ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
Μ. Νικολάου )
Γ. Χριστοδούλου ) Μελών.
Αρ. Αίτησης: 145/18
Μεταξύ:
ΜΑΡΟΥΛΑΣ ΚΟΥΜΗ
Αιτήτριας
και
1. ΑΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ
2. Ταμείο Δια Πλεονάζον Προσωπικόν
Καθ΄ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 12 Σεπτεμβρίου, 2025.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτητή: Η κα Χρ. Χατζηκωστή.
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1: Η κα Μ. Βαταμίδου για Στέλιος Στυλιανίδης & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: Ο κ.Γ. Αθανασιάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια, με την επίδικη Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («Επίδικη Αίτηση»), ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε, ως πωλήτρια φαρμακείου, στην υπηρεσία της Καθ’ ης η Αίτηση 1 εργοδότριας εταιρείας («Εργοδότρια Εταιρεία») από τον Απρίλιο του 1980 μέχρι και την 31/8/2016, ημερομηνία κατά την οποία η τελευταία τερμάτισε την απασχόληση της ισχυριζόμενη μείωση του κύκλου εργασιών της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποβάλει, στις 23/9/2016, ενώπιον των Καθ’ ών η Αίτηση 2 («Ταμείο»), αίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού η οποία απορρίφθηκε από το Ταμείο στις 14/11/2017, με την δικαιολογία ότι ο τερματισμός της απασχόλησής της δεν οφειλόταν σε πλεονασμό. Συνεπακόλουθα, η Αιτήτρια καταχώρησε την Επίδικη Αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («Δ.Ε.Δ.»), στο πλαίσιο της οποίας διεκδικεί την επιδίκαση, υπέρ της και εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας, αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της και, διαζευκτικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι ο τερματισμός της απασχόλησής της έλαβε χώρα για τον λόγο πλεονασμού που ισχυρίζεται η Εργοδότρια Εταιρεία (με αποτέλεσμα να είναι νόμιμος), την επιδίκαση υπέρ της πληρωμής λόγω πλεονασμού πληρωτέα από το Ταμείο.
Η Εργοδότρια Εταιρεία, με τους Γενικούς Λόγους Εμφάνισής της, αποδέχεται τόσο την απασχόληση της Αιτήτριας στην υπηρεσία της από το 1980 όσο και τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησής της στις 31/8/2016. Καλεί, όμως, το Δικαστήριο να απορρίψει την Επίδικη Αίτηση εναντίον της, με έξοδα υπέρ της, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας προέκυψε συνεπεία πλεονασμού και συγκεκριμένα «συνεπεία περιορισμού και/ή μείωσης του όγκου και/ή του κύκλου εργασιών της και/ή της επιχείρησής της και/ή άλλως πως», με αποτέλεσμα να είναι νόμιμος.
Το ίδιο ισχύει και για το Ταμείο, το οποίο, μέσω των δικών του Γενικών Λόγων Εμφάνισης, καλεί επίσης το Δ.Ε.Δ. να απορρίψει την Επίδικη Αίτηση εναντίον του, με έξοδα υπέρ του. Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται το Ταμείο, η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση της Αιτήτριας επικαλούμενη τη μείωση του κύκλου εργασιών της. Παρά ταύτα, τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης, ο κύκλος εργασιών της, δεν παρουσίαζε μείωση.
ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ
Όπως διαφαίνεται από τα πιο πάνω, οι επίδικες θεραπείες που αξιώνει η Αιτήτρια στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης θεμελιώνονται κυρίως στον ισχυρισμό της για παρανομία του τερματισμού της απασχόλησής της από την Εργοδότρια Εταιρεία (στον οποίο η Εργοδότρια Εταιρεία απαντά με δικό της ισχυρισμό περί νομιμότητας του τερματισμού, εφόσον προέκυψε συνεπεία πλεονασμού). Συνεπακόλουθα, όπως καθίσταται σαφές, το δικαίωμα της Αιτήτριας στις θεραπείες αυτές συνδέεται με τη νομιμότητα ή μη του τερματισμού της απασχόλησής της στη βάση συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος —από τη στιγμή που οι επίδικες θεραπείες αφορούν αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης και πληρωμή λόγω πλεονασμού— δεν είναι άλλος από τον Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν.24/1967 («Ν.24/67»).
Συγκεκριμένα, ο Ν.24/67 καθιερώνει σχετικά τα εξής:
(α) Στο πλαίσιο του άρθρου 3 παράγραφος 1 («Άρθ. 3(1)»), νόμιμο δικαίωμα του εργοδοτουμένου, του οποίου η απασχόληση τερματίζεται από τον εργοδότη του, σε πληρωμή αποζημιώσεων (πληρωτέων από τον εργοδότη), νοουμένου ότι ο τερματισμός αυτός είναι «παράνομος» (δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου) οι οποίες προβλέπουν τα εξής:
«3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα».
(β) στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 1 («Άρθ. 9(1)»), νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου σε λήψη προειδοποίησης, όταν ο τερματισμός της απασχόλησής του είναι παράνομος, δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού (δικαίωμα το οποίο ο εργοδοτούμενος δύναται να απωλέσει μόνο όταν ο τερματισμός της απασχόλησης προκύπτει λόγω διαγωγής του, η οποία τον καθιστά «υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως» στη βάση του εδαφίου (ε) του άρθρου 5 του Ν.24/67[1]).
(γ) στο πλαίσιο του Μέρους IV, δικαίωμα εργοδοτουμένου για λήψη πληρωμής λόγω πλεονασμού από το ταμείο που καθιδρύεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 24 του Ν.24/67 (δηλαδή το Ταμείο), η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Ν.24/67 και καταβάλλεται νοουμένου ότι συντρέχουν κυρίως οι εξής προϋποθέσεις[2]:
(i) Ο εργοδοτούμενος έχει απασχοληθεί συνεχώς επί εκατόν τέσσερις (104) τουλάχιστον εβδομάδες (2 χρόνια) στον ίδιο εργοδότη (άρθρο 16 του Ν.24/67).
(ii) Ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου προκύπτει συνεπεία κάποιου από τους λόγους πλεονασμού που προβλέπονται (περιοριστικά) στο πλαίσιο του άρθρου 18 του Ν.24/67 («Άρθ. 18»), το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη-
(α) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο· ή
(β) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο: …
(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως:
(i) εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων·
(ii) αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων·
(iii) καταργήσεως τμημάτων·
(iv) δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών·
(v) ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών·
(vi) σπάνεως μέσων παραγωγής· και
(vii) περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.»
(iii) ο εργοδοτούμενος δεν έχει απωλέσει το σχετικό δικαίωμά πληρωμής λόγω πλεονασμού είτε λόγω συμπλήρωσης της συντάξιμης ηλικίας είτε για κάποιον άλλο λόγο από αυτούς που προβλέπονται στο Νόμο (βλ. κυρίως άρθρα 16Α, 16Β, 19 και 20 του Ν.24/67).
Υπογραμμίζεται ότι, σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης εργοδοτουμένου για πραγματικούς λόγους πλεονασμού, εντός του πλαισίου του Μέρους IV του Ν.24/67, το δικαίωμα του Άρθ. 3(1) σε πληρωμή αποζημίωσης από τον εργοδότη, χάνεται από τον εργοδοτούμενο (στη βάση των προνοιών του άρθρου 5 παράγραφος (β) του Ν.24/67)[3], ο οποίος, νοουμένου ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται, κέκτηται δικαίωμα πληρωμής πλεονασμού από το Ταμείο.
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Ως εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι καθοριστικό για την κρίση επί του κατά πόσον η Αιτήτρια δικαιούται σε επιδίκαση των επίδικων θεραπειών είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον ο τερματισμός της απασχόλησής της από την Εργοδότρια Εταιρεία επήλθε συνεπεία πλεονασμού, ως αυτός καθορίζεται στο πλαίσιο του Μέρους IV του Ν.24/67. Αρμόδιο Δικαστήριο για την απάντηση του ερωτήματος αυτού είναι, φυσικά, το Δ.Ε.Δ. εφόσον ο ίδιος ο Ν.24/67 του προσδίδει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί όλων των εργατικών διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή του[4]. Αυτό που συγκεκριμένα, δε, το Δ.Ε.Δ. καλείται να αποφανθεί είναι κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης κατάφερε, με την προσκομισθείσα εκ μέρους του μαρτυρία, να το αποσείσει.
Το ποιος είναι ο διάδικος αυτός καθορίζεται κυρίως στο πλαίσιο του βασικού κανόνα απόδειξης, σύμφωνα με τον οποίο το βάρος απόδειξης της συνδρομής των κριτηρίων που στοιχειοθετούν τις επίδικες θεραπείες φέρει ο διάδικος που τις εξαιτείται[5]. Έτσι, στην παρούσα περίπτωση, το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει, στο πλαίσιο του κανόνα αυτού, κατ’ αρχάς η Αιτήτρια εφόσον είναι αυτή που εξαιτείται τις επίδικες θεραπείες εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας και του Ταμείου.
Αυτό, όμως, δεν ισχύει σε σχέση με το μοναδικό κριτήριο του οποίου η συνδρομή, στην παρούσα περίπτωση, αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, ήτοι το κριτήριο που αφορά τον λόγο του τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας και κατά πόσο αυτός προέκυψε για λόγους πλεονασμού. Και αυτό γιατί, σε σχέση με το κριτήριο αυτό, ο εν λόγω κανόνας υποχωρεί ενόψει του νόμιμου τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του Ν.24/67, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»
Ενόψει τούτου, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω τεκμήριο (όπως προκύπτει από την πιο πάνω αναφορά σε τεκμήριο «μέχρις αποδείξεως του εναντίου») είναι «μαχητό» (δηλαδή δύναται να ανατραπεί μέσω μαρτυρίας που προσκομίζεται από τον διάδικο που το αμφισβητεί), το βάρος απόδειξης στην παρούσα περίπτωση φέρει η Εργοδότρια Εταιρεία, η οποία, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας επήλθε νόμιμα για λόγους πλεονασμού αμφισβητεί τη συνδρομή του (με αποτέλεσμα να καλείται να το ανατρέψει - βλ. σχετικά, Γεώργιος Αριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd [1999] 1 Α.Α.Δ. 114).
Ειδικότερα, αυτό που καλείται, στην παρούσα περίπτωση, η Εργοδότρια Εταιρεία να πράξει είναι, μέσω της μαρτυρίας που θα παρουσιάσει ενώπιόν μας, να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων[6], ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας έγινε για τον λόγο του πλεονασμού που η ίδια επικαλείται. Εάν το πετύχει, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας κρίνεται νόμιμος και αυτή δικαιούται σε επιδίκαση υπέρ της, και εναντίον του Ταμείου, πληρωμής λόγω πλεονασμού. Αν όχι, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης κρίνεται παράνομος και η Αιτήτρια δικαιούται σε επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας, στο πλαίσιο του Άρθ. 3(1).
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Προς απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης, η Εργοδότρια Εταιρεία, κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία, προσέφερε τη μαρτυρία μόνο ενός (1) μάρτυρα, ήτοι του διευθυντή της, κ. Άριστου Βασιλείου («Α.Β.»). Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ενώπιόν μας ενόρκως και έτυχε αντεξέτασης μόνο από την πλευρά του Ταμείου, καταγράφηκε στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας τα οποία αποτελούν, μαζί με τα τεκμήρια, τα λοιπά έγγραφα που προσκομίστηκαν ενώπιόν μας και τις Γραπτές Αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων, αναπόσπαστο μέρος του φακέλου της υπόθεσης. Σε όλα τα έγγραφα αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ως οι σχετικές επί του θέματος αρχές[7], συνοπτικά, και μόνο όπου κρίνεται σκόπιμο για σκοπούς παρουσίασης των σχετικών συμπερασμάτων / ευρημάτων και της τελικής μας κρίσης.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα όσα κατέθεσε ο Α.Β., στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, προχωρήσαμε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του, με γνώμονα τις σχετικές αρχές που διέπουν το θέμα[8] και σε συνδυασμό με το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μας, ώστε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα / ευρήματα επί των οποίων θα στηριχθεί η τελική μας κρίση.
Παρουσιάζοντας τα ευρήματα / συμπεράσματά μας αυτά, σημειώνουμε τα εξής:
(Ι) Παραδεκτά και/ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα
Πρώτα, για σκοπούς πλαισίωσης όλων όσων θα αναφερθούν πιο κάτω, παρουσιάζουμε τα συμπεράσματά / ευρήματά μας επί των παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων, τα οποία, σύμφωνα με την ενώπιόν μας προσκομισθείσα μαρτυρία (σε συνδυασμό με τις έγγραφες προτάσεις και τις λοιπές δηλώσεις των διαδίκων μερών), βρίσκουμε ότι είναι τα εξής:
(1) Η Εργοδότρια Εταιρεία αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία ενασχολείται με τη διαχείριση επιχειρήσεων φαρμακείου.
(2) Κατά χρόνο ουσιώδη σε σχέση με την Επίδικη Αίτηση, η Εργοδότρια Εταιρεία ασκούσε τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες μέσω δύο φαρμακείων που διατηρούσε εντός της επαρχίας Λεμεσού: ένα επί της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 117 και ένα επί της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 63. Σε σχέση με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες αυτές, απασχολούσε, πέραν της Αιτήτριας, ακόμη τρία (3) άτομα: τον ίδιο τον Α.Β., την Ιωάννα Βασιλείου («Ι.Β.»), θυγατέρα του Α.Β., και την Παμπίνα Ηρακλέους («Π.Η.»), η οποία, όπως προκύπτει και από τις σχετικές καταστάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμήριο 10), προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας τον Νοέμβριο του 2015.
(3) Η εργασιακή σχέση μεταξύ της Αιτήτριας και της Εργοδότριας Εταιρείας άρχισε την 20/4/1980, με την Αιτήτρια να εκτελεί καθήκοντα βοηθού φαρμακείου στο κατάστημα της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 63 στη Λεμεσό.
(4) Στις 30/6/2016, η Εργοδότρια Εταιρεία παρέδωσε στην Αιτήτρια επιστολή με την οποία τερμάτιζε τις υπηρεσίες της στις 31/8/2016 «ως πλεονάζον προσωπικό λόγω μειώσεως του κύκλου εργασιών» (Τεκμήριο 3), ενώ στις 15/9/2016 απέστειλε επιστολή προς το Ταμείο, ενημερώνοντάς το για τον τερματισμό (Τεκμήριο 4).
(5) Τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησής της, η Αιτήτρια ασκούσε καθήκοντα βοηθού φαρμακείου στο φαρμακείο της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 63, λαμβάνοντας εβδομαδιαίες απολαβές ύψους €286,15.
(6) Η Αιτήτρια, ενόψει του τερματισμού της απασχόλησης, υπέβαλε στις 23/9/2016 ενώπιον του Ταμείου αίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού (Τεκμήριο 1). Σε σχέση με την αίτηση αυτή, η Εργοδότρια Εταιρεία συμπλήρωσε και απέστειλε στο Ταμείο σχετικό ερωτηματολόγιο στις 20/10/2016 (Τεκμήριο 2), στο οποίο καταγραφόταν, σε απάντηση σχετικής ερώτησης, ότι ο λόγος που έλαβε χώρα ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας ήταν η «Μείωση Κύκλου Εργασιών της Εταιρείας». Την ίδια μέρα, η Αιτήτρια καταχώρησε και αίτηση για επίδομα ανεργίας ενώπιον των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σε σχέση με την αίτηση αυτή, η Εργοδότρια Εταιρεία συμπλήρωσε και απέστειλε στο εν λόγω τμήμα ερωτηματολόγιο (Τεκμήριο 12), στο οποίο καταγραφόταν, σε απάντηση σχετικής ερώτησης, ότι ο λόγος που έλαβε χώρα ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας ήταν η «Μείωση Κύκλου Εργασιών της Εταιρείας».
(7) Στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης για πληρωμή πλεονασμού, ημερομηνίας 23/9/2016, το Ταμείο απέστειλε επιστολή στην Εργοδότρια Εταιρεία στις 26/7/2017 (Τεκμήριο 5), ζητώντας διευκρινήσεις αναφορικά με τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας. Η Εργοδότρια Εταιρεία απάντησε στην επιστολή αυτή του Ταμείου με επιστολή της, ημερομηνίας 15/9/2017 (Τεκμήριο 6).
(8) Το Ταμείο απέστειλε προς την Αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 14/11/2017 (Τεκμήριο 9), στην οποία καταγραφόταν ότι η εν λόγω αίτησή της απορρίπτεται, λόγω του ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, ο τερματισμός της απασχόλησής της δεν οφείλεται σε πλεονασμό.
(9) Μεταγενέστερα της καταχώρησης της Επίδικης Αίτησης, οι δικηγόροι της Εργοδότριας Εταιρείας απέστειλαν προς το Ταμείο τρεις (3) επιστολές σε σχέση με την αίτηση που υπέβαλε ενώπιόν του η Αιτήτρια για πληρωμή πλεονασμού: μία ημερομηνίας 23/1/2019 (Τεκμήριο 15), μία ημερομηνίας 3/7/2019 (Τεκμήριο 7) και μία ημερομηνίας 3/12/2019 (Τεκμήριο 8).
(10) Στο πλαίσιο των πιο πάνω επιστολών, η Εργοδότρια Εταιρεία κοινοποίησε προς το Ταμείο κατάσταση λιανικών πωλήσεων της (Τεκμήριο 11), καθώς και πιστοποιητικό που αφορά τις καταστάσεις πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας κατά τα έτη 2013-2017 (Τεκμήριο 16).
(11) Τα ποσά που αφορούσαν τις πωλήσεις της Εργοδότριας Εταιρείας σε σχέση με τα έτη 2013 – 2017 είχαν ως ακολούθως:
|
Έτος
|
Περίοδος |
Πωλήσεις (Περιόδου) |
Πωλήσεις (Συνολικά) |
|
2013 |
01/01 – 31/03 |
€104.690,00 |
€414.660,00
|
|
01/04 – 30/06 |
€101.445,00 | ||
|
01/07 – 30/09 |
€103.893,00 | ||
|
01/10 – 31/12 |
€104.632,00 | ||
|
2014 |
01/01 – 31/03 |
€109.020,00 |
€405.326,00 |
|
01/04 – 30/06 |
€91.144,00 | ||
|
01/07 – 30/09 |
€99.228,00 | ||
|
01/10 – 31/12 |
€105.934,00 | ||
|
2015 |
01/01 – 31/03 |
€108.518,00 |
€387.534,00 |
|
01/04 – 30/06 |
€102.618,00 | ||
|
01/07 – 30/09 |
€84.513,00 | ||
|
01/10 – 31/12 |
€91.885,00 | ||
|
2016 |
01/01 – 31/03 |
€99.544,00 |
€364.504,00 |
|
01/04 – 30/06 |
€92.804,00 | ||
|
01/07 – 30/09 |
€93.158,00 | ||
|
01/10 – 31/12 |
€78.998,00 | ||
|
2017 |
01/01 – 31/03 |
€68.612,00 |
€122.408,00 |
|
01/04 – 30/06 |
€53.796,00 |
(IΙ) Σύνοψη Μαρτυρίας
Συνοψίζοντας τώρα τη μαρτυρία του Α.Β., την οποία βρίσκουμε σχετική με τα επίδικα θέματα, σημειώνουμε τα εξής:
Καταθέτοντας, ανέφερε ότι ενασχολείται με τη διαχείριση επιχείρησης φαρμακείου από το 1975, αρχικά προσωπικά και, στη συνέχεια, από 4/8/1983 μέσω της Εργοδότριας Εταιρείας (μετονομασθείσας αργότερα σε ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΑΡΙΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ). Η εταιρεία αυτή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαχειριζόταν δύο φαρμακεία: ένα επί της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 117 και ένα επί της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 63 στη Λεμεσό. Η Αιτήτρια, από την έναρξη της απασχόλησής της μέχρι και τον τερματισμό αυτής το 2016, απασχολείτο στο φαρμακείο της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 63. Στο φαρμακείο αυτό, κατά το 2016, απασχολείτο και η Π.Η., επίσης ως πωλήτρια – βοηθός φαρμακοποιού. Αναφερόμενος στο λόγο πρόσληψης της Π.Η., ανέφερε ότι η πρόσληψή της έγινε επειδή αυτός είχε «ανάγκη από άτομο με καλή γνώση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές» έτσι ώστε να τον βοηθά «στην καταχώριση του αποθέματος και στον τακτικό έλεγχο αυτού για τυχόν ελλείψεις». Σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας, ανέφερε ότι αυτός κατέστη αναπόφευκτος, λόγω του ότι οι ετήσιες πωλήσεις της Εργοδότριας Εταιρείας παρουσίαζαν «για τα έτη 2013 έως τον Ιούνιο του 2016» σταδιακή μείωση. Συγκεκριμένα η αξία των πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας το 2016 ανήλθε σε €364.504,00, παρουσιάζοντας μείωση της τάξης του 5,94% σε σχέση με τις πωλήσεις του 2015 (€387.534,00), 10,07% σε σχέση με τις πωλήσεις του 2014 (€405.326,00) και 12,09% σε σχέση με το 2013 (€414.660,00). Αυτή η μείωση είχε ως αποτέλεσμα, πέραν από τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας, και τον τερματισμό των εργασιών του φαρμακείου της οδού Γρίβα Διγενή 117 τον Ιούνιο του 2016, καθώς και τον τερματισμό της απασχόλησης της κόρης του, Ι.Β., η οποία απασχολείτο σε αυτό υπό την ιδιότητα της φαρμακοποιού. Αναφορικά με το θέμα αυτό, δηλαδή τον τερματισμό της απασχόλησης της Ι.Β. από την Εργοδότρια Εταιρεία και την παύση των εργασιών του φαρμακείου της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 117, ανέφερε ότι, λόγω της φθίνουσας πορείας των εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας, τερματίστηκε αναγκαστικά και η απασχόληση της Ι.Β., η οποία από τον Μάιο του 2016 είχε ξεκινήσει αναζήτηση κατάλληλου υποστατικού για τη στέγαση νέου φαρμακείου, καθώς η συνέχιση της πτωτικής πορείας της Εργοδότριας Εταιρείας προδιαγραφόταν ως αναπόφευκτη. Η αναζήτηση αυτή επικεντρώθηκε σε μεγαλύτερο και καταλληλότερο χώρο από το χώρο στον οποίο στεγάζετο το φαρμακείο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μικρός, στενός και χωρίς δυνατότητα στάθμευσης. Καθότι, όμως, δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση εναλλακτικής επιλογής με λογικό ενοίκιο, επιλέχθηκε τελικώς η ενοικίαση του ίδιου χώρου, παρά τις δυσκολίες, και, ως διαφαίνεται από σχετικά σχέδια ανακαίνισης φαρμακείου (Τεκμήριο 14), έγινε επένδυση σε ριζική ανακαίνιση του, με ίδια μέσα. Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΙΩΑΝΝΑ Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ, η οποία συστάθηκε και ενεγράφη στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών στις 29/8/2016, με την Ι.Β. ως ιδρύτρια, διευθύντρια, μέτοχο και γραμματέα (γεγονός που επιβεβαιώνεται και από σχετικά έγγραφα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (Τεκμήριο 13)) λειτούργησε φαρμακείο στην οδό Γεωργίου Γρίβα Διγενή 117 τον Σεπτέμβριο του 2016, υπό την εταιρική μορφή της εν λόγω εταιρείας. Μάλιστα, ενόψει του ότι, εξ όσων ήταν γνωστό, η Αιτήτρια μετά τον τερματισμό της απασχόλησής της δεν είχε κατορθώσει να εξεύρει άλλη εργασία, και δεδομένης της ανάγκης που είχε η Ι.Β. για βοήθεια μετά τη λειτουργία του φαρμακείου της, περί τα μέσα του 2017 επικοινώνησε με την Αιτήτρια, την οποία ήδη γνώριζε, προκειμένου να την προσλάβει στην εν λόγω εταιρεία, πρόταση που η Αιτήτρια αποδέχτηκε.
Αντεξεταζόμενος από τον δικηγόρο του Ταμείου, επιβεβαίωσε αρχικά ότι κατά το έτος 2016 η Εργοδότρια Εταιρεία διατηρούσε δύο φαρμακεία στην οδό Γεωργίου Γρίβα Διγενή στη Λεμεσό, σημειώνοντας ότι η απόσταση μεταξύ τους ήταν περίπου ένα (1) χιλιόμετρο. Όσον αφορά το πόσα και ποια άτομα εργάζονταν σε κάθε ένα από τα φαρμακεία αυτά, ανέφερε ότι ο αριθμός των προσώπων μεταβαλλόταν αναλόγως των περιστάσεων. Απαντώντας σε σχετική υποβολή ότι στο φαρμακείο της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 63 εργάζονταν ο ίδιος, η Αιτήτρια και η Π.Η., και ότι στο άλλο φαρμακείο εργαζόταν η Ι.Β., απάντησε ότι η τελευταία εργάστηκε εκεί για περίπου έναν χρόνο, μετά την επιστροφή της από την Αγγλία. Ξεκαθάρισε δε, μετά από σχετική ερώτηση, ότι η Ι.Β. ελάμβανε κατά διαστήματα βοήθεια με τις εργασίες του φαρμακείου αυτού, εφόσον η Αιτήτρια μετέβαινε στο φαρμακείο αυτό για να την βοηθάει. Επίσης, αναφέρθηκε και σε μία άλλη υπάλληλο, η οποία εργαζόταν προηγουμένως στην Εργοδότρια Εταιρεία, την Παναγιώτα Οικονόμου, σημειώνοντας ότι η υπάλληλος αυτή, λόγω της μείωσης των εργασιών, την «μετάφερε» σε άλλη εταιρεία η οποία ασχολείτο με την εισαγωγή βιταμινών. Σε σχετικές ερωτήσεις που του έγιναν αναφορικά με τη δήλωση του ότι προχώρησε στην πρόσληψη της Π.Η., λόγω του ότι χρειαζόταν κάποιο άτομο με γνώση χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, σημείωσε ότι γινόταν χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών στην επιχείρηση από το 2000 και αφορούσε την ψηφιακή καταγραφή των αποθεμάτων, ξεκαθαρίζοντας ότι τις σχετικές εργασίες αναλάμβαναν κυρίως ο ίδιος και η Παναγιώτα Οικονόμου, ενώ η Αιτήτρια δεν είχε επάρκεια σε θέματα χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έτσι, λόγω της μετάθεσης της Παναγιώτας Οικονόμου και της δικής του μειωμένης απόδοσης εξαιτίας ηλικίας, έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη να λάβει βοήθεια με πρόσωπο που είχε δυνατότητα χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όσον αφορά το κλείσιμο του φαρμακείου επί της οδού Γεωργίου Γρίβα Διγενή 117, ανέφερε ότι το καλοκαίρι του 2016 έμεινε κλειστό και τότε στάλθηκε η επιστολή απόλυσης προς την Ι.Β., ενώ αυτή προσπαθούσε να εντοπίσει άλλο χώρο για να ανοίξει δικό της φαρμακείο. Τελικά, ενοικίασε το κατάστημα στο οποίο λειτουργούσε το φαρμακείο στη νέα εταιρεία της, το οποίο εγκρίθηκε από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες για να λειτουργήσει ως φαρμακείο. Κλείνοντας, εξέφρασε την άποψή του, μετά από σχετικές ερωτήσεις που του έγιναν, ότι η μείωση του κύκλου εργασιών ήταν τόση που δικαιολογούσε την απόλυση της Αιτήτριας, σημειώνοντας ότι «κάθε χρόνο τα έξοδα αυξάνονταν ραγδαία».
(ΙΙΙ) Αξιολόγηση Μαρτυρίας – Ευρήματα Γεγονότων
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας στο πλαίσιο της σχετικής ακροαματικής διαδικασίας είναι αυτή του Α.Β., η οποία, στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτη, εφόσον το Ταμείο, κατά την αντεξέτασή του, δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αυτός αναφέρθηκε, αλλά κυρίως την αντίληψή του ως προς το κατά πόσον, στη βάση των γεγονότων αυτών, δικαιολογείτο ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας για λόγους πλεονασμού.
Συνεπώς, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του Α.Β., ως προς τα επιμαρτυρούμενα πραγματικά γεγονότα, προβαίνοντας σε σχετικά ευρήματα γεγονότων (χωρίς, φυσικά, να προβαίνουμε σε ευρήματα σε σχέση με οποιεσδήποτε εκτιμήσεις που εξέφρασε ή υποθέσεις[9]).
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ – ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Προχωρώντας τώρα με την παρουσίαση των τελικών μας συμπερασμάτων και της απάντησης του επίδικου ερωτήματος, το οποίο, όπως αναφέραμε ανωτέρω, είναι το κατά πόσο η Εργοδότρια Εταιρεία κατάφερε, με τη μαρτυρία που έθεσε ενώπιόν μας, να αποδείξει, στον βαθμό που απαιτείται, ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας έγινε για τον λόγο πλεονασμού που επικαλείται, σημειώνουμε τα εξής:
Από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας, προκύπτει σαφώς ότι ο λόγος που η Εργοδότρια Εταιρεία επικαλείται για τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας είναι η μείωση του κύκλου εργασιών της (γεγονός το οποίο προκύπτει από το σύνολο της ενώπιόν μας μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένου και του λεκτικού της επιστολής τερματισμού της απασχόλησης), λόγος ο οποίος δύναται να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του εδαφίου (vii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 (Άρθ. 18(γ)(vii)), σύμφωνα με τις οποίες εργοδοτούμενος θεωρείται πλεονάζον προσωπικό όταν η απασχόλησή του τερματίσθηκε ένεκα «περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως» του εργοδότη.
Εξετάζοντας τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον λόγο αυτό, καθίσταται αντιληπτό ότι, για να δικαιολογείται τερματισμός της απασχόλησης εργοδοτουμένου στη βάση του συγκεκριμένου λόγου, θα πρέπει να εντοπίζεται, στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων (και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική κρίση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου επί του θέματος – βλ. United Hotels (Lordos) Ltd ν. Ανδρούλας Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515), ουσιαστική μείωση του συνήθους[10] κύκλου εργασιών του εργοδότη κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού (Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ.).
Για τον εντοπισμό, δε, μιας τέτοιας μείωσης, το Δ.Ε.Δ., έχοντας υπόψη πάντοτε το σκεπτικό της απόφασης Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 ALL E.R. 836, οφείλει πρώτα να εξετάζει ποιες ήταν οι πραγματικές απαιτήσεις της επιχείρησης και κατά πόσο αυτές μειώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης. Αυτό, σύμφωνα με την κείμενη επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703), επιτυγχάνεται κυρίως κατόπιν εξέτασης πειστικών οικονομικών στοιχείων που αφορούν την οικονομική κατάσταση του εργοδότη κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού.
Υπογραμμίζεται ότι τέτοια στοιχεία, σύμφωνα με την απόφαση Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 383, μπορεί να είναι και «οι ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών του εργοδότη», χωρίς όμως να είναι τα μόνα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν τέτοια μαρτυρία. Στη βάση, δε, των στοιχείων αυτών, αυτό που αποτελεί την καλύτερη ένδειξη του κύκλου εργασιών είναι η «αξία των διεξαχθεισών εργασιών του εργοδότη», εφόσον η αξία αυτή, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κώστας Τρύφωνος v. Takis Vashiotis Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1953[11], «συνιστά ορθή, αν όχι την ορθότερη, ένδειξη τούτου».
Στην συνέχεια, σύμφωνα πάντοτε με το σκεπτικό της απόφασης Hindle (πιο πάνω), το Δ.Ε.Δ. πρέπει να εξετάζει (νοουμένου ότι έχει διαπιστωθεί μείωση των πραγματικών απαιτήσεις της επιχείρησης τον ουσιώδη χρόνο) το κατά πόσον οι συγκεκριμένες μειωμένες απαιτήσεις συνδέονται με τα καθήκοντα του απολυθέντα ως πλεονάζοντα εργοδοτουμένου. Αν, κατά την εξέταση αυτή, εντοπίζεται τέτοια σύνδεση, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτούμενου λόγω πλεονασμού δικαιολογείται. Αντίθετα, αν από την εξέταση αυτή προκύπτουν στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι δεν προκύπτει τέτοια σύνδεση (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, κατά τον ουσιώδη χρόνο του πλεονασμού, προχώρησε σε προσλήψεις νέου ή νέων υπαλλήλων για τον ίδιο ή για παρεμφερή ρόλο ή για τα ίδια καθήκοντα με αυτά του απολυθέντος – βλ. Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985[12]), τότε ο πλεονασμός δεν δικαιολογείται.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, εξετάσαμε το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μας και αφορούν την οικονομική κατάσταση της Εργοδότριας Εταιρείας τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας. Εξ αυτών, και λαμβάνοντας υπόψη όσα σημειώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Pitsillis (πιο πάνω), κρίνουμε ότι τα πλέον κατάλληλα στοιχεία για τον προσδιορισμό του συνήθους κύκλου εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας είναι τα οικονομικά στοιχεία που αφορούν την αξία των πωλήσεών της, όπως αυτά αποτυπώνονται στον πίνακα που παραθέσαμε προηγουμένως, το περιεχόμενο του οποίου συνιστά παραδεκτό και/ή αδιαμφισβήτητο γεγονός μεταξύ των διαδίκων.
Στη βάση του πίνακα αυτού, διαφαίνεται ότι η αξία των ετήσιων πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας ανήλθε το 2013 σε €414.660,00, το 2014 σε €405.326,00, το 2015 σε €387.534,00 και το 2016 σε €364.504,00, με αποτέλεσμα να προκύπτει μείωση των ετήσιων πωλήσεων της το 2016 σε σχέση με το 2013 ύψους 12,09%. Το γεγονός αυτό – διατείνεται ο Α.Β. με τη μαρτυρία του και οι δικηγόροι της Εργοδότριας Εταιρείας με τις γραπτές τους αγορεύσεις – καταδεικνύει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία αντιμετώπιζε, κατά τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας, συνθήκες πλεονασμού.
Δεν συμφωνούμε με την θέση αυτή. Και εξηγούμε:
Ως προκύπτει από τα πιο πάνω, για την αξιολόγηση του κατά πόσο ο τερματισμός της απασχόλησης εργοδοτούμενου έγινε ένεκα περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως του εργοδότη με αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθ. 18(γ)(vii), πρέπει, στην επίδικη περίπτωση, να προκύπτει ουσιαστική μείωση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης που διαχειρίζεται ο εργοδότης και στην οποία εργάζεται ο απολυθέντας, ως πλεονάζον προσωπικό, εργοδοτούμενος. Η μείωση αυτή δεν δύναται να αφορά οποιονδήποτε χρόνο, αλλά πρέπει να αφορά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης του απολυθέντα για λόγους πλεονασμού εργοδοτούμενου, δηλαδή κυρίως τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα η λήψη της απόφασης για τον τερματισμό της απασχόλησης (ο οποίος σαφώς είναι και ο χρόνος αξιολόγησης των σχετικών στοιχείων από τον Εργοδότη).
Στην παρούσα περίπτωση, αξιολογώντας την ενώπιόν μας μαρτυρία, παρατηρούμε ότι ο ουσιώδης αυτός χρόνος είναι ο χρόνος που αφορά την παράδοση της επιστολής τερματισμού της απασχόλησης στην Αιτήτρια (Τεκμήριο 3), ήτοι η 30/6/2016. Κατά τον χρόνο αυτό, τα μόνα στοιχεία που είχε (και ήταν δυνατό να έχει) ενώπιον της η Εργοδότρια Εταιρεία από αυτά τα οποία (σύμφωνα με την μαρτυρία του Α.Β.) έλαβε υπόψη της για σκοπούς λήψης της απόφασης της για τερματισμό της απασχόλησης της (ήτοι τα στοιχεία που αφορούν την αξία των ετήσιων πωλήσεων της) ήταν τα στοιχεία που αφορούν τα έτη μέχρι και το 2015 εφόσον τα στοιχεία που αφορούν την αξία των ετήσιων πωλήσεων για το έτος 2016 δεν μπορούσαν να ήταν γνωστά ή προσβάσιμα στην Εργοδότρια Εταιρεία πριν την ολοκλήρωση του έτους 2016. Συνεπακόλουθα, ενόψει και της παντελούς απουσίας ενώπιόν μας οποιουδήποτε πειστικού οικονομικού στοιχείου ή άλλης μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης της Αιτήτριας μπορούσε να προβλέψει το ποσό της μείωσης της αξίας των ετήσιων πωλήσεων της με το πέρας του 2016, κρίνουμε ότι τα μόνα οικονομικά στοιχεία που δύναται να ληφθούν υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης της μείωσης του κύκλου εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας, είναι τα στοιχεία που είχε στην κατοχή της πριν τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας ήτοι τα στοιχεία που αφορούν την αξία των πωλήσεων της μέχρι την 30/6/2016.
Εξετάζοντας τα στοιχεία αυτά παρατηρούμε ότι η μείωση της αξίας των ετήσιων πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας, σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα, μειώθηκε το 2014, σε σχέση με το 2013, κατά 2,25%[13], ενώ το 2015, κατά 6,54%[14]. Περαιτέρω, εξετάζοντας τα στοιχεία που αφορούν την αξία των εξαμηνιαίων πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας, προκύπτει, όπως σημειώνουν και οι δικηγόροι της στο πλαίσιο των γραπτών τους αγορεύσεων, ότι οι πωλήσεις κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 ανήλθαν σε €192.348, με αποτέλεσμα να καταγράφεται μείωση της τάξης του 6,7% σε σύγκριση με τις πωλήσεις του πρώτου εξαμήνου του 2013, οι οποίες ανήλθαν σε €206.135, μείωση της τάξης του 3,9% σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2014, κατά το οποίο οι πωλήσεις ανήλθαν σε €200.164 και μείωση της τάξης του 8,9% σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2015, κατά το οποίο οι πωλήσεις ανήλθαν σε €211.136.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ποσοστά, τα οποία δεν θεωρούμε ότι αντικατοπτρίζουν ουσιαστική μείωση του συνήθη κύκλου εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας, καθώς και το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την ενώπιον μας μαρτυρία, λίγους μήνες πριν τον τερματισμό της απασχόλησης της Αιτήτριας (Νοέμβριο 2015) η Εργοδότρια Εταιρεία προσέλαβε την Π.Ι. στον ίδιο ακριβώς ρόλο και καθήκοντα που κατείχε η Αιτήτρια από την έναρξη της απασχόλησής της, (δηλαδή ως βοηθό φαρμακείου στο φαρμακείο της οδού Γρίβα Διγενή 63), βρίσκουμε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία απέτυχε να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας έγινε για τον λόγο του πλεονασμού που επικαλείται, ήτοι τη μείωση του κύκλου εργασιών της. Τονίζεται ότι το γεγονός ότι ο Α.Β. δικαιολόγησε την πρόσληψη της Π.Ι. στην ανάγκη της Εργοδότριας Εταιρείας να προσλάβει πρόσωπο με καλές γνώσεις χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, ώστε να βοηθά «στην καταχώριση του αποθέματος», δεν μεταβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο την πιο πάνω κρίση μας, εφόσον, όπως προκύπτει από την κείμενη νομολογία, ο τερματισμός της απασχόλησης εργαζομένου λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών «δεν συνάδει με την πρόσληψη νέου υπαλλήλου» ειδικότερα όταν η πρόσληψη αφορά τον ίδιο ρόλο και τα ίδια καθήκοντα με αυτά που εκτελούσε ο απολυθείς για λόγους πλεονασμού υπάλληλος (βλ. Γρηγορά (πιο πάνω)).
Συνεπακόλουθα, αποτελεί κρίση μας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας από την Εργοδότρια Εταιρεία ήταν παράνομος, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να δικαιούται επιδίκαση υπέρ της και εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας αποζημιώσεων στο πλαίσιο του Άρθ. 3(1).
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ
Κατόπιν της πιο πάνω κρίσης μας, καλούμαστε συνεπακόλουθα να επιληφθούμε του μοναδικού εναπομείναντος επίδικου ζητήματος, το οποίο δεν είναι άλλο από τον καθορισμό των ποσών που δικαιούται η Αιτήτρια ως αποζημιώσεις στο πλαίσιο του Άρθ. 3(1).
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στη βάση του Άρθ. 3(1) υπολογίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιές του Πρώτου Πίνακα, στον οποίο σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.
3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.
4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·
(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·
(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·
(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·
(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».
Το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται εργοδοτούμενος κατόπιν των προνοιών του Πρώτου Πίνακα έχει εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, μέσω της νομολογίας του, έχει αποσαφηνίσει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε τα εξής:
«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.
…
Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.»
Αναφορικά, δε, με το ειδικότερο ζήτημα της αξιολόγησης από το Δ.Ε.Δ. των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Σίμος Μουζούρης ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 896, σημείωσε ότι:
«Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι τα μόνα από τα πιο πάνω κριτήρια που έλαβε υπόψη είναι το (α) και (β), και αυτά μόνο φραστικά, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης. Τα γεγονότα φαίνεται να ομοιάζουν με αυτά της προαναφερθείσας υπόθεσης Cabras & Bros Ltd όπου δεν φαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση αν το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια εκτός από το (α) και (β) και έτσι επέτρεψε την έφεση μερικώς… Ενόψει όλων των πιο πάνω επιτυγχάνει και η παρούσα έφεση μερικώς. Παραπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.»
Κατόπιν όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε εργαζόμενο στη βάση του Άρθ. 3(1) του Νόμου εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δ.Ε.Δ., η οποία ασκείται εντός των πλαισίων που θέτει ο Νόμος (με το κατώτερο ποσό που δύναται να επιδικαστεί ως αποζημίωση να είναι εκείνο που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εάν δικαιούτο σε πληρωμή πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV του Νόμου[15] και το ανώτερο εκείνο που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του δύο ετών[16]), λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα.
Στην παρούσα περίπτωση, η περίοδος απασχόλησης της Αιτήτριας διήρκησε, κατά παραδοχή και των δύο πλευρών, από 20/4/1980 μέχρι 31/8/2016, δηλαδή 36 έτη για σκοπούς του Ν.24/67. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το ποσό που θα δικαιούτο η Αιτήτρια σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζουσα υπό την έννοια του Άρθ. 18, να αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 75,5 εβδομάδων. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, όπως και το γεγονός ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές της Αιτήτριας ανέρχονταν σε €286,15 πριν τον τερματισμό της απασχόλησής της, βρίσκουμε ότι τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί η διακριτική μας ευχέρεια ως προς την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος του Αιτητή στην παρούσα περίπτωση κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των €21.604,33[17] (το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που θα δικαιούτο η Αιτήτρια σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του άρθρου 18 του Νόμου) και του ποσού των €29.759,60[18] (το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 104 εβδομάδων (2 ετών) η Αιτήτρια).
Με βάση τα δεδομένα αυτά και έχοντας εξετάσει με προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας, κρίνουμε εύλογο και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, να επιδικάσουμε στην Αιτήτρια, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Ν.24/67, ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 87,5 εβδομάδων, ήτοι €25.038,13, λαμβανομένων υπόψη των εξής:
(α) το ύψος των απολαβών της Αιτήτριας, οι οποίες ανέρχονταν σε €286,15 εβδομαδιαίως,
(β) την ιδιαίτερα μακρόχρονη υπηρεσία της Αιτήτριας, συνολικής διάρκειας 36 ετών,
(γ) τα γεγονότα και τις συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψε ο επίδικος τερματισμός της απασχόλησης, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι η Αιτήτρια απολύθηκε χωρίς να αποδειχθεί ενώπιόν μας ότι υπήρχε νόμιμος λόγος απόλυσης (υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιοδήποτε στοιχείο ότι η απόλυση ήταν κακόπιστη ή για αλλότριους σκοπούς),
(δ) το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Α.Β., η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Αιτήτριας, αυτή περί τα μέσα του 2017 έλαβε πρόταση εργασίας από την Ι.Β. για εργασία στο δικό της φαρμακείο, την οποία αποδέχτηκε, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται ότι, παρά την απώλεια μακρόχρονης υπηρεσίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία, δεν παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς εργασία,
(ε) το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν έθεσε καμία μαρτυρία ενώπιόν μας σε σχέση με τις προσωπικές της περιστάσεις τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησής της, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με αυτές.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται ομόφωνα απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος της Καθ’ ης η Αίτηση 1, για το συνολικό ποσό των €25.038,13, πλέον νόμιμου τόκου, το οποίο αντιστοιχεί σε απολαβές της Αιτήτριας 87,5 εβδομάδων, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθ. 3(1) του Ν.24/67.
Από το πιο πάνω ποσό, το ποσό των €10.158,33[19], που αντιστοιχεί σε ποσό που υπερβαίνει τα ημερομίσθια της Αιτήτριας ενός έτους, πλέον νόμιμου τόκου, θα πρέπει να καταβληθεί στην Αιτήτρια από το Ταμείο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 παράγραφος 2 του Ν.24/67[20]. Το υπόλοιπο ποσό των €14.879,80[21], πλέον νόμιμου τόκου, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, θα πρέπει να καταβληθεί στην Αιτήτρια από την Καθ’ ης η Αίτηση 1.
Ως προς τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 1, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………………………………...
Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.
(Υπ.) …………………………………… (Υπ.) ……………………………………
Μ. Νικολάου, Μέλος. Γ. Χριστοδούλου, Μέλος.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
Subject: Industrial/Final
(Αναφορά: Πλεονασμός / Καθορισμός Αποζημιώσεων).
[1] Σημειώνεται ότι το δικαίωμα του Άρθ. 9(1) δύναται να μετατραπεί από δικαίωμα σε λήψη προειδοποίησης σε δικαίωμα σε πληρωμή αντί αυτής, στο πλαίσιο των προνοιών της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν. 24/67, το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Εργοδότης ο οποίος δίδει προειδοποίησιν εις εργοδοτούμενον έχει το δικαίωμα να απαιτήση παρά του εργοδοτουμένου όπως ούτος αποδεχθή πληρωμήν αντί προειδοποιήσεως. Η πληρωμή αύτη υπολογίζεται συμφώνως προς τας διατάξεις του Τρίτου Πίνακος».
[2] Βλ. κυρίως άρθρο 16 του Ν. 24/67, σύμφωνα με το οποίο:
«Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου, η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα.».
[3] Το οποίο προβλέπει ότι:
«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
… (β) όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV».
[4] Βλ. άρθρο 30 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με την έννοια του όρου «εργατική διαφορά» στο άρθρο 2 του Ν.24/67.
[5] Βλ. μεταξύ άλλων Χρυσάνθη Χρυσάνθου κ.α. ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295.
[6] Αφού, όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, η απόδειξη της υπόθεσης στις αστικές διαφορές κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και με κριτήριο το κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (βλ. Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858· Παπακώστα ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Πολιτική Έφεση αρ. 214/2013, 24/6/2019), ECLI:CY:AD:2019:A238.
[7] Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη τη μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, αλλά παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, έχοντας, όμως, υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησής της (βλ. μεταξύ άλλων Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
[8] Μεταξύ των οποίων είναι και οι εξής:
(α) Όταν προκύπτουν, όσον αφορά τα γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δύο διιστάμενες εκδοχές, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μία από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138).
(β) Στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η πληρότητα, σαφήνεια και αμεσότητα της μαρτυρίας, η ύπαρξη ή μη υπεκφυγών, γενικοτήτων, αντιφάσεων ή υπερβολών, η λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται και η ύπαρξη ή απουσία προσωπικού συμφέροντος (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192 · Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς, Π.Ε. 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.
(γ) Μαρτυρία που κατατίθεται, έστω και χωρίς ένσταση, και δεν είναι αποδεκτή, αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826 · Demari Kronos Ltd ν. Michael Leslie Gray, Π.Ε. 264/2014, 22/2/2023), ECLI:CY:AD:2023:A62.
(δ) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί ή να απορρίψει μέρος ή και το σύνολο της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα (Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Λτδ ν. Χίνη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1331 · Χριστού Χριστού ν. Αντώνη Ανδρέου Γεωργίου, Π.Ε. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403.
(ε) Η λογική μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή συμπερασμάτων και η λογικοφάνεια των προβαλλόμενων εκδοχών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην τελική κρίση του Δικαστηρίου (Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd ν. Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Π.Ε. 371/2009, 16/2/2015).
[9] Εφόσον, σύμφωνα με τις αρχές επί του θέματος, το Δικαστήριο, για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα, δύναται να στηρίζεται μόνο σε πραγματικά γεγονότα και όχι σε υποθέσεις.
[10] Υπογραμμίζεται ότι στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ v. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η μείωση του κύκλου εργασιών πρέπει να αφορά το συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη και να μην έχει εποχιακή ή περιοδική φύση εφόσον: «″Εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας, επιμετρούμενο μέσα στο συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού... Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και αυτή η σημασία που ενέχει ο όρος «όγκος εργασίας» στο πλαίσιο του άρθρου 18(γ)(vii) του Ν. 24/67 (όπως έχει τροποποιηθεί)».
[11] Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε σχετικά τα εξής:
«Η ζημιά μιας επιχείρησης, και μάλιστα η λογιστική τοιαύτη, μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα λόγων άσχετων με τον όγκο εργασίας της, όπως σχολίασε και το Δικαστήριο στην απόφαση του, ενώ, αν και ο όγκος εργασίας (που δεν ορίζεται στο Νόμο και δεν επιδιώκουμε να ορίσουμε αποκλειστικά), επίσης είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων, η αξία των διεξαχθεισών εργασιών ασφαλώς συνιστά ορθή, αν όχι την ορθότερη, ένδειξη τούτου. Ούτε ταύτισε το Δικαστήριο, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία, τον όγκο εργασίας με την αξία των εργασιών της εταιρείας, παρά μόνο αξιολόγησε τη σημασία της αξίας των εργασιών ως ενδεικτικής του όγκου εργασίας της».
[12] Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε σχετικά τα εξής:
«…η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τη μείωση του κύκλου εργασιών του καταστήματος, αιτία που δεν συνάδει με την πρόσληψη νέου υπαλλήλου.
[13] €414.660 − €405.326 = €9.334 − (9.334 ÷ 414.660) × 100 = 2,25%.
[14] €414.660 − €387.534 = €27.126 − (27.126 ÷ 414.660) × 100 = 6,54%.
[17] 75,5 Χ €286,15.
[18] 104 Χ €286,15.
[19] 87,5 – 52 = 35,5 Χ 286,15.
[20] Σύμφωνα με το οποίο «Η αποζημίωσις εις την οποίαν δικαιούται ο εργοδοτούμενος συμφώνως προς το εδάφιον (1) καταβάλλεται υπό του εργοδότου καθ' ον ποσόν αύτη δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος, και εκ του Ταμείου καθ' ον ποσόν αύτη υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι' εν έτος.»
[21] 25.038,13 – 10.158,33.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο