
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
Σ. Χαραλάμπους )
Γ. Καραβά ) Μελών.
Αρ. Αίτησης: 360/18
Μεταξύ:
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
Αιτητή
και
LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LIMITED
Καθ΄ ης η Αίτηση
Ημερομηνία: 31 Ιουλίου, 2025.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον Αιτητή: Η κα Ε. Νικολάου για Ζένιος Νικολάου Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: Η κα Ε. Πελεκάνου για Λ. Πελεκάνος & Συνεργάτες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής, με την επίδικη Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («Επίδικη Αίτηση»), ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε στην υπηρεσία της Καθ’ ης η Αίτηση εργοδότριας εταιρείας («Εργοδότρια Εταιρεία») από την 1/10/2002 μέχρι 30/11/2018, ημερομηνία κατά την οποία η τελευταία τερμάτισε την απασχόλησή του παράνομα και αδικαιολόγητα, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται σε επιδίκαση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («Δ.Ε.Δ.»), μετά και από απόσυρση των σχετικών αιτητικών που περιλαμβάνονταν στην Επίδικη Αίτηση και αφορούσαν αναλογία 13ου και 14ου μισθού (αιτητικά (4) και (5)), κυρίως θεραπειών που αφορούν αυξημένες αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης και πληρωμή αντί προειδοποίησης.
Η παρανομία του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή έγκειται, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ισχυρίζεται, στο γεγονός ότι αυτός έλαβε χώρα λόγω διαγωγής που του καταλογίστηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία, την οποία όμως ουδέποτε διέπραξε, εφόσον, καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, η διαγωγή του ήταν η αρμόζουσα και πάντοτε συμμορφούμενη με τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων του.
Σε απάντηση των πιο πάνω, η Εργοδότρια Εταιρεία, με τους Γενικούς Λόγους Εμφάνισής της, αποδέχεται τόσο την απασχόληση του Αιτητή στην υπηρεσία της από την 1/10/2002 όσο και τον μονομερή εκ μέρους της τερματισμό αυτής στις 30/11/2018. Καλεί όμως το Δικαστήριο να απορρίψει την Επίδικη Αίτηση με έξοδα υπέρ της, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός αυτός ήταν πράγματι νόμιμος, εφόσον, ως σημειώνει, «η διαγωγή και/ή συμπεριφορά του Αιτητή ήταν τέτοια που καθιστούσε σαφές ότι η σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου δεν ηδύνατο εύλογα να αναμένεται όπως συνεχιστεί για σοβαρή και/ή επαναλαμβανόμενη παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας και άλλων κανόνων σε σχέση με την απασχόλησή του».
ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ
Όπως διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ο Αιτητής στηρίζει το δικαίωμά του στις Επίδικες Θεραπείες σε ισχυρισμό του για παρανομία του τερματισμού της απασχόλησής του στην βάση των όσων αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις του. Στον ισχυρισμό αυτό η Εργοδότρια Εταιρεία απαντά με δικό της ισχυρισμό ότι ο τερματισμός ήταν νόμιμος, εφόσον αυτό έλαβε χώρα λόγω διαγωγής του. Συνεπακόλουθα, το δικαίωμα του Αιτητή στις Επίδικες Θεραπείες συνδέεται με το κατά πόσον ο τερματισμός της απασχόλησής του ήταν νόμιμος, έγινε δηλαδή σε συμμόρφωση με συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες. Από τη στιγμή, δε, που οι Επίδικες Θεραπείες αφορούν αποζημιώσεις για τερματισμό απασχόλησης και πληρωμή αντί Προειδοποίησης, οι πρόνοιες αυτές δεν είναι άλλες από αυτές του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/1967 («Ν.24/67»).
Συγκεκριμένα, ο Ν.24/67 καθιερώνει, στο Άρθρο 3 παράγραφος 1 («Άρθ. 3(1)»), νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου, του οποίου η απασχόληση τερματίζεται από τον εργοδότη του, σε πληρωμή αποζημιώσεων (πληρωτέων από τον εργοδότη), νοουμένου ότι ο τερματισμός αυτός είναι «παράνομος» (δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου), οι οποίες προβλέπουν τα εξής:
«3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα».
(Οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Ταυτόχρονα, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 («Άρθ. 9(1)»), ο Ν. 24/67, καθιερώνει και νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου σε λήψη προειδοποίησης, όταν ο τερματισμός της απασχόλησής του είναι παράνομος, δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού (δικαίωμα το οποίο ο εργοδοτούμενος δύναται να απωλέσει μόνο όταν ο τερματισμός της απασχόλησης προκύπτει λόγω διαγωγής του, η οποία τον καθιστά «υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως» στη βάση του εδαφίου (ε) του άρθρου 5 του Ν.24/67 («Άρθ. 5(ε)»)).
Υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα αυτό δύναται να μετατραπεί από δικαίωμα σε λήψη προειδοποίησης σε δικαίωμα σε πληρωμή αντί αυτής (πληρωμή αντί προειδοποίηση), στο πλαίσιο των προνοιών της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.24/67 («Άρθ. 11(1)»), το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Εργοδότης ο οποίος δίδει προειδοποίησιν εις εργοδοτούμενον έχει το δικαίωμα να απαιτήση παρά του εργοδοτουμένου όπως ούτος αποδεχθή πληρωμήν αντί προειδοποιήσεως. Η πληρωμή αύτη υπολογίζεται συμφώνως προς τας διατάξεις του Τρίτου Πίνακος».
Τα πιο πάνω έχουν ως αποτέλεσμα εργοδοτούμενος του οποίου η απασχόληση πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στο Άρθ. 9(1) (συνεχής απασχόληση μεγαλύτερη από 26 εβδομάδες, σε μόνιμη, μη δοκιμαστική, βάση) και η απασχόλησή του τερματίζεται από τον εργοδότη του, να δικαιούται σε λήψη προειδοποίησης για τον τερματισμό αυτό (η ελάχιστη περίοδος της οποίας υπολογίζεται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο), νοουμένου ότι αυτός δεν έγινε για τον λόγο που προβλέπεται στο Άρθ. 5(ε). Σε περίπτωση, δε, που ο εργοδότης του παρέλειψε να τον προειδοποιήσει κατάλληλα για τον τερματισμό, στη βάση των προνοιών αυτών, τότε δικαιούται σε απόδοση θεραπειών που αφορούν πληρωμή αντί της προειδοποίησης που δικαιούτο να λάβει, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τρίτου Πίνακα του Ν.24/67. Επιπλέον, αν η απασχόλησή του πληροί και τα κριτήρια του Άρθ. 3(1) (έχει δηλαδή συμπληρωθεί η περίοδος συνεχούς απασχόλησης που απαιτείται από το εν λόγω άρθρο) και ο τερματισμός της απασχόλησής του δεν έγινε για κανένα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 5 του Ν.24/67 («Άρθ. 5»), τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται και σε απόδοση θεραπειών που αφορούν αποζημιώσεις για τον τερματισμό, ως αυτές υπολογίζονται στη βάση του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67.
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Αρμόδιο δικαστήριο για την απόδοση των θεραπειών αυτών είναι φυσικά το Δ.Ε.Δ., εφόσον αποτελεί το Δικαστήριο στο οποίο ο ίδιος ο Ν.24/67 προσδίδει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί όλων των εργατικών διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή του[1]. Η απόδοσή τους, δε, δεν γίνεται αυτόματα, άμα την καταχώρηση και προώθηση από τον εργοδοτούμενο εναρκτήριας Αίτησης, αλλά εξαρτάται από το κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης των κριτηρίων απόδοσής τους καταφέρει να αποσείσει με τη μαρτυρία του το σχετικό βάρος απόδειξης στον βαθμό που απαιτείται.
Το ποιος είναι ο διάδικος αυτός καθορίζεται στη βάση των κανόνων απόδειξης και κυρίως στη βάση του κανόνα ότι το βάρος απόδειξης της συνδρομής των κριτηρίων που στοιχειοθετούν τις Επίδικες Θεραπείες το φέρει ο διάδικος που τις εξαιτείται[2]. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, το βάρος απόδειξης των κριτηρίων που στοιχειοθετούν τις Επίδικες Θεραπείες φέρει, στο πλαίσιο του κανόνα αυτού, κατ’ αρχάς ο Αιτητής.
Αυτό όμως δεν ισχύει σε σχέση με το μοναδικό κριτήριο του οποίου η συνδρομή στην παρούσα περίπτωση αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, ήτοι το κριτήριο που αφορά τον λόγο του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή και κατά πόσο αυτός προέκυψε ή μη σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Άρθ. 5. Και αυτό διότι, σε σχέση με το εν λόγω κριτήριο, ο εν λόγω κανόνας υποχωρεί ενόψει του νόμιμου τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του Ν.24/67 («Άρθ. 6(1)») περί μη ύπαρξης, «μέχρις αποδείξεως του εναντίου», τερματισμού της απασχόλησης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθ. 5[3].
Ενόψει αυτού, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω τεκμήριο (όπως διαφαίνεται από την αναφορά στο Άρθ. 6(1) σε τεκμήριο «μέχρις αποδείξεως του εναντίου») είναι μαχητό (δηλαδή δύναται να ανατραπεί με μαρτυρία που προσκομίζει στο Δικαστήριο ο διάδικος που το αμφισβητεί), το βάρος της ανατροπής του φέρει η Εργοδότρια Εταιρεία, η οποία, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή προέκυψε νόμιμα, αμφισβητεί τη συνδρομή του.
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Προς απόσειση του πιο πάνω βάρους απόδειξης, η Εργοδότρια Εταιρεία ξεκίνησε με την προσκόμιση ενώπιόν μας της μαρτυρίας πέντε (5) μαρτύρων, οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως. Υπογραμμίζεται ότι, πριν την έναρξη της διαδικασίας αυτής, οι δικηγόροι των διαδίκων μερών έθεσαν ενώπιόν μας τα πιο κάτω γεγονότα, ως κοινώς παραδεκτά:
(α) Οι τελευταίες εβδομαδιαίες απολαβές του Αιτητή, πριν από τον τερματισμό της απασχόλησής του, ανέρχονταν σε €875,00.
(β) Ο Αιτητής απασχολείτο στην Εργοδότρια Εταιρεία για την τελευταία συνεχή περίοδο από 1/10/2002 μέχρι 30/11/2018.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, και ενώ αναμενόταν η συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας, οι δικηγόροι της Εργοδότριας Εταιρείας δήλωσαν ότι η Εργοδότρια Εταιρεία αποσύρει τη μαρτυρία που παρουσίασε μέχρι εκείνη τη στιγμή, καλώντας το Δικαστήριο να μην τη λάβει υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης. Επίσης δήλωσαν ότι η Εργοδότρια Εταιρεία δεν θα προσφέρει, σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση, οποιαδήποτε μαρτυρία και ότι συμφωνεί όπως, σε περίπτωση που σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση επιδικαστούν έξοδα υπέρ του Αιτητή, αυτά επιδικαστούν εναντίον της, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μετά τις πιο πάνω δηλώσεις των δικηγόρων της Εργοδότριας Εταιρείας, οι δικηγόροι του Αιτητή συμφώνησαν με αυτές και κάλεσαν, και αυτοί με τη σειρά τους, το Δικαστήριο όπως μη λάβει υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης την ήδη δοθείσα μαρτυρία. Επίσης, με σχετική τους δήλωση, απέσυραν την απαίτηση αρ. 3 της Επίδικης Αίτησης, δηλαδή την απαίτηση του Αιτητή για πληρωμή αντί προειδοποίησης.
Τέλος, οι δικηγόροι και των δύο πλευρών δήλωσαν από κοινού ότι:
«Είναι παραδεκτό ότι ο εβδομαδιαίος μισθός του Αιτητή ανέρχεται στα €875 εβδομαδιαίως για σκοπούς του Νόμου και τα μέρη συμφωνούν ότι έχει καταβληθεί στον Αιτητή από την Καθ΄ ής η Αίτηση ποσό που αντιστοιχεί στα ημερομίσθια του Αιτητή για 52 εβδομάδες».
Ενόψει των πιο πάνω και της συνεπακόλουθης μη ύπαρξης ενώπιόν μας οποιασδήποτε μαρτυρίας εκ μέρους της Εργοδότριας Εταιρείας για απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης (με αποτέλεσμα το τεκμήριο του άρθρου 6(1) να μην έχει ανατραπεί και ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή να κρίνεται, εξ αυτού, παράνομος), το μοναδικό εναπομείναν προς κρίση ζήτημα ενώπιόν μας αποτελεί ο καθορισμός / επιδίκαση του ποσού που δικαιούται ο Αιτητής ως αποζημίωση, στο πλαίσιο του Άρθ. 3(1).
Σε σχέση με το επίδικο ζήτημα αυτό, κατέθεσε ενώπιόν μας μόνο ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος προσέφερε μαρτυρία ενόρκως, χωρίς όμως να τύχει αντεξέτασης. Συνεπακόλουθα η μαρτυρία παρέμεινε αναντίλεκτη. Αναφερόμενοι στη μαρτυρία αυτή, ως οι σχετικές επί του θέματος αρχές[4], συνοπτικά, σημειώνουμε τα εξής:
Καταθέτοντας ενώπιόν μας ο Αιτητής, καταρχάς αναφέρθηκε στις συνέπειες που είχε ο τερματισμός της απασχόλησής του στην ψυχολογία του, σημειώνοντας ότι, μετά από αυτόν, δεν βρισκόταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση, ενώ εμφάνισε κρίσεις πανικού, προβλήματα στον ύπνο και διαρκή ανησυχία. Έπειτα από 1 - 2 μήνες, αποφάσισε να επισκεφθεί παθολόγο, ο οποίος τον βοήθησε και τον προέτρεψε, εφόσον το επιθυμούσε, να επισκεφθεί και ψυχολόγο. Τελικά προτίμησε να το διαχειριστεί μόνος του και δεν επισκέφθηκε ψυχολόγο.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στα γεγονότα που έλαβαν χώρα από τον τερματισμό της απασχόλησής του μέχρι τον Ιούνιο του 2020, όταν κατάφερε να εντοπίσει άλλη εργασία στο ξενοδοχείο Palm Beach με μισθό €2.300 αντί €3.447 που ελάμβανε στην Εργοδότρια Εταιρεία (ως διαφαίνεται από το Τεκμήριο 10). Σε σχέση με αυτά, ανέφερε ότι, αρχικά το 2019, εγγράφηκε ως άνεργος (όπως διαφαίνεται από το Τεκμήριο 9). Ταυτόχρονα, επειδή πάντοτε, όπως είπε, τον ενδιέφερε η θέση υπεύθυνου λογιστηρίου, απευθύνθηκε σε ξενοδοχεία της περιοχής, μεταξύ των οποίων και το Golden Bay, ερχόμενος σε επαφή με διάφορα πρόσωπα του ξενοδοχειακού τομέα (κάποια εκ των οποίων κατονόμασε ονομαστικά). Ωστόσο, δεν υπήρχε διαθέσιμη θέση. Ενόψει αυτού, διεύρυνε την αναζήτησή του πέραν του ξενοδοχειακού τομέα, αποστέλλοντας αιτήσεις και συμμετέχοντας σε συνεντεύξεις, μεταξύ άλλων και σε συγκεκριμένο μεγάλο λογιστικό οίκο. Την ίδια στιγμή, άτομα του επαγγελματικού του κύκλου τού μετέφεραν ότι, αν επανερχόταν στον λογιστικό τομέα, θα έπρεπε να αποδεχθεί πολύ χαμηλότερες απολαβές. Ο ίδιος, ωστόσο, στόχευσε σε εργοδότηση με μισθό ανάλογο με εκείνον που λάμβανε στην Εργοδότρια Εταιρεία. Παρά ταύτα, μετά το καλοκαίρι του 2019, περιόρισε τις προσδοκίες του λόγω της αδυναμίας εντοπισμού κατάλληλης θέσης. Στα τέλη του 2019 ή στις αρχές του 2020, συμμετείχε σε δύο συνεντεύξεις για εργοδότηση σε εταιρεία λιβανέζικων συμφερόντων, η μία εκ των οποίων διεξήχθη εξ αποστάσεως με εκπροσώπους στον Λίβανο. Όπως είπε, είχε την εντύπωση ότι θα προσλαμβανόταν, όμως αυτό δεν συνέβη (ενδεχομένως, κατά την εκτίμησή του, λόγω μισθολογικής διαφοράς). Μετά απ’ αυτό, υπήρχαν ακόμη μία ή δύο ευκαιρίες για εργοδότηση, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Πριν από το καλοκαίρι του 2020, συμμετείχε και σε δύο ακόμη συνεντεύξεις, η μία σε ξενοδοχείο στις Φοινικούδες και η άλλη στο Palm Beach. Στο Palm Beach του προσφέρθηκε θέση με μηνιαίο μισθό €2.300, και ξεκίνησε να εργάζεται εκεί από τον Ιούνιο του 2020.
Συνεχίζοντας, αναφέρθηκε στα γεγονότα που αφορούσαν την περίοδο μετά την εργοδότησή του στο Palm Beach και μέχρι τον τερματισμό της απασχόλησής του από την εργοδότηση αυτή, για λόγους πλεονασμού, τον Μάρτιο του 2023. Συγκεκριμένα, σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, ανέφερε ότι τον Νοέμβριο του 2022, και ενώ εργαζόταν ακόμη στο Palm Beach, συμμετείχε σε συνέντευξη στο Radisson Beach, ζητώντας μισθό €3.000, καθώς είχε αντιληφθεί ότι τα πράγματα στο Palm Beach, όπως είπε, δεν πηγαίναν καλά. Στη συνέντευξη αυτή, όταν ρωτήθηκε γιατί έφυγε από την Εργοδότρια Εταιρεία, απάντησε ότι υπήρχαν διαφορές με τον διευθυντή. Τελικά, η πρόβλεψή του ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά επιβεβαιώθηκε, εφόσον η απασχόλησή του τερματίστηκε τον Μάρτιο του 2023 για λόγους πλεονασμού. Ο τερματισμός αυτός της απασχόλησής του συνέπεσε, όπως ανέφερε, δυστυχώς, με τον θάνατο της μητέρας του, η οποία απεβίωσε τον Μάρτιο του 2023, μετά από 2–3 χρόνια μάχη με τον καρκίνο. Οι δύο αυτές απώλειες, όπως ανέφερε, επηρέασαν σημαντικά την ψυχολογία του, με αποτέλεσμα να επισκεφθεί για σύντομο διάστημα ψυχολόγο. Άμα την απόλυσή του, εγγράφηκε πάλι ως άνεργος (όπως διαφαίνεται από το Τεκμήριο 8). Από τον Μάιο – Ιούνιο του 2023 ξεκίνησε εκ νέου αναζήτηση εργασίας, αποστέλλοντας πάνω από δέκα αιτήσεις και συμμετέχοντας σε νέες συνεντεύξεις (Τεκμήριο 11). Τελικά, καμία αίτησή του δεν πέτυχε. Τον Φεβρουάριο του 2024, οι πρώην ιδιοκτήτες του Palm Beach τού ζήτησαν να ολοκληρώσει τα βιβλία της εταιρείας τους και να συνεργαστεί με τους ελεγκτές, παρά την πώληση του ξενοδοχείου το 2023. Το έργο ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2024. Έκτοτε, συνεχίζει να αναζητεί εργασία. Ωστόσο, λόγω της ηλικίας του (52 ετών), είναι δύσκολο να βρει εργασία με ικανοποιητικό μισθό, καθώς του προτείνονται, ως απολαβές, κυρίως ποσά της τάξης των €1.300 – 1.400 τον μήνα.
Κλείνοντας, αναφέρθηκε σε απώλεια προοπτικής επαγγελματικής ανέλιξης, λέγοντας ότι, εάν είχε παραμείνει στην εργασία του στην Εργοδότρια Εταιρεία, θα υπήρχε σαφώς δυνατότητα εξέλιξης, εξηγώντας ότι, πέραν των μισθολογικών αυξήσεων που θεωρούσε βέβαιο ότι θα ελάμβανε, είχε ήδη συζητηθεί και το ενδεχόμενο να αναλάβει, επιπρόσθετα των καθηκόντων του, και καθήκοντα περιφερειακού λογιστή. Όπως σημείωσε, ο όμιλος της Εργοδότριας Εταιρείας ήταν μεγάλος και υπήρχαν ευκαιρίες για τοποθέτησή του σε άλλα συναφή πόστα. Υπό το φως αυτών, τόνισε ότι η καριέρα του διακόπηκε και ότι, με τα παρόντα δεδομένα, θεωρεί σχεδόν αδύνατο να επανεκκινήσει με ίδιο ή παρόμοιο μισθό. Ακόμη και αν κάποια στιγμή καταφέρει να φτάσει ξανά σε εκείνα τα επίπεδα, αυτό θα απαιτήσει την πάροδο ετών και την ύπαρξη εργοδότη πρόθυμου να προσφέρει ανάλογες απολαβές. Αν, δε, προσληφθεί σε μικρότερη εταιρεία, είναι πολύ πιθανό να μην μπορέσει να επανέλθει ποτέ στο προηγούμενο επίπεδο.
ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Όπως ήδη αναφέραμε, ενόψει της μη προσκόμισης εκ μέρους της Εργοδότριας Εταιρείας οποιασδήποτε μαρτυρίας προς απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης, ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή κρίνεται παράνομος, με αποτέλεσμα, το μοναδικό επίδικο ζήτημα που εναπομένει προς κρίση, σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση, είναι ο καθορισμός / επιδίκαση του ποσού που δικαιούται ο Αιτητής ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθ. 3(1).
Διαμορφώνοντας την τελική κρίση μας αναφορικά με το ζήτημα αυτό (έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και, κυρίως, τη μαρτυρία του Αιτητή, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη και την αποδεχόμαστε[5]), σημειώνουμε τα εξής:
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στη βάση του εν λόγω άρθρου υπολογίζονται στο πλαίσιο των προνοιών του Πρώτου Πίνακα.
Στον Πρώτο Πίνακα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.
3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.
4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·
(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·
(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·
(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·
(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».
Το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται εργοδοτούμενος κατόπιν των προνοιών του Πρώτου Πίνακα έχει εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, μέσω της νομολογίας του, έχει αποσαφηνίσει τις αρχές που διέπουν ζήτημα αυτό.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Ηλία (1992) 1Α Α.Α.Δ. 98, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι:
«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.»
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε ότι:
«Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.»
Αναφορικά, δε, με το ειδικότερο ζήτημα της αξιολόγησης από το Δ.Ε.Δ. των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/167 («Άρθ. 4 του Πρώτου Πίνακα») το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Σίμος Μουζούρης ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 896, σημείωσε ότι:
«Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι τα μόνα από τα πιο πάνω κριτήρια που έλαβε υπόψη είναι το (α) και (β), και αυτά μόνο φραστικά, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης. Τα γεγονότα φαίνεται να ομοιάζουν με αυτά της προαναφερθείσας υπόθεσης Cabras & Bros Ltd όπου δεν φαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση αν το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια εκτός από το (α) και (β) και έτσι επέτρεψε την έφεση μερικώς…
…
Ενόψει όλων των πιο πάνω επιτυγχάνει και η παρούσα έφεση μερικώς. Παραπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.»
(η υπογράμμιση δική μας)
Για το ζήτημα αυτό χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Θεμιστοκλέους v. Elysee Irrigation Ltd, Π.Ε. 131/12, ημερ. 22/9/17, ECLI:CY:AD:2017:A312, όπου αναφέρετε ότι:
«Η λήψη ανεργιακού επιδόματος από μόνη της, ουδόλως τεκμηριώνει αναζήτηση εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να αποδειχθεί.»
Κατόπιν όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε εργοδοτούμενο στη βάση του Άρθ. 3(1) εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δ.Ε.Δ., η οποία ασκείται εντός των πλαισίων που θέτει ο Νόμος (με το κατώτερο ποσό που δύναται να επιδικαστεί ως αποζημίωση να είναι εκείνο που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εάν δικαιούτο σε πληρωμή πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV του Ν.24/67 και το ανώτερο εκείνο που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια δύο ετών), λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα.
Στην παρούσα περίπτωση, η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή διήρκησε, ως από κοινού δήλωσαν τα διάδικα μέρη, από 1/10/2002 μέχρι 30/11/2018 (16 έτη για σκοπούς του Ν.24/67[6]), με αποτέλεσμα το ποσό που θα δικαιούτο σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του άρθρου 18 του Ν.24/67, ως πληρωμή από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, να αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 41,5 εβδομάδων (βλ. άρθρο 1 του Τέταρτου Πίνακα του Ν.24/67).
Έχοντας αυτό υπόψη, καθώς και τις πρόνοιες της υποπαραγράφου 2 του Άρθρου 4 του Τέταρτου Πίνακα του Ν.24/67 (σύμφωνα με τις οποίες, κατά τον υπολογισμό της εβδομαδιαίας αμοιβής για σκοπούς καθορισμού της πληρωμής που δικαιούται εργοδοτούμενος από το Ταμείο διά Πλεονάζον Προσωπικό, «οποιοδήποτε ποσό το οποίο υπερβαίνει το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, όπως τούτο εκάστοτε καθορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1993, δε λαμβάνεται υπόψη»), και το ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές του Αιτητή ανέρχονταν σε €875,00, βρίσκουμε ότι τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί η διακριτική μας ευχέρεια ως προς την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος του Αιτητή, στην παρούσα περίπτωση, κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των €28.864,08 (το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που θα δικαιούτο ο Αιτητής σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του Άρθρου 18 του Ν.24/67 – 41,5 × €695,52[7]) και του ποσού των €91.000,00 (το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 104 εβδομάδων (2 ετών) του Αιτητή – 104 Χ €875,00).
Με βάση τα δεδομένα αυτά, και έχοντας υπόψη μας πάντοτε τη σχετική μαρτυρία του Αιτητή (ως αυτή συνοψίσθηκε πιο πάνω), κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, όπως το ποσό των αποζημιώσεων που δικαιούται να λάβει ο Αιτητής, στη βάση του άρθρου 3(1) του Ν.24/67, καθοριστεί στο ποσό των €38.937,50, το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 44,5 εβδομάδων του (44,5 X €875,00).
Υπογραμμίζουμε ότι για τον καθορισμό αυτό λάβαμε, κυρίως, υπόψη μας τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Το ύψος των απολαβών του, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των €875 εβδομαδιαίως[8],
(β) τη μακρόχρονη υπηρεσία του, η οποία είχε συνολική διάρκεια 16 έτη[9],
(γ) τη δυσκολία εντοπισμού εκ μέρους του εναλλακτικής εργασίας με τους ίδιους όρους[10]. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό, τονίζουμε ότι αυτό που προκύπτει στο πλαίσιο της μαρτυρίας του Αιτητή δεν είναι αδυναμία του για εντοπισμό εναλλακτικής εργασίας, αλλά αδυναμία εντοπισμού εργασίας με τις ίδιες απολαβές που ελάμβανε κατά την εργασία του στην Εργοδότρια Εταιρεία. Και αυτό γιατί, όπως προκύπτει ξεκάθαρα από τη μαρτυρία του, αυτός, από τον τερματισμό της απασχόλησής του και μετά, είχε σωρεία ευκαιριών για εύρεση εναλλακτικής εργασίας, οι οποίες όμως δεν τελεσφόρησαν κυρίως διότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε να εργαστεί με πιο χαμηλές απολαβές, ενώ για την περίοδο από Ιούνιο του 2020 μέχρι Μάρτιο του 2023 εργαζόταν στο Palm Beach με μηνιαίες απολαβές €2.300 και για την περίοδο από Φεβρουάριο 2024 μέχρι Σεπτέμβριο 2024 προσέφερε λογιστικές υπηρεσίες προς όφελος δύο εταιρειών που συνδέονταν με το ξενοδοχείο Palm Beach. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι τα μόνα σχετικά έγγραφα που έθεσε ενώπιόν μας ο Αιτητής είναι τα Τεκμήρια 8 και 9, από τα οποία φαίνεται ότι αυτός ελάμβανε ανεργιακό επίδομα για τις περιόδους που αναφέρονται σε αυτά, ήτοι από 17/1/2019 μέχρι 17/7/2019 (Τεκμήριο 9) και 23/5/2023 μέχρι 24/12/2023 (Τεκμήριο 8), ενώ στο πλαίσιο του Τεκμηρίου 11 παρουσίασε απλά ηλεκτρονικές επικοινωνίες (e-mails) που αφορούν την αποστολή του βιογραφικού του σημειώματος σε 10 διαφορετικές εταιρείες κατά την περίοδο από τον Μάρτιο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2023.
(δ) τα γεγονότα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψε ο επίδικος τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο Αιτητής απολύθηκε χωρίς να αποδειχθεί ενώπιόν μας ότι υπήρχε νόμιμος λόγος απόλυσης (σε κάθε περίπτωση, όμως, υπογραμμίζεται ότι ο Αιτητής κανένα στοιχείο δεν έθεσε ενώπιόν μας ότι η απόλυσή του ήταν κακόπιστη και/ή ότι έγινε για αλλότριους σκοπούς).[11],
(ε) το γεγονός ότι ο Αιτητής σήμερα είναι στην ηλικία των 52 ετών (και συνεπώς, κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του το 2018, ήταν 45 χρονών), ηλικία κατά την οποία, ως καθίσταται αντιληπτό, ο εντοπισμός άλλης εργασίας με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους ενέχει, κατά κανόνα, σχετική δυσκολία (σε κάθε περίπτωση, όμως, υπογραμμίζεται ότι ο Αιτητής, πέραν του στοιχείου της ηλικίας του, κανένα στοιχείο δεν έθεσε ενώπιόν μας που να καταδεικνύει τον ρόλο που αυτή διαδραμάτισε στη δυσκολία εντοπισμού άλλης εργασίας με τους ίδιους ή παρόμοιους όρους στη δική του περίπτωση)[12],
(στ) τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή κατά τον τερματισμό της απασχόλησής του, όπως αυτές αναφέρθηκαν από τον ίδιο, και ιδίως το γεγονός ότι, κατά τον Αιτητή, ο τερματισμός της απασχόλησής του είχε σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο στην οικονομική του κατάσταση, αλλά και στην ψυχολογία του. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορούμε να αποδώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο στοιχείο αυτό, καθώς ο Αιτητής δεν προσκόμισε ενώπιόν μας οποιαδήποτε πειστική μαρτυρία, έγγραφο ή άλλο στοιχείο επί του οποίου θα μπορούσαμε να στηριχθούμε, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τους ισχυρισμούς αυτούς.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ως εκ των ανωτέρω, το ποσό των αποζημιώσεων που δικαιούται να λάβει ο Αιτητής από την Καθ’ ης η Αίτηση, στη βάση του Άρθρου 3(1), καθορίζεται στο ποσό των €38.937,50, το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του 45,5 εβδομάδων.
Ενόψει του ότι η Καθ’ ης η Αίτηση, σύμφωνα με σχετική δήλωση που έγινε ενώπιόν μας από τα διάδικα μέρη από κοινού, έχει ήδη καταβάλει στον Αιτητή ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 52 εβδομάδων (το οποίο υπολογίζεται στα €45.500,00[13]) αποτελεί κρίση μας ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν υποχρεούται να καταβάλει προς τον Αιτητή οποιοδήποτε ποσό ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1). Αντίθετη κρίση μας, άλλωστε, θα οδηγούσε σε διπλή πληρωμή του Αιτητή, κάτι που, όπως σημειώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Σίμος Μουζούρης[14] (ανωτέρω), δεν είναι ορθό.
Συνεπακόλουθα, εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση δεν επιδικάζουμε οποιοδήποτε ποσό ως αποζημίωση.
Ως προς τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ ης η Αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………………………………...
Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
(Υπ.) …………………………………… (Υπ.) ……………………………………
Σ. Χαραλάμπους, Μέλος. Γ. Καραβά, Μέλος.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Βλ. άρθρο 30 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με την έννοια του όρου «εργατική διαφορά» στο άρθρο 2.
[2] Βλ. μεταξύ άλλων Χρυσάνθη Χρυσάνθου και Σταύρος Φραντζής ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295, όπου σημειώνονται τα εξής: «Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι».
[3] Συγκεκριμένα, το Άρθ. 6(1) προνοεί τα εξής:
«Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»
[4] Σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη τη μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, αλλά παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, έχοντας όμως υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησής της (βλ. μεταξύ άλλων Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
[5] Υπογραμμίζεται ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του Αιτητή γίνεται μόνο ως προς τα πραγματικά γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μας μέσω αυτής, εφόσον, σύμφωνα με τις αρχές επί του θέματος, το Δικαστήριο για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα δύναται να στηρίζεται μόνο σε πραγματικά γεγονότα και όχι σε υποθέσεις.
[6] Σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 1 του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67, «αν η ολική περίοδος συνεχούς απασχόλησης δεν αποτελεί ακέραιο αριθμό ετών, οποιοδήποτε υπόλοιπο περιόδου απασχόλησης 26 ή περισσότερων εβδομάδων θεωρείται ως ένα έτος απασχόλησης». Με αυτό ως δεδομένο και με δεδομένο ότι η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή διήρκησε 16 έτη και 8 εβδομάδες, η απασχόλησή του, για σκοπούς του Ν.24/67, υπολογίζεται σε 16 έτη.
[7] Εφόσον το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών για το 2018 ανέρχετο σε €697,52.
[8] Άρθρο 4(α) του Πρώτου Πίνακα.
[9] Άρθρο 4(β) του Πρώτου Πίνακα.
[10] Άρθρο 4(γ) του Πρώτου Πίνακα.
[11] Άρθρο 4(δ) του Πρώτου Πίνακα.
[12] Άρθρο 4(ε) του Πρώτου Πίνακα.
[13] 875,00 Χ 52 = €45.500,00.
[14] Συγκεκριμένα στην υπόθεση Σίμος Μουζούρης σημειώθηκαν τα εξής: «ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε το ποσό που είχε δοθεί στον εφεσείοντα κατά χάρη. Αντίθετη ενέργεια από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα οδηγούσε σε διπλή πληρωμή του εφεσείοντα, κάτι που δεν είναι ορθό. Τούτο υποστηρίζεται από τις υποθέσεις Κολιού ν. Γεώργιος Δ. Κουννάς &Υιοί Λτδ (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1117 και Ιακώβου ν. Παπαδάκη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079 παρόλο που οι υποθέσεις αυτές δεν αφορούν αποζημίωση για παράνομο τερματισμό. Η ουσία τους είναι ότι δεν πρέπει ένας να αποζημιώνεται δύο φορές.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο