ΝΙΚΟΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. COAST AND HILLS DEVELOPMENTS LTD κ.α., Αρ. Αίτησης: 384/22, 28/4/2025
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. COAST AND HILLS DEVELOPMENTS LTD κ.α., Αρ. Αίτησης: 384/22, 28/4/2025

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                   Μ. Μιλτιάδου      )

                   Π. Ιωαννίδης       ) Μελών 

 

                                                                                           Αρ. Αίτησης: 384/22

Μεταξύ:

ΝΙΚΟΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

                                                                                                            Aιτητής

 

και

 

1.    COAST AND HILLS DEVELOPMENTS LTD

2.    MOHAMMED FATHY OSMAN

                                                                                                             Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερ. 16/12/2024 για

τροποποίηση των γενικών λόγων της αίτησης εργατικής διαφοράς

 

Ημερομηνία: 28/04/25

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητή: κα Τζ. Ζήνωνος για J. Zenonos & Associates LLC

Για Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Α. Χ”Γεωργίου για Κλεόπα & Παρασκευά Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

                                                                

          Ο Αιτητής καταχώρησε στις 09/11/2022 την αίτηση εργατικής διαφοράς με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό («η Αίτηση») με την οποία εξαιτείται εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, μεταξύ άλλων θεραπειών, αποζημιώσεις για παράνομη απόλυσή του, πληρωμή αντί προειδοποίησης, «το δυνάμει εθίμου ετήσιο και περιοδικό ωφέλημα αναφορικά με την επίτευξη στόχου για τα έτη 2015 έως 2022» και «αναλογούσες άδειες για τα έτη 2015 έως και 2022». Στους γενικούς λόγους της Αίτησης ισχυρίζεται ότι ήταν εργοδοτούμενος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και ότι στις 30/05/2022 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 με επιστολή τους τερμάτισαν την απασχόλησή του χωρίς να του παρέχουν την νόμιμη προειδοποίηση, για λόγους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.  Ότι υπέβαλε παράπονο για παράνομη απόλυση στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων και στις 29/07/2022 το εν λόγω Τμήμα τον ενημέρωσε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 προσκόμισαν επιστολή παραίτησής του από την εργασία του στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 υπογραμμένη από αυτόν ημερ. 01/06/2022 στην οποία, επιπρόσθετα, δήλωνε ότι του έχουν καταβληθεί όλα τα οφειλόμενά του από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, «κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα μέχρι και σήμερα».  Στην παράγραφο 14  των γενικών λόγων της Αίτησης αναφέρονται τα εξής:

 

«Ο Αιτητής στη συνέχεια ενημέρωσε το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων ότι εμφανώς επρόκειτο για πλαστογραφημένη επιστολή, καθώς ουδέποτε ο ίδιος υπέγραψε την εν λόγω επιστολή παραίτησης, ιδιαίτερα μάλλον μια ημέρα αφότου είχε λάβει επιστολή για τον τερματισμό του από διευθυντή,  με πληθώρα ανυπόστατων κατηγοριών εναντίον του».

 

          Πέραν των πιο πάνω, στους γενικούς λόγους της Αίτησης, ο Αιτητής (α) αναφέρει ότι είχε διοριστεί ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και (β) προβαίνει σε διάφορες αναφορές σχετικά με τον εν λόγω διορισμό του και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει παυθεί από την εν λόγω θέση το 2022. 

 

          Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρησαν στις 03/04/2023 έγγραφο εμφάνισης. Με τους γενικούς λόγους του έγγραφου εμφάνισής τους απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιώσεις. Είναι η θέση τους, ανάμεσα σε άλλους ισχυρισμούς τους, ότι ο Αιτητής  παραιτήθηκε από την εργασία του στις 06/06/2022 υπογράφοντας έγγραφο στο οποίο δήλωνε ότι παραιτείται από την εργασία του. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν όλα τα οφειλόμενα δεδουλευμένα του Αιτητή και ότι στο έγγραφο παραίτησης που υπέγραψε ο Αιτητής αναγράφεται ότι όλα τα δικαιώματα που είχε ως εργοδοτούμενος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 του έχουν καταβληθεί. Πέραν των πιο πάνω, προβάλλουν διάφορους ισχυρισμούς σχετικά με την σχέση του Αιτητή με τους Καθ’ ων η  Αίτηση 1 υπό την ιδιότητά του ως διοικητικός σύμβουλος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και την παύση του Αιτητή από το Διοικητικό Συμβούλιο των Καθ’ ων η Αίτηση 1 το 2022.

 

            Στις 29/05/2023 οι δικηγόροι του Αιτητή καταχώρησαν τον τύπο αρ.25 (παράρτημα): κλήση για οδηγίες. Στις 23/06/2023 οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρησαν το παράρτημα για οδηγίες τύπος 25.  Στις 05/07/2023 εκδόθηκε διάταγμα για εκατέρωθεν ένορκη αποκάλυψη εγγράφων. Η υπόθεση ορίστηκε τρεις φορές για οδηγίες, και αφού καταχωρήθηκαν οι ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης εγγράφων,  στις 12/04/2024 η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση  με την οποία ζητούσε όπως εκδοθεί διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε ο Αιτητής να δώσει δείγματα υπογραφής του σε ειδικό γραφολόγο της επιλογής των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 με σκοπό ο ειδικός γραφολόγος να ετοιμάσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης ως προς το γνήσιο ή μη της υπογραφής στο έγγραφο  παραίτησης ημερ. 06/06/2022, η οποία υπογραφή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, είναι του Αιτητή.  Στις 30/05/2024 (α) μετά από συμφωνία των διαδίκων εκδόθηκε εξ συμφώνου διάταγμα όπως ο Αιτητής παραδώσει σε ειδικό γραφολόγο δείγματα υπογραφής του και ο ειδικός γραφολόγος να ετοιμάσει έκθεση κατά πόσον η υπογραφή στο έγγραφο παραίτησης ημερ. 06/06/2022 είναι γνήσια υπογραφή του Αιτητή και (β) η Αίτηση ορίστηκε για οδηγίες στις 16/09/2024.  Στις 13/09/2024 οι δικηγόροι του Αιτητή, μέσω της επικοινωνίας, ανέφεραν ότι έλαβαν το πόρισμα του γραφολόγου και ζήτησαν όπως η Αίτηση παραμένει για οδηγίες ώστε να τους δοθεί χρόνος να μελετήσουν το εν λόγω πόρισμα. Την ίδια ημερομηνία οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, μέσω της επικοινωνίας, ανέφεραν ότι δεν έχουν ένσταση στο αίτημα των δικηγόρων του Αιτητή.  Η υπόθεση ορίστηκε στις 04/11/2024 για οδηγίες.  Στις 30/10/2024, μέσω της επικοινωνίας, οι δικηγόροι του Αιτητή ζήτησαν χρόνο για καταχωρήσουν «ενδιάμεση αίτηση» και οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 δεν έφεραν ένσταση. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για οδηγίες στις 16/12/2024.

 

            Στις 16/12/2024 ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση με την οποία αιτείται  την τροποποίηση των γενικών λόγων της Αίτησης ως ακολούθως:

 

«Α. Την προσθήκη των πιο κάτω παραγράφων, μετά την παράγραφο 14 των Γενικών Λόγων και ανάλογη μεταρρύθμιση των λοιπών παραγράφων:-

 

«15. Όταν ο Αιτητής διορίσθηκε διευθυντής και/ή εργοδοτήθηκε από την Καθ’ ής η Αίτηση 1 κατά η περί το 2015, όπως και οι λοιποί αξιωματούχοι της Καθ’ ής η Αίτηση 1, υπέγραψε σωρεία εγγράφων συμπεριλαμβανομένου και απαραίτητων εντύπων του Εφόρου Εταιρειών δια την παράδοση του αξιώματος τους χωρίς ημερομηνία. Ο Λόγος που τους παρουσιάστηκε για την υπογραφή των ως άνω διαφόρων εγγράφων του εφόρου εταιρειών ήταν για την δήθεν προστασία της Καθ’ ής η Αίτηση 1 σε περίπτωση που οι αξιωματούχοι στο μέλλον γίνονταν απρόσιτοι.

 

16. Ο Αιτητής με βάση την μακρόχρονη συνεργασία και φιλία του με τον Καθ’ ού η Αίτηση 2 αποδέχθηκε την «γνησιότητα» της αιτιολογίας του Καθ’ ού η Αίτηση 2 και υπέγραψε όλα τα έγγραφα που του παρουσιάστηκαν χωρίς νομική συμβουλή. Παρά τις οχλήσεις του μετέπειτα για αντίγραφο των υπογραμμένων εγγράφων ο Αιτητής δεν έλαβε ποτέ αντίγραφο των σχετικών εγγράφων και μέχρι σήμερα δεν είναι εις γνώση του εάν υπάρχουν και άλλα έγγραφα που τυχόν υπέγραψε και δεν γνωρίζει.

 

17. Ο Αιτητής δεν θυμάται να υπέγραψε επιστολή παραίτησης και αν υπέγραψε τέτοια επιστολή ήταν κατά η περί το 2015 όταν διορίστηκε διευθυντής της Καθ’ ής η Αίτηση 1 και κατόπιν παρότρυνσης και/ή διαβεβαιώσεων του Καθ’ ού η Αίτηση 2 ότι τέτοιο έντυπο αφορούσε μόνο την προστασία της Καθ’ ής η Αίτηση 1 ως αναφέρεται πιο πάνω. Ο Καθ’ ού η Αίτηση 2 φαίνεται εκ προμελέτης να έλαβε μέτρα για την παράκαμψη του νόμου και 7 χρόνια από την υπογραφή της επιστολής, την παρουσίασε στο Τμήμα εργασίας στα πλαίσια του τερματισμού της απόλυσης του Αιτητή. Σε καμία περίπτωση ο Αιτητής δεν έλαβε των εκ του νόμου δικαιωμάτων του και ούτε παραιτήθηκε οικειοθελώς από την εργασία του όπως φαίνεται σε κάθε περίπτωση από τις επιστολές τερματισμού που έλαβε από τους δικηγόρους των Καθ' ών η Αίτηση. Σημειώνουμε ότι δεν είναι λογικό ενώ ο Αιτητής, δια των απαντητικών επιστολών των δικηγόρων του και οι Καθ' ών η Αίτηση δια των δικών τους δικηγόρων να ανταλλάζουν κατόπιν οδηγιών των πελατών τους αλληλογραφία αναφορικά με τον παράνομο τερματισμό του Αιτητή και στο ενδιάμεσο εντελώς οικειοθελώς και χωρίς να πληρωθεί οποιαδήποτε ποσά ο Αιτητής να προχωρήσει σε υπογραφή παραίτησης παρατώντας όλα του τα δικαιωμάτων».

 

 

Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.9, Δ.21, Δ.25 Θ.Θ. 1 μέχρι 6, Δ.39 Θ.Θ. 1,2 και 16, Δ.48 Θ.Θ.1 μέχρι 9, Δ.49 και Δ.64, στον φάκελο του Δικαστηρίου, στο άρθρο 30(2) του Συντάγματος και στις συμφυείς εξουσίες, στην πρακτική και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Στηρίζεται στα γεγονότα που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση της κας Άντριας Χαραλάμπους ημερ. 16/12/2024.  Η κα Χαραλάμπους στην ένορκη δήλωσή της λέει ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο του Αιτητή, ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Αιτητή να προβεί εκ μέρους του και για λογαριασμό του στην ένορκη δήλωση, ότι γνωρίζει τα γεγονότα από μελέτη των διάφορων σχετικών με την υπόθεση εγγράφων και από ενημέρωση που της έγινε από τον Αιτητή και τη δικηγόρο που χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση και ότι όσα γεγονότα δεν εμπίπτουν εντός της προσωπικής της γνώσης από ότι καλύτερα πιστεύει, γνωρίζει και πληροφορείται είναι αληθή και ορθά. Αναφέρει ότι το πόρισμα του γραφολόγου εκδόθηκε στις 23/08/2024. Ότι το εν λόγω πόρισμα «στην ουσία «πιστοποιά» την υπογραφή επιστολής παραίτησης του Αιτητή η οποία φέρει ημερ. 06/06/2022».  Λέει ότι με βάση αυτό το πόρισμα έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της απαίτησης.  Ότι είναι απαραίτητο να τροποποιηθούν οι γενικοί λόγοι της Αίτησης ώστε να μπορεί  «ο Αιτητής να προβάλει την πλήρη υπόθεσή του και τα σχετικά γεγονότα συμπεριλαμβανομένου και εξήγησης για την ύπαρξη της προαναφερόμενης επιστολής παραίτησης εφόσον και ο ίδιος ο Αιτητής δεν θυμάται να έχει υπογράψει τέτοιο έγγραφο». Σημειώνει ότι η αιτούμενη τροποποίηση κατέστη απαραίτητη μετά το πόρισμα του γραφολόγου το οποίο παρουσίασε νέα δεδομένα που καθιστούν απαραίτητη την τροποποίηση ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιόν του όλα τα ουσιώδη γεγονότα.  Θεωρεί ότι δεν υπάρχει καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό εξέτασης αίτησης καθότι ο χρόνος που μεσολάβησε από τον Αύγουστο του 2024 που προέκυψαν τα νέα γεγονότα ήταν απαραίτητος για να μελετηθούν τα  νέα δεδομένα και «να ετοιμαστεί η κατάλληλη ανταπόκριση».  Ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ζημιά που να μην μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα.  Ότι είναι ορθό και δίκαιο και για σκοπούς απονομής πλήρους Δικαιοσύνης το Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα.

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρησαν ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης στις 20/02/2025 η οποία βασίζεται στους Περί Δικαστηρίων Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1999 ως τροποποιήθηκαν μέχρι σήμερα, Καν. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 (1)(β), 12(1)(3) και (4), Καν. 13 και 17, των Περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 2011 και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.9, Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.25 θ 1- 6, Δ.39, Δ.48 θ.1-4,6, 7 έως 9, Δ.49, Δ.64, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (14/1960), στα Άρθρα 9, 25, 30, 35 του Συντάγματος και στα άρθρα 6, 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην νομολογία, στις αρχές του Κοινοδικαίου, στις αρχές της επιείκειας, στην Διακριτική Ευχέρεια, στην πρακτική και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Σεβαστού Δικαστηρίου.

 

Ως λόγοι ένστασης προβάλλονται οι ακόλουθοι:

 

«(α)       Η αίτηση του Αιτητή είναι ανυπόστατη και δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες εκ του Νόμου και/ή εκ της Νομολογίας προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος.

 

(β)        Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή πραγματικά αβάσιμη και/ή ανίκανη να στηρίξει την ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή.

 

(γ)        Η Αίτηση του Αιτητή είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και/ή η νομική βάση της αίτησης είναι ελλιπής και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

(δ)        Η Αίτηση του Αιτητή είναι κακόπιστη.

 

(ε)        Η καταχώρηση της παρούσας αίτησης αποτελεί κατάχρηση της Δικαστικής διαδικασίας και/ή προσλαμβάνει τη μορφή έκδηλης κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου (abuse of the process of the Court).

 

(στ)       Η αίτηση του Αιτητή και/ή η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει αυτήν προς υποστήριξη της είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις και/ή τις πρόνοιες του Νόμου και/ή των κανονισμών και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί.

 

(ζ)         Η αίτηση και τα γεγονότα στα οποία εδράζεται η αίτηση δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που προνοούνται για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

(η)        Δεν συντρέχουν οι απαραίτητες εκ του Νόμου και/ή εκ της σχετικής επί του θέματος Νομολογίας, προϋποθέσεις που να καθιστούν δυνατή την έκδοση του αιτούμενου και/ή οποιονδήποτε άλλων διαταγμάτων.

 

(θ)        Η Αίτηση του Αιτητή πάσχει και/ή είναι παράτυπη και/ή νομικά αστήρικτη και/ή νόμω και ουσία αβάσιμη και/ή έχει καταχωρηθεί με μεγάλη καθυστέρηση.

 

(ι)         Τυχόν επιδίκαση των αιτούμενων θεραπειών προσβάλλει τα δικαιώματα των Καθ' ων η Αίτηση σε δίκαιη δίκη.

 

(ια)        Τυχόν επιτυχία της παρούσα Αίτησης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στα δικαιώματα των Καθ' ων η Αίτηση.

 

(ιβ)        Η αίτηση είναι κακόπιστη, και καταχρηστική διότι ο Αιτητής προσπαθεί να ανασκευάσει με εκ των υστέρων σκέψεις την υπόθεση του, μετά που διαφάνηκε ότι η αρχική του θέση δεν θα είχε επιτυχία, και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί από το σεβαστό Δικαστήριο.»

 

Τα γεγονότα επί των οποίων η ένσταση βασίζεται φαίνονται στην ένορκη δήλωση της κας Χριστιάνας Κωνσταντίνου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 20/02/2024.  Η κα Κωνσταντίνου στην ένορκη δήλωσή της λέει ότι προβαίνει στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ενόψει του ότι οι διευθυντές των Καθ’ ων η Αίτηση 1, ένας από τους οποίους είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, απουσιάζουν στο εξωτερικό και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση.  Προβάλλει διάφορα νομικά επιχειρήματα προς υποστήριξη των λόγων ένστασης, με κυριότερα, ότι η ένσταση δεν βασίζεται στους Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικούς Κανονισμούς, ότι η κα Χαραλάμπους δεν νομιμοποιείται να προβαίνει σε ένορκη δήλωση χωρίς να δίνει κάποια εξήγηση ως προς το γιατί προέβηκε αυτή στην ένορκη δήλωση αντί του Αιτητή, ότι οι ισχυρισμοί που θέλει ο Αιτητής να εισαγάγει στην Αίτηση δεν συνιστούν νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά την καταχώρηση της Αίτησης, ότι το πόρισμα του γραφολόγου δεν δικαιολογεί το αίτημα του Αιτητή στη βάση που επικαλείται ο Αιτητής αφού ο Αιτητής τους ισχυρισμούς που θέλει να εισαγάγει στο δικόγραφό του τους γνώριζε εξ υπαρχής και ότι η αίτηση του Αιτητή είναι κακόπιστη αφού ο Αιτητής επιχειρεί μετά την έκθεση του πραγματογνώμονα να ανασκευάσει τη θέση του ότι η επιστολή παραίτησης είναι πλαστογραφημένη. 

 

Νομική Πτυχή - Συμπεράσματα

 

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («Δ.Ε.Δ.») ρυθμίζεται από τις πρόνοιες των Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικών Κανονισμών 1999-2023 («οι Κανονισμοί»).  Ο Κ.11 των Κανονισμών παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική εξουσία «να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα αναγκαίο για τους σκοπούς της υπόθεσης ή την ολοκλήρωση της».

 

Ο Κ.12 των Κανονισμών προβλέπει ότι: «Ενδιάμεση αίτηση υποβάλλεται εγγράφως, είναι σύμφωνη και περιέχει τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 6.» Σύμφωνα με τον Τύπο 6 η ενδιάμεση αίτηση πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία :

 

«1. Αιτούμενη θεραπεία.

 2. Γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση[1].

 3. Νομική βάση της αίτησης[2]

 

Ο Κ.12(4) των Κανονισμών προβλέπει ότι: «Ένσταση υποβάλλεται εγγράφως, είναι σύμφωνη και περιέχει τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον Τύπο 7 και υποβάλλεται εντός 7 ημερών από την γνωστοποίηση της αίτησης.».

 

Περαιτέρω σημειώνουμε ότι σύμφωνα με τον Κ.17 των Κανονισμών:

 

«Για οποιοδήποτε ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα κανονισμό για την ακολουθητέα διαδικασία και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του συνοπτικού χαρακτήρα της διαδικασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό θα εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών, οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού».

 

Επειδή αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα (το ζήτημα της τροποποίησης) δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στους Κανονισμούς, οι θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα διαδικασία.  Η τροποποίηση δικογράφων ρυθμίζεται από τη Δ.25. Από 01/01/2016 τυγχάνουν εφαρμογής στις υποθέσεις που καταχωρήθηκαν μετά την 01/01/2015 οι διατάξεις της νέας Δ.25. Η νέα Δ.25 για την περίπτωση που ενδιαφέρει στην υπό κρίση αίτηση αναφέρει τα πιο κάτω:    

 

1. (1) Ο ενάγων δύναται χωρίς να λάβει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο ένταλμα του οποτεδήποτε μετά την καταχώρηση του και πριν την επίδοση του. Προς τούτο καταχωρείται τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με ανάλογη ένδειξη.

 (2) Μετά την ανταλλαγή των δικογράφων και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση τους χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη. Νοείται ότι όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί σε 15 ημέρες την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης• όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί σε 15 ημέρες την τροποποιημένη απάντηση του, όπου χρειάζεται.

Νοείται ότι όπου η έκδοση της κλήσης οδηγιών καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου 15 ημερών.

(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε, κατ’ αρχάς, ότι τόσο ο Αιτητής όσο και οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 δεν χρησιμοποίησαν τους προβλεπόμενους στους Κανονισμούς Τύπους  6  και 7 αλλά χρησιμοποίησαν τους τύπους που προβλέπονται από τους παλιούς Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία[3] μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να  προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες στηρίζεται και ότι μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει να βασίζεται στις ορθές νομικές και δικονομικές διατάξεις.  Αν οι διατάξεις  στην οποία στηρίζεται η αίτηση είναι εντελώς άσχετες, τότε η νομική της βάση είναι ανύπαρκτη.  Στη νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης δεν γίνεται επίκληση στους Κανονισμούς αλλά μόνο σε διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Παρατηρούμε ότι στην  υπό εξέταση αίτηση περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που προβλέπονται στον Τύπο 6 γεγονός που παρείχε  (1) τη δυνατότητα στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων που απαιτεί ο Τύπος 6 και  (2) στο Δικαστήριο όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εξετάσει το αίτημα του Αιτητή, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2.  Σημειώνουμε ότι η Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία, μεταξύ άλλων, εδράζεται η υπό εξέταση αίτηση (ενόψει του ότι στους Κανονισμούς δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση για ζητήματα τροποποίησης δικογράφων (δηλαδή που να στηρίζει το συγκεκριμένο αίτημα)) με βάση τον Κ.17 των Κανονισμών είναι αυτή που εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση και που παρέχει στο Δ.Ε.Δ. τη δυνατότητα να εξετάσει το αίτημα για τροποποίηση. Δηλαδή, η επίκληση της εν λόγω διάταξης των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας είναι απαραίτητη για να εξεταστεί η υπό εξέταση αίτηση. Το γεγονός ότι στη νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης δεν περιέχονται πρόνοιες των Κανονισμών δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την παρούσα διαδικασία. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και ότι ο Κ.12(3) των Κανονισμών προβλέπει ότι ενδιάμεση αίτηση στο Δ.Ε.Δ. μπορεί να υποβληθεί και προφορικά και καθοδηγούμενοι από τις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Ζήνων Χριστοδούλου & Zendia Machinery Ltd (2008) 1 A.A.Δ. 367[4], δεν θεωρούμε ότι η παράλειψη του Αιτητή να αναφέρει στη νομική βάση της αίτησής του τους Κανονισμούς είναι μοιραία για την υπό εξέταση αίτηση ούτε αποτρέπει το Δικαστήριο από του να εξετάσει την υπό εξέταση αίτηση τροποποίησης (βλ. επίσης A.G. Paphitis & Co LLC Πολιτική Αίτηση 112/2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, ημερ. 22/09/2023).       

 

  Ο τρόπος που αντικρίζεται το θέμα ένορκης δήλωσης από δικηγόρο εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις σημείωσε ότι είναι ανεπιθύμητο οι δικηγόροι να προβαίνουν σε ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη θέσεων πελατών τους, ειδικότερα στις περιπτώσεις που ο δικηγόρος, ο οποίος χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση του πελάτη του, καθίσταται και μάρτυρας στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής.  Στην απόφαση Rybolovlev v. Rybolovlev (2010) 1 Α.Α.Δ. 82 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, διέπεται από καλά καθιερωμένες αρχές που εκπηγάζουν από τη νομολογία. Αν χρειάζεται να τις συνοψίσουμε ξανά, θα λέγαμε ότι γενικά ομιλούντες, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ΄ ης στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβίβαστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεσή του πελάτη του ως δικηγόρος. (Ahapittas v. Roc Chic Ltd (1968) 1 CLR 1, In re Efthymiou (1987) 1 CLR 319, Thanos Hotels Ltd v. Iωάννου (1991) 1 ΑΑΔ 1036).

Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν΄ αγνοηθεί ή απορριφθεί. Ούτε και συμφωνούμε ότι μια τέτοια απόλυτη αρχή εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal (ανωτέρω). …………………, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.»[5]

 

 Στην υπόθεση  Investylia Public Company Ltd ν. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου, (2013) 1 Α.Α.Δ 1202 λέχθηκαν τα εξής:

 

 «Όσον αφορά την όμνυση της υποστηρικτικής δήλωσης από δικηγόρο χωρίς να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο δεν ορκίστηκε διοικητικός σύμβουλος ή γραμματέας της ίδιας της εφεσείουσας, αναμφίβολα η νομολογία έχει κατ΄ επανάληψη επισημάνει το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, αλλά δεν έχει φθάσει στο σημείο της απαγόρευσης ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται η ένορκη αυτή δήλωση……. η απαγόρευση αφορά την όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος είναι ή στη συνέχεια της διαδικασίας, καθίσταται μάρτυρας γεγονότων οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης.......»

 

Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην Investylia Public Company Ltd v. Β. Ιωάννου, (2014) 1 Α.Α.Δ. 549. Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1996) 1B Α.Α.Δ. 1203, στη σελ. 1206 επισημάνθηκε ότι δεν υπάρχει τίποτε που να αποκλείει πρόσωπο που γνωρίζει γεγονότα σχετικά προς επίδικο ζήτημα να καταθέτει ως μάρτυρας, επειδή είναι δικηγόρος και ότι το ασυμβίβαστο, όπου υπάρχει, αφορά στην ταυτόχρονη ανάληψη της ιδιότητας του δικηγόρου στην ίδια υπόθεση. Στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017 NWLI v. Maremonte Investments Ltd, ημερ. 23/04/2019  κατά την εξέταση αίτησης για ασφάλεια εξόδων από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κρίθηκε παράτυπη η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για ασφάλεια εξόδων.  Η εν λόγω ένορκη δήλωση ήταν ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους Αιτητές ο οποίος δήλωσε ότι είχε γνώση των γεγονότων της υπόθεσης.  Στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή στην Πολιτική Έφεση 319/2012, Ζωγράφου  κ.α. ν. Drosoneri Farm Ltd, ημερ. 21/05/2015[6]  τόνισε ότι ενώ  η νομολογία αναγνωρίζει ότι είναι ανεπιθύμητο να προβαίνουν οι δικηγόροι σε ένορκες δηλώσεις, δεν σημαίνει ότι τα όσα αναφέρονται σε μια ένορκη δήλωση ενός δικηγόρου θα πρέπει να αγνοηθούν.

 

Το Εφετείο, στην υπόθεση Tsentas Developers Ltd κ.α. ν. Ανδρέα Μιχαηλίδη, Πολιτική  Έφεση Αρ.101/2018, ημερ. 23/04/2024 αφού αναφέρθηκε στις  σχετικές με το ζήτημα νομικές αρχές[7], έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε την  ένορκη δήλωση δικηγόρου που συνόδευε αίτηση για ακύρωση εντάλματος κατάσχεσης κινητών, στη βάση του ότι «το σημείο που εγείρεται» και «οι λόγοι για τους οποίους υποβάλλεται το αίτημα» δεν είναι «καθαρά νομικοί» και «δεν δόθηκε εξήγηση» για ποιο λόγο η ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο, ως παράτυπη.  Το Εφετείο σημείωσε ότι η παρατυπία στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν αφορούσε στον [δυνητικό] διπλό ρόλο του δικηγόρου, ήτοι μάρτυρα γεγονότων και νομικού χειριστή της υπόθεσης, αλλά στο ίδιο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης». Τόνισε ότι «παρά το ανεπιθύμητο και την εν γένει αποθάρρυνση», δεν αγνοείται ούτε απορρίπτεται ένορκη δήλωση, για τον λόγο και μόνον ότι έγινε από δικηγόρο σημειώνοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση στην ουσία αυτό φαίνεται να έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

Η υπό εξέταση αίτηση για τροποποίηση έγινε από τη δικηγορική εταιρεία J. Zenonos & Associates LLC, δικηγόρους του Αιτητή και τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται φαίνονται στην ένορκη δήλωση της κας Άντριας Χαραλάμπους  η οποία στην ένορκη δήλωσή της λέει ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο του Αιτητή, ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Αιτητή να προβεί εκ μέρους του και για λογαριασμό του στην ένορκη δήλωση, ότι γνωρίζει τα γεγονότα από μελέτη των διάφορων σχετικών με την υπόθεση εγγράφων και από ενημέρωση που της έγινε από τον Αιτητή και τη δικηγόρο που χειρίζεται προσωπικά. Όπως προκύπτει, η κα Χαραλάμπους που προέβη στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό εξέταση αίτησης, δεν υπογράφει την αίτηση ως δικηγόρος, ούτε και χειρίστηκε αυτήν στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Δεν προκύπτει, λοιπόν, στην παρούσα περίπτωση να εγείρεται θέμα ασυμβίβαστου, αφού η κα Χαραλάμπους, μάρτυρας στην υπό εξέταση αίτηση, δεν χειρίστηκε αυτήν ως δικηγόρος.  Πέραν όμως των ανωτέρω, η κα Χαραλάμπους εξηγεί από πού πληροφορήθηκε τα γεγονότα που αναφέρει στην ένορκη δήλωσή της και σημειώνει τους λόγους που οδήγησαν στην ανάγκη καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης, κάποιοι εκ των οποίων είναι καθαρά νομικοί, όπως η ανάγκη δικογράφησης ισχυρισμών σχετικά με το έγγραφο παραίτησης ημερ.06/06/2022. Το γεγονός ότι η κα Χαραλάμπους δεν είναι το πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα δεν καθιστά την ένορκη δήλωσή της αντινομική και/ή παράτυπη καθότι με βάση τις πρόνοιες της Δ.39 Θ.2 των παλαιών Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας είναι επιτρεπτό στις ενδιάμεσες αιτήσεις όπως η παρούσα o ενόρκως δηλών να παραθέτει πληροφορίες και απόψεις αν παραθέτει τις πηγές και τους λόγους στους οποίους στηρίζονται[8]. Ενόψει όλων των πιο πάνω και του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, οι ενδιάμεσες αιτήσεις που υποβάλλονται στο Δ.Ε.Δ. δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύονται από ένορκες δηλώσεις που να προβάλλουν τα γεγονότα που τις στηρίζουν αφού οι πρόνοιες των Κανονισμών προβλέπουν ότι τα γεγονότα εκτίθενται συνοπτικώς στην ενδιάμεση αίτηση, κρίνουμε ότι, παρά το ότι η κα Χαραλάμπους δεν εξηγεί για ποιο λόγο δεν ορκίστηκε ο Αιτητής, η ένορκη δήλωση της κας Χαραλάμπους δεν είναι παράτυπη ούτε αντικανονική και δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσής της.

Στην παρούσα περίπτωση ενόψει του σταδίου που βρίσκεται η Αίτηση εφαρμόζεται η πρόνοια Δ.25 Θ.1 (3).  Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες στην περίπτωση που έχει εκδοθεί κλήση για οδηγίες, όπως είναι η παρούσα, η τροποποίηση δεν επιτρέπεται εκτός εάν υφίσταται μια εκ των δύο περιπτώσεων που ρητά αναφέρονται στον Θεσμό ήτοι (α) εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας και (β) να έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας.         

 

Από την παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης της κας Χαραλάμπους προκύπτει ότι ο Αιτητής βασίζεται το αίτημά του στη δεύτερη περίπτωση της Δ.25 Θ.1(3) και δεν τίθεται οτιδήποτε στην εν λόγω ένορκη δήλωση το οποίο να υποστηρίζει ότι η παράλειψη δικογράφησης των αιτούμενων τροποποιήσεων στην Αίτηση οφείλεται σε «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας». Ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα εξετάσει μόνο κατά πόσον στην παρούσα περίπτωση ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η δεύτερη περίπτωση της Δ.25 Θ.1(3).  

 

 Η πλευρά του Αιτητή θεωρεί την έκδοση του πορίσματος του γραφολόγου στις 23/08/2024 σύμφωνα με το οποίο βεβαιώνεται ότι η υπογραφή η οποία υπάρχει στο έγγραφο παραίτησης το οποίο επικαλούνται οι Καθ’ ων η Αίτηση προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους που προβάλλουν στο έγγραφο εμφάνισής τους, είναι του Αιτητή, ως το νέο δεδομένο που δικαιολογεί το υπό εξέταση αίτημα.

 

Από το περιεχόμενο του φακέλου (επικοινωνία δικηγόρων) προκύπτει ότι η πλευρά του Αιτητή έλαβε γνώση του πορίσματος του γραφολόγου πριν τις 13/09/2024. Αναφορικά με τον χρόνο στον οποίο υποβλήθηκε το αίτημα παρατηρούμε ότι η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε τρεις και πλέον μήνες μετά που προέκυψε το νέο γεγονός.  Είμαστε της γνώμης ότι η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε με μια καθυστέρηση την οποία ο Αιτητής δεν δικαιολόγησε πλήρως και επαρκώς αφού ο Αιτητής στην ένορκη δήλωσή του  περιορίζεται στο να αναφέρει μόνο ότι ο χρόνος που μεσολάβησε από την έκδοση του πορίσματος μέχρι την καταχώρηση της αίτησης ήταν απαραίτητος για να μελετηθούν τα νέα δεδομένα που προέκυψαν τον Αύγουστο του 2024 χωρίς να αναφέρει οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια όπως π.χ. ποια μελέτη έγινε και ποιες ενέργειες έγιναν στο εν λόγω χρονικό διάστημα.  Υπό το φως του γεγονότος ότι η Αίτηση βρίσκεται στα αρχικά στάδια της και η ακρόασή της δεν άρχισε ακόμη κρίνουμε ότι η αιτούμενη τροποποίηση δεν καταχωρήθηκε με τέτοια καθυστέρηση που να δικαιολογεί την απόρριψη της αίτησης στη βάση της καθυστέρησης.  Ούτε θεωρούμε ότι η μη επάρκεια της δικαιολόγησης της καθυστέρησης είναι τέτοιας μορφής που να είναι μοιραία για την αίτηση τροποποίησης. Σημειώνουμε ότι δεν διαπιστώσαμε ότι ο Αιτητής είχε οποιαδήποτε πρόθεση για καθυστέρηση της διαδικασίας με την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης.  Ούτε από το ενώπιόν μας υλικό προκύπτει οποιαδήποτε κακοπιστία από πλευράς του Αιτητή σε ότι αφορά τον χρόνο καταχώρησης της υπό εξέτασης αίτησης.  Οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διαδικασία η οποία μπορεί να προκληθεί σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης τροποποίησης, αυτή μπορεί να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων καθότι δεν μπορεί να θεωρηθεί τόσο μεγάλη που να εκφεύγει της επιταγής του Άρθρου 30 του Συντάγματος για σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων.

 

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σε αυτό το σημείο  σε ότι αφορά την αιτούμενη τροποποίηση είναι κατά πόσον στην παρούσα περίπτωση ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η δεύτερη περίπτωση της Δ.25 Θ.1(3).

 

Μελετώντας τις αιτούμενες τροποποιήσεις διαφαίνεται ότι ο Αιτητής επιθυμεί να εισαγάγει στο δικόγραφό του ισχυρισμούς που αφορούν τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι αυτός παραιτήθηκε από την εργασία του από μόνος του υπογράφοντας έγγραφο παραίτησης στο οποίο σημειωνόταν ότι δεν έχει καμιά απαίτηση από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως εργοδοτούμενος των Καθ’ ων η  Αίτηση 1.  Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής επιθυμεί να προσθέσει ακόμα μια εξήγηση για την ύπαρξη του εν λόγω εγγράφου παραίτησής του μετά που η εξήγηση που προέβαλε στο αρχικό δικόγραφό του διαφάνηκε να μην ευσταθεί στη βάση του πορίσματος του γραφολόγου.  Οι εν λόγω ισχυρισμοί  που επιθυμεί ο Αιτητής να προσθέσει στο δικόγραφό του αφορούν γεγονότα και μαρτυρία που έλαβαν χώρα το 2015. Από το περιεχόμενο της υπό εξέταση αίτησης προκύπτει ότι τα γεγονότα που επιθυμεί ο Αιτητής να εισαγάγει στην Αίτηση ήταν υπαρκτά πριν την καταχώρηση της Αίτησής του και ότι τα εν λόγω γεγονότα ήταν εξ αρχής γνωστά στον Αιτητή και δεν διαπιστώθηκαν από αυτόν μετά την καταχώρηση της Αίτησης.  Περαιτέρω από το περιεχόμενο της Αίτησης διαφαίνεται ότι ο Αιτητής κατά την καταχώρηση της Αίτησης γνώριζε για την ύπαρξη του εγγράφου στο οποίο στηρίζουν οι Καθ’ ων η Αίτηση τη θέση τους για παραίτησή του από την εργασία του και το είχε στην κατοχή του. Στην παράγραφο 12 των γενικών λόγων αναγράφεται ότι στις 29/07/2022 το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων ενημέρωσε τον Αιτητή ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 του παρουσίασαν έγγραφο το οποίο υπέγραψε με το οποίο παραιτείτο από την εργασία του, στην παράγραφο 13 αναγράφεται ότι ο Αιτητής επιφυλάσσεται να παρουσιάσει αντίγραφο της σχετικής επιστολής παραίτησης κατά τη δικάσιμο, στην παράγραφο 14 αναγράφεται ότι ο Αιτητής ενημέρωσε το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων ότι εμφανώς επρόκειτο για πλαστογραφημένη επιστολή, καθώς ο ίδιος ουδέποτε υπέγραψε την εν λόγω επιστολή παραίτησης και στην παράγραφο 15 ότι την 01/09/2022 το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων τον ενημέρωσε ότι όφειλε ως Τμήμα να θεωρήσει ότι η παραίτησή του στη βάση του εν λόγω εγγράφου ίσχυε.  Στην ένορκη δήλωση της κας Χαραλάμπους που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση δεν γίνεται οποιαδήποτε  συγκεκριμένη αναφορά για ποιο λόγο οι ισχυρισμοί των αιτούμενων τροποποιήσεων δεν περιλήφθηκαν στο αρχικό δικόγραφο του Αιτητή τη στιγμή που στο αρχικό δικόγραφο του Αιτητή περιέχονται αναφορές σχετικά με τη σχέση του Αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση και τον διορισμό και την παύση του από τη θέση του Διευθυντή (μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου) των Καθ’ ων η Αίτηση 1.  Ούτε υπάρχει κάποια εξήγηση για ποιο λόγο οι αιτούμενες τροποποιήσεις διαπιστώθηκαν μετά την έκδοση του πορίσματος του γραφολόγου. 

 

Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Γ’ Έκδοση, στη σελίδα 1831 αναφέρεται ότι «υπαρκτός» σημαίνει «αυτός που υπάρχει, που έχε υπόσταση, που αποτελεί στοιχείο της πραγματικότητας…».  Επίσης στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη, αναφέρεται ότι  «υπαρκτός» σημαίνει αυτός «που υπάρχει».  Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της λέξης «υπαρκτός», είμαστε της άποψης,[9] ότι η προϋπόθεση στη δεύτερη περίπτωση της Δ.25 Θ.1(3) συναρτάται με δεδομένα που κατά την καταχώρηση των δικογράφων ήταν ανύπαρκτα / δεν υπήρχαν και όχι με δεδομένα / γεγονότα υπαρκτά κατά τον χρόνο καταχώρησης των δικογράφων αλλά που η ανάγκη για δικογράφησή τους προκύπτει όταν ο διάδικος που αιτείται την τροποποίηση εκ των υστέρων εξ’ αιτίας κάποιου νέου γεγονότος διαπίστωσε την ανάγκη για πρόσθεση / εισαγωγή τους στο δικόγραφό του.    

 

Υπό  φως των πιο πάνω, το γεγονός της έκδοσης του πορίσματος του γραφολόγου στην προκειμένη περίπτωση, κατά την γνώμη μας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέο δεδομένο που δικαιολογεί την έγκριση της υπό εξέταση αίτησης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.25 Θ. 1 (3) καθότι, η εν λόγω πρόνοια δεν καλύπτει γεγονότα / δεδομένα που  ήταν υπαρκτά και εντός της γνώσης του διαδίκου που αιτείται την τροποποίηση κατά το στάδιο καταχώρησης του δικογράφου του αλλά δεν τα δικογράφησε δεόντως στο αρχικό του δικόγραφο και μετά από μια εκ των υστέρων διαπίστωση που οφείλεται σε ένα νέο γεγονός επιθυμεί να τα προσθέσει στο αρχικό του δικόγραφο.

 

Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Κατάληξη

 

Ως εκ τούτου η αίτηση τροποποίησης ημερ. 16/12/2024 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

                                                  Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

 

 

(Υπ.) ……….……………………………         (Υπ.) ………..……………………...

                 Μ. Μιλτιάδου, Μέλος                                   Π. Ιωαννίδης, Μέλος

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

Subject: Industrial/Interim

(Αναφορά: Αίτηση τροποποίησης)  



[1]  Στον Τύπο 6 αναγράφεται ότι τα γεγονότα θα πρέπει να εκτίθενται συνοπτικώς.

[2]  Στον Τύπο 6 αναγράφεται ότι τα άρθρα του Νόμου ή  και του  Κανονισμού  στα οποία βασίζεται η αίτηση θα πρέπει να προσδιορίζονται.

[3]  Μαχλουζαρίδης  ν. Ιωαννίδης κ.α (1990) 1 Α.Α.Δ.965, Σάββα ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ  (1992) 1 Α.Α.Δ. 1146, Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 74, Φλουρέντζου ν. Cashgrove Betting (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 393.

[4] «Τα δικαιώματα των διαδίκων κρίνονται επί της ουσίας τους όταν αυτά διατυπώνονται με σαφήνεια. .... Οι κανόνες Πολιτικής Δικονομίας υιοθετούνται για να διευκολύνεται η δικαστική διαδικασία, η οποία ρυθμίζεται από αυτούς ώστε να προχωρεί απρόσκοπτα. Δεν ερμηνεύονται, ή η νομολογία μας εφαρμόζεται, με τέτοιο τρόπο που να καταστρατηγούνται τα δικαιώματα των διαδίκων, οι οποίοι δικαιούνται σε πρόσβαση στο Δικαστήριο. Η αρχή πως στην αίτηση πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια η θεραπεία και η νομική της βάση ισχύει. Σκοπός της είναι να γνωρίζει το Δικαστήριο, αλλά και η άλλη πλευρά, το περιεχόμενο της αίτησης για να μπορεί να τοποθετηθεί.»

 

[5] Επίσης στην υπόθεση Γ. Νικολάου ν. Total Properties Ltd κ.α, Πολ. Έφεση 124/2010, απόφαση ημερομ.14.7.2011 επισημάνθηκαν τ’ ακόλουθα:«Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για υποκατάστατη επίδοση της απαίτησης πληρωμής, είχε καταρτιστεί από το δικηγόρο του αιτητή κ. Γ. Παπαθεοδώρου, ο οποίος δεν χειρίστηκε την υπόθεση πρωτόδικα, την χειρίστηκε όμως κατ' έφεση. Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι είναι ανεπιθύμητο να ορκίζεται ως προς τα γεγονότα δικηγόρος και όχι ο ίδιος ο διάδικος, εκτός βέβαια και αν αυτό είναι αναγκαίο, οπόταν και ο δικηγόρος, εφόσον έχει καταστήσει τον εαυτό του μάρτυρα γεγονότων, κωλύεται λόγω ασυμβιβάστου να συνεχίσει να ενεργεί ως δικηγόρος του διαδίκου πελάτη του. (In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319 και D. Rybolovlev v. E. Rybolovleva και M. Holdings Ltd. κ.ά. ν. E. Rybolovleva, Πολιτικές Εφέσεις αρ. 130/2009 και 131/2009, ημερομηνίας 29/1/2010). Στις περιπτώσεις δε όπου ο ομνύων είναι δικηγόρος, «κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών. (D. Rybolovlev και M. Holdings (πιο πάνω)). Στην υπό εξέταση περίπτωση καμιά εξήγηση δεν δίδεται ως προς τους λόγους που οδήγησαν στον καταρτισμό της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, από το δικηγόρο και όχι τον πελάτη. Αυτά ως επισημάνσεις για το γεγονός του καταρτισμού της ένορκης δήλωσης από τον κ. Παπαθεοδώρου.»

 

[6] Στην εν λόγω υπόθεση αναφέρθηκαν τα εξής: «Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι δεν παραγνωρίζουμε τη θέση των εφεσειόντων περί παρατυπίας της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση λόγω όμνυσης της από δικηγόρο. Παρά το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, η νομολογία μας δεν απαγορεύει την όμνυση από δικηγόρο σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που ο ομνύων δεν χειρίζεται την υπόθεση, ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται η ένορκη αυτή δήλωση (βλ. Dimitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82). Όπως έχει νομολογηθεί, «η απαγόρευση αφορά την όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος είναι ή στη συνέχεια της διαδικασίας, καθίσταται μάρτυρας γεγονότων οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης.»

[7] « Δεν νοείται δικηγόρος να δίνει μαρτυρία (προφορική ή γραπτή) και παράλληλα να αναλαμβάνει το νομικό χειρισμό της υπόθεσης. Όταν τα κρίσιμα γεγονότα τα γνωρίζει ο δικηγόρος ένεκα της προσωπικής του εμπλοκής κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, μπορεί βέβαια να προβεί ο ίδιος στην ένορκη δήλωση, αλλά τον χειρισμό της υπόθεσης θα πρέπει να τον αναλάβει άλλος δικηγόρος (βλΜιχαήλ v. Σκορδή (2003) 1 Α.Α.Δ. 1108). Σε τέτοιες περιπτώσεις, ορθό είναι το Δικαστήριο να ενεργεί αποτρεπτικά, εφιστώντας την προσοχή του δικηγόρου και δίδοντας την ευκαιρία για τη λήψη διορθωτικών ενεργειών.Απ' εκεί και πέρα θα πρέπει να αποθαρρύνεται γενικά η πρακτική, δικηγόροι να προβαίνουν σε ένορκες δηλώσεις. Μπορεί ωστόσο να ληφθεί υπόψη η ένορκη δήλωση δικηγόρου, όταν δοθεί ή συνάγεται, λογική εξήγηση για το γεγονός τούτο, όπως για παράδειγμα όταν ο πελάτης βρίσκεται στο εξωτερικό (βλ. Investylia Public Company Ltd v. Γαβριηλίδου, (2013) 1 Α.Α.Δ. 82)……»

 

[8] Fashion Box S.R.L. v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ.1858.

[9] Δεν εντοπίσαμε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εφετείου σχετικά με την ερμηνεία των προϋποθέσεων  της Δ.25 Θ. 1(3) ή που να διαφωτίζει αναφορικά με τον τρόπο που πρέπει το Δικαστήριο να προσεγγίζει την δεύτερη περίπτωση της Δ.25 Θ. 1(3).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο