ΙΩΑΝΝΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΛΑΙΚΗ ΦΡΟΥΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΟΙΖΟΣ &ΥΙΟΙ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αίτησης: 425/2017, 3/2/2025
print
Τίτλος:
ΙΩΑΝΝΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΛΑΙΚΗ ΦΡΟΥΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΟΙΖΟΣ &ΥΙΟΙ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αίτησης: 425/2017, 3/2/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                        Χ. Χαραλάμπους    )

                      Χ. Χριστοφή            ) Μελών 

 

                                                                                           Αρ. Αίτησης: 425/2017

 

ΙΩΑΝΝΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

                                                                                                            Aιτητή

 

και

 

1.  ΛΑΙΚΗ ΦΡΟΥΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ ΛΟΙΖΟΣ &ΥΙΟΙ ΛΤΔ

2.  ΤΑΜΕΙΟ ΔΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ

                                                                                                            Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 03.02.2025

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κα Έλ. Νικολάου για ΖΕΝΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΕΠΕ  

Για Καθ’ ων η Αίτηση 1: κα Χρ. Χατζηκωστή για Κώστα Π. Χατζηκωστή και Ευσταθίου & Ευσταθίου ΔΕΠΕ 

Για Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: κ. Γ. Αθανασιάδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και διατηρούν μια επιχείρηση φρουταρίας στη Λεμεσό.

 

            Ο Αιτητής απασχολείτο στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 από τις 02/01/1995 μέχρι τις 28/04/2016.  Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 παρέδωσαν στον Αιτητή επιστολή ημερομηνίας 26/02/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 (Τεκμήριο 3) στην οποία αναγραφόταν ότι η απασχόλησή του τερματίζεται για λόγους πλεονασμού και πιο συγκεκριμένα λόγω της τεράστιας μείωσης των εργασιών τους και ότι του δίνεται προειδοποίηση δύο μηνών.  Ο τελευταίος εβδομαδιαίος ακάθαρτος μισθός του Αιτητή ανερχόταν στο ποσό των €323,08.

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 είναι οικογενειακή εταιρεία - επιχείρηση.  Από το 1997 μέχρι τις 03/01/2016 μέτοχοι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ήταν ο Αιτητής, η αδελφή του («η Μ.Ι») και ο πατέρας τους («ο Λ.Κ.»).  Ο κάθε ένας τους (1) κατείχε 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και (2) ήταν διευθυντής/διοικητικός σύμβουλος των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Από τις 04/01/2016 μέχρι τις 27/04/2016 η Μ.Ι. ήταν κάτοχος των 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (ο Λ.Κ. μεταβίβασε τις μετοχές του στην Μ.Ι.)  και ο Αιτητής του 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και διευθυντές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ήταν ο Αιτητής, η Μ.Ι. και ο Λ.Κ..  Από τις 28/04/2016 μέχρι σήμερα η Μ.Ι. κατέχει όλες τις μετοχές των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (ο Αιτητής μεταβίβασε τις μετοχές του στην Μ.Ι.) εκτός από μιας την οποία κατέχει ο Λ.Κ. (βλ. Τεκμήριο 1).  Στις 28/04/2016 ο Αιτητής παραιτήθηκε από διευθυντής/διοικητικός σύμβουλος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (Τεκμήριο 7).

 

            Στις 28/04/2016 η σύζυγος του Αιτητή, η οποία απασχολείτο στους Καθ’ ων η Αίτηση 1, με επιστολή της προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 (Τεκμήριο 5) υπέβαλε παραίτηση από την εργασία της επικαλούμενη προσωπικούς λόγους.

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 προσέλαβαν την 01/12/2015 τον Θεόδωρο Ιωάννου («ο Θ.Ι»), ο οποίος είναι σύζυγος της Μ.Ι. και στις 06/06/2016 τον Πάρη Χρίστου («ο Π.Χ.»). 

 

            Ο Λ.Κ., ο οποίος είχε γεννηθεί στις 21/10/1944 (βλέπε Τεκμήριο 16), από την 01/11/2009 είχε δηλωθεί στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως συνταξιούχος εργοδοτούμενος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (Τεκμήριο 17).   

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ενός οχήματος το οποίο περιγράφεται στο πιστοποιητικό εγγραφής του ως Βαρύ Φορτηγό (Τεκμήριο 14).  Ο Λ.Κ. ήταν κάτοχος κανονικής άδειας οδηγού μέχρι το 2017  (Τεκμήρια 13 και 16).  Ο  Αιτητής από τις 25/06/2014 πέραν της κανονικής άδειας οδηγού είναι κάτοχος και επαγγελματικής άδειας οδηγού  (Τεκμήριο 13).  Ο Θ.Ι.  είναι κάτοχος κανονικής άδειας οδηγού (Τεκμήρια 13 και 16).        

            Ο Αιτητής υπέβαλε στις 04/05/2016 αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («το Ταμείο») για πληρωμή λόγω πλεονασμού (Τεκμήριο 8) στην οποία ανέγραψε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 του ανέφεραν ότι η απασχόλησή του τερματίστηκε λόγω πλεονασμού.

 

             Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 συμπλήρωσαν στις 30/05/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 το σχετικό έντυπο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τίτλο «Ερωτηματολόγιο» για την απόλυση του Αιτητή και ανέγραψαν σε αυτό ότι η απόλυση του Αιτητή οφειλόταν στη μείωση του όγκου εργασιών τους (Τεκμήριο 9).  Στις 08/07/2016 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 παρέδωσαν στο Ταμείο το εν λόγω ερωτηματολόγιο μαζί με μια επιστολή τους ημερομηνίας 07/06/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 (Τεκμήριο 6) στην οποία (α) σημείωναν  και εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής παρά το ότι ήταν μέτοχος τους εργαζόταν σε αυτούς με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και (β) ανέγραφαν ότι (1) λόγω της σοβαρής και παρατεταμένης μείωσης στον όγκο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ο Αιτητής πλεόναζε και (2) επισύναπταν τους σχετικούς εξελεγμένους λογαριασμούς τους. 

 

            Επιθεωρήτρια του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων έλαβε γραπτή κατάθεση από τον Λ.Κ. στις 16/11/2016 (Τεκμήριο 11) και γραπτή κατάθεση από τον Αιτητή στις 23/12/2016 (Τεκμήριο 12).

 

            Στις 18/05/2017 με επιστολή του προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 Λειτουργός του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμήριο 15) ζητούσε, για σκοπούς εξέτασης της αίτησης του Αιτητή για πληρωμή λόγω πλεονασμού, διευκρινίσεις και περαιτέρω στοιχεία σχετικά με τα ακριβή καθήκοντα του Αιτητή, τις προσλήψεις που έγιναν από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 πριν και μετά την απόλυση του Αιτητή και το καθεστώς εργασίας του Αιτητή.

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απάντησαν στην εν λόγω επιστολή με επιστολή τους ημερομηνίας 13/06/2017 (Τεκμήριο 4).  Στην εν λόγω επιστολή επισυναπτόταν μια επιστολή της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 02/06/2017 στην οποία αναγραφόταν ότι ο Αιτητής δεν είχε προσφέρει δική του περιουσία ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 προς την Τράπεζα Κύπρου και ότι ο Αιτητής δεν είχε δικαίωμα υπογραφής για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1.        

 

            Το Ταμείο με επιστολή του ημερομηνίας 07/09/2017 προς τον Αιτητή τον ενημέρωσε ότι η αίτησή του για πληρωμή λόγω πλεονασμού απορρίφθηκε καθότι σύμφωνα με τα στοιχεία που του δόθηκαν η απόλυσή του δεν οφείλεται σε λόγους πλεονασμού (Τεκμήριο 10).

 

            Τα εισοδήματα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σύμφωνα με τις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις τους για τα έτη 2008 ως 2015 (Τεκμήριο 2) ήταν ως εξής:

 

Έτος  

 Εισοδήματα

2008

€1.940.148

2009

€1.895.603

2010

€1.746.238

2011

€1.516.091

2012

€1.295.150

2013

€1.073.562

2014

€906.566

2015

€909.845

           

            Ο Αιτητής με την παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς αξιώνει από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής του σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67 (στο εξής «ο Νόμος») και/ή διαζευκτικά σε περίπτωση που οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 αποδείξουν ότι η απόλυσή του οφείλεται σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, πληρωμή από το Ταμείο με βάση το άρθρο 16 του Νόμου σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου.

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 με τους γενικούς λόγους του εγγράφου εμφάνισής τους απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις. Ισχυρίζονται ότι η απόλυση του Αιτητή  ήταν νόμιμη αφού οφειλόταν σε πλεονασμό λόγω της σοβαρής και παρατεταμένης μείωσης στον όγκο εργασιών τους.  Στη βάση των πιο πάνω ζητούν απόρριψη της αίτησης εναντίον τους με έξοδα υπέρ τους. 

 

Το Ταμείο με το έγγραφο εμφάνισής του απορρίπτει τις εναντίον του αξιώσεις ισχυριζόμενο ότι (α) δεν υπήρξε απόλυση του Αιτητή αλλά οικειοθελής αποχώρησή του από την εργασία του αφού ο ίδιος συμμετείχε στην απόφαση για τον τερματισμό της απασχόλησής του και συναποφάσισε με τους υπόλοιπους διευθυντές  των Καθ’ ων η Αίτηση 1 την απόλυσή του και/ή (β) η απόφαση απόλυσης του Αιτητή  (i) δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού καθότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο προχώρησαν σε προσλήψεις δύο νέων εργοδοτουμένων οι οποίοι ασκούν παρεμφερή καθήκοντα με αυτά που ασκούσε ο Αιτητής και (ii) λήφθηκε γιατί προέκυψαν οικογενειακές διαφορές μεταξύ των μετόχων και διευθυντών των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Περαιτέρω είναι η θέση του Ταμείου ότι ο Αιτητής απασχολείτο στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 όχι με βάση σύμβαση εργασίας και/ή όχι κάτω από συνθήκες από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου και ως εκ τούτου στην περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού, ο Αιτητής θα δικαιούται σε πληρωμή το ύψος της οποίας θα είναι ίσο με το 1% των τελευταίων εβδομαδιαίων αποδοχών του επί 52 επί τα χρόνια υπηρεσίας του ως προβλέπει η παράγραφος 1Α του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου.

 

            Σε αυτό το σημείο σημειώνουμε ότι το Ταμείο δεν προώθησε με οποιοδήποτε τρόπο,  κατά την ακροαματική διαδικασία,  τη θέση του ότι ο Αιτητής δεν απολύθηκε αλλά παραιτήθηκε από μόνος του από την εργασία του (ο δικηγόρος του Ταμείου (α) δεν αντεξέτασε τους μάρτυρες των Καθ’ ων η Αίτηση 1 σε ό,τι αφορά τις θέσεις τους για μονομερή τερματισμό της απασχόλησης του Αιτητή από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ούτε τους υπέβαλε οτιδήποτε σχετικό με αυτή τη θέση του Ταμείου, (β) δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία που να δεικνύει ότι ο Αιτητής έλαβε μέρος στη λήψη της απόφασης τερματισμού της εργασιακής του σχέσης με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή ότι  ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 οφειλόταν σε οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του  και (γ) δεν αναφέρθηκε στην εν λόγω θέση του Ταμείου στην τελική του αγόρευση). Συνακόλουθα η εν λόγω θέση του Ταμείου απορρίπτεται λόγω μη προώθησής της.

 

 

 

 

Βάρος Απόδειξης

 

Α. Το άρθρο 5 του Νόμου προβλέπει τους λόγους που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και οι οποίοι δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.  Με το εδάφιο (β) του εν λόγω άρθρου καλύπτεται ο λόγος απόλυσης λόγω πλεονασμού.

 

Το άρθρο 6(1) του Νόμου καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτουμένου σύμφωνα με το οποίο «….. ο υπό εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινά των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων» δηλαδή των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης.

 

Επομένως στην παρούσα περίπτωση οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι τερμάτισαν την απασχόληση του Αιτητή λόγω πλεονασμού βάσει των προβλεπομένων στο άρθρο 5(β) σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Νόμου, όπου καθορίζονται περιοριστικά οι λόγοι πλεονασμού.

 

Β. Ο Αιτητής είχε το βάρος απόδειξης ότι ήταν «εργοδοτούμενος» εντός της έννοιας του Νόμου και της νομολογίας προϋπόθεση απαραίτητη σύμφωνα με το άρθρο 16(1) του Νόμου για να τύχει της ομώνυμης πληρωμής από το Ταμείο.

 

Γ. Για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατέθεσε η Μ.Ι. και ο κ. Αναστάσιος Αναστασίου, ελεγκτής. Ο Αιτητής δεν έδωσε μαρτυρία. Το Ταμείο δεν προσκόμισε οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία και αρκέστηκε στην αντεξέταση της Μ.Ι. και του κ. Αναστασίου.

 

Μαρτυρία

 

Η Μ.Ι. κατέθεσε ότι όταν η επιχείρηση της φρουταρίας των Καθ’ ων η Αίτηση 1 ήταν ανθηρή οι τρεις μέτοχοι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 εργάζονταν καθημερινά στη φρουταρία σε πλήρες ωράριο και εκτελούσαν όλα τα αναγκαία καθήκοντα για τη λειτουργία της φρουταρίας. Οι τρεις τους είχαν αρκετά κοινά καθήκοντα όπως καθήκοντα διεύθυνσης και διαχείρισης των εργασιών της φρουταρίας, παρακολούθησης του στοκ για έγκαιρη ανανέωσή του, προετοιμασίας και προγραμματισμού  των παραγγελιών, παραλαβής προϊόντων, επαφών με πελάτες και συνεργάτες και πωλήσεων προϊόντων.  Ότι αυτή βοηθούσε περισσότερο στις πωλήσεις στη φρουταρία και περνούσε το στοκ στο σύστημα που υπήρχε εγκατεστημένο στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.  Ότι ο Λ.Κ. είχε άδεια φορτηγού και έκαμνε μεταφορές, με φορτηγό, προϊόντων στη φρουταρία.  Ότι ο πατέρας της και ο Αιτητής ασχολούνταν περισσότερο με τις χειρωνακτικές εργασίες.  Ανέφερε ότι επειδή ο Λ.Κ. συνταξιοδοτήθηκε και ήθελε να αποχωρήσει από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1,  τον Ιανουάριο του 2016 της μεταβίβασε τις μετοχές του στους Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ότι επειδή η φρουταρία από το 2009 σταδιακά έχασε μεγάλο μέρος των εργασιών της δεν σήκωνε δύο μετόχους να τη διαχειρίζονται, πρότεινε στον Αιτητή να αγοράσει τις μετοχές του και αυτός συμφώνησε  και έτσι τον Απρίλιο του  2016 της πώλησε και της μεταβίβασε όλες τις μετοχές του  και υπέβαλε παραίτηση από διευθυντής των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ισχυρίστηκε ότι από το 2009 και μετά μειώθηκε δραματικά ο όγκος εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 με αποτέλεσμα ο Αιτητής και αυτή να υποαπασχολούνται και έτσι αυτή, έχοντας πλέον την πλειοψηφία των μετοχών, αποφάσισε να απολύσει τον Αιτητή ως πλεονάζον προσωπικό. Σημείωσε ότι δεν είχαν οικογενειακές διαφορές με τον Αιτητή. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της επιστολής των Καθ’ ων η Αίτηση 1 προς Λειτουργό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων την οποία υπογράφει αυτή (Τεκμήριο 4) στην οποία σημειώνεται ότι (α) ο Αιτητής εκτελούσε καθήκοντα οδηγού «κατ’ εξαίρεση», (β) ο Θ.Ι. αντικατέστησε τον Λ.Κ.  ο οποίος θα αποχωρούσε λόγω προχωρημένης ηλικίας και (γ) ο Π.Χ. προσλήφθηκε για να αντικαταστήσει τη σύζυγο του Αιτητή η οποία είχε αποχωρήσει από την εργασία της.  Περαιτέρω στην εν λόγω επιστολή αναγράφεται ότι ο Θ.Ι. είναι κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδηγού και για ένα διάστημα εργάστηκε με τον Λ.Κ., ο οποίος ήταν και αυτός κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδηγού, για να μάθει πώς να εκτελεί τα καθήκοντα του μεταφορέα προϊόντων στη φρουταρία και πιο συγκεκριμένα να μάθει που βρίσκονταν όλοι οι προμηθευτές της φρουταρίας. Ήταν η θέση της ότι αυτή και ο Λ.Κ. έπαιρναν όλες τις αποφάσεις που αφορούσαν τη διοίκηση της φρουταρίας και ο Αιτητής ουδέποτε έβαλε εγγυήσεις για εξασφάλιση των τραπεζικών υποχρεώσεων των Καθ’ ων η Αίτηση 1. 

 

Αντεξεταζόμενη από τον δικηγόρο του Ταμείου επανέλαβε ότι ο Αιτητής δεν συμμετείχε ουσιαστικά στη λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεων των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Είπε ότι η απόλυση του Αιτητή έλαβε χώρα το 2016 και όχι το 2012-2013 που ήταν πιο μεγάλη η μείωση στον κύκλο εργασιών επειδή τότε αυτή δεν είχε την πλειοψηφία των μετοχών και προσπαθούσαν όλοι τους για την ανάκαμψη του όγκου εργασιών της φρουταρίας.  Επέμενε ότι λόγω της ηλικίας του ο  Λ.Κ. δεν μπορούσε πλέον να οδηγεί και να εκτελεί τις μεταφορές των προϊόντων με το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 από τους προμηθευτές στη φρουταρία και ότι γι’ αυτόν τον λόγο προσλήφθηκε ο Θ.Ι..  Είπε ότι ο Λ.Κ. έμεινε για ψυχολογικούς λόγους στη φρουταρία μέχρι που απεβίωσε και ότι «του έβαζαν κοινωνικές ασφαλίσεις» παρά το ότι ουσιαστικά δεν δούλευε στη φρουταρία για να μην δημιουργηθεί οποιοδήποτε πρόβλημα σε περίπτωση επιτόπιου ελέγχου από το Τμήμα  Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ισχυρίστηκε ότι το 2015 και το 2016 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 είχαν τον ίδιο αριθμό εργοδοτουμένων αλλά το 2016 οι εργοδοτούμενοι είχαν διαφορετικά καθήκοντα και χαμηλότερους μισθούς από τους εργοδοτούμενους το 2015.  Σημείωσε ότι στο Τεκμήριο 4 ανέγραψε ότι ο Λ.Κ. και ο Θ.Ι. ήταν κάτοχοι επαγγελματικής άδειας οδηγού καθότι δεν γνώριζε τη διαφορά μεταξύ της κανονικής άδειας οδηγού που δίνει τη δυνατότητα οδήγησης φορτηγού και της επαγγελματικής άδειας οδηγού.  Ότι τότε πίστευε ότι όποιος οδηγά φορτηγό έχει επαγγελματική άδεια οδηγού.  Σημείωσε ότι το φορτηγό που είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν απαιτούσε επαγγελματική άδεια φορτηγού και ότι η άδεια οδήγησης που είχαν ο Λ.Κ. και ο Θ.Ι. τους επέτρεπε να το οδηγούν. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι λόγω κάποιου προβλήματος που είχε ο Αιτητής όταν ήταν μικρός με τα μάτια του ο Λ.Κ. δεν τον άφηνε να οδηγά το φορτηγό εκτός πόλης. 

 

Κατά την επανεξέτασή της είπε ότι πριν προτείνει στον Αιτητή να αγοράσει τις μετοχές του ο ελεγκτής των Καθ’ ων η Αίτηση 1 τους είπε αν δεν έφευγε ο ένας από τους δύο τους οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν θα επιβίωναν.  Ότι με την πτώση του όγκου εργασιών της φρουταρίας αυτή και ο Αιτητής υποαπασχολούνταν.            

 

Ο εκπρόσωπος του Ταμείου σε αυτό το σημείο δήλωσε ότι ενόψει  (1) της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με τη μη συμμετοχή του Αιτητή στη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν τη διοίκηση των Καθ’ ων η Αίτηση 1, (2) του περιεχομένου της επιστολής της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 02/06/2017 που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 4 και (3) της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα κατά πόσον ένας μέτοχος εταιρείας εργάζεται σε αυτήν κάτω από συνθήκες από τις οποίες εξάγεται σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου, το Ταμείο δεν θα επιμένει στη θέση του ότι ο Αιτητής δεν ήταν «εργοδοτούμενος» εντός της έννοιας του Νόμου και της νομολογίας και ότι στην περίπτωση που κριθεί ότι η απόλυσή του οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού αυτός θα πρέπει να πληρωθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1Α του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου.

 

  Η δικηγόρος του Αιτητή δεν αντεξέτασε την  Μ.Ι..

 

Ο κ. Αναστασίου κατέθεσε ότι εκτός από ελεγκτής των Καθ’ ων η Αίτηση 1 είναι και ο οικονομικός σύμβουλος τους εδώ και 20 χρόνια. Ανέφερε ότι ο Αιτητής, η Μ.Ι. και ο Λ.Κ. είχαν αρκετά κοινά καθήκοντα όπως καθήκοντα διεύθυνσης και διαχείρισης των εργασιών της φρουταρίας, παρακολούθησης του στοκ για έγκαιρη ανανέωσή του, προετοιμασίας και προγραμματισμού των παραγγελιών, παραλαβής προϊόντων, επαφών με πελάτες και συνεργάτες και πωλήσεων προϊόντων.  Ότι για σκοπούς καλύτερης οργάνωσης των εργασιών πέραν των πιο πάνω καθηκόντων ο Λ.Κ. οδηγούσε το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και αναλάμβανε τα δρομολόγια μεταφοράς εμπορευμάτων από τους προμηθευτές στη φρουταρία, η Αιτήτρια περνούσε το στοκ στο ηλεκτρονικό σύστημα και ο Αιτητής ασχολείτο με πιο χειρωνακτικές εργασίες αν χρειαζόταν.  Ότι όταν στα πλαίσια της ετοιμασίας των εξελεγμένων λογαριασμών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 διαπίστωσε τη μεγάλη μείωση στον όγκο εργασιών των  Καθ’ ων η Αίτηση 1 συζήτησε με τον Λ.Κ. το μέλλον της επιχείρησης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και του ανέφερε ότι αν δεν ληφθούν μέτρα η επιχείρηση «όδευε προς κλείσιμο» και ότι δεν χρειάζονταν τρία άτομα για να διευθύνουν την επιχείρηση της φρουταρίας.  Του εισηγήθηκε όπως τα δύο από τα τρία άτομα πλεονάσουν.  Ότι ο Λ.Κ. του είπε ότι δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση και δεν ήθελε να το συζητήσει με τα παιδιά του και ότι θα προσπαθούσε να βρει άλλες λύσεις. Είπε ότι η οικονομική κατάσταση της φρουταρίας συνέχεια χειροτέρευε.  Ότι στο μεταξύ ο Λ.Κ. συνταξιοδοτήθηκε και ότι τον Ιανουάριο 2016 μεταβίβασε όλες τις μετοχές του στη Μ.Ι..  Ισχυρίστηκε ότι όταν η Μ.Ι. πήρε την πλειοψηφία των μετοχών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και ταυτόχρονα ανέλαβε όλους τους κινδύνους της επιχείρησης ζήτησε τη γνώμη του για το  πώς θα μπορούσε να σώσει την επιχείρηση των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ότι  αυτός της είπε ότι στην κατάσταση στην οποία περιήλθε η επιχείρηση της φρουταρίας ένα άτομο είναι αρκετό για να διευθύνει τις εργασίες της φρουταρίας.  Ότι η Μ.Ι. στη βάση της εν λόγω γνώμης του αποφάσισε να απολύσει τον Αιτητή ως πλεονάζον προσωπικό αφού τα καθήκοντα των διευθυντών - υπεύθυνων για τη λειτουργία της φρουταρίας είχαν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε ένα άτομο μπορούσε να τα εκτελεί πλήρως εκτός από τα δρομολόγια μεταφοράς εμπορευμάτων τα οποία ανέλαβε ο σύζυγός της ο οποίος αντικατέστησε τον Λ.Κ..  Υποστήριξε ότι η Μ.Ι. ανέλαβε τα καθήκοντα του Αιτητή, ο Θ.Ι. τα καθήκοντα του Λ.Κ. και ο Π.Χ. τα καθήκοντα της συζύγου του Αιτητή.  Ο Λ.Κ., αν και συνταξιούχος, πήγαινε στη φρουταρία για να περνά την ώρα του και η Μ.Ι. για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα με τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις λόγω της καθημερινής παρουσίας του στην φρουταρία «τον δήλωσε τυπικά ως υπάλληλο και του πλήρωνε μόνο εισφορές».  

 

Κατά την αντεξέτασή του από τον δικηγόρο του Ταμείου ο κ. Αναστασίου, ανέφερε  ότι η συνάντηση που ανέφερε στην κυρίως εξέτασή του ότι είχε αυτός με τον Λ.Κ. έγινε όταν έκλεισαν τους λογαριασμούς του 2014.  Ήταν η θέση του ότι πριν το 2016 κάθε χρόνο αναβαλλόταν η λήψη  απόφασης πλεονασμού για κάποιον από τους διευθυντές της φρουταρίας επειδή υπήρχε δυσκολία στο να αποφασιστεί ποιος θα φύγει και έλπιζαν ότι θα άλλαζε η κατάσταση προς το καλύτερο. Σημείωσε ότι το 2014 και το 2015 η επιχείρηση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 από κερδοφόρα έγινε ζημιογόνα  και ότι έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Υποστήριξε ότι ο Λ.Κ. από τις αρχές του 2016 συνταξιοδοτήθηκε και μειώθηκαν  οι ώρες που απασχολείτο στη φρουταρία. Ότι ο Θ.Ι. εργοδοτήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 καθότι τότε άρχισαν τα προβλήματα υγείας του Λ.Κ. λόγω της ηλικίας του και έπρεπε να βρεθεί κάποιος να ασχολείται με τη μεταφορά των εμπορευμάτων στη φρουταρία. Είπε ότι ο Αιτητής δεν χρησιμοποιούσε το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για να μεταφέρει εμπορεύματα στη φρουταρία αλλά δεν ξέρει ποιος ήταν  ο λόγος. Ούτε ήξερε αν του προτάθηκε να κάνει  τις μεταφορές στη φρουταρία. 

 

Η δικηγόρος του Αιτητή δεν αντεξέτασε τον κ. Αναστασίου.

 

Ανάλυση μαρτυρίας - Νομική Πτυχή- Εφαρμογή Νομικής Πτυχής- Κατάληξη  

 

A. Ενόψει της δήλωσης του δικηγόρου του Ταμείου σχετικά με το ότι το Ταμείο δεν αμφισβητεί ότι ο Αιτητής κατά την περίοδο που απασχολείτο από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 εργαζόταν με βάση σύμβαση εργασίας και/ή κάτω από συνθήκες από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η σχέση εργοδότη εργοδοτουμένο, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι ο Αιτητής κατά την περίοδο που απασχολείτο από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 εργαζόταν  με βάση σύμβαση εργασίας και/ή κάτω από συνθήκες από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου

 

B. Για  σκοπούς πληρότητας (σε περίπτωση που κριθεί λανθασμένη η κατάληξή μας για απόρριψη των δικογραφημένων θέσεων του Ταμείου ότι η απασχόληση του Αιτητή δεν τερματίστηκε μονομερώς από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 λόγω μη προώθησης τους)  σημειώνουμε ότι η μαρτυρία των μαρτύρων των Καθ’ ων η  Αίτηση 1 σε ό, τι αφορούσε τον τρόπο τερματισμού της εργασιακής σχέσης του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 (η οποία δείκνυε ξεκάθαρα ότι ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης μεταξύ του Αιτητή και τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 ήταν προϊόν μονομερούς βούλησης των Καθ’ ων η Αίτηση 1) ήταν ξεκάθαρη, σταθερή, σαφής, χωρίς οποιαδήποτε εγγενή αδυναμία και συνακόλουθα γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη.  Ως εκ τούτου αποτελεί εύρημά μας ότι η απασχόληση του Αιτητή τερματίστηκε μονομερώς από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1.

 

Γ.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζον, και κατά συνέπεια δικαιούται πληρωμή από το ομώνυμο Ταμείο όταν η απασχόλησή του τερματίστηκε:

 

«(α)       Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο, ή

 

(β)      διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:

 

…………………………………………………………………………………………

 

(γ)      Ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίας της επιχειρήσεως:

 

(i)      Εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιαδήποτε άλλης αλλαγής εις τα μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων.

(ii)      Αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τα μεθόδους παραγωγής ή εις τα αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων.

(iii)      Καταργήσεις τμημάτων.

(iv)      Δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών.

(v)       Ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών

(vi)      Σπάνεως μέσων παραγωγής, και

(vii)     Περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως»

 

Το Δικαστήριο καλείται αφού αξιολογήσει τη μαρτυρία που τέθηκε  ενώπιόν του να αποφασίσει κατά πόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο συνέτρεχαν λόγοι πλεονασμού που δικαιολογούσαν την απόλυση του Αιτητή.

 

 Από το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό διαφαίνεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 επικαλούνται ως λόγο απόλυσης του Αιτητή ως πλεονάζον προσωπικό τη μείωση του όγκου εργασιών της επιχείρησής τους. Κατά συνέπεια το ερώτημα που τίθεται είναι αν με βάση την ενώπιόν μας μαρτυρία δικαιολογείται η απόλυση του Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του  εδαφίου (vii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 του Νόμου.

 

Για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρξε πραγματική μείωση του όγκου εργασιών μιας επιχείρησης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνήθης κύκλος  εργασιών της επιχείρησης αυτής κατά τα τελευταία χρόνια προ της απολύσεως.  Το Δικαστήριο κρίνοντας αντικειμενικά θα πρέπει να διαπιστώσει κατά ποσόν υπήρξε ουσιαστική μείωση του συνήθους κύκλου εργασιών κατά τον ουσιώδη χρόνο τερματισμού της απασχόλησης του εργοδοτουμένου στον βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη η απόφαση για απόλυση λόγω πλεονασμού. Σχετικά με τον περιορισμό του όγκου εργασίας μιας επιχείρησης σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ 703, 706:

 

«Εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας, επιμετρούμενο μέσα στο συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού.  Ο όγκος των εργασιών επιχείρησης έχει όχι μόνο εποχιακές αλλά και καθημερινές αυξομειώσεις και διακυμάνσεις.  Αν γινόταν δεκτή η θέση των εφεσειόντων, θα διανοιγόταν η οδός για την καταστρατήγηση του οικοδομήματος του νόμου που συναρτά τον πλεονασμό με τα αντικειμενικά δεδομένα της επιχείρηση. Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και αυτή η σημασία που ενέχει ο όρος ‘όγκος εργασίας’ στο πλαίσιο του άρθρου 18(γ) (vii) του Ν.24/67 (όπως έχει τροποποιηθεί).»

 

Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Σωτήρη Α. Χρυσάνθου ν. 1. PETROS PITSILLIS (GLASS MARKET) LIMITED, 2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (2001) 1 Α.Α.Δ. 383 λέχθηκαν τ’ ακολούθα σε σχέση με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση λόγω πλεονασμού:

 

«Αυτό μας οδηγεί στον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά την κατάληξη του δικαστηρίου ότι κανένα πειστικό στοιχείο δεν προσκομίσθηκε σε τεκμηρίωση του ισχυρισμού για πλεονασμό. Είναι προφανές από το παρατεθέν απόσπασμα ότι το τι είχε υπ΄όψη του το δικαστήριο ήταν μαρτυρία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων λογιστικών στοιχείων που αφορούσαν τον κύκλο εργασιών της εταιρείας.  Ήταν γι΄αυτό το λόγο που το δικαστήριο θεώρησε ως άνευ σημασίας όχι μόνο τα αναφερόμενα στις επιστολές αλλά και την ίδια τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 1 ότι το εργοστάσιο ήταν κλειστό την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές καθώς και ένα μήνα πριν από την ακρόαση.  Αυτό θεωρούμε ότι συνιστούσε λανθασμένη προσέγγιση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Οι ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών του εργοδότη μπορεί να είναι σημαντικά στοιχεία προς απόδειξη τέτοιας μείωση του κύκλου εργασιών του ώστε να δικαιολογούν συμπέρασμα πλεονασμού, δεν είναι όμως τα μόνα και αποκλειστικά στοιχεία που να μπορούν να συνιστούν τέτοια μαρτυρία, ούτε περιορίζεται νομολογιακά το είδος της μαρτυρίας που ενδεχόμενα να τεκμηρίωνε πλεονασμό.  Η αναφορά του δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου (1994) 1 ΑΑΔ 703 σε στήριξη της άποψης του ότι δεν παρουσιάσθησαν στοιχεία υπό μορφή ισολογισμών και άλλων τέτοιων που να καταδείκνυαν "πραγματικές συνθήκες πλεονασμού" ως εκ της μείωσης του συνήθους κύκλου εργασιών της εταιρείας, παραγνωρίζει τα πιο πάνω.  Η εν λόγω υπόθεση δεν αφορούσε το είδος της μαρτυρίας που μπορεί να τεκμηριώσει πλεονασμό αλλά τη συνάρτηση της εποχιακής και περιοδικής μείωσης του κύκλου εργασιών προς το συνήθη κύκλο εργασιών του εργοδότη. Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε μαρτυρία, που ήταν και μέρος των ευρημάτων του δικαστηρίου, ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό τόσο την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές τερματισμού όσο και ένα μήνα πριν από την ακρόαση.  Χωρίς βέβαια να λέγουμε ότι αυτό θα ήταν αρκετό να αποδείξει τον ισχυριζόμενο πλεονασμό, θεωρούμε ότι, σε συνάρτηση και με την αναφορά που εγίνετο στις επιστολές ως προς το λόγο του τερματισμού, η μαρτυρία αυτή ήταν μαρτυρία που θα έπρεπε να σταθμισθεί από το δικαστήριο και όχι να αποκλεισθεί a priori ως μη σχετική.  Η καθολική αναστολή των εργασιών του εργοδότη που απεκάλυπτε το κλείσιμο του εργοστασίου συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας που ήταν σχετικό προς το επίδικο θέμα.»[1]

 

Μια μέθοδος εξακρίβωσης του αν υπάρχει ή όχι πλεονασμός καθορίστηκε στην υπόθεση Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 ALL E.R. 836. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε κάθε περίπτωση για να δικαιολογηθεί πλεονασμός πρέπει να διακριβωθούν οι πραγματικές απαιτήσεις της επιχείρησης και κατά πόσον αυτές μειώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στη συνέχεια πρέπει να διακριβωθεί κατά πόσον οι συγκεκριμένες μειωμένες απαιτήσεις συνδέονται με τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου που θα απολυθεί ως πλεονάζον. Αν στη διαδικασία αυτή, με αντικειμενικά κριτήρια επιβεβαιωθεί ο επηρεασμός της εργασίας του εργοδοτουμένου, αυτός θεωρείται πλεονάζον προσωπικό. Τονίζουμε ότι με βάση τη νομολογία το κατά πόσον υπάρχουν πραγματικές συνθήκες πλεονασμού κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια αφού αναφέρεται στις πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης και δεν εναπόκειται στην υποκειμενική κρίση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου[2] (βλ. United Hotels (Lordos) Ltd ν. Ανδρούλας Σταύρου κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515).

 

Προσλήψεις νέου προσωπικού από ένα εργοδότη, ο οποίος απολύει προσωπικό λόγω μείωσης του όγκου εργασίας του, αντιβαίνουν τον λόγο πλεονασμού που επικαλείται ο εργοδότης εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις καθότι ένας εργοδότης δεν μπορεί να απολύει προσωπικό λόγω μείωσης του όγκου εργασιών και ταυτόχρονα να προβαίνει σε νέες προσλήψεις, λίγο πριν ή λίγο μετά τις απολύσεις λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών του (αφού τέτοιες προσλήψεις τείνουν να καταδείξουν ότι οι απολύσεις δεν οφείλονταν σε λόγους πλεονασμού).  Σημειώνουμε ότι η πρόσληψη προσωπικού από εργοδότη ο οποίος απολύει προσωπικό για λόγους πλεονασμού μπορεί να μην αναιρέσει και να μην εμποδίσει τυχόν διαπίστωση για υπάρχον πλεονάζον προσωπικό στις περιπτώσεις όπου αφού εξεταστούν όλες οι περιβάλλουσες συνθήκες που αφορούν τις απολύσεις και τις νέες προσλήψεις κριθεί ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις οι νέες προσλήψεις δεν επηρεάζουν το τυχόν συμπέρασμα για δικαιολογημένο πλεονασμό εντός του πλαισίου του Νόμου.

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985 όπου η εργοδότρια εταιρεία επικαλέστηκε τη συνεχιζόμενη κρίση στον τομέα του γενικού εμπορίου ως την αιτία απόλυσης της αιτήτριας και λέχθηκε στη σελίδα 1990 ότι:

 

«…..η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τη μείωση του κύκλου εργασιών του καταστήματος, αιτία που δεν συνάδει με την πρόσληψη νέου υπαλλήλου». 

 

Στη συνέχεια στη σελίδα 1992 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:

 

«Το κρίσιμο ερώτημα ήταν λοιπόν, κατά πόσο υπήρξε περιορισμός του όγκου εργασίας των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο αξιολογώντας το μαρτυρικό υλικό κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχαν ενώπιον του τέτοια στοιχεία, οικονομικά ή λογιστικά, που θα μπορούσαν όντως να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό για περιορισμό του όγκου εργασιών της επιχείρησης των εφεσειόντων ή του τμήματος στο οποίο εργαζόταν η εφεσίβλητη.  Και εφόσον δεν υπήρξε μαρτυρία που βάσιμα θα μπορούσε να τεκμηριώσει την ύπαρξη συγκεκριμένων οικονομικών περιστάσεων δεν  παρίστατο ανάγκη εξέτασης κατά πόσο η απόλυση της εφεσιβλητής οφειλόταν αποκλειστικά ή κυρίως στις οικονομικές περιστάσεις των εφεσειόντων. Βλ. Murray v Foyle Meats [1993] 3 All. E.R 769. Εκείνο που επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου ήταν η διαπίστωση πως με βάση την αξιολογηθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία δεν υπήρχαν στοιχεία τα οποία να τεκμηριώνουν πειστικά τον περιορισμό του όγκου εργασιών των εφεσειόντων. Με τη μαρτυρία των εφεσειόντων αποκαλύφθηκε ότι  η πραγματική τους  πρόθεση ήταν η αντικατάσταση της εφεσίβλητης από τον υπάλληλο που προσλήφθηκε ……………     »

 

 

Στην υπόθεση Murray and Another v. Foyle Meats Ltd [1999] ICR 827 η Βουλή των Λόρδων στην απόφασή τους σημείωσαν ότι στις περιπτώσεις που το επίδικο ζήτημα αφορά απολύσεις λόγω κατ’ ισχυρισμό πλεονασμού το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει σε δύο ερωτήματα γεγονότων:

 

“The first is whether one or other of various states of economic affairs exists. In this case, the relevant one is whether the requirements of the business for employees to carry out work of a particular kind have diminished. The second question is whether the dismissal is attributable, wholly or mainly, to that state of affairs. This is a question of causation…………  there is no reason in law why the dismissal of an employee should not be attributable to a diminution in the employer’s need for employees irrespective of the terms of his contract of the function which he performed. Of course the dismissal of an employee who could perfectly well have been redeployed or who was doing work unaffected by the fall in demand may require some explanation  to establish the necessary causal connection. But this is a question of fact, not law..”

  

 

Από τα ενώπιόν μας γεγονότα που αφορούν τον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τα έτη 2008 μέχρι 2015 προκύπτει ότι (1) από το 2009 μέχρι το 2014 ο κύκλος εργασιών τους μειωνόταν συνεχώς και ουσιαστικώς (και μόνιμα) και (2) το 2015 ο κύκλος εργασιών τους ήταν ο ίδιος με αυτόν του 2014. Ενδεικτικά  αναφέρουμε τα πιο κάτω:

 

          (α) ο κύκλος εργασιών τους το 2015 ήταν μειωμένος, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που είχαν το 2008 κατά 64 %,

 

          (β) ο κύκλος εργασιών τους το 2015 ήταν μειωμένος, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που είχαν το 2011, κατά 40%,

 

(γ) ο κύκλος εργασιών τους το 2015 είχε μείωση, σε σχέση με τον κύκλο εργασιών που είχαν το 2012, 30%, και

 

(δ)  το 2015 ο κύκλος εργασιών τους ήταν μικρότερος από τον κύκλο εργασιών που είχαν το 2013 κατά 16% .

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ξεκάθαρα ότι υπήρξε τεράστια μείωση στον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2014 και το 2015 σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.  Θέτοντας τα πιο πάνω στα πλαίσια των νομολογιακών αρχών βρίσκουμε ότι η μείωση που είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2014 και το 2015  ήταν αρκετά μεγάλη και σημαντική και δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μας, την, από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 1, λήψη μέτρων μείωσης του προσωπικού τους λόγω πλεονασμού αρχές του 2016.  Τονίζουμε ότι ο κύκλος εργασιών το 2015 δεν επανήλθε στα επίπεδα του 2013. Τόσο η Μ.Ι. όσο και ο κ. Αναστασίου εξήγησαν κατά τη μαρτυρία τους πειστικά και με σταθερότητα  τους λόγους που αποφασίστηκε η απόλυση του Αιτητή τον Φεβρουάριο του 2016 και όχι προηγουμένως (μικρή οικογενειακή επιχείρηση με το μετοχικό κεφάλαιο να διαιρεμένο στα τρία (3) μέλη της οικογένειας, ελπίδες για ανάκαμψη και άρνηση του Λ.Κ. να πάρει αποφάσεις σε σχέση με τα παιδιά του και την εργασία τους στη φρουταρία, μεταβίβαση των μετοχών του Λ.Κ. στην Μ.Ι. αρχές του 2016, το 2014 και το 2015 για πρώτη φορά τα αποτελέσματα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 έδειχναν ζημιές και το 2015 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 κινδύνευαν να μην μπορούν να συνεχίσουν, λόγω των οικονομικών τους αποτελεσμάτων, να λειτουργούν).  Το αξιόπιστο των εν λόγω θέσεων της Μ.Ι. και του κ. Αναστασίου δεν κλονίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο και ως εκ τούτου γίνονται αποδεκτές και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα. Δεν θεωρούμε,  υπό το φως (α) της τόσο μεγάλης μείωσης που υπήρχε στον κύκλο εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 από το 2012 μέχρι το 2015 και (β) των θέσεων  που προέβαλαν ενώπιόν μας η Μ.Ι. και ο κ. Αναστασίου (οι οποίες θέσεις έγιναν αποδεκτές ως αξιόπιστες),το γεγονός ότι το 2015 ο κύκλος εργασιών ήταν στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2014  επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την πιο πάνω κατάληξή μας.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας[3] που τέθηκε ενώπιόν μας προκύπτει ως μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 απασχολούσαν:

 

(α) από τις 31/07/2014 μέχρι τις 31/11/2015 τέσσερις (4)  εργοδοτούμενους (την Μ.Ι., τον Λ.Κ., τον Αιτητή και την σύζυγό του),

 

(β) από την 01/12/2015 μέχρι τις 30/04/2016  πέντε (5) εργοδοτούμενους (την Μ.Ι., τον Θ.Ι., τον Λ.Κ., τον Αιτητή και την σύζυγό του),

 

(γ) από την 01/05/2016 μέχρι τις 05/06/2016 τρεις (3) εργοδοτούμενους  (την Μ.Ι., τον Θ.Ι. και τον Λ.Κ.) και

(δ) από τις 06/06/2016 και μετά τέσσερις (4) εργοδοτούμενους (την Μ.Ι., τον Θ.Ι., τον Λ.Κ. και τον Π.Χ.).

 

Οι ισχυρισμοί της Μ.Ι. σχετικά με τα καθήκοντα που εκτελούσαν οι εργοδοτούμενοι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέτασή της από τον δικηγόρο του  Ταμείου. Περαιτέρω οι εν λόγω ισχυρισμοί της είναι σε συμφωνία με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 4, 8[4], 9[5], 11[6], 12[7] και 15[8] και υποστηρίχτηκαν από τη μαρτυρία του κ. Αναστασίου. Δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε αδυναμία στην εν λόγω μαρτυρία της Μ.Ι. και του κ. Αναστασίου. Σημειώνουμε ότι  (α) η Μ.Ι. εξήγησε πειστικά για ποιο λόγο ανέγραψε στο Τεκμήριο 4 ότι ο Λ.Κ. και ο Θ.Ι. ήταν κάτοχοι επαγγελματικής άδειας οδηγού ενώ ήταν κάτοχοι κανονικής άδειας οδηγού  και  (β) από τα Τεκμήρια 13, 14 και 16 προκύπτει ότι  όντως ο Θ.Ι. και ο Λ.Κ. μπορούσαν με την κανονική άδεια οδήγησης που κατείχαν να οδηγούν το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1. Το γεγονός ότι η Μ.Ι. στο Τεκμήριο 4 ανέγραψε ότι ο Θ.Ι. προσλήφθηκε ένα χρόνο πριν την απόλυση του Αιτητή ενώ αυτός προσλήφθηκε τρεις μήνες πριν την ανακοίνωση στον Αιτητή της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 να τον απολύσουν ως πλεονάζον προσωπικό, υπό το φως του ότι ο Θ.Ι. προσλήφθηκε το 2015 και ο Αιτητής απολύθηκε το 2016 και του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας, δεν θεωρούμε ότι πλήττει καίρια την αξιοπιστία της Μ.Ι. ώστε να απορρίψουμε το σύνολο της μαρτυρίας της.  Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης η μαρτυρία των μαρτύρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 που αφορούσε τα καθήκοντα εργασίας των εργοδοτουμένων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη. Συνακόλουθα αποτελούν ευρήματά μας ότι:

 

 (α) ο Αιτητής, η Μ.Ι. και ο Λ.Κ. είχαν ως κοινά καθήκοντα τα καθήκοντα της διεύθυνσης και διαχείρισης των εργασιών της φρουταρίας, της παρακολούθησης του στοκ για έγκαιρη ανανέωσή του, της προετοιμασίας και του προγραμματισμού των παραγγελιών, της παραλαβής προϊόντων, των επαφών με πελάτες και συνεργάτες και των πωλήσεων προϊόντων,

(β)  ο Αιτητής και η Μ.Ι. εργάζονταν μόνο στον χώρο της φρουταρίας,

 

(γ)  η  Μ.Ι.  βοηθούσε περισσότερο στις πωλήσεις στη φρουταρία και περνούσε το στοκ στο σύστημα που υπήρχε εγκατεστημένο στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές,

 

(δ) ο Λ.Κ. και ο Αιτητής ασχολούνταν περισσότερο με τις χειρωνακτικές εργασίες,

 

(ε) ο  Λ.Κ. έκαμνε μεταφορές, με το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1,  προϊόντων στη φρουταρία ενώ ο Αιτητής σπάνια και κατ’ εξαίρεση ασχολείτο με τις μεταφορές εμπορευμάτων στη φρουταρία,

 

(στ) ο Θ.Ι. προσλήφθηκε ως οδηγός και εκτελούσε μεταφορές εμπορευμάτων στη φρουταρία με το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και

 

 (ζ) η σύζυγος του Αιτητή και ο Π.Χ. εκτελούσαν βοηθητικά καθήκοντα.

 

Από το Τεκμήριο 16 προκύπτει ότι ο Λ.Κ. στις 21/10/2015 έγινε  71 χρονών, γεγονός που τείνει να καταδείξει  το βάσιμο των  ισχυρισμών  της Μ.Ι. ότι ο Λ.Κ. τέλος του 2015 αρχές του  2016 λόγω της μεγάλης του ηλικίας θα έπρεπε σιγά - σιγά να  αποχωρήσει από την επιχείρηση της φρουταρίας και ότι δεν θα μπορούσε πλέον να οδηγά το φορτηγό και να πηγαίνει εκτός πόλης. Σημειώνουμε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της Μ.Ι. είναι σε συμφωνία με τις θέσεις του κ. Αναστασίου ότι ο Λ.Κ. το 2016 επιθυμούσε να συνταξιοδοτηθεί και ότι λόγω προβλημάτων της ηλικίας του δεν μπορούσε να οδηγά το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για να μεταφέρει εμπορεύματα στη φρουταρία.  Υπό το φως της ηλικίας του Λ.Κ. και της φύσης της επιχείρησης  των Καθ’ ων η Αίτηση 1 (οικογενειακή  επιχείρηση στην οποία ο Αιτητής, η Μ.Ι. και ο Λ.Κ. εργάζονταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990[9])  θεωρούμε λογική και φυσική τη θέση της Μ.Ι. ότι ο Λ.Κ. σιγά - σιγά θα αποχωρούσε από τη φρουταρία και ότι, στην ουσία, μετά το 2016 παρέμεινε εκεί (στη φρουταρία) για ψυχολογικούς λόγους μέχρι που απεβίωσε χωρίς όμως να εκτελεί ουσιαστικές εργασίες.  Η εν λόγω θέση της Μ.Ι. εξηγεί πειστικά (1) τον λόγο που στο μητρώο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων φαίνεται ο Λ.Κ. ως συνταξιούχος εργοδοτούμενος μετά το 2016  (Τεκμήριο 17), (2) την αναφορά του Λ.Κ. στο Τεκμήριο 11 ότι τα καθήκοντα του Αιτητή μετά την απόλυσή του τα ανέλαβε αυτός και η Μ.Ι. και (3) την αρχική καταφατική απάντηση της Μ.Ι. σε ερώτηση του δικηγόρου του Ταμείου κατά την αντεξέτασή της κατά πόσον τα καθήκοντα του Αιτητή μετά την απόλυσή του τα ανέλαβε αυτός και η Μ.Ι. όπως είπε ο Λ.Κ. σε λειτουργό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 16/11/2016 (Τεκμήριο 11). Σημειώνουμε ότι η Μ.Ι. στη συνέχεια, με τη μαρτυρία της, εξήγησε ξεκάθαρα ότι τα καθήκοντα του Αιτητή στη φρουταρία τα ανέλαβε αυτή και ότι με την πτώση των εργασιών στη φρουταρία αυτή και ο Αιτητής ως διευθυντές και διαχειριστές των εργασιών της φρουταρίας υποαπασχολούνταν.  Η εν λόγω μαρτυρία της Μ.Ι. υποστηρίχτηκε και από τον κ. Αναστασίου.  Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της εν λόγω μαρτυρίας της Μ.Ι. και του κ. Αναστασίου δεχόμαστε τις θέσεις που προέβαλαν η Μ.Ι. και ο κ. Αναστασίου ως αξιόπιστες και βρίσκουμε ότι ο Λ.Κ., ο οποίος ήταν συνταξιούχος από την 01/10/2009, τέλη 2015 - αρχές 2016 άρχισε σιγά σιγά να μην εκτελεί ουσιαστικές εργασίες στην φρουταρία σταματώντας να οδηγεί το φορτηγό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για να μεταφέρει εμπορεύματα στη φρουταρία και να εκτελεί καθήκοντα διεύθυνσης και διαχείρισης της φρουταρίας.

 

Ενόψει του (α) ότι ο Θ.Ι. προσλήφθηκε ως οδηγός, (β) ότι ο Αιτητής δεν εκτελούσε καθήκοντα οδηγού κατά την απασχόλησή του στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 αλλά καθήκοντα διεύθυνσης και διαχείρισης των εργασιών του καταστήματος της φρουταρίας και (γ) ο Λ.Κ. μετά το 2016 δεν εκτελούσε ουσιαστικά καθήκοντα εργασίας στη φρουταρία, βρίσκουμε ότι (1) η πρόσληψη του Θ.Ι. δεν ήταν στη θέση εργασίας του Αιτητή και (2) ο Λ.Κ. δεν ανέλαβε ουσιαστικά τα καθήκοντα του Αιτητή. Στη βάση των πιο πάνω βρίσκουμε ότι η πρόσληψη του Θ.Ι έγινε για να αναλάβει τα εργασιακά καθήκοντα του Λ.Κ., ο οποίος λόγω ηλικίας, δεν μπορούσε να συνεχίσει να εκτελεί τα καθήκοντα του οδηγού (και ο οποίος σιγά - σιγά θα αποχωρούσε από την εργασία του στη φρουταρία).

 

Περαιτέρω  βρίσκουμε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 στις 06/06/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 προσέλαβαν ένα υπάλληλο, τον Π.Χ., ο οποίος εκτελούσε διαφορετικά  εργασιακά καθήκοντα από αυτά του Αιτητή σε αντικατάσταση άλλου υπαλλήλου (της συζύγου του Αιτητή) που παραιτήθηκε οικειοθελώς. 

 

Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι οι προσλήψεις στις οποίες προέβηκαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1  την 01/12/2015 και στις 06/06/2016 δεν μπορούν να αποτελέσουν υπόβαθρο αναίρεσης του πιο πάνω συμπεράσματός μας για μείωση του κύκλου εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 εντός των πλαισίων του άρθρου 18(γ)(vii) του Νόμου κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης απόλυσης του Αιτητή καθότι δεν δεικνύουν ότι η απόλυση του Αιτητή οφειλόταν σε λόγους άλλους από τις οικονομικές περιστάσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

                     

             Σημειώνουμε ότι ενόψει μη δικογράφησης σχετικού θέματος από το Ταμείο, δεν μπορούμε να εξετάσουμε κατά πόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 δεν ενήργησαν ως ένας λογικός και συνετός εργοδότης  με το να μην προσφέρουν στον Αιτητή τη θέση του οδηγού/μεταφορέα προϊόντων υπό το φως του γεγονότος ότι ο Αιτητής κατείχε επαγγελματική άδεια οδήγησης[10].  Εν πάση περιπτώσει, παρατηρούμε ότι η  Μ.Ι. αν πρόσφερε την εργασία του οδηγού στον Αιτητή θα τον υποβάθμιζε και ως εκ τούτου το γεγονός ότι ο Αιτητής ήταν κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδηγού δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την πιο πάνω κατάληξή μας σχετικά  με τις δύο προσλήψεις στις οποίες προέβηκαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1.   

 

Είναι κατάληξή μας ότι (α) η μείωση στον κύκλο εργασιών που είχαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2015 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη ήταν ουσιαστική και υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογεί την, από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 1, λήψη μέτρων μείωσης του προσωπικού τους τον Απρίλιο του 2016 και (β) οι προσλήψεις στις οποίες προέβησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 την 01/12/2015 και στις 06/06/2016 δεν αντιβαίνουν του λόγου πλεονασμού (της μείωσης του κύκλου εργασιών) που επικαλούνται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και ούτε αναιρούν το συμπέρασμά μας ότι η απόλυση του Αιτητή έγινε κάτω από συνθήκες μείωσης του κύκλου εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1.

 

 Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η απόλυση του Αιτητή έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(γ)(vii) του Νόμου και κατά συνέπεια ο Αιτητής δικαιούται πληρωμή από το Ταμείο.

Συνακόλουθα με τα πιο πάνω ο Αιτητής δικαιούται πληρωμής λόγω πλεονασμού από το Ταμείο σύμφωνα με την Παράγραφο 1 του Τετάρτου Πίνακα του Νόμου. Σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου και σε συνάρτηση με την περίοδο απασχόλησής του (21 συναπτά έτη) η πληρωμή που δικαιούται ο Αιτητής αντιστοιχεί με τις απολαβές 59.5 εβδομάδων ήτοι ποσό €19.223,26 (59.5 Χ €323,08).

 

Εκδίδεται επομένως απόφαση υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Ταμείου για το ποσό των €19.223,26 με νόμιμο τόκο.  Επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εις βάρος του Ταμείου, δικηγορικά έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον Φ.Π.Α.

 

            Η αίτηση εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 για αποζημιώσεις λόγω παράνομου τερματισμού απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

                                 (Υπ.) ………………………………………

                                              Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

 

 

(Υπ.) …………………………………            (Υπ.) ………………………………...

             Χ. Χαραλάμπους, Μέλος                              Χρ. Χριστοφή, Μέλος

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 Subject: Industrial/Final

(Αναφορά: Απόλυση λόγω πλεονασμού)

                                                 



[1] Βλέπε επίσης Ορθοδοξία Ζερταλλή ν Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (2003) 1Α  Α.Α.Δ. 178   

[2] Οι γενικές αρχές της νομολογίας αναφορικά με τον πλεονασμό συνοψίζονται στο σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, Η Σύμβαση Εργασίας στο Κυπριακό Δίκαιο, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου, 2016, Τόμος Α΄ στις σελίδες 330-346.   

[3] Βλέπε ιδιαίτερα Τεκμήριο 17.

[4]  Γίνεται αναφορά στο καθήκοντα του Αιτητή.

[5]  Γίνεται αναφορά στο καθήκοντα του Αιτητή.

[6]  Γίνεται αναφορά στο καθήκοντα του Αιτητή.

[7]  Γίνεται αναφορά στο καθήκοντα του Αιτητή.

[8]  Στο Τεκμήριο 15 αναγράφεται από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι ο Θ.Ι. προσλήφθηκε στη  

   θέση του οδηγού. 

[9] Βλ. Τεκμήριο 17.

[10] Πολιτική Έφεση 148/12, ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, 07/07/2017


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο