ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ ν. VOGEN LABORATORIES LTD κ.α., Αρ. Αίτησης: 70/18, 3/10/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ ν. VOGEN LABORATORIES LTD κ.α., Αρ. Αίτησης: 70/18, 3/10/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΛΕΜΕΣΟΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.

                    Λ. Νέμιτσα Πέτεβη )

                   Ν. Ψύχα                  ) Μελών.

 

                                                                                                                  Αρ. Αίτησης: 70/18

 

Μεταξύ:

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ

                                                       Αιτητή

 

και

 

1.  VOGEN LABORATORIES LTD (Αρ. Εγγραφής ΗΕ24100)

2.  ΤΑΜΕΙΟ ΔΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

                                                                                                                        Καθ΄ ων η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 3 Οκτωβρίου, 2025.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτητή: Ο κ.Λ. Λαζάρου για Σ.Α. Θωμά και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1: Ο κ.Γ. Τσαρδελής για Ηλίας Νεοκλέους & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

Για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού: Ο κ.Χ. Λεωνίδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Αιτητής, με την επίδικη Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («Επίδικη Αίτηση»), ισχυρίζεται ότι απασχολήθηκε, ως χειριστής μηχανών, στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας από 1/2/2000 μέχρι 31/12/2016, ημερομηνία κατά την οποία η τελευταία τερμάτισε την απασχόλησή του ισχυριζόμενη λόγους πλεονασμού και συγκεκριμένα λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της και/ή λόγω κατάργησης της θέσης του χειριστή μηχανών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποβάλει, στις 23/1/2017, ενώπιον του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ταμείου («Ταμείο»), αίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού η οποία απορρίφθηκε από το Ταμείο στις 14/2/2018, εφόσον το τελευταίο έκρινε, μετά από εξέταση της σχετικής αίτησης, ότι ο τερματισμός της απασχόλησής της δεν οφειλόταν σε πλεονασμό. Συνεπακόλουθα, ο Αιτητής καταχώρησε την Επίδικη Αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («Δ.Ε.Δ.»), στο πλαίσιο της οποίας διεκδικεί την επιδίκαση, υπέρ του και εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας, αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό της απασχόλησής της και, διαζευκτικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι ο τερματισμός της απασχόλησής της έλαβε χώρα για τον λόγο πλεονασμού που ισχυρίζεται η Εργοδότρια Εταιρεία (με αποτέλεσμα να είναι νόμιμος), την επιδίκαση υπέρ του πληρωμής λόγω πλεονασμού πληρωτέα από το Ταμείο. 

 

Η Εργοδότρια Εταιρεία, με τους Γενικούς Λόγους Εμφάνισής της, αποδέχεται τόσο την απασχόληση του Αιτητή στην υπηρεσία της από 1/2/2000 όσο και τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησής του στις 31/12/2016. Καλεί, όμως, το Δικαστήριο να απορρίψει την Επίδικη Αίτηση εναντίον της, με έξοδα υπέρ της, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή προέκυψε συνεπεία πλεονασμού και συγκεκριμένα καθότι υπήρξε σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών και/ή του κύκλου παραγωγής της και/ή στην υπολειτουργία της και/ή σε επιβεβλημένη κατάργηση της θέσης του χειριστή μηχανών στην οποία ο Αιτητής απασχολείτο και/ή σε σχετική τεχνολογική αναβάθμιση και/ή σε άλλον σοβαρό λόγο τερματισμού των υπηρεσιών του Αιτητή, με αποτέλεσμα να είναι νόμιμος.

 

Το ίδιο ισχύει και για το Ταμείο, το οποίο, μέσω των δικών του Γενικών Λόγων Εμφάνισης, επίσης καλεί το Δ.Ε.Δ. να απορρίψει την Επίδικη Αίτηση εναντίον του, με έξοδα υπέρ του. Σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται το Ταμείο, η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση του Αιτητή επικαλούμενη τη μείωση του κύκλου εργασιών της. Παρά ταύτα, τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή, ο κύκλος εργασιών της δεν παρουσίαζε μείωση του όγκου εργασιών ή/και των παραγγελιών ή και δεν προέβη σε οποιαδήποτε μορφή σπουδαίας αναδιοργάνωσης που να συνεπάγεται τη μείωση ή/και την εξαφάνιση των καθηκόντων του Αιτητή. 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

 

Όπως διαφαίνεται από τα πιο πάνω ο Αιτητής στηρίζει τις θεραπείες που εξαιτείται στο πλαίσιο της Επίδικης Αίτησης («Επίδικες Θεραπείες») κυρίως σε ισχυρισμό του για παρανομία του τερματισμού της απασχόλησής του από την Εργοδότρια Εταιρεία (στον οποίο η Εργοδότρια Εταιρεία απαντά με δικό της ισχυρισμό περί νομιμότητας του τερματισμού, εφόσον προέκυψε συνεπεία πλεονασμού).

 

Συνεπακόλουθα, όπως καθίσταται σαφές, το δικαίωμα του Αιτητή στις θεραπείες αυτές συνδέεται με τη νομιμότητα ή μη του τερματισμού της απασχόλησής του στη βάση συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος (από τη στιγμή που οι Επίδικες Θεραπείες συνδέονται με τερματισμό της απασχόλησης του από τον εργοδότη του) δεν είναι άλλος από τον Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, Ν.24/67Ν.24/67») ο οποίος καθιερώνει σχετικά:

 

(α) Στο πλαίσιο του άρθρου 3 παράγραφος 1 («Άρθ. 3(1)»), νόμιμο δικαίωμα του εργοδοτουμένου, του οποίου η απασχόληση τερματίζεται από τον εργοδότη του, σε πληρωμή αποζημιώσεων (πληρωτέων από τον εργοδότη), νοουμένου ότι ο τερματισμός αυτός είναι «παράνομος» (δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου) οι οποίες προβλέπουν τα εξής:

 

«3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα».

 

(β) στο πλαίσιο του άρθρου 9 παράγραφος 1 («Άρθ. 9(1)»), νόμιμο δικαίωμα εργοδοτουμένου σε λήψη προειδοποίησης, όταν ο τερματισμός της απασχόλησής του είναι παράνομος, δηλαδή δεν γίνεται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου αυτού (δικαίωμα το οποίο ο εργοδοτούμενος δύναται να απωλέσει μόνο όταν ο τερματισμός της απασχόλησης προκύπτει λόγω διαγωγής του, η οποία τον καθιστά «υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως» στη βάση του εδαφίου (ε) του άρθρου 5 του Ν.24/67)[1].

 

(γ) στο πλαίσιο του Μέρους IV, δικαίωμα εργοδοτουμένου για λήψη πληρωμής λόγω πλεονασμού από το ταμείο που καθιδρύεται στο πλαίσιο του άρθρου 24 του Ν.24/67, ήτοι το Ταμείο, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τον Τέταρτο Πίνακα του Ν.24/67 και καταβάλλεται νοουμένου ότι συντρέχουν, κυρίως, οι εξής προϋποθέσεις[2]:

 

(i) Ο εργοδοτούμενος έχει απασχοληθεί συνεχώς επί εκατόν τέσσερις (104) τουλάχιστον εβδομάδες (2 χρόνια) στον ίδιο εργοδότη (άρθρο 16 του Ν.24/67).

 

(ii) Ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου προκύπτει συνεπεία κάποιου από τους λόγους πλεονασμού, οι οποίοι προβλέπονται περιοριστικά στο πλαίσιο του άρθρου 18 του Ν.24/67Άρθ. 18»), το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη-

(α) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο· ή

(β) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο: …

(γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως:

(i) εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων·

(ii) αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων·

(iii) καταργήσεως τμημάτων·

(iv) δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών·

(v) ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών·

(vi) σπάνεως μέσων παραγωγής· και

(vii) περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.»

 

(iii) ο εργοδοτούμενος δεν έχει απωλέσει το σχετικό δικαίωμά πληρωμής λόγω πλεονασμού είτε λόγω συμπλήρωσης της συντάξιμης ηλικίας είτε για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο Ν.24/67 (βλ. κυρίως άρθρα 16Α, 16Β, 19 και 20).

 

Υπογραμμίζεται ότι, σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης εργοδοτουμένου για πραγματικούς λόγους πλεονασμού, εντός των πλαισίων του Μέρους IV του Ν.24/67, το δικαίωμα του Άρθ. 3(1) σε πληρωμή αποζημίωσης από τον εργοδότη χάνεται από τον εργοδοτούμενο (στη βάση των προνοιών του άρθρου 5 παράγραφος (β) του Ν.24/67)[3], ο οποίος, νοουμένου ότι οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος IV πληρούνται, κέκτηται δικαίωμα πληρωμής λόγω πλεονασμού από το Ταμείο.

 

ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ – ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

 

Ως εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι καθοριστικό για την κρίση επί του κατά πόσον ο Αιτητής δικαιούται σε επιδίκαση των Επίδικων Θεραπειών είναι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον ο τερματισμός της απασχόλησής της από την Εργοδότρια Εταιρεία επήλθε συνεπεία πλεονασμού, ως αυτός καθορίζεται στο πλαίσιο του Μέρους IV του Ν.24/67. Αρμόδιο, δε, Δικαστήριο για την απάντηση του ερωτήματος αυτού είναι, φυσικά, το Δ.Ε.Δ.[4], το οποίο, στο πλαίσιο των σχετικών αρχών, καλείται να αποφανθεί συγκεκριμένα κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης σε σχέση με την απάντηση του ερωτήματος αυτού κατάφερε, με την προσκομισθείσα εκ μέρους του μαρτυρία, να το αποσείσει.

 

Το ποιος είναι ο διάδικος αυτός καθορίζεται κυρίως στο πλαίσιο του βασικού κανόνα απόδειξης, σύμφωνα με τον οποίο το βάρος απόδειξης της συνδρομής των κριτηρίων που στοιχειοθετούν τις επίδικες θεραπείες φέρει ο διάδικος που τις εξαιτείται[5]. Έτσι, στην παρούσα περίπτωση, το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει, στο πλαίσιο του κανόνα αυτού, κατ’ αρχάς ο Αιτητής (ως ο διάδικος που εξαιτείται τις επίδικες θεραπείες εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας και του Ταμείου).

 

Αυτό, όμως, δεν ισχύει σε σχέση με το μοναδικό κριτήριο του οποίου η συνδρομή αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη στην παρούσα περίπτωση, ήτοι το κριτήριο που αφορά τον λόγο του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή και κατά πόσο αυτός προέκυψε για λόγους πλεονασμού, εφόσον, σε σχέση με το κριτήριο αυτό, ο εν λόγω κανόνας υποχωρεί ενόψει του νόμιμου τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του Ν.24/67, το οποίο αναφέρει τα εξής:

 

«Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»

 

Ενόψει τούτου, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω τεκμήριο (όπως προκύπτει από την αναφορά στο εν λόγω άρθρο περί τεκμηρίου «μέχρις αποδείξεως του εναντίου») είναι «μαχητό» (δηλαδή δύναται να ανατραπεί μέσω μαρτυρίας που προσκομίζεται από τον διάδικο που το αμφισβητεί), το βάρος απόδειξης στην εδώ περίπτωση φέρει η Εργοδότρια Εταιρεία, η οποία, ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή επήλθε νόμιμα για λόγους πλεονασμού αμφισβητεί τη συνδρομή του (βλ. σχετικά, Γεώργιος Αριστείδου ν. R.K. Super Beton Ltd [1999] 1 Α.Α.Δ. 114).

 

Ειδικότερα, αυτό που καλείται, στην παρούσα περίπτωση, η Εργοδότρια Εταιρεία να πράξει είναι, μέσω της μαρτυρίας που θα παρουσιάσει ενώπιόν μας, να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων[6], ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή έγινε για τον λόγο του πλεονασμού που η ίδια επικαλείται. Εάν το πετύχει, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή κρίνεται νόμιμος με αποτέλεσμα να δικαιούται σε επιδίκαση υπέρ του και εναντίον του Ταμείου, πληρωμής λόγω πλεονασμού. Αν όχι, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης κρίνεται παράνομος με αποτέλεσμα ο Αιτητής να  δικαιούται σε επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας, στο πλαίσιο του Άρθ. 3(1).

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Προς απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης, η Εργοδότρια Εταιρεία, κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία, προσέφερε μόνο τη μαρτυρία ενός εκ των διευθυντών της, ήτοι του κ. Χαράλαμπου Βοσκαρίδη («Χ.Β.») ο οποίος κατέθεσε ενώπιόν μας ενόρκως και αντεξετάστηκε μόνο από την πλευρά του Ταμείου (η οποία, όπως και η πλευρά του Αιτητή, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε δική της μαρτυρία). Στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, η οποία καταγράφηκε στα πρακτικά που λήφθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης, θα αναφερθούμε στη συνέχεια (όπως και στα λοιπά έγγραφα που αποτελούν μέρος του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιόν μας και των Γραπτών Αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων) συνοπτικά και μόνο όπου κρίνεται σκόπιμο, για σκοπούς παρουσίασης των σχετικών συμπερασμάτων, ευρημάτων και της τελικής μας κρίσης[7].

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα όσα κατέθεσε ο Χ.Β. στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, προχωρήσαμε, με γνώμονα τις σχετικές αρχές που διέπουν το θέμα[8] (σε συνδυασμό με το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μας), σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του έτσι ώστε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα / ευρήματα επί των οποίων θα στηριχθεί η τελική μας κρίση.

 

Παρουσιάζοντας τα ευρήματα / συμπεράσματά μας αυτά, σημειώνουμε τα εξής:

 

(Ι) Παραδεκτά και/ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα.

 

Πρώτα, για σκοπούς πλαισίωσης όλων όσων θα αναφερθούν πιο κάτω, παρουσιάζουμε τα συμπεράσματά / ευρήματά μας επί των παραδεκτών και/ή αδιαμφισβήτητων γεγονότων, τα οποία, σύμφωνα με την ενώπιόν μας προσκομισθείσα μαρτυρία (σε συνδυασμό με τις έγγραφες προτάσεις και τις λοιπές δηλώσεις των διαδίκων μερών), βρίσκουμε να είναι τα εξής:

 

(1) Η Εργοδότρια Εταιρεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο της Επίδικης Αίτησης, ενασχολείτο με τη διαχείριση επιχείρησης παρασκευής και πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων και παρεμφερών υπηρεσιών και είχε, ως διευθυντές της, όπως διαφαίνεται από σχετικό έγγραφο (Τεκμήριο 1), τον Χ.Β. και τον Νίκο Μαθηκολώνη («Ν.Μ.»).

 

(2) Ο Αιτητής απασχολήθηκε στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας ως «συντηρητής / χειριστής μηχανών» από 1/2/2000 μέχρι και 31/12/2016, ημερομηνία κατά την οποία τερματίστηκε η απασχόλησή του στη βάση επιστολής τερματισμού της απασχόλησης, η οποία του παραδόθηκε στις 4/11/2016 (Τεκμήριο 9). Στην επιστολή αυτή καταγράφονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Η απόφαση για τον εν λόγω τερματισμό είναι αποτέλεσμα της σημαντικής μείωσης του όγκου εργασίας στο τμήμα το οποίο απασχολείστε και στην εκ τούτη επιβεβλημένη κατάργηση της θέσης του χειριστή μηχανής στην οποία απασχολείστε από την 1η Φεβρουαρίου 2000 και δεν προκύπτει από την απόδοση σας στην εργασία σας»

 

(3) Οι τελευταίες, πριν τον τερματισμό της απασχόλησής του, εβδομαδιαίες απολαβές του Αιτητή ανέρχονταν σε €357,58.

 

(4) Ο Αιτητής, ενόψει του τερματισμού του, υπέβαλε στις 23/1/2017 ενώπιον του Ταμείου αίτηση για πληρωμή λόγω πλεονασμού (Τεκμήριο 12). Σε σχέση με την αίτηση αυτή, η Εργοδότρια Εταιρεία απέστειλε στο Ταμείο:

 

(α) σχετικό ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσε (Τεκμήριο 13)

 

(β) επιστολή ημερομηνίας 11/1/2018 (Τεκμήριο 10) και

 

(γ) επιστολή ημερομηνίας 15/1/2018 (Τεκμήριο 11).

 

(5) Το Ταμείο απέστειλε στον Αιτητή επιστολή ημερομηνίας 14/2/2018 (Τεκμήριο 14), στην οποία καταγραφόταν ότι η αίτηση του για πληρωμή πλεονασμού απορρίπτεται, λόγω του ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, ο τερματισμός της απασχόλησής του δεν οφειλόταν σε πλεονασμό.

 

(IΙ) Σύνοψη Μαρτυρίας

 

Συνοψίζοντας τώρα τη μαρτυρία του Χ.Β., την οποία βρίσκουμε σχετική με τα επίδικα θέματα, σημειώνουμε τα εξής:

 

Καταθέτοντας, ο Χ.Β:

 

(α) Αναφέρθηκε αρχικά στις δραστηριότητες της Εργοδότριας Εταιρείας, διευκρινίζοντας ότι αφορούν την παρασκευή και πώληση φαρμακευτικών προϊόντων, συγκεκριμένα πενικιλλινούχων σκευασμάτων, κατόπιν σχετικής άδειας που εξασφαλίστηκε από το Υπουργείο Υγείας το 2005 και εξακολουθεί να ανανεώνεται μέχρι και σήμερα (Τεκμήριο 2). Στο πλαίσιο της άδειας αυτής, η Εργοδότρια Εταιρεία υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς και υποχρεώσεις, μεταξύ αυτών και ο απόλυτος περιορισμός ως προς τα είδη των προϊόντων που δύναται να παρασκευάζει, ο αποκλεισμός εισαγωγής νέων προϊόντων και η υποχρέωση εξασφάλισης άδειας κυκλοφορίας για κάθε προϊόν, αποκλειστικά κατόπιν έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές κάθε χώρας. Αυτό, σύμφωνα με τον Χ.Β., δεν επιτρέπει στην Εργοδότρια Εταιρεία να παρασκευάζει άλλα φαρμακευτικά προϊόντα πέραν των πενικιλλινούχων, ενώ, λόγω της χρονοβόρας διαδικασίας αδειοδότησης, η επέκταση της διάθεσής τους είναι περιορισμένη, κάτι που διαφαίνεται και από το γεγονός ότι από το 2012 μέχρι το 2024 εξασφαλίστηκαν μόνο δύο νέες άδειες κυκλοφορίας: μία στο Αζερμπαϊτζάν το 2015 (μετά από αίτηση του 2012) και μία στο Βιετνάμ το 2024.

 

(β) Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στις εργασίες παραγωγής των πενικιλλινούχων σκευασμάτων, διευκρινίζοντας ότι οι εργασίες αυτές εκτελούντο από το τμήμα παραγωγής της Εργοδότριας Εταιρείας, το οποίο λειτουργούσε δύο γραμμές παραγωγής (μία παραγωγής και πρωτογενούς συσκευασίας καψουλών και μία παραγωγής και πρωτογενούς συσκευασίας εναιωρημάτων) και απαιτούσε, για τη λειτουργία του, την απασχόληση τριών ατόμων προσωπικού: ενός διευθυντή / επόπτη (ο οποίος είναι ο κατά νόμο υπεύθυνος για την παραγωγή) και δύο χειριστών μηχανών. Στους ρόλους αυτούς, για την περίοδο από το 2009 μέχρι το 2012, απασχολούντο ο Ν.Μ. ως διευθυντής / επόπτης και ο Αιτητής (μαζί με ακόμη έναν εργοδοτούμενο της Εργοδότριας Εταιρείας) ως «χειριστής μηχανών». Αυτό άλλαξε το 2013, όταν στο τμήμα παραγωγής εντάχθηκε και ο Νίκος Καιτάνης («Ν.Κ.»), ο οποίος, όμως, δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εργοδότριας Εταιρείας αλλά εργοδοτούμενος άλλης εταιρείας, από την οποία η Εργοδότρια Εταιρεία παράγγειλε (επιδιώκοντας μείωση κόστους στην παραγωγή εναιωρημάτων που μέχρι τότε γινόταν με ημιαυτόματη μηχανή) νέα αυτόματη μηχανή γραμμής εναιωρημάτων, την οποία εγκατέστησε και έθεσε σε λειτουργία στη γραμμή παραγωγής το 2013 (Τεκμήριο 4). Καθώς, όμως, η παραχώρηση αυτή, όπως ανέφερε, «δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρο», η Εταιρεία προχώρησε στην εργοδότηση του Ν.Κ. τον Μάιο του 2016. Αναφορικά με την ανάγκη ένταξης του Ν.Κ. στην ομάδα του τμήματος παραγωγής, ο Χ.Β. ανέφερε ότι αυτή προέκυψε λόγω του ότι η εν λόγω αυτόματη μηχανή εναιωρημάτων (η οποία παραγγέλθηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία κατόπιν σχετικής συμφωνίας με ιρακινή εταιρεία, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση της αγοράς της νέας αυτής μηχανής και την αγορά, εκ μέρους της ιρακινής εταιρείας, μεγάλου όγκου εναιωρημάτων από την Εργοδότρια Εταιρεία) απαιτούσε, λόγω των τεχνολογικών της χαρακτηριστικών της (αυτοματισμοί, ηλεκτρονικά συστήματα), την παρουσία εξειδικευμένου μηχανικού στο τμήμα παραγωγής, προσόντα που κατείχε ο Ν.Κ. (ο οποίος ήταν πτυχιούχος μηχανολόγος μηχανικός). Έτσι, με την αγορά της εν λόγω μηχανής, της «παραχωρήθηκε» (από την παρέχουσα την μηχανή εταιρεία) ο Ν.Κ., ο οποίος «όλο το έτος 2013, πέραν της χρήσης της νέας μηχανής, λάμβανε εκτεταμένη εκπαίδευση (εσωτερική και εξωτερική) σε όλα τα πεδία της φαρμακοβιομηχανίας σύμφωνα με τα πρότυπα του c-GMP». Παράλληλα, κατά τη σχετική αυτή περίοδο, ο Αιτητής απουσίαζε ανά διαστήματα με αναρρωτική άδεια λόγω χειρουργικής επέμβασης. Συγκεκριμένα με αναρρωτική άδεια απουσίασε από 1/1/2014 μέχρι 30/11/2014, ενώ, μετά την επιστροφή του, ενημέρωσε την Εταιρεία ότι «θα προβεί σε νέα χειρουργική επέμβαση και ανέμενε από ημέρα σε ημέρα να του κλείσουν το χειρουργείο» και, τελικώς, όπως διαφαίνεται από σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά (Τεκμήριο 3), υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση τον Φεβρουάριο του 2016 και παρέμεινε σε αναρρωτική άδεια μέχρι τον Οκτώβριο του 2016.

 

(γ) Μετά, ισχυριζόμενος ότι η Εργοδότρια Εταιρεία το 2016 αντιμετώπιζε μείωση του κύκλου εργασιών της, ανάφερε ότι, ενώ το 2015 οι εργατοώρες του προσωπικού και στις δύο γραμμές παραγωγής παρουσίαζαν αύξηση λόγω της συνεργασίας με την ιρακινή εταιρεία και της ανάληψης της παρασκευής καψουλών για λογαριασμό κυπριακής εταιρείας για τριετή περίοδο, η εικόνα αυτή άλλαξε το 2016 όταν η ιρακινή εταιρεία αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα να διακόψει τη συνεργασία της με την Εργοδότρια Εταιρεία ενώ, ταυτόχρονα, οι πωλήσεις στην Υεμένη μηδενίστηκαν και δεν υπήρχε καμία προοπτική ανάκαμψης για τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι η άδεια κυκλοφορίας των προϊόντων απαιτούσε έγκριση των αρμόδιων αρχών και για δύο τουλάχιστον έτη μετά το 2016 δεν αναμενόταν νέα έγκριση. Προς υποστήριξη, δε, του ισχυρισμού του αυτού:

 

(i) Παρουσίασε τον πιο κάτω πίνακα των ετήσιων πωλήσεων των προϊόντων του τμήματος παραγωγής για τα έτη 2012 - 2016 («Πίνακας Α»), σημειώνοντας ότι η ένδειξη που αφορά τις πωλήσεις της Υεμένης για το 2016 «αφορούν προϊόντα που παράχθηκαν το 2015 αλλά απλά τιμολογήθηκαν το 2016, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις στην Υεμένη το 2016 να ήταν 0».

 

 

 

 

 

2012

 

2013

 

2014

 

2015

 

2016

ΑΛΒΑΝΙΑ

18732

21156

42196

23308

20072

ΥΕΜΕΝΗ

20095

50973

ΓΕΩΡΓΙΑ

111424

201550

128030

165074

225637

ΙΡΑΚ

54779

65544

91305

96681

37983

ΚΟΥΡΔΙΣΤΑΝ

 

27078

22838

ΛΙΒΑΝΟΣ

24551

23228

36550

26504

11524

ΟΥΓΚΑΝΤΑ

16387

34384

46563

61173

58526

ΑΖΕΡΜΠΑΪΤΖΑΝ

59409

22245

ΣΥΝΟΛΟ

285282

345862

344644

442158

427553

ΑΠΟ ΕΛ. ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

  409.814

  417.394

479.908

480.059

 

(ii) Παρουσίασε τον πιο κάτω πίνακα του σύνολού των ωρών που εργάστηκε το προσωπικό της Εργοδότριας Εταιρείας στις δύο μηχανές, περιλαμβανομένου και του χρόνου καθαριότητας τους («εργατοώρες»), καθώς και οι πωλήσεις, το κόστος υλικών και το κέρδος / ζημιά για τα έτη 2013 – 2017 («Πίνακας Β»), σημειώνοντας ότι τα ετήσια σύνολα στον πίνακα αυτό είναι χαμηλότερα από εκείνα του Πίνακα Α, αφού στον Πίνακα Β καταγράφεται «το σύνολο των πωλήσεων που έκανε» η Εργοδότρια Εταιρεία «από όλα τα τμήματα και τις υπηρεσίες που προσφέρει». Περαιτέρω, κατέθεσε αντίγραφα σχετικών σελίδων των εξελεγμένων λογαριασμών για τα έτη 2013–2017 (Τεκμήρια 5 - 8), προς επιβεβαίωση, όπως ανέφερε, του «κέρδους» που καταγράφεται στον εν λόγω πίνακα.

 

ΕΤΟΣ

ΕΡΓ/ΩΡΕΣ

ΠΩΛΗΣΕΙΣ

ΚΟΣΤΟΣ ΥΛΙΚΩΝ

ΚΕΡΔΟΣ

2013

2403

€409.814

€344.704

-€78.997

2014

2793

€417.394

€312.355

-€38.183

2015

2955

€479.908

€339.158

€35.485

2016

1911

€480.059

€372.543

-€17.352

2017

2238

€477.681

€317.401

€18.791

 

(iii) Παρουσίασε πίνακα, στον οποίο καταγράφονται οι ώρες απασχόλησης των μηχανών είτε για παραγωγή είτε για καθαριότητα / συντήρηση («μηχανοώρες»), όπως καταγράφονται στο ημερολόγιο κάθε μηχανής («Πίνακας Γ»), σύμφωνα με τον οποίο οι συνολικές μηχανοώρες (Total Machine Hours) ανήλθαν το 2013 σε 720, το 2014 σε 871, το 2015 σε 1033, το 2016 σε 633, το 2017 σε 551, το 2018 σε 502, το 2019 σε 336 και το 2020 σε 449.

 

(iv) Αναφέρθηκε στα στοιχεία που καταγράφονται στους πιο πάνω πίνακες και, σύμφωνα με τον ίδιο, καταδεικνύουν τη μείωση του κύκλου εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας, σημειώνοντας κυρίως ότι, όπως προκύπτει από τον Πίνακα Β, οι ώρες που εργάστηκε το προσωπικό της Εργοδότριας Εταιρείας στις δύο μηχανές το 2016 μειώθηκαν σε 1.911, 2.955 το 2015, 2.793 το 2014 και 2.403 το 2013, ενώ, παρά τη διατήρηση των πωλήσεων στα ίδια επίπεδα, η Εταιρεία επανήλθε σε ζημίες λόγω αυξημένου κόστους υλικών. Ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από τον Πίνακα Γ, το 2016 μειώθηκαν και οι σχετικές μηχανοώρες σε 633, από 1.033 το 2015, 871 το 2014 και 720 το 2013.

 

(δ) Κλείνοντας, αναφέρθηκε στα δεδομένα με βάση τα οποία η Εργοδότρια Εταιρεία αποφάσισε τον τερματισμό της απασχόλησης του Αιτητή, σημειώνοντας ότι το 2016 κρίθηκε από την Εργοδότρια Εταιρεία ως αναπόφευκτη η μείωση του τμήματος παραγωγής κατά ένα μέλος για λόγους που αφορούσαν τη μείωση του κύκλου εργασιών, την έλλειψη προοπτικής επανάκαμψης τα επόμενα χρόνια και το γεγονός ότι είχε προσληφθεί ο Ν.Κ., ο οποίος ήταν απολύτως αναγκαίο να εργάζεται στο τμήμα παραγωγής ώστε να λειτουργεί η νέα μηχανή. Τελικά, ως το μέλος αυτό επιλέχθηκε ο Αιτητής, εφόσον ο Ν.Κ. ήταν απαραίτητος για τη λειτουργία της νέας αυτόματης μηχανής παραγωγής εναιωρημάτων, την οποία ο Αιτητής δεν γνώριζε να χειρίζεται, η απασχόληση του κατά νόμο υπεύθυνου του τμήματος παραγωγής δεν μπορούσε να τερματιστεί και ο άλλος χειριστής μηχανής, κ. Χρίστος Χριστοδούλου, προοριζόταν να αντικαταστήσει τον κατά νόμο υπεύθυνο παραγωγής σε περίπτωση αποχώρησής του. Επιπλέον, αναφερόμενος στον λόγο επιλογής του Αιτητή, ανέφερε αυτολεξεί τα ακόλουθα:

 

«Ουσιαστικά, με την αντικατάσταση της μηχανής εναιωρημάτων και αφού ο κ. Νίκος Καιτάνης ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσής του ώστε να μπορεί να εργάζεται στο σύνολο των εργασιών του τμήματος παραγωγής, ήτοι το 2014, ο Αιτητής δεν ήταν αναγκαίος αφού όπως πιο πάνω αναφέρω, στο τμήμα παραγωγής απαιτούνται 3 φυσικά πρόσωπα μόνο… 

 

Αν και ο Αιτητής δεν ήταν αναγκαίος από το 2014, λόγω της χειρουργικής επέμβασης που υποβλήθηκε και της αναρρωτικής άδειας που είχε δεν μπορούσε να τερματιστεί η απασχόλησή του. Όταν επέστρεψε, όπως πιο πάνω αναφέρω, μας είχε πληροφορήσει ότι ανέμενε μέρα με τη μέρα να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση και δεν βάσταζε η συνείδησή μου να του τερματίσουμε την απασχόληση σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του. Τελικά, ως πιο πάνω αναφέρω, ενώ ο Αιτητής επέστρεψε τον Δεκέμβριο του 2014, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση τον Φεβρουάριο του 2016. Κατά την εν περίοδο που είχε επιστρέψει, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Ιανουάριο του 2016, εργαζόταν στο τμήμα παραγωγής χωρίς όμως να είναι αναγκαία η παρουσία του αφού υπήρχαν ήδη τα 3 φυσικά πρόσωπα που απαιτούνταν».

 

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

 

Αντεξεταζόμενος, αρχικά ξεκαθάρισε ότι οι γραμμές παραγωγής της Εργοδότριας Εταιρείας, μαζί με «τον αναμικτήρα που τις τροφοδοτεί», αποτελούν συνολικά το τμήμα παραγωγής, διευκρινίζοντας ότι κατά το 2013 - 2016 ως χειριστές μηχανών απασχολούντο ο Αιτητής και ένας άλλος εργαζόμενος. Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο Τεκμήριο 4, εξήγησε ότι, παρόλο που το τιμολόγιο φέρει ημερομηνία Δεκεμβρίου 2014, η μηχανή είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε ήδη από τον Ιανουάριο του 2014, στο πλαίσιο συμφωνίας με την προμηθεύτρια εταιρεία, η οποία την παραχώρησε αρχικά για χρήση και εξέδωσε το τιμολόγιο αργότερα, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επικύρωσης, σημειώνοντας ότι η ημερομηνία τιμολόγησης δεν χρειάζεται να ταυτίζεται με την ημερομηνία λειτουργίας. Όσον αφορά την απασχόληση του Ν.Κ., επέμεινε ότι αρχικά ήταν μέσω της εταιρείας MICHALIS PAKKOS LTD διευκρινίζοντας ότι κατά το 2014 και 2015 δεν πληρωνόταν από την Εργοδότρια Εταιρεία αλλά από την εταιρεία αυτή η οποία προμήθευσε την αυτόματη μηχανή στην Εργοδότρια Εταιρεία και ήδη από το 2013 παρείχε στην Εργοδότρια υπηρεσίες μηχανικού μέσω τιμολογήσεων που περιλάμβαναν προκατασκευαστικά μέρη και τεχνική υποστήριξη. Ερωτηθείς κατά πόσο η παρουσία του Ν.Κ. στο τμήμα παραγωγής συνδεόταν με την απουσία του Αιτητή λόγω ασθενείας, αποδέχθηκε ότι πράγματι κάλυπτε την περίοδο της απουσίας του, αναφέροντας όμως ότι η απασχόλησή του δεν αφορούσε αποκλειστικά αυτό τον λόγο. Επιπλέον, επιβεβαίωσε ότι οι πωλήσεις της Εργοδότριας Εταιρείας προς Υεμένη και Αζερμπαϊτζάν δεν ήταν σταθερές ετησίως, αφού στην Υεμένη υπήρξαν μόνο το 2015–2016 και στο Αζερμπαϊτζάν μόνο το 2012–2015, διευκρινίζοντας ότι οι πωλήσεις του 2016 προς την Υεμένη τιμολογήθηκαν τον Ιανουάριο 2016 για παραγωγή που είχε ολοκληρωθεί το 2015. Τέλος, σε σχέση με τα καθήκοντα του Αιτητή, ανέφερε ότι δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει ότι το 2012, 2013 και 2015 τα εκτελούσε κανονικά, ενώ το 2014 απουσίαζε με αναρρωτική άδεια και το 2016 λόγω δεύτερης χειρουργικής επέμβασης, διευκρινίζοντας αναφορικά με τον πίνακα εργατοωρών ότι αυτός βασίστηκε σε τρία άτομα ανά μηχανή και ότι, εάν συνυπολογίζονταν οι ώρες του Αιτητή το 2013 και 2015, ο συνολικός αριθμός θα ήταν αυξημένος κατά 30%, γεγονός που θα καθιστούσε τη μείωση του όγκου εργασίας ακόμη πιο εμφανή.

 

Στο στάδιο της επανεξέτασής του, ο Χ.Β. διευκρίνισε τη διατύπωση περί «κατάργησης της θέσης χειριστή μηχανών» στην επιστολή τερματισμού, εξηγώντας ότι για τη λειτουργία της μηχανής καψουλών απαιτούνται, πέραν του επόπτη, τρεις χειριστές: ένας για τη ζύγιση και παραλαβή προϊόντος από τον αναμικτήρα, ένας για τη μηχανή καψουλών και ένας για τη συσκευαστική μηχανή (blister), ενώ στη γραμμή εναιωρημάτων χρειάζονται δύο χειριστές και ένας επόπτης. Η προσθήκη της νέας μηχανής, όπως είπε, επέβαλε την παρουσία πτυχιούχου μηχανικού με εξειδικευμένες γνώσεις, γεγονός που αύξησε τους χειριστές σε τρεις. Η αναφορά στην επιστολή τερματισμού περί «κατάργησης της θέσης» αφορούσε την κατάργηση μίας εκ των τριών θέσεων, λόγω πλεονασμού. Η Εταιρεία έπρεπε να επιλέξει ποιος από τους τρεις θα αποχωρούσε: ο πρώτος ήταν χημικός μηχανικός που προοριζόταν να αναλάβει τη διεύθυνση παραγωγής, ο δεύτερος ο Ν.Κ., εκπαιδευμένος από την προμηθεύτρια εταιρεία και με τεχνική εξειδίκευση για τη νέα γραμμή, και ο τρίτος ο Αιτητής, με πολυετή παρουσία αλλά χωρίς δυνατότητα να ανταποκριθεί στα καθήκοντα των άλλων δύο.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ – ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας στο πλαίσιο της σχετικής ακροαματικής διαδικασίας είναι αυτή του Χ.Β., η οποία, στο μεγαλύτερο μέρος της, παρέμεινε αναντίλεκτη, και ως εκ τούτου την αποδεχόμαστε ως προς τα πραγματικά γεγονότα που επιμαρτυρεί προβαίνοντας σε σχετικά ευρήματα γεγονότων (με  την επιφύλαξη των όσων αναφέρουμε στην πιο κάτω ανάλυση μας και χωρίς, φυσικά, να προβαίνουμε σε οποιαδήποτε ευρήματα σε σχέση διατυπωθείσες εκτιμήσεις ή υποθέσεις που τέθηκαν από τον Χ.Β. στο πλαίσιο της μαρτυρίας αυτή[9]).

 

Αναλύοντας δε την μαρτυρία αυτή για σκοπούς απάντησης του επίδικου ερωτήματος (ως αυτό τέθηκε πιο πάνω) σημειώνουμε τα εξής:

 

Από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας, διαφαίνεται ότι, για τον τερματισμό της απασχόλησης του Εργοδοτούμενου λόγω πλεονασμού, η Εργοδότρια Εταιρεία επικαλείται δύο διαφορετικούς λόγους πλεονασμού και συγκεκριμένα τον «εκσυγχρονισμό της γραμμής παραγωγής εναιωρημάτων» και τη «μείωση του κύκλου εργασιών». Αυτό προκύπτει κυρίως από το περιεχόμενο της επιστολής τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή (Τεκμήριο 9), αλλά και από τις σχετικές δηλώσεις στις οποίες προέβη ο Χ.Β. στο πλαίσιο της μαρτυρίας του, με σημαντικότερη εξ αυτών να είναι η δήλωση που περιλαμβάνεται και στη Γραπτή Δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία:

 

«…η εργοδότηση του Αιτητή τερματίστηκε την 31/12/2016 με γραπτή επιστολή ημερομηνίας 4/11/2016 για λόγους πλεονασμού και συγκεκριμένα λόγω εκσυγχρονισμού της γραμμής παραγωγής εναιωρημάτων και λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της Καθ’ ης η Αίτηση 1

  

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

 

Εξετάζοντας τους δύο αυτούς λόγους πλεονασμού που επικαλείται η Εργοδότρια Εταιρεία (έχοντας πάντοτε υπόψη μας τη νομική πτυχή του θέματος), σημειώνουμε τα εξής:

 

Αναδιοργάνωση / Εκσυγχρονισμός

 

Αναφορικά με τον πρώτο, προαναφερθέντα, λόγο πλεονασμού, ήτοι τον «εκσυγχρονισμό της γραμμής παραγωγής εναιωρημάτων», παρατηρούμε ότι ο λόγος αυτός δύναται να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες των εδαφίων (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 («Άρθ. 18(γ)(i)(ii)»), σύμφωνα με τις οποίες εργοδοτούμενος θεωρείται πλεονάζον προσωπικό όταν η απασχόλησή του τερματίσθηκε ένεκα «εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως, η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» ή «αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων».

 

Για να προκύψει αυτό, σύμφωνα με την κείμενη επί του θέματος νομολογία, θα πρέπει να εντοπίζεται (στη βάση πάντοτε αντικειμενικών κριτηρίων[10]) ότι ο εργοδότης προχώρησε σε αναδιοργάνωση / εκσυγχρονισμό της επιχείρησής του, η οποία, ενόψει της έκτασης και σοβαρότητάς της, είχε ως αποτέλεσμα την ουσιώδη μεταβολή της φύσης των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργηση αυτών, με συνέπεια την ελάττωση του αριθμού των αναγκαίων εργαζομένων.

 

Σχετική εδώ είναι η απόφαση Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ v. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985 σύμφωνα με την οποία:

 

«…Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή της επιχείρησης για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή την κατάργησή τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται ″ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων″ κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου»

 

Σχετική είναι και η απόφαση του Court of Appeal (England and Wales) στην υπόθεση Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 All E.R. 836, σύμφωνα με το σκεπτικό της οποίας, σε κάθε περίπτωση, για να δικαιολογηθεί πλεονασμός θα πρέπει να διακριβωθούν οι πραγματικές απαιτήσεις της επιχείρησης και κατά πόσο αυτές μειώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στη συνέχεια, θα πρέπει να διακριβωθεί κατά πόσο οι συγκεκριμένες μειωμένες απαιτήσεις συνδέονται με τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου που θα απολυθεί ως πλεονάζον. Αν στη διαδικασία αυτή, με αντικειμενικά κριτήρια, επιβεβαιωθεί ο επηρεασμός της εργασίας του εργοδοτουμένου, αυτός θεωρείται πλεονάζον προσωπικό.

 

Κατά συνέπεια, στη βάση των πιο πάνω αρχών, αυτό που το Δ.Ε.Δ. οφείλει, εξετάζοντας την ενεργοποίηση των πιο πάνω προνοιών στην ενώπιόν του επίδικη περίπτωση,  να πράττει,  είναι:

 

(α) Αρχικά, να εξετάζει κατά πόσον, στην επίδικη περίπτωση, ο εργοδότης προέβη σε αναδιοργάνωση / εκσυγχρονισμό της επιχείρησης στην οποία απασχολείτο ο πλεονάζων εργοδοτούμενος, εξετάζοντας ταυτόχρονα και το κατά πόσον η αναδιοργάνωση αυτή είχε την απαιτούμενη σοβαρότητα, δηλαδή μπορούσε, λόγω της φύσης της, να μεταβάλει ουσιωδώς τη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή ακόμη και να τα καταργήσει πλήρως.

 

(β) Στη συνέχεια, νοουμένου ότι αναδιοργάνωση ή εκσυγχρονισμός τέτοιας φύσεως διαγιγνώσκεται, να εξετάζει κατά πόσον η εν λόγω αναδιοργάνωση / εκσυγχρονισμός πράγματι επέφερε ουσιαστική μεταβολή ή κατάργηση των καθηκόντων του απολυθέντος ως πλεονάζοντος εργοδοτουμένου, με αποτέλεσμα «να συνεπάγεται ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων» (βλ. Γρηγορά (πιο πάνω)). Αν, κατά την εξέταση αυτή, εντοπίζεται τέτοια μεταβολή ή κατάργηση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου λόγω της αναδιοργάνωσης ή του εκσυγχρονισμού, τότε η ενεργοποίηση των πιο πάνω προνοιών δικαιολογείται. Αντίθετα, αν από την εξέταση αυτή προκύπτουν στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι τέτοια μεταβολή ή κατάργηση δεν έλαβε χώρα (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δ.Ε.Δ. διαφαίνεται ότι τα καθήκοντα του εργοδοτουμένου παρέμειναν και μετά την αναδιοργάνωση και εκτελούνταν από άλλο ή άλλους εργοδοτουμένους - βλ. S. & G. Colocassides Ltd v. Π. Λαζαρίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 2181) τότε η ενεργοποίηση των προνοιών αυτών δεν καθίσταται νοητή.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, εξετάσαμε το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μας αναφορικά με τον λόγο αυτό, όπως αυτός παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της μαρτυρίας του Χ.Β., καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Εργοδότρια Εταιρεία πράγματι προχώρησε αναδιοργάνωση / εκσυγχρονισμό της επιχείρησης στην οποία απασχολείτο ο Αιτητής η οποία μπορούσε (εν δυνάμει), λόγω της φύσης της, να μεταβάλει ουσιωδώς τη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου ή ακόμη και να τα καταργήσει πλήρως, εφόσον (όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Χ.Β.) αναδιοργάνωσε / εκσυγχρόνισε τη λειτουργία της γραμμής παραγωγής εναιωρημάτων, η οποία αρχικά λειτουργούσε αποκλειστικά με ημιαυτόματη μηχανή, με την εισαγωγή σε αυτήν αυτόματης μηχανής γραμμής εναιωρημάτων. Επομένως, το μόνο που απομένει να εξεταστεί είναι το κατά πόσον η εν λόγω αναδιοργάνωση / εκσυγχρονισμός επέφερε στην πράξη ουσιαστική μεταβολή ή κατάργηση των καθηκόντων του Αιτητή, με αποτέλεσμα, στη βάση των πιο πάνω αρχών, να δικαιολογείται ο τερματισμός της απασχόλησής του ως πλεονάζον προσωπικό.

 

Έχοντας εξετάσει ενδελεχώς την ενώπιόν μας προσφερθείσα μαρτυρία, η απάντησή μας στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Kαι εξηγούμε:

 

Από τη μαρτυρία του Χ.Β. αφενός προκύπτει ότι η επίδικη αναδιοργάνωση / εκσυγχρονισμός αφορούσε τα έτη 2013 και 2014, όταν έλαβαν χώρα οι σχετικές με αυτήν ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων της συμφωνίας της Εργοδότριας Εταιρείας με την ιρακινή εταιρεία για την προμήθεια της αυτόματης μηχανής, της παραγγελίας και εγκατάστασης της μηχανής και της έναρξης της συνεργασίας με τον Ν.Κ. για σκοπούς λειτουργίας της. Αφετέρου, από τη μαρτυρία αυτή προκύπτει ότι τα καθήκοντα του Αιτητή μετά την αναδιοργάνωση εξακολούθησαν να υφίστανται στην επιχείρηση και εκτελούντο από τον ίδιο τον Αιτητή, εφόσον, όπως ο ίδιος ο Χ.Β. ανέφερε τόσο στο στάδιο της κυρίως εξέτασης όσο και της αντεξέτασής του, ο Αιτητής, και μετά την αναδιοργάνωση και μέχρι τον τερματισμό του – πλην των περιόδων κατά τις οποίες απουσίαζε με άδεια ασθενείας – εκτελούσε τα καθήκοντά του κανονικά στην Εργοδότρια Εταιρεία όπως και προηγουμένως.

 

Συνεπακόλουθα, αποτελεί κρίση μας ότι, στο πλαίσιο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας, δεν έχει καταδειχθεί ότι η επίδικη αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμός, ο οποίος προηγήθηκε του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή κατά δύο και πλέον έτη, επέφερε ουσιαστική μεταβολή ή κατάργηση των καθηκόντων του ως πλεονάζοντος προσωπικού, με αποτέλεσμα η Εργοδότρια Εταιρεία να έχει αποτύχει να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο τερματισμός της απασχόλησης έγινε στο πλαίσιο των προνοιών του Άρθ. 18(γ)(i)(ii).

 

Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζεται ότι το γεγονός πως ο Χ.Β. σημειώνει, στο πλαίσιο της μαρτυρίας του, ότι παρότι ο Αιτητής εργαζόταν στο τμήμα παραγωγής και μετά την αναδιοργάνωση, εντούτοις η παρουσία του δεν ήταν αναγκαία «αφού υπήρχαν ήδη τα τρία φυσικά πρόσωπα που απαιτούνταν», δεν αλλάζει με οποιονδήποτε τρόπο την κρίση μας αυτή, εφόσον, σύμφωνα με τις αρχές που αναλύθηκαν πιο πάνω, για την ενεργοποίηση των προνοιών του Άρθ. 18(γ)(i)(ii) καθοριστικό είναι τα καθήκοντα του εργαζομένου να καταργούνται πλήρως ή να μεταβάλλονται ουσιωδώς λόγω της επίδικης αναδιοργάνωσης / εκσυγχρονισμού, κάτι που στην παρούσα περίπτωση, δεδομένου ότι ο Αιτητής, κατά παραδοχή και του Χ.Β., συνέχισε να εκτελεί τα καθήκοντά του και μετά την ολοκλήρωση της πιο πάνω αναδιοργάνωσης / εκσυγχρονισμού, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να ισχύει.

 

Μείωση Κύκλου Εργασιών

 

Αναφορικά τώρα με τον δεύτερο λόγο που επικαλείται η Εργοδότρια Εταιρεία, ήτοι τον λόγο που αφορά τη «μείωση του κύκλου εργασιών» της, παρατηρούμε ότι ο λόγος αυτός δύναται να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του εδαφίου (vii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 18 («Άρθ. 18(γ)(vii)»), σύμφωνα με τις οποίες εργοδοτούμενος θεωρείται πλεονάζον προσωπικό όταν η απασχόλησή του τερματίσθηκε ένεκα «περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως» του εργοδότη.

 

Εξετάζοντας τη κείμενη επί του θέματος νομολογία προκύπτει σαφώς ότι, για να δικαιολογείται τερματισμός της απασχόλησης εργοδοτουμένου στη βάση του συγκεκριμένου λόγου, θα πρέπει να εντοπίζεται (πάλι στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων[11]) ουσιαστική μείωση του συνήθους κύκλου εργασιών του εργοδότη κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού (Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ.[12]).

 

Για τον εντοπισμό, δε, μιας τέτοιας μείωσης, το Δ.Ε.Δ., έχοντας υπόψη πάντοτε το σκεπτικό της απόφασης Hindle (ως αυτό αναλύθηκε πιο πάνω), οφείλει:

 

(α) Αρχικά, να εξετάζει ποιες ήταν οι πραγματικές απαιτήσεις της επιχείρησης και κατά πόσο αυτές μειώθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης. Αυτό, σύμφωνα με την κείμενη επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703), επιτυγχάνεται κατόπιν εξέτασης πειστικών οικονομικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και αφορούν την οικονομική κατάσταση του εργοδότη κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού. Σημειώνεται ότι τέτοια στοιχεία, σύμφωνα με την απόφαση Σωτήρης Α. Χρυσάνθου κ.ά. v. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 383, δύνανται να αποτελέσουν «οι ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών του εργοδότη», χωρίς όμως να είναι τα μόνα και αποκλειστικά στοιχεία που μπορούν να συνιστούν τέτοια μαρτυρία. Στη βάση, δε, των στοιχείων αυτών, αυτό που αποτελεί την καλύτερη ένδειξη του ποιος είναι ο κύκλος εργασιών του εργοδότη είναι η «αξία των διεξαχθεισών εργασιών του εργοδότη», εφόσον η αξία αυτή, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κώστας Τρύφωνος v. Takis Vashiotis Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1953, «συνιστά ορθή, αν όχι την ορθότερη, ένδειξη τούτου».

 

(β) Στη συνέχεια, να εξετάζει (νοουμένου ότι έχει διαπιστωθεί μείωση των πραγματικών απαιτήσεων της επιχείρησης τον ουσιώδη χρόνο) το κατά πόσον οι συγκεκριμένες μειωμένες απαιτήσεις συνδέονται με τα καθήκοντα του απολυθέντος ως πλεονάζοντος εργοδοτουμένου. Αν, κατά την εξέταση αυτή, εντοπίζεται τέτοιος επηρεασμός, τότε ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου λόγω πλεονασμού δικαιολογείται. Αντίθετα, αν από την εξέταση αυτή προκύπτουν στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι τέτοιος επηρεασμός δεν έλαβε χώρα (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης, κατά τον ουσιώδη χρόνο του πλεονασμού, προχώρησε σε προσλήψεις νέου ή νέων υπαλλήλων για τον ίδιο ή για παρεμφερή ρόλο ή για τα ίδια καθήκοντα με αυτά του απολυθέντος – βλ. Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985), τότε ο πλεονασμός δεν δικαιολογείται.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, εξετάσαμε τη σχετική μαρτυρία του Χ.Β., στο πλαίσιο της οποίας αυτός διατείνεται κυρίως, ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας δικαιολογείτο, εφόσον από τα οικονομικά στοιχεία που έθεσε ενώπιόν μας αποδεικνύεται αφενός ότι η Εργοδότρια Εταιρεία το 2016 «επανήλθε σε ζημιές» και αφετέρου ότι το 2016, σε σχέση με τις μηχανές της γραμμής παραγωγής, προέκυψε μείωση τόσο στις εργατοώρες όσο και στις μηχανοώρες.

 

Διαφωνούμε με τη θέση αυτή. Και εξηγούμε:

 

Σύμφωνα με τις αρχές που αναπτύξαμε πιο πάνω (βλ. κυρίως Pitsillis και Τρύφωνος), ορθότερη ένδειξη του κύκλου εργασιών του εργοδότη, για σκοπούς που αφορούν τις πρόνοιες του Άρθ. 18(γ)(vii), αποτελεί η «αξία των διεξαχθεισών εργασιών» της επιχείρησης που διεξάγει ο εργοδότης, όπως αυτή προκύπτει από πειστικά οικονομικά στοιχεία τα οποία αφορούν τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης, όπως είναι οι «ισολογισμοί και άλλα λογιστικά στοιχεία» που αφορούν τον κύκλο αυτό.

 

Έχοντας αυτό υπόψη μας, και λαμβάνοντας ως ουσιώδη χρόνο σε σχέση με την παρούσα περίπτωση το χρόνο παράδοσης της επιστολής τερματισμού της απασχόλησης στον Αιτητή (Τεκμήριο 9), ήτοι την 4/11/2016, παρατηρούμε ότι τα στοιχεία που αφορούν την «αξία των διεξαχθεισών εργασιών» της επιχείρησης, ελλείψει οποιουδήποτε πειστικού οικονομικού στοιχείου ή άλλης μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, μπορούσε να προβλέψει το ακριβές ποσό της μείωσης των ετήσιων πωλήσεών της με το πέρας του 2016 (το οποίο, κατά τον χρόνο του τερματισμού, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί), είναι αυτά που αφορούν τις ετήσιες πωλήσεις μέχρι και το 2015. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η «αξία των διεξαχθεισών εργασιών» της Εργοδότριας Εταιρείας παρουσιάζει εικόνα αύξησης των πωλήσεων, εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν μας ο Χ.Β., η αξία των ετήσιων πωλήσεων της Εργοδότριας Εταιρείας κατά τα έτη 2014 (€417.394) και 2015 (€479.908) αυξήθηκε σε σχέση με αυτή του 2013 (€409.814), ενώ η αύξηση αυτή συνεχίστηκε και το 2016, όταν η αξία των ετήσιων πωλήσεων ανήλθε σε €480.059. Το ίδιο ισχύει και για την αξία των πωλήσεων που αφορούσαν το τμήμα στο οποίο εργάζετο ο Αιτητής, ήτοι το τμήμα παραγωγής, εφόσον, σύμφωνα με τα όσα έθεσε ενώπιόν μας ο Χ.Β., η αξία των ετήσιων πωλήσεών του για τα έτη 2013 (€345.862), 2014 (€344.644) και 2015 (€442.158) αυξήθηκε σε σχέση με αυτή του 2012 (€285.282), με την αύξηση αυτή να συνεχίζεται και το 2016, όταν η αξία των ετήσιων πωλήσεων του τμήματος παραγωγής ανήλθε σε €427.553. Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζουμε ότι τα όσα αναφέρει ο Χ.Β. περί τιμολόγησης των προϊόντων που προορίζονταν για την αγορά της Υεμένης, τα οποία – κατά τον ίδιο – αφορούσαν παραγωγή του 2015 η οποία τιμολογήθηκε το 2016 «με αποτέλεσμα οι πωλήσεις στην Υεμένη το 2016 να ήταν 0» - δεν μπορούν να αλλάξουν με οποιονδήποτε τρόπο τα πιο πάνω δεδομένα, εφόσον, ακόμη και στην περίπτωση που οι πωλήσεις που αφορούν την Υεμένη το 2016 (€50.973) μεταφερθούν στο 2015, η αξία των συνολικών ετήσιων πωλήσεων του τμήματος παραγωγής το 2016 (η οποία διαμορφώνεται σε €376.580[13]) δεν διαφαίνεται μειωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

 

Έχοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, τα οποία, αξιολογώντας την ενώπιον μας μαρτυρία, βρίσκουμε να αποτελούν τα καταλληλότερα από όσα τέθηκαν ενώπιόν μας για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τον κύκλο εργασιών της Εργοδότριας Εταιρείας κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή, αποτελεί κρίση μας ότι ο όγκος της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού δεν παρουσίαζε μείωση. 

 

Υπογραμμίζουμε ότι τα όσα ισχυρίζεται ο Χ.Β. περί μείωσης στις εργατοώρες και μηχανοώρες των μηχανών του τμήματος παραγωγής το 2016 δεν μπορούν, κατά την άποψή μας, να αλλάξουν τα πιο πάνω δεδομένα, εφόσον δεν τέθηκε ενώπιόν μας καμία σαφής, πειστική και θετική μαρτυρία που να μας οδηγεί στην κατάληξη ότι η μείωση στις ώρες εργασίας των μηχανών αυτών (τόσο σε επίπεδο εργατοωρών όσο και μηχανοωρών) προκάλεσε τέτοιες συνθήκες πλεονασμού κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης του Αιτητή το 2016 που να δικαιολογούν τον τερματισμό της απασχόλησης του Αιτητή, ιδίως από τη στιγμή που η αξία των πωλήσεων της Εταιρείας (τόσο γενικότερα όσο και όσον αφορά το τμήμα παραγωγής) παρουσίαζε καθαρά αυξητική τάση, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω. Τουναντίον, ενώπιον μας τέθηκε μαρτυρία σαφώς ασυμβίβαστη με τέτοια κατάληξη εφόσον ο ίδιος ο Χ.Β. (στο πλαίσιο κυρίως των δηλώσεών του που παρατέθηκαν αυτολεξεί πιο πάνω) τοποθέτησε οποιονδήποτε επηρεασμό στα καθήκοντα του Αιτητή σε χρόνο διαφορετικό από το 2016, και συγκεκριμένα το 2014, όταν, σύμφωνα με τον ίδιο, ο Αιτητής δεν ήταν πλέον αναγκαίος στην επιχείρηση, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν απολύθηκε, αρχικά επειδή αυτό δεν ήταν δυνατό «λόγω της χειρουργικής επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί και της αναρρωτικής άδειας που βρισκόταν σε ισχύ» και, στη συνέχεια, όταν επέστρεψε από την αναρρωτική άδεια, επειδή η συνείδηση του δεν επέτρεπε να τερματιστεί η απασχόλησή του σε τόσο δύσκολη περίοδο της ζωής του.

 

Επίσης, οφείλουμε να τονίσουμε ότι, τα πιο πάνω δεδομένα δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε από τα όσα ανέφερε ο Χ.Β. περί «επιστροφής» της Εργοδότριας Εταιρείας σε «ζημιές» το 2016, εφόσον, ως έχει σημειωθεί στην απόφαση Τρύφωνος (πιο πάνω), η ζημιά που παρουσιάζει μία επιχείρηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα περί μείωσης του κύκλου εργασιών της στο πλαίσιο των προνοιών του Άρθ. 18(γ)(vii), εφόσον αυτή «μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα λόγων άσχετων με τον όγκο εργασίας της». Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά του Χ.Β. περί «κατάργησης της θέσης χειριστή μηχανών», αφού, σύμφωνα με την απόφαση Colocassides (πιο πάνω), η επίκληση φραστικής κατάργησης μίας θέσης δεν δύναται από μόνη της να οδηγήσει σε απόλυση εργαζομένου στο πλαίσιο των εν λόγω προνοιών.

 

Συνεπακόλουθα  βρίσκουμε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία απέτυχε να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή επήλθε λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών, κατά την έννοια του Άρθ. 18.

 

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, αποτελεί κρίση μας ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του Αιτητή από την Εργοδότρια Εταιρεία ήταν παράνομος, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να δικαιούται επιδίκαση υπέρ της και εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας αποζημιώσεων στο πλαίσιο του Άρθ. 3(1). Καθορίζοντας της αποζημιώσεις αυτές στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν το θέμα σημειώνουμε τα εξής:

 

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται στη βάση του Άρθ. 3(1) υπολογίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιές του Πρώτου Πίνακα, στον οποίο σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.

3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.

4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·

(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·

(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·

(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·

(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου».

 

Το ζήτημα του καθορισμού των αποζημιώσεων που δικαιούται εργοδοτούμενος κατόπιν των προνοιών του Πρώτου Πίνακα έχει εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, μέσω της νομολογίας του, έχει αποσαφηνίσει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε τα εξής:

 

«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν 24/67 δε συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μη υπερβαίνει τα ημερομίσθια δυο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη

 

Στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ορίζεται από το ίδιο άρθρο του νόμου, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι απαριθμούνται, μεταξύ των οποίων και η απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας, στην τερματισθείσα εργασία.»

 

Αναφορικά, δε, με το ειδικότερο ζήτημα της αξιολόγησης από το Δ.Ε.Δ. των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Σίμος Μουζούρης ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 896, σημείωσε ότι:

 

«Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι τα μόνα από τα πιο πάνω κριτήρια που έλαβε υπόψη είναι το (α) και (β), και αυτά μόνο φραστικά, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης. Τα γεγονότα φαίνεται να ομοιάζουν με αυτά της προαναφερθείσας υπόθεσης Cabras & Bros Ltd όπου δεν φαινόταν από την πρωτόδικη απόφαση αν το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη και τα υπόλοιπα κριτήρια εκτός από το (α) και (β) και έτσι επέτρεψε την έφεση μερικώς… Ενόψει όλων των πιο πάνω επιτυγχάνει και η παρούσα έφεση μερικώς. Παραπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να επανεκδικάσει μόνο το ύψος του ποσού της αποζημίωσης αφού ληφθούν υπόψη όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.»

 

Κατόπιν όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σε εργαζόμενο στη βάση του Άρθ. 3(1) του Νόμου εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική εξουσία του Δ.Ε.Δ., η οποία ασκείται εντός των πλαισίων που θέτει ο Νόμος (με το κατώτερο ποσό που δύναται να επιδικαστεί ως αποζημίωση να είναι εκείνο που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος εάν δικαιούτο σε πληρωμή πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV του Νόμου[14] και το ανώτερο εκείνο που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια του δύο ετών[15]), λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η περίοδος απασχόλησης του Αιτητή διήρκησε, κατά παραδοχή και των δύο πλευρών, από 1/2/2000 μέχρι 31/12/2016, αντιστοιχώντας σε 16 έτη και 10 μήνες (17 έτη για σκοπούς του Ν.24/67[16]), με αποτέλεσμα το ποσό που θα δικαιούτο σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του Άρθ. 18 να αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 45 εβδομάδων. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, όπως και το γεγονός ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές του Αιτητή ανέρχονταν σε €357,58 πριν τον τερματισμό της απασχόλησής του, βρίσκουμε ότι τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί η διακριτική μας ευχέρεια ως προς την επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος του Αιτητή στην παρούσα περίπτωση κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των €16.091,10 (το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που θα δικαιούτο ο Αιτητής σε περίπτωση που καθίστατο πλεονάζων υπό την έννοια του Άρθρου 18 του Νόμου) και του ποσού των €37.188,32 (το οποίο αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 104 εβδομάδων, δηλαδή δύο ετών, του Αιτητή).

 

Με βάση τα δεδομένα αυτά και έχοντας εξετάσει με προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας, κρίνουμε εύλογο και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, να επιδικάσουμε στον Αιτητή, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Ν.24/67, ποσό που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 49 εβδομάδων, ήτοι €17.521,42, λαμβανομένων υπόψη των εξής:

 

(α) το ύψος των απολαβών του, οι οποίες ανέρχονταν σε €357,58 εβδομαδιαίως,

 

(β) τη μακρόχρονη υπηρεσία του, διάρκειας 16 ετών και 10 μηνών,

 

(γ) τα γεγονότα και τις συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψε ο επίδικος τερματισμός της απασχόλησης, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο Αιτητής απολύθηκε χωρίς να αποδειχθεί ενώπιόν μας ότι υπήρχε νόμιμος λόγος απόλυσης (υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιοδήποτε στοιχείο ότι η απόλυση ήταν κακόπιστη ή για αλλότριους σκοπούς),

 

(δ) το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν έθεσε καμία μαρτυρία ενώπιόν μας σε σχέση με τις προσωπικές του περιστάσεις τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησής του ή σε σχέση με ενδεχόμενη απώλεια προοπτικής καριέρας λόγω του τερματισμού της απασχόλησής του, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με αυτές.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται ομόφωνα απόφαση υπέρ του Αιτητή και εις βάρος της Εργοδότριας Εταιρείας, για το συνολικό ποσό των €17.521,42, πλέον νόμιμου τόκου, το οποίο αντιστοιχεί σε απολαβές του Αιτητή 49 εβδομάδων, ως αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 3(1) του Ν.24/67.

 

Ως προς τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Εργοδότριας Εταιρείας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………...

                                                            Ν. Παναγιώτου, Δικαστή.

 

 

(Υπ.) ……………………………………                    (Υπ.) ……………………………………

             Λ. Νέμιτσα Πέτεβη, Μέλος.                                           Ν. Ψύχας, Μέλος.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

                                     

Subject: Industrial/Final

(Αναφορά: Πλεονασμός / Καθορισμός Αποζημιώσεων). 

 



[1] Σημειώνεται ότι το δικαίωμα του Άρθ. 9(1) δύναται να μετατραπεί από δικαίωμα σε λήψη προειδοποίησης σε δικαίωμα σε πληρωμή αντί αυτής, στο πλαίσιο των προνοιών της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.24/67, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Εργοδότης ο οποίος δίδει προειδοποίησιν εις εργοδοτούμενον έχει το δικαίωμα να απαιτήση παρά του εργοδοτουμένου όπως ούτος αποδεχθή πληρωμήν αντί προειδοποιήσεως. Η πληρωμή αύτη υπολογίζεται συμφώνως προς τας διατάξεις του Τρίτου Πίνακος».

[2] Βλ. κυρίως άρθρο 16 του Ν.24/67, σύμφωνα με το οποίο:

«Όταν κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου, η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα.».

[3] Το οποίο προβλέπει ότι:

«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

   …  (β) όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV».

[4] Εφόσον ο ίδιος ο Ν.24/67 του προσδίδει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί όλων των εργατικών διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή του (βλ. άρθρο 30 παράγραφος 1 σε συνδυασμό με την έννοια του όρου «εργατική διαφορά» στο άρθρο 2 του Ν.24/67).

[5] Βλ. μεταξύ άλλων Χρυσάνθη Χρυσάνθου κ.α. ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295.

[6] Αφού, όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, η απόδειξη της υπόθεσης στις αστικές διαφορές κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και με κριτήριο το κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (βλ. Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858· Παπακώστα ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Πολιτική Έφεση αρ. 214/2013, 24/6/2019), ECLI:CY:AD:2019:A238.

[7] Εφόσον, σύμφωνα με τις κείμενες επί του θέματος αρχές, δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη τη μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, αλλά παραθέτει συνοπτικά τη μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, έχοντας, όμως, υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησής της (βλ. μεταξύ άλλων Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

[8] Μεταξύ των οποίων είναι και οι εξής:

(α) Όταν προκύπτουν, όσον αφορά τα γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δύο διιστάμενες εκδοχές, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μία από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυίδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138).

(β) Στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η πληρότητα, σαφήνεια και αμεσότητα της μαρτυρίας, η ύπαρξη ή μη υπεκφυγών, γενικοτήτων, αντιφάσεων ή υπερβολών, η λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται και η ύπαρξη ή απουσία προσωπικού συμφέροντος (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 Α.Α.Δ. 2192 · Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς, Π.Ε. 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.

(γ) Μαρτυρία που κατατίθεται, έστω και χωρίς ένσταση, και δεν είναι αποδεκτή, αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826 · Demari Kronos Ltd ν. Michael Leslie Gray, Π.Ε. 264/2014, 22/2/2023), ECLI:CY:AD:2023:A62.

(δ) Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί ή να απορρίψει μέρος ή και το σύνολο της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα (Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Λτδ ν. Χίνη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1331 · Χριστού Χριστού ν. Αντώνη Ανδρέου Γεωργίου, Π.Ε. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403.

(ε) Η λογική μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή συμπερασμάτων και η λογικοφάνεια των προβαλλόμενων εκδοχών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην τελική κρίση του Δικαστηρίου (Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd ν. Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Π.Ε. 371/2009, 16/2/2015).  

[9] Εφόσον, σύμφωνα με τις αρχές επί του θέματος, το Δικαστήριο για να καταλήξει σε εύλογα συμπεράσματα δύναται να στηρίζεται μόνο σε πραγματικά γεγονότα και όχι σε υποθέσεις.

[10] Βλ. κυρίως United Hotels (Lordos) Ltd ν. Ανδρούλας Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515.

[11] βλ. απόφαση United Hotels (πιο πάνω)

[12] Υπογραμμίζεται ότι στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ v. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η μείωση του κύκλου εργασιών πρέπει να αφορά το συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη και να μην έχει εποχιακή ή περιοδική φύση εφόσον: «″Εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας, επιμετρούμενο μέσα στο συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού...  Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη  στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και αυτή η σημασία που ενέχει ο όρος «όγκος εργασίας» στο πλαίσιο του άρθρου 18(γ)(vii) του Ν.24/67 (όπως έχει τροποποιηθεί)».

[13] 427.553 - 50.973 = €376.580. 

[14] Βλ. άρθρο 2 του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67.

[15] Βλ. άρθρο 3 του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67.

[16] Εφόσον σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 1 του Πρώτου Πίνακα του Ν.24/67, «αν η ολική περίοδος συνεχούς απασχόλησης δεν αποτελεί ακέραιο αριθμό ετών, οποιοδήποτε υπόλοιπο περιόδου απασχόλησης 26 ή περισσότερων εβδομάδων θεωρείται ως ένα έτος απασχόλησης».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο