Χαράς Πίπα ν. SUNHOUSE TRAVEL LTD, Αρ. Αίτησης: 402/17, 18/7/2025
print
Τίτλος:
Χαράς Πίπα ν. SUNHOUSE TRAVEL LTD, Αρ. Αίτησης: 402/17, 18/7/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.

                   Ι. Μαρκίδη           )

                    Στ. Πολυδώρου  ) Μελών.

 

Αρ. Αίτησης: 402/17

 

Μεταξύ:

 

Χαράς Πίπα

Αιτήτριας

 

και

 

SUNHOUSE TRAVEL LTD

Καθ΄ ης η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 18 Ιουλίου, 2025.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: Η κα Χρ. Χατζηκωστή.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: Η κα M. Πανταζή για

                                           ΚΟΥΣΙΟΣ ΚΟΡΦΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την Επίδικη Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («Επίδικη Αίτηση»), η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε στην υπηρεσία της Καθ΄ ης η Αίτηση Εργοδότριας Εταιρείας («Εργοδότρια Εταιρεία») από τον Οκτώβριο του 2007 μέχρι και τον τερματισμό της απασχόλησης, ο οποίος προέκυψε μονομερώς από την Εργοδότρια Εταιρεία, στη βάση συγκεκριμένης αλληλουχίας γεγονότων, ως αυτά περιγράφονται στο πλαίσιο συγκεκριμένης δήλωσης της που περιλαμβάνεται στους Γενικούς Λόγους της Επίδικης Αίτησης και την οποία (κρίνουμε σκόπιμο) όπως παραθέσουμε, αυτολεξεί, πιο κάτω:

 

«… Κατά/ή περί την 11/08/2017, η Αιτήτρια λόγω κάποιου περιστατικού που έγινε στο γραφείο του υπεύθυνου προσωπικού των Καθ’ ων η Αίτηση κ. Λάκη Αντρέου ο οποίος επιτέθηκε φραστικά και την έδιωξε από το γραφείο του, ένιωσε αδιαθεσία και προηγουμένως έλαβε ρητή απομάκρυνση άδειας εργασίας και στη συνέχεια και μετέβη στον ιατρό της ο οποίος της έδωσε αναρρωτική άδεια για την περίοδο από 11/08/2017 μέχρι 18/08/2017.

 

…Κατά τη λήξη της πιο πάνω αναρρωτικής άδειας μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο και για τον λόγο αυτό από 21/08/2017 μέχρι 25/08/2017 βρισκόταν η Αιτήτρια σε άδεια από τους Καθ’ ων η Αίτηση ετήσια άδεια για τις καλοκαιρινές διακοπές…Το απόγευμα της 25/08/2017, στη λήξη δηλαδή της πιο πάνω άδειας της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η Αίτηση την πληροφόρησαν τηλεφωνικά ότι τερμάτισαν την απασχόληση της στην υπηρεσία τους και την κάλεσαν να περάσει από τα γραφεία τους στις 29/08/2017 για να παραλάβει επιστολή τερματισμού. Πράγματι κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ήτοι στις 29/08/2017, η Αιτήτρια μετέβη στα γραφεία των Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίοι της επέδωσαν επιστολή τερματισμού της απασχόλησης της ίδιας ημερομηνίας, προβάλλοντας κάποιους ανυπόστατους ή/και αναληθείς ή/και προσχηματικούς λόγους και χωρίς να της δώσουν οποιαδήποτε προειδοποίηση ή να της καταβάλουν πληρωμή αντί προειδοποίησης.».

 

Τα γεγονότα αυτά καταδεικνύουν, σύμφωνα με την Αιτήτρια, ότι ο τερματισμός της απασχόλησής της από την Εργοδότρια Εταιρεία ήταν αδικαιολόγητος και/ή παράνομος και/ή άδικος και/ή προσχηματικός, με αποτέλεσμα να δικαιούται την επιδίκαση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («Δ.Ε.Δ.»), κυρίως, θεραπειών που αφορούν αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της και πληρωμή αντί προειδοποίησης («Επίδικες Θεραπείες»), για όλη την περίοδο απασχόλησής της, παρά το γεγονός ότι αυτή, από το 2010 και εντεύθεν, στο πλαίσιο συγκεκριμένης πρακτικής που ακολουθούσε η Εργοδότρια Εταιρεία, αναστέλλετο προσωρινά κάθε χρόνο, από τα τέλη Οκτωβρίου ή Νοεμβρίου έως τον Μάρτιο ή Απρίλιο του επόμενου έτους.

 

Απαντώντας στους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, η Εργοδότρια Εταιρεία, μέσω των Γενικών Λόγων Εμφάνισής της, αποδέχεται τόσο την απασχόληση της Αιτήτριας στην υπηρεσία της όσο και την προσωρινή αναστολή αυτής σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, ως η πρακτική που η Αιτήτρια περιγράφει. Απορρίπτει, ωστόσο, πλήρως το σύνολο των ισχυρισμών της Αιτήτριας ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησής της, ισχυριζόμενη ότι αυτός προέκυψε κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας. Συγκεκριμένα, η Εργοδότρια Εταιρεία ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια, κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού, επέδειξε απρεπή διαγωγή και, όταν της έγιναν σχετικές συστάσεις και παρατηρήσεις, εξέφρασε απειλές λέγοντας: «θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα». Στις 11/8/2017, αποχώρησε αυτοβούλως από την εργασία της και εντός της ίδιας ημέρας επανήλθε συνοδευόμενη από τον πατέρα της, δηλώνοντας πρόθεση να παραιτηθεί. Όταν της ζητήθηκε να επιστρέψει για να λάβει τα δεδουλευμένα της στις 14/8/2017, δεν προσήλθε. Τελικά, προσήλθε στις 16/8/2017, ζητώντας επιστολή τερματισμού για να λάβει ανεργιακό επίδομα. Όταν το αίτημά της απορρίφθηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία, επανήλθε στις 29/8/2017 με τον πατέρα της,  ο οποίος επέδειξε επιθετική συμπεριφορά και απείλησε μέλος της διοίκησης της. Συνεπακόλουθα, η Αιτήτρια αποχώρησε από την εργασία της και δεν επέστρεψε ποτέ, ενώ το περιστατικό με τον πατέρα της καταγγέλθηκε στην Αστυνομία.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ – ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Όπως διαφαίνεται από όλα τα πιο πάνω, η Αιτήτρια στηρίζει το δικαίωμά της στις Επίδικες Θεραπείες σε ισχυρισμό της για παρανομία του τερματισμού της απασχόλησής της. Στον ισχυρισμό αυτό η Εργοδότρια Εταιρεία απαντά με δικό της ισχυρισμό ότι η αποχώρηση της Αιτήτριας από την εργασία της έγινε κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας. Συνεπακόλουθα, ως καθίσταται σαφές, το δικαίωμα της Αιτήτριας στις Επίδικες Θεραπείες συνδέεται με τη νομιμότητα του τερματισμού της απασχόλησής της, στη βάση συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος, από τη στιγμή που οι Επίδικες Θεραπείες αφορούν αποζημιώσεις για τερματισμό απασχόλησης και πληρωμή αντί προειδοποίησης, δεν είναι άλλος από τον Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν. 24/1967 («Ν.24/67»).

 

Συγκεκριμένα ο Ν.24/67 σχετικά καθιερώνει στο άρθρο 3 παράγραφος 1 («Άρθ. 3(1)»), νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου, του οποίου η απασχόληση τερματίζεται από τον εργοδότη του, σε πληρωμή αποζημιώσεων (πληρωτέων από τον εργοδότη), νοουμένου ότι ο τερματισμός αυτός είναι «παράνομος» (δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου). Ταυτόχρονα, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 («Άρθ. 9(1)»), καθιερώνει και νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου σε λήψη προειδοποίησης, όταν ο τερματισμός της απασχόλησής του είναι παράνομος, δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού.

 

Υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα που προβλέπεται στο Άρθ. 9(1) δύναται να μετατραπεί από δικαίωμα σε λήψη προειδοποίησης σε δικαίωμα σε πληρωμή αντί αυτής (πληρωμή αντί προειδοποίησης), στο πλαίσιο των προνοιών του άρθρου 11 παράγραφος 1 του Ν.24/67Άρθ. 11(1)»), το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«Εργοδότης ο οποίος δίδει προειδοποίησιν εις εργοδοτούμενον έχει το δικαίωμα να απαιτήση παρά του εργοδοτουμένου όπως ούτος αποδεχθή πληρωμήν αντί προειδοποιήσεως. Η πληρωμή αύτη υπολογίζεται συμφώνως προς τας διατάξεις του Τρίτου Πίνακος».

 

Τα πιο πάνω έχουν ως αποτέλεσμα εργοδοτούμενος, του οποίου η απασχόληση πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στο Άρθ. 9(1) (συνεχής απασχόληση μεγαλύτερη από 26 εβδομάδες και σε μόνιμη, μη δοκιμαστική βάση) και η απασχόλησή του τερματίζεται από τον εργοδότη του, να δικαιούται σε λήψη προειδοποίησης για τον τερματισμό (η ελάχιστη περίοδος της οποίας υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό). Σε περίπτωση, δε, που ο εργοδότης του παρέλειψε να τον προειδοποιήσει κατάλληλα για τον τερματισμό, στη βάση των προνοιών αυτών, τότε δικαιούται και σε απόδοση θεραπειών που αφορούν πληρωμή αντί της προειδοποίησης που δικαιούτο να λάβει, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τρίτου Πίνακα του Ν.24/67. Επιπλέον, αν η απασχόλησή του πληροί και τα κριτήρια του Άρθ. 3(1), τότε ο εργοδοτούμενος δικαιούται επιπρόσθετα και σε απόδοση θεραπειών που αφορούν αποζημιώσεις για τον τερματισμό, ως αυτές υπολογίζονται στη βάση του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67.

 

Νοείται, φυσικά, ότι για να δικαιούται ο εργοδοτούμενος στις θεραπείες που προκύπτουν από τις πιο πάνω διατάξεις, θα πρέπει, όπως προκύπτει από το κείμενο των διατάξεων αυτών, ο τερματισμός (ή αλλιώς η «καταγγελία») της σύμβασης εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας προκύπτει η απασχόληση, να προκύπτει μονομερώς από τον εργοδότη του, να λαμβάνει δηλαδή μορφή «απόλυσης»[1].

 

Όπως ο Κουκιάδης Ι. αναφέρει στο σύγγραμμα του «Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας» (Έκδοση Ζ, σελ. 886):

 

«Καταγγελία είναι το δικαίωμα που έχει οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους σε μια διαρκή σύμβαση, να λύνει αυτή τη σύμβαση για το μέλλον με τη μονομερή θέλησή του. Όταν πρόκειται ειδικότερα για μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η καταγγελία αυτή από την πλευρά του εργοδότη παίρνει τη μορφή της απόλυσης του μισθωτού… Ως απόλυση θα πρέπει να θεωρήσουμε την αποστέρηση της θέσης του εργαζομένου χωρίς τη θέληση του

 

(H υπογράμμιση δική μας)

 

Συνεπακόλουθα, για να λάβει ο τερματισμός της απασχόλησης μορφή «απόλυσης» (με αποτέλεσμα ο εργοδοτούμενος να δικαιούται στις σχετικές θεραπείες που εγείρονται στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του Ν.24/67), θα πρέπει αυτός να προέκυψε κατόπιν «μονομερούς θέλησης» του εργοδότη και χωρίς να προκύπτει θέληση ή συναπόφαση του εργοδοτουμένου σε σχέση με αυτόν. Άλλωστε, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα, η προστασία που παρέχουν οι εν λόγω διατάξεις καθίσταται νοητή μόνο όταν προκύπτει απώλεια της θέσης εργασίας του εργοδοτουμένου με τέτοιο τρόπο (δηλαδή χωρίς τη θέληση ή συναπόφασή του) με αποτέλεσμα να μην έχει καμία ευκαιρία να προετοιμαστεί για αυτή και, ως εκ τούτου, να χρήζει της προστασίας που προσφέρουν οι εν λόγω διατάξεις (οι οποίες δρουν, στο πλαίσιο της προστατευτικής του λειτουργίας του Εργατικού Δικαίου, ως μία μορφή «προστατευτικής ασπίδας» προς όφελός του εργοδοτουμένου, απορροφώντας, έστω μερικώς, τις δυσμενείς συνέπειες που η απώλεια της εργασίας του υπό τέτοιες συνθήκες μπορεί να προκαλέσει στην καριέρα και σταδιοδρομία του, αλλά και στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή (λαμβανομένου υπόψη ότι η εργασία συνήθως αποτελεί το κύριο μέσο βιοπορισμού τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειας του)).

 

Για να διαπιστωθεί, δε, αυτό, ως οι σχετικές επί του θέματος αρχές, θα πρέπει να εντοπιστεί, στη βάση των πραγματικών περιστατικών που πλαισιώνουν τον επίδικο τερματισμό, σχετική εκφρασθείσα δήλωση, η οποία εμπεριέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

 

(α) εκφράζεται από τον εργοδότη (είτε γραπτώς είτε προφορικώς) [2],

 

(β) απευθύνεται προς τον εργοδοτούμενο,

 

(γ) είναι σαφής, δηλαδή μέσω αυτής ο εργοδοτούμενος δύναται εύλογα να αντιληφθεί τη θέληση του εργοδότη για τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησής του[3].

 

Αντιθέτως, εάν, μετά από εξέταση των πραγματικών περιστατικών που πλαισιώνουν τον επίδικο τερματισμό, εντοπίζεται το αντίθετο, δηλαδή σχετική δήλωση που εκφράζεται από τον εργοδοτούμενο και απευθύνεται προς τον εργοδότη, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης λαμβάνει την ειδικότερη μορφή της «παραίτησης» του εργοδοτουμένου από την εργασία του (συχνά αναφερόμενη στη νομολογία / βιβλιογραφία και ως «οικειοθελής αποχώρηση» του εργοδοτουμένου), με αποτέλεσμα ο εργοδοτούμενος (εκτός στην περίπτωση που η παραίτησή του προκύπτει κατόπιν εξαναγκασμού του από τον εργοδότη του[4]) να μην δικαιούται στις σχετικές θεραπείες που προβλέπει ο Ν.24/67, για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πάνω.

 

Το ίδιο ισχύει και όταν, στη βάση των πραγματικών περιστατικών που πλαισιώνουν τον επίδικο τερματισμό, δεν εντοπίζεται τελικά ούτε δήλωση του εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο ούτε το αντίθετο, αλλά εντοπίζονται τέτοια στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης ήταν το αποτέλεσμα συναντίληψης ή και συμφωνίας και των δύο μερών της σύμβασης εργασίας για τον τερματισμό. Σε αυτή την περίπτωση, ο τερματισμός της σύμβασης εργασίας λαμβάνει τη μορφή «συναινετικής λύσης της σύμβασης εργασίας» (συχνά αναφερόμενη στη νομολογία / βιβλιογραφία και ως τερματισμός «κοινή συναινέσει»), με αποτέλεσμα, όπως αναφέρει ο Πολυβίου Π. στο σύγγραμμά του «Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη» (Έκδοση Α, σελ. 357), ο εργοδοτούμενος να μην «...δικαιούται στα ωφελήματα που ενδεχομένως να δικαιούτο σε περίπτωση απόλυσης»[5].

 

Σε κάθε περίπτωση, καθοριστικό για την κατάληξη επί του ποιο από όλα τα πιο πάνω ισχύει, αποτελεί το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο η δήλωση αυτή φτάνει στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, εφόσον, αφενός, αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο κατά τον οποίο συνεκτιμώνται τα σχετικά με τον τερματισμό περιστατικά και, ταυτόχρονα, το χρονικό σημείο από το οποίο τα έννομα αποτελέσματα του τερματισμού αρχίζουν (λύση της σύμβασης εργασίας για το μέλλον) με αποτέλεσμα, από το σημείο αυτό και μετά, να μην χωρεί ανάκληση του τερματισμού παρά μόνο με κοινή συναίνεση και των δύο μερών.

 

Όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κουκιάδης Ι., στο προαναφερόμενο σύγγραμμα του[6] (σελ. 889):

 

«…Τα αποτελέσματα της καταγγελία αρχίζουν από τη στιγμή που η σχετική δήλωση φτάνει στο μέρος το οποίο απευθύνεται… Το ακριβές χρονικό σημείο έχει μεγάλη σημασία γιατί αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο κατά τον οποίο συνεκτιμώνται και ορισμένα περιστατικά…Από το χρονικό σημείο που η δήλωση της καταγγελίας περιέλθει στο άλλο μέρος δεν χωρεί ανάκληση της παρά μόνο με τη συναίνεση του τελευταίου…»

 

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

 

ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

 

Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι καθοριστικό για την κρίση του αν η Αιτήτρια δικαιούται σε απόδοση των Επίδικων Θεραπειών αποτελεί το κατά πόσο, στη βάση των πραγματικών περιστατικών που πλαισιώνουν τον επίδικο τερματισμό της απασχόλησης της, διαπιστώνεται ότι αυτός προέκυψε κατόπιν μονομερούς θέλησης της Εργοδότριας Εταιρείας για τον τερματισμό (έλαβε δηλαδή μορφή «απόλυσης»).

 

Αρμόδιο Δικαστήριο για να προβεί στη διαπίστωση αυτή είναι, φυσικά, το παρόν Δικαστήριο (Δ.Ε.Δ.), εφόσον ο ίδιος ο Ν. 24/67 του προσδίδει αποκλειστική αρμοδιότητα για την επίλυση κάθε εργατικής διαφοράς που απορρέει από την εφαρμογή του[7].

 

Ειδικότερα, αυτό που καλούμαστε να πράξουμε στην παρούσα περίπτωση είναι να απαντήσουμε το βασικό επίδικο ερώτημα που τίθεται εδώ, το οποίο δεν είναι άλλο από το κατά πόσον η Αιτήτρια, ως ο έχων το βάρος απόδειξης διάδικος[8], κατάφερε, με τη μαρτυρία που έθεσε ενώπιόν μας, να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων[9], ότι ο τερματισμός της απασχόλησής της προέκυψε κατόπιν μονομερούς θέλησης της Εργοδότριας Εταιρείας. Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τότε προκύπτει δυνατότητα απόδοσης προς την Αιτήτρια των Επίδικων Θεραπειών. Αν όχι, τότε η απόδοση των Επίδικων Θεραπειών προς την Αιτήτρια δεν δικαιολογείται και η Επίδικη Αίτηση υπόκειται σε απόρριψη.

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Με σκοπό την απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης, η Αιτήτρια παρουσίασε κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία, μόνο τη δική της μαρτυρία. Από την άλλη, η Εργοδότρια Εταιρεία, προς αντίκρουση της μαρτυρίας της Αιτήτριας, παρουσίασε τη μαρτυρία τριών εργοδοτουμένων της, και συγκεκριμένα: (1) του κ. Χαράλαμπου Θεολόγου («Χ.Θ.»), (απασχόληση από 2000 - καθήκοντα βοηθού υπεύθυνου λογιστηρίου από το 2007), (2) του κ. Βάσου Αδαμίδη («Β.Α.») (απασχόληση από 2011 - καθήκοντα εσωτερικού ελέγχου από το 2017) και (3) του κ. Γαβριήλ Ανδρέου («Γ.Α.») (απασχόληση από το 2012 - καθήκοντα Γενικού Διευθυντή από το 2016).

 

Όλοι οι πιο πάνω μάρτυρες προσέφεραν ενώπιόν μας ενόρκως μαρτυρία, η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά που λήφθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης, μαζί με τα τεκμήρια και τα λοιπά έγγραφα που κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία αυτή, καθώς και τις Γραπτές Αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων. Σε όλα αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ως οι σχετικές επί του θέματος αρχές[10], με συνοπτικό τρόπο και όπου κρίνουμε σκόπιμο, για σκοπούς παρουσίασης των σχετικών συμπερασμάτων / ευρημάτων μας καθώς και της διατύπωσης της τελικής μας κρίσης.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Όπως συνάγεται από όλα τα πιο πάνω, κύριο έργο μας σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση είναι η απάντηση του πιο πάνω διατυπωθέντος επίδικου ερωτήματος δηλαδή κατά πόσον η Αιτήτρια, ως ο έχων το βάρος απόδειξης διάδικος, κατάφερε, με τη μαρτυρία που έθεσε ενώπιόν μας, να αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξής της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Για να το πετύχει αυτό, σύμφωνα με τις κείμενες επί του θέματος αρχές, αυτό που πρέπει να πετύχει η Αιτήτρια είναι να μας πείσει, με σχετική μαρτυρία, ότι η εκδοχή της, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο τερματισμός της απασχόλησής της, είναι πιο πιθανή παρά όχι (more probable than not)[11].

 

Ως προς τούτο, και έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε προσεκτικά όλους τους πιο πάνω μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν μας στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, αξιολογήσαμε τη μαρτυρία τους, ως αυτή τέθηκε ενώπιόν μας, με βάση τις σχετικές επί του θέματος αρχές[12], έτσι ώστε να προβούμε σε σχετικά συμπεράσματα/ ευρήματα (κυρίως ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα που προκύπτουν και συνδέονται ουσιωδώς με τα επίδικα θέματα), στα οποία στη συνέχεια θα στηριχθούμε για την διατύπωση της τελικής μας κρίσης.

 

Παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα / ευρήματά μας αυτά, σημειώνουμε τα εξής:

 

(I) Ευρήματα επί παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων

 

Πρώτα, για σκοπούς πλαισίωσης των όσων θα αναφερθούν πιο κάτω, προχωρούμε, αμέσως πιο κάτω, με την παρουσίαση των συμπερασμάτων/ ευρημάτων μας επί των παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων, τα οποία, σύμφωνα με την ενώπιόν μας προσκομισθείσα μαρτυρία (σε συνδυασμό με τις έγγραφες προτάσεις και λοιπές δηλώσεις των διαδίκων), βρίσκουμε ότι είναι τα εξής:

 

(α) Η Εργοδότρια Εταιρεία δραστηριοποιείται στον τουριστικό τομέα και διαχειρίζεται επιχείρηση τουριστικού γραφείου.

 

(β) Η απασχόληση της Αιτήτριας στην Εργοδότρια Εταιρεία είχε ως ημερομηνία έναρξης την 15/10/2007[13].

 

(γ) Η Εργοδότρια Εταιρεία εφάρμοζε συγκεκριμένη πρακτική, σύμφωνα με την οποία, η απασχόληση εργοδοτουμένων της αναστελλόταν για συγκεκριμένες περιόδους και στη συνέχεια συνεχιζόταν με τους ίδιους όρους όπως και προηγουμένως. Στο πλαίσιο αυτής της πρακτικής, η απασχόληση της Αιτήτριας κατά τις πιο κάτω περιόδους βρισκόταν σε  αναστολή[14]:

 

 

-       από 31/10/2012 μέχρι 1/2/2013

-       από 31/10/2013 μέχρι 1/4/2014

-       από 31/10/2014 μέχρι 1/4/2015

-       από 31/10/2016 μέχρι 1/4/2017

 

(δ) Τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας:

 

(i) Ο Μιχάλης Αριστοτέλους («Μ.Α.») ήταν μέλος της διοίκησης της Εργοδότριας Εταιρείας και ένας εκ των ιδιοκτητών της.

 

(ii) Η Αιτήτρια εργαζόταν ως «transfer clerk» στο Τμήμα Μεταφορών.

 

(iii) Στην Εργοδότρια Εταιρεία απασχολείτο η κα Βρυώνη Γουφιώτη («Β.Γ.»), εκτελώντας καθήκοντα καθαρίστριας.

 

(iv) Η Αιτήτρια ήταν μητέρα ενός ανήλικου τέκνου και είχε αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις.

 

(IΙ) Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Συνοψίζοντας τώρα τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας και η οποία είναι σχετική με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης, σημειώνουμε τα εξής:

 

Μαρτυρία Αιτήτριας

 

Καταθέτοντας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η απασχόλησή της ήταν συνεχής μέχρι και τον τερματισμό της. Κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού αυτού, οι απολαβές της, όπως φαίνεται από καταστάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμήρια 1–11), ανέρχονταν σε €1.275 (με δικαίωμα και σε 13ο μισθό). Στην αρχή δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα με την απασχόλησή της. Τον Απρίλιο, όμως, του 2017, αντιλήφθηκε αλλαγή στο εργασιακό κλίμα, η οποία αφορούσε κυρίως προστριβές μεταξύ διευθυντών της Εργοδότριας Εταιρείας και επιθετική συμπεριφορά του Γ.Α. προς συναδέλφους της. Αν και αρχικά αυτό δεν την αφορούσε προσωπικά, σε συνάντηση ημερομηνίας 1/6/2017 ο Γ.Α. της έβαλε τις φωνές και την πρόσβαλε μπροστά σε συναδέλφους της, λέγοντας ότι δεν σέβεται κανέναν και μιλά άσχημα, χωρίς να εξηγήσει τι ακριβώς της καταλογίζει. Όταν αντέδρασε, της είπε ότι τα «παράσιτα» στην Εργοδότρια Εταιρεία είτε τα έδιωξε είτε έφυγαν μόνα τους. Για το περιστατικό αυτό παραπονέθηκε στον Μ.Α. μέσω email, ο οποίος απάντησε ότι έχει τυφλή εμπιστοσύνη στον Γ.Α. Τότε κατάλαβε πως τα πράγματα δεν θα ήταν «ρόδινα» για εκείνη και ότι οι φήμες περί «ξεκαθαρίσματος» προσωπικού στην Εργοδότρια Εταιρεία ήταν βάσιμες. Στις 11/8/2017, η Β.Γ. ήρθε στο γραφείο της και της είπε ότι ο Β.Α. της ανακοίνωσε τον τερματισμό της απασχόλησής της. Καθότι δεν έλαβε επιστολή τερματισμού, της ζήτησε να την παραλάβει αυτή εκ μέρους της, εφόσον ήταν αναστατωμένη για να το πράξει η ίδια. Τότε η Αιτήτρια κινήθηκε προς το γραφείο του Β.Α., όπου βρήκε τον ίδιο να συνομιλεί με τον Γ.Α. στο γραφείο του τελευταίου. Παρότι απευθύνθηκε μόνο στον Β.Α., ζητώντας ευγενικά να της παραδώσουν την επιστολή που αφορούσε την Β.Γ., της απάντησε ο Γ.Α. με ειρωνικό ύφος: «Τι είσαι εσύ, ο δικηγόρος της;». Όταν εκείνη απάντησε «συγγνώμη;», ο Γ.Α. άρχισε να της φωνάζει. Επίσης, της είπε ειρωνικά: «Είσαι κουφή; Εν ακούουν καλά τα αυτιά σου;». Του απάντησε πως δεν του επιτρέπει να της μιλά έτσι και αποχώρησε, όμως εκείνος την ακολούθησε, συνεχίζοντας να της φωνάζει ενώπιον συναδέλφων της. Παρά τις εκκλήσεις της να σταματήσει, αυτός συνέχισε. Ενόψει του γεγονότος αυτού υπέστη «σοκ» και έτρεμε, ενώ επίσης της είχε «ανοίξει αιμορραγία», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να οδηγήσει. Γι’ αυτό κάλεσε τον πατέρα της για να την παραλάβει, ο οποίος, όταν ήρθε στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας, είχε συνάντηση με τον Μ.Α. στο γραφείο του, τον οποίο γνώριζε προσωπικά. Εκείνη τον περίμενε έξω. Όπως της είπε ο πατέρας της, στη συνάντηση αυτή ο Μ.Α. του ανέφερε ότι για θέματα προσωπικού αποφασίζει ο Γ.Α., ότι ήταν καλύτερα να αποχωρήσουν και θα τους ενημέρωναν τηλεφωνικώς. Έτσι αποχώρησαν από τα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας και η Αιτήτρια επισκέφθηκε, ενόψει της αιμορραγίας, τη γυναικολόγο της, η οποία, στο πλαίσιο σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού (Τεκμήριο 12), της συνέστησε άδεια ασθενείας από 11/8/2017 έως 16/8/2017. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Μ.Α. τηλεφώνησε στον πατέρα της και του είπε ότι αποφάσισαν τον τερματισμό της απασχόλησής της και να περάσει στις 14/8/2017 να παραλάβει επιστολή τερματισμού και ποσό €2.500 ως αποζημίωση. Παρότι θεώρησε το ποσό μικρό σε σχέση με αυτό που δικαιούται από τον νόμο, το αποδέχθηκε για να λήξει το θέμα. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, δεν απέστειλε στο λογιστήριο την άδεια ασθενείας της, αφού δεν υπήρχε πλέον λόγος να δικαιολογήσει την απουσία της. Τελικά, δεν μετέβη στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας στις 14/8/2017 αλλά στις 16/8/2017. Την ημέρα εκείνη επισκέφθηκε εκ νέου τη γυναικολόγο της λόγω συνέχισης της αιμορραγίας και έλαβε νέα άδεια ασθενείας μέχρι 18/8/2017, βάσει νέου ιατρικού πιστοποιητικού ημερομηνίας 16/8/2017 (Τεκμήριο 13). Κατά την επίσκεψή της στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας, παρέδωσε τα ιατρικά πιστοποιητικά στον Β.Α., ο οποίος της είπε ότι για να λάβει την επιταγή έπρεπε να δώσει την παραίτησή της. Η Αιτήτρια αρνήθηκε και ζήτησε ξανά να της δοθεί επιστολή τερματισμού. Ο Β.Α. της απάντησε ότι θα μιλούσε με τον Μ.Α. και θα την ειδοποιούσε. Στις 24/8/2017, ενώ βρισκόταν σε ετήσια άδεια (η οποία είχε ήδη εγκριθεί για την περίοδο από 21/8/2017 μέχρι και 25/8/2017, στη βάση σχετικού εντύπου (Τεκμήριο 14)), ο Β.Α. την κάλεσε και τη ρώτησε αν θα επέστρεφε. Αυτή τότε ρώτησε: «Ακυρώνεται τι μου είπατε;». Όταν εκείνος επανέλαβε πως η πρόταση ήταν παραίτηση με €2.500, λέγοντας ότι η πρόταση είναι «take it or leave it», απάντησε ότι δεν παραιτείται και θα επέστρεφε. Λίγο αργότερα, της τηλεφώνησε ξανά και της είπε να παρουσιαστεί στις 29/8/2017 για να παραλάβει επιστολή τερματισμού. Πράγματι, παρουσιάστηκε μαζί με τον πατέρα της την ημέρα εκείνη στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας, όπου συνάντησε τον Γ.Α., ο οποίος, με εχθρική στάση, επέμενε να υπογράψει παραίτηση ώστε να αποσυρθεί η επιστολή τερματισμού και να λάβει το ποσό. Η Αιτήτρια αρνήθηκε, επαναλαμβάνοντας ότι ο τερματισμός ήταν απόφαση της Εργοδότριας Εταιρείας. Όταν ο πατέρας της παρενέβη, λέγοντας ότι είχε συμφωνηθεί τερματισμός με καταβολή €2.500, ο Γ.Α. αντέδρασε έντονα, τον μετέφερε σε άλλο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα, φώναζε και τον απειλούσε. Έτσι, αποχώρησαν βιαστικά, φοβούμενοι ακόμη και για τη σωματική του ακεραιότητα. Κατά τη διάρκεια του περιστατικού αυτού, η Αιτήτρια έβγαλε φωτογραφία με το κινητό της την επιστολή τερματισμού που ο Γ.Α. τοποθέτησε μπροστά της, όπως συνηθίζει να κάνει με έγγραφα για να τα φυλάει. Εν τέλει, λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε από την επίθεση του Γ.Α. στον πατέρα της, έφυγαν «κακήν-κακώς», με αποτέλεσμα να μην πάρει μαζί της την επιστολή, την οποία είχε μόνο στο κινητό της και σε εκτυπωμένη μορφή (Τεκμήριο 15). Λίγες ημέρες αργότερα, ο πατέρας της δέχθηκε τηλεφώνημα από αστυνομικό, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι ο Γ.Α. υπέβαλε καταγγελία. Ο πατέρας της απάντησε ότι, αν κάποιος έπρεπε να καταγγείλει, ήταν ο ίδιος, αλλά δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, με αποτέλεσμα η υπόθεση να λήξει εκεί.

 

Αντεξεταζόμενη, η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι η αναφορά της σε προστριβές μεταξύ διευθυντών της Εργοδότριας Εταιρείας σχετιζόταν κυρίως με εντάσεις μεταξύ του Γ.Α. και του Κυριάκου Κυριάκου («Κ.Κ.»), επίσης διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας, οι οποίες, όπως ανέφερε, ήταν τόσο έντονες που οδήγησαν τελικά στην αποχώρηση του Κ.Κ. από την Εργοδότρια Εταιρεία. Σε σχέση με την επιθετική συμπεριφορά του Γ.Α. προς εργοδοτούμενους, ανέφερε ως παραδείγματα: (1) το επεισόδιο της 1/6/2017 που αφορούσε την ίδια, (2) επεισόδιο που αφορούσε λεκτική επίθεση προς συνάδελφό της ονόματι Μαρία Χαμπή, (3) την προσβλητική μεταχείριση και απόλυση της Β.Γ. και (4) την περίπτωση συναδέλφου της ονόματι Χάρης Σάββα, η οποία, όπως της ανέφερε, παραιτήθηκε λόγω της συμπεριφοράς του. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε γενικά σε δύο αντιμαχόμενα «στρατόπεδα» εντός της Εργοδότριας Εταιρείας, ένα υπέρ του Κ.Κ. και ένα υπέρ του Γ.Α., δηλώνοντας ότι η ίδια ανήκε στο πρώτο. Σε σχέση με το επεισόδιο της 11/8/2017, κατέθεσε ότι η απόλυση της Β.Γ., με την οποία διατηρούσε στενή φιλική σχέση (λέγοντας συγκεκριμένα «την αγαπούσα και με αγαπούσε»), την αναστάτωσε, και όταν της ζητήθηκε να παραλάβει την επιστολή εκ μέρους της, εισήλθε στο γραφείο του Β.Α., όπου ήταν παρών και ο Γ.Α., ο οποίος ήταν αυτός που φώναξε και της συμπεριφέρθηκε, όπως ανέφερε, «απαίσια». Εξαιτίας αυτού, ο πατέρας της μετέβη στην Εργοδότρια Εταιρεία. Τότε πήγε να μάθει το λόγο που έτυχα τέτοιας συμπεριφοράς στο γραφείο του Μ.Α. με τον οποίο είχαν συνάντηση ενώ η ίδια περίμενε στο αυτοκίνητο. . Όταν τελείωσε η συνάντηση αυτή αποχώρησαν μαζί, Διευκρίνισε ότι η «αιμορραγία» στην οποία αναφέρθηκε οφειλόταν σε γυναικολογικό πρόβλημα, όμως λόγω του «σοκ» δεν θυμόταν πότε ακριβώς συνέβη. Επέμεινε ότι από το σημείο αυτό αποχώρησε οριστικά και ότι δεν είχε προηγηθεί άλλη επιστροφή της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Για όσα διαμείφθηκαν με τον Μ.Α., βασίστηκε αποκλειστικά σε όσα της μετέφερε ο πατέρας της, απορρίπτοντας την υποβολή ότι συμφωνήθηκε παραίτηση και δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι της είπε πως είχε συμφωνήσει με τον Μ.Α. να παραλάβουν στις 14/8/2017 την επιστολή απόλυσης μαζί με την αποζημίωση. Σχετικά με το περιστατικό της 29/8/2017, επέμεινε στη θέση της ότι επισκέφθηκε την Εργοδότρια Εταιρεία με τον πατέρα της για να παραλάβει την επιστολή απόλυσης από τον Β.Α., αλλά αντί αυτού, ο Γ.Α., ο οποίος είχε σχετική επιστολή μπροστά του, ζήτησε να υποβληθεί παραίτηση. Ο πατέρας της αντέδρασε, λέγοντας ότι είχε συμφωνηθεί απόλυση με αποζημίωση, και ο Γ.Α. τον απομόνωσε σε άλλο δωμάτιο για να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Η ίδια έμεινε εκτός και, όπως κατέθεσε, πρόλαβε να φωτογραφήσει την επιστολή χωρίς αυτή να της παραδοθεί. Αντέκρουσε την υποβολή ότι επρόκειτο για προσχέδιο, επιμένοντας ότι ήταν η πραγματική επιστολή απόλυσης, έστω κι αν δεν θυμόταν πού ακριβώς βρισκόταν στο γραφείο. Τέλος, επέμεινε ότι δεν υπήρξε συμφωνία για παραίτηση και ότι η στάση του Γ.Α. ήταν αυτή που την έκανε να αισθανθεί απειλή για τη σωματική της ακεραιότητα και να αποχωρήσει με τον πατέρα της.

 

Μαρτυρία Χ.Θ.

 

Καταθέτοντας, ο Χ.Θ. ανέφερε ότι στις 11/8/2017 άκουσε φασαρία και είδε την Αιτήτρια έξω από το γραφείο του Γ.Α., να φωνάζει έντονα και να ζητά την ανάκληση της απόλυσης της Β.Γ. Στη συνέχεια επέστρεψε στο γραφείο της, φωνάζοντας «θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα». Αργότερα, όπως είπε, ενημερώθηκε από τον Γ.Α. ότι ο πατέρας της Αιτήτριας και η ίδια είχαν συναντηθεί με τον Μ.Α., και στη συνάντηση αυτή εκφράστηκε πρόθεση της Αιτήτριας να παραιτηθεί και συμφωνία όπως της καταβληθούν τα δεδουλευμένα, η αναλογία 13ου μισθού και άδειας, καθώς και το ποσό των €2.500, χαριστικά, λόγω συγγένειας με τον Κ.Κ. Ετοιμάστηκε σχετική επιταγή για να της παραδοθεί στις 14/8/2017, αλλά η Αιτήτρια δεν προσήλθε να την παραλάβει. Τελικά, προσήλθε στις 16/8/2017 με τον πατέρα της. Τότε αυτός έδωσε την επιταγή στον Β.Α. για να τη δώσει στην Αιτήτρια. Κατά την ημέρα αυτή, η Αιτήτρια δεν παρέδωσε οποιαδήποτε ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία, αν τα παρέδιδε, θα έπρεπε να παραδοθούν σε εκείνον, ως υπεύθυνο μισθοδοσίας. Παρά ταύτα, τα σχετικά πιστοποιητικά τα είδε για πρώτη φορά μόνο μετά την καταχώρηση της Επίδικης Αίτησης.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι οι σχέσεις του με την Αιτήτρια περιορίζονταν σε ένα απλό «καλημέρα – καλησπέρα», χωρίς ιδιαίτερη οικειότητα, και ότι τη συναντούσε κυρίως στο τέλος κάθε μήνα, όταν της παρέδιδε τα μισθολόγια (payslips). Εξήγησε ότι η Αιτήτρια δεν ανήκε στο τμήμα του και, ως εκ τούτου, δεν είχε άποψη για τον χαρακτήρα της. Σε υπόδειξη ότι κατά το επεισόδιο της 11/8/2017 ήταν ο Γ.Α. που φώναζε και όχι η Αιτήτρια, απάντησε ότι είναι σε θέση να διακρίνει τη γυναικεία από την ανδρική φωνή και η φωνή που άκουσε ήταν της Αιτήτρις. Παραδέχθηκε ότι δεν ήταν παρών στη συνάντηση με τον Μ.Α. ούτε άκουσε την Αιτήτρια να δηλώνει παραίτηση, διευκρινίζοντας ότι όσα γνώριζε για το θέμα τού τα είχε μεταφέρει ο Γ.Α. Τέλος, συμφώνησε ότι το μόνο περιστατικό για το οποίο είχε προσωπική γνώση ήταν οι οδηγίες που έλαβε για την έκδοση της επιταγής, τις οποίες τού έδωσε ο Γ.Α., ο οποίος είχε ενημερωθεί από τον Μ.Α. για τα ποσά που θα καταβάλλονταν στην Αιτήτρια.

 

Μαρτυρία Β.Α.

 

Καταθέτοντας, ο Β.Α. ανέφερε ότι, ευρισκόμενος στο γραφείο του στις 11/8/2017, άκουσε φωνές στον διάδρομο και βγήκε για να δει τι συμβαίνει. Τότε, είδε την Αιτήτρια έξω από το γραφείο του Γ.Α., σε έξαλλη κατάσταση, να του φωνάζει. Όταν εισήλθε στο γραφείο του Γ.Α., διαπίστωσε ότι η Αιτήτρια φώναζε λόγω της απόλυσης της Β.Γ. Λίγο αργότερα, η Αιτήτρια αποχώρησε φωνάζοντας και πήγε στο γραφείο της, ενώ στη συνέχεια έφυγε από το κτίριο. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Γ.Α. του είπε ότι «η Αιτήτρια ήρθε στα γραφεία της εταιρείας μαζί με τον πατέρα της και είχαν συνάντηση με τον κ. Αριστοτέλους, ιδιοκτήτη της Εταιρείας», ζητώντας από αυτόν όπως παραδώσει στην Αιτήτρια την επιταγή που θα ετοίμαζε ο Χ.Θ., όταν θα ερχόταν στις 14/8/2017 για να την παραλάβει, ημερομηνία κατά την οποία η Αιτήτρια θα παρέδιδε στην εταιρεία επιστολή παραίτησης, όπως είχε συμφωνηθεί. Εν τέλει, η Αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε όπως συμφωνήθηκε, αφού, όπως τον ενημέρωσε ο προϊστάμενός της, του ανέφερε τηλεφωνικώς ότι δεν θα προσέλθει. Στις 16/8/2017, περί τις 10:00 π.μ., η Αιτήτρια μετέβη στο γραφείο του συνοδευόμενη από τον πατέρα της, με σκοπό να παραλάβει την επιταγή και να παραδώσει την επιστολή παραίτησης. Ο πατέρας της ζήτησε να τους δοθεί και συστατική επιστολή, ώστε να παραδώσουν την επιστολή παραίτησης. Ο Β.Α. απάντησε ότι θα μεταφέρει το αίτημα στη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας και θα τους ενημερώσει. Στις 17/8/2017 τηλεφώνησε στην Αιτήτρια για να κανονίσει την παραλαβή της επιταγής και της συστατικής επιστολής. Καθώς δεν απάντησε στο τηλεφώνημά του, κάλεσε τον πατέρα της, ο οποίος ζήτησε να εκδοθεί επιστολή τερματισμού ώστε η Αιτήτρια να δικαιούται άμεσα επίδομα ανεργίας. Ο Β.Α. απάντησε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία δεν προτίθεται να εκδώσει τέτοια επιστολή και ότι η Αιτήτρια όφειλε να επιστρέψει αμέσως στην εργασία της, από την οποία απουσίαζε αδικαιολόγητα. Στις 29/8/2017, η Αιτήτρια μετέβη στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας με τον πατέρα της. Σε εκείνη τη συνάντηση, ο Γ.Α. τους εξήγησε ότι, επειδή είχαν ζητήσει επανειλημμένα έκδοση επιστολής τερματισμού, είχε ετοιμάσει σχετικό προσχέδιο, το οποίο τους ανέγνωσε, εξηγώντας τους ότι ήταν προς το συμφέρον της Αιτήτριας να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα με τον Μ.Α., να υποβάλει δηλαδή παραίτηση, ώστε να λάβει επιταγή και συστατική επιστολή. Ο πατέρας της αντέδρασε έντονα, απορρίπτοντας τις αναφορές σε πειθαρχικά παραπτώματα και απαιτώντας την καταβολή του ποσού των €2.500 ακόμη και με επιστολή τερματισμού. Όταν του ξεκαθαρίστηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, αντέδρασε βίαια, εξαπολύοντας ύβρεις και απειλές κατά του Γ.Α. και προκαλώντας αναστάτωση. Ακολούθως, αποχώρησαν, ενώ το επεισόδιο καταγγέλθηκε στην Αστυνομία.

 

Αντεξεταζόμενος, επιβεβαίωσε ότι στις 11/8/2017 η Β.Γ. προσήλθε στο γραφείο του για να της παραδοθεί επιστολή απόλυσης, κατόπιν προηγούμενων προειδοποιήσεων. Μετά το περιστατικό αυτό, η Αιτήτρια ζήτησε την ανάκληση της απόλυσης της Β.Γ. από τον Γ.Α. και όχι από τον ίδιο, ίσως επειδή ο Γ.Α. ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας. Για τη συνάντηση της Αιτήτριας και του πατέρα της με τον Μ.Α., δήλωσε ότι δεν ήταν παρών, αλλά πληροφορήθηκε σχετικά από τον Γ.Α. όταν του ζητήθηκε να ετοιμάσει τις επιταγές. Επιβεβαίωσε ότι δεν άκουσε ποτέ την Αιτήτρια να δηλώνει πρόθεση παραίτησης ούτε συμμετείχε σε σχετική συζήτηση. Όταν του υποβλήθηκε ότι η Αιτήτρια ουδέποτε είχε πρόθεση να παραιτηθεί, απάντησε ότι είχε διαφορετική πληροφόρηση. Ως προς τη συνάντηση της 16/8/2017, επιβεβαίωσε ότι την κανόνισε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι ζήτησε από την Αιτήτρια να προσέλθει στις 10:00 για παραλαβή επιταγής και παράδοση επιστολής παραίτησης. Κατά την ημέρα εκείνη, η Αιτήτρια προσήλθε μαζί με τον πατέρα της, χωρίς να προσκομίσει οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό. Επίσης, εξήγησε ότι όταν μίλησε μαζί της στις 24/8/2017, αυτή βρισκόταν σε ετήσια άδεια, αλλά έπρεπε να της τηλεφωνήσει, εφόσον η Εργοδότρια Εταιρεία αντιμετώπιζε αυξημένο όγκο εργασίας και χρειαζόταν να γνωρίζει αν θα επιστρέψει. Για τα γεγονότα της 29/8/2017 δήλωσε ότι ήταν παρών και, όταν του υποβλήθηκε ότι εκείνος που φώναζε ήταν ο Γ.Α., το αρνήθηκε, σημειώνοντας ότι γνωρίζει τον Γ.Α. από το 2005 και δεν είχε υπάρξει ποτέ στο παρελθόν αναφορά για προσβλητική συμπεριφορά του. Επανέλαβε τον ισχυρισμό του ότι ο πατέρας της Αιτήτριας ήταν αυτός που αντέδρασε έντονα, δείχνοντας τον Γ.Α. με το δάχτυλό και λέγοντας ότι θα τον «κανονίσει». Όταν του υποβλήθηκε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς ειπώθηκε, επέμεινε ότι ήταν παρών.

 

Μαρτυρία Γ.Α.

 

Καταθέτοντας, ανέφερε ότι στις 11/8/2017 η Β.Γ. απολύθηκε με δικές του οδηγίες από τον Β.Α., χωρίς να είναι παρών ο ίδιος. Η Αιτήτρια, σε έξαλλη κατάσταση, εμφανίστηκε στην είσοδο του γραφείου του, με τα χέρια στη μέση, φωνάζοντας με αυστηρό και επιθετικό ύφος και απαιτώντας την ανάκληση της απόλυσης. Της εξήγησε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να παρεμβαίνει σε αποφάσεις της Εργοδότριας Εταιρείας που δεν την αφορούσαν. Καθώς η ένταση συνεχίστηκε, συγκεντρώθηκε προσωπικό στον διάδρομο και η Αιτήτρια κατευθύνθηκε στο Τμήμα Μεταφορών, όπου φώναξε «θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα» και αποχώρησε. Αργότερα, επέστρεψε με τον πατέρα της, ζητώντας συνάντηση με τον Μ.Α., στον οποίο, κατά τα λεγόμενά του, εξέφρασε πρόθεση παραίτησης και συμφωνήθηκε, λόγω της δεκαετούς υπηρεσίας της και της συγγένειάς της με τον Κ.Κ., να της καταβληθούν €2.500 χαριστικά, πλέον αναλογιών 13ου μισθού και άδειας. Ετοιμάστηκε επιταγή €3.700 στο όνομά της. Στις 16/8/2017, προσήλθε με τον πατέρα της στο γραφείο του Β.Α., ζητώντας συστατική επιστολή, με την πρόθεση να παραιτηθεί, και δόθηκαν οδηγίες για την ετοιμασία της. Την επομένη, ο Β.Α. προσπάθησε να την καλέσει για παραλαβή εγγράφων χωρίς ανταπόκριση και επικοινώνησε με τον πατέρα της, ο οποίος, χωρίς να αρνηθεί τη συμφωνία, είπε ότι η Αιτήτρια άλλαξε γνώμη και ζητούσε επιστολή τερματισμού για σκοπούς ανεργιακού. Τότε της ζητήθηκε να επιστρέψει στην εργασία, καθώς η απουσία της θεωρείτο αδικαιολόγητη. Καθότι δεν επέστρεψε, ο Β.Α. την κάλεσε στις 24/8/2017 παρουσία δύο υπαλλήλων, οπότε και του είπε ότι θα απαντούσε την επομένη μετά από συζήτηση με τον πατέρα της. Στις 25/8/2017, του ανέφερε τηλεφωνικά ότι δεν θα παραιτείτο ούτε θα επέστρεφε και ζήτησε επιστολή τερματισμού, καθώς και συνάντηση στα γραφεία της Εταιρείας. Η συνάντηση έγινε στις 29/8/2017, παρουσία και του Β.Α., όπου της διαβάστηκε επιστολή που επισήμαινε πως η Εταιρεία δεν είχε πρόθεση απόλυσης και ότι τα έγγραφα και η επιταγή είχαν ετοιμαστεί στο πλαίσιο συμφωνίας παραίτησης. Η Αιτήτρια και ο πατέρας της αντέδρασαν έντονα· ο πατέρας της πρόταξε το δάκτυλό του, εξύβρισε με χυδαίους χαρακτηρισμούς και απείλησε ότι αν τον ξαναδεί στη Λεμεσό θα μετανιώσει την ώρα και στιγμή που γεννήθηκε. Παρά την έκκληση για ηρεμία, συνέχισε να φωνάζει και να εξυβρίζει ενώπιον τρίτων. Ακολούθως, το πρόσωπο που κατέθετε μετέβη, μαζί με τον Β.Α. και τον Γ.Σ., σε Αστυνομικό Σταθμό, όπου υπέβαλε γραπτή καταγγελία, χωρίς να ζητήσει ποινική δίωξη, και ενημερώθηκε ότι ο πατέρας της Αιτήτριας θα καλείτο για επίπληξη, όπως και έγινε.

 

Αντεξεταζόμενος, αναφέρθηκε, μετά από σχετικές ερωτήσεις και υποβολές, στον Κ.Κ., σημειώνοντας ότι αυτός είχε διευθυντική ιδιότητα μέχρι τα τέλη του 2016 και ότι υπήρχε συγγενική σχέση με την Αιτήτρια. Αρνούμενος ότι ο Κ.Κ. αποχώρησε λόγω εσωτερικών αντιπαραθέσεων, χαρακτήρισε τη σχετική θέση της Αιτήτριας, η οποία του υπεβλήθηκε, ως ψέματα και γελοιότητες, σημειώνοντας ότι οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν πάντοτε άριστες λόγω της κοινής πορείας τους στον ξενοδοχειακό τομέα. Επίσης, σημείωσε ότι ο Κ.Κ. αποχώρησε για δικούς του λόγους, για να ιδρύσει δική του επιχείρηση και για μεταπτυχιακές σπουδές. Αναφερόμενος στο περιστατικό της 11/8/2017, επέμεινε στη θέση του ότι η Αιτήτρια πήγε στο δικό του γραφείο και όχι στου Β.Α., ζητώντας ανάκληση της απόλυσης της Β.Γ., και στη συνέχεια έφυγε από την εργασία της και επέστρεψε με τον πατέρα της, κατευθυνόμενοι στο γραφείο του Μ.Α., εξηγώντας ότι τα όσα προέκυψαν στη συνάντηση αυτή τα άκουσε από τον ίδιο τον Μ.Α. Σε σχέση με τη θέση της Αιτήτριας ότι παρέδωσε τις άδειες ασθενείας στον Β.Α., ανέφερε ότι τα ιατρικά αυτά πιστοποιητικά τα είδε πρώτη φορά μετά την καταχώριση της Επίδικης Αίτησης, αρνούμενος ότι του τα παρέδωσε προηγουμένως. Για τη συνάντηση της 29/8/2017 δήλωσε ότι έγινε επειδή η Αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, για να υποβάλει την παραίτησή της, παρότι η απόφαση για παραίτηση είχε, κατά τα λεγόμενά του, ληφθεί από τη συνάντηση του Μ.Α. με τον πατέρα της. Ενόψει της απόφασης αυτής, με δικές του οδηγίες, ετοιμάστηκε επιταγή για το ποσό των €3.700 (που αφορούσε τα δεδουλευμένα και το ποσό του φιλοδωρήματος) και συστατική επιστολή. Επειδή η Αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε, ετοιμάστηκε και επιστολή τερματισμού, όχι για επίδοση, αλλά για να της εξηγήσει τι θα σήμαινε ενδεχόμενη απόλυση. Η επιστολή, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν επιδόθηκε, αλλά η Αιτήτρια τη φωτογράφισε χωρίς άδεια. Αντιδρώντας στη θέση ότι η ύπαρξη τέτοιας επιστολής συνιστά εκδήλωση πρόθεσης απόλυσης, υποστήριξε ότι επρόκειτο για εργαλείο διαπραγμάτευσης.

 

 

(ΙΙΙ) Ευρήματα επί αμφισβητούμενων γεγονότων

 

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η επιτυχία της Αιτήτριας στην απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης (στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων) εξαρτάται από το κατά πόσον, με τη μαρτυρία που έθεσε ενώπιόν μας, κατάφερε να πείσει ότι η εκδοχή της, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο τερματισμός της απασχόλησής της, είναι πιο πιθανή παρά όχι (more probable than not).

 

Έχοντας αυτό υπόψη, εξετάσαμε ενδελεχώς τη μαρτυρία της υπό το φως των προαναφερόμενων αρχών και έχοντας πάντοτε κατά νου ότι (σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε πιο πάνω) καθοριστικό για την κατάληξη επί του ποια μορφή έλαβε ο τερματισμός είναι το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο σχετική δήλωση, εκπεφρασμένη από το ένα μέρος, φτάνει στο άλλο, συνιστώντας αφενός τον κρίσιμο χρόνο συνεκτίμησης των περιστατικών και αφετέρου το σημείο έναρξης των εννόμων αποτελεσμάτων του τερματισμού.

 

Από την εξέταση, δε, αυτή, καταλήξαμε στο συμπέρασμα / εύρημα ότι η Αιτήτρια προσδιορίζει το ακριβές σημείο κατά το οποίο εκφράστηκε η δήλωση για τον τερματισμό της απασχόλησης από την Εργοδότρια Εταιρεία στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο πατέρας της με τον Μ.Α. το απόγευμα της 11/8/2017, σε συνέχεια της συνάντησης που είχαν την ίδια μέρα στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας, αναφέροντας ότι, κατά την διάρκεια της επικοινωνίας αυτής, ο Μ.Α. ανέφερε στον πατέρα της ότι η Εργοδότρια Εταιρεία είχε αποφασίσει να τερματίσει την απασχόλησή της και ότι θα έπρμεταβεί τη Δευτέρα 14/8/2017 στα γραφεία της για να παραλάβει την επιστολή τερματισμού και ένα χρηματικό ποσό ύψους €2.500.

 

Αυτό προκύπτει από σειρά δηλώσεων στις οποίες προέβη η Αιτήτρια τόσο κατά την κατάθεσή της όσο και κατά την αντεξέτασή της, με σημαντικότερη εξ αυτών να είναι η δήλωση που περιλαμβάνεται και στη Γραπτή Δήλωσή της, σύμφωνα με την οποία:

 

«ο κ Αριστοτέλους επικοινώνησε το απόγευμα τηλεφωνικώς με τον πατέρα μου και του είπε ότι αποφάσισαν να τερματίσουν την απασχόληση μου στην υπηρεσία τους και να περνούσα την Δευτέρα 14.08.2017 να πάρω την επιστολή τερματισμού μου και μια μικρή αποζημίωση ύψους €2.500=.».

 

Σημαντικές επί του θέματος είναι και οι ακόλουθες δηλώσεις που έγιναν από την Αιτήτρια στο πλαίσιο της κατάθεσης της και με βάση τις οποίες καθίσταται αντιληπτό ότι η Αιτήτρια, αντιλήφθηκε την δήλωση αυτή του Μ.Α. ως τέτοια που να τερματίσει οριστικά την απασχόληση της:

 

«…Αν και γνώριζα ότι το προσφερόμενο ποσό ήταν πολύ χαμηλό σε σχέση με την αποζημίωση την οποία εδικαιούμουν βάση νόμου, το αποδέχτηκα απλά και μόνο για να λήξει το όλο θέμα.»,  «Όταν το απόγευμα της ίδιας μέρας πληροφορήθηκα προφορικά για τον τερματισμό της απασχόλησης μου δεν απέστειλα στο λογιστήριο την άδεια ασθενείας μου αφού δεν είχα πλέον λόγο να δικαιολογήσω την απουσία μου.»

 

Από την άλλη, εξετάζοντας ενδελεχώς και τη μαρτυρία που προσέφερε η Εργοδότρια Εταιρεία ενώπιόν μας, μέσω των Χ.Θ., Β.Α. και Γ.Α., τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα ως προς το καθοριστικό πιο πάνω σημείο, καταλήξαμε στο συμπέρασμα/ εύρημα ότι σε σχέση με το σημείο αυτό δεν αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από την εκδοχή της Αιτήτριας, εφόσον και οι εν λόγω μάρτυρές που τοποθέτησαν με την μαρτυρία τους την επίμαχη δήλωση που προκάλεσε τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας σε επικοινωνία που είχε ο πατέρας της Αιτήτριας με τον Μ.Α. στις 11/8/2017. Ωστόσο, η εκδοχή τους επί των σχετικών με τη δήλωση αυτών γεγονότων διαφοροποιείται από αυτήν της Αιτήτριας ως προς το περιεχόμενο της δήλωσης και, κυρίως, ως προς την κατεύθυνσή της, ισχυριζόμενοι ότι αυτή δεν απευθύνθηκε από τον Μ.Α. προς τον πατέρα της, αλλά το αντίθετο, αφού ήταν ο πατέρας της Αιτήτριας που ενημέρωσε τον Μ.Α. ότι η Αιτήτρια επιθυμεί να παραιτηθεί (με αποτέλεσμα ο Μ.Α. να δηλώσει ότι αποδέχεται την παραίτηση και συμφωνά όπως καταβληθεί στην Αιτήτρια το ποσό των €2.500, χαριστικά).

 

Αυτό προκύπτει από σειρά δηλώσεων στις οποίες προέβησαν οι πιο πάνω μάρτυρες, τόσο κατά την κυρίως εξέτασή τους όσο και κατά την αντεξέτασή τους, με σημαντικότερη εξ αυτών να αποτελεί η πιο κάτω δήλωση του Γ.Α. (ο οποίος, άλλωστε, είναι και ο μοναδικός μάρτυρας που κατέθεσε απευθείας τι, κατ’ ισχυρισμό, του είπε ο Μ.Α. αναφορικά με την επίμαχη επικοινωνία, ενώ οι λοιποί μάρτυρες περιορίστηκαν να καταθέσουν όσα τους ανέφερε ο Γ.Α. ότι άκουσε από τον Μ.Α.):

 

«11/8/2017 ημέρα Παρασκευή ο πατέρας της και η ίδια εστέκετουν στην πόρτα του γραφείου του κύριου Αριστοτέλους με ορθάνοικτη η πόρτα. …. Επειδή η κυρία Χαρά δεν ήθελε πλέον να εργάζεται στην εταιρεία μας, δεν ξέρω το γιατί, ζήτησε και ήρταν σε μια συμφωνία να δώσει την παραίτησή της να της δώσει €2500 «πουπανωπροίτζι» φιλοδώρημα συν τα δικαιώματά της. Γι' αυτό έλαβα εγώ μετά την εντολή από τον κύριο Αριστοτέλους να ετοιμαστεί επιταγή €3700 η οποία συμπεριλάβανε τις €2500 φιλοδώρημα και τα υπόλοιπα…»

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Με δεδομένη την πιο πάνω διαπίστωση, δηλαδή τη διαπίστωση ότι στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσκόμισαν τα διάδικα μέρη προκύπτουν δύο διιστάμενες εκδοχές ως προς τα γεγονότα που πλαισιώνουν τον επίδικο τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας, έχουμε προχωρήσει σε αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας και αφορά τις εκδοχές αυτές, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων/ ευρημάτων. Παρουσιάζοντας αυτά, σημειώνουμε τα εξής:

 

Διερχόμενοι την μαρτυρία της Αιτήτριας στο σύνολο της, εντοπίσαμε καταρχάς εμφανείς αναντιστοιχίες, οι οποίες, βρίσκουμε, επηρεάζουν καθοριστικά τη δυνατότητα αποδοχής της ως ασφαλούς υπόβαθρου εξαγωγής συμπερασμάτων σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόλησή της. Συγκεκριμένα, σε σχέση με την παράδοση των σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε αρχικά ότι εξέλαβε τη δήλωση του Μ.Α. προς τον πατέρα της στις 11/8/2017 ως τέτοια που να τερματίζει την απασχόλησή της με οριστικό τρόπο και, στη βάση αυτής της αντίληψης, έκρινε ότι δεν χρειάζεται να αποστείλει το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 12) στο λογιστήριο, εφόσον δεν είχε πλέον λόγο να δικαιολογήσει την απουσία της. Παρ’ όλα αυτά, στη συνέχεια ανάφερε ότι, κατά την επίσκεψή της στο γραφείο του Β.Α. στις 16/8/2017 (και ενόσω από την ανακοίνωση μέχρι τότε δεν είχε αλλάξει κάτι σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησής της, εφόσον, όπως ισχυρίστηκε, πρώτη φορά ενημερώθηκε για την αλλαγή στάσης της Εργοδότριας Εταιρείας στο ραντεβού με τον Β.Α. κατά την ημέρα εκείνη), όχι μόνο προέβη στην παράδοση του εν λόγω πιστοποιητικού, αλλά παρέδωσε επίσης και επιπλέον δεύτερο πιστοποιητικό (Τεκμήριο 13), το οποίο εκδόθηκε την ίδια ημέρα και επέκτεινε την αναρρωτική της άδεια μέχρι τις 18/8/2017, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο, κατά την ίδια, η απασχόλησή της δεν θα ήταν σε ισχύ (εφόσον, ως ανάφερε, κατά την αντίληψή της, η εργασιακή της σχέση είχε τερματιστεί από τις 11/8/2017 και επρόκειτο να της επιδοθεί σχετική επιστολή τερματισμού κατά τη συνάντηση με τον Β.Α. στις 16/8/2017). Η Αιτήτρια παρέλειψε να εξηγήσει με οποιονδήποτε τρόπο την αναντιστοιχία αυτή και να δώσει εξηγήσεις ως προς το πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή στάσης της, αλλά και ταυτόχρονα να διευκρινίσει και υπό ποιες συνθήκες έγινε η παράδοση πιστοποιητικού ημερομηνίας 16/8/2017 σε συνάντηση ημερομηνίας 16/8/2017 η οποία, μάλιστα, έλαβε χώρα, σύμφωνα με συγκεκριμένη και άμεση μαρτυρία του Β.Α. επί του θέματος αυτού (η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την Αιτήτρια), η ώρα 10:00 π.μ.

 

Πέραν των πιο πάνω, η δυνατότητα αποδοχής της μαρτυρία της Αιτήτριας ως ασφαλούς υπόβαθρου εξαγωγής συμπερασμάτων σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόλησή της επηρεάζεται, βρίσκουμε, καθοριστικά και ενόψει της παντελούς αποτυχίας της Αιτήτριας να παρουσιάσει, σε σχέση με το καθοριστικό σημείο κατά το οποίο έλαβε χώρα, κατ’ ισχυρισμό, σχετική δήλωση του Μ.Α. προς τον πατέρα της σαφή, θετική και αποτελεσματική μαρτυρία. Αυτό προκύπτει, κυρίως, διότι τα όσα κατέθεσε επί του θέματος (ως η μοναδική μάρτυρας της πλευράς της) περιορίστηκαν αποκλειστικά σε αναπαραγωγή των όσων, κατά τον ισχυρισμό της, της μετέφερε ο πατέρας της αναφορικά με την επίμαχη επικοινωνία που είχε με τον Μ.Α., με αποτέλεσμα η σχετική μαρτυρία της να μην αποτελεί άμεση ή πρωτογενή μαρτυρία αλλά εξ ακοής. Το γεγονός αυτό, ιδωμένο υπό το πρίσμα του άρθρου 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9), σε συνδυασμό με το ότι η Αιτήτρια ούτε προσκόμισε μαρτυρία από τα μόνα δύο πρόσωπα που, εξ αντικειμένου και κατά τεκμήριο, θα μπορούσαν να καταθέσουν άμεσα και πρωτογενώς επί του ζητήματος, ήτοι τον πατέρα της και τον Μ.Α., ούτε προσέφερε οποιαδήποτε αιτιολόγηση για την παντελή απουσία μαρτυρίας από τα πρόσωπα αυτά, ούτε και προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο, τεκμήριο ή άλλο αποδεικτικό μέσο, εκ του οποίου να καθίσταται δυνατή η επιβεβαίωση ή η στήριξη των ισχυρισμών της ως προς το περιεχόμενο, τη φύση ή τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκφράστηκε η επίμαχη δήλωση από τον Μ.Α. προς τον πατέρα της, επιφέρει, βρίσκουμε, σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία της μαρτυρίας της και μειώνει ουσιαστικά την αποδεικτική βαρύτητα της.

 

Τέλος, η δυνατότητα αποδοχής της μαρτυρίας της Αιτήτριας ως ασφαλούς υπόβαθρου εξαγωγής συμπερασμάτων πλήττεται, βρίσκουμε, σημαντικά και από το γεγονός ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η Αιτήτρια είναι ουσιωδώς ασυμβίβαστη με τη δικογραφημένη θέση ως προς το πώς προέκυψε ο τερματισμός της απασχόλησης, σύμφωνα με την οποία η πληροφόρηση περί τερματισμού της έλαβε χώρα στις 25/8/2017, όταν η Εργοδότρια Εταιρεία την πληροφόρησε τηλεφωνικώς ότι τερματίστηκε η απασχόλησή της στην υπηρεσία της και την κάλεσε να περάσει από τα γραφεία της στις 29/8/2017 για να παραλάβει επιστολή τερματισμού, ενώ ο τερματισμός της απασχόλησής της συντελέστηκε στις 29/8/2017, όταν μετέβη στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας, όπου της επιδόθηκε επιστολή τερματισμού ίδιας ημερομηνίας, με αναφορά σε κάποιους ανυπόστατους ή/και αναληθείς ή/και προσχηματικούς λόγους, και χωρίς να της δοθεί οποιαδήποτε προειδοποίηση ή να της καταβληθεί πληρωμή αντί προειδοποίησης. Η ασυμβατότητα αυτή με την εκδοχή που παρουσίασε με τη μαρτυρία της (ως αυτή περιγράφεται ανωτέρω), ενόψει κυρίως της έντασής της και της σημασίας του ζητήματος, υποσκάπτει την αποδεικτική βαρύτητα της μαρτυρίας της σε ουσιαστικό βαθμό, με αποτέλεσμα να μην έχουμε άλλη επιλογή παρά να προσδώσουμε στη μαρτυρία αυτή μειωμένη αποδεικτική βαρύτητα. Υπογραμμίζεται ότι το εξεταστικό σύστημα που διέπει την δίκη ενώπιον του Δ.Ε.Δ. δεν μεταβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο την πιο πάνω κρίση μας εφόσον, όπως επισημάνθηκε στην από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Αθανασίου v. Reana Manufacturing & Trading Co. Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1635, αν και το εξεταστικό σύστημα παρέχει ευρύτερη ευχέρεια στο Δ.Ε.Δ. για τη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της διαφοράς, εντούτοις δεν μεταβάλλει τον δικονομικό κανόνα ως προς τα επίδικα θέματα και τα όρια της δίκης[15].

 

Όλα τα πιο πάνω μάς οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της Αιτήτριας δεν μπορεί να αποτελέσει, σε κανένα βαθμό, ασφαλές και αξιόπιστο υπόβαθρο εξαγωγής συμπερασμάτων αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να απορρίπτουμε αυτή στο σύνολό της, ως αναξιόπιστη. Αυτό, ως καθίσταται ευκόλως αντιληπτό, σφραγίζει και το αποτέλεσμα της Επίδικης Αίτησης, εφόσον, ελλείψει αξιόπιστης και αποτελεσματικής μαρτυρίας από την πλευρά της Αιτήτριας, η κρίση μας δεν μπορεί να είναι άλλη από το ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης της, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η απόδοση προς όφελος της των Επίδικων Θεραπειών. Εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας, κρίνουμε σκόπιμο όπως προβούμε και σε αξιολόγηση και της σχετικής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας από την Εργοδότρια Εταιρεία.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία αυτή, διαπιστώνουμε ότι, όπως και στην περίπτωση της Αιτήτριας, δεν τέθηκε ενώπιόν μας σαφής, θετική και αποτελεσματική μαρτυρία αναφορικά με την εκδοχή της για τα γεγονότα που σχετίζονται με το καθοριστικό σημείο κατά το οποίο συντελέστηκε ο επίδικος τερματισμός, ήτοι τη φερόμενη δήλωση του πατέρα της Αιτήτριας προς τον Μ.Α. ότι η Αιτήτρια επιθυμούσε να παραιτηθεί. Αντίθετα, η Εργοδότρια Εταιρεία περιορίστηκε στην παρουσίαση εξ ακοής μαρτυρίας επί του θέματος, εφόσον κανένας εκ των μαρτύρων της δεν κατέθεσε στη βάση προσωπικής αντίληψης ή άμεσης γνώσης του επίμαχου περιστατικού, με τον Γ.Α. να αναπαραγάγει απλά τα όσα ο Μ.Α., κατ’ ισχυρισμό του, ανέφερε, ενώ οι Χ.Θ. και Β.Α. να αναπαραγάγουν τα όσα ο Γ.Α. αναπαρήγαγε προς αυτούς (υπογραμμίζοντας, σε διάφορα στάδια της κατάθεσής / αντεξέτασης τους, ότι καμία ιδία γνώση δεν έχουν επί της επικοινωνίας αυτής). Ενόψει αυτού, και ενόψει του ότι ούτε η Εργοδότρια Εταιρεία προσέφερε οποιαδήποτε εξήγηση για την παντελή απουσία μαρτυρίας από τα πρόσωπα που, εξ αντικειμένου, θα μπορούσαν να καταθέσουν επί της δήλωσης αυτής άμεση και πρωτογενή μαρτυρία, ούτε και προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο τεκμήριο που να ενισχύει την εκδοχή της, υπό το πρίσμα του άρθρου 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9), η μαρτυρία της Εργοδότριας Εταιρείας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστο και ασφαλές υπόβαθρο εξαγωγής συμπερασμάτων για τον επίμαχο τερματισμό με αποτέλεσμα να απορρίπτεται ως τέτοια.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ως εκ των ανωτέρω, αποτελεί κρίση μας ότι, ελλείψει αξιόπιστης και αποτελεσματικής μαρτυρίας από την πλευρά της Αιτήτριας που να επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τον τερματισμό της απασχόλησης της, η Αιτήτρια απέτυχε να αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης της, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η απόδοση προς όφελος της των Επίδικων Θεραπειών.

 

Συνεπακόλουθα η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα, ενόψει του ότι ούτε η Καθ΄ ης η Αίτηση προσκόμισε ενώπιόν μας αξιόπιστη και αποτελεσματική μαρτυρία που να επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας, κρίνουμε δίκαιο και ορθό όπως επιδικάσουμε υπέρ της μόνο το ήμισυ (½) των δικηγορικών εξόδων[16], ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………...

                                                            Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………                    (Υπ.) ……………………………………

                  Ι. Μαρκίδη, Μέλος.                                                 Στ. Πολυδώρου, Μέλος.

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] Σε σχέση με την έννοια του όρου «απόλυση» αξίζει να σημειωθεί ότι (α) το Εφετείο Κύπρου, στην πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. v. Χριστή Χατζημιτσή κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 311/2022, 333/2022, ημερ. 30/1/2025, ανέφερε ότι «ο όρος “απόλυση” απαντάται στον περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμο, ως εναλλάξιμος με τον όρο “τερματισμός της απασχολήσεως”» (β) ο Πολυβίου Π., στο σύγγραμμά του Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου – Θεωρία και Πράξη (Έκδοση Α, σελ. 357), σημειώνει ότι «η σύμβαση εργοδότησης μπορεί να τερματιστεί από τον ένα ή τον άλλο συμβαλλόμενο, χωρίς τη συναίνεση του ενός και χωρίς ο τερματισμός (που επιχείρησε το ένα μέρος ή το άλλο) να είναι νόμιμος. Συνήθως, ο εργοδότης τερματίζει τη σύμβαση εργοδότησης με απόλυση του εργοδοτουμένου…»

[2] Βλ. σύγγραμμα «Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας» (Έκδοση Ζ, σελ.889) όπου ο Κουκιάδης Ι. αναφερόμενος στη δήλωση αναφέρει ότι: «Τα αποτελέσματα της καταγγελία αρχίζουν από τη στιγμή που η σχετική δήλωση φτάνει στο μέρος το οποίο απευθύνεται… Κατ’ αρχήν είναι αδιάφορος ο τρόπος που ανακοινώνεται (προφορικώς ή γραπτώς). 

[3] Υπογραμμίζεται ότι, σε σχέση με το θέμα της σαφήνειας της σχετικής δήλωσης, η νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων έχει ξεκαθαρίσει ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σαφής δήλωση του συμβαλλομένου στη σύμβαση εργασίας προς τον άλλο, είτε διότι η φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε στην επίμαχη περίπτωση ήταν αμφίσημη ή ασαφής (ambiguous), είτε για άλλο λόγο, τότε εναπόκειται στο Δικαστήριο να διαγνώσει κατά πόσον το μέρος στο οποίο απευθυνόταν η δήλωση μπορούσε, υπό το φως όλων των περιστάσεων, ευλόγως να αντιληφθεί το περιεχόμενό της ως τέτοιο. Αντιστοίχως, εάν οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν είναι αδιαμφισβήτητες (unambiguous), το Δικαστήριο οφείλει να τις ερμηνεύσει σύμφωνα με τη φυσική και συνήθη σημασία τους. Σε τελική ανάλυση, εκείνο που καθίσταται καθοριστικό δεν είναι το γράμμα της διατύπωσης, αλλά η πρόθεση που αυτή αποτυπώνει, η οποία πρέπει να εξακριβώνεται με βάση το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σχετική επικοινωνία (βλ. St. D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths (σελ. 58–61).

[4] Για το θέμα της παραίτησης κατόπιν εξαναγκασμού (constructive dismissal), βλ. άρθρο 7 του Ν. 24/67, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον ο εργοδοτούμενος τερματίσει νομίμως την απασχόλησή του λόγω της διαγωγής του εργοδότη, ο εν λόγω τερματισμός θεωρείται ότι έγινε από τον εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 3. Βλ. επίσης Elbee Co v. Efstathiou (1989) 1 CLR 448, Louis Tourist Agency v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 98, Western Excavating (ECC) Ltd v. Share (1978) 2 ALL E.R. 713.

[5] Βλ. σχετικά και σύγγραμμα Lockton D. στο σύγγραμμα «Employment Law, Palgrave Machillan Law Master (Έκδοση 5, σελ. 242), όπου αναφέρετε ότι:  «If the parties mutually agree that the contract should come to an end, then neither party has ended the agreement and as such there will be no dismissal (employer termination) or resignation (employee termination) »

[6] Βλ. σχετικά και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ., στην οποία επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι, μετά τον τερματισμό της απασχόλησης, η εργασιακή σχέση παύει να υφίσταται και δεν είναι δυνατό να αναβιώσει παρά μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του εργοδότη.

[7]  Βλ. άρθρο 30 παράγραφος 1 του Ν, 24/1967σε συνδυασμό με την έννοια του όρου «εργατική διαφορά» στο άρθρο 2.

[8] Εφόσον, ως έχει, η νομολογία έχει ξεκαθαρίσει, οταν στην επιδικη περίπτωση ο εργοδότης αμφισβητεί ότι ο τερματισμός της απασχόλησης προήλθε από τον ίδιο, τότε ο εργοδοτούμενος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι έλαβε χώρα τερματισμός της απασχόλησής του (βλ. Γεώργιος Αριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd [1999] 1 Α.Α.Δ. 114· Επί τοις αφορώσι την αίτηση των Λούης Τούριστ Έϊτσενσυ Λτδ για έκδοση διατάγματος Certiorari (1990) 1 Α.Α.Δ. 315).

[9] Εφόσον, όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, η απόδειξη της υπόθεσης στις αστικές διαφορές κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και με κριτήριο το κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (βλ. Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858· Παπακώστα ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Πολιτική Έφεση αρ. 214/2013, 24/6/2019), ECLI:CY:AD:2019:A238.

 

[10] Σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη τη μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, αλλά παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, έχοντας όμως υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησής της (Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

[11] βλ. Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858· Παπακώστα ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Πολιτική Έφεση αρ. 214/2013, 24/6/2019), ECLI:CY:AD:2019:A238.

[12] Μεταξύ των οποίων είναι και οι εξής:

(α) Όταν προκύπτουν, όσον αφορά τα γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δύο διιστάμενες εκδοχές, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μία από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138).

(β) Στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η πληρότητα, σαφήνεια και αμεσότητα της μαρτυρίας, η ύπαρξη ή μη υπεκφυγών, γενικοτήτων, αντιφάσεων ή υπερβολών, η λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται και η ύπαρξη ή απουσία προσωπικού συμφέροντος (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192 · Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς, Π.Ε. 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.

(γ) Μαρτυρία που κατατίθεται, έστω και χωρίς ένσταση, και δεν είναι αποδεκτή, αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826 · Demari Kronos Ltd ν. Michael Leslie Gray, Π.Ε. 264/2014, 22/2/2023), ECLI:CY:AD:2023:A62.

(δ) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί ή να απορρίψει μέρος ή και το σύνολο της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα (Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Λτδ ν. Χίνη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1331 · Χριστού Χριστού ν. Αντώνη Ανδρέου Γεωργίου, Π.Ε. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403.

(ε) Η λογική μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή συμπερασμάτων και η λογικοφάνεια των προβαλλόμενων εκδοχών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην τελική κρίση του Δικαστηρίου (Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd ν. Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Π.Ε. 371/2009, 16/2/2015).

[13] Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι η εργοδότηση της Αιτήτριας άρχισε την 15/10/2007 σημειώθηκε ρητά από τους δικηγόρους των διαδίκων ως παραδεκτό γεγονός κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία.

[14] Σημειώνεται ότι οι περίοδοι αυτοί προκύπτουν από τα όσα αναφέρουν οι Χ.Θ. και Β.Α. στις καταθέσεις του, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την Αιτήτρια καθώς και από έγγραφο που παρουσίασε η Αιτήτρια (Τεκμήρια 1-11) τα οποία αφορούν αναλυτικές καταστάσεις αποδοχών των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία.

[15] Βλ. επίσης αποφάσεις στις υποθέσεις Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κατά Γ. Χρίστου και Bouygues Bâtiment International κατά Ν. Σταυρινίδη, όπου τονίστηκε ότι η διερεύνηση των γεγονότων από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν μπορεί να γίνεται χωρίς προκαθορισμένα διαδικαστικά πλαίσια.

[16] Βλ. Σχετικά Πολ. Έφεση αρ. 361/2009 ημερ. 03/07/2014, Λυδίας Σουραΐλιδου ν. Kikis A. Demetriou Properties Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 239/2012, 22/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A413 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε απόφαση του Δ.Ε.Δ., με την οποία δεν επιδίκασε έξοδα προς την Καθ' ης η Αίτηση, κρίνοντας πως στη βάση ότι η μαρτυρία της κρίθηκε αναξιόπιστη, λέγοντας τα εξής: «Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα επιτρεπτά όρια, εφόσον σημαντικό μέρος των εξόδων προκλήθηκε από τη μαρτυρία - αναξιόπιστη όπως κρίθηκε - των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης. Κατά συνέπεια, οι υπ' αρ. 2 και 3 λόγοι της αντέφεσης απορρίπτονται.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο