Βρυώνης Γουφιώτη ν. SUNHOUSE TRAVEL LTD, Αρ. Αίτησης: 401/17, 18/7/2025
print
Τίτλος:
Βρυώνης Γουφιώτη ν. SUNHOUSE TRAVEL LTD, Αρ. Αίτησης: 401/17, 18/7/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.

                   Μ. Νικολάου         )

                    Γ. Χριστοδούλου  ) Μελών.

 

Αρ. Αίτησης: 401/17

 

Μεταξύ:

 

Βρυώνης Γουφιώτη

Αιτήτριας

 

και

 

SUNHOUSE TRAVEL LTD

Καθ’ ης η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 18 Ιουλίου, 2025.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: Η κα Χρ. Χατζηκωστή.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: Η κα M. Πανταζή για

                                           ΚΟΥΣΙΟΣ ΚΟΡΦΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την επίδικη Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («Επίδικη Αίτηση»), η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε στην υπηρεσία της Καθ’ ης η Αίτηση εργοδότριας εταιρείας («Εργοδότρια Εταιρεία») από τον Φεβρουάριο του 2012 μέχρι 11/8/2017, ημερομηνία κατά την οποία η τελευταία τερμάτισε την απασχόλησή της παράνομα, αδικαιολόγητα, άδικα και προσχηματικά, με αποτέλεσμα να δικαιούται, σε επιδίκαση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («Δ.Ε.Δ.»), κυρίως, αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της και πληρωμή αντί της προειδοποίησης («Επίδικες Θεραπείες»).

 

Η παρανομία του τερματισμού της αυτού έγκειται, σύμφωνα με την Αιτήτρια, στο γεγονός ότι αυτός έλαβε χώρα στις 11/8/2017 προφορικά και άμεσα, χωρίς να της δοθεί κάποιος λόγος για αυτόν και χωρίς να της δοθεί οποιαδήποτε προειδοποίηση ή πληρωμή αντί προειδοποίησης. Όταν, δε, εντέλει έλαβε επιστολή τερματισμού της απασχόλησής της (μετά από παρέμβαση αρμόδιου λειτουργού του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων), οι λόγοι που αναφέροντο σε αυτή για τον τερματισμό ήταν αναληθείς ή/και ανυπόστατοι ή/και προσχηματικοί.

 

Σε απάντηση των πιο πάνω, η Εργοδότρια Εταιρεία, με τους Γενικούς Λόγους Εμφάνισης της, αποδέχεται τόσο την απασχόληση της Αιτήτριας στην υπηρεσία της από τον Φεβρουάριο του 2012 όσο και τον μονομερή εκ μέρους της τερματισμό αυτής στις 11/8/2017. Καλεί όμως το Δ.Ε.Δ. σε απόρριψη της Επίδικης Αίτησης με έξοδα υπέρ της, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός αυτός ήταν νόμιμος, εφόσον, έλαβε χώρα στη βάση συγκεκριμένης διαγωγής της Αιτήτριας, η οποία αφορούσε, κυρίως, κατ’ επανάληψη παράλειψή της να ακολουθεί τις οδηγίες των προϊσταμένων της αναφορικά με την εκτέλεση των καθηκόντων της και/ή την εκτέλεση των καθηκόντων της ικανοποιητικά.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

 

Όπως διαφαίνεται από τα πιο πάνω, η Αιτήτρια στηρίζει το δικαίωμα της στις Επίδικες Θεραπείες σε ισχυρισμό της για παρανομία του τερματισμού της απασχόλησής της.  Στον ισχυρισμό αυτό η Εργοδότρια Εταιρεία απαντά με δικό της ισχυρισμό για νομιμότητα του τερματισμού, στη βάση ότι αυτός προέκυψε κυρίως λόγω συγκεκριμένης διαγωγής της.

 

Συνεπακόλουθα, το δικαίωμα της Αιτήτριας στις Επίδικες Θεραπείες συνδέεται με το κατά πόσον ο τερματισμός της απασχόλησής της ήταν νόμιμος, δηλαδή έγινε σε συμμόρφωση με συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες. Από τη στιγμή, δε, που οι Επίδικες Θεραπείες αφορούν αποζημιώσεις για τερματισμό απασχόλησης και πληρωμή αντί προειδοποίησης, οι πρόνοιες αυτές δεν είναι άλλες από αυτές του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/1967Ν.24/1967»), ο οποίος καθιερώνει (α) στο άρθρο 3 παράγραφος 1 («Άρθ. 3(1)»), νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου του οποίου η απασχόλησή του τερματίζεται από τον εργοδότη του σε πληρωμή αποζημιώσεων (πληρωτέων από τον εργοδότη), νοουμένου ότι ο τερματισμός αυτός είναι «παράνομος» (δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου) και (β) στο άρθρο 9 παράγραφος 1 («Άρθ. 9(1)»), νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου σε λήψη προειδοποίησης όταν ο τερματισμός της απασχόλησής του είναι παράνομος, δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου (δικαίωμα το οποίο ο εργοδοτούμενος δύναται να απωλέσει μόνο όταν ο τερματισμός της απασχόλησης προκύπτει λόγω διαγωγής του, η οποία τον καθιστά «υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως» στη βάση του άρθρου 5 εδάφιο (ε) του Ν.24/67Άρθ. 5(ε)»)).

 

Υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα που προβλέπεται στο Άρθ. 9(1) δύναται να μετατραπεί από δικαίωμα σε λήψη προειδοποίησης σε δικαίωμα σε πληρωμή αντί αυτής (πληρωμή αντί προειδοποίησης), στο πλαίσιο των προνοιών του άρθρου 11 παράγραφος 1 του Ν.24/67Άρθ. 11(1)»), το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«Εργοδότης ο οποίος δίδει προειδοποίησιν εις εργοδοτούμενον έχει το δικαίωμα να απαιτήση παρά του εργοδοτουμένου όπως ούτος αποδεχθή πληρωμήν αντί προειδοποιήσεως. Η πληρωμή αύτη υπολογίζεται συμφώνως προς τας διατάξεις του Τρίτου Πίνακος».

 

Τα πιο πάνω έχουν ως αποτέλεσμα εργοδοτούμενος του οποίου η απασχόληση πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στο Άρθ. 9(1) (συνεχής απασχόληση μεγαλύτερη από 26 εβδομάδες και σε μόνιμη, μη δοκιμαστική, βάση) και η απασχόλησή του τερματίζεται, να δικαιούται σε λήψη προειδοποίησης για τον τερματισμό (η ελάχιστη περίοδος της οποίας υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό), νοουμένου ότι ο τερματισμός αυτός δεν έγινε για τον λόγο που προβλέπεται στο Άρθ. 5(ε). Σε περίπτωση, δε, που ο εργοδότης του παρέλειψε να τον προειδοποιήσει κατάλληλα για τον τερματισμό, στη βάση των προνοιών αυτών, τότε δικαιούται σε απόδοση θεραπειών που αφορούν πληρωμή αντί της προειδοποίησης που δικαιούτο να λάβει, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τρίτου Πίνακα του Ν.24/67. Επιπλέον, αν η απασχόλησή του πληροί και τα κριτήρια του Άρθ. 3(1) (έχει δηλαδή συμπληρωθεί η περίοδος συνεχούς απασχόλησης που απαιτείται από το εν λόγω άρθρο) και ο τερματισμός της απασχόλησής του δεν έγινε για κανένα από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθ. 5, τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται και σε απόδοση θεραπειών που αφορούν αποζημιώσεις για τον τερματισμό, ως αυτές υπολογίζονται στη βάση του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67.

 

ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

 

Αρμόδιο Δικαστήριο για την απόδοση των θεραπειών αυτών είναι φυσικά το Δ.Ε.Δ., εφόσον ο ίδιος ο Ν.24/67 προσδίδει σε αυτό αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί όλων των εργατικών διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή του[1]. Η απόδοσή τους, δε, δεν γίνεται αυτόματα, άμα την καταχώρηση και προώθηση από τον εργοδοτούμενο εναρκτήριας Αίτησης1, αλλά εξαρτάται από το κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης των κριτηρίων απόδοσής τους κατάφερε να αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης με μαρτυρία που θα προσκομισθεί ενώπιον του Δ.Ε.Δ. στο βαθμό που απαιτείται.

 

Το ποιος είναι ο διάδικος αυτός καθορίζεται στη βάση των κανόνων απόδειξης και κυρίως στη βάση του κανόνα ότι το βάρος απόδειξης της συνδρομής των κριτηρίων που στοιχειοθετούν τις επίδικες θεραπείες φέρει ο διάδικος που τις εξαιτείται[2]. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει, στο πλαίσιο του κανόνα αυτού, κατ’ αρχήν η Αιτήτρια, ως η διάδικος που εξαιτείται τις επίδικες θεραπείες.  

 

Αυτό όμως δεν ισχύει σε σχέση με το μοναδικό κριτήριο του οποίου η συνδρομή στην παρούσα περίπτωση αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, ήτοι τον λόγο του τερματισμού της απασχόλησης και κατά πόσο αυτός προέκυψε ή μη σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν.24/67Άρθ. 5»). Και αυτό διότι, σε σχέση με το κριτήριο αυτό, ο εν λόγω κανόνας υποχωρεί ενόψει του νόμιμου τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του Ν.24/67Άρθ. 6(1)») περί μη ύπαρξης, «μέχρις αποδείξεως του εναντίου», τερματισμού της απασχόλησης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθ. 5[3].

 

Ενόψει αυτού, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω τεκμήριο (όπως διαφαίνεται από την πιο πάνω αναφορά σε τεκμήριο «μέχρις αποδείξεως του εναντίου») είναι μαχητό, το βάρος της ανατροπής του φέρει η Εργοδότρια Εταιρεία, η οποία, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας προέκυψε νόμιμα, αμφισβητεί τη συνδρομή του (Αριστείδου Γιώργος ν. RK Super Beton Ltd κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 114).

 

Ειδικότερα, αυτό που καλείται η Εργοδότρια Εταιρεία να πράξει σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση είναι, μέσω της μαρτυρίας της, να αποδείξει (στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων) ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας έγινε για τον λόγο που η ίδια επικαλείται και ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε κατόπιν συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του Άρθρου 5 του Ν.24/67, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να μην δικαιούται τις Επίδικες Θεραπείες.

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Προς ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου, η Εργοδότρια Εταιρεία προσέφερε, κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία, δύο μάρτυρες: (1) τον κ. Βάσο Αδαμίδη, υπάλληλο της από το 2011 και με καθήκοντα εσωτερικού ελέγχου από το 2017 («Β.Α.»), και (2) τον κ. Γαβριήλ (Λάκη) Ανδρέου, υπάλληλο της από το 2012 και Γενικό της Διευθυντή (Director of Operations) από το 2016 («Γ.Α.»). Ακολούθως, κατόπιν δήλωσης των δικηγόρων της Εργοδότριας Εταιρείας ότι η παρουσίαση της υπόθεσής τους είχε ολοκληρωθεί, η διαδικασία συνεχίστηκε με την κατάθεση της μαρτυρίας της Αιτήτριας, ως της μοναδικής μάρτυράς της πλευράς της.

 

Όλοι οι πιο πάνω μάρτυρες προσέφεραν ενώπιόν μας ενόρκως μαρτυρία, η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά που λήφθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης, μαζί με τα τεκμήρια και τα λοιπά έγγραφα που κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία αυτή, καθώς και τις Γραπτές Αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων. Σε όλα αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ως οι σχετικές επί του θέματος αρχές[4], με συνοπτικό τρόπο και όπου κρίνουμε σκόπιμο, για σκοπούς παρουσίασης των σχετικών συμπερασμάτων / ευρημάτων μας και της διατύπωσης της τελικής μας κρίσης.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Ως συνάγεται από όλα τα πιο πάνω, κύριο έργο μας σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση είναι η διαμόρφωση τελικής κρίσης αναφορικά με το αν δικαιολογείται ή όχι η απόδοση των Επίδικων Θεραπειών στην Αιτήτρια, με κύριο κριτήριο να αποτελεί το κατά πόσο η Εργοδότρια Εταιρεία κατάφερε, μέσω της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε ενώπιόν μας, να αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης. Ως προς τούτο, και έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε προσεκτικά όλους τους πιο πάνω μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν μας στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, αξιολογήσαμε τη μαρτυρία τους, με βάση τις σχετικές επί του θέματος αρχές[5], έτσι ώστε να προβούμε σε σχετικά συμπεράσματα/ ευρήματα (κυρίως ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα που προκύπτουν και συνδέονται ουσιωδώς με τα επίδικα θέματα), στα οποία στη συνέχεια θα στηριχθούμε για την διατύπωση της τελικής μας κρίσης.

 

Παρουσιάζοντας τα ευρήματα / συμπεράσματα μας αυτά σημειώνουμε τα εξής:

 

(I) Ευρήματα επί παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων

 

Πρώτα, για σκοπούς πλαισίωσης των όσων θα αναφερθούν πιο κάτω, προχωρούμε με την παρουσίαση των συμπερασμάτων/ευρημάτων μας επί των παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων, τα οποία, σύμφωνα με την ενώπιόν μας προσκομισθείσα μαρτυρία (σε συνδυασμό με τις έγγραφες προτάσεις και λοιπές δηλώσεις των διαδίκων), βρίσκουμε ότι είναι τα εξής:

 

(α) Η Εργοδότρια Εταιρεία δραστηριοποιείται στον τουριστικό τομέα και διαχειρίζεται επιχείρηση τουριστικού γραφείου, η οποία ασκεί δραστηριότητες από διώροφο κτίριο επί της οδού Κολωνακίου στη Λεμεσό («Τουριστικό Γραφείο»).

 

(β) Η Αιτήτρια αρχικά προσέφερε υπηρεσίες καθαριότητας σε σχέση με το Τουριστικό Γραφείο, ως υπάλληλος άλλης εταιρείας, η οποία συνεργαζόταν με την Εργοδότρια Εταιρεία ενώ ξεκίνησε να εργάζεται στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας στην Εργοδότρια Εταιρεία στις 1/2/2012.[6]

 

(γ) Ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας από την Εργοδότρια Εταιρεία προέκυψε στην βάση περιστατικών που έλαβαν χώρα 11/8/2017.  Κατά την ημερομηνία αυτή δεν της παραδόθηκε επιστολή τερματισμού της απασχόλησής της, η οποία της παραλήφθηκε από την Αιτήτρια σε κατοπινό στάδιο. Στην επιστολή αυτή (Τεκμήριο 3) καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Λόγω της κατ’ εξακολούθηση παράλειψης από πλευράς σας στην άσκηση των καθηκόντων σας, δηλαδή την καθαριότητα των γραφείων για την οποία είστε υπεύθυνη. 

 

Βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να προχωρήσουμε στην άμεση απόλυσή σας χωρίς καμιά προειδοποίηση/αποζημίωση. 

 

Σας ευχαριστώ».

 

(δ) Τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας:

 

(i) Μέλη της διοίκησης της Εργοδότριας Εταιρείας αποτελούσαν κυρίως οι: Μιχάλης Αριστοτέλους («Μ.Α.»), Ιφιγένεια Αριστοτέλους («Ι.Α.») και ο Κυριάκος Κυριάκου («Κ.Κ.»).

 

(ii) Η διαρρύθμιση των χώρων του Τουριστικού Γραφείου είχε ως ακολούθως: 10 -12 γραφεία προσωπικού, κοινόχρηστοι χώροι, περιλαμβανομένων και σκαλών, και τρία αποχωρητήρια: ένα ανδρών, ένα γυναικών και ένα εντός του γραφείου του Μ.Α.

 

(iii) Η χρήση των χώρων του Τουριστικού Γραφείου εκτεινόταν τόσο κατά τις πρωινές όσο και κατά τις απογευματινές ώρες, με περίπου 30 έως 40 άτομα να βρίσκονται καθημερινά σε αυτούς.

 

(iv) Η Αιτήτρια εκτελούσε καθήκοντα καθαριότητας των χώρων του Τουριστικού Γραφείου ως η μοναδική καθαρίστρια, εργαζόμενη κατά τις πρωινές ώρες, 20 ώρες εβδομαδιαίως, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή. Επίσης, εκτελούσε καθήκοντα που αφορούσαν την παρασκευή καφέδων, την προετοιμασία των γραφείων για συναντήσεις (με παροχή καφέδων, νερών και άλλων απαραίτητων ειδών), καθώς και τη μετάβαση σε υπεραγορά για την προμήθεια προϊόντων αναγκαίων για τους χώρους και το προσωπικό του Τουριστικού Γραφείου, όπως αρωματικά χώρου και γάλα.

 

(v) Η Εργοδότρια Εταιρεία παρέδωσε στην Αιτήτρια δύο προειδοποιητικές επιστολές, η πρώτη με ημερομηνία 29/6/2017 (Τεκμήριο 1) και η δεύτερη με ημερομηνία 14/7/2017 (Τεκμήριο 2).

 

(vi) Αιτήτρια ελάμβανε απολαβές ύψους €630 τον μήνα, με δικαίωμα σε 13ο μισθό[7].

 

(IΙ) Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Συνοψίζοντας τώρα τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας και την οποία βρίσκουμε σχετική με τα επίδικα θέματα που εγείρονται σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση, σημειώνουμε τα εξής:

 

 

 

 

Μαρτυρία Β.Α.

 

Καταθέτοντας ενώπιον μας ο Β.Α. κατέθεσε αναφορικά με το ωράριο της Αιτήτριας, ότι ήταν από 8:00 έως 12:30 με 30 λεπτά διάλειμμα. Αναφορικά με τη σειρά εκτέλεσης των εργασιακών της καθηκόντων ανέφερε ότι είχε οδηγίες να ξεκινά από τον καθαρισμό πρώτα των γραφείων των ιδιοκτητών και μετά των Διευθυντών. Παρά ταύτα, από το 2017 παραμελούσε τα καθήκοντά της, γεγονός που διαπιστώνεται, κυρίως, στη βάση περιστατικών που έλαβαν χώρα στις 23/6/2017, 28/6/2017, 14/7/2017 και 11/8/2017. Αναφορικά με το περιστατικό ημερομηνίας 23/6/2017 («περιστατικό ημερ. 23/6/2017»), το οποίο έλαβε χώρα λίγο μετά που σχόλασε η Αιτήτρια (και για το οποίο σχετική πληροφόρηση έλαβε από συναδέλφισσες του), ανέφερε ότι αφορούσε τον χώρο των αποχωρητηρίων των γυναικών, ο οποίος, όπως διαπίστωσε και ο ίδιος μετά από επιτόπια εξέταση, δεν ήταν καθαρός. Τότε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, τον καθάρισαν. Αναφορικά με το περιστατικό ημερομηνίας 28/6/2017 («περιστατικό ημερ. 28/6/2017»), το οποίο αφορούσε παρατήρηση του Μ.Α. ότι το γραφείο του δεν είχε καθαριστεί ενώ ο ίδιος είχε προγραμματισμένη συνάντηση και περίμενε επισκέπτες, ανέφερε ότι ενημέρωσε γι’ αυτό τον Γ.Α., ο οποίος του έδωσε οδηγίες να στείλουν στην Αιτήτρια επιστολή, επειδή, όπως του είπε, της είχε εξηγήσει προφορικά πολλές φορές για τα καθήκοντά της και ότι έπρεπε να ακολουθεί τη σειρά όπως της είχε ζητηθεί. Κατόπιν τούτου, ετοίμασε και παρέδωσε επιστολή στην Αιτήτρια (Τεκμήριο 1) σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν μεταξύ τους στις 29/6/2017. Τότε της ανέφερε προφορικά το περιεχόμενο της επιστολής, και η Αιτήτρια υπέγραψε ότι την παρέλαβε, λέγοντάς του ότι γνωρίζει το περιστατικό ημερ. 23/6/2017, χωρίς όμως να προσθέσει κάτι άλλο. Αναφορικά με το περιστατικό ημερομηνίας 14/7/2017 («περιστατικό ημερ. 14/7/2017»), τον ενημέρωσαν συνάδελφοί του ότι «πάνω στον νεροχύτη της κουζίνας, μέσα στο πλαστικό δοχείο του υγρού των πιάτων, αντί για υγρό πιάτων υπήρχε καθαριστικό υγρό τουαλέτας. Το ίδιο συνέβαινε και στο ειδικό κουτί του τοίχου για το υγρό σαπούνι του νιπτήρα στις τουαλέτες των γυναικών. Όταν πήγε στον χώρο, διαπίστωσε και ότι κάτω από τον νεροχύτη βρισκόταν το παγούρι με το καθαριστικό τουαλέτας, αντί στο ντουλαπάκι των αποχωρητηρίων, όπου ήταν η θέση του. Πήγε τότε στον χώρο μαζί με την Αιτήτρια, η οποία έμεινε σιωπηλή και έδειξε αδιαφορία. Στη συνέχεια, ενημέρωσε τον Γ.Α. για το περιστατικό. Αυτός του έδωσε οδηγίες να ετοιμάσει και να παραδώσει δεύτερη επιστολή στην Αιτήτρια, κάτι που έπραξε σε νέα κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν μεταξύ τους στις 14/7/2017. Η Αιτήτρια παρέλαβε και υπέγραψε την επιστολή αυτή (Τεκμήριο 2) χωρίς να του πει οτιδήποτε. Αναφορικά με το περιστατικό ημερομηνίας 11/8/2017 («περιστατικό ημερ. 11/8/2017»), ανέφερε ότι αυτό ήρθε στην αντίληψή του όταν πέρασε ο ίδιος από το γραφείο του Μ.Α.. Τότε παρατήρησε ότι «το τραπέζι των συνεδριάσεων ήταν ακατάστατο και γενικά το γραφείο ήταν εντελώς ασυγύριστο». Μίλησε με την Αιτήτρια και πήγαν μαζί επιτόπου για να δουν την κατάσταση αλλά αυτή δεν αντέδρασε. Όταν ενημέρωσε τον Γ.Α. για το περιστατικό αυτό, του είπε ότι, εφόσον η Αιτήτρια δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά της, δυστυχώς δεν είχαν άλλη επιλογή παρά τον τερματισμό της απασχόλησής της, δίνοντάς του οδηγίες να ετοιμάσει σχετική επιστολή. Κατόπιν τούτου, ετοίμασε την επιστολή (Τεκμήριο 3), της οποίας το περιεχόμενο εξήγησε στην Αιτήτρια σε συνάντηση που είχαν την ίδια ημέρα. Η Αιτήτρια αρνήθηκε να την παραλάβει και αποχώρησε από την εργασία της.

 

Αντεξεταζόμενος, επέμεινε στη θέση του ότι το ωράριο της Αιτήτριας ήταν από 8:00 μέχρι 12:30 με 30 λεπτά διάλειμμα. Παραδέχθηκε ότι η Αιτήτρια δεν είχε γραπτό πρόγραμμα εργασίας στο οποίο να καταγράφονται τα καθήκοντά της ή η σειρά εκτέλεσής τους. Παρά ταύτα, είχε λάβει σαφείς οδηγίες για τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων της και ειδικότερα για τη σειρά καθαρισμού των γραφείων, με πρώτο γραφείο που έπρεπε να καθαρίζεται αυτό του Μ.Α. Απαντώντας σε ερωτήσεις και υποβολές για τα περιστατικά που ανέφερε στην κατάθεσή του, απέρριψε, όσον αφορά το περιστατικό ημερ. 23/6/2017, τη θέση της Αιτήτριας ότι αυτό συνέβη μετά τις 13:00, εκτός του ωραρίου της, και ότι ευθυνόταν άλλη εργοδοτούμενη της Εργοδότριας Εταιρείας, εμμένοντας ότι συνέβη πριν τις 13:00 και ότι η Αιτήτρια έφερε την ευθύνη. Για το περιστατικό ημερ. 14/7/2017, απέρριψε τη θέση της Αιτήτριας ότι ευθυνόταν άλλη υπάλληλος που προκαλούσε «προβλήματα» στις τουαλέτες, επιμένοντας ότι η ευθύνη ανήκε στην Αιτήτρια. Σε υποβολή ότι οι επιστολές Τεκμήρια 1 και 2 της παραδόθηκαν την ίδια ημέρα, ήτοι στις 14/7/2017, και όχι σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες όπως αυτός ισχυρίζεται, και ότι κατά την παραλαβή τους η Αιτήτρια αντέδρασε και έδωσε εξηγήσεις, ο Β.Α. απέρριψε τη θέση αυτή, επιμένοντας ότι οι επιστολές παραδόθηκαν στις ημερομηνίες που φέρουν και ότι η Αιτήτρια τις παρέλαβε αδιαμαρτύρητα, υπογράφοντάς αυτές. Τέλος, για τις συνθήκες τερματισμού της απασχόλησης στις 11/8/2017, σημείωσε ότι αυτή έλαβε χώρα κατόπιν απόφασης του Γ.Α. εφόσον η συμπεριφορά αυτή ήταν το «κερασάκι στην τούρτα» της όλης διαγωγής της Αιτήτριας. Περαιτέρω, απέρριψε θέση της Αιτήτριας ότι δεν ετοιμάστηκε επιστολή ή ότι η απόλυση ήταν προφορική, επιμένοντας ότι η επιστολή συντάχθηκε κατόπιν απόφασης του Γ.Α. και της εξηγήθηκε, αλλά η Αιτήτρια αρνήθηκε να την παραλάβει. Σε υποβολή ότι η επιστολή εξασφαλίστηκε μόνο μετά από παρέμβαση λειτουργού του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων στον οποίο απευθύνθηκε η Αιτήτρια, απάντησε ότι η ίδια είχε αρνηθεί να την παραλάβει.

 

Μαρτυρία Γ.Α.

 

Καταθέτοντας ο Γ.Α., ανέφερε ότι το 2017 παρατηρήθηκε ότι η Αιτήτρια παραμελούσε τα καθήκοντά της. Συγκεκριμένα, ενώ της είχαν δοθεί οδηγίες αναφορικά με τη σειρά που θα έπρεπε να ακολουθούσε για την καθαριότητα των γραφείων, ξεκινώντας από τα γραφεία των ιδιοκτητών και των διευθυντών, καθώς και να καθαρίζει τους χώρους και τα αποχωρητήρια σχολαστικά, αυτή επανειλημμένα δεν ακολουθούσε τις οδηγίες αυτές, παρόλο που της έγιναν αρκετές προφορικές συστάσεις. Αναφορικά με το περιστατικό ημερ. 23/6/2017 και 28/6/2017 σημείωσε ότι πληροφόρηση έλαβε από τον Β.Α. λέγοντας τα εξής:

 

«…Στις 23.6.2017 μου αναφέρθηκε από τον Βάσο Αδαμίδη …  ότι από τα αποχωρητήρια των γυναικών έβγαινε δυσάρεστη οσμή … Στις 28.6.2017 ο κ. Βάσος Αδαμίδης μου ανέφερε ότι δέχτηκε παρατήρηση από τον κ. Αριστοτέλους ότι ενώ περίμενε ξένους το γραφείο του δεν είχε καθαριστεί…»

 

Κατόπιν τούτου, έδωσε οδηγίες όπως δοθεί προειδοποιητική επιστολή στην Αιτήτρια. Η επιστολή αυτή ετοιμάστηκε από τον Β.Α. και παραδόθηκε στην Αιτήτρια στις 29/6/2017 (Τεκμήριο 1). Τότε η Αιτήτρια την παρέλαβε και δεν απάντησε σε αυτήν. Αναφορικά με το περιστατικό ημερ. 14/7/2017, ανάφερε ότι και γι’ αυτό έλαβε πληροφόρηση από τον Β.Α., ο οποίος έλεγξε την περιοχή μαζί με την Αιτήτρια.

 

Τέλος, ως ανάφερε και το περιστατικό ημερ. 11/8/2017 το πληροφορήθηκε από τον Β.Α. ο οποίος τον ενημέρωσε ότι: «…στο γραφείο του κ. Αριστοτέλους υπήρχε ιστός αράχνης, υπήρχαν σκόνες στο conference table και στις σκάλες που οδηγούν στα γραφεία …». Τότε, και εφόσον, μετά και το περιστατικό αυτό είχε φανεί ότι η Αιτήτρια «δεν είχε πρόθεση και διάθεση να ακολουθεί τις οδηγίες της Καθ’ ης η Αίτηση και δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά της», έδωσε οδηγίες στον Β.Α. να προχωρήσει με την απόλυση της Αιτήτριας.  Όταν ο Β.Α. την κάλεσε να της δώσει την επιστολή (Τεκμήριο 3), όπως του είπε ο Β.Α., αυτή αρνήθηκε να την παραλάβει και αποχώρησε από την Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Αντεξεταζόμενος, υπογράμμισε ότι είχε άριστες σχέσεις με την Αιτήτρια, ισχυριζόμενος ότι την βοήθησε μάλιστα και οικονομικά. Εξειδικεύοντας τον ισχυρισμό του αυτό ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

 

«…Λάθος ερμηνεύεται από την κα Βρυώνη αυτή η συμπαράσταση. Γνώριζε τα καθήκοντά της. Διαφορετικά θα έμενε σπίτι και να της στέλνουμε το μισθό της.»

 

«…Και αναγκάζομαι να αναφέρω ότι η κα Βρυώνη δέχθηκε βοήθεια από εμένα προσωπικά και τη σύζυγο του κ. Αριστοτέλους για να πληρώνει ρεύματα και νοσοκομειακά ατόμου. Αυτά είναι γεγονότα. Και τα λέω ενώπιόν της.»

 

«…Δεν πραγματοποιούσε καθόλου τα καθήκοντά της. Έρκετουν, εθκιανέφκετουν, γύριζε τα γραφεία των συναδέλφων και έπιννε το καφεδάκι της. Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη στάση της προς άτομα όπως οι ιδιοκτήτες της Εταιρείας και ο υποφαινόμενος, που, τονίζω και πάλι, επιδείξαμε ευεργετική συμπεριφορά προς την κα Βρυώνη όπως μπορούσαμε.»

 

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

 

Για το θέμα του ωραρίου της ανέφερε ότι ήταν 8:00 μέχρι 12:30 με 30 λεπτά διάλειμμα, αν και η Αιτήτρια το παραβίαζε συνεχώς. Αν και οι όροι απασχόλησης δεν της δόθηκαν ποτέ γραπτώς (εφόσον, ως ισχυρίστηκε, η Εργοδότρια Εταιρεία δεν είχε πάντοτε τέτοια υποχρέωση, ιδιαίτερα για μία εργοδοτούμενη που εργάζεται τόσα χρόνια) η Αιτήτρια έλαβε πολλές φορές οδηγίες, γραπτώς και προφορικώς,  σύμφωνα με τις οποίες όφειλε να ξεκινά από το γραφείο του Μ.Α. και μετά να συνεχίζει με τα υπόλοιπα γραφεία. Παράδειγμα τέτοιων οδηγιών ήταν η προειδοποιητική επιστολή Τεκμήριο 1. Για το περιστατικό ημερ. 23/6/2017, ανέφερε ότι επισκέφθηκε και ο ίδιος τον χώρο των αποχωρητηρίων δηλώνοντας, κυρίως ότι το έκανε επειδή έγινε αρκετή φασαρία από συναδέλφισσες και ήθελε πραγματικά να δει με τα μάτια του τι έγινε. Ταυτόχρονα σε σχέση με το περιστατικό ημερ. 14/7/2017 δήλωσε ότι «…Έγινε μεγάλη αναταραχή ανάμεσα στους υπαλλήλους για το γεγονός αυτό», γι΄ αυτό και πήγε να το ελέγξει. Για τα περιστατικά αυτά δήλωσε ότι η Αιτήτρια τα παραδέχθηκε, εφόσον παρέλαβε τις προειδοποιητικές επιστολές χωρίς να αντιδράσει. Αν ήθελε να του μιλήσει, όπως ανέφερε, η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή, εκτός όταν ήταν με «ξένους». Παρά ταύτα, η Αιτήτρια δεν εξέφρασε καμία αντίρρηση στις επιστολές Τεκμήρια 1 και 2, ούτε κανένα παράπονο, είτε προσωπικά είτε μέσω δικηγόρου. Για, δε, την επιστολή Τεκμήριο 3, ανέφερε ότι έδωσε οδηγίες ετοιμασίας της μετά το περιστατικό ημερ. 11/8/2017, όταν ο ίδιος, μετά από συνεννόηση με την Ι.Α., αποφάσισε για τερματισμό της απασχόλησής της. Η απόφαση αυτή, όπως διευκρίνισε, δεν βασίστηκε στο συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά αυτό ήταν το «κερασάκι στην τούρτα» στην γενικότερη συμπεριφορά της Αιτήτριας, η οποία δεν εκτελούσε καθόλου τα καθήκοντά της. Τέλος, ανέφερε ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να παραλάβει την επιστολή Τεκμήριο 3, αρνούμενος τη θέση ότι υπάλληλος της Εργοδότριας Εταιρεία, επ΄ ονόματι Χαρά Πίπα, προσπάθησε πρώτα να παραλάβει την επιστολή αυτή. Όσον αφορά τη θέση της Αιτήτριας ότι η επιστολή τερματισμού εξασφαλίστηκε μετά από εμπλοκή του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, επανέλαβε απλά ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να την παραλάβει.

 

Μαρτυρία Αιτήτριας 

 

Καταθέτοντας η Αιτήτρια ανέφερε ότι αρχικά εργαζόταν σε άλλη εταιρεία, η οποία πρόσφερε υπηρεσίες καθαρισμού στην Εργοδότρια Εταιρεία. Ενόψει του ότι οι ιδιοκτήτες της Εργοδότριας Εταιρείας έμειναν ιδιαιτέρως ικανοποιημένοι από την απόδοσή της, της έκαναν πρόταση για μόνιμη συνεργασία. Η ικανοποίησή τους αυτή συνεχίστηκε και μετά την έναρξη της απασχόλησής της και μέχρι και το 2017, περίοδος κατά την οποία η απασχόλησή της εξελισσόταν εντός κλίματος «αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης» και χωρίς να λάβει οποιαδήποτε παρατήρηση. Τουναντίον, κατά την περίοδο εκείνη ελάμβανε συχνά επαίνους ότι μόνη της, σε μισή εργάσιμη ημέρα, διατηρούσε τους χώρους σε άριστη κατάσταση. Το κλίμα αυτό άλλαξε τον Απρίλιο του 2017, όταν παρατήρησε (όπως και το υπόλοιπο προσωπικό) ότι οι εργοδότες της έγιναν πολύ αυστηροί. Επίσης υπήρχαν προστριβές μεταξύ των διευθυντών της Εργοδότριας Εταιρείας. Περί τα τέλη δε του Ιουνίου, έλαβε προφορική παρατήρηση από τον Β.Α., όταν αυτός της ανέφερε ότι την προηγούμενη μέρα το απόγευμα και μετά που είχε σχολάσει «από τα αποχωρητήρια των γυναικών ανάβλυζε μια άσχημη οσμή», χωρίς να της αναφέρει ότι ήταν ακάθαρτες. Τότε αυτή απάντησε ότι η άσχημη οσμή οφειλόταν στη χρήση της από συγκεκριμένη υπάλληλο και ήταν γνωστό ανάμεσα στις γυναίκες υπαλλήλους της Εταιρείας το «πρόβλημα» αυτό, το οποίο συζητείτο καθημερινά. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο, έλαβε δεύτερη παρατήρηση από τον Β.Α., ο οποίος της ανέφερε, σε νέα συνάντηση ημερομηνίας 14/7/2017, ότι στο κουτί του υγρού των πιάτων υπήρχε άλλο καθαριστικό. Τότε αυτή του ανέφερε ότι δεν ήταν δικό της το λάθος και ότι ουδέποτε θα μπέρδευε τα καθαριστικά. Στη συνάντηση αυτή ο Β.Α. της έδωσε και οδηγίες να μην ετοιμάζει καφέ για τον Κ.Κ. (γεγονός που, κατά την ίδια, επιβεβαίωνε τις φημολογούμενες διαφορές μεταξύ των διευθυντών), καθησυχάζοντάς την ότι αυτό πρόκυπτε λόγω σαφών οδηγιών της Διεύθυνσης και ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Τότε ο Β.Α. της ανέφερε ότι όσα της είπε τα είχε και γραπτώς και της ζήτησε να υπογράψει δύο έγγραφα. Εκείνη τα υπέγραψε και τα παρέλαβε χωρίς να τα διαβάσει, θεωρώντας ότι περιείχαν τις εν λόγω οδηγίες. Αργότερα, όταν φόρεσε τα γυαλιά της και τα διάβασε, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για προειδοποιητικές επιστολές αναφορικά με περιστατικά για τα οποία είχε ήδη αρνηθεί οποιαδήποτε ευθύνη. Επανήλθε τότε στο γραφείο του Β.Α. για να ζητήσει εξηγήσεις, ο οποίος της ανέφερε να μην ανησυχεί, καθώς επρόκειτο για μια απλή τυπική διαδικασία. Μετά την ημέρα αυτή συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά της χωρίς κανένα πρόβλημα, μέχρι που, στις 11/8/2017, σε πρωινή συνάντηση που είχε με τον Β.Α., της ανακοινώθηκε με πολύ άσχημο τρόπο ότι απολύεται και ότι έπρεπε να αποχωρήσει άμεσα, χωρίς να της εξηγηθεί ο λόγος ούτε να της δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει. Ενόψει του ότι δεν της δόθηκε επιστολή τερματισμού, ζήτησε από μία συνάδελφό της, την κα Χαρά Πίπα, να μεταβεί στο γραφείο του Β.Α. για να την παραλάβει, καθώς η ίδια ήταν ιδιαίτερα αναστατωμένη για να το πράξει. Πηγαίνοντας στο γραφείο του Β.Α., η κα Πίπα αντιμετώπισε τον Γ.Α., ο οποίος άρχισε να της φωνάζει λέγοντας: «Τι είσαι εσύ, η δικηγόρος της;» και άλλα παρόμοια, με αποτέλεσμα, όπως πληροφορήθηκε στη συνέχεια, να ακολουθήσει και ο τερματισμός της δικής της απασχόλησης. Περίπου μία βδομάδα μετά τον τερματισμό της απασχόλησής της, κατήγγειλε τη συμπεριφορά της Εργοδότριας Εταιρείας στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων Λεμεσού και, κατόπιν παρέμβασης αρμόδιου λειτουργού, η Εργοδότρια Εταιρεία απέστειλε επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 11/8/2017, η οποία φέρει τη σφραγίδα του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων.

 

Αντεξεταζόμενη, η Αιτήτρια επέμεινε ότι τα καθήκοντά της εκτελούνταν σύμφωνα με πρόγραμμα που η ίδια όριζε, ξεκινώντας από το γραφείο του Μ.Α. και το προσωπικό «κεφάλι» της Εργοδότριας Εταιρείας και προχωρώντας «προς τα κάτω». Όταν υπήρχαν προγραμματισμένες συναντήσεις, ξεκινούσε από τα γραφεία και προετοίμαζε καφέδες και νερά. Επεξήγησε ότι το κλίμα στην Εργοδότρια Εταιρεία άλλαξε μετά τον Απρίλιο του 2017, αναφέροντας το περιστατικό ημερ. 14/7/2017, όταν ισχυρίστηκε ότι υπεύθυνη ήταν άλλη υπάλληλος, η οποία ήταν εκεί και γελούσε. Επιπλέον, ανέφερε την άρνηση της Εργοδότριας Εταιρείας να αγοράζει προϊόντα για το προσωπικό, όπως αποσμητικά χώρου, παρά τις ανάγκες των υπαλλήλων. Αναφέρθηκε και σε αποχωρήσεις άλλων δύο υπαλλήλων λόγω της «άλλης κυρίας». Απέρριψε τη θέση ότι η επιστολή ημερομηνίας 29/6/2017 παραδόθηκε εκείνη την ημέρα, εμμένοντας ότι παραδόθηκε στις 14/7/2017, και επανέλαβε ότι το πρόβλημα με τις τουαλέτες οφειλόταν σε συγκεκριμένη υπάλληλο. Επίσης, δήλωσε ότι δεν έκανε λάθος με τα καθαριστικά και δεν απάντησε στις επιστολές μέσω δικηγόρου εφόσον δεν είναι μορφωμένη και «δεν ξέρει από τέτοια πράγματα». Ανέφερε επίσης ότι ο Β.Α. «της έστησε παγίδα», λέγοντάς της να μην ανησυχεί αλλά τελικά απολύθηκε. Για την επιστολή τερματισμού, ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν της την έδειξε ο Β.Α., αλλά την απέλυσε προφορικά, και όταν έμαθε ότι έπρεπε να ζητήσει την επιστολή, ζήτησε από τη κα Πίπα να την παραλάβει λόγω της αναστάτωσής της. Τελικά, η επιστολή της παραδόθηκε όταν ενέπλεξε αυτή το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων.

 

(ΙΙΙ) Ευρήματα επί αμφισβητούμενων γεγονότων

 

Διερχόμενοι τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιόν μας, παρατηρούμε ότι τα γεγονότα που συνδέονται ουσιαστικά με τα επίδικα ζητήματα και αμφισβητούνται από τα διάδικα μέρη, αφορούν κυρίως τις συνθήκες παράδοσης των σχετικών επιστολών, Τεκμηρίων 1 μέχρι και 3, από την Εργοδότρια Εταιρεία στην Αιτήτρια και την αντίδρασή της σε σχέση με αυτές. Επίσης, γεγονότα που συνδέονται με τα ουσιώδη θέματα και αμφισβητούνται είναι, δεδομένου ότι αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την εκδοχή της Εργοδότριας Εταιρείας για παράλειψη εκτέλεσης εκ μέρους της Αιτήτριας των εργασιακών της καθηκόντων, είναι και εκείνα που αφορούν τα καθήκοντα που εκτελούσε η Αιτήτρια κατά τον χρόνο του τερματισμού της απασχόλησής της και κυρίως κατά πόσο όφειλε, κατόπιν σχετικών οδηγιών, να εκτελεί τα καθήκοντα σε συγκεκριμένη σειρά. Τέλος, σημειώνεται ότι, αν και τα βασικά γεγονότα που περιβάλλουν τα περιστατικά ημερ. 23/6/2017, 28/6/2017, 14/7/2017 και 11/8/2017 συνιστούν κοινή συνισταμένη στην μαρτυρία και των δύο πλευρών (καθώς η Αιτήτρια δεν αμφισβητεί κατ’ ουσίαν ότι έλαβαν χώρα αλλά αρνείται τα συμπεράσματα των εργοδοτών της ως προς την εμπλοκή ή ενοχή της σε αυτά), η εκδοχή της Αιτήτριας διαφοροποιείται από αυτή των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας, με την Αιτήτρια να θέτει την εκδοχή ότι για το περιστατικό ημερ.  23/6/2017 την ευθύνη είχε συγκεκριμένη υπάλληλος της Εργοδότριας Εταιρείας, η οποία δημιουργούσε γενικά προβλήματα στις τουαλέτες, κάτι που οι γυναίκες εργαζόμενες της Εργοδότριας συζητούσαν καθημερινά, ενώ για το περιστατικό ημερ.  14/7/2017 υποστηρίζει ότι ευθύνη είχε μία «άλλη κυρία», η οποία γελούσε κατά την επιθεώρηση των χώρων με τον Β.Α.

 

Αξιολογώντας την σχετική μαρτυρία που προσφέρθηκε ενώπιον μας σε σχέση με τα γεγονότα αυτά σημειώνουμε τα εξής:

 

(α) Ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν αμφισβητεί κατ’ ουσίαν το τι έλαβε χώρα κατά τις ημερομηνίες που αφορούσαν τα περιστατικά ημερ. 23/6/2017, 28/6/2017, 14/7/2017 και 11/8/2017, πλην όμως αρνείται τα συμπεράσματα των εργοδοτών της ως προς την εμπλοκή / ενοχή της σε αυτά, αποδεχόμαστε, σε σχέση με αυτά, τα όσα αναφέρει η Εργοδότρια Εταιρεία, προβαίνοντας στα ανάλογα ευρήματα γεγονότων (χωρίς, φυσικά, να προβαίνουμε σε σχετικό εύρημα για την ευθύνη ή εμπλοκή της Αιτήτριας ως προς αυτά). Οι διαφοροποιημένες εκδοχές που προβάλλει η Αιτήτρια σε σχέση με τα εν λόγω περιστατικά (όπως σημειώνονται πιο πάνω) δεν μπορούν να γίνουν δεκτές και θα αγνοηθούν, εφόσον δεν νιώθουμε ασφάλεια να καταλήξουμε σε σχετικά ευρήματα, ενόψει της αοριστίας και γενικότητας των ισχυρισμών αυτών, αλλά και διότι η Αιτήτρια παρέλειψε έστω να κατονομάσει την υπάλληλο την οποία ισχυρίζεται ότι ευθύνεται για τα προβλήματα στις τουαλέτες, ενώ αρνήθηκε να κατονομάσει την «άλλη κυρία» που, κατά ισχυρισμό, ευθύνεται για το περιστατικό ημερ. 14/7/2017, λέγοντας απλώς: «Εν χρειάζεται να πούμε. Εν αυτονόητο». Πάντως, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν θεωρούμε πως η εν λόγω αδυναμία στη μαρτυρία της Αιτήτριας κλονίζει σε τέτοιο βαθμό την αξιοπιστία της ώστε να επηρεάζει τη θετική αξιολόγηση της λοιπής μαρτυρίας της, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω.

 

(β) Όσον αφορά τα γεγονότα που αφορούν τα καθήκοντα / ωράριο της Αιτήτριας και τις οδηγίες που είχε σε σχέση με τη σειρά καθαριότητας των χώρων, αποδεχόμαστε την εκδοχή και μαρτυρία της Αιτήτριας ως την πιο πειστική, απορρίπτοντας τη σχετική εκδοχή και μαρτυρία των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας επ’ αυτού, ως ακροσφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων, προβαίνοντας στα ανάλογα ευρήματα γεγονότων. Η Αιτήτρια, καταθέτοντας ενώπιόν μας, άφησε θετικές εντυπώσεις, δίδοντας σαφή και συνεπή μαρτυρία. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα σχετικά θέματα, δίνοντάς μας την εντύπωση ότι έχει βαθιά γνώση των γεγονότων αυτών (κάτι που είναι συμβατό και με τη λογική, εφόσον αφορούν καθήκοντα που εκτελεί εδώ και 5 χρόνια, τα 4 εκ των οποίων δεν υπήρξε κανένα παράπονο). Η εκδοχή της ότι οι εργοδότες της δεν της έδωσαν ακριβείς οδηγίες κατά τη διάρκεια της απασχόλησής της, πλην των προφορικών οδηγιών που της έδωσε ο Μ.Α. να καθαρίζει πρώτα το γραφείο του (πριν τη λήψη της επιστολής Τεκμήριο 1), είναι συμβατή με τη λοιπή ενώπιόν μας μαρτυρία, στο πλαίσιο της οποίας δεν προσφέρθηκε κανένα γραπτό κείμενο ή άλλο έγγραφο ή σαφής μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι δόθηκαν τέτοιες οδηγίες προς την Αιτήτρια πριν από την παράδοση της επιστολής αυτής, η οποία της δόθηκε λίγο καιρό πριν απολυθεί. Από την άλλη, η εκδοχή που παρουσίασαν οι μάρτυρες της Εργοδότριας Εταιρείας δεν είναι συμβατή με τη μαρτυρία επί του θέματος, εφόσον, αν και οι δύο μάρτυρες ανέφεραν ότι οι οδηγίες που δόθηκαν στην Αιτήτρια αφορούσαν τη σειρά εκτέλεσης των καθηκόντων της και τον σχολαστικό καθαρισμό των αποχωρητηρίων και των χώρων από την προηγούμενη μέρα, στο κείμενο της σχετικής επιστολής (Τεκμήριο 1) γίνεται αναφορά σε πολύ ευρύτερο φάσμα οδηγιών, οι οποίες, κατά την άποψη του αποστολέα της, δηλαδή του Β.Α., είχαν επανειλημμένα γνωστοποιηθεί προφορικά στην Αιτήτρια στο παρελθόν και αφορούσαν: καθαρισμό και αερισμό καθημερινά με σειρά προτεραιότητας, διατήρηση καθαριότητας κοινόχρηστων χώρων ανά πάσα στιγμή, μέριμνα για τακτοποίηση του χώρου ενόψει αναμενόμενων επισκέψεων, εβδομαδιαίο καθαρισμό τμημάτων και καθημερινό, σχολαστικό καθαρισμό αποχωρητηρίων για λόγους υγιεινής — χωρίς, όμως, να γίνεται καμία μνεία στην επίμαχη οδηγία περί καθαρισμού των χώρων από την προηγούμενη μέρα. Υπογραμμίζεται δε, σε κάθε περίπτωση, ότι η μαρτυρία που δόθηκε από τους δύο μάρτυρες στο σύνολό της χαρακτηρίζεται από γενικότητα και αοριστία, εφόσον παρέλειψαν να αναφερθούν με σαφήνεια στα περιστατικά αυτά και να μας εξηγήσουν τα στοιχεία που αφορούσαν τις οδηγίες αυτές, διευκρινίζοντας πότε, πώς και υπό ποιες συνθήκες δόθηκαν.

 

(γ) Και σχετικά με τα γεγονότα που αφορούν την παράδοση των επιστολών Τεκμήρια 1 και 2, καθώς και των γεγονότων που αφορούν το περιστατικό ημερ. 11/8/2017, αποδεχόμαστε την εκδοχή και μαρτυρία της Αιτήτριας (ταυτόχρονα απορρίπτοντας τη σχετική εκδοχή και μαρτυρία των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας ως ακροσφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων), με τη διευκρίνιση ότι τα όσα ανέφερε για την εμπλοκή της κας Πίπας στην παράδοση της επιστολής Τεκμήριο 3 δεν θα τα λάβουμε υπόψη, ενόψει της αοριστίας και γενικότητας των ισχυρισμών αυτών. Η Αιτήτρια, πλην των όσων έθεσε αναφορικά με την κα Πίπα (τα οποία βρίσκουμε ασαφή, γενικά και αόριστα[8]), αναφέρθηκε στα σχετικά περιστατικά με σαφήνεια και ευθύ λόγο, κάνοντας αναφορά σε εκτενείς λεπτομέρειες και στιχομυθίες. Παρά τη λεπτομέρεια αυτή, τίποτε δεν κλόνισε την αξιοπιστία της κατάθεσής της. Από την άλλη, η μαρτυρία του Β.Α. χαρακτηρίζεται από ασάφεια και έλλειψη λεπτομέρειας, γεγονός που, πρέπει να πούμε, μας ξένισε ιδιαιτέρως. Θα περιμέναμε από τον Β.Α., ως βασικό μάρτυρα της Εργοδότριας Εταιρείας σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, να αναφερθεί εις βάθος στα γεγονότα, παρέχοντας σαφή μαρτυρία και για τις συνθήκες των συναντήσεων, την παράδοση των επιστολών και τη συνάντηση της 11/8/2017. Αντ’ αυτού, η μαρτυρία του περιορίστηκε σε γενικές αναφορές και μονολεκτικές απαντήσεις, αποφεύγοντας λεπτομέρειες, γεγονός που αποδυνάμωσε την αξιοπιστία της. Σημειώνεται ότι η μαρτυρία αυτή αποδυναμώνεται και λόγω παράλειψής του να παρουσιάσει σαφή θέση για τον τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες το Τεκμήριο 3 παραλήφθηκε από την Αιτήτρια.  Συγκεκριμένα, σε σχέση με το θέμα αυτό, ο Β.Α. περιορίστηκε στην επανάληψη ότι η Αιτήτρια αρνήθηκε να παραλάβει την επιστολή, χωρίς να θέσει οποιαδήποτε εξήγηση ή ερμηνεία αναφορικά με το τι αποτελεί η σφραγίδα η οποία υπάρχει στο έγγραφο αλλά δεν είναι ευκρινής λόγω κακής ποιότητας του αντιγράφου, παρά το ότι ο ίδιος κατέθεσε το έγγραφο αυτό.

 

Τις ίδιες αδυναμίες, βρίσκουμε, παρουσιάζει και η μαρτυρία του Γ.Α. επί του θέματος, η οποία, μάλιστα, χαρακτηρίζεται και από ουσιώδεις αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ στην αρχική του κατάθεση ο Γ.Α. ανέφερε ότι ενημερώθηκε για τα περιστατικά ημερ. 23/6/2017 και 14/7/2017 από τον Β.Α., κατά την αντεξέταση παρουσίασε διαφορετική εκδοχή, αναφερόμενος ότι για τα δύο περιστατικά είχε ίδια αντίληψη, έχοντας επιθεωρήσει τους σχετικούς χώρους. Η αντίφαση αυτή κρίνεται, ως εξαιρετικά ουσιώδης, με αποτέλεσμα να πλήττεται καθοριστικά η αξιοπιστία της μαρτυρίας του, ιδίως υπό το φως του ότι η μεταβολή αυτή, βρίσκουμε, οφείλεται όχι σε ασάφεια ή αδυναμία μνήμης, αλλά σε μία προσπάθεια να καταστήσει τη μαρτυρία του πιο πειστική προς το Δικαστήριο, όχι μέσω κατάθεσης των γεγονότων με σαφήνεια και αντικειμενικότητα, αλλά παρουσιάζοντάς την εντός κλίματος έντονης δραματικότητας και υπερβολής. Αυτό συνάδει, άλλωστε, και με το σύνολο της μαρτυρίας του η οποία τέθηκε ενώπιόν μας εντός του πιο πάνω κλίματος και στο πλαίσιο της οποίας αυτός εξέφρασε, βρίσκουμε, ένα έντονο συναίσθημα απογοήτευσης προς την Αιτήτρια, το οποίο πήγαζε, (ως προκύπτει από τις σχετικές δηλώσεις που παραθέσαμε πιο πάνω) από την αντίληψή του ότι αυτή επέδειξε την επίδικη διαγωγή, παρά το ότι αυτός και άλλα μέλη της διοίκησης της Εργοδότριας Εταιρείας της συμπαραστάθηκαν, τη βοήθησαν οικονομικά και επέδειξαν προς αυτήν ευεργετική συμπεριφορά. Είναι για τους λόγους αυτούς, θεωρούμε, που εγκατέλειψε τον ρόλο του ως λήπτη πληροφοριών σε σχέση με τα περιστατικά αυτά (ρόλο που του αποδόθηκε τόσο από τον ίδιο όσο και από τον Β.Α.) και υιοθέτησε θέση ενεργού παρατηρητή επ’ αυτών, έτσι ώστε να μας πείσει, με τον τρόπο που αναφέρουμε πιο πάνω, περί της αλήθειας της εκδοχής του. Με όλο τον σεβασμό, δεν βρίσκουμε ότι τα έχει καταφέρει. Τουναντίον, όλα τα πιο πάνω συναινούν στο ότι αυτός δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με διάθεση παρουσίασης μίας κατά το δυνατόν αντικειμενικής και αποστασιοποιημένης εκδοχής των επίδικων γεγονότων, αλλά παρουσιάζοντας μία προσέγγιση χρωματισμένη από υποκειμενικότητα, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του, στη βάση των σχετικών αρχών[9] να αποτελεί, τουλάχιστον, ακροσφαλές υπόβαθρο εξαγωγής συμπερασμάτων.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ / ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Έχοντας παρουσιάσει, πιο πάνω, τα συμπεράσματα / ευρήματα μας επί της προσκομισθείσας ενώπιον μας μαρτυρίας, προχωρούμε τώρα με την παρουσίαση των τελικών μας συμπερασμάτων / ευρημάτων μας ως προς το επίδικο ζήτημα το οποίο, ως εκ των ανωτέρω, είναι το κατά πόσο η Εργοδότρια Εταιρεία κατάφερε να αποδείξει με την μαρτυρία που έθεσε ενώπιον μας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας έγινε για τον λόγο που ισχυρίζεται[10] και σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Αρθ.5, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να μην δικαιούται στις Επίδικες Θεραπείες.

 

Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο η Εργοδότρια Εταιρεία ισχυρίζεται ότι έγινε ο τερματισμός της απασχόλησης, σημειώνουμε ότι, κατόπιν εξέτασης του συνόλου της ενώπιόν μας μαρτυρίας και των λοιπών δεδομένων, αποτελεί κρίση μας ότι ο λόγος για τον οποίο η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση της Αιτήτριας ήταν η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη της Αιτήτριας, τον ουσιώδη χρόνο, να ακολουθεί τις οδηγίες της διεύθυνσης της Εργοδότριας Εταιρείας όσον αφορά την εκτέλεση των εργασιακών της καθηκόντων. Αυτό προκύπτει τόσο από τη δικογραφία της Εργοδότριας Εταιρείας όσο και από το περιεχόμενο των τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιόν μας μέσω των μαρτύρων της, και κυρίως της επιστολής τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας (Τεκμήριο 3), η οποία κάνει ρητή αναφορά σε κατ’ εξακολούθηση παράλειψης από πλευράς της στην άσκηση των καθηκόντων της, δηλαδή την καθαριότητα των γραφείων.

 

Υπογραμμίζεται ότι ο τερματισμός της απασχόλησης εργοδοτουμένου για τον λόγο αυτό δύναται να γίνει σε συμμόρφωση με δύο διαφορετικούς και αυτοτελείς λόγους από αυτούς που προβλέπονται στο Άρθ. 5, και συγκεκριμένα με τον λόγο που προβλέπεται από το Άρθρο 5(α) του Ν.24/67Άρθ. 5(α)»), όταν η επίμαχη διαγωγή του εργοδοτουμένου (για την οποία τερματίζεται η απασχόληση) αφορά αδυναμία του (incapacity) να εκτελέσει τα καθήκοντά του με ικανοποιητικό τρόπο, και με τον λόγο του Άρθρου 5(ε), όταν η επίμαχη διαγωγή του εργοδοτουμένου αφορά εσκεμμένη μη ικανοποιητική απόδοση (wilful inadequate performance), δηλαδή όταν η ελλιπής απόδοση γίνεται όχι κατόπιν αδυναμίας αλλά ηθελημένα, με αποτέλεσμα η διαγωγή να εξισώνεται με σοβαρό εργασιακό παράπτωμα, το οποίο ενεργοποιεί τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου[11].

 

Στην παρούσα περίπτωση, η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση της Αιτήτριας χωρίς να της δώσει οποιαδήποτε προειδοποίηση ή πληρωμή αντί προειδοποίησης, πράξη που είναι συμβατή με τερματισμό απασχόλησης εργοδοτουμένου στο πλαίσιο του λόγου που προβλέπεται από το Άρθρο 5(ε) και όχι του Άρθρου 5(α). Ενόψει αυτού, αλλά και της σχετικής δήλωσης των δικηγόρων της Εργοδότριας Εταιρείας στις γραπτές τους αγορεύσεις ότι «η Αιτήτρια επανειλημμένα παρέλειπε να εκτελεί τα καθήκοντά της ή εκτελούσε αυτά με πλημμέλεια, γεγονός που δικαιολογούσε την απόλυσή της χωρίς προειδοποίηση», βρίσκουμε ότι ο λόγος για τον οποίο η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση της Αιτήτριας αφορά το Άρθρ. 5(ε), με αποτέλεσμα η συμμόρφωση της Εργοδότριας Εταιρείας με τις πρόνοιες του Ν.24/67 να πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με το άρθρο αυτό.

 

Συγκεκριμένα το Άρθ. 5(ε) προβλέπει τα εξής:

 

«5.  Τερματισμός απασχολήσεως δι΄ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

(ε)  όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:

Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκή το δικαίωμά του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμά του να απολύση τον εργοδοτούμενον·»

 

Υπογραμμίζουμε ότι συμπληρωματικές των προνοιών του Άρθ. 5(ε) είναι οι πρόνοιες του άρθρου 5(στ) του Ν.24/67Άρθ. 5(στ)»), οι οποίες εμπεριέχουν ενδεικτικό κατάλογο διαγωγών οι οποίες δύνανται να ενεργοποιήσουν τις πρόνοιες του άρθρου αυτού, ως ακολούθως:

 

«(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ΄ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:

(i)  διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένεται όπως συνεχισθή·

(ii)  διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·

(iii)  διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντός του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότου του·

(iv)  απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·

(v)  σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν·»

 

(Η υπογράμμιση δική μας)

 

Το πότε «εργοδοτούμενος επιδεικνύει τοιαύτην διαγωγήν ώστε να «καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως» εντός των πλαισίων του Άρθρου 5(ε), σύμφωνα με τη νομολογία, εναπόκειται στην κρίση του εργοδότη του όταν αποφασίζει για τον επίδικο τερματισμό. Αυτή όμως η κρίση δεν δύναται να είναι αυθαίρετη και ελέγχεται από το Δ.Ε.Δ. στη βάση του κατά πόσο αυτή βρίσκετο εντός των πλαισίων των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού και συνετού εργοδότη («within the band of reasonable responses of a reasonable employer»), ήταν δηλαδή, υπό τις περιστάσεις, εύλογη[12].

 

Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κακοφεγγίτου v. Κυπριακών Αερογραμμών, (2005) 1 Α.Α.Δ. 1478, όπου, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση British Leyland (U.K.) Ltd v. Swift [1981] I.R.L.R. 91, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Το ορθό κριτήριο είναι αυτό: Ήταν λογικά αναμενόμενο από τον εργοδότη να τον απολύσει; Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα τον απέλυε τότε η απόλυση είναι αδικαιολόγητη. Αλλά εάν ένα λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση ήταν δικαιολογημένη. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια γραμμή λογικής, στα πλαίσια της οποίας ένας εργοδότης μπορεί δικαιολογημένα να πάρει μια θέση και ένας άλλος εντελώς διαφορετική.»

 

Επίσης σχετική είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση L. Papaphilippou & Co v. Λουκά (2014) 1Β Α.Α.Δ. 1193 όπου σημειώθηκε ότι:

 

«Όπως, δε, έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν Δικαστήριο θα έκανε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Αντί αυτού, το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει τον εαυτό του κατά πόσον, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθετήθηκαν λογικές αιτίες σε σχέση με την πεποίθησή του ότι ο εργοδοτούμενος υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από τον εργοδότη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη.»

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει και ότι το κριτήριο του εύλογου της απόφασης του εργοδότη πρέπει να εντοπίζεται όχι μόνο σε σχέση με το τελικό στάδιο της λήψης της απόφασής του, όταν δηλαδή ο εργοδότης τελικά αποφασίζει τον τερματισμό της απασχόλησης του εργοδοτουμένου στη βάση της επίμαχης διαγωγής, αλλά και όσον αφορά το στάδιο που προηγείται και κατά το οποίο ο εργοδότης διαμορφώνει την αντίληψή του ως προς τα πραγματικά περιστατικά που την πλαισιώνουν («forming his view of the facts»)[13]. Τέτοια, δε, εύλογη αντίληψη για τα πραγματικά περιστατικά διαμορφώνεται, σύμφωνα με την υπόθεση Λουκά (πιο πάνω), όταν ο εργοδότης προβαίνει σε «διερεύνηση του ζητήματος» που είναι «υπό τις περιστάσεις εύλογη». Αυτό προκύπτει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Περί Τερματισμού της Απασχόλησης του 1985, Ν.45/1985, όταν έχει δοθεί στον εργοδοτούμενο:

 

«η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα»

 

Υπογραμμίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο στο θέμα της εύλογης διερεύνησης του ζητήματος, σημείωσε, στην πιο πάνω υπόθεση Κακοφεγγίτου, με ειδική αναφορά στο πιο πάνω άρθρο, τα εξής:

 

«Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ΄ όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία.  Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες.  Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»

 

Χρήσιμη αναφορά επί του θέματος μπορεί να γίνει στην πιο πάνω υπόθεση Λουκά όπου το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι:

 

«η γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης μπορεί ακόμη και να παραλειφθεί, αν ο εργαζόμενος είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να γνωρίζει απόλυτα την κατηγορία και, γενικότερα, τους λόγους της απόλυσης (Roberts and Ellison v. Short Bros and Harlon Ltd [1976] EAT 318/1976). Όπως τέθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton [1986] W.C.R. 306, 316, η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν.»

 

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι αυτό που καθιστά τη διερεύνηση του ζητήματος εύλογη δεν είναι η τήρηση «συγκεκριμένης διαδικασίας» αλλά να έχει, στην ουσία, δοθεί η ευκαιρία στον εργοδοτούμενο να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του με την προβολή και της δικής του θέσης. Αυτό ισχύει όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται τα στοιχεία που πλαισιώνουν τις καταγγελίες, εφόσον η ευκαιρία αυτή είναι δυνατό να μην δοθεί μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν[14].

 

Υπογραμμίζεται ότι τα συμπεράσματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προαναφερόμενες αποφάσεις βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια με τις αρχές που προκύπτουν επί του θέματος στην Αγγλική έννομη τάξη, όπου η υποχρέωση του εργοδότη για διερεύνηση των περιστατικών που πλαισιώνουν την επίμαχη διαγωγή δεν συνιστάται σε απόλυτη υποχρέωση του (absolute obligation) για διεξαγωγή διαδικασίας διερεύνησης (investigation), αλλά σε υποχρέωση να προβεί, υπό τις περιστάσεις, σε εύλογα βήματα ώστε να σχηματίσει, πριν τη λήψη της απόφασης για απόλυση, αντικειμενική και δίκαιη αντίληψη επί των σχετικών γεγονότων[15]. Σε περίπτωση, δε, που αποτύχει να πράξει αυτό, τότε η αποτυχία αυτή ενδέχεται να οδηγήσει, από μόνη της, στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του εργοδότη να τερματίσει την απασχόληση του εργοδοτουμένου δεν εμπίπτει εντός των λογικών αντιδράσεων ενός συνετού και εύλογου εργοδότη και, κατά συνέπεια, είναι παράνομη[16].

 

Ακόμα και αν κριθεί ότι ο εργοδότης έχει διαμορφώσει εύλογη αντίληψη σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που καθορίζουν τη διαγωγή του εργοδοτουμένου, εντός του πλαισίου μιας διαδικασίας διερεύνησης που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές, το ζήτημα της αξιολόγησης του εύλογου ή μη της απόφασής του, στη βάση του προαναφερόμενου κριτηρίου, δεν εξαντλείται εκεί. Αντιθέτως, η αξιολόγηση συνεχίζεται με την εκτίμηση του κατά πόσον και η τελική απόφαση του εργοδότη για τον τερματισμό ήταν εύλογη, στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον λόγο για τον οποίο ο εργοδότης ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα ο τερματισμός. Όταν, δε, ο λόγος αυτός είναι ο λόγος που προβλέπεται στο Άρθρ. 5(ε), τότε το κρίσιμο κριτήριο για το εύλογο της τελικής κρίσης του εργοδότη είναι, όπως έχει επανειλημμένως υπογραμμιστεί στο πλαίσιο της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το κατά πόσον η διαγωγή του εργοδοτουμένου διέρρηξε το κλίμα εμπιστοσύνης που διαπνέει τη σχέση εργασίας, με αποτέλεσμα η σχέση αυτή να μην αναμένεται λογικά να συνεχιστεί (βλ. Pattikis v. The Municipal Committee of Nicosia (1988) 1 C.L.R. 103).

 

Το πότε μία διαγωγή εργοδοτουμένου είναι ασυμβίβαστη με το επίπεδο εμπιστοσύνης έχει κυρίως σχέση με τη «σοβαρότητα» αυτής, γεγονός που καθίσταται αντιληπτό τόσο από τις σχετικές αναφορές στο άρθρο (στ) του Άρθ. 5 (βλ. κυρίως αναφορά σε «διάπραξη σοβαρού παραπτώματος» και «σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη παράβαση») όσο και από την εκτενή αναφορά στο θέμα αυτό στη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[17], στην οποία τονίστηκε κυρίως ότι (α) καμία διαγωγή ή συμπεριφορά εκ μέρους του εργοδοτουμένου, η οποία δεν ενέχει το στοιχείο του σοβαρού παραπτώματος, δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι δικαιολογεί τον άμεσο και χωρίς προειδοποίηση τερματισμό της απασχόλησής του από τον εργοδότη του κατ' εφαρμογή και του Άρθ. 5(ε), (β) η άμεση απόλυση, ως δραστικό μέτρο, θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε ιδιαίτερες περιστάσεις, και (γ) μία μεμονωμένη πράξη αμέλειας ή ένα παράπτωμα δεν δικαιολογεί απόλυση χωρίς προειδοποίηση, εκτός αν συνοδεύεται από σοβαρές συνέπειες.

 

Για το πότε μία διαγωγή ενέχει το στοιχείο της σοβαρότητας σε βαθμό που να ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 5(ε), όπως προκύπτει επί των αναπτυχθεισών επ’ αυτού νομολογιακών αρχών (βλ. κυρίως Pattikis (πιο πάνω)), δεν υφίσταται, ούτε δύναται να υφίσταται, γενικός κανόνας που να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις. Η εκτίμηση αυτή (όπως προκύπτει και από τη χρήση της φράσης «λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της περιπτώσεως» στο Άρθρο 5(στ)) εξαρτάται από την ουσιαστική αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων που πλαισιώνουν την κάθε περίπτωση και, ειδικότερα, από το κατά πόσον η διαγωγή που αποδίδεται στον εργοδοτούμενο ήταν, υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, ικανή να διαρρήξει το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται μη αναμενόμενη η συνέχιση της εργασιακής σχέσης. Έτσι, μία συγκεκριμένη διαγωγή δύναται, αναλόγως των πραγματικών περιστατικών που την πλαισιώνουν και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, να προσλαμβάνει, σε μία περίπτωση, τον χαρακτήρα εκείνης της σοβαρότητας που διαρρηγνύει το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης για τη διατήρηση της εργασιακής σχέσης, ενώ, σε άλλη περίπτωση, υπό διαφοροποιημένες πραγματικές συνθήκες, να μην συντρέχει κάτι τέτοιο.

 

Πάντως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ορισμένες μορφές διαγωγής ενέχουν, εκ φύσεώς τους, τέτοιο βαθμό σοβαρότητας ώστε να θεωρούνται ικανές να διαρρήξουν το εν λόγω κλίμα εμπιστοσύνης. Τέτοιες είναι, κυρίως, διαγωγές που φαίνεται να πληρούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση ποινικών αδικημάτων (π.χ. επίθεση, πρόκληση σωματικής βλάβης, παράνομη χρήση ή κατοχή ναρκωτικών ουσιών κ.ά.), καθώς και πράξεις που παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές της εύρυθμης και αξιοπρεπούς λειτουργίας του εργασιακού περιβάλλοντος, όπως η σεξουαλική ή άλλης μορφής παρενόχληση, η παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας ή η τέλεση ανταγωνιστικών πράξεων εις βάρος του εργοδότη, κ.ά.

 

Σε κάθε περίπτωση, δε, η εκτίμηση της σοβαρότητας της διαγωγής πρέπει να αφορά, όπως και γενικότερα η εκτίμηση για το κατά πόσον δικαιολογείται ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου, πρόσφατη, σε σχέση με τον επίδικο τερματισμό της απασχόλησης, διαγωγή, καθότι, τερματισμός απασχόλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένος στη βάση παρελθουσών διαγωγών του εργοδοτουμένου, ανεξαρτήτως της σοβαρότητάς τους. Δηλαδή, η διαγωγή πρέπει να αφορά πρόσφατη διαγωγή η οποία, κατά κανόνα, είχε αυτοτελώς τέτοια βαρύτητα ώστε να δικαιολογεί τον τερματισμό της απασχόλησης χωρίς προειδοποίηση (κανόνας που υποχωρεί μόνο στην περίπτωση που η τελική διαγωγή επιβεβαιώνει συγκεκριμένη και συστηματική διαγωγή του εργοδοτουμένου, η οποία συνεχίστηκε παρά την προηγούμενη παροχή σοβαρών προειδοποιήσεων). Σε διαφορετική περίπτωση, θα δημιουργούνταν ο κίνδυνος οι εργαζόμενοι που υπέπεσαν σε παρελθούσες παραβάσεις να παραμένουν διαρκώς εκτεθειμένοι στην απειλή καταγγελίας, με αποτέλεσμα η εργασιακή τους σχέση να τελεί υπό καθεστώς παρατεταμένης αβεβαιότητας, κάτι που αντίκειται τόσο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου όσο και στη θεμελιώδη υποχρέωση του εργοδότη να ενεργεί με διαφάνεια, αναλογικότητα και συνέπεια. Ταυτόχρονα, η εκτίμηση αυτή πρέπει να γίνεται εντός εύλογου χρόνου από τη στιγμή που η διαγωγή ήρθε στην αντίληψη του εργοδότη (βλ. επιφύλαξη του Άρθρ. 5(ε)). Το τι είναι εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά σίγουρα δεν αποκλείει τον χρόνο που χρειάζεται για τη λογική διερεύνηση των συμβάντων από τον εργοδότη προτού αυτός καταλήξει σε τελικά συμπεράσματα[18].

 

Τελικά Συμπεράσματα

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και, κυρίως, τα συμπεράσματα / ευρήματά μας αναφορικά με το σύνολο της μαρτυρίας και των λοιπών δεδομένων που τέθηκαν ενώπιόν μας, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, καθώς και τη νομική πτυχή του ζητήματος, η τελική κρίση μας επί του επίδικου ζητήματος διαμορφώνεται ως ακολούθως:

 

Από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιόν μας, καθίσταται σαφές ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας έλαβε χώρα στις 11/8/2017, λόγω του περιστατικού που σχετιζόταν με τη μη καθαριότητα του γραφείου του Μ.Α. Ήταν τότε που ελήφθη η απόφαση για τερματισμό της απασχόλησής της, η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης αλυσιδωτής αντίδρασης, η οποία είχε ως έναυσμα την παρατήρηση του Β.Α. ότι το γραφείο του Μ.Α. ήταν «εντελώς ασυγύριστο», και κατάληξη τη συνάντηση μεταξύ της Αιτήτριας και του Β.Α. στο γραφείο του την ίδια ημέρα όπου της ανακοινώθηκε ο τερματισμός της απασχόλησής της.

 

Η απόφαση αυτή, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας, λήφθηκε από τον Γ.Α., σε συνεννόηση με την Ι.Α., αμέσως μόλις ο Β.Α. τον ενημέρωσε για τα γεγονότα του επίμαχου περιστατικού, χωρίς να παρεμβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας καμία διαδικασία, επίσημη, ανεπίσημη ή άλλη, στο πλαίσιο της οποίας να τίθενται ενώπιον της Αιτήτριας οι κατηγορίες που της αποδίδονταν, ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να κατανοήσει τι ακριβώς της καταλογιζόταν και να προσκομίσει τη δική της εκδοχή και θέση. Αντιθέτως, λίγο μετά τη διαπίστωση του Β.Α. σχετικά με την κατάσταση του γραφείου του Μ.Α., η Αιτήτρια βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων στο γραφείο του, ακούγοντάς τον να της ανακοινώνει τον τερματισμό της απασχόλησής της.

 

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με τις αρχές που αναλύσαμε πιο πάνω μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα επίδικα γεγονότα ήταν είτε παραδεκτά από την Αιτήτρια είτε τέτοιας φύσης που καθιστούσαν τη συζήτηση περιττή (βλ. υπόθεση Λουκά (πιο πάνω)). Σε καμία περίπτωση, όμως, ισχύει εδώ κάτι τέτοιο. Τα γεγονότα σαφώς δεν ήταν παραδεκτά από την Αιτήτρια, ούτε τίθεται τέτοιο θέμα στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε ενώπιόν μας από τα διάδικα μέρη. Τίποτε δεν τέθηκε ενώπιόν μας (πέραν μίας γενικής και αόριστης θέσης των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας ότι η Αιτήτρια δεν αντέδρασε και ότι είχε παράπονο, θα τους το έλεγε είτε προσωπικά είτε μέσω δικηγόρου, κάτι που δεν εκανε) που να επιβεβαιώνει τέτοια παραδοχή. Ούτε τα περιστατικά ήταν τέτοια που να μην μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν, εφόσον η φύση τους σε καμία περίπτωση δεν ήταν απολύτως πρόδηλη ή αδιαμφισβήτητη.

 

Το αντίθετο. Το περιστατικό ημερ. 11/8/2017, στη βάση του οποίου τερματίστηκε η απασχόληση της Αιτήτριας, σχετιζόταν άμεσα με τα καθήκοντα της καθαρίστριας, τα οποία η Αιτήτρια ασκούσε για 5 και πλέον χρόνια. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η άποψή της αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα μπορούσε να είναι, αν όχι καθοριστική, σίγουρα κρίσιμη για την τελική απόφαση της Εργοδότριας Εταιρείας, ιδίως εφόσον η μοναδική εναλλακτική εκδοχή επί του ζητήματος ήταν αυτή του Β.Α., ο οποίος, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας, κανένα συγκεκριμένο ή εξειδικευμένο ρόλο κατείχε σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων που εκτελεί μία καθαρίστρια.

 

Έτσι, η Αιτήτρια θα μπορούσε, βρίσκουμε, αν της δινόταν η ευκαιρία, να δώσει τις δικές της εξηγήσεις για τα γεγονότα που πλαισίωναν το επίμαχο περιστατικό, παρουσιάζοντας τη δική της εκδοχή, η οποία θα περιλάμβανε την εξειδικευμένη γνώση της για τα θέματα καθαριότητας, ως το πρόσωπο που καθάριζε τους χώρους του Τουριστικού Γραφείου από τον Φεβρουάριο του 2012. Αντί, όμως, η Εργοδότρια Εταιρεία να της δώσει την ευκαιρία αυτή, επέλεξε, έχοντας ενώπιόν της μόνο την εκδοχή του Β.Α. για το επίμαχο περιστατικό, να θεωρήσει τη διαγωγή αυτή ως το «κερασάκι στην τούρτα» (έκφραση που χρησιμοποίησαν και οι δύο μάρτυρες της Εργοδότριας κατά την κατάθεσή τους – με την «τούρτα» να είναι οι προηγούμενες διαγωγές της Αιτήτριας για τις οποίες είχε λάβει σχετικές παρατηρήσεις), με αποτέλεσμα να αποφασίσει τον τερματισμό της απασχόλησής της χωρίς να της δοθεί η ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό της προβάλλοντας και την δική της εκδοχή.

 

Σε σχέση, δε, με τις προηγούμενες διαγωγές που η Εργοδότρια Εταιρεία καταλόγισε στην Αιτήτρια, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι, από τη στιγμή που αυτές οι διαγωγές ελήφθησαν υπόψη και αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στη λήψη της απόφασης για τον τερματισμό (ως προκύπτει σαφώς από την ενώπιόν μας μαρτυρία), η Εργοδότρια Εταιρεία όφειλε να έχει διαμορφώσει εύλογη αντίληψη και γι’ αυτές στη βάση των πιο πάνω αρχών. Παρά ταύτα, και παρά το γεγονός ότι ούτε τα περιστατικά αυτά ήταν παραδεκτά από την Αιτήτρια, ούτε τόσο έκδηλα και αδιαμφισβήτητα ώστε να αποκλείεται η αντικειμενική αμφισβήτησή τους, η Εργοδότρια Εταιρεία και σε σχέση με αυτά παρέλειψε να δώσει στην Αιτήτρια την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

 

Επεξηγώντας αυτό, σημειώνουμε τα εξής:

 

Το περιστατικό της 23/6/2017 αφορούσε την κατάσταση του κοινόχρηστου αποχωρητηρίου, το οποίο εξυπηρετούσε το σύνολο των γυναικών που βρίσκονταν καθημερινά στους χώρους του Τουριστικού Γραφείου (σε σύνολο περίπου 30–40 ατόμων). Η αναφορά σε ακαθαρσία του εν λόγω χώρου έγινε για χρονικό σημείο μετά την αποχώρηση της Αιτήτριας από την εργασία της, λόγω λήξης του εργασιακού της ωραρίου. Οποιοδήποτε πρόσωπο εκ των πολλών που χρησιμοποιούσαν τον χώρο θα μπορούσε να είχε προκαλέσει την κατάσταση που περιεγράφηκε. Τίποτε δεν τέθηκε ενώπιόν μας που να συνδέει την Αιτήτρια ευθέως με το περιστατικό, πέραν της γενικής της ιδιότητας ως καθαρίστριας. Η απλή αναφορά στην ιδιότητα αυτή δεν είναι επαρκής, από μόνη της, για να θεμελιώσει την ευθύνη της Αιτήτριας για το συγκεκριμένο περιστατικό, ούτε καθιστά τα πραγματικά περιστατικά που το πλαισίωναν τόσο έκδηλα και αδιαμφισβήτητα ώστε να αποκλείεται η αντικειμενική αμφισβήτησή τους.

 

Το ίδιο ισχύει και για το περιστατικό ημερ. 14/7/2017, το οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας, αφορούσε κοινόχρηστο χώρο, στον οποίο, κατά ρητή παραδοχή των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας, είχαν καθημερινά πρόσβαση περίπου 30–40 άτομα. Μάλιστα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γ.Α., τα καθαριστικά δεν φυλάσσονταν σε χώρο στον οποίο η Αιτήτρια είχε περιορισμένη ή αποκλειστική πρόσβαση, αλλά ήταν προσβάσιμα σε όλο το προσωπικό. Ούτε σε σχέση με το περιστατικό αυτό τέθηκε οτιδήποτε ενώπιόν μας που να συνδέει ευθέως την Αιτήτρια με την εν λόγω κατάσταση, πέραν του ότι αυτή ήταν υπεύθυνη για την τοποθέτηση των σχετικών υγρών στα δοχεία, γεγονότος το οποίο σαφώς δεν είναι από μόνο του αρκετό για να θεμελιώσει την ευθύνη της Αιτήτριας για το συγκεκριμένο περιστατικό, ούτε καθιστά τα πραγματικά περιστατικά που το πλαισίωναν τόσο έκδηλα και αδιαμφισβήτητα ώστε να αποκλείεται η αντικειμενική αμφισβήτησή τους.

 

Ούτε τίθεται θέμα παραδοχής εκ μέρους της Αιτήτριας αναφορικά με τα πιο πάνω περιστατικά, εφόσον, και πάλι, καμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μας που να επιμαρτυρεί τέτοια παραδοχή της.

 

Έτσι, κατόπιν όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία, κατά τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας, δεν έδρασε ως λογικός και συνετός εργοδότης. Συνεπακόλουθα, ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας κρίνεται ότι δεν έγινε σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Άρθ. 5 και είναι ως εκ τούτου παράνομος, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να δικαιούται, στη βάση των προαναφερθεισών αρχών, σε επιδίκαση των Επίδικων Θεραπειών.

 

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΠΟΣΩΝ

 

Κατόπιν της πιο πάνω κρίσης μας, καλούμαστε συνεπακόλουθα να επιληφθούμε του εναπομείναντος επίδικου ζητήματος, το οποίο δεν είναι άλλο από τον καθορισμό των ποσών που δικαιούται ως αποζημιώσεις και ως πληρωμή αντί προειδοποίησης, σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Ν.24/67.

 

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στη βάση του Άρθρου 3(1) του Ν. 24/67 υπολογίζονται στο πλαίσιο των προνοιών του Πρώτου Πίνακα, στον οποίο σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.

3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.

4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·

(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·

(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·

(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·

(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».

 

Το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται εργοδοτούμενος κατόπιν των προνοιών του Πρώτου Πίνακα έχει εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, μέσω της νομολογίας του, έχει αποσαφηνίσει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι:

 

«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.»

Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.»

 

Υπογραμμίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση Δ.Σ. ν. Argosy Trading Company Limited, Π.E. Αρ. 310/2012, ημερ. 13/2/2019, επαύξησε το ποσό των αποζημιώσεων που επιδικάστηκε από το Δ.Ε.Δ. προς την εργοδοτούμενη – Αιτήτρια, από το ποσό των €2.750,00 στο ποσό των €4.125,00, στη βάση του ότι:

 

«Δε φαίνεται, όμως, να απασχόλησε το Δικαστήριο το περιεχόμενο των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων στις προαναφερθείσες δύο επιστολές τους και, ειδικά, η σημασία που μπορεί να είχαν οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί, τους οποίους οι εφεσίβλητοι, αστήριχτα, πρόβαλαν σε βάρος της εφεσείουσας, ως λόγο απόλυσής της.  Με αυτούς, της αποδιδόταν αμέλεια και άρνηση εκτέλεσης καθήκοντος, καθώς, επίσης, μη τήρηση προβλεπομένων διαδικασιών στο πλαίσιο της εργασίας της ως ταμίας.  Πρόκειται για σοβαρούς ισχυρισμούς, οι οποίοι μετέδιδαν το σαφές μήνυμα ότι αυτή μειονεκτούσε ως προς την ικανότητά της να λειτουργεί με επιμέλεια και να εφαρμόζει σωστά το σύστημα εργασίας των εργοδοτών της.  Την στιγμάτισαν, έτσι, ως ανίκανη στην εκτέλεση της εργασίας της, με, αναμφίβολα, αρνητική επίδραση στην εργασιακή της φήμη και στη μελλοντική εργοδότησή της, ειδικά, ως ταμίας.

 

 Η παράλειψη του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του τις πιο πάνω πραγματικές περιστάσεις επί των οποίων στηρίχτηκε ευθέως ο λόγος απόλυσης της εφεσείουσας και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από αυτές σε βάρος της αποτελεί σοβαρό σφάλμα, εκ μέρους του.  Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.  Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου τούτου, προς αύξηση της επιδικασθείσας αποζημίωσης.»

 

Κατόπιν όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε εργαζόμενο στη βάση του αρθρου 3(1) του Ν.24/67 εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δ.Ε.Δ., η οποία ασκείται εντός των πλαισίων που το ίδιο θέτει[19].

 

Στην παρούσα περίπτωση, η περίοδος απασχόλησης της Αιτήτριας διήρκησε, κατά παραδοχή και των δύο πλευρών, από 1/2/2012 μέχρι 11/8/2017 (περίοδος που αντιστοιχεί σε 6 χρόνια απασχόλησης για σκοπούς του Ν.24/67), με αποτέλεσμα το ποσό που θα δικαιούτο σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζουσα, υπό την έννοια του Άρθρου 18 του Ν.24/67, ως πληρωμή από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, να αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 13 εβδομάδων[20].

 

Έχοντας αυτό υπόψη, καθώς και το ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές της Αιτήτριας ανέρχονταν πριν τον τερματισμό της απασχόλησής της σε €157,50 (€630,00 Χ 13 ÷ 52), βρίσκουμε ότι τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί η διακριτική μας ευχέρεια ως προς την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος της Αιτήτριας στην παρούσα περίπτωση κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των €2.047,50, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που θα δικαιούτο η Αιτήτρια σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζουσα υπό την έννοια του Άρθρου 18 του Ν.24/67 (€157,50 Χ 13), και του ποσού των €16.380,00, το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 104 εβδομάδων (2 ετών) της Αιτήτριας (€157,50 Χ 104).

 

Με βάση τα δεδομένα αυτά, έχοντας εξετάσει με προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας, κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, όπως επιδικάσουμε στην Αιτήτρια, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Ν.24/67, ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 19,5 εβδομάδων, ήτοι ποσό €3.071,25 (€157,50 Χ 19,5), λαμβανομένου υπόψη —ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας αναφορικά με την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας της Αιτήτριας— κυρίως του ύψους των απολαβών της Αιτήτριας, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των €157,50 εβδομαδιαίως, της διάρκειας της υπηρεσίας της, διάρκειας, για σκοπούς του Ν.24/67, 6 ετών και των συνθηκών κάτω από τις οποίες προέκυψε ο επίδικος τερματισμός της απασχόλησης, τα οποία θεωρούμε ότι προσομοιάζουν με εκείνα της υπόθεσης Argosy (πιο πάνω). Και στην παρούσα περίπτωση, η Εργοδότρια Εταιρεία απόδωσε σοβαρούς ισχυρισμούς εναντίον της Αιτήτριας, οι οποίοι αφορούσαν παραλείψεις στην εκτέλεση των καθηκόντων της και προβλήματα συμμόρφωσης με τις οδηγίες, χωρίς όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να τεκμηριωθούν επαρκώς ή να συνοδευτούν από δίκαιη διαδικασία διερεύνησης. Οι ισχυρισμοί αυτοί, και συγκεκριμένα ότι η Αιτήτρια εκτελούσε τα καθήκοντά της με μη ικανοποιητικό τρόπο, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται ο τερματισμός της απασχόλησής της, ούτε στην παρούσα περίπτωση υποστηρίχθηκαν από αντικειμενικά στοιχεία. Ωστόσο, είχαν τη δυνατότητα να πλήξουν την επαγγελματική φήμη της Αιτήτριας, γεγονός που, όπως στην περίπτωση της εργαζομένης στην προαναφερόμενη υπόθεση, είναι σημαντικό, εφόσον οι αποδιδόμενοι ισχυρισμοί μετέδιδαν το σαφές μήνυμα ότι η Αιτήτρια μειονεκτούσε ως προς την ικανότητά της να λειτουργεί με επιμέλεια και να εφαρμόζει σωστά το σύστημα εργασίας των εργοδοτών της. Στη βάση αυτού, κρίνουμε δίκαιο και ορθό να επιδικάσουμε στην Αιτήτρια ποσό μεγαλύτερο του ποσού που θα δικαιούτο εάν καθίστατο πλεονάζουσα, το οποίο είναι το συνολικό ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 19,5 εβδομάδων, ως αναφέραμε πιο πάνω.

 

Επίσης, στην Αιτήτρια επιδικάζουμε και, στη βάση του Άρθρου 9 του Ν.24/67, πληρωμή αντί προειδοποίησης, η οποία αντιστοιχεί με απολαβές 7 εβδομάδων, ήτοι ποσό €1.102,50 (€157,50 Χ 7).

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται ομόφωνα απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος της Καθ’ ης η Αίτηση, για το ποσό των €1.102,50, πλέον νόμιμο τόκο, ως πληρωμή αντί προειδοποίησης, καθώς και για το συνολικό ποσό των €3.071,25, πλέον νόμιμο τόκο, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Ν.24/67.

 

Επίσης, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση έξοδα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………...

                                                            Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………                    (Υπ.) ……………………………………

                  Μ. Νικολάου, Μέλος.                                             Γ. Χριστοδούλου, Μέλος.

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. άρθρο 30 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με την έννοια του όρου «εργατική διαφορά» στο άρθρο 2.

[2] Βλ. μεταξύ άλλων Χρυσάνθη Χρυσάνθου και Σταύρος Φραντζής ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295, όπου σημειώνονται τα εξής: «Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι».

[3] Συγκεκριμένα, το Άρθ. 6(1) προνοεί τα εξής:

«Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»

[4] Σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη τη μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, αλλά παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, έχοντας όμως υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησής της (βλ. μεταξύ άλλων Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

[5] Μεταξύ των οποίων είναι και οι εξής:

(α) Όταν προκύπτουν, όσον αφορά τα γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δύο διιστάμενες εκδοχές, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μία από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138).

(β) Στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η πληρότητα, σαφήνεια και αμεσότητα της μαρτυρίας, η ύπαρξη ή μη υπεκφυγών, γενικοτήτων, αντιφάσεων ή υπερβολών, η λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται και η ύπαρξη ή απουσία προσωπικού συμφέροντος (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192 · Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς, Π.Ε. 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.

(γ) Μαρτυρία που κατατίθεται, έστω και χωρίς ένσταση, και δεν είναι αποδεκτή, αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826 · Demari Kronos Ltd ν. Michael Leslie Gray, Π.Ε. 264/2014, 22/2/2023), ECLI:CY:AD:2023:A62.

(δ) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί ή να απορρίψει μέρος ή και το σύνολο της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα (Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Λτδ ν. Χίνη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1331 · Χριστού Χριστού ν. Αντώνη Ανδρέου Γεωργίου, Π.Ε. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403.

(ε) Η λογική μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή συμπερασμάτων και η λογικοφάνεια των προβαλλόμενων εκδοχών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην τελική κρίση του Δικαστηρίου (Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd ν. Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Π.Ε. 371/2009, 16/2/2015).

[6] Υπογραμμίζεται ότι το γεγονός ότι η εργοδότηση της Αιτήτριας άρχισε την 1/2/2012 σημειώθηκε ρητά από τους δικηγόρους των διαδίκων ως παραδεκτό γεγονός κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία.

[7] Γεγονός που επίσης σημειώθηκε ρητά από τους δικηγόρους των διαδίκων ως παραδεκτό γεγονός κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία.

[8] Και εδώ οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ούτε η εν λόγω αδυναμία αυτή θεωρούμε στη μαρτυρία της Αιτήτριας κλονίζει σε τέτοιο βαθμό την αξιοπιστία της ώστε να επηρεάζει τη θετική αξιολόγηση της λοιπής μαρτυρίας της, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω.

[9] Βλ. σχετικά υπόθεση HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY v. ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 13/2014, 11/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:A92, όπου αναφέρεται ότι: «Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας δεν είναι κατ' ανάγκην και ειλικρινής και το αντίθετο.  Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών χωρίς να είναι ειλικρινής».

[10] Αναφορικά με το ρόλο του λόγου που ισχυρίζεται ο εργοδότης ότι έγινε ο τερματισμός της απασχόλησης σημειώνουμε ότι στο σύγγραμμα Andreman St.D. Anderman, "The Law of Unfair Dismissal", 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 144 αναφέρεται ότι (σε ελευθερη μετάφραση), το πρώτο στάδιο του ελέγχου του δικαιολογημένου της απόλυσης (test of reasonableness) είναι ο εντοπισμός του λόγου για τον λόγο του εργοδότη για τον τερματισμό «unendtify their ground for the dismissal».

[11] Bλ. σχετικά αγγλική απόφαση MacKellar v. Bolton [1979] IRLR 59 σημειώθηκε ότι η εσκεμμένη μη ικανοποιητική απόδοση (willful inadequate performance) θεωρείται ως εργασιακό παράπτωμα που εμπίπτει στο κεφάλαιο της κακής εργασιακής διαγωγής και όχι στο κεφάλαιο της ανικανότητας για ικανοποιητική εργασιακή απόδοση.

[12] Bλ. σχετικά αγγλικές αποφάσεις British Leyland UK Ltd v Swift [1981] και Iceland Frozen Foods Ltd v Jones [1982] ICR 17.

[13] Σχετική εδώ είναι και η αγγλική απόφαση Polkey v. AE Dayton Services Ltd [1988] ICR 142 όπου σημειώθηκε ότι το κριτήριο για το εύρος των λογικών αντιδράσεων του εργοδότη εφαρμόζεται και στο ερώτημα κατά πόσον πριν την απόλυση ο εργοδότης τήρησε μία λογική, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, διαδικασία και εντός του πλαισίου αυτού του ερωτήματος εξετάζεται και το ζήτημα του δικαιώματος της ακρόασης. 

[14] Βλ. σχετικά υποθέσεις Κακοφεγγίτου και Λουκά ανωτέρω.

[15] Βλ. St.D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3η έκδοση, Butterworths Lexis Nexis, σελ. 145, όπου γίνεται αναφορά στην υποχρέωση του εργοδότη «to make reasonable efforts to find any relevant fact which is available or which he ought reasonably to have known».

[16] Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα The Law of Unfair Dismissal του S.T. Anderman:

«Clearly, where an employer has made practically no effort to investigate an alleged offence, his decision to dismiss could be found to be unfair on that ground alone. As Stephenson LJ stated, ‘Employers suspecting an employee of misconduct justifying dismissal cannot justify their dismissal by just stating an honest believe in their guilt».

[17] Βλ. μεταξύ άλλων: Κασάπη ν. Technoplastics Ltd, (1992) 1 Α.Α.Δ. 919, σ. 935, ΚΕΜ (Taxi) Ltd v. Anastasios Tryphonos, [1968] 1 C.L.R. 52, Avghi Constantinidou v. F. W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd, (1980) 1 C.L.R. 302, Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ v. Γιώργου Κόγια, (2006) 1 Β Α.Α.Δ. 1227, Kanika Developments Ltd v. Λουκά, (2004) 1 Α.Α.Δ. 603 και Kynigos Hotels Limited v. Γιωργούλλας Χρίστου, (2004) 1 Α Α.Α.Δ. 665.

[18] Βλ. Ηλίας Πατσαλίδης ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ.194. Σε σχέση με το θέμα αυτό, υπογραμμίζεται ότι στην υπόθεση L'Union National (Tourism & Sea Resorts) Ltd v. Ανδρέας Αγαθοκλέους (2000) 1 Α.Α.Δ. 2117, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πάροδος σχεδόν ενός μήνα από την επίδειξη απρεπούς συμπεριφοράς μέχρι την απόλυση του εργαζομένου ήταν πέραν του λογικού χρόνου για την άσκηση του δικαιώματος απόλυσης από τον εργοδότη, ενώ στην υπόθεση Thanos Hotels Ltd v. Ανδρέας Ανδρέου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1000, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε από το τελευταίο κατ' ισχυρισμό παράπτωμα του εργαζομένου μέχρι την απόλυσή του ήταν μη λογικό για να θεμελιώσει την απόλυση, καθώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογος χρόνος για την άσκηση του δικαιώματος απόλυσης από τον εργοδότη.

[19] Με το κατώτερο ποσό που δύναται να επιδικαστεί ως αποζημίωση να είναι εκείνο που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εάν δικαιούτο σε πληρωμή πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV του Ν,24/67 και το ανώτερο εκείνο που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια δύο ετών.

[20] Βλ. Άρθρο 1 του Τέταρτου Πίνακα του Ν.24/67.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο