Νίκη Χαραλάμπους ν. Sunhouse Travel Ltd, Αρ. Αίτησης: 403/17, 29/8/2025
print
Τίτλος:
Νίκη Χαραλάμπους ν. Sunhouse Travel Ltd, Αρ. Αίτησης: 403/17, 29/8/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή

                   Ε. Μαρνέρου  )

                   Μ. Ψαρά          ) Μελών 

 

                                                                                           Αρ. Αίτησης: 403/17

Μεταξύ:

Νίκη Χαραλάμπους

                                                                                                            Aιτήτρια

 

και

 

Sunhouse Travel Ltd

                                                                                                             Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

Ημερομηνία: 29/08/2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτήτρια: κα Χρ. Χ”Κωστή

Για Καθ’ ων η Αίτηση: κα Μ. Πανταζή για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Οι Καθ’ ων η Αίτηση («η Εργοδότρια Εταιρεία») είναι εταιρεία που ασχολείται με την παροχή τουριστικών υπηρεσιών.  Κατά τον ουσιώδη, για την παρούσα αίτηση, χρόνο (α) «ιδιοκτήτης» και διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας ήταν ο κ. Μιχάλης Αριστοτέλους και (β) η κόρη του κ. Αριστοτέλους, κα Ιφιγένεια Αριστοτέλους, ήταν μέλος της διεύθυνσης της Εργοδότριας Εταιρείας.

 

 Μέχρι τα τέλη του 2016 Γενικός Διευθυντής της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας ήταν ο κ. Κυριάκος Κυριάκου.  Ο κ. Γαβριήλ (Λάκης) Ανδρέου, ο οποίος εργαζόταν στην Εργοδότρια Εταιρεία από το 2012 ως υπεύθυνος συμβάσεων με τα ξενοδοχεία, ανέλαβε, μετά τον κ. Κυριάκου, τη θέση του Γενικού Διευθυντή της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας.  Το ακριβές χρονικό σημείο που ανέλαβε ο κ. Ανδρέου την πιο πάνω αναφερόμενη θέση είναι αμφισβητούμενο γεγονός.      

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο για την παρούσα αίτηση πάνω από το 80% του κύκλου εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας προερχόταν από τον τουριστικό πράκτορα Thomas Cook από το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

 Η Αιτήτρια προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας στις 19/03/2007 στη θέση της υπεύθυνης του τμήματος εκκαθάρισης (liquidation) λογαριασμών πωλήσεων εκδρομών (Liquidation Supervisor).  Το εν λόγω τμήμα υπάγετο στο λογιστήριο της Εργοδότριας Εταιρείας. Προϊστάμενος / Υπεύθυνος του λογιστηρίου της Εργοδότριας Εταιρείας από το 2007 ήταν ο κ. Χαράλαμπος Θεολόγου.

   

Τα καθήκοντα της Αιτήτριας ως υπεύθυνης του τμήματος εκκαθάρισης λογαριασμών πωλήσεων εκδρομών (liquidation) ήταν (1) να τυπώνει από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή καταστάσεις/λίστες (reports) στις οποίες αναγράφονταν οι πωλήσεις εκδρομών που διενεργούσε η κάθε αντιπρόσωπος (representative / Rep) της Thomas Cook στην Πάφο, (2) να πηγαίνει στην Πάφο μια φορά την εβδομάδα για να εισπράξει από την κάθε αντιπρόσωπο τα χρήματα που είχε εισπράξει (η κάθε αντιπρόσωπος) από τις πωλήσεις των εκδρομών (των εισιτηρίων των εκδρομών) στους τουρίστες τους οποίους η Thomas Cook έφερνε στην Κύπρο, (3) να καταθέτει τα χρήματα που εισέπραττε στην Τράπεζα, (4) να κάνει τις σχετικές εγγραφές στα συστήματα της Εργοδότριας Εταιρείας, (5) να προβαίνει στον έλεγχο των εισιτηρίων των εκδρομών που πώλησε η κάθε αντιπρόσωπος και (6) αφού ολοκλήρωνε την πιο πάνω διαδικασία της εκκαθάρισης (liquidation) των πωλήσεων των εκδρομών να υπολογίζει τις προμήθειες που δικαιούτο η Thomas Cook για τις εν λόγω πωλήσεις και να τις πληρώνει την επόμενη εβδομάδα που πήγαινε στην Πάφο για εκκαθάριση (liquidation) των λογαριασμών πωλήσεων εκδρομών.

 

Οι εργοδοτούμενοι της Εργοδότριας Εταιρείας στο γραφείο που διατηρούσε η Εργοδότρια Εταιρεία στην Αγία Νάπα προέβαιναν στην εκκαθάριση των πωλήσεων των εκδρομών που διενεργούσαν οι αντιπρόσωποι της Thomas Cook στην Αγία Νάπα και στον Πρωταρά και απέστελλαν στην Αιτήτρια τους τελικούς λογαριασμούς της εκκαθάρισης (καταστάσεις πωλήσεων και εισπράξεων, καταστάσεις καταθέσεων εισπράξεων στην Τράπεζα και καταστάσεις υπολογισμού προμηθειών) για να τους ελέγξει κατά πόσον η διαδικασία εκκαθάρισης έγινε σωστά.

 

Από το 2011 και μετά η Thomas Cook κάθε χρόνο διέκοπτε κατά τους χειμερινούς μήνες το πρόγραμμα αποστολής τουριστών στην Κύπρο και συνακόλουθα κατά τους χειμερινούς μήνες ο κύκλος εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας είχε τεράστια μείωση.  Γι’ αυτό τον λόγο από το 2011 μέχρι και το 2017 (α) η Εργοδότρια Εταιρεία ανέστελλε τους χειμερινούς μήνες μερικώς τις εργασίες της και έδινε επιστολή απόλυσης σε κάποιους από τους εργοδοτούμενούς της και (β) με την έναρξη της νέας τουριστικής περιόδου κάθε χρόνο  οι υπάλληλοί της, οι οποίοι είχαν λάβει επιστολή απόλυσης με τη λήξη της προηγούμενης τουριστικής περιόδου, επανέρχονταν στην εργασία τους με τους ίδιους όρους εργασίας.  Η Αιτήτρια από το 2011 μέχρι και το 2017 ήταν μέσα στους υπαλλήλους οι οποίοι δεν εργάζονταν στην Εργοδότρια Εταιρεία κατά τους χειμερινούς μήνες.  Κατά τις περιόδους  που η Αιτήτρια δεν εργαζόταν στην Εργοδότρια Εταιρεία λάμβανε από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων επίδομα ανεργίας.

 

Τον Νοέμβριο του 2016 όταν ανακοινώθηκε στην Αιτήτρια ότι δεν θα εργαζόταν κατά την χειμερινή περίοδο η Εργοδότρια Εταιρεία δάνεισε στην Αιτήτρια το ποσό των €1.000. 

 

Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 2016 που σταμάτησε η Αιτήτρια να εργάζεται στην Εργοδότρια Εταιρεία λόγω της μερικής αναστολής των εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας κατά τη χειμερινή περίοδο 2016 - 2017, δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα μεταξύ της Αιτήτριας και της Εργοδότριας Εταιρείας σε σχέση με την μεταξύ τους εργασιακή σχέση.  Ούτε η Εργοδότρια Εταιρεία είχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την εργασιακή συμπεριφορά και απόδοση της Αιτήτριας ούτε η Αιτήτρια είχε οποιοδήποτε παράπονο για την αντιμετώπιση που είχε από τη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας και τις συνθήκες και το περιβάλλον εργασίας της.  

 

Η Αιτήτρια τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2017 έλαβε από την Εργοδότρια Εταιρεία  ένα ποσό πέραν του μηνιαίου μισθού της ως φιλοδώρημα.

 

Στις 02/08/2017 η Αιτήτρια προσκόμισε στην Εργοδότρια Εταιρεία άδεια ασθενείας από τις 02/08/2017 μέχρι τις 09/08/2017 λόγω «αγχώδους διαταραχής - μελαγχολίας».

Στις 07/08/2017 η Αιτήτρια ζήτησε να συναντήσει τον κ. Αριστοτέλους. Ο κ. Αριστοτέλους αποδέχτηκε το αίτημά της και τη συνάντησε στο γραφείο του στην παρουσία του κ. Ανδρέου. Κατά την εν λόγω συνάντηση η Αιτήτρια παραπονέθηκε στον κ. Αριστοτέλους για τη συμπεριφορά του κ. Ανδρέου και ανέφερε στον κ. Αριστοτέλους ότι ο κ. Ανδρέου την κατηγόρησε στον κ. Θεολόγου ότι «τα μοίραζε» με μια αντιπρόσωπο της Thomas Cook για την οποία υπήρχαν ενδείξεις ότι ιδιοποιείτο χρήματα από τις πωλήσεις εκδρομών. Τότε ο κ. Θεολόγου κλήθηκε στην εν λόγω συνάντηση όπου ρωτήθηκε σχετικά με τα λεγόμενα της Αιτήτριας. Ο κ. Θεολόγου δεν επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, αντίθετα τους απέρριψε και διάψευσε την Αιτήτρια. Μετά από αυτό το γεγονός η Αιτήτρια προτού αποχωρήσει από το γραφείο του κ. Αριστοτέλους υπέβαλε προφορικά την παραίτησή της στους κ.κ. Αριστοτέλους και Ανδρέου και στις 09/08/2017 απέστειλε στην Εργοδότρια Εταιρεία ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο ανέγραψε ότι μετά την προφορική δήλωση παραίτησής της δήλωνε και γραπτώς ότι παραιτείται «λόγω των συνθηκών».   

 

Η περίοδος απασχόλησης της Αιτήτριας, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, ήταν συνεχής από τις 19/03/2007 μέχρι τις 07/08/2017[1].

 

Ο τελευταίος ακαθάριστος μηνιαίος μισθός της Αιτήτριας ανερχόταν στο ποσό των €1.500.  Η Αιτήτρια λάμβανε και 13ο μισθό. 

 

Τα πιο πάνω συνιστούν παραδεκτά και/ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα της παρούσας εργατικής διαφοράς.

 

 Η Αιτήτρια με την παρούσα αίτηση αξιώνει εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας πληρωμή αντί προειδοποίησης, αποζημίωση λόγω εξαναγκασμού της σε παραίτηση, νόμιμους τόκους, έξοδα, πλέον έξοδα επιδόσεως.  Στους γενικούς λόγους της αίτησής της η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τον Απρίλιο του 2017 και μετά, περίοδος κατά την οποία υπήρξε αλλαγή στο πρόσωπο του Γενικού Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας, στον οποίο ήταν απευθείας υπόλογη, άρχισε αναίτια και αδικαιολόγητα να γίνεται δέκτης εχθρικής και προσβλητικής συμπεριφοράς από την Εργοδότρια Εταιρεία και/ή τους αντιπροσώπους της, οι οποίοι με διάφορες ενέργειες την υποβάθμιζαν ως υπάλληλο και την μείωναν ως προσωπικότητα.  Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι (1) η Εργοδότρια Εταιρεία (α) την μετέφερε σε άλλο μικρότερο γραφείο αφαιρώντας της ταυτόχρονα το δικαίωμα οδηγιών και ελέγχου της εργασίας των ατόμων που μέχρι πρότινος ήταν υφιστάμενοί της και (β) σταμάτησε να την καλεί να λαμβάνει μέρος σε συσκέψεις των αξιωματούχων της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας και (2) ο νέος Γενικός Διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας (α) αναίτια και αδικαιολόγητα τηρούσε συνεχώς εχθρική και υβριστική στάση απέναντί της και με κάθε ευκαιρία την αποκαλούσε «ανίκανη, άχρηστη και αχρείαστη για τη θέση που κατείχε» και (β) την κατηγορούσε άδικα και αβάσιμα για δήθεν λάθη που διέπραττε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της εργασίας της.  Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο τρόπος και η συχνότητα των πιο πάνω ενεργειών της Εργοδότριας Εταιρείας και/ή των αξιωματούχων της, της  προκαλούσε συνεχή πίεση και έντονο εργασιακό άγχος.  Ότι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές της να συζητήσει με τους αρμόδιους αντιπροσώπους της Εργοδότριας Εταιρείας την πιο πάνω κατάσταση δεν βρήκε από αυτούς ανταπόκριση με αποτέλεσμα να τους προειδοποιήσει ότι με την διαγωγή τους την εξανάγκαζαν σε παραίτηση.  Ότι αφού η Εργοδότρια Εταιρεία δεν έλαβε υπόψη τις προειδοποιήσεις της Αιτήτριας και συνέχισε τις αναφερόμενες απαράδεκτες ενέργειες εις βάρος της, η Αιτήτρια δεν είχε άλλη επιλογή από το να υποβάλει την παραίτησή της από την εργασία της.       

 

Η Εργοδότρια Εταιρεία με τους γενικούς λόγους της έγγραφης εμφάνισής της απορρίπτει τις εναντίον της αξιώσεις.  Αρνείται όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σχετικά με τη διαγωγή που της αποδίδει και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε (α) έδειξε εχθρική και/ή απρεπή συμπεριφορά και/ή υβριστική στάση προς την Αιτήτρια, (β) προκάλεσε στην Αιτήτρια ψυχική πίεση, εργασιακό άγχος και αφόρητες συνθήκες εργασίας και (γ) η Αιτήτρια την ειδοποίησε ότι με την διαγωγή της την εξανάγκαζε σε παραίτηση.  Περαιτέρω, είναι η θέση της ότι η Αιτήτρια κατηγορούσε συναδέλφους και προϊσταμένους της, προέβαινε σε πράξεις έξω και πέραν από τα καθήκοντά της οι οποίες προκαλούσαν αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησής της και/ή δεν ακολουθούσε τις διαδικασίες που είχε καθορίσει η Εργοδότρια Εταιρεία. Ότι παρά τις πιο πάνω ενέργειες της Αιτήτριας, η Εργοδότρια Εταιρεία ουδέποτε με πράξεις και/ή παραλείψεις της ώθησε την Αιτήτρια σε παραίτηση και ότι σε όλες τις περιπτώσεις καλούσε την Αιτήτρια σε συνάντηση για συζήτηση των θεμάτων τα οποία προέκυπταν από την άσκηση των καθηκόντων της εργασίας της. Ότι ουδέποτε προέβηκε σε απαράδεκτες εις βάρος της Αιτήτριας ενέργειες. Είναι η θέση της ότι η Αιτήτρια υπέβαλε οικειοθελώς την παραίτησή της χωρίς οποιαδήποτε πίεση και εξαναγκασμό από αυτήν και ως εκ τούτου ζητά απόρριψη της αίτησης με έξοδα εναντίον της Αιτήτριας.

 

Βάρος Απόδειξης

 

 Το άρθρο 7 του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67, ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα,  («ο Νόμος») προβλέπει ότι:

 

«(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ΄ εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοια του άρθρου 3.

(2) Καθ΄ οιονδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως».

                       

Στην παρούσα περίπτωση, η Αιτήτρια έχει το βάρος να αντικρούσει το νόμιμο μαχητό τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 7(2) του Νόμου και να αποδείξει ότι νόμιμα τερμάτισε την απασχόλησή της λόγω της διαγωγής της Εργοδότριας Εταιρείας. Για να αποσείσει το βάρος αυτό η Αιτήτρια προσκόμισε, εκτός από τη δική της μαρτυρία, τη μαρτυρία της κας Πόπης Χ” Μιχαήλ, η οποία εργάστηκε στο λογιστήριο της Εργοδότριας Εταιρείας από τις 03/05/2010 μέχρι τις 30/11/2019 ημερομηνία κατά  την απολύθηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία για λόγους πλεονασμού εξαιτίας της κατάρρευσης της Thomas Cook.  Για την Εργοδότρια Εταιρεία κατέθεσαν ο κ. Χαράλαμπος Θεολόγου και ο κ. Γαβριήλ Ανδρέου.

 

Μαρτυρία

 

Η Αιτήτρια καταθέτοντας ανέφερε ότι, από τον Απρίλιο του 2017 και μετά, όταν επανήλθε στην εργασία της άρχισε να γίνεται αναίτια και αδικαιολόγητα θύμα εχθρικής και απρεπούς συμπεριφοράς από την Εργοδότρια Εταιρεία η οποία προέβαινε σε σειρά ενεργειών οι οποίες την υποβάθμιζαν ως εργοδοτούμενη και την μείωναν ως προσωπικότητα.  Ότι η πιο πάνω συμπεριφορά εκδηλώθηκε κατά την περίοδο που επιχειρείτο η αλλαγή στο πρόσωπο του Γενικού Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας, κ. Κυριάκο Κυριάκου, στον οποίο ήταν απευθείας υπόλογη.  Ήταν η θέση της ότι τον Νοέμβριο του 2016 η κα Αριστοτέλους και ο κ. Ανδρέου της ανέφεραν ότι είναι ευχαριστημένοι με την εργασιακή διαγωγή της και της είπαν ότι θα της παραχωρήσουν υπό μορφή δανείου το ποσό των €1.000,00 λόγω του ότι το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων «κάνει» τρεις μήνες να πληρώσει το ανεργιακό επίδομα. Είπε ότι λόγω των διαφορών της διεύθυνσης της Εργοδότριας Εταιρείας με τον κ. Κυριάκου άρχισαν τα προβλήματα στον χώρο εργασίας της Εργοδότριας Εταιρείας και διαχωρίστηκε το προσωπικό «σε ευνοούμενους και μη ευνοούμενους». Υποστήριξε ότι όπως φάνηκε, εκ των υστέρων, όσοι εργοδοτούμενοι της Εργοδότριας Εταιρείας είχαν καλές σχέσεις με τον κ. Κυριάκου ή θεωρούνταν ότι «τον στήριζαν» η απασχόλησή τους στην Εργοδότρια Εταιρεία τερματίστηκε.  Ισχυρίστηκε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία σταμάτησε να την καλεί σε διάφορες συσκέψεις και να την ενημερώνει για τις νέες εκδρομές και τις τιμές, ζητήματα τα οποία ήταν καίρια για την εκτέλεση της εργασίας της με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να εκτελέσει ικανοποιητικά τα καθήκοντά της και έπρεπε να ρωτά δεξιά και αριστερά για τις τιμές ώστε να ξέρει τι να εισπράξει από την κάθε αντιπρόσωπο (representative) της Thomas Cook.  Σημείωσε ότι παλιά, ο κ. Κυριάκου, κάθε αρχή της σεζόν, τους καλούσε για να τους ενημερώσει για τις εκδρομές που έμπαιναν στο πρόγραμμα, τις τιμές τους και τις προμήθειες (commissions) που έπρεπε να πληρωθούν για την κάθε συγκεκριμένη εκδρομή και παράλληλα οτιδήποτε νέο προέκυπτε στην πορεία (π.χ. νέα εκδρομή / νέα τιμή) την ενημέρωνε, είτε απευθείας είτε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, και αυτή σε συνεργασία με το γραφείο πωλήσεων / κρατήσεων έλεγχε αν η τιμή της εκδρομής και το ύψος της σχετικής προμήθειας «έμπαινε» σωστά στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας.   Ανέφερε ότι όταν επέστρεψε τον Απρίλιο του 2017 στο τμήμα των πωλήσεων/κρατήσεων είχε μεταφερθεί ένας νέος υπάλληλος, ο οποίος έπρεπε να την ενημερώνει για τις κρατήσεις/πωλήσεις εκδρομών ώστε αυτή να μπορεί να ελέγχει τα χρήματα που της δίνονταν ως εισπράξεις από τις πωλήσεις των εκδρομών.  Είπε ότι ήταν η γραμμή βοήθειας για το γραφείο της Εργοδότριας Εταιρείας στην Αγία Νάπα το οποίο έκανε κάτι παρόμοιο με αυτήν αλλά έστελλε σε αυτήν τον τελικό λογαριασμό της εκκαθάρισης για να τον ελέγξει και ότι τον Απρίλιο του 2017, είχε πληροφορηθεί από τις εργοδοτούμενες στο εκεί γραφείο της Εργοδότριας Εταιρείας (των οποίων όλα τα χρόνια της υπηρεσίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία παρακολουθούσε τις εργασίες τους) ότι είχαν λάβει οδηγίες από τον κ. Ανδρέου να μην της τηλεφωνούν και να ζητούν από αυτήν υποστήριξη αλλά να επικοινωνούν κατ’ ευθείαν με τον νέο υπάλληλο στο τμήμα των πωλήσεων/κρατήσεων. Προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο νέος υπάλληλος στο τμήμα των πωλήσεων/κρατήσεων δεν ήθελε να συνεργάζεται μαζί της και αυτό της δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στη δουλειά της.  Ήταν η θέση της ότι ο εν λόγω υπάλληλος έκανε πολλά λάθη τα οποία αναγκαζόταν αυτή συνέχεια να διορθώνει, δεν της έδινε σημασία όταν του εξηγούσε τον τρόπο που έπρεπε να εργάζεται σε συνεργασία μαζί της και παρά τις πολλές εκκλήσεις της δεν την ενημέρωνε για τις νέες εκδρομές που έμπαιναν στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας και τις νέες πωλήσεις εκδρομών που διενεργούνταν μετά που αυτή είχε εκτυπώσει στο γραφείο στη Λεμεσό την κατάσταση με τις εκδρομές που είχαν πωληθεί και είχε αναχωρήσει από την Λεμεσό για να μεταβεί στην Πάφο για να εισπράξει από τις αντιπροσώπους τα χρήματα από τις πωλήσεις των εκδρομών.  Ότι αυτό της δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα για τον λόγο ότι όταν πήγαινε στην Πάφο να εισπράξει δεν είχε καθαρή εικόνα των τιμών και των πωλήσεων και λειτουργούσε στα τυφλά.  Πιο συγκεκριμένα, ότι ο νέος υπάλληλος στις κρατήσεις δεν της έστελλε, με το φαξ στην Πάφο, τις πωλήσεις εκδρομών οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις που αυτή είχε ήδη εκτυπώσει από το ηλεκτρονικό σύστημα του υπολογιστή της στο γραφείο με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να ξέρει τι εισπράττει.  Ότι  επειδή δεν μπορούσε  από μόνη της να λύσει το πρόβλημα με τον νέο υπάλληλο στο τμήμα των πωλήσεων/κρατήσεων καθότι αυτός κατηγορηματικά αρνείτο να την ακούσει, περί τα μέσα Μαΐου του 2017, ζήτησε να συναντηθεί με την κα Αριστοτέλους για να συζητήσουν το όλο θέμα και να βρουν μια λύση.  Υποστήριξε ότι η κα Αριστοτέλους αρνήθηκε για πρώτη φορά να την δει και ότι ο άλλος διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας, ο κ. Ανδρέου, ζήτησε να την δει στο γραφείο του.  Ότι όταν του ανέφερε τα προβλήματα που είχε με τον συγκεκριμένο συνάδελφό της και του ζήτησε να μεσολαβήσει ώστε να έχουν μια καλή συνεργασία, ο κ. Ανδρέου θύμωσε και της είπε ότι δεν σέβεται την απόφαση της οικογένειας Αριστοτέλους και ότι αν δεν της αρέσει να εργάζεται στην Εργοδότρια Εταιρεία η πόρτα είναι ανοικτή να φύγει.  Ότι επίσης με πολύ έντονο και απαξιωτικό ύφος της είπε ότι αν νομίζει πως είναι αναντικατάστατη να το ξεχάσει, να το βγάλει από το μυαλό της και ότι για τιμωρία της δεν θα πάρει φορητό υπολογιστή να βλέπει απ’ ευθείας τις πωλήσεις όταν πηγαίνει στο liquidation στην Πάφο και «να κόψει τον λαιμό της».  Είπε ότι δεν της δόθηκε φορητός υπολογιστής μέχρι την ημερομηνία που παραιτήθηκε και διευκρίνισε ότι ο φορητός υπολογιστής της ήταν απαραίτητος όταν πήγαινε στην Πάφο, εφόσον δεν της έστελλαν με το φαξ στην Πάφο τις νέες πωλήσεις εκδρομών που δεν ήταν στις καταστάσεις που είχε ήδη εκτυπώσει, ώστε να μπορεί να ενώνεται με το σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας και να βλέπει όταν, ήταν στην Πάφο, τις νέες πωλήσεις εκδρομών.  Ότι όταν προσπάθησε αυτή να εξηγήσει στον κ. Ανδρέου ότι αγαπά την εργασία της και σέβεται την οικογένεια Αριστοτέλους, αυτός συνέχιζε να της φωνάζει και της είπε αυτά που ήξερε με τον κ. Κυριάκου και τον κ. Θεολόγου να τα ξεχάσει.  Ήταν η θέση της ότι για πρώτη φορά στην εργασία της αισθάνθηκε άγχος και ανασφάλεια λόγω της άρνησης της κας Αριστοτέλους να την δει και της άκρως επιθετικής και απρόκλητης συμπεριφοράς του κ. Ανδρέου.  Υποστήριξε ότι την επόμενη μέρα το πρωί όταν πήγε στην εργασία της βρήκε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και όλα τα πράγματά της σε μικρότερο έπιπλο γραφείου από αυτό που είχε και ότι το έπιπλο του γραφείου της παραχωρήθηκε στον υφιστάμενό της.  Ότι το γραφείο της ήταν τόσο μικρό που δεν χωρούσε τους φακέλους της για να εργαστεί.  Ότι ένιωθε προσβεβλημένη με αυτή την πράξη της Εργοδότριας Εταιρείας.  Ήταν η θέση της ότι ο κ. Ανδρέου με κάθε ευκαιρία την αποκαλούσε ανίκανη, άχρηστη και αχρείαστη για τη θέση που κατείχε στην Εργοδότρια Εταιρεία.  Ότι οι ενέργειες της Εργοδότριας Εταιρείας σε βάρος της της προκαλούσαν συνεχή ψυχική πίεση, έντονο εργασιακό άγχος και αφόρητες συνθήκες εργασίας.  Ότι προσπαθούσε να συζητήσει με την Εργοδότρια Εταιρεία την πιο πάνω κατάσταση με σκοπό την αποκατάσταση της ομαλότητας στον χώρο εργασίας της λέγοντας της ότι διαφορετικά θα ήταν «σαν» να την εξανάγκαζαν σε παραίτηση.  Ότι όχι μόνο δεν βρήκε ανταπόκριση αλλά ότι έλεγε στους αντιπροσώπους της Εργοδότριας Εταιρείας αυτή «το έστρεφαν εναντίον της» τονίζοντας της ότι δεν κάνει γι’ αυτή την δουλειά και ότι αν δεν μπορούσε να ανταποκριθεί μπορούσε να φύγει.  Ότι ενώ αυτή είχε διαπιστώσει ότι μια αντιπρόσωπος (representative) της Thomas Cook με τις ενέργειές της προσπαθούσε να κλέψει την Εργοδότρια Εταιρεία και την Thomas Cook και συγκέντρωνε τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω ζήτημα (έχοντας ήδη ενημερώσει προηγουμένως τον κ. Θεολόγου) με σκοπό να ενημερώσει την Εργοδότρια Εταιρεία και την εταιρεία Thomas Cook  όπως έκανε πάντα, με συγκεκριμένες αποδείξεις και τιμολόγια, η Εργοδότρια Εταιρεία την κάλεσε σε συνάντηση στις 02/08/2017 όπου αντιπρόσωποί της «την έστησαν στον τοίχο» και άρχισαν να την αποκαλούν ανίκανη, άχρηστη και ότι δεν κάνει γι’ αυτή την δουλειά.  Ότι έφυγε από το γραφείο σε κατάσταση «σοκ» και επειδή δεν αισθανόταν καλά ζήτησε την άδειά τους να αποχωρήσει από την εργασία της. Επισκέφθηκε γιατρό ο οποίος διάγνωσε αγχώδη διαταραχή και της συνέστησε ξεκούραση μιας εβδομάδας.  Ότι στις 07/08/2017 πριν την λήξη της άδειας ασθενείας της επέστρεψε κανονικά στα καθήκοντά της και ζήτησε συνάντηση εκ νέου με τους εργοδότες της.  Ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε και ότι κατά την εν λόγω συνάντηση τους ανέφερε ότι η όλη διαγωγή τους την εξαναγκάζει σε παραίτηση και ζήτησε την αποκατάσταση της ομαλότητας στον χώρο εργασίας της.  Ότι οι εργοδότες της ήταν και πάλι πολύ εχθρικοί απέναντι της και άρχισαν να την προσβάλλουν λέγοντας της ότι η δουλειά που κάνει είναι αυτή του απλού εισπράκτορα και ότι ούτε αυτήν δεν την κάνει καλά.  Ότι τότε αυτή είπε στον κ. Αριστοτέλους ότι ο κ. Ανδρέου αφήνει υπονοούμενα ότι αυτή «τα κάνει πλακάκια» με τους representatives.  Ότι όταν ο κ. Ανδρέου την ρώτησε ποιος της είπε κάτι τέτοιο αυτή απάντησε ότι της το ανέφερε ο κ. Θεολόγου.  Ότι τότε ο κ. Ανδρέου κάλεσε τον κ. Θεολόγου στη συνάντηση ο οποίος δεν παραδέχθηκε ότι της ανέφερε αυτό το πράγμα.  Ήταν η θέση της ότι ο κ. Θεολόγου αρνήθηκε ότι της ανέφερε κάτι τέτοιο γιατί προφανώς φοβόταν μήπως χάσει την εργασία του. Ότι στη συνέχεια οι εργοδότες της την αποκάλεσαν «ψεύτισσα».  Ότι ενόψει όλων των πιο πάνω δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υποβάλει την παραίτησή της το οποίο και έπραξε.  Ότι μετά όταν πήγε να πάρει τα χρήματα που της όφειλε η Εργοδότρια Εταιρεία δεν την δέχθηκαν στα γραφεία και κατέβηκε στον χώρο στάθμευσης ο κ. Θεολόγου να της δώσει τη σχετική επιταγή.  Ότι τότε τον ρώτησε για ποιο λόγο αρνήθηκε να αναφέρει ότι ο κ. Ανδρέου του είπε ότι τα έκανε πλακάκια με τους representatives της Thomas Cook.  Σημείωσε ότι κατά την περίοδο του τερματισμού της απασχόλησής της ήταν 57 ετών, διαζευγμένη με αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις αφού οι δόσεις του στεγαστικού της δανείου έτρεχαν και ότι ήταν αυτός ο λόγος που άργησε να υποβάλει παραίτηση και ανεχόταν την προσβλητική συμπεριφορά προς το πρόσωπό της.  Ότι μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να βρει άλλη δουλειά, 6 - 7 μήνες μετά, με μισθό πολύ χαμηλότερο από αυτόν που λάμβανε στην Εργοδότρια Εταιρεία. Ότι   ταλαιπωρήθηκε πολύ μέχρι να βρει οικονομική σταθερότητα.

 

Κατά την αντεξέτασή της σημείωσε ότι είχε ενημερωθεί για τις οδηγίες που δόθηκαν στο γραφείο της Αγίας Νάπας ώστε να μην επικοινωνεί μαζί της λίγες μέρες μετά που επέστρεψε το 2017 στην εργασία της. Απέρριψε υποβολές ότι της είχε δοθεί φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής, ότι όλα τα έπιπλα των γραφείων στο λογιστήριο εκτός από αυτό του κ. Θεολόγου είχαν το ίδιο μέγεθος και ότι ουδέποτε της άλλαξαν έπιπλο γραφείου.  Υποστήριξε ότι το ζήτημα με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook που έκανε υπεξαίρεση το ανακάλυψε αυτή πρώτη και ότι η Thomas Cook της έστειλε σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα.  Ότι o κ. Ανδρέου και η Εργοδότρια Εταιρεία της έριξαν ευθύνη ότι δεν τους ενημέρωσε τη στιγμή που (α) αυτή το είχε ήδη αναφέρει στον κ. Θεολόγου και (β) τόσο στον κ. Θεολόγου όσον και στην Thomas Cook είχε η ίδια αναφέρει ότι έχει τα σχετικά στοιχεία και ότι αναμένει τα τιμολόγια από τους προμηθευτές για να διασταυρώσει τα στοιχεία και να έχει αποδείξεις. Επέμενε ότι κ. Θεολόγου της είχε πει ότι ο κ. Ανδρέου άφησε υπονοούμενα ότι αυτή «τα έκανε πλακάκια» με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook και ότι όταν ο κ. Θεολόγου στις 07/08/2017 αρνήθηκε ότι της είπε κάτι τέτοιο ο κ. Ανδρέου την αποκάλεσε ψεύτρα. Ήταν η θέση της ότι η Εργοδότρια Εταιρεία τον Νοέμβριο του 2016 της υποσχέθηκε ότι όταν επέστρεφε στην εργασία της την άνοιξη του 2017 θα της κατέβαλλε τη διαφορά του μηνιαίου μισθού που θα έχανε την περίοδο που δεν θα εργαζόταν, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων μισθών της που θα ελάμβανε αν συνέχιζε να εργάζεται κατά τους χειμερινούς μήνες και του ποσού που θα λάμβανε από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως επίδομα ανεργίας.       

 

            Η κα Χ” Μιχαήλ, καταθέτοντας, ανέφερε ότι όταν επέστρεψε στην εργασία της την άνοιξη του 2017 παρατήρησε ότι υπήρχε ένας «πόλεμος» στην Εργοδότρια Εταιρεία.  Ότι υπήρχαν προστριβές μεταξύ των διευθυντών της Εργοδότριας Εταιρείας, κυρίως μεταξύ του κ. Ανδρέου και του κ. Κυριάκου.  Υποστήριξε ότι επιχειρείτο η αντικατάσταση του κ. Κυριάκου από τον κ. Ανδρέου και σταδιακά αφαιρέθηκαν όλες οι αρμοδιότητες από τον κ. Κυριάκου, ώσπου τελικά μετά από επιμονή του κ. Κυριάκου, η Εργοδότρια Εταιρεία αναγκάστηκε να του προσφέρει αποζημίωση για να αποχωρήσει από την εργασία του και να αναλάβει τα καθήκοντά του ο κ. Ανδρέου.  Ότι μέχρι να συμβεί αυτό η Εργοδότρια Εταιρεία «είχε χωρίσει» τους υπαλλήλους σε δύο στρατόπεδα και οι υπαλλήλοι που είχαν καλές σχέσεις με τον κ. Κυριάκου και τον στήριζαν στοχοποιούνταν.  Έδωσε ως παράδειγμα την κα Ελευθερία Λοΐζιά, την οποία, ο κ. Θεολόγου, Μεγάλη Πέμπτη την ειδοποίησε «με ελαφριά τη καρδία» ότι δεν χρειάζονται άλλο τις υπηρεσίες της και να μην επιστρέψει στα καθήκοντά της. Επίσης η Εργοδότρια Εταιρεία απέλυσε προφασιζόμενη ανυπόστατους λόγους την κα Χαρά Πίπα και την κα Βρυώνη Γουφιώτη.  Αυτές οι τρεις κοπέλες ως υπαλλήλοι της Εργοδότριας Εταιρείας είχαν άριστες και φιλικές σχέσεις με τον κ. Κυριάκου.  Υποστήριξε ότι είχε καθημερινή επαφή με την  Αιτήτρια και ότι παρατήρησε ότι από τον Απρίλιο του 2017 η συμπεριφορά της Εργοδότριας Εταιρείας δεν ήταν η ίδια προς το πρόσωπο της Αιτήτριας.  Ότι η Αιτήτρια όταν επέστρεφε από το γραφείο του κ. Ανδρέου πολλές φορές ήταν κατακόκκινη από την ένταση και ψυχολογικά ένα ράκος και της έλεγε ότι ο κ. Ανδρέου την προσέβαλλε λέγοντας της ότι είναι άχρηστη, ανίκανη και αχρείαστη.  Ότι αυτή η ίδια άκουσε τον κ. Ανδρέου να λέγει στην Αιτήτρια «αυτά που ήξερες με τον Κυριάκο να τα ξεχάσεις».  Ότι ο κ. Ανδρέου αυτή την ατάκα την έλεγε σε όλους τους υπαλλήλους.  Ήταν η θέση της ότι μια μέρα η Αιτήτρια βρήκε τα πράγματά της σε μικρότερο γραφείο από εκείνο που χρησιμοποιούσε και ότι το γραφείο της παραχωρήθηκε στον υφιστάμενό της.  Ανέφερε ότι Αιτήτρια μιλούσε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και προσπαθούσε να βρει συμπαράσταση στα πρόσωπα των κ.κ. Θεολόγου και Αδαμίδη.  Ότι αυτές οι συζητήσεις γίνονταν μπροστά της και μάλιστα ο κ. Αδαμίδης έδειχνε ενδιαφέρον να μάθει από μόνος του τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Αιτήτρια αλλά κανένας δεν έκανε κάτι για να την βοηθήσει.  Ήταν η θέση της ότι όταν κάποια στιγμή η Αιτήτρια διαπίστωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις εισπράξεις κάποιας αντιπροσώπου της Thomas Cook και προσπαθούσε να εξακριβώσει τι ακριβώς έγινε, ο κ. Θεολόγου μπροστά της επέμενε η Αιτήτρια να περιμένει προτού ενημερωθούν οι προϊστάμενοί της να συγκεντρωθούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.  Ότι όταν το εν λόγω θέμα έφτασε στον κ. Ανδρέου μετά από μια συνάντηση που είχε αυτός με τον κ. Θεολόγου, ο κ. Θεολόγου ήλθε στο λογιστήριο και συζητώντας το με την Αιτήτρια της είπε «και να φανταστείς ο Λάκης μου είπε πού ξέρω εγώ ότι δεν τα έκανε πλακάκια με την Rep η Νίκη;  Αλλά εγώ σε υπερασπίστηκα και τους είπα ότι ποτέ δεν είχαμε προβλήματα με την Νίκη».  Υποστήριξε ότι στις 02/08/2017 η Αιτήτρια επέστρεψε στο γραφείο της μετά από μια συνάντηση που είχε στο γραφείο του κ. Ανδρέου «χάλια» και της ανέφερε ότι «την έστησαν στον τοίχο» και της είπαν ότι είναι ανίκανη, άχρηστη και ότι δεν κάνει γι’ αυτή την δουλειά.  Ότι στη συνέχεια η Αιτήτρια ζήτησε άδεια και αποχώρησε από την εργασία της και πήρε κάποιες μέρες άδεια ασθενείας.  Ότι στις 07/08/2017 η Αιτήτρια ήλθε πίσω και ζήτησε να δει τον κ. Αριστοτέλους για να συζητήσει μαζί του την όλη κατάσταση. Ότι όταν η Αιτήτρια βγήκε από το γραφείο του κ. Αριστοτέλους ήλθε κλαίγοντας στο γραφείο του λογιστηρίου και της είπε ότι κάλεσαν και τον κ. Θεολόγου στη συνάντηση για να τον ρωτήσουν κατά πόσο ο κ. Ανδρέου την κατηγόρησε ότι «τα έκανε πλακάκια με την representative της Thomas Cook». Ότι ο κ. Θεολόγου αντί να επιβεβαιώσει ότι της είχε πει τα πιο πάνω λεγόμενα από τον κ. Ανδρέου, αρνήθηκε ότι ο κ. Ανδρέου του είχε αναφέρει κάτι τέτοιο.  Ότι η Αιτήτρια της είπε ότι πληγώθηκε που ο κ. Θεολόγου δεν την στήριξε αλλά τον καταλάβαινε γιατί φοβόταν ότι θα χάσει τη δουλειά του.  Ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση και της ζήτησε να την συνοδεύσει στο αυτοκίνητό της.  Ότι όταν αυτή επέστρεψε στο γραφείο της, την ενημέρωσαν οι συνάδελφοι της ότι ο κ.  Αριστοτέλους ζήτησε να τους δει όλους στο γραφείο του.  Ότι κατά τη συνάντηση στο γραφείο του κ. Αριστοτέλους, ο κ. Αριστοτέλους τους ανακοίνωσε ότι ο κ. Ανδρέου θα ήταν πλέον ο Γενικός Διευθυντής και στη συνέχεια τους είπε ότι η Αιτήτρια εξαπέλυσε ψευδείς κατηγορίες εναντίον του κ. Ανδρέου και του κ. Θεολόγου «για να βγει αυτή καθαρή».  Ότι όταν μετά από κάποιες μέρες ήλθε η Αιτήτρια στην Εργοδότρια Εταιρεία να πάρει την επιταγή για το Ταμείο Προνοίας της δεν ανέβηκε στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας και ο κ. Θεολόγου πήγε κάτω στον χώρο στάθμευσης να της την παραδώσει.  Ότι όταν επέστρεψε ο κ. Θεολόγου τα μάτια του ήταν βουρκωμένα και της είπε ότι η Αιτήτρια κατάλαβε ότι ήταν δύσκολη η θέση του και δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά.

 

            Αντεξεταζόμενη παραδέχτηκε ότι είχε πληρωθεί από το Ταμείο Πλεονασμού για την απόλυσή της το 2019 από την Εργοδότρια Εταιρεία.  Ήταν η θέση της ότι το τμήμα του λογιστηρίου λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που είχε με τον κ. Κυριάκου (ο οποίος εκτός από Γενικός Διευθυντής ήταν και αρχιλογιστής της Εργοδότριας Εταιρείας) ήταν στο στόχαστρο του κ. Ανδρέου. Ισχυρίστηκε ότι το φιλοδώρημα που έλαβε αυτή το 2017 της «το έταξαν» τον Νοέμβριο του 2016 και ότι φιλοδώρημα δόθηκε σε όλα τα άτομα του λογιστηρίου που έφυγαν τον Δεκέμβριο του 2016.  Παραδέχτηκε ότι η κα Λοΐζιά πληρώθηκε από το Ταμείο Πλεονασμού για την απόλυσή της από την Εργοδότρια Εταιρεία.  Σημείωσε ότι όταν έγιναν τα συμβάντα με την κ. Πίπα και την κ. Γουφιώτη αυτή απουσίαζε με ετήσια άδεια. Υποστήριξε ότι η Αιτήτρια ενημέρωσε τον κ. Θεολόγου μπροστά της για το ζήτημα με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook και ότι ο κ. Θεολόγου, στην παρουσία της, είχε αναφέρει στην Αιτήτρια ότι ο κ. Ανδρέου του είπε «πού ξέρω εγώ ότι η Αιτήτρια δεν τα έκανε πλακάκια με την representative».     

        

 Πρώτος μάρτυρας για την Εργοδότρια Εταιρεία ήταν ο κ. Θεολόγου. Υποστήριξε ότι τον Απρίλιο του 2017 ενημέρωσε την κα Λοΐζιά ότι η Εργοδότρια Εταιρεία κατάργησε τη θέση της η οποία αφορούσε τον έλεγχο των τιμολογίων των προμηθευτών των εκδρομών που πωλούσε η Εργοδότρια Εταιρεία και την εγγραφή των εσόδων και εξόδων στο λογισμικό σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας καθότι «οι εν λόγω εργασίες αυτοματοποιήθηκαν». Ότι το Ταμείο Πλεονασμού αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της Εργοδότριας Εταιρείας σχετικά με τον λόγο απόλυσης της κας Λοΐζιά και αποζημίωσε την κα Λοΐζιά.  Ήταν η θέση του ότι αυτός τηρούσε τις μισθοδοσίες των υπαλλήλων της Εργοδότριας Εταιρείας και το 2017 πήρε οδηγίες, από τον Γενικό Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρίας κ. Ανδρέου, να καταβληθεί από την Εργοδότρια Εταιρεία φιλοδώρημα σε κάποιους υπαλλήλους της, μεταξύ των οποίων ήταν και η Αιτήτρια, η οποία θα λάμβανε το συνολικό ποσό των €1.000 σε πέντε δόσεις.  Κατέθεσε ως Τεκμήριο 7 κατάσταση την οποία ετοίμασε αυτός το 2017 με τα άτομα τα οποία έλαβαν φιλοδώρημα το 2017.  Υποστήριξε ότι αυτός παρατήρησε ότι η Αιτήτρια, μετά την επάνοδό της στην εργασία της την άνοιξη του 2017, όταν επέστρεφε από το liquidation στην Πάφο, φώναζε στο διάδρομο του γραφείου ότι όλοι είναι άχρηστοι.  Ότι αυτός την ρωτούσε ποιο είναι το πρόβλημα και αν πράγματι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα να του το αναφέρει γραπτώς έτσι ώστε να μπορέσει να τα μεταβιβάσει στη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας.  Ότι ουδέποτε, είτε προφορικώς είτε γραπτώς, η Αιτήτρια του ανάφερε ποιο πρόβλημα αντιμετώπιζε.  Ήταν η θέση του ότι η Εργοδότρια Εταιρεία ουδέποτε άλλαξε το γραφείο της Αιτήτριας και σημείωσε ότι όλα τα γραφεία στο λογιστήριο της Εργοδότριας Εταιρείας, εκτός από το δικό του, έχουν το ίδιο μέγεθος.  Ισχυρίστηκε ότι περί τα τέλη Ιουλίου 2017 η Thomas Cook ενημέρωσε την Εργοδότρια Εταιρεία ότι υπήρχαν υποψίες ότι μια δική της αντιπρόσωπος υπεξαιρούσε χρήματα.  Ότι όταν αυτός ενημέρωσε την Αιτήτρια γι’ αυτό το πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα, η Αιτήτρια του ανέφερε ότι είχε και η ίδια υποψίες για μια αντιπρόσωπο.  Ότι τότε αυτός της ζήτησε να του ετοιμάσει μια αναφορά με τα στοιχεία που είχε έτσι ώστε να την παρουσιάσει στη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας.  Ότι η Αιτήτρια δεν του έφερε καμία αναφορά.  Ότι επειδή η Thomas Cook επικοινώνησε ξανά με την Εργοδότρια Εταιρεία για το πιο πάνω θέμα, στις 02/08/2017 έγινε συνάντηση στο γραφείο της κας Αριστοτέλους στην οποία ήταν παρόντες, εκτός από την κα Αριστοτέλους, ο κ. Ανδρέου, η Αιτήτρια και αυτός.  Ότι σε αυτή την συνάντηση ο κ. Ανδρέου ανέφερε ότι η Thomas Cook ζήτησε ξανά ενημέρωση για το θέμα που προέκυψε με την αντιπρόσωπό της ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται κανένα θέμα αμφισβήτησης της τιμιότητας της Αιτήτριας και ζήτησε από την Αιτήτρια να τους παρουσιάσει την αναφορά με όλα τα στοιχεία που της είχε ζητηθεί τις προηγούμενες ημέρες.  Ότι στις 07/08/2017 ο κ. Ανδρέου του ζήτησε να πάει στο γραφείο του κ. Αριστοτέλους.  Ότι όταν πήγε στο εν λόγω γραφείο είδε ότι εκεί ήταν ο κ. Αριστοτέλους, ο κ. Ανδρέου και η Αιτήτρια και ο κ. Ανδρέου τον ρώτησε αν του είχε αναφέρει ότι η Αιτήτρια «τα μοίραζε» με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook.  Ότι αυτός απάντησε ότι ουδέποτε του είπε κάτι τέτοιο ο κ. Ανδρέου και ότι ουδέποτε ο κ. Ανδρέου κατηγόρησε την Αιτήτρια.  Υποστήριξε ότι αυτός ουδέποτε είπε ή άφησε υπονοούμενα στην Αιτήτρια ότι ο κ. Ανδρέου του ανέφερε ότι η Αιτήτρια «μπορεί να τα έκανε πλακάκια» με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook.  Ότι στη συνέχεια αυτός αποχώρησε και αργότερα έμαθε ότι η Αιτήτρια αποχωρώντας από το γραφείο του κ. Αριστοτέλους είχε δηλώσει ότι θα παραιτηθεί.  Ήταν η θέση του ότι η Αιτήτρια ντράπηκε επειδή φάνηκε ότι έλεγε ψέματα και γι’ αυτό παραιτήθηκε.  Ισχυρίστηκε ότι όταν η Αιτήτρια ήλθε να παραλάβει την επιταγή του Ταμείου Προνοίας της δεν ήθελε να ανεβεί πάνω στα γραφεία και του τηλεφώνησε να κατεβεί κάτω στο αυτοκίνητό του όπως και έπραξε. Ότι η Αιτήτρια παρέλαβε την επιταγή και υπέγραψε ότι παρέλαβε την εν λόγω επιταγή.  Υποστήριξε ότι αυτός ουδέποτε είπε στην κα Χ” Μιχαήλ τα λόγια που υποστήριξε με την κατάθεσή της στο Δικαστήριο η κα Χ” Μιχαήλ ότι είπε αυτός όταν επέστρεψε στο γραφείο μετά που παρέδωσε την επιταγή του Ταμείου Προνοίας στην Αιτήτρια. 

 

            Αντεξεταζόμενος ο κ. Θεολόγου αρνήθηκε ότι το φιλοδώρημα που δόθηκε το 2017 στην Αιτήτρια είχε συμφωνηθεί τον Νοέμβριο του 2016 μεταξύ της Αιτήτριας και της κας Αριστοτέλους στη βάση απολαβών που θα έχανε η Αιτήτρια τους χειμερινούς μήνες που δεν θα εργαζόταν στην Εργοδότρια Εταιρεία.  Ισχυρίστηκε ότι αν υπήρχε τέτοια συμφωνία αυτός ως υπεύθυνος λογιστηρίου/μισθοδοσίας θα έπρεπε να ενημερωθεί και δεν είχε τέτοια ενημέρωση.  Είπε ότι αυτός δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την Αιτήτρια και ότι πριν το 2017 η Αιτήτρια δεν διαμαρτυρόταν για οτιδήποτε σχετικά με τη διεκπεραίωση της εργασίας της.  Ήταν η θέση του ότι για το ζήτημα το οποίο προέκυψε με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook το καλοκαίρι του 2017 είχε ενημερωθεί μόνο η κα Αριστοτέλους και ότι ήταν πολύ σοβαρό θέμα (πρώτη φορά τους έτυχε τέτοιας έκτασης περιστατικό) καθότι η αντιπρόσωπος παραποιούσε τα αντίγραφα των εισιτηρίων των εκδρομών που πωλούσε ώστε να φαίνονται ότι λιγότερα άτομα πήγαν στις εκδρομές από αυτά που πραγματικά πήγαιναν και να οικειοποιείται τη διαφορά από τις εισπράξεις.  Ότι στις 02/08/2017 όταν η Thomas Cook έστειλε δεύτερο ηλεκτρονικό μήνυμα στην κα Αριστοτέλους ζητώντας ενημέρωση για το θέμα με την αντιπρόσωπο της, έγινε η συνάντηση στο γραφείο της κας Αριστοτέλους κατά την οποία ζητήθηκε από την Αιτήτρια να προσκομίσει αμέσως την σχετική αναφορά της για το εν λόγω ζήτημα.  Ότι η Αιτήτρια αντί να προσκομίσει την αναφορά της έφυγε με άδεια ασθενείας.

 

            Δεύτερος μάρτυρας για την Εργοδότρια Εταιρεία ήταν ο κ. Ανδρέου.  Υποστήριξε ότι το 2016 ανέλαβε τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας.  Κατέθεσε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν απευθείας υπόλογη στον κ. Κυριάκου αλλά ήταν υπόλογη στον άμεσα προϊστάμενό της, κ. Θεολόγου, ο οποίος ήταν υπεύθυνος όλων των εργοδοτουμένων στο τμήμα λογιστηρίου της Εργοδότριας Εταιρείας στο οποίο άνηκε και η Αιτήτρια.  Υποστήριξε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία ουδέποτε υποβάθμισε την Αιτήτρια ως υπάλληλο ή την μείωσε ως προσωπικότητα, αντίθετα (α) την βοήθησε δανείζοντας της χρήματα τον Νοέμβριο του 2016 και (β) της παραχώρησε φιλοδώρημα το 2017 το οποίο φιλοδώρημα δόθηκε μόνο σε 11 από τους 47 υπαλλήλους της Εργοδότριας Εταιρείας.  Απέρριψε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι αυτός είχε συνάντηση με αυτήν τον Μάιο του 2017 και ότι κατά την εν λόγω συνάντηση της ανέφερε όλα αυτά που είπε η Αιτήτρια στην κατάθεσή της στο Δικαστήριο ότι της είπε.  Ότι ουδέποτε αυτός της ανέφερε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία δεν θα της παραχωρούσε υπολογιστή καθότι αυτό θα ήταν ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της Εργοδότριας Εταιρείας.  Τόνισε ότι αυτός ήταν το άτομο που επέλεξε την Αιτήτρια να λάβει το φιλοδώρημα το οποίο της δόθηκε το 2017 και σημείωσε ότι δεν είχε κάποιο λόγο για να επιδείξει επιθετική συμπεριφορά προς το πρόσωπο της Αιτήτριας.  Ήταν η θέση του ότι ουδέποτε αλλάχθηκε το γραφείο που είχε η Αιτήτρια και ότι όλα τα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας στο λογιστήριο εκτός από αυτό του υπεύθυνου λογιστηρίου είναι του ιδίου μεγέθους.  Ισχυρίστηκε ότι η Αιτήτρια δεν καλείτο σε συσκέψεις επειδή δεν χρειαζόταν να παρευρίσκεται σε συσκέψεις που αφορούσαν τον σχεδιασμό ή οποιεσδήποτε αλλαγές σε προγράμματα εκδρομών καθότι όλα τα στοιχεία και πληροφορίες τις οποίες χρειαζόταν η Αιτήτρια και αφορούσαν τις τιμές και τις προμήθειες των εκδρομών βρίσκονταν μέσα στο ηλεκτρονικό σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας.  Ότι η Αιτήτρια πριν πάει για οποιεσδήποτε εισπράξεις στην Πάφο «τύπωνε τη λίστα» με τις εκδρομές και είχε όλες τις πληροφορίες αυτόματα από το σύστημα.  Ότι στην Αγία Νάπα οι υπάλληλοι στο γραφείο της Εργοδότριας Εταιρείας διεκπεραίωναν όλες τις εργασίες αναφορικά με τις εκδρομές και την εκκαθάριση των εισπράξεων των πωλήσεων των εκδρομών και ουδέποτε δόθηκαν οδηγίες στους εν λόγω υπαλλήλους να σταματήσουν να επικοινωνούν με την Αιτήτρια. Υποστήριξε ότι αυτός ουδέποτε αποκάλεσε την Αιτήτρια με τους χαρακτηρισμούς που ισχυρίστηκε η Αιτήτρια.  Ότι η Αιτήτρια ήταν υπόλογη στον κ. Θεολόγου και ότι αυτός δεν είχε ιδιαίτερες ή συχνές επαφές με την Αιτήτρια καθότι δεν ήταν ο άμεσα προϊστάμενός της.  Ότι στις 02/08/2017 σε συνάντηση, στο γραφείο της κας Αριστοτέλους,  στην οποία ήταν παρόντες εκτός από την κα Αριστοτέλους, η Αιτήτρια, ο κ. Θεολόγου και αυτός, συζητήθηκε το θέμα ότι η Thomas Cook ενημέρωσε για δεύτερη φορά την Εργοδότρια Εταιρεία ότι υπήρχαν υποψίες ότι μια αντιπρόσωπός της ιδιοποιείται χρήματα από τις πωλήσεις των εκδρομών.  Ότι αυτός τόνισε ξεκάθαρα στην Αιτήτρια ότι δεν αμφισβητείτο η εντιμότητά της και ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε υπαινιγμός ότι αυτή είχε οποιαδήποτε εμπλοκή σε αυτό το ζήτημα. Ότι στις 07/08/2017 χωρίς να προηγηθεί οτιδήποτε η Αιτήτρια, ενώ βρισκόταν με άδεια ασθενείας, ήλθε στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας και ζήτησε να συναντηθεί με τον κ. Αριστοτέλους.  Ότι όταν ήλθε η Αιτήτρια στο γραφείο του κ. Αριστοτέλους αυτός βρισκόταν ήδη σε συνάντηση μαζί του.  Ότι η Αιτήτρια είπε στον κ. Αριστοτέλους ότι την κατηγορούσε στον κ. Θεολόγου και πιο συγκεκριμένα ότι αυτός είπε στον κ. Θεολόγου ότι η Αιτήτρια «τα μοίραζε» με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook.  Ότι τότε αυτός κάλεσε τον κ. Θεολόγου να έλθει στο γραφείο του κ. Αριστοτέλους, ο οποίος, ενώπιον της Αιτήτριας και του κ. Αριστοτέλους, δήλωσε ότι ουδέποτε κατηγόρησε την Αιτήτρια αλλά αντίθετα μιλούσε για την τιμιότητά της.  Ότι η Αιτήτρια τότε, επειδή εκτέθηκε μπροστά του και ενώπιον του κ. Αριστοτέλους λόγω του ότι δεν έλεγε την αλήθεια, τους είπε ότι θα παραιτηθεί. Ότι στη συνέχεια στις 09/08/2017 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα επιβεβαιώνοντας την παραίτησή της.

 

            Αντεξεταζόμενος, υποστήριξε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν υπόλογη στον κ. Κυριάκου για θέματα εκδρομών και τιμών των εκδρομών και ότι με βάση την ιεραρχία που υπάρχει στην Εργοδότρια Εταιρεία ο κ. Θεολόγου ήταν υπόλογος στον κ. Κυριάκου και η Αιτήτρια ήταν υπόλογη στον κ. Θεολόγου.  Ότι αυτός δεν έχει υπόψη του αν η Αιτήτρια είχε απευθείας συναντήσεις με τον κ. Κυριάκου για θέματα εργασίας του liquidation.  Αρνήθηκε ότι όταν αυτός ανέλαβε ως Γενικός Διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας άλλαξε τις πρακτικές εργασίας που ακολουθούσε ο κ. Κυριάκου.  Επέμενε ότι το φιλοδώρημα του 2017 δόθηκε σε 11 υπαλλήλους της Εργοδότριας Εταιρείας μετά από δική του απόφαση αφού αξιολόγησε την απόδοση των υπαλλήλων της Εργοδότριας Εταιρείας. Υποστήριξε ότι δεν χρειαζόταν ο νέος υπάλληλος στο τμήμα πωλήσεων/κρατήσεων να ενημερώνει την Αιτήτρια για τις πωλήσεις των εκδρομών καθότι η Αιτήτρια είχε πρόσβαση στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας στο οποίο φαίνονταν όλες οι πωλήσεις των εκδρομών και μπορούσε να εκτυπώσει την κατάσταση των πωλήσεων των εκδρομών.  Ότι ουδέποτε δόθηκαν οδηγίες να σταματήσει η Αιτήτρια να ενημερώνεται για νέες εκδρομές. Ήταν η θέση του ότι αυτός ουδέποτε είχε οποιαδήποτε συνάντηση στο γραφείο του προσωπικά και/ή μόνος του με την Αιτήτρια το 2017.  Ότι ουδέποτε δόθηκαν οδηγίες στις εργοδοτούμενες στο γραφείο της Αγίας Νάπας να σταματήσουν να επικοινωνούν με την Αιτήτρια.  Ότι αυτός ανέλαβε ως Γενικός Διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας μετά που ο κ. Κυριάκου συμφώνησε με τον κ. Αριστοτέλους να αποχωρήσει και να ανοίξει δικό του τουριστικό γραφείο.  Ότι αυτός και ο κ. Κυριάκου είχαν καλές σχέσεις.  Ότι όταν 2 - 3 μέρες πριν τις 02/08/2017 η Thomas Cook ενημέρωσε την Εργοδότρια Εταιρεία ότι υπήρχαν υποψίες ότι μια αντιπρόσωπος οικειοποιείτο χρήματα από τις πωλήσεις των εκδρομών, αυτός έδωσε οδηγίες στον κ. Θεολόγου να ψάξει το ζήτημα με την Αιτήτρια και να τον ενημερώσει.  Ότι ο κ. Θεολόγου έδωσε εντολές στην Αιτήτρια να ετοιμάσει γραπτή έκθεση.  Επειδή μέχρι τις 02/08/2017 που επανήλθε η Thomas Cook για το θέμα και ζητούσε ενημέρωση από την Εργοδότρια Εταιρεία η Αιτήτρια δεν τους έδωσε γραπτή αναφορά, η Αιτήτρια κλήθηκε σε συνάντηση ώστε να τους ενημερώσει για να ενημερώσουν αυτοί με τη σειρά τους την Thomas Cook.  Ότι ρωτήθηκε η Αιτήτρια για το εν λόγω θέμα χωρίς να της γίνει οποιαδήποτε επίθεση και η Αιτήτρια όταν αποχώρησε από τη συνάντηση ήταν μια χαρά.  Ότι στις 07/08/2017, αφού διαψεύσθηκε από τον κ. Θεολόγου, η Αιτήτρια ντροπιασμένη εκφράστηκε από μόνη της ότι δεν θέλει να συνεχίσει να εργάζεται στην Εργοδότρια Εταιρεία.  Ισχυρίστηκε ότι μετά που ανέλαβε αυτός ως Γενικός Διευθυντής εκτός από την κα Γουφιώτη δεν απολύθηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία κάποιος υπάλληλός της και ότι δεν υπήρξε σχέδιο εκδίωξης από την Εργοδότρια Εταιρεία όσων υπαλλήλων είχαν καλή σχέση με τον κ. Κυριάκου.

 

Νομική Πτυχή 

 

Στην απόφαση Elbee Co v. Efstathiou (1989) 1 CLR 448 το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε τις καθοδηγητικές νομικές αρχές που καθιέρωσε το Court of Appeal για τις υποθέσεις εξαναγκασμού σε παραίτηση στην υπόθεση Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp (1978) 1 ALL E.R. 713. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρονται τα εξής:

 

“…. if the employer is guilty of conduct which is a significant breach going to the root of the contract of employment, or which shows that the employer no longer intends to be bound by one or more of the essential terms of the contract, then the employee is entitled to treat himself as discharged from any further performance. If he does so, then he terminates the contract by reason of the employer’s conduct. He is constructively dismissed. The employee is entitled in those circumstances to leave at the instant without giving any notice at all, or alternatively, he may give notice and say he is leaving at the end of the notice. But the conduct must in either case be sufficiently serious to entitle him to leave at once. Moreover, he must make up his mind soon after the conduct of which he complains: for, if he continues for any length of time without leaving, he will lose his right to treat himself as discharged. He will be regarded as having elected to affirm the contract.” [2]

 

 Στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 98, 103 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα:

 

«Το άρθρο 7(1) του Ν.24/67 δεν εξειδικεύει τη διαγωγή του εργοδότη η οποία καθιστά δικαιολογημένο τον τερματισμό απασχόλησης εκ μέρους του εργοδοτούμενου υπαιτιότητι του εργοδότη. Στην Alouet Clothing v. Athanasiou (1988) 1 CLR 626, αποφασίστηκε ότι διάρρηξη θεμελιώδους όρου της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συνιστά διαγωγή η οποία εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 7(1) του νόμου. Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσδιοριστεί εξαντλητικά η μεμπτή διαγωγή του εργοδότη στο πλαίσιο του άρθρου 7(1). Πρέπει όμως η διαγωγή αυτή να είναι εξ αντικειμένου τέτοιας μορφής και χαρακτήρα που να κλονίζει το θεμέλιο της σχέσης εργοδότη – εργοδοτουμένου, είτε λόγω της διάρρηξης θεμελιωδών όρων της σύμβασης εργασίας, ή την επίδειξη εκ μέρους του εργοδότη διαγωγής ασυμβίβαστης με το παραδεχτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη – εργοδοτούμενου ….».

           

Όπως λέχθηκε και από τον Lord Denning στην υπόθεση Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1981] ICR 666:

 

“The circumstances (of constructive dismissal) are so infinitely various that there can be and is no rule of law saying what circumstances justify and what do not. It is a question of fact for the tribunal of fact- in this case the Industrial Tribunal.”

 

Παραβίαση από την πλευρά του εργοδότη ενός ρητού ή ενός εξυπακουόμενου όρου της σύμβασης εργασίας θεωρείται, στην περίπτωση που είναι αρκετά σοβαρή[3], ως διαγωγή που δικαιολογεί παραίτηση του εργοδοτουμένου. Σημειώνουμε ότι κατά ποσόν η εν λόγω παράβαση είναι αρκούντως σοβαρή ώστε να δικαιολογεί συμπέρασμα εξαναγκασμού σε παραίτηση αποτελεί ζήτημα γεγονότων και βαθμού[4].

 

Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England 5th Edition, Vol.40  para.770 σημειώνονται τακόλουθα:

 

 Among the types of breach of contract by the employer that may support a finding of constructive dismissal are: (1) …  (2) demotion or other change in status, (3) a change of job  content not permitted or envisaged by the contract, (4) undermining a senior employee’s position, (5)…, (6) ….(7)….….. (8) breach of the term of trust and respect; (9)……, (10)imposition of a disciplinary measure in a  disproportionate manner,….”

 

Ένας από τους εξυπακουόμενους όρους της σύμβασης εργασίας είναι ότι η κάθε πλευρά δεν πρέπει να ενεργήσει με τρόπο που θα βλάψει το κλίμα της μεταξύ τους αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης (mutual trust and confidence) το οποίο είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών για να λειτουργήσει η εργασιακή σχέση[5]. Στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων Malik v. BCCI (1997) 4 ALL E.R. 1 o Lord Steyn ανέφερε ότι ο εργοδότης δεν πρέπει παράλογα και χωρίς νόμιμη αιτία να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέψει ή να βλάψει τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου τονίζοντας ότι ο εν λόγω εξυπακουόμενος όρος έχει διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει τη μεγάλη ποικιλία των περιπτώσεων στις οποίες πρέπει να τηρηθεί μια ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του εργοδότη στο να διευθύνει, να οργανώνει και να λειτουργεί την επιχείρησή του όπως αυτός κρίνει ορθό και των συμφερόντων του εργοδοτουμένου να μην τον εκμεταλλεύονται άδικα και αντικανονικά.  Ως εκ τούτου όταν ένας εργοδότης έχει ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει καταστρέψει την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και πίστης με αποτέλεσμα να καθίσταται η συνέχιση της εργασιακής σχέσης αδύνατη, ένας εργοδοτούμενος μπορεί να παραιτηθεί και να ισχυριστεί ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω επίδειξης από τον εργοδότη συμπεριφοράς ασυμβίβαστης με το παραδεχτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη εργοδοτουμένου[6].  Στην υπόθεση Morrow v. Safeway Stores plc [2002] IRLR 9 αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

 

In general terms, a finding that there has been conduct which amounts to a breach of the implied term of trust and confidence will mean, inevitably, that there has been a fundamental or repudiatory breach going necessarily to the root of the contract.”  

 

Σημειώνουμε ότι το Employment Appeal Tribunal στην απόφασή του στην υπόθεση United Bank v. Akhtar [1989] IRLR 507 τόνισε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά του εργοδότη μπορεί να θεωρηθεί ως συμπεριφορά που έχει υπολογιστεί ή είναι πιθανόν να καταστρέψει ή να βλάψει σοβαρά τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου παρά το ότι οι όροι που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας παρέχουν στον εργοδότη την εξουσία και τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο καθότι ο εξυπακουόμενος όρος ότι ο εργοδότης δεν πρέπει παράλογα και χωρίς νόμιμη αιτία να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρέψει ή να βλάψει τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου είναι ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους όρους που περιέχονται στη σύμβαση εργασίας και επιπρόσθετος όρος που εξυπακούεται σε όλες τις συμβάσεις εργασίας[7].  Συνακόλουθα ο τρόπος με τον οποίο εξασκούνται οι εξουσίες του εργοδότη που προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας πρέπει να είναι σε συμφωνία με τον εν λόγω εξυπακουόμενο όρο[8].  Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th Edition, Vol.39 para.48 αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

“The implied term of trust and respect in the contract of employment has been held to have overriding effect, that is to say that, even where the employer has express power to act in a particular way under the terms of the contract, he must exercise that power in the light of his overall duty of trust and respect, with the result that, if he does not do to so, the employee may be contractually entitled to leave his employment and claim constructive dismissal, in spite of the employer’s claim that he was merely exercising his rights”. [9]

 

Στην υπόθεση L’ Union National (Tourist and Sea Resorts) Ltd v. Γιώργος Χουλιώτης, Πολ. Έφεση Αρ.176/2010 ημερομηνίας 10/9/2015 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι η εξουσία, οι δυνατότητες και τα δικαιώματα που έχει ένας εργοδότης δυνάμει των όρων που προβλέπονται από τη σύμβαση εργοδότησης πρέπει να εξασκούνται όχι μόνο εντός των συμβατικών παραμέτρων αλλά και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και εμπιστοσύνης που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας.  Περιπτώσεις όπου ο εργοδότης στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματός του εξασκεί, χωρίς εύλογη και δικαιολογημένη αιτία, δικαιώματά του τα οποία προβλέπονται από τη σύμβαση εργασίας και η εν λόγω πράξη του επηρεάζει τα συμφέροντα του εργοδοτουμένου μπορεί να θεωρηθούν ως συμπεριφορές που παραβιάζουν τον πιο πάνω εξυπακουόμενο όρο.

 

Το Employment Appeal Tribunal στην απόφασή του στην υπόθεση Hilton v. Shiner Ltd [2001] IRLR 727 σημείωσε τ’ ακόλουθα αναφορικά με τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον ο εργοδότης ενέργησε κατά παράβαση του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης:

 

“Thus, in order to determine whether there has been a breach of the implied term two matters have to be determined. The first is whether, ignoring their cause, there have been acts which are likely on the face of them seriously to damage or destroy the relationship of trust and confidence between employer and employee. The second is whether that act has no reasonable and proper cause. To take an example, any employer who proposes to suspend or discipline an employee for lack of capability or misconduct is doing an act which is capable of seriously damaging or destroying the relationship of trust and confidence between employer and employee, whatever the result of the disciplinary process. Yet it could never be argued that an employer was in breach of the term of trust and confidence if he had reasonable and proper cause for the suspension, or for taking the disciplinary action. The distinction is clear from a case such as Gogay v Hertfordshire County Council [2000] IRLR 703.There an employee was suspended. Suspension was permissible under the contract. However, the right to suspend that individual in the circumstances of the case was the result of a capricious decision. There was no reasonable nor proper cause for it on the facts. The Court of Appeal upheld a finding that there had thereby been a breach of the implied term of trust and confidence.

 

Στην υπόθεση Bournemouth University Higher Education Corpn v. Buckland [2011] QB 323 το Court of Appeal αποφάσισε ότι το τεστ για να αποδειχθεί κατά πόσον η συμπεριφορά του εργοδότη ήταν τέτοια που δικαιολογούσε εξαναγκασμό του εργοδοτουμένου στη βάση της παράβασης του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης είναι το συμβατικό και όχι αυτό της λογικότητας του εργοδότη[10] και απέρριψε το επιχείρημα των εργοδοτών ότι ένας εργοδοτούμενος μπορεί να αποδείξει μια ουσιαστική παράβαση του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης μόνο όπου η συμπεριφορά του εργοδότη ήταν εκτός των πλαισίων των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις («outside the range of reasonable responses»). Διευκρίνισε ότι το κριτήριο της λογικότητας είναι σχετικό μόνο κατά την εξέταση του ερωτήματος κατά πόσον ο εργοδότης είχε λογική και ορθή αιτία («reasonable and proper cause») για τη συμπεριφορά που παραπονείται ο εργοδοτούμενος[11].

Η παραβίαση του πιο πάνω εξυπακουόμενου όρου μπορεί να συνιστάται από σειρά πράξεων από την πλευρά του εργοδότη οι οποίες πράξεις σωρευτικά αποτελούν την παράβαση του εν λόγω όρου, παρά το ότι κάθε μια πράξη ξεχωριστά μπορεί να μην αποτελεί παραβίαση του όρου[12].  Στην Lewis v. Motorwolrd Garages Ltd [1986] ICR 666 λέχθηκε ότι:

 

“…the repudiatory conduct may consist of a series of acts or incidents, some of them perhaps quite trivial, which cumulative amount to a repudiatory breach of the implied term of the contract of employment that the employer will not, without reasonable and proper cause, conduct himself in a manner calculated or likely to destroy or seriously damage the relationship of confidence between employer and employee”.

 

Να σημειώσουμε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το τελευταίο γεγονός που οδήγησε τον εργοδοτούμενο να παραιτηθεί[13] παρά το ότι δεν χρειάζεται από μόνο του να είναι τόσο σοβαρό που να δικαιολογεί τερματισμό της σύμβασης από τον εργοδοτούμενο πρέπει να μην είναι τόσο ασήμαντο ώστε να μην συνεισφέρει κάτι στην παράβαση του εξυπακουόμενου όρου της πίστης και εμπιστοσύνης[14].

 

Το κατά πόσον η συμπεριφορά του εργοδότη συνιστά συμπεριφορά που δικαιολογεί την υποβολή παραίτησης από την πλευρά του εργοδοτουμένου κρίνεται εκτιμώντας αντικειμενικά τα δεδομένα και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης[15]. Οι υποκειμενικές ευαισθησίες του εργοδοτουμένου δεν λαμβάνονται υπόψη. Το Employment Appeal Tribunal στην απόφαση του Croft v. Consignia plc [2002] IRLR 851 διευκρίνισε ότι ο όρος αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης παραβιάζεται μόνο από πράξεις και/ή παραλείψεις που βλάπτουν σοβαρά ή καταστρέφουν την αναγκαία πίστη και εμπιστοσύνη και ότι και οι δύο πλευρές αναμένονται να απορροφούν και να αντέχουν μικρότερα χτυπήματα[16]. Στο σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνη και Πολυβίου, 2018, στη σελίδα 470 σημειώνεται ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ επουσιωδών παραβάσεων ή παραβάσεων που απλώς θίγουν ευαισθησίες αφενός και σοβαρών πράξεων/παραλείψεων/παραβάσεων που πραγματικά και αντικειμενικά κλονίζουν τη σχέση πίστης και εμπιστοσύνης μεταξύ του εργοδότη και εργοδοτουμένου.  

 

Δεν αποτελεί προϋπόθεση για να κριθεί ότι η συμπεριφορά του εργοδότη συνιστά παραβίαση του όρου για αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη να διαφανεί ότι η συμπεριφορά του εργοδότη ήταν σκόπιμη και κακόπιστη[17].  Στην υπόθεση Leeds Dental Team Ltd v. Rose [2014] IRLR 8 λέχθηκαν τα εξής:

 

“The test does not require a Tribunal to make a factual finding as to what the actual intention of the employer was; the employer’s subjective intention is irrelevant. If the employer acts in such a way, considered objectively, that his conduct is likely to destroy or seriously damage the relationship of trust and confidence, then he is taken to have the objective intention spoken of……”  

 

Το πεδίο που καλύπτει ο όρος της μη παραβίασης της αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης είναι ευρύ. Καλύπτει εξαιρετικά απερίσκεπτη, αδιάφορη ή επιπόλαια συμπεριφορά του εργοδότη όπως π.χ. άρνηση να διερευνήσει έγκαιρα και εύλογα τα παράπονα του εργοδοτουμένου[18], απαράδεκτα προσβλητική και μειωτική συμπεριφορά[19], μη επίδειξη αναγκαίου σεβασμού σε ανώτερο προσωπικό υποβαθμίζοντας έτσι τις εξουσίες του στους υφιστάμενους του[20], αποτυχία να συμπεριφερθεί σε ένα εργοδοτουμένο με πολύχρονη υπηρεσία με σεβασμό και κατανόηση[21], επιβολή ποινής δυσανάλογης με το παράπτωμα[22], αποτυχία να δώσει στον εργοδοτούμενο εύλογη υποστήριξη ώστε να εκτελεί τα καθήκοντα χωρίς διάσπαση ή παρενόχληση από τους συναδέλφους του[23], απόδοση κατηγορίας κλοπής στον εργοδοτούμενο λανθασμένα και χωρίς εύλογη αιτία[24]. Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th Edition, Vol. 39 (2021) para. 49 αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

“The kinds of behavior which may breach the term of trust and respect are in each case a question of fact for the tribunal, and entirely variable, but may include: (1) undermining the self-esteem and dignity of the employee [footnote 6. Hilton International Hotels (UK) v Protopapa [1990] IRLR 316 EAT (unmerited reprimanding in humiliating circumstances); Horkulak v. Cantor Fitzgerald International [2004] ICR 697……(legitimate demands for high standards of performance must be balanced by a fair system of enforcement with criticisms properly raised and handled; the level of any rebuke must be proportionate to the alleged failing on the part of the employee).]; (2) abusive and false accusations [footnote 7. Robinson v. Crompton Parkinson Ltd [1978] ICR 401….. ; Courtaulds Northern Textiles Ltd v. Andrew [1979] IRLR 84…]; (3)….; (4) intolerable behavior and bad language [footnote 9. Palmanor Ltd v. Cedron [1978] ICR 1008 ………..; Cantor Fitzgerald International v Bird [2002] IRLR 867…….]; (5)……; (6)………; (7)…….; (8)……; (10) failure to give the employee necessary support; (11) failure to follow established procedures [footnote 16. Post Office v Roberts [1980] IRLR 3;] (12) …; (13)……….; (14) ……………….;(15)……………...”

Ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να υποβάλει λογικές παρατηρήσεις στον εργοδοτούμενό του αναφορικά με την ομαλή λειτουργία της επιχείρησής του όπως και να απαιτεί αυστηρή προσήλωση στην εκτέλεση οδηγιών ή όρων από τον εργοδοτούμενο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.  Επίσης έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε καλόπιστες παρατηρήσεις και παραστάσεις με σκοπό τη βελτίωση της συμπεριφοράς και της απόδοσης του εργοδοτουμένου.  Περαιτέρω μέχρι ενός σημείου έντονη κριτική από τον εργοδότη μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της καθημερινής συναλλαγής μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου. Στην περίπτωση όμως που οι παρατηρήσεις και οι παραστάσεις του εργοδότη γίνονται χωρίς βάσιμο λόγο, είτε με σκοπό να απαλλαγεί ο εργοδότης από τον εργοδοτούμενο είτε όχι, και/ή με αυταρχικό τρόπο με τη χρήση προσβλητικού και/ή μειωτικού λεκτικού, καθιστώντας τη συνέχιση της απασχόλησης του εργοδοτουμένου ανυπόφορη για τον εργοδοτούμενο τότε η συμπεριφορά του εργοδότη είναι τέτοια που παραβιάζει τον όρο για αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη και δείχνει την πρόθεσή του να μην δεσμεύεται πλέον από τη σύμβαση εργασίας και παραίτηση του εργοδοτουμένου λόγω αυτής της συμπεριφοράς μπορεί θεωρηθεί εξυπακουόμενη απόλυση (constructive dismissal)[25].  Στην υπόθεση Courtaulds Northern Textiles Ltd v. Andrew [1979] IRLR 84 κρίθηκε ότι η αναφορά του προϊσταμένου σε ένα εργοδοτούμενο με 18 χρόνια υπηρεσία χωρίς προβλήματα μετά από μια έντονη συζήτηση ότι δεν μπορεί να κάνει την δουλειά έτσι αλλιώς, τη στιγμή που δεν πίστευε ότι ο εργοδοτούμενος δεν μπορούσε να εκτελέσει την εργασία συνιστούσε παραβίαση του όρου για αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη καθότι η εν λόγω αναφορά δεν συνιστά συνηθισμένη κριτική ενός προϊσταμένου σε ένα υφιστάμενό του για την απόδοση και την ικανότητά του εντός του παραδεκτού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων (η οποία παρά το ότι ο εργοδοτούμενος παραπονείται ότι δεν δικαιολογείται ο προϊστάμενος πιστεύει ότι η κριτική του ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Το Employment Appeal Tribunal στο τέλος της απόφασής του σημείωσε τα πιο κάτω:

“We should be sorry if it were thought that anything that we have said suggests that criticism, even as trenchantly expressed as was this criticism, of a workman's performance would necessarily, and in every case, lead to the conclusion that the voicing of that criticism constituted conduct of a repudiatory nature so as to lead to constructive dismissal. We have no such intention. Where criticism is made, however trenchantly, because criticism is thought to be appropriate, then the circumstances of each case would plainly have to be considered with a view to a decision on the merits of the particular matter whether or not the repudiatory conduct is made out. That, for the reasons which we have indicated, is not in our judgment this case.”

 

 Στην υπόθεση Horkulak v. Cantor Fitzgerald International [2003] IRLR 756 αναφέρθηκαν τακόλουθα:

 

The law has developed so as to recognize an employment contract as engaging obligations in connection with the self esteem and dignity of the employee. Whilst high standards of performance are legitimate requirements in an employment contract, these legitimate demands must be balanced by a fair system of enforcement which reflects the particular conditions affecting employment. The level of rebuke must be proportionate to the alleged failing on the part of the employee.”

 

 Στην υπόθεση Hilton International Hotels (UK) v. Protopapa [1990] IRLR  316  κρίθηκε ότι η συμπεριφορά που επέδειξε η προϊστάμενη  προς την εργοδοτουμένη (η οποία εργαζόταν 13.5  χρόνια χωρίς προβλήματα) όταν την παρατήρησε όταν ενημερώθηκε ότι η εργοδότουμενη έκλεισε ραντεβού σε οδοντίατρο λόγω πονόδοντου, χωρίς να την ρωτήσει προηγουμένως,  ήταν τόσο υποτιμητική, προσβλητική και μειωτική που δικαιολογούσε τον εξαναγκασμό της εργοδοτουμένης σε παραίτηση. Το Employment Appeal Tribunal υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα του πρωτόδικου Industrial Tribunal:

    

“The Tribunal finds as a fact that the reprimand given by Miss Glover was officious and insensitive. The applicant in her conduct certainly had not merited that sort of treatment. Further, taking into account the loyalty, length of service and status of the applicant we find that the applicant was humiliated, intimidated and degraded to such an extent that there was a breach of trust and confidence which went to the root of the contract …………  For these reasons we find that the applicant was constructively and unfairly dismissed.”    

 

 

 Στην περίπτωση που διαπιστωθεί από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Δ.Ε.Δ.») ότι η συμπεριφορά του εργοδότη παρείχε στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να παραιτηθεί λόγω παράβασης από την πλευρά του εργοδότη των όρων της σύμβασης εργασίας του και να αξιώσει αποζημιώσεις από τον εργοδότη, το Δ.Ε.Δ. θα πρέπει στη συνέχεια να εξετάσει τον λόγο, τον τρόπο και τον χρόνο αποχώρησης του εργοδοτουμένου από την εργασία του.  Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th edition, Vol. 40 p. 170 para. 720, σημειώνονται τακόλουθα:

 

The employee must leave in response to the breach of contract. While, as matter of fact, the employee may usually expected to indicate that he is treating the contract as repudiated, there is no rule of law that the employee must always inform the employer of the true reason for leaving. Delay in so doing may amount to waiver of the breach and affirmation of the contract, though this will depend on the facts of the case, and a realistic approach must be taken, so that it may be reasonable for the employee to work on for a period under protest, especially if trying to resolve matters without leaving or seeking other work before leaving.”

 

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας όταν υπάρχει παράβαση της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, ο εργοδοτούμενος πρέπει να αποδείξει ότι παραιτήθηκε από την εργασία του εξαιτίας αυτής της παράβασης για να έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί ότι εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση[26].  Το Δ.Ε.Δ. βασιζόμενο στα περιστατικά της κάθε υπόθεσης θα κρίνει κατά πόσον ο εργοδοτούμενος παραιτήθηκε εξαιτίας της καταγγελίας (repudiation) της σύμβασης από τον εργοδότη και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η παράβαση των όρων εργοδότησης από τον εργοδότη να είναι ο μοναδικός λόγος της παραίτησης. Είναι αρκετό να είναι ο ουσιαστικός λόγος[27].

 

Από την στιγμή που εκδηλώθηκε η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη (η παράβαση όρου της σύμβασης εργασίας ή εξάσκηση ενός συμβατικού δικαιώματος με τέτοιο τρόπο που κλονίζει το κλίμα αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης) που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτουμένου από την εργασία του (‘repudiatory breach’), ο εργοδοτούμενος έχει το δικαίωμα να θεωρήσει την εν λόγω συμπεριφορά ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, να παραιτηθεί από την εργασία του τερματίζοντας τη σύμβαση εργασίας του με τον εργοδότη και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Αυτό το δικαίωμά του δεν παραμένει ανοιχτό στον εργοδοτούμενο επ’ αόριστον.  Αν ο εργοδοτούμενος καθυστερήσει να εγκαταλείψει την εργασία του τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαίωσε (affirm) τη σύμβαση εργασίας του και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να τερματίσει τη σύμβαση εργασίας του και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση από τον εργοδότη του. (Βλ. Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp (πιο πάνω), W.E. Cox Toner (International) Ltd v. Crook [1981] 1 I.C.R. 823). Το ζήτημα κατά ποσόν ο εργοδοτούμενος έχει επιβεβαιώσει ή όχι τη σύμβαση εργασίας ώστε να εμποδίζεται από το εξασκήσει το δικαίωμά του να τερματίσει τη σύμβαση εργασίας είναι ζήτημα γεγονότων[28].  Στην Πολ. Έφεση 101/2013 Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ ν. ΧΧΧ Αντωνίου, ημερ. 16/07/2019 σημειώθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Σύμφωνα με καλά θεμελιωμένες αρχές αφ΄ ης στιγμής εκδηλωθεί επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη, τέτοιας μορφής και έκτασης που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου, ο τελευταίος θα πρέπει να εγκαταλείψει την εργοδότησή του χωρίς καθυστέρηση ή τουλάχιστον εντός ευλόγου χρόνου. Το δικαίωμα του εργοδοτούμενου δεν παραμένει ανοικτό επ΄ αόριστο και τυχόν υπέρμετρη, υπό τις συνθήκες, καθυστέρηση εγκατάλειψης της εργασίας του μπορεί να θεωρηθεί και να εκληφθεί ως επιβεβαίωση της σύμβασης εργασίας, όπως αυτή τροποποιήθηκε ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εργοδότη και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του προς τερματισμό και αξίωση αποζημιώσεων. Η συνεχιζόμενη προσφορά εργασίας από εργοδοτούμενο είναι δυνατόν, συνυπολογιζομένων όλων των σχετικών παραγόντων - μεταξύ των οποίων το διάστημα εργοδότησης και την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησης - να κριθεί ως εγκατάλειψη της δυνατότητας επίκλησης των δικαιωμάτων του, μεταξύ των οποίων της καταγγελίας της σύμβασης ………………………………………………..………………………………. ………………………………………………………………………………………………………………… Εντέλει, κρίσιμος παράγοντας ως προς το τι συνιστά σημαντικό χρονικό διάστημα είναι τα ίδια τα γεγονότα που περιβάλλουν την κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου, η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της εκδήλωσης της συμπεριφοράς από τον εργοδότη που δίδει το δικαίωμα παραίτησης στον εργοδοτούμενο και της χρονικής στιγμής της παραίτησης από αυτόν, δεν θα πρέπει να αντικρίζεται αποσπασματικά και από την άποψη της χρονικής και μόνο διάρκειας, αλλά υπό το φως των όλων περιστάσεων της υπόθεσης.»

 

 

Το Δ.Ε.Δ. κατά την απόφασή του επί του εν λόγω ζητήματος οφείλει να λάβει υπόψη του όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης (όπως π.χ. τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της εκδήλωσης της συμπεριφοράς από τον εργοδότη που έδινε το δικαίωμα στον εργοδοτούμενο να παραιτηθεί και της παραίτησης του εργοδοτουμένου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόταν ο εργοδοτούμενος και το τί διαδραματίστηκε κατά την πιο πάνω περίοδο, την περίοδο απασχόλησης του εργοδοτουμένου, τη φύση της παράβασης του εργοδότη). Στην απόφαση του Employment Appeal Tribunal Ms RV Simms v. Sainsbury Supermarkets Ltd [2005] ΑLL ER (D) 144 παραπέμποντας στην πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση W.E. Cox Toner λέχθηκε ότι από τη στιγμή που ο εργοδοτούμενος καθιστά σαφή τη διαφωνία του με ό,τι γίνεται (δηλαδή την παράβαση όρων της σύμβασης εργασίας) δεν θα θεωρηθεί ότι έχει επιβεβαιώσει τη συμβατική σχέση με το να συνεχίζει να εργάζεται και να πληρώνεται για μια περιορισμένη χρονική περίοδο. Στην απόφαση Lewis v. Motorworld Garages Ltd (πιο πάνω) τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις όπου ένας εργοδότης παραβίασε ένα ρητό όρο της σύμβασης εργασίας και ο εργοδοτούμενος συνέχισε να εργάζεται επιβεβαιώνοντας τη σύμβαση εργασίας, η εν λόγω παραβίαση μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μέρος σειράς περιστατικών που μπορούν στο σύνολο τους να καταδείξουν ότι ο εργοδότης παραβίασε τον εξυπακουόμενο όρο για πίστη και εμπιστοσύνη[29].  Στην Kaur v. Leeds Teaching Hospitals NHS Trust [2018] IRLR 833 λέχθηκε ότι στις περιπτώσεις που ο εργοδοτούμενος παραιτείται εξ αιτίας ενός γεγονότος που αποτελεί την τελευταία πράξη του εργοδότη σε μια σειρά από πράξεις του εργοδότη οι οποίες στο σύνολό τους συνιστούν παράβαση του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης το τελευταίο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί ότι στην ουσία «αναβιώνει» τις προηγούμενες επιβεβαιωμένες παραβάσεις του εργοδότη και δόθηκε η πιο κάτω καθοδήγηση:

 

“In the normal case where an employee claims to have been constructively dismissed it is sufficient for a tribunal to ask itself the following questions:

(1)        What was the most recent act (or omission) on the part of the employer which the employee says caused, or triggered, his resignation?

(2)        Has he or she affirmed the contract since that act?

(3)        If not, what was the act (or omission) by itself a repudiatory breach of contract?

(4)        If not, was it nevertheless a part (……) of a course of conduct comprising several acts and omissions which, viewed cumulatively, amounted to a (repudiatory) breach of the Malik term? (If it was, there was no need for any separate consideration of a possible previous affirmation…)

(5)        Did the employee resign in response (or partly in response) to that breach?”    

 

Ανάλυση Μαρτυρίας - Εφαρμογή Νομικής Πτυχής

 

  Α.  (1) Σε σχέση με τη μαρτυρία της Αιτήτριας σημειώνουμε τα πιο κάτω:

 

(α) Η μαρτυρία της Αιτήτριας σχετικά με (α) την ενημέρωση που είχε από τους εργοδοτούμενους στο γραφείο της Αγίας Νάπας ότι τους δόθηκαν οδηγίες να μην επικοινωνούν πλέον μαζί της για θέματα της εργασίας τους και τα προβλήματα συνεργασίας που είχε με τον νέο υπάλληλο στο τμήμα πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας, ο οποίος δεν την ενημέρωνε για τις νέες κρατήσεις εκδρομών όταν πήγαινε στην Πάφο για να εισπράξει τα χρήματα από τις πωλήσεις των εκδρομών, (β) τη συνάντηση που είχε με τον κ. Ανδρέου τον Απρίλιο-Μάιο του 2017 κατά την οποία του παραπονέθηκε για προβλήματα συνεργασίας που είχε με τον νέο υπάλληλο στο τμήμα πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας και τη συμπεριφορά που επέδειξε ο κ. Ανδρέου κατά την εν λόγω συνάντηση, (γ) την αλλαγή του επίπλου του γραφείου της, (δ) το πώς ενημερώθηκε για το πρόβλημα με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook τέλη Ιουλίου του 2017, το τι συζήτησε με τον κ. Θεολόγου για το εν λόγω ζήτημα και το τι της είπε ο κ. Θεολόγου ότι του ανέφερε ο κ. Ανδρέου γι’ αυτήν και το εν λόγω θέμα, (ε) για τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στις 02/08/2017 και στις 07/08/2017 και (στ) για ποιο λόγο υπέβαλε την παραίτησή της, ήταν σταθερή και χωρίς αντιφάσεις. Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε στην εν λόγω μαρτυρία της που να κλονίζει την αξιοπιστία της. Η εν λόγω μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα γεγονότων.

 

(β) Η Αιτήτρια ήταν σταθερή και πειστική στις θέσεις της ότι το 2017 δεν κλήθηκε με την έναρξη της σεζόν σε συνάντηση με τον Γενικό Διευθυντή για να της γίνει ενημέρωση για τις εκδρομές, τις τιμές πώλησής τους και τις προμήθειες που θα έμπαιναν στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια της απασχόλησής της και ότι  ούτε στη συνέχεια της έγινε οποιαδήποτε ενημέρωση για τυχόν νέες εκδρομές που έμπαιναν στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας ώστε να μπορεί να ελέγχει κατά πόσον τα δεδομένα που αφορούσαν τις προμήθειες είχαν εισαχθεί σωστά στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας. Ως εκ τούτου οι εν λόγω θέσεις της γίνονται αποδεκτές. Όμως οι ισχυρισμοί της ότι, λόγω των πιο πάνω, αυτή δυσκολευόταν να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα της εργασίας και έπρεπε να ρωτά δεξιά και αριστερά ώστε να ξέρει τι πρέπει να εισπράξει από την κάθε αντιπρόσωπο της Thomas Cook τέθηκαν ενώπιόν μας γενικά και αόριστα χωρίς οποιεσδήποτε συγκεκριμένες λεπτομέρειες τις οποίες θα εξετάζαμε ώστε να μπορούμε να κρίνουμε κατά πόσον οι πιο πάνω ενέργειες της Εργοδότριας Εταιρείας, υπό το φως της παραδοχής της Αιτήτριας, ότι όλες οι εκδρομές ήταν στο σύστημα της Εργοδότριας Εταιρείας στο οποίο είχε πρόσβαση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της στο γραφείο της, είχαν όντως σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ορθή διεκπεραίωση των εργασιακών καθηκόντων της. Συνακόλουθα δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε εύρημα ότι οι πιο πάνω ενέργειες και/ή παραλείψεις της Εργοδότριας Εταιρείας είχαν σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην εκτέλεση από την Αιτήτρια των εργασιακών καθηκόντων της. Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι ενόψει του ότι η ίδια η Αιτήτρια παραδέχτηκε ότι δεν ήταν αξιωματούχος της Εργοδότριας Εταιρείας, ότι δεν συμμετείχε στις αποφάσεις που αφορούσαν σοβαρά θέματα της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας και ότι οι συναντήσεις που είχε με τον Γενικό Διευθυντή ήταν μόνο για τη διεκπεραίωση της εργασίας της, οι πιο πάνω ενέργειες και/ή παραλείψεις της Εργοδότριας Εταιρείας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υποβάθμιση και/ή παραγνώριση της Αιτήτριας.              

 

(γ)  Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ότι ο κ. Ανδρέου εντελώς αναίτια και αδικαιολόγητα με κάθε ευκαιρία την αποκαλούσε «ανίκανη, άχρηστη και αχρείαστη για τη θέση που κατείχε»,  ότι ο τρόπος, η συχνότητα και η μεθοδικότητα των ενεργειών και της διαγωγής της Εργοδότριας Εταιρείας σε βάρος της της προκαλούσαν ψυχική πίεση, έντονο εργασιακό άγχος και αφόρητες συνθήκες εργασίας και ότι ενώ προσπαθούσε να συζητήσει με την Εργοδότρια Εταιρεία την κατάσταση που δημιουργήθηκε σε βάρος της με σκοπό την αποκατάσταση της ομαλότητας στον χώρο εργασίας της λέγοντας τους ότι διαφορετικά είναι «σαν να την εξανάγκαζαν σε παραίτηση», ότι δεν βρήκε ανταπόκριση και ότι τους έλεγε «το έστρεφαν εναντίον της» τονίζοντας της ότι δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά και αν δεν μπορούσε να ανταποκριθεί να σηκωθεί να φύγει, τέθηκαν ενώπιόν μας χωρίς το πραγματικό uπόβαθρο που τους στηρίζει με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε κατά πόσον υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης οι εν λόγω ισχυρισμοί της Αιτήτριας ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή όχι και αν ναι, ποιος ο βαθμός της συχνότητας και της σοβαρότητας της εν λόγω συμπεριφοράς του κ. Ανδρέου και της Εργοδότριας Εταιρείας. Οι γενικόλογοι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν μπορούν από μόνοι τους να αποτελέσουν υπόβαθρο για απόδοση επίδειξης προσβλητικής, εχθρικής και μειωτικής συμπεριφοράς από την Εργοδότρια Εταιρεία προς το πρόσωπο της Αιτήτριας και ως εκ τούτου η εν λόγω μαρτυρία της Αιτήτριας δεν γίνεται αποδεκτή.

 

(δ) (i) Η Αιτήτρια στην κυρίως εξέτασή της, γενικά και αόριστα, χωρίς να αναφέρει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες προέβαλε τη θέση ότι όσοι εργοδοτούμενοι της Εργοδότριας Εταιρείας, είχαν καλές σχέσεις με τον κ. Κυριάκου ή θεωρούνταν ότι τον στήριζαν, η απασχόλησή τους τερματίστηκε.  Δεν μπόρεσε, κατά την αντεξέτασή της, να στηρίξει την εν λόγω θέση της αφού ερωτώμενη σχετικά (1) είπε ότι υπήρχε «μια ροή εξόδου» από το γραφείο, κάτι που το έβλεπαν όλοι και ότι 4-5 άτομα από τις πωλήσεις έφυγαν όλοι και όταν της ζητήθηκε να αναφέρει ονόματα είπε τρία ονόματα χωρίς να αναφέρει πότε και με ποιο τρόπο έφυγαν από την εργασία τους, (2) είπε ότι έφυγε η κα Λοΐζιά από το λογιστήριο χωρίς να μας αναφέρει ότι η αποζημίωση που έλαβε η κα Λοΐζιά ήταν από το Ταμείο Πλεονασμού (και όχι από την Εργοδότρια Εταιρεία) και (3) όταν της ζητήθηκε να αναφερθεί σε άλλους εργοδοτούμενους τους οποίους τερματίστηκε η απασχόλησή τους κατά τον ουσιώδη χρόνο απάντησε με ασάφεια λέγοντας ότι δεν θυμάται συγκεκριμένα πράγματα, θυμάται μόνο ότι έφυγαν πολλά άτομα, «όχι γιατί τους έδιωξαν αλλά γιατί υποχρεώθηκαν επειδή τους άλλαζαν θέσεις εργασίας».

 

(ii)  Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι το γεγονός, ότι τον Απρίλιο - Μάιο του 2017  βρήκε τα πράγματα της σε μικρότερο σε μέγεθος έπιπλο γραφείου από αυτό που είχε προηγουμένως, σχολιάστηκε από τους συναδέλφους της οι οποίοι την έβλεπαν με λύπηση τέθηκε ενώπιόν μας χωρίς συγκεκριμένη αναφορά ποιοι ήταν οι εν λόγω συναδέλφοι της και όταν ρωτήθηκε σχετικά είπε ότι δεν θέλει να πει ονόματα.  

 

(iii) Λόγω των πιο πάνω αδυναμιών στη μαρτυρία της Αιτήτριας που αφορά τον τερματισμό της απασχόλησης υπαλλήλων της Εργοδότριας Εταιρείας που στήριζαν τον κ. Κυριάκου και τον σχολιασμό και τα βλέμματα λύπησης που εισέπραττε όταν της δόθηκε άλλο μικρότερο γραφείο από την Εργοδότρια Εταιρεία, κρίνουμε ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν   μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ευρημάτων γεγονότων ως η εκδοχή που προέβαλε η Αιτήτρια με την πιο πάνω αναφερομένη μαρτυρία.

 

(ε) Σημειώνουμε ότι οι αδυναμίες στη μαρτυρία της Αιτήτριας οι οποίες καταγράφονται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (δ)  της παρούσας παραγράφου, κατά την κρίση μας, δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να μας οδηγήσουν στο να απορρίψουμε ολόκληρη τη μαρτυρία της Αιτήτριας ως αναξιόπιστη καθότι εξετάζοντας το σύνολο της ενώπιόν μας μαρτυρίας δεν διαπιστώσαμε ότι οι εν λόγω αδυναμίες δεικνύουν ότι η Αιτήτρια προέβαινε  σε ψευδείς αναφορές.

 

(2)  Παρατηρούμε τα πιο κάτω σχετικά με τη μαρτυρία της κας Χ’’ Μιχαήλ:

 

(α) Η θέση της ότι ο κ. Κυριάκου, εκτός από Γενικός Διευθυντής, ήταν και ο αρχιλογιστής της Εργοδότριας Εταιρείας επιβεβαιώθηκε από τον κ. Ανδρέου.

 

(β) Οι ισχυρισμοί της για τις αλλαγές που έγιναν στο λογιστήριο της Εργοδότριας Εταιρείας το 2017 δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέτασή της ούτε αντικρούστηκαν από τους μάρτυρες της Εργοδότριας Εταιρείας.

 

(γ) Η μαρτυρία της σχετικά με το φιλοδώρημα που της δόθηκε το 2017, με την αλλαγή του επίπλου του γραφείου της Αιτήτριας, με το τι διαπίστωσε η Αιτήτρια σχετικά με το ζήτημα με τις εισπράξεις μιας αντιπροσώπου της Thomas Cook, με το διαμείφθηκε μεταξύ της Αιτήτριας και του κ. Θεολόγου κατά την εν λόγω περίοδο και με το τι ανέφερε ο κ. Θεολόγου στην Αιτήτρια για τον κ. Ανδρέου, με το τι της ανέφερε η Αιτήτρια στις 02/08/2017 και στις 07/08/2017 και σε τι κατάσταση ήταν η Αιτήτρια κατά τις εν λόγω ημερομηνίες και με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 07/08/2017 και μετά, ήταν θετική, σταθερή, πειστική και χωρίς οποιεσδήποτε ουσιαστικές αντιφάσεις. Η αξιοπιστία της εν λόγω μαρτυρίας της δεν κλονίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο κατά την αντεξέτασή της.    

 

(δ) (i) Eνώ εξήγησε πειστικά για ποιον λόγο υποστήριξε ότι από τον Απρίλιο του 2017 και μετά υπήρξε μια αρνητική αντιμετώπιση του λογιστηρίου από τη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας και παρέθεσε κάποιες σχετικές λεπτομέρειες, οι θέσεις της ότι γινόταν «πόλεμος» γενικά στο προσωπικό που είχε καλές σχέσεις με τον κ. Κυριάκου τέθηκαν ενώπιόν μας με γενικότητα. Οι αναφορές της ότι η απόλυση της κας Λοΐζιά ήταν αποτέλεσμα του «πολέμου» που γινόταν στο προσωπικό του λογιστηρίου δεν  δικαιολογήθηκαν πλήρως με τη μαρτυρία της υπό το φως και του γεγονότος της καταβολής αποζημίωσης από το Ταμείο Πλεονασμού στην κα Λοΐζιά. Ακόμη η κα Χ’’ Μιχαήλ δεν γνώριζε άμεσα, θετικά και προσωπικά όλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες απολύθηκαν, σύμφωνα με αυτή, η κα Γουφιώτη και η κα Πίπα.

 

(ii) Οι ισχυρισμοί της κας Χ’’ Μιχαήλ σχετικά με την κατάσταση που επέστρεφε στο γραφείο της η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια του 2017 από το γραφείο του κ. Ανδρέου και τις συνομιλίες που είχε γενικά η Αιτήτρια το 2017 με τον κ. Θεολόγου και τον κ. Αδαμίδη σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στην εργασία της, τέθηκαν ενώπιόν μας με γενικότητα χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες και χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμένα γεγονότα που να τους στηρίζουν.

 

Η  κα Χ’’ Μιχαήλ, της οποίας η απασχόληση στην Εργοδότρια Εταιρεία  τερματίστηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία το 2019 για λόγους πλεονασμού, δεν διαφάνηκε να έχει κάποιο λόγο έξι χρόνια μετά την απόλυσή της από την Εργοδότρια Εταιρεία να μην πει την αλήθεια στο Δικαστήριο για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τον ουσιώδη χρόνο για την παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς. Εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας της κρίνουμε ότι οι αδυναμίες στη μαρτυρία της τις οποίες σημειώσαμε στην υποπαράγραφο (δ) πιο πάνω δεν κλονίζουν το αξιόπιστο ολόκληρης της μαρτυρίας της. Συνακόλουθα με την πιο πάνω αξιολόγηση, η μαρτυρία της κας Χ’’ Μιχαήλ γίνεται δεκτή με εξαίρεση τα στοιχεία που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (δ) πιο πάνω και προβαίνουμε στα ανάλογα ευρήματα γεγονότων.  

  

Β. Αξιολογώντας τη μαρτυρία των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας παρατηρούμε τα πιο κάτω:

 

(α) Ενώ ο κ. Ανδρέου αναφέρθηκε στο δάνειο που δόθηκε στην Αιτήτρια τον Νοέμβριο του 2016, δεν αναφέρθηκε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε το εν λόγω δάνειο στην Αιτήτρια και η δικηγόρος της Εργοδότριας Εταιρείας δεν αμφισβήτησε τις θέσεις που προέβαλε η Αιτήτρια σχετικά με τις περιστάσεις που περιβάλλουν το εν λόγω δάνειο.

 

(β)  Οι θέσεις του κ. Θεολόγου και του κ. Ανδρέου ότι το φιλοδώρημα που δόθηκε στην Αιτήτρια και στην κα Χ’’ Μιχαήλ αποφασίστηκε από τον κ. Ανδρέου το 2017 δεν τέθηκαν στην Αιτήτρια και στην  κα  Χ’’ Μιχαήλ  κατά την αντεξέτασή τους, γεγονός που μας ξενίζει.  Σημειώνουμε ότι ούτε το Τεκμήριο 7 (το οποίο, παρατηρούμε, είναι ένα εσωτερικό έγγραφο της Εργοδότριας Εταιρείας το οποίο ετοίμασε από μόνος του ο κ. Θεολόγου και του οποίου τα στοιχεία, εκτός από τα ποσά του φιλοδωρήματος που έλαβε η Αιτήτρια τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2017 (βλ. Τεκμήριο 5), δεν επιβεβαιώνονται από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο δόθηκε είτε στους αναφερόμενους στο εν λόγω έγγραφο υπαλλήλους της Εργοδότριας Εταιρείας είτε στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες) δεν υποδείχτηκε στην Αιτήτρια και στην κα Χ’’ Μιχαήλ κατά την αντεξέτασή τους. Ενώ η κα Χ’’ Μιχαήλ ισχυρίστηκε ότι φιλοδώρημα δόθηκε το 2017 σε όλους τους υπαλλήλους του λογιστηρίου αφού τέλος του 2016, πριν να τερματιστεί η υπηρεσία τους για τη χειμερινή περίοδο, τους δόθηκε υπόσχεση ότι θα τους δοθεί φιλοδώρημα όταν θα επανέλθουν στην εργασία τους την άνοιξη του 2017, (1) ο εν λόγω ισχυρισμός της δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή της και (2) οι μάρτυρες της Εργοδότριας Εταιρείας δεν μας ανέφεραν τις θέσεις εργασίας των 11 υπαλλήλων που ισχυρίστηκαν ότι έλαβαν φιλοδώρημα το 2017. Περαιτέρω, ενώ η κα Χ’’ Μιχαήλ δεν αποδέχτηκε ρητά το ύψος του φιλοδωρήματος που της υποβλήθηκε από τη δικηγόρο της Εργοδότριας Εταιρείας ότι της δόθηκε, οι μάρτυρες της Εργοδότριας Εταιρείας δεν προσκόμισαν καταστάσεις αποδοχών της κας Χ’’ Μιχαήλ που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς τους για το ύψος του φιλοδωρήματος που έλαβε  η κα Χ’’ Μιχαήλ το 2017.

 

(γ) Ο κ. Θεολόγου υποστήριξε ότι η κα Λοΐζιά απολύθηκε την άνοιξη του 2017 ως πλεονάζον προσωπικό λόγω κατάργησης της θέσης της καθότι τα καθήκοντα της θέσης της αυτοματοποιήθηκαν χωρίς να προσκομίσει τα στοιχεία που στηρίζουν τη θέση του ότι το Ταμείο Πλεονασμού κατέβαλε στην κα Λοΐζιά αποζημίωση για απόλυση που οφείλεται σε πλεονασμό λόγω αυτοματοποίησης των καθηκόντων εργασίας της. Η δικηγόρος της Εργοδότριας Εταιρείας σε διάσταση με την πιο πάνω θέση του κ. Θεολόγου (1) αρχικά κατά την αντεξέταση της Αιτήτριας αμφισβήτησε τη θέση της Αιτήτριας ότι τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της κας Λοΐζιά και (2) στη συνέχεια κατά την αντεξέταση της κας Χ’’ Μιχαήλ της υπέβαλε ότι η απασχόληση της κας Λοΐζιά τερματίστηκε για λόγους πλεονασμού επειδή η Εργοδότρια Εταιρεία είχε μείωση στον κύκλο εργασιών της.

 

(δ) Ουσιαστικοί ισχυρισμοί των κ.κ. Ανδρέου και Θεολόγου δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση της Αιτήτριας και της κας Χ’’ Μιχαήλ στερώντας από την  πλευρά της Αιτήτριας τη δυνατότητα να απαντήσει στους εν λόγω ισχυρισμούς και να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τη δική της εκδοχή σχετικά με τους εν λόγω ισχυρισμούς. Δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση και/ή δικαιολογία για την εν λόγω παράλειψη της πλευράς της Εργοδότριας Εταιρείας. Το εν λόγω γεγονός σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας (βλ.  Fredericou Schools Co ltd v. Acuac Inc [2002]1 (Γ) Α.Α.Δ.1527, Adidas v. The Jonitexo Ltd [1987] 1 CLR 383) εξασθενεί ουσιαστικά τη βαρύτητα των εν λόγω ισχυρισμών των κ.κ. Ανδρέου και Θεολόγου. Επίσης οι κ.κ. Θεολόγου και Ανδρέου μας αφήσαν την εντύπωση ότι με τη μαρτυρία τους επιδίωξαν να παρουσιάσουν μόνο θέσεις που στήριζαν την εκδοχή τους και όχι το σύνολο των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης. Πιο συγκεκριμένα:

(i) Οι ουσιαστικές θέσεις των κ.κ. Ανδρέου και Θεολόγου σχετικά (1) με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ενημερώθηκε η Εργοδότρια Εταιρεία για τις υποψίες υπεξαίρεσης χρημάτων από μια αντιπρόσωπο της Thomas Cook,  (2) με το τι ζήτησε τέλη Ιουλίου 2017 ο κ. Θεολόγου από την Αιτήτρια να πράξει αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα που προέκυψε με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook, (3) με το ότι το εν λόγω ζήτημα με την εν λόγω αντιπρόσωπο ήταν πολύ σοβαρό και όχι ένα μικροπρόβλημα όπως αυτά που αντιμετώπιζαν συνήθως και (4) με το ποιους συναντήθηκε η Αιτήτρια στις 02/08/2017 και το τι λέχθηκε κατά την εν λόγω συνάντηση στις 02/08/2017, δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση  της Αιτήτριας. Το εν λόγω γεγονός μας ξενίζει ιδιαίτερα ενόψει του οι εν λόγω ισχυρισμοί ήταν καίριας σημασίας για την εκδοχή της Εργοδότριας Εταιρείας. Περαιτέρω, ο κ. Θεολόγου αρχικά, κατά την κυρίως εξέτασή του, περιορίστηκε στο να πει ότι στη συνάντηση 02/08/2017 ο κ. Ανδρέου, αφού ξεκαθάρισε στην Αιτήτρια ότι δεν τίθεται θέμα με την τιμιότητά της, της ζήτησε τη σχετική, με το εν λόγω ζήτημα που προέκυψε με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook, γραπτή αναφορά με όλα τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της την οποία γραπτή αναφορά της την είχε ζητήσει αυτός (ο κ. Θεολόγου) λίγες μέρες  προηγουμένως. Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε για πρώτη φορά (1) ότι κατά την συνάντηση στις 02/08/2017 εξηγήθηκε στην Αιτήτρια η σοβαρότητα του εν λόγω συμβάντος και της ζητήθηκε «άμεσα» η γραπτή αναφορά της και η Αιτήτρια αντί να πράξει αυτό που της ζητήθηκε έφυγε με άδεια ασθενείας και έμειναν αυτοί να προσπαθούν «να βρουν λύση στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε» και (2) ότι η Αιτήτρια «με την πρώτη δυσκολία εγκατέλειψε το καράβι» (δεν μας εξήγησε όμως ποια ήταν αυτή η δυσκολία). Στη συνέχεια σε υποβολή ότι η Αιτήτρια χρειαζόταν κάποιο χρόνο για να μαζέψει όλα τα στοιχεία τα οποία αποδείκνυαν ότι οι υποψίες για την αντιπρόσωπο της Thomas Cook ευσταθούσαν ώστε να είναι σε θέση να ενημερώσει τη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας, απάντησε γενικά και αόριστα διερωτώμενος πόσες άλλες πληροφορίες χρειαζόταν η Αιτήτρια για να αποδειχτεί ότι η αντιπρόσωπος έκλεβε και για ποιο λόγο η Αιτήτρια δεν τους έδωσε τις πληροφορίες που είχε ήδη στην κατοχή της και συμπλήρωσε ότι δεν μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο χρειάζονταν τα τιμολόγια των εκδρομών αφού στην υπόθεση «εμπλέκονταν» μόνο τα εισιτήρια των εκδρομών (δεν μας εξήγησε πώς η Αιτήτρια μπορούσε μόνο με αντίγραφα των εισιτηρίων των εκδρομών να διαπιστώσει πόσα άτομα είχαν όντως λάβει μέρος στην εκδρομή). Ακολούθως είπε ότι η Αιτήτρια κλήθηκε στην εν λόγω συνάντηση στις 02/08/2017 για να ενημερωθεί και να παρουσιάσει την γραπτή αναφορά που της είχε ζητηθεί και σε ερώτηση, αφού μόνο αυτά έγιναν στην εν λόγω συνάντηση για ποιο λόγω μετά τη συνάντηση η Αιτήτρια έφυγε με άδεια ασθενείας, απάντησε «εφόσον η Αιτήτρια είχε όλες τις πληροφορίες γιατί δεν τις παράδωσε; Kαι όταν ερωτήθηκε στη συνάντηση φάνηκε ότι δεν έκανε τη δουλειά της σωστά και γι’ αυτό ένιωσε άβολα και ο εύκολος τρόπος να βγεις από τη δύσκολη κατάσταση είναι η άδεια ασθενείας». Ο κ. Ανδρέου ενώ επέμενε ότι ήταν η διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας που ενημερώθηκε πρώτη για το θέμα με την αντιπρόσωπο  της Thomas Cook  δεν κατέθεσε ενώπιόν μας τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ισχυρίστηκε ότι έλαβε η Εργοδότρια Εταιρεία.  Ενώ στην κυρίως εξέτασή του ανέφερε μόνο ότι η συνάντηση στις 02/08/2017 είχε ως θέμα το γεγονός ότι η Thomas Cook ενημέρωσε για δεύτερη φορά την Εργοδότρια Εταιρεία για το ζήτημα με τις υποψίες που είχε για την αντιπρόσωπό της, κατά την αντεξέτασή του συμπλήρωσε ότι έγινε θέμα για το ζήτημα που προέκυψε με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook, ότι δεν τέθηκε θέμα τιμιότητας της Αιτήτριας, ότι λάθη και παραλείψεις «όλοι κάνουμε στην εργασία μας» και σε διάσταση με τους ισχυρισμούς του κ. Θεολόγου (1) ότι αυτός ήθελε να γνωρίζει αν όντως η Αιτήτρια είχε προσέξει τι γινόταν ώστε να γνωρίζει τι θα απαντήσει αυτός επίσημα στην Thomas Cook  και (2) ότι η Αιτήτρια όταν έφυγε από τη συνάντηση ήταν μια χαρά. Μας παραξένεψε ιδιαίτερα το γεγονός ότι κανένας από τους δύο δεν μας ανέφερε τι είπε η Αιτήτρια στην εν λόγω συνάντηση.

 

(ii) (1) Οι ισχυρισμοί του κ. Θεολόγου ότι από την άνοιξη του 2017 και μετά η Αιτήτρια όταν επέστρεφε από την Πάφο όπου πήγαινε για το liquidation φώναζε στους διαδρόμους του γραφείου της Εργοδότριας Εταιρείας ότι είναι όλοι άχρηστοι, ότι αυτός την ρωτούσε ποιο είναι το πρόβλημα και αν υπάρχει πρόβλημα να του το αναφέρει γραπτώς ώστε να μπορεί να το μεταβιβάσει στη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας και ότι ουδέποτε, είτε προφορικώς είτε γραπτώς, του ανέφερε η Αιτήτρια ποια προβλήματα είχε, δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες της πλευράς της Αιτήτριας κατά την αντεξέτασή τους.  Πέραν τούτου, σε υποβολή κατά την αντεξέτασή του ότι η Αιτήτρια διαμαρτυρόταν για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες καταστάσεις, απάντησε με γενικότητα λέγοντας ότι η Αιτήτρια διαμαρτυρόταν «για κάποιους». Σε όλες τις σχετικές ερωτήσεις και υποβολές που του έθεσε η δικηγόρος της Αιτήτριας δεν απάντησε με ευθύτητα και καθαρότητα καθότι περιοριζόταν στο να αναφέρει μόνο ότι αυτός έλεγε στην Αιτήτρια ότι δεν είναι σωστή συμπεριφορά να φωνάζει στους διαδρόμους του γραφείου, ότι της ζητούσε να γράψει τα προβλήματά της σε μια λίστα ώστε αυτός να μπορέσει να τα συζητήσει με τη διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας και ότι δεν αρκούσε αυτός να  υποψιάζεται ποια προβλήματα είχε η Αιτήτρια. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κ. Θεολόγου ισχυρίστηκε ότι αυτός ως προϊστάμενος του λογιστηρίου ήθελε να γνωρίζει τα προβλήματα που υπήρχαν στο λογιστήριο ώστε να μπορεί να τα επιλύσει, δεν μας φαίνεται φυσικό και λογικό ο κ. Θεολόγου, ο οποίος ήταν προϊστάμενος της Αιτήτριας (και εργαζόταν μαζί με την Αιτήτρια στον ίδιο γραφειακό χώρο) για 10 και πλέον χρόνια και (όπως είπε) πριν το 2017 δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την Αιτήτρια, να μην ρωτήσει την Αιτήτρια και/ή να μην συζητήσει μαζί της για ποια ζητήματα διαμαρτυρόταν και συμπεριφερόταν (για πρώτη φορά) το 2017 με αυτό τον τρόπο.  Κατά την κρίση μας, οι θέσεις που προέβαλε ο κ. Θεολόγου για μη ενημέρωσή του και μη γνώση του, υπό το φως των πιο πάνω, στερούνται πειστικότητας. Ακόμη μας ξενίζει το γεγονός ότι ο κ. Θεολόγου ως ο υπεύθυνος προϊστάμενος της Αιτήτριας (σύμφωνα τόσο με τους ισχυρισμούς του κ. Ανδρέου όσο και με τους ισχυρισμούς του κ. Θεολόγου) δεν αναφέρθηκε στη μαρτυρία του στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σε ό,τι αφορούσε τη συνεργασία της με τον νέο υπάλληλο στο τμήμα κρατήσεων/πωλήσεων, τις οδηγίες που δόθηκαν στο γραφείο της Αγίας Νάπας για μη επικοινωνία μαζί της, τις συναντήσεις της με άλλους αξιωματούχους της Εργοδότριας Εταιρείας για ενημέρωση της για νέες εκδρομές και τα στοιχεία των νέων εκδρομών που την αφορούσαν για σκοπούς εκτέλεσης των εργασιακών καθηκόντων της, όπως τιμές και προμήθειες (τη στιγμή που τόσο η Αιτήτρια όσο και ο κ. Ανδρέου κατέθεσαν ότι ο κ. Θεολόγου είχε κάποια εμπλοκή στα εν λόγω ζητήματα) και τη μη παροχή σε αυτήν φορητού υπολογιστή. Επίσης ο κ. Θεολόγου δεν αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς της κας Χ’’ Μιχαήλ για «πόλεμο» που γινόταν στο λογιστήριο του 2017 και για τον ρόλο και τη θέση του κ. Αδαμίδη στο τμήμα του λογιστηρίου από τον Απρίλιο του 2017 και μετά. 

 (2) Οι ισχυρισμοί του κ. Ανδρέου που προέβαλε για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή του ότι η Αιτήτρια κατά τη συνάντηση που είχε στις 07/08/2017, με τον κ. Αριστοτέλους στην παρουσία του,  τον (τον κ. Ανδρέου) κατηγόρησε ότι «διέλυσε τα πάντα» και κατηγόρησε τους «πάντες για τα πάντα» με ψέματα, δεν υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια κατά την αντεξέτασή της. Περαιτέρω, οι εν λόγω ισχυρισμοί τέθηκαν χωρίς αναφορά σε ειδικές λεπτομέρειες και χωρίς να μας αναφερθεί ποιες ήταν οι συγκεκριμένες αντιδράσεις του κ. Ανδρέου και του κ. Αριστοτέλους σε αυτές τις αναφορές της Αιτήτριας, γεγονός που δεν μας φαίνεται φυσικό. Ο κ. Ανδρέου, κατά την αντεξέτασή του, περιοριζόταν στο να απορρίπτει τις υποβολές της δικηγόρου της Αιτήτριας και στις σχετικές ερωτήσεις που του γίνονταν, έλεγε με γενικότητα και αοριστία απλώς ότι στις 02/08/2017 και στις 07/08/2017 κανένας δεν επιτέθηκε στην Αιτήτρια, κανένας δεν εκφράστηκε αρνητικά για την Αιτήτρια και ότι στις 07/08/2017 κανένας δεν έκανε το οποιοδήποτε σχόλιο για την Αιτήτρια και επιχειρηματολογούσε και/ή προέβαινε σε υποθέσεις για τον λόγο που πιθανόν να οδήγησε την Αιτήτρια να παραιτηθεί την εργασία της. Παρά το ότι ανέφερε ότι εξεπλάγην με την παραίτηση της Αιτήτριας σημείωσε ότι δεν ρώτησε την Αιτήτρια για ποιο λόγο θέλει να παραιτηθεί, γεγονός που δεν μας φαίνεται φυσικό. Οι απαντήσεις που έδωσε ερωτώμενος σχετικά με το πιο πάνω θέμα  δεν μας φάνηκαν πειστικές.  

 

(iii) Οι ισχυρισμοί του κ. Ανδρέου ότι αυτός ουδέποτε είχε την οποιαδήποτε συνάντηση με την Αιτήτρια στο γραφείο του μόνος του χωρίς την παρουσία άλλων δεν τέθηκαν στην Αιτήτρια κατά την αντεξέτασή της.  

   

(ε) Παρά το ότι στο δικόγραφό της η Εργοδότρια Εταιρεία αναφέρει ότι η Αιτήτρια κατηγορούσε συναδέλφους και τους προϊστάμενούς της, οι κ.κ. Θεολόγου και Ανδρέου δεν έθεσαν οποιαδήποτε σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποστηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό πέραν των πιο πάνω αναφορών τους για κατηγορίες για το πρόσωπο του κ. Ανδρέου (που όπως σημειώσαμε εκτός, από την  ψευδή, σύμφωνα με αυτούς, αναφορά της  ότι ο κ. Ανδρέου την κατηγόρησε στον κ. Θεολόγου ότι τα έκανε πλακάκια με την αντιπρόσωπο της Thomas Cook, ήταν αόριστες και γενικές) και για διαμαρτυρίες της ότι «κάποιοι» ήταν άχρηστοι. Περαιτέρω ενώ στο δικόγραφό της η Εργοδότρια Εταιρεία ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια προέβαινε σε πράξεις έξω και πέραν από τα καθήκοντα της εργασίας της οι οποίες προκαλούσαν αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησής και δεν ακολουθούσε τις διαδικασίες που είχε καθορίσει η Εργοδότρια Εταιρεία, δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία σχετικά με τις εν λόγω θέσεις της Εργοδότριας Εταιρείας, γεγονός που, υπό το φως της μαρτυρίας των κ.κ. Θεολόγου και Ανδρέου ότι δεν υπήρχαν προβλήματα με την Αιτήτρια πέραν των διαμαρτυριών της στους διαδρόμους του γραφείου και ότι δεν έγινε οποιαδήποτε παρατήρηση στην Αιτήτρια, μας δημιουργεί εύλογα, κατά την κρίση μας, ερωτηματικά σχετικά με την αξιοπιστία της εκδοχής που έθεσαν ενώπιόν μας οι κ.κ. Θεολόγου και Ανδρέου.

 

(στ) Ενώ ο κ. Ανδρέου αρχικά υποστήριξε ότι όλη η εργασία της εκκαθάρισης εκδρομών στην Αγία Νάπα διεκπεραιωνόταν από τις υπαλλήλους του γραφείου της Εργοδότριας Εταιρείας στην Αγία Νάπα  αφήνοντας να νοηθεί ότι η Αιτήτρια δεν είχε κάποια σχέση με την εκκαθάριση των εκδρομών της Αγίας Νάπας, ακολούθως παραδέχτηκε ότι η Αιτήτρια ήταν υπεύθυνη να ελέγξει ότι οι καταστάσεις εκκαθάρισης του γραφείου της Αγίας Νάπας ήταν ορθές και να προβεί σε διάφορες λογιστικές εγγραφές.  

(ζ)  Ο κ. Ανδρέου τόνισε ότι αυτός δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα με τον κ. Κυριάκου με τον οποίο είχε άριστες σχέσεις, ότι ο κ. Κυριάκου συμφώνησε με τους ιδιοκτήτες της Εργοδότριας Εταιρείας να αποχωρήσει από την Εργοδότρια Εταιρεία και «να κάνει δικό του τουριστικό γραφείο», ότι η δρομολόγηση να αναλάβει αυτός τη θέση του Γενικού  Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας έγινε μετά από τη συμφωνία του κ. Κυριάκου με τους ιδιοκτήτες της Εργοδότριας Εταιρείας για την αποχώρησή του και ότι αυτός όταν ανάλαβε δεν άλλαξε οτιδήποτε στη λειτουργία της Εργοδότριας Εταιρείας, στη διαδικασία εκκαθάρισης των πωλήσεων των εκδρομών και στο τμήμα εκκαθάρισης των πωλήσεων των εκδρομών ακολουθώντας πάντα τη γραμμή της οικογένειας Αριστοτέλους. Δεν αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και της κας Χ’’ Μιχαήλ για «πόλεμο» που υπήρχε στην Εργοδότρια Εταιρεία και διαχωρισμό των υπαλλήλων σε «συνεργάτες – υποστηρικτές» του κ. Κυριάκου και «μη συνεργάτες» του κ. Κυριάκου (γεγονός που μας παραξενεύει) και άφησε να νοηθεί ότι η αλλαγή στο πρόσωπο του Γενικού Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας έγινε χωρίς προβλήματα. Παρά τα πιο πάνω, στις ερωτήσεις που του τέθηκαν  κατά την αντεξέτασή του σχετικά με τις συνθήκες εργασίας της Αιτήτριας, τις πρακτικές εργασίας που ακολουθούνταν στο τμήμα εκκαθάρισης των πωλήσεων των εκδρομών και τη συνεργασία που είχε ο κ. Κυριάκου με την Αιτήτρια κατά την περίοδο που ήταν ο κ. Κυριάκου Γενικός Διευθυντής της Εργοδότριας Εταιρείας, απαντούσε με υπεκφυγές, υποθέσεις και επιχειρήματα.  Σημειώνουμε ότι δεν προσκομίστηκε από την πλευρά της Εργοδότριας Εταιρείας οποιοδήποτε απτό στοιχείο που να δείχνει πότε και με ποιο τρόπο  έφυγε ο κ. Κυριάκου από την Εργοδότρια Εταιρεία.

 

 Κατά τη γνώμη μας τα πιο πάνω συνιστούν ουσιαστικές αδυναμίες της μαρτυρίας των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας και τείνουν να καταδείξουν ότι οι κ.κ. Θεολόγου και Ανδρέου δεν έθεσαν ενώπιόν μας όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη συμπεριφορά της Αιτήτριας, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόταν η Αιτήτρια το 2017 και τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στις 02/08/2017 και στις 07/08/2017 στην πραγματική τους διάσταση.  Συνακόλουθα κρίνουμε την μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη και ως εκ τούτου την απορρίπτουμε.

 

Γ. Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που παραθέσαμε πιο πάνω στα γεγονότα της υπόθεσης (παραδεκτά και αυτά που φαίνονται στην παράγραφο Α(1)(α)), βρίσκουμε κατ’ αρχάς ότι η τελευταία πράξη της Εργοδότριας Εταιρείας για την οποία παραπονείται η Αιτήτρια και η οποία την ώθησε σε παραίτηση ήταν η συμπεριφορά που εκδηλώθηκε στη συνάντηση στις 07/08/2017. Η Αιτήτρια υπέβαλε την παραίτησή της την ίδια μέρα στις 07/08/2017 και στις 09/08/2017 επιβεβαίωσε και γραπτώς  την υποβολή της παραίτησής της. Συνακόλουθα δεν τίθεται ζήτημα επιβεβαίωσης από την Αιτήτρια της σύμβασης εργασίας της. Η Αιτήτρια στην επιστολή επιβεβαίωσης της παραίτησής της (Τεκμήριο 1) αναγράφει ότι παραιτείται «λόγω των συνθηκών». Ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ένορκη κατάθεσή της εξήγησε για ποιο λόγο και κάτω από ποιες συνθήκες υπέβαλε την παραίτησή της. Η μαρτυρία της έγινε αποδεκτή και προβήκαμε στα ανάλογα ευρήματα γεγονότων.  Δεν τέθηκε ενώπιόν μας άλλη αποδεκτή μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η παραίτηση της Αιτήτριας οφείλετο σε κάποιο άλλο λόγο. Ως εκ τούτου βρίσκουμε ότι η Αιτήτρια παραιτήθηκε από την εργασία της λόγω της, σύμφωνα με την Αιτήτρια,   συμπεριφοράς της Εργοδότριας Εταιρείας προς αυτήν.

 

Θέτοντας τη συμπεριφορά της Εργοδότριας Εταιρείας στα πλαίσια όλων των νομικών αρχών που σημειώσαμε πιο πάνω και εκτιμώντας αντικειμενικά την εν λόγω συμπεριφορά εντός των δεδομένων και των περιστατικών της υπόθεσης που σημειώσαμε πιο πάνω, βρίσκουμε ότι η συμπεριφορά της Εργοδότριας Εταιρείας, (η οποία συνίστατο από σειρά πράξεων και πιο συγκεκριμένα από (1) τη συμπεριφορά που επέδειξε ο κ. Ανδρέου προς την Αιτήτρια τον Απρίλιο – Μάιο του 2017 όταν η Αιτήτρια του υπέβαλε παράπονο για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη συνεργασία της με τον νέο υπάλληλο στο τμήμα πωλήσεων/κρατήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας σε συνδυασμό με τις οδηγίες που δόθηκαν στις εργοδοτούμενες στο γραφείο της Αγίας Νάπας να μην επικοινωνούν με την Αιτήτρια και τη μη παροχή φορητού υπολογιστή στην Αιτήτρια, (2) την αλλαγή τον Απρίλιο – Μάιο του 2017 του επίπλου του γραφείου της Αιτήτριας με τη μεταφορά των αντικειμένων εργασίας της Αιτήτριας σε μικρότερου μεγέθους γραφείο από αυτό που χρησιμοποιούσε, (3) την αναφορά του κ. Θεολόγου στην Αιτήτρια σχετικά με τα λεγόμενα του κ. Ανδρέου για την τιμιότητά της και τη συμπεριφορά του κ. Ανδρέου προς την Αιτήτρια κατά τη συνάντηση στις 02/08/2017 και (4) τις αναφορές του κ. Αριστοτέλους για την εργασία της Αιτήτριας και τη διεκπεραίωση των καθηκόντων της εργασίας της από την Αιτήτρια και την αποτυχία του κ. Αριστοτέλους να διερευνήσει τα υπόλοιπα παράπονα που του ανέφερε η Αιτήτρια εκτός από το παράπονό της για την αναφορά του κ. Ανδρέου στον κ. Θεολόγου), ήταν τέτοια που μπορεί να θεωρηθεί ως συμπεριφορά που είχε υπολογιστεί ή είχε πιθανότητα να βλάψει σοβαρά την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της Αιτήτριας και της Εργοδότριας Εταιρείας χωρίς εύλογη και ορθή αιτία.

 

Κρίνουμε ότι οι πιο πάνω πράξεις/ενέργειες/ παραλείψεις της Εργοδότριας Εταιρείας   ήταν τέτοιας μορφής και έκτασης που σωρευτικά αποτελούν παραβίαση του εξυπακουόμενου όρου ότι ο εργοδότης δεν πρέπει να ενεργήσει με τρόπο που θα βλάψει το απαραίτητο για τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του εργοδότη και εργοδοτούμενου. Πιο συγκεκριμένα, (1)  τον Απρίλιο – Μάιο του 2017 η Εργοδότρια Εταιρεία όταν της υπόβαλε παράπονο η Αιτήτρια για προβλήματα που είχε στη συνεργασία της για την εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων της με ένα συνάδελφο της αντί να εξετάσει το εν λόγω παράπονο συμπεριφέρθηκε στην Αιτήτρια με προσβλητικό και μειωτικό τρόπο χρησιμοποιώντας απαράδεκτες εκφράσεις και στη συνέχεια άλλαξε το έπιπλο του γραφείου που χρησιμοποιούσε η Αιτήτρια δίνοντας της ένα έπιπλο γραφείου μικρότερου μεγέθους από αυτό που χρησιμοποιούσε προηγουμένως, (2) τον Αύγουστο του 2017 όταν προέκυψε κάποιο πρόβλημα με μια αντιπρόσωπο της Thomas Cook η Εργοδότρια Εταιρεία, σε συνάντηση στις 02/08/2017, παρατήρησε την Αιτήτρια για τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας της με προσβλητικό και μειωτικό τρόπο και (3) στις 07/08/2017 η Εργοδότρια Εταιρεία αντί να διερευνήσει το σύνολο των παραπόνων της Αιτήτριας διερεύνησε μόνο ένα και απέδωσε στην Αιτήτρια μη ορθή εκτέλεση των καθηκόντων της εργασίας της με απαξιωτικό τρόπο. Δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία που να δικαιολογεί τις παρατηρήσεις και την κριτική της Εργοδότριας Εταιρείας προς την Αιτήτρια.  Ούτε αποδείχτηκε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, οι πράξεις της Εργοδότριας Εταιρείας αποτελούσαν μια λογική και ορθή απάντηση στην κατάσταση που βρέθηκαν τον Απρίλιο – Μάιο του 2017 σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στην Εργοδότρια Εταιρεία και τον Αύγουστο 2017 σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αντιπροσώπου της Thomas Cook σε συνάρτηση με τα εργασιακά καθήκοντα της Αιτήτριας.  Η Εργοδότρια Εταιρεία αντιμετώπισε την Αιτήτρια, μια υπάλληλο με 10 χρόνια υπηρεσίας χωρίς προηγούμενα προβλήματα με την εργασιακή απόδοση και συμπεριφορά της όχι μόνο χωρίς τον ανάλογο σεβασμό και κατανόηση αλλά με πολύ υποτιμητικό, προσβλητικό και μειωτικό τρόπο. Η εν λόγω συμπεριφορά της Εργοδότριας Εταιρείας σωρευτικά ήταν εκτός των παραδεκτών ορίων συμπεριφοράς ενός εργοδότη σε βαθμό που να δικαιολογείται η Αιτήτρια να τερματίσει την προσφορά των υπηρεσιών της καθότι αντικειμενικά κρινόμενο το σωρευτικό αποτέλεσμα της είναι τέτοιο που δεν αναμένεται από ένα εργοδοτούμενο να ανεχτεί.

 

Το περιστατικό που έλαβε χώρα στη συνάντηση στις 07/08/2017 το οποίο έδωσε το έναυσμα στην Αιτήτρια να παραιτηθεί δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασήμαντο και τα περιστατικά που έλαβαν χώρα τον Απρίλιο – Μάιο του 2017 δεν απέχουν χρονικά τόσο μεγάλο διάστημα από την ημερομηνία υποβολής παραίτησης ώστε να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη ως μέρος της συνολικής συμπεριφοράς που επέδειξε η Εργοδότρια Εταιρεία προς την Αιτήτρια  κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής παραίτησης της Αιτήτριας.

 

Σημειώνουμε ότι εφόσον η συμπεριφορά της Εργοδότριας Εταιρείας προς την Αιτήτρια τον Απρίλιο - Μάιο του 2017 και τον Αύγουστο 2017 κρίθηκε ότι σωρευτικά  συνιστούσε παράβαση του εξυπακουομένου όρου πίστης και εμπιστοσύνης, αυτή η παράβαση θεωρείτο τέτοιας μορφής και φύσης που δικαιολογεί συμπέρασμα ότι ήταν επαρκώς ουσιώδης (‘of sufficient materiality’) ώστε να  δικαιολογεί την υποβολή από την Αιτήτρια παραίτησης λόγω εξαναγκασμού.

 

 Συνακόλουθα με τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι η Αιτήτρια κατάφερε να αποδείξει ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε η Εργοδότρια Εταιρεία και ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις και πληρωμή αντί προειδοποίησης δυνάμει του Νόμου.

 

Αποζημιώσεις

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία[30] ως προς το ποσό της αποζημίωσης που θα επιδικαστεί λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα:

 

(α) τα ημερομίσθια και όλες τις άλλες απολαβές του εργοδοτούμενου,

(β) την διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτούμενου,

(γ) την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτούμενου,

(δ)  τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου,

(ε) την ηλικία του εργοδοτούμενου.

 

Σημειώνουμε ότι η αποζημίωση δεν μπορεί ούτε να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών (παράγραφος 3 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε), και ούτε να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζων (παράγραφος 2 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε). Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό που θα επιδικάσει ως αποζημίωση κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα.

 

Για σκοπούς του Νόμου οι εβδομαδιαίες απολαβές της Αιτήτριας ανέρχονται στο ποσό των €375,00 [(€1.500 Χ 13) : 52)].

 

Η μαρτυρία της Αιτήτριας σχετικά με τις προσπάθειες που έκανε για εξεύρεση άλλης εργασίας ήταν γενική και αόριστη χωρίς να συνοδεύεται από απτά στοιχεία. Η Αιτήτρια δεν μας ανέφερε ποια ήταν τα προσόντα της, σε ποιες επιχειρήσεις αποτάθηκε για εργοδότηση, για ποια θέση και τι ήταν οι απαιτήσεις της και δεν ήταν ξεκάθαρη και σαφής στη μαρτυρία της για ποιο λόγο δεν βρήκε άλλη κατάλληλη απασχόληση μετά την παραίτησή της από την Εργοδότρια Εταιρεία[31].  Το γεγονός και μόνο ότι δεν βρήκε εργασία με τις ίδιες απολαβές με αυτές που είχε στην Εργοδότρια Εταιρεία δεν μπορεί από μόνο του να αποδείξει ότι δεν βρήκε άλλη κατάλληλη εργασία. Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι η Αιτήτρια δεν μας ανέφερε οτιδήποτε για προηγούμενη απασχόλησή της πριν την εργοδότησή της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Επίσης η Αιτήτρια δεν προσκόμισε στοιχεία που να δεικνύουν ότι λόγω της συμπεριφοράς των εκπροσώπων της Εργοδότριας Εταιρείας της δημιουργήθηκαν προβλήματα υγείας. Ως εκ τούτου βρίσκουμε ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μας σαφής και αξιόπιστη μαρτυρία αναφορικά με τα πιο πάνω θέματα. Συνακόλουθα το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προβεί σε ευρήματα σχετικά με τις επιπτώσεις που είχε ο εξαναγκασμός της Αιτήτριας σε παραίτηση στην επαγγελματική σταδιοδρομία της και με το σύνολο των επιπτώσεων που υπέστηκε η Αιτήτρια από την απώλεια της εργασίας της και τη συμπεριφορά των εκπροσώπων της Εργοδότριας Εταιρείας.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη (α) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η απασχόληση της Αιτήτριας όπως τις εκθέσαμε πιο πάνω, (β) το ύψος των εβδομαδιαίων απολαβών της Αιτήτριας (€375), (γ) την περίοδο υπηρεσίας της Αιτήτριας  (10 συναπτά έτη) (δ) ότι η Αιτήτρια ήταν 57 χρόνων κατά την απόλυσή της (ηλικία που μπορεί να θεωρηθεί ως  αρκετά δύσκολη για εξεύρεση εργασίας - σημειώνουμε ότι ενώ η μεγάλη ηλικία μπορεί να θεωρηθεί ως ένας παράγοντας που δυσκολεύει την ένταξη στην αγορά εργασίας και ως εκ τούτου λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αλλά για να δοθούν όμως σημαντικά αυξημένες αποζημιώσεις ο εργοδοτούμενος οφείλει να αποδείξει ότι όντως στη δική του περίπτωση ο παράγοντας ηλικίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να μην καταφέρει να εργοδοτηθεί ξανά) και (ε) η Αιτήτρια μετά την απόλυσή της δεν βρήκε άλλη εργασία με τις ίδιες απολαβές από αυτές που ελάμβανε όταν ήταν στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας (χωρίς όμως να αποδείξει ότι κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να βρει εργασία με αποδοχές παρόμοιες με αυτές που λάμβανε στην Εργοδότρια Εταιρεία), κρίνουμε ότι είναι εύλογο και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως της επιδικάσουμε αποζημιώσεις που αντιστοιχούν στο ποσό που θα ελάμβανε αν απολυόταν ως πλεονάζον προσωπικό, δηλαδή   απολαβές 23 εβδομάδων, ήτοι €8.625 (23Χ€375).  

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9(ζ) του Νόμου η Αιτήτρια δικαιούται πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί με απολαβές 8 εβδομάδων, ήτοι ποσό €3.000 (8Χ€375).

 

 

 

Κατάληξη

 

            Εκδίδεται επομένως απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση για το συνολικό ποσό των €11.625 πλέον νόμιμο τόκο.

 

            Επιδικάζουμε υπέρ της Αιτήτριας  και εις βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση το ποσό των

€2.700 ως δικηγορικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει).     

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

                                                           Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής

 

 

 

(Υπ.) …………………………………                         (Υπ.) ………………………………...

              Ε. Μαρνέρου, Μέλος                                                      Μ. Ψαρά, Μέλος

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 



[1] Το εν λόγω γεγονός έχει γίνει παραδεκτό από την Εργοδότρια Εταιρεία τόσο με τους γενικούς λόγους της έγγραφης εμφάνισής της όσο και με ρητή δήλωση της δικηγόρου της κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.  

[2]  Στο σύγγραμμα Π. Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνη και Πολυβίου, 2018, στη σελίδα 444 αναλύεται το πιο πάνω απόσπασμα και σημειώνονται τα εξής: «Σύμφωνα με το πιο πάνω απόσπασμα….. το πρώτο είναι να εξεταστεί η διαγωγή ή συμπεριφορά του εργοδότη. Μετά πρέπει να εξεταστεί η συμπεριφορά του εργοδοτουμένου. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα θεωρηθεί ότι ο εργοδοτούμενος έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει από την εργασία του και ότι αν το πράξει θα θεωρηθεί ως απολυθείς από τον εργοδότη, με δικαίωμα σε αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό απασχόλησης.  Δεν είναι όμως κάθε μεμπτή διαγωγή από τον εργοδότη που παρέχει αυτό το δικαίωμα στον εργοδοτούμενο, ούτε ο εργοδοτούμενος αποκτά το δικαίωμα να αποχωρήσει όποτε επιθυμεί.  Η εξέλιξη της νομολογίας, όπως και σε άλλους χώρους του δικαίου της εργοδότησης, συνιστά μια προσπάθεια εξισορρόπησης των δικαιωμάτων εργοδότη και εργοδοτουμένου, με τον εργοδοτούμενο να αποκτά το δικαίωμα σαν αποτέλεσμα ορισμένων ενεργειών και συμπεριφορών του εργοδότη είτε να παραμείνει στην εργασία του είτε όχι, ανάλογα με τη δική του επιθυμία.» . Στις σελίδες 443 - 449 του εν λόγω συγγράμματος συνοψίζονται οι βασικές νομικές αρχές σε σχέση με το ζήτημα του εξαναγκασμού ενός εργοδοτουμένου σε παραίτηση.               

[3] Στο σύγγραμμα  St.D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη  σελίδα 81 σημειώνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις η παράβαση όρου της σύμβασης εργοδότησης πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρή για να θεωρείται ως συμπεριφορά που αποκηρύσσει τη σύμβαση εργοδότησης. (“The breach must be sufficiently serious to amount to a repudiation”).   

[4] St.D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal” 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 81.  

[5]  Courtaulds Northern Textiles Ltd v. Andrew [1979] IRLR 84.

[6] Καθότι παραβίαση του εξυπακουόμενου όρου για αμοιβαία πίστη και εμπιστοσύνη θεωρείται ως  θεμελιώδης παράβαση  των όρων εργασίας που κλονίζει τα θεμέλια της σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου. Βλέπε Post Office v. Roberts [1980] IRLR 347, Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1981] ICR 666.  

[7] Βλέπε επίσης Stevens v. University of Birmingham [2015] EWHC 2300.

[8] Gogay v. Hertfordshire County Council [2000] IRLR  703.

[9] Στο σύγγραμμα  Harvey on Industrial Relations and Employment Law,  στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη Lexis Nexis, Issue 327 August 2025, στις παραγράφους [437] και [438] σημειώνονται τα εξής:

“[437]Moreover, according to the EAT in United Bank Ltd v Akhtar [1989] IRLR 507, which in turn relied upon dicta of Mr Justice Browne-Wilkinson (as he was) in Woods v W M Car Services (Peterborough) Ltd [1981] IRLR 347, [1981] ICR 666, EAT, the duty not to undermine trust and confidence is capable of applying to a series of actions by the employer which individually can be justified as being within the four corners of the contract. Knox J, giving judgment for the court, commented that:

 

''… in the field of employment law it is proper to imply an overriding obligation in the terms used by Mr Justice Browne-Wilkinson, which is independent of, and in addition to, the literal interpretation of the actions which are permitted to the employer under the terms of the contract'.'

[438] This approach was followed in White v Reflecting Roadstuds Ltd [1991] IRLR 331, [1991] ICR 733, which in turn relied upon the decision of Browne-Wilkinson VC in Imperial Group Pension Trust Ltd v Imperial Tobacco Ltd [1991] IRLR 66, [1991] ICR 524, where he held that this duty even extends to the exercise of discretions by trustees under the employer's pension scheme. It can also be seen (in the same context as in Akhtar itself, namely unreasonable application of a contractual mobility clause) in Kellogg Brown & Root (UK) Ltd v Fitton UKEAT/0205/16 (21 November 2016, unreported), though there it was used in a case of actual (not constructive) dismissal”.

 

[10] Στην υπόθεση BG plc v OBrien [2001]IRLR 496 λέχθηκε ότι η απλώς παράλογη συμπεριφορά του εργοδότη δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει παράβαση του όρου της πίστης και εμπιστοσύνης. 

[11] Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση στην υπόθεση Bradbury v. BBC [2015] EWHC 1368 στην οποία αφού γίνεται μια σύνοψη των νομολογιακών αρχών σε σχέση με την παράβαση του πιο πάνω εξυπακουομένου όρου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με το κριτήριο της διαπίστωσης της παράβασης του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης: The question is therefore whether, objectively, there has been a breach of the implied term. In my view, that objective assessment must be carried out in relation to the implied term read as a whole thus encompassing both elements of that term. Accordingly, the conduct must be such as, objectively, is calculated or likely to undermine the duty of trust and confidence and must be conduct for which there is, objectively, no reasonable and proper cause. Reasonableness, objectively judged, necessarily comes into establishing whether or not there has been a breach of the implied term. But this is not to apply, by the back door as it were, the “range of reasonable responses” test. It is not a question of establishing whether a particular cause of action is within the range of reasonable responses to the particular state of affairs and the situation the employer finds itself; rather, the question is whether the particular course of action is a reasonable and proper response to that state of affairs and situation in the context of the implied term so as to prevent what would otherwise be a breach of duty from being one………………………………………………………… reasonableness is one of tools in the employment tribunal’s factual analysis kit for deciding whether there has been a fundamental breach…………………………………………………….. the question whether the conduct of the employer which might otherwise give rise to a breach of the implied term is without reasonable and proper cause must take account of the particular state of affairs and the situation in which the employer finds itself; the  conduct must be a response to that state of affairs and situation. It must be a response which resolves the tension, so far as is possible, between, on the one hand, the courses of conduct open to the employer to meet the situation which it faces and, on the other hand, acting in a way which does not cause undue detriment to the employee.”          

[12] Στην υπόθεση Garner v. Grange Furnishing Ltd [1977] IRLR 206 λέχθηκαν τα εξής: “Conduct amounting to a repudiation can be a series of small incidents over a period of time. If the conduct of the employer is making it impossible for the employee to go on working that is plainly a repudiation of the contract”.  Βλέπε επίσης την υπόθεση  Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1981] ICR 666.  

[13] Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, December 2018, Issue 270 edition, paragraph [480]: The ‘last straw’ doctrine. Many of the constructive dismissal cases which arise from the undermining of trust and confidence will involve the employee leaving in response to a course of conduct carried on over a period of time.  The particular incident which causes the employee to leave may in itself be insufficient to justify his taking that action, but when viewed against a background of such incidents it may be considered sufficient by the courts to warrant their treating the resignation as constructive dismissal. It may be the ‘last straw’ which causes the employee to terminate a deteriorating relationship.”      

[14] Omilaju v. Waltham Forest London B.C [2005] ICR 481, Kaur v. Leeds Teaching Hospitals NHS Trust [2018] IRLR 833

[15] Ο Lord Steyn στην υπόθεση Malikv. BCCI (πιο πάνω) σημείωσε ότι: “The conduct must, of course, impinge on the relationship in the sense that, looked at objectively, it is likely to destroy or seriously damage the degree of trust and confidence the employee is reasonably entitled to have in his employer. That requires one to look at all the circumstances.”. Το Court of Appeal στην υπόθεση Tullett Prebon PLC v. BGC Brokers LP [2011] IRLR 420 τόνισε ότι το ζήτημα του  κατά πόσο υπήρξε παράβαση του εξυπακουομένου όρου της πίστης και εμπιστοσύνης που δικαιολογεί εξαναγκασμό σε παραίτηση αποφασίζεται εξετάζοντας αντικειμενικά όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης από την πλευρά του λογικού προσώπου που βρίσκεται στη θέση του αθώου μέρους  («…the legal test is whether, looking at all the circumstances objectively, that is from the perspective of a reasonable person in the position of the innocent party…»).          

[16]….it is only breached by acts or omissions which seriously damage or destroy the necessary trust and confidence. Both sides are expected to absorb lesser blows”.

[17] Στην απόφαση Post Office v. Roberts [1980] IRLR 347 το επιχείρημα των εργοδοτών ότι η παραβίαση πρέπει να είναι σκόπιμη και κακόπιστη για να συνιστά συμπεριφορά που δικαιολογεί εξαναγκασμό σε παραίτηση απορρίφθηκε και λέχθηκε ότι η συμπεριφορά πρέπει να είναι: “… such that its effect judged reasonably and sensibly is to disable the other party from properly carrying out its obligations.”. Στην απόφαση του Court of Appeal στην υπόθεση Lewis v. Motorwolrd Garages Ltd [1986] ICR 157 αναφέρθηκαν τακόλουθα: “…whether an employee had been entitled to terminate his contract of employment without notice by reason of the employer’s conduct depended not upon whether the employer had intended the conduct to be repudiatory or could reasonably have believed that it would be accepted as such, but upon whether the employer’s conduct, viewed objectively, evinced an intention no longer to be bound by the contract.”.   Στην  Woods v. W.M. Car Services (Petersborough) Ltd [1981] ICR 666 λέχθηκαν τ΄ ακόλουθα: “To constitute a breach of this implied term, it is not necessary to show that the employer intended the repudiation of the contract.  The employment tribunal’s function is to look at the employer’ s conduct as a whole and to determine whether it is such that it is cumulative effect judged reasonably and sensibly is such that the employee cannot be expected to put up with.”

[18] British Aircraft Corpn v Austin [1978] IRLR 332

[19] Palmanor  Ltd v. Cedron  [1978] ICR 1008.

[20] Associated Tyre Specialists (Eastern) Ltd v Warehouse [1976] IRLR 386.

[21] Στο σύγγραμμα  St.D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη σελίδα 103 σημειώνονται τα εξής: “A further category of abusive conduct consists of cases an employee has been subjected to a sustained pattern of harassment by his or her employer. For example in Garner v. Grange Furnishing Ltd [1977] IRLR 206 an employee resigned after being treated badly for a sustained period by the employer in circumstances of some mutual friction. The EAT upheld the employment tribunal’s finding of constructive dismissal commenting that a series of small incidents over a period of time can eventually amount to a repudiation. In such circumstances ‘the employer is making it impossible for the employee to go on working for him.’

[22] BBC v Beckett [1983] IRLR 43, Cawley v. South Wales Electricity Board [1985] IRLR 89.

[23] Wigan Borough Council v Davies [1979] IRLR 127.

[24] Robinson v Crompton Parkinson Ltd [1978] IRLR 61.

[25] Στο σύγγραμμα St.D. Anderman, “The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths Lexis Nexis, στη  σελίδα 102 σημειώνονται τα εξής: “In some other cases certain critical remarks by the employer to the employee have been held to be sufficiently abusive in the circumstances to amount to a repudiation. As Lord Denning remarked in Wood’s case a certain amount of trenchant criticism can reasonably be regarded as part of the day to day exchange between the employee and the employer. Yet there can come a point when the remarks in context can reach the point where they make continued employment intolerable for the employee and entitle him or her to resign and be constructively dismissed.  To take one rather extreme example, in Isle of Wight Tourist Board v Coombes [1982] IRLR 413 an employee of 15 years’ standing resigned when the Director to whom she was a personal secretary stated, within her hearing to another employee, ‘she is an intolerable bitch on a Monday morning’. The EAT per Bristow J agreed that this was conduct entitling the employee to resign particularly without any attempt to make an apology because it shattered the relationship which in this particular case was one of ‘complete confidence’.”           

[26] Στην υπόθεση Walker v. Josiah Wedgwood & Sons Ltd, [1978] ICR 744, το Employment Appeal Tribunal σημείωσε τα εξής : “ …it is at least requisite that the employee should leave because of the breach of the employer’s  relevant duty to him, and that this should demonstrably be the case………And secondly, we think it is not sufficient if he leaves in circumstances which indicate some ground for his leaving other than the breach of the employer’s obligation to him.”

[27] Στο σύγγραμμα St. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths LexisNexis στη σελίδα 112 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα: “Yet the test of acceptance of repudiation is ultimately one of whether the resignation was effectively caused by the employer’ s repudiation. In Jones v. F Sirl & Son (Furnishers) Ltd [1997] IRLR 493 the employee faced with worsened terms and conditions waited three-and-a half weeks until she was approached by another firm and offered a job before she resigned claiming constructive dismissal. The employment tribunal’ s conclusion that the resignation was in response to the job offer and not the repudiation was overturned by the EAT which stated that the test was not what was the sole cause of resignation but rather what in fact was the effective cause.”. Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Weathersfield Ltd v. Sargent (1999) I.C.R. 425, το Court of Appeal έκρινε ότι δεν είναι αναγκαίο για τον εργοδοτούμενο όταν αποχωρεί να δηλώσει ξεκάθαρα ότι εξαναγκάζεται σε παραίτηση εξαιτίας της παράβασης της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη και μια τέτοια δήλωση δεν αποτελεί προϋπόθεση επίκλησης από τον εργοδοτούμενο εξαναγκασμού σε παραίτηση για λόγους που αφορούν τη συμπεριφορά του εργοδότη.

[28] W.E. Cox Toner (International) Ltd v. Crook (πιο πάνω).  

[29]Even if an employee has not treated a breach of an express contractual term as a wrongful repudiation, he is entitled to add such a breach to other actions which taken together may cumulative amount to a breach of the implied term of trust and confidence”.

[30] Στην υπόθεση Louis Tourist Agency Λτδ v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 98 σημειώθηκαν τ΄ ακόλουθα:«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν.24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ.149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών (Ν.92/79).  Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη. Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4(δ) του Πίνακα.  Η απαρίθμηση των παραγόντων, που είναι σχετικοί με την αποζημίωση, θα ήταν αντινομική προς τον απόλυτο χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

[31] Στη Θεμιστοκλέους ν. Elyssee Irrigation Ltd, Πολ. Έφεση 131/2012, ημερ.22/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:A312 λέχθηκαν τα πιο κάτω: «Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το κριτήριο (γ) του άρθρου 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, ότι δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει τις συνέπειες που είχε η απόλυση του στη σταδιοδρομία του δεν συνάδει και δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα που το Δικαστήριο έκανε αποδεκτά. Η βάση της εισήγησης ερείδεται στο εύρημα ότι ο εφεσείων ενεγράφη άνεργος και λάμβανε ανεργιακό επίδομα, το οποίο, κατά τον εφεσείοντα, «ερμηνεύεται ότι.αναζητούσε εργασία», ενώ είναι αποδεκτό πως δεν μπορούσε να εκτελέσει χειρονακτική εργασία.  Όλα αυτά, υποστηρίζει, καταδεικνύουν ότι προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για μείωση της ζημιάς του. Η θέση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Η λήψη ανεργιακού επιδόματος από μόνη της, ουδόλως τεκμηριώνει αναζήτηση εργασίας, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ευρήματα του Δικαστηρίου που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να αποδειχθεί.  Στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία του εφεσείοντα κατέδειξε το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν προσπάθησε να εξεύρει άλλη κατάλληλη γι' αυτόν εργασία. Πρόκειται δε για εύρημα επί πραγματικού γεγονότος το οποίο δεν ελέγχεται από το Εφετείο. Ο εφεσείων ο οποίος έφερε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του,  απέτυχε να το αποσείσει για τους λόγους που με λεπτομέρεια καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο