμένου ότι καταλήγει σε συμπέρασμα ότι η ενώπιον του περίπτωση αφορούσε απλή διόρθωση σφάλματος περί το όνομα (misnomer) λαμβάνοντας ως κριτήριο για την κατάληξη αυτή κυρίως το τι θα συμπεραίνει ένα λογικό άτομο, στη θέση του εναγομένου, που θα λάμβανε το κλητήριο. Σχετική είναι και η απόφαση Οδυσσέως v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372, όπου σημειώθηκε ότι:
«Η επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα. (Βλ. Supreme Court Practice 1982 3 - σελ. 210. Το Δικαστήριο έχει ωστόσο την εξουσία (Βλ. Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας - Διαταγή 9 θ.10) να διατάξει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είτε κατόπιν αιτήσεως είτε χωρίς αίτηση, την προσθήκη οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου την παρουσία του οποίου θεωρεί αναγκαία για την πλήρη και αποτελεσματική επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται στην αγωγή. Είναι αυτόδηλο ότι το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και καθώς έχει ειπωθεί στην Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (ανωτέρω), η απόφανση ως προς το αν βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου είναι συναρτημένη προς τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις γραπτές προτάσεις.»
Συνεπακόλουθα, στη βάση των ανωτέρω, καθώς και όλων των στοιχείων και δεδομένων που εξετάσαμε στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης, αποτελεί εύρημα μας ότι δεν προσκομίστηκε ενώπιόν μας οποιοδήποτε στοιχείο, μαρτυρία ή περίσταση που να δικαιολογεί τον παραμερισμό του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24 στη βάση της Δ.48(8)(4), ούτε γενικά (σε σχέση με το σύνολο των όσων τέθηκαν ενώπιον μας) ούτε ειδικότερα ως προς το στοιχείο:
(α) Της καθυστέρησης στην προώθηση της αίτησης τροποποίησης. Σχετικά με αυτό, σημειώνεται ότι, από τα όσα καταγράφονται πιο πάνω, βασικό κριτήριο έγκρισης της τροποποίησης της δικογραφίας παρά την καθυστέρηση στην προώθηση του αιτήματος για τροποποίηση, είναι το κατά πόσον ο αιτών την τροποποίηση διάδικος έδρασε με κακοπιστία σε σχέση με την καθυστέρηση στην προώθηση της τροποποίηση. Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μας με την Επίδικη Αίτηση, δεν θεωρούμε ότι τίθεται ζήτημα κακοπιστίας της πλευράς της Αιτήτριας σε σχέση με το αίτημα για τροποποίηση. Συνεπακόλουθα, δεν θεωρούμε ότι με την Επίδικη Αίτηση τέθηκαν ενώπιόν μας περιστάσεις ή ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί τον παραμερισμό του διατάγματος σε σχέση με το στοιχείο αυτό.
(β) Της προώθησης της τροποποίησης του τίτλου της Α.Ε.Δ. μεταγενέστερα της εκπνοής της προθεσμίας καταχώρησης απαίτησης εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό σημειώνεται ότι από τα όσα καταγράφονται πιο πάνω, βασικό κριτήριο έγκρισης της τροποποίησης της δικογραφίας παρά το γεγονός της παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται από τον Νόμο σε σχέση με συγκεκριμένο διάδικο, είναι η κατάληξη εκ μέρους του Δικαστηρίου ότι η τροποποίηση αφορούσε σφάλμα περί το όνομα (misnomer). Έχοντας αυτό υπόψη παρατηρούμε ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας με την Επίδικη Αίτηση το αίτημα για τροποποίηση τίτλου της Α.Ε.Δ. εκ μέρους της Αιτήτριας σχετίζεται με τροποποίηση τίτλου η οποία εμπεριείχε ήδη αναφορά στο όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση 1, εφόσον η τροποποίηση αφορούσε τροποποίηση από «Χριστάκης Παπαδοπούλου (Α.Μ.Ε. 2640830/6/683), Διαχειριστική Επιτροπή White Arches Complex» σε «Διαχειριστική Επιτροπή White Arches Complex». Συνεπακόλουθα, ούτε με το στοιχείο αυτό βρίσκουμε να έχει τεθεί ούτε ενώπιον μας επαρκής περιστάσεις ή μαρτυρία που να δικαιολογεί τον παραμερισμό του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24.
(γ) Της μη αποκάλυψης εκ μέρους της Αιτήτριας κατά την εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 21/2/24 του ζητήματος της παραγραφής. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το ζήτημα παραγραφής απαίτησης, το οποίο το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως[6], μπορούσε να αναδειχθεί απευθείας από τη δικογραφία της Αιτήτριας, εφόσον η μόνη κρίσιμη πληροφορία για την επιβεβαίωση της παρέλευσης της προθεσμίας παραγραφής σε σχέση με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 στην βάση της κείμενης νομοθεσίας (Άρθρο 12(10(Α) του Ν. 8/1967) ήταν η ημερομηνία απάντησης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 προς την Αιτήτρια—στοιχείο το οποίο δικογραφείται στο πλαίσιο των Γενικών Λόγων της Α.Ε.Δ. (Παρ. 12). Επομένως δεν θεωρούμε ότι τίθεται θέμα εξαπάτησης του Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα αυτό ή παράλειψης αποκάλυψης εκ μέρους της Αιτήτριας ουσιωδών γεγονότων κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησης ημερομηνίας 21/2/24 με τέτοιο τρόπο που να δικαιολογεί τον παραμερισμό του Διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24. Συνεπακόλουθα, ούτε σε σχέση με το στοιχείο αυτό βρίσκουμε να έχει τεθεί επαρκής περιστάσεις ή μαρτυρία που να δικαιολογεί τον παραμερισμό του διατάγματος ημερομηνίας 7/3/24.
Ως εκ των ανωτέρω, αποτελεί κρίση μας ότι η επίδικη αίτηση δεν μπορεί να πετύχει, εφόσον δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που αντικειμενικώς δικαιολογούν τον παραμερισμό του διατάγματος στη βάση της Δ.48(8)(4).
Όσον αφορά τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, η επιδίκαση των οποία με βάση την κείμενη νομολογία εναπόκειται στην διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου[7], βρίσκουμε ότι στην παρούσα περίπτωση δικαιολογείται παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μας με την Επίδικη Αίτηση και κυρίως ότι η Επίδικη Αίτηση:
(α) προέκυψε από την πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 να ασκήσουν το θεμελιώδες δικαίωμά τους να ακουστούν (κάτι που δεν είχαν την ευκαιρία να πράξουν κατά την αίτηση ημερομηνίας 21/2/24) και
(β) συνδέεται με διαδικασία τροποποίησης δικογράφων διαδικασία όπου τα έξοδα που προκύπτουν εκ της τροποποίησης κατά κανόνα επιδικάζονται σε βάρος του διαδίκου που την αιτείται, κάτι που επισημαίνεται και από την ίδια την πλευρά της Αιτήτριας, τόσο με τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων της όσο και με την Ε/Δ του κου Ζακχαίου.
Συνεπακόλουθα, με βάση όλα τα ενώπιον μας δεδομένα, κρίνουμε δίκαιο και ορθό όπως μην εκδώσουμε, στην παρούσα περίπτωση, οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση ημερομηνίας 27/11/24 απορρίπτεται. Καμία διαταγή για έξοδα.
(Υπ.) ………………………………………...
Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
(Υπ.) …………………………………… (Υπ.) ……………………………………
Ι. Νεοφύτου, Μέλος. Α. Αποστόλου, Μέλος.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Βλ.Προοίμιο του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικός Κανονισμός 1999 (1/1999).
[2] Halsbury's Lawς of England, Vol 37, para 336 (Interlocutory or Interim Proceedings and Remedies).
[3] Βλ. αναφορά στο σύγγραμμα Halsbury's Lawς of England (ανωτέρω).
[4] Βλ. και υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 33. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στις υποθέσεις Αθηνόδωρος Βασιλειάδης κ.α. ν. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 ΑΑΔ 16, Αstor Manufacturing & Exporting Co κ.α. ν. A. G. Leventis & Company (Nigeria) Ltd κ.α. (1983) 1 ΑΑΔ 726, Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (2013) 1 ΑΑΔ 543), Cl.Preece v. Nάσω Θεοφίλου Ρωσσίδου (2011) 1 ΑΑΔ 2138, Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 CLR 1, κ.α.
[5] Βλ. Άρθρο (10Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμος του 1967 (Ν. 8/1967) σύμφωνα με το οποίο “Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό”.
[6] Βλ. κυρίως αποφάσεις Αλέκου Χ’ Στυλλή ν. Maude C. Papademas κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 551, Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581, 585).
[7] Μάρω Ζάβρου v. Ελενίτσας Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477, Νίτσα Θρασυβούλου v. Arto Estates Limited (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, Μιχαήλ Χασίκος κ.ά. v. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389 κ.α.).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο