
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΠΑΦΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή
Μ. Σμίλα )
Π. Δημοσθένους ) Μελών
Αρ. Αίτησης: 164/18
Μεταξύ:
NIKOLINKA BOJILOVA
Aιτήτρια
και
S & P TOMAZOU PROTEA BAKERY LIMITED
Καθ’ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 10/07/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτήτρια: κ. Αντ. Χουβαρτάς
Για Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Σ. Ζαννούπας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι Καθ’ ων η Αίτηση («η Εργοδότρια Εταιρεία») είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με τη λειτουργία αρτοποιείων και/ή φούρνων στην Πάφο.
Η Αιτήτρια, η οποία είναι από τη Βουλγαρία και το 2018 ήταν 46 χρονών, είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου και προσλήφθηκε τον Νοέμβριο του 2011 στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας ως εργάτρια και/ή ζαχαροπλάστρια και/ή αρτοποιός στο εργαστήριο/κατάστημα της Εργοδότριας Εταιρείας. Ο μηνιαίος μισθός της από την 01/01/2018 ανερχόταν στο ποσό των €900,00.
Η Αιτήτρια, κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αίτηση χρόνο, πέραν της εργασίας στην Εργοδότρια Εταιρεία, εργαζόταν και σε ένα ξενοδοχείο εν γνώσει της Εργοδότριας Εταιρείας. Τόσο στην Εργοδότρια Εταιρεία όσο και στο ξενοδοχείο εργαζόταν επί οκταώρου βάσεως.
Η εργασιακή σχέση της Αιτήτριας με την Εργοδότρια Εταιρεία τερματίστηκε την 01/02/2018 κάτω από αμφισβητούμενες συνθήκες και περιστάσεις.
Η Αιτήτρια στους γενικούς λόγους της αίτησής της ισχυρίζεται ότι η απασχόλησή της τερματίστηκε την 01/02/2018 από την Εργοδότρια Εταιρεία όταν η Εργοδότρια Εταιρεία την εκδίωξε και/ή την υποχρέωσε να φύγει από την εργασία της και/ή την εξανάγκασε να φύγει από την εργασία της. Περαιτέρω, είναι η θέση της ότι από τις 22/01/2018 μέχρι τις 31/01/2018 η Εργοδότρια Εταιρεία την έθεσε σε αναγκαστική άδεια χωρίς αυτή να το ζητήσει και/ή ότι αντιπρόσωποι της Εργοδότριας Εταιρείας της συμπεριφέρονταν ανάρμοστα. Στη βάση των πιο πάνω αξιώνει αποζημιώσεις για παράνομο και/ή αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησής της και/ή για εξαναγκασμό της σε παραίτηση, πληρωμή αντί προειδοποίηση, δεδουλευμένα ημερομίσθια για τον μήνα Φεβρουάριο του 2018, άδειες, νόμιμους τόκους, έξοδα πλέον Φ.Π.Α.. Κατά την ακροαματική διαδικασία η Αιτήτρια απέσυρε την αξίωσή της για 13ο μισθό.
Η Εργοδότρια Εταιρεία, με τους γενικούς λόγους της έγγραφου εμφάνισής της, απορρίπτει τις εναντίον της αξιώσεις ισχυριζόμενη ότι την 01/02/2018 δεν τερμάτισε αυτή την απασχόληση της Αιτήτριας αλλά η Αιτήτρια η οποία υπέβαλε την παραίτησή της. Απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σε σχέση με τη συμπεριφορά που της αποδίδει η Αιτήτρια ότι επέδειξε προς το πρόσωπό της. Ισχυρίζεται ότι στις 17/01/2018, λόγω του ότι η Αιτήτρια εργαζόταν και σε ένα ξενοδοχείο, αρρώστησε λόγω υπερκόπωσης και της δόθηκε από ιατρό αναρρωτική άδεια μέχρι και τις 20/01/2018. Ότι στις 21/01/2018 η Αιτήτρια προσήλθε στον χώρο εργασίας της αλλά με την πάροδο κάποιου χρόνου ζήτησε άδεια να αποχωρήσει γιατί δεν ένιωθε καλά. Ότι επισήμανε στην Αιτήτρια ότι λόγω του βεβαρημένου προγράμματος εργασίας της και της υπερκόπωσής της δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά της με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στη λειτουργία της επιχείρησής της. Ότι η Αιτήτρια αναγνωρίζοντας αυτό το γεγονός ζήτησε κάποιο χρόνο για να το σκεφτεί και η Εργοδότρια Εταιρεία της έδωσε άδεια μέχρι και τις 31/01/2018. Ότι την 01/02/2018 η Αιτήτρια προσήλθε στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας όπου προφορικά υπέβαλε την παραίτησή της δηλώνοντας ότι «της σύμφερε να παραμείνει στο ξενοδοχείο παρά» στην Εργοδότρια Εταιρεία. Ότι με την υποβολή της παραίτησής της η Αιτήτρια εγκατέλειψε την εργασία της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Είναι η θέση της ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται οποιαδήποτε ημερομίσθια για τον Φεβρουάριο του 2018 καθότι λόγω της υποβολής της παραίτησής της την 01/02/2018 δεν εργάστηκε τον μήνα Φεβρουάριο του 2018. Ως εκ τούτου αιτείται απόρριψη της αίτησης με έξοδα υπέρ της και εις βάρος της Αιτήτριας.
Βάρος Απόδειξης
Α. Αυτοτελείς αξιώσεις (ετήσιες άδειες - ημερομίσθια)
1. Η Αιτήτρια είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσής της για οφειλόμενες ετήσιες άδειες.
2. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Προστασίας των Μισθών Νόμου του 2007 Ν.35(Ι)/2007 («ο Ν.35(Ι)/2007») το βάρος απόδειξης της καταβολής των μισθών στον εργοδοτούμενο το φέρει ο εργοδότης. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον ο εργοδοτούμενος αποδείξει ότι δικαιούται σε καταβολή μισθών από τον εργοδότη και ποιο είναι το ύψος του μισθού που του οφείλεται, τότε το βάρος μετατίθεται στον εργοδότη να αποδείξει ότι οι μισθοί που αξιώνει ο εργοδοτούμενος του έχουν καταβληθεί ή ότι για κάποιο νόμιμο λόγο δεν καταβλήθηκαν στον εργοδοτούμενο.
Β. Τερματισμός της Εργασιακής Σχέσης
Στις περιπτώσεις που ο εργοδοτούμενος απολύεται από τον εργοδότη, το άρθρο 6(1) του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67 (ως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα) («ο Νόμος») καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργοδοτουμένου σύμφωνα με το οποίο ο τερματισμός της απασχόλησής του τεκμαίρεται μέχρι αποδείξεως του εναντίου ως μη γενόμενος για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 5 του Νόμου. Δηλαδή, ο εργοδότης φέρει το βάρος απόδειξης του δικαιολογημένου της απόφασής του για απόλυση εντός των πλαισίων του Νόμου.
Όταν ο εργοδοτούμενος αποχωρεί από την εργασία του λόγω διαγωγής του εργοδότη, τότε σύμφωνα με τις παραγράφους (1) και (2) του άρθρου 7 του Νόμου[1], ο εργοδοτούμενος είναι αυτός που φέρει το βάρος απόδειξης ότι τερμάτισε νόμιμα την απασχόλησή του.
Στις περιπτώσεις που ο εργοδότης αμφισβητεί τον τερματισμό της απασχόλησης εκ μέρους του, τότε ο εργοδοτούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι υπήρξε τερματισμός της απασχόλησής του[2].
Στην παρούσα αίτηση εργατικής διαφοράς ενόψει των ισχυρισμών της Εργοδότριας Εταιρείας ότι η Αιτήτρια παραιτήθηκε από μόνη της από την εργασία της, η Αιτήτρια έχει το βάρος να αποδείξει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία τερμάτισε μονομερώς την απασχόλησή της και/ή ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω της συμπεριφοράς της Εργοδότριας Εταιρείας (δηλαδή, να αντικρούσει το νόμιμο μαχητό τεκμήριο που προβλέπει το άρθρο 7(2) του Νόμου και να αποδείξει ότι νόμιμα η ίδια τερμάτισε την απασχόλησή της λόγω της διαγωγής της Εργοδότριας Εταιρείας). Λόγω της προβαλλόμενης από την Εργοδότρια Εταιρεία θέσης, η Αιτήτρια είναι αυτή που κλήθηκε πρώτη να παρουσιάσει την υπόθεσή της και να αποδείξει ότι η διακοπή της εργοδότησής της ήταν το αποτέλεσμα του μονομερούς τερματισμού της απασχόλησής της από την Εργοδότρια Εταιρεία και/ή του εξαναγκασμού της σε παραίτηση.
Γ. Προς απόδειξη της υπόθεσης της Αιτήτριας κατέθεσε ενόρκως ενώπιόν μας η ίδια. Για την Εργοδότρια Εταιρεία έδωσε μαρτυρία η κα Χαρούλα Τομάζου, κόρη του Διευθυντή της Εργοδότριας Εταιρείας (η «Μ.Κ.Α.1»).
Μαρτυρία
Η Αιτήτρια κατά την κυρίως εξέτασή της, σημειώνοντας ότι έχει πρόβλημα με το στομάχι της, ανέφερε ότι στις 16/01/2018 δεν ήταν καλά και ζήτησε από την Μ.Κ.Α.1 να της δώσει δυο μέρες άδεια ασθενείας. Ότι η Μ.Κ.Α.1 την χτύπησε με το πόδι της λέγοντας της «ξιμαρισμένη, φύε». Ότι αυτή την παρακάλεσε να την αφήσει δύο μέρες να μείνει σπίτι και όταν επιστρέψει στην εργασία της θα κάνει ότι «δουλειά έμεινε πίσω». Ότι ακολούθως πήγε στον γιατρό ο οποίος της έδωσε άδεια απουσίας από την εργασία της για τις 17/01/2018, τις 18/01/2018 και τις 19/01/2018. Ότι στις 17/01/2018 και στις 18/01/2018 έμεινε σπίτι και στις 19/01/2018 πήγε στην εργασία της. Ότι στις 19/01/2018 κατά τη διάρκεια της εργασίας της η Μ.Κ.Α.1 δεν της μιλούσε. Ότι στις 20/01/2018 δεν πήγε στην εργασία της στο εργαστήριο της Εργοδότριας Εταιρείας επειδή ήταν «off». Ήταν η θέση της ότι στις 21/01/2018 πήγε στην εργασία της και όταν τελείωσε, η Μ.Κ.Α.1 την έδιωξε λέγοντας της να πάει σπίτι και ότι θα σκεφτεί τι θα γίνει. Ότι αυτή τηλεφώνησε στον δικηγόρο της, ο οποίος όταν του ανέφερε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, την συμβούλεψε να συνεχίζει να πηγαίνει στην εργασία της. Ότι αυτό έπραξε και η Μ.Κ.Α.1 κάθε φορά που πήγαινε στον φούρνο της έλεγε να πάει σπίτι και «θα το σκεφτεί». Ότι λόγω των πιο πάνω, ο δικηγόρος της απέστειλε, στην Εργοδότρια Εταιρεία και στην Μ.Κ.Α.1, ταχυδρομικώς επιστολή ημερ. 26/01/2018 (Τεκμήριο 1). Υποστήριξε ότι ενώ αυτή περίμενε τι θα γίνει με την εργασία της, η Εργοδότρια Εταιρεία ετοίμασε πρόγραμμα εργασίας για την εβδομάδα 05/02/2018 – 11/02/2018 (Τεκμήριο 5) στο οποίο στη θέση του ονόματός της αναγραφόταν το όνομα ενός νέου υπαλλήλου. Ήταν η θέση της ότι η τελευταία μέρα εργασίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία ήταν η 01/02/2018. Ότι την 01/02/2018 πήγε στην εργασία της και η Μ.Κ.Α.1 της είπε να πάει σπίτι της μέχρι «να δουν τι θα κάνουν» και ότι μετά της έφερε ένα χαρτί ότι πρέπει να εργάζεται από τις 08.00 π.μ. μέχρι τις 05.00 μ.μ. το οποίο αυτή δεν υπέγραψε. Ότι αυτή ζητά να της καταβληθεί ένα ημερομίσθιο για την 01/02/2018.
Κατά την αντεξέτασή της είπε ότι, παρά το ότι εργαζόταν σε δύο δουλειές επί οκταώρου βάσεως στην κάθε μία, άντεχε και έκανε τις εργασίες που έπρεπε να κάνει στην εργασία της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Σημείωσε ότι όταν η Μ.Κ.Α.1 της έφερε ένα χαρτί ότι πρέπει να εργάζεται από τις 08.00 π.μ. μέχρι τις 05.00 μ.μ. αυτή δεν συμφώνησε και η Μ.Κ.Α.1 της είπε ότι αν δεν συμφωνήσει με αυτό να φύγει. Αρνήθηκε ότι στις 21/01/2018 ζήτησε άδεια από την Μ.Κ.Α.1 να αποχωρήσει από την εργασία της επειδή δεν ένιωθε καλά. Απέρριψε υποβολή που της έγινε ότι την 01/02/2018 υπέβαλε την παραίτησή της στην Εργοδότρια Εταιρεία αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε πλέον βιολογικά να εργάζεται 16 ώρες την ημέρα. Σημείωσε ότι ενώ ο γιατρός της έδωσε άδεια απουσίας για τέσσερις (4) ημέρες από τις 17/01/2018 μέχρι και τις 20/01/2018 (Τεκμήριο 6), αυτή πήγε στην εργασία της στις 19/01/2018 επειδή φοβόταν να μην χάσει τη δουλειά της. Ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που δεν πήγε δουλειά από τις 22/01/2018 μέχρι τις 31/01/2018 ήταν επειδή η Μ.Κ.Α.1 δεν της επέτρεψε να πάει στην εργασία της αφού της έλεγε «πήγαινε σπίτι, εγώ εν να σκεφτώ και να σε ενημερώσω» και ότι δεν γνωρίζει πότε η Μ.Κ.Α.1 ανέγραψε στα προγράμματα εργασίας για τις εβδομάδες 22/01/2018 - 28/01/2018 και 29/01/2018 - 04/02/2018 (Τεκμήριο 7) ότι, από τις 22/01/2018 μέχρι τις 31/01/2018, ήταν με άδεια. Σε ερώτηση πώς συμβιβάζεται η θέση της ότι η Εργοδότρια Εταιρεία αντικατέστησε το όνομά της με το όνομα ενός νεοπροσληφθέντα υπαλλήλου στα προγράμματα εργασίας με τον ισχυρισμό της ότι η Μ.Κ.Α.1 την 01/02/2018 της πρότεινε να της αλλάξουν το πρόγραμμά της και «να την βάλουν δουλειά» από τις 08.00 μέχρι τις 17.00 και αυτή δεν αποδέχτηκε την εν λόγω πρόταση, ισχυρισμός που (σύμφωνα με τον δικηγόρο της Εργοδότριας Εταιρείας) δεικνύει ότι η θέση εργασίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία ήταν διασφαλισμένη, απάντησε ότι η Μ.Κ.Α.1 είχε ήδη πάρει την επιστολή από τον δικηγόρο της και «γι’ αυτό προκάλεσε κάτι να κάνει επί του θέματος, για να κάνει τάχα ότι ήμουν με άδεια και δεν με είχε διώξει. Αυτή απλά έπρεπε να παρουσιάσει ένα χαρτί για κάτι. Και εγώ απάντησα της ότι δεν είναι σωστό. Και ούτε να απαντήσω στα πράγματα που κάνει και αυτή είπε «τελειώσαμε». Θυμάμαι που την ρώτησα «γιατί το κάνεις αυτό;»». Υποστήριξε ότι η Μ.Κ.Α.1 δεν την ήθελε στην δουλειά αλλά ήταν πιεσμένη από τις επιστολές που της έστειλε ο δικηγόρος της και ήταν «να την βάλει» να πάει 1 - 2 μήνες δουλειά με τις ώρες που ήθελε εκείνη και μετά να την διώξει.
Η Μ.Κ.Α.1 καταθέτοντας ανέφερε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία γνώριζε ότι η Αιτήτρια είχε και δεύτερη εργασία σε ξενοδοχείο στην Πάφο. Ισχυρίστηκε ότι η απόδοση της Αιτήτριας ήταν προβληματική και πολλές φορές παρουσίαζε σημάδια υπερκόπωσης με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εργαστεί ολόκληρο το ωράριο εργασίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Ότι στις 16/01/2018 η Αιτήτρια ήταν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσε να δουλέψει και αυτή της είπε ότι πρέπει να δουν τι θα κάνουν γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Ότι στις 16/01/2018 η Αιτήτρια αποχώρησε πιο νωρίς από την εργασία της. Ότι στις 17/01/2018 «εξαιτίας του βεβαρημένου προγράμματος στο οποίο έθετε η Αιτήτρια τον εαυτό της αρρώστησε» με αποτέλεσμα να επισκεφτεί ιατρό, ο οποίος της έδωσε αναρρωτική άδεια μέχρι και τις 21/01/2018. Ότι στις 21/01/2018 η Αιτήτρια προσήλθε στον χώρο εργασίας της αλλά με την πάροδο κάποιας ώρας ζήτησε να αποχωρήσει γιατί δεν ένιωθε καλά. Ότι η Εργοδότρια Εταιρεία της επισήμανε ότι εξαιτίας της υπερκόπωσής της λόγω των δύο εργασιών της δεν μπορεί να αντεπεξέρχεται στα καθήκοντα της εργασίας της με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στη λειτουργία της επιχείρησής της. Ότι η Αιτήτρια αναγνωρίζοντας το γεγονός αυτό ζήτησε κάποιο χρόνο να το σκεφτεί και ως εκ τούτου η Εργοδότρια Εταιρεία έδωσε άδεια στην Αιτήτρια μέχρι τις 31/01/2018. Ότι την 01/02/2018 η Αιτήτρια προσήλθε στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας όπου προφορικά υπέβαλε την παραίτησή της δηλώνοντας ότι της σύμφερε να παραμείνει στην εργασία της στο ξενοδοχείο. Ότι την 01/02/2018 η Αιτήτρια πήγε στο γραφείο της για να συζητήσουν τι θα γίνει. Ότι αυτή είπε στην Αιτήτρια ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση γιατί ξεκουραζόταν μόνο τρεις ώρες και της πρότεινε να έρχεται στην εργασία της στην Εργοδότρια Εταιρεία η ώρα 08.00 π.μ. και να σχολάνει η ώρα 04.00 μ.μ. το απόγευμα ώστε να έχει χρόνο να ξεκουράζεται και να μπορεί να αποδώσει στην εργασία της. Ότι με αυτό το ωράριο που της πρότεινε θα έπρεπε να μειώσει τις ώρες εργασίας της στο ξενοδοχείο, δηλαδή αντί 8 ώρες να δουλεύει 4 - 5 ώρες στο ξενοδοχείο. Ότι αυτή αρνήθηκε και της είπε ότι παραιτείται γιατί προτιμά να μείνει στο ξενοδοχείο. Ότι μετά από λίγες μέρες έλαβε επιστολή από τον δικηγόρο της Αιτήτριας ότι «την ανάγκασε να σταματήσει, την έδιωξε», κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ότι η Εργοδότρια Εταιρεία μετά την παραίτηση της Αιτήτριας προσέλαβε άλλο υπάλληλο αλλά τα καθήκοντα του νέου υπαλλήλου ήταν διαφορετικά από αυτά της Αιτήτριας και γι’ αυτό τον λόγο η Εργοδότρια Εταιρεία με επιστολή της ημερ. 21/02/2018 προς τους δικηγόρους της Αιτήτριας τους ενημέρωσε ότι η Αιτήτρια μπορούσε εάν το επιθυμούσε να επιστρέψει στην εργασία της. Ήταν η θέση της ότι ουδέποτε οποιοσδήποτε αντιπρόσωπος της Εργοδότριας Εταιρείας είτε εξύβρισε την Αιτήτρια είτε επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά προς το πρόσωπό της. Ότι ενόψει του ότι η Αιτήτρια δεν εργάστηκε τον Φεβρουάριο του 2018 δεν δικαιούται οποιοδήποτε ημερομίσθιο. Είπε ότι η επιστολή του δικηγόρου της Αιτήτριας ημερ. 26/01/2018 (Τεκμήριο 1) δεν παραλήφθηκε ή κοινοποιήθηκε είτε σε αυτήν προσωπικά είτε στην Εργοδότρια Εταιρεία. Απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά την κατάθεσή της στο Δικαστήριο.
Αντεξεταζόμενη επέμενε ότι στις 21/01/2018 η Αιτήτρια ήταν αυτή που ζήτησε να φύγει από την εργασία της λέγοντας της «κυρία εννά φύγω γιατί δεν μπορώ να δουλέψω» και ότι η Αιτήτρια ήταν χάλια από την υπερκόπωση. Ότι στις 21/01/2018 αυτή είπε στην Αιτήτρια «να πάεις με άδεια μέχρι το τέλος του μήνα να ξεκουραστείς και να δούμε τι θα κάνουμε, να σκεφτώ και εγώ, να σκεφτείς και εσύ για να δούμε τι θα κάνουμε, γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί η κατάσταση αυτή.». Παραδέχτηκε ότι, παρά το ότι η Αιτήτρια της είπε ότι θέλει να δουλέψει και δεν θέλει άδεια, επέβαλε την άδεια στην Αιτήτρια. Είπε ότι την 01/02/2018 η Αιτήτρια δεν ήταν στο πρόγραμμα εργασίας για να εργαστεί και την κάλεσε στο γραφείο της για να συζητήσουν τις ώρες που θα εργάζεται. Ότι όταν της πρότεινε το νέο ωράριο εργασίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία, η Αιτήτρια της είπε ότι δεν το δέχεται, ότι θέλει να παραμείνει στο ξενοδοχείο και ότι θα σταματήσει από την Εργοδότριας Εταιρεία. Σημείωσε ότι ζήτησε από την Αιτήτρια να υπογράψει ένα έγγραφο ότι φεύγει από μόνη της και η Αιτήτρια δεν ήθελε το να υπογράψει.
Ανάλυση Μαρτυρίας - Νομική Πτυχή
Α. Αξιώσεις για ετήσια άδεια - ημερομίσθια
1. Η Αιτήτρια δεν έθεσε ενώπιόν μας οποιαδήποτε μαρτυρία σχετικά με την αξίωσή της για οφειλόμενη προς αυτήν ετήσια άδεια από την Εργοδότρια Εταιρεία. Περαιτέρω, ο δικηγόρος της Αιτήτριας δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Μ.Κ.Α.1 ότι η ετήσια άδεια των υπαλλήλων της Εργοδότριας Εταιρείας πληρώνεται από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις (εννοώντας προφανώς το Κεντρικό Ταμείο Αδειών που ιδρύθηκε και λειτουργεί βάσει των προνοιών του Περί Ετήσιων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/67). Οι αναφορές της Μ.Κ.Α. 1 ότι της επέβαλε την άδεια, ότι ενόψει του ότι η άδεια πληρώνεται από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις η Εργοδότρια Εταιρεία δεν πλήρωσε στην Αιτήτρια την εν λόγω άδεια και ότι δεν γνωρίζει αν το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατέβαλε πληρωμή στην Αιτήτρια για την εν λόγω άδεια, δεν συνιστούν επαρκές υπόβαθρο για εξαγωγή ευρήματος από το Δικαστήριο ότι δεν καταβλήθηκε πληρωμή στην Αιτήτρια για την εν λόγω άδεια από το Κεντρικό Ταμείο Αδειών έτσι ώστε να δικαιούται πληρωμή από την Εργοδότρια Εταιρεία. Ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε να αποδείξει την εν λόγω αξίωσή της και κατά συνέπεια η εν λόγω αξίωσή της απορρίπτεται.
2. Μια από τις βασικές και ουσιαστικές υποχρεώσεις του εργοδότη σε μία σύμβαση εργασίας είναι η καταβολή του συμφωνηθέντος ή συμβατικού μισθού και των συμφωνηθέντων ή συμβατικών απολαβών στον εργοδοτούμενο. Παράλειψη καταβολής του μισθού ή των απολαβών κατά τον χρόνο που αυτά είναι πληρωτέα με βάση τη συμφωνία εργασίας δίνει στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή του οφειλόμενου δεδουλευμένου μισθού ή των οφειλόμενων απολαβών. Ο Ν.35(Ι)/2007 ορίζει ότι «μισθός» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από την απασχόληση εργοδοτουμένου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση, που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας και την εισφορά στο κεντρικό ταμείο αδειών που ιδρύθηκε δυνάμει του Ν.8/67 αλλά δεν περιλαμβάνει «έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές».
Η Αιτήτρια με τη μαρτυρία της περιόρισε την αξίωσή της για πληρωμή ημερομισθίων στην πληρωμή ενός ημερομισθίου για την ημερομηνία 01/02/2018. Από το σύνολο του ενώπιόν μας μαρτυρικού υλικού δεν διαφάνηκε ότι η Αιτήτρια την 01/02/2018 εργάστηκε κανονικά ώστε να δικαιούται την πληρωμή ημερομισθίου για εκείνη την ημερομηνία. Πιο συγκεκριμένα, από τη μαρτυρία της Αιτήτριας δεν προκύπτει ότι εργάστηκε την 01/02/2018. Αυτό που ανέφερε η Αιτήτρια ήταν ότι πήγε την 01/02/2018 στην εργασία της αλλά η Μ.Κ.Α.1, αφού της εισηγήθηκε την αλλαγή του ωραρίου εργασίας της, της είπε να φύγει και την έδιωξε από τον χώρο εργασίας της. Ούτε από την μαρτυρία της Μ.Κ.Α.1 προκύπτει ότι η Αιτήτρια εργάστηκε κανονικά την 01/02/2018. Ο δικηγόρος της Αιτήτριας δεν αμφισβήτησε τη θέση της Μ.Κ.Α.1 ότι η Αιτήτρια πήγε στον χώρο εργασίας της την 01/02/2018 απλώς για να συζητήσουν «τι θα γίνει» με την εργασία της. Ως εκ τούτου η εν λόγω αξίωση της Αιτήτριας απορρίπτεται.
Β. Τερματισμός της Εργασιακής Σχέσης
Μια εργασιακή σχέση μπορεί να τερματιστεί από τα μέρη της (α) με την απόλυση του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, (β) με την παραίτηση του εργοδοτουμένου από την εργασία του και (γ) μετά από συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου.
Ο μονομερής τερματισμός της εργασιακής σχέσης, είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργοδοτούμενο, ασκείται με μονομερή δήλωση βούλησης η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με οποιοδήποτε τρόπο γραπτά, προφορικά ή σιωπηρά αρκεί να προκύπτει από αυτή σαφώς και χωρίς αμφιβολία η βούληση του εργοδότη ή του εργοδοτουμένου να τερματίσει την εργασιακή σχέση.
Στις περιπτώσεις που ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης δεν οφείλεται σε μονομερή καταγγελία της σχέσης από τον εργοδότη ή τον εργοδοτούμενο αλλά είναι το αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου τότε δεν υπάρχει απόλυση/τερματισμός της εργασιακής σχέσης που να καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου. Ούτε μπορεί ο τερματισμός να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε υποβολή οικειοθελούς παραίτησης από τον εργοδοτούμενο[3]. Θεωρείται ότι υπήρξε συναινετική λύση της εργασιακής σχέσης.
Σύμφωνα με τις αρχές του εργατικού δικαίου και της νομολογίας, η υποβολή παραίτησης από τον εργοδοτούμενο συνιστά οικειοθελή αποχώρηση στις περιπτώσεις που υποβάλλεται με την ελεύθερη βούληση του εργοδοτουμένου χωρίς την εξάσκηση οποιασδήποτε πίεσης ή απειλής από την εργοδοτική πλευρά. Στις περιπτώσεις που ο εργοδοτούμενος παραιτείται οικειοθελώς από την εργασία του, ο εργοδοτούμενος δεν καλύπτεται από τις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου και δεν δικαιούται αποζημιώσεις.
Όταν αμφισβητείται από τους διαδίκους ο τρόπος τερματισμού της εργασιακής σχέσης, το ζήτημα κατά πόσον ένας εργοδοτούμενος έχει παραιτηθεί οικειοθελώς από την εργασία του ή έχει απολυθεί από τον εργοδότη του, είναι θέμα γεγονότων πάνω στα οποία το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί για να αποφασίσει αφού σταθμίσει όλες τις περιβάλλουσες περιστάσεις. Όπως τέθηκε από τον Sir John Donaldson στην υπόθεση Martin v. Glynwed Distribution Ltd [1983] ICR 511:
“Whatever the respective actions of the employer and the employee at the time when the contract of employment is terminated, at the end of the day the questions always remains the same, ‘Who really ended the contract of employment?”
Στις περιπτώσεις όπου αμφισβητείται ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκε η εργασιακή σχέση και οι διάδικοι αποδίδουν στην αντίδικη πλευρά την ευθύνη για τον τερματισμό της εργασιακής σχέσης, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, οι φράσεις που λέχθηκαν και/ή η συμπεριφορά που εκδηλώθηκε τη δεδομένη στιγμή επιδέχονται ερμηνείας τέτοιας που να καταδεικνύεται πώς έγινε ο τερματισμός της εργασιακής σχέσης και ποιο από τα μέρη ευθύνεται για τον τερματισμό της εργασιακής σχέσης[4]. Δηλαδή κατά πόσον, τα γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν ότι ο εργοδοτούμενος αποχώρησε οικειοθελώς και/ή εγκατέλειψε την εργασία του από μόνος του (είτε ξεκάθαρα είτε εξυπακουόμενα[5]) ή ότι ο εργοδότης ήταν αυτός που απέλυσε τον εργοδοτούμενο. Σημειώνουμε ότι έχει σημασία πάντα κάτω από ποιες περιστάσεις λέχθηκαν κάποιες λέξεις ή φράσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη και ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις περιβάλλουσες περιστάσεις τόσο πριν όσο και μετά την κατ’ ισχυρισμό δήλωση παραίτησης ή απόλυσης κατά την απόφανσή του κατά πόσον η επίδικη δήλωση συνιστά απόλυση ή παραίτηση[6].
Όταν δεν υπάρχουν γραπτά τεκμήρια τα οποία να δηλώνουν ρητά, αδιαμφισβήτητα και με σαφή τρόπο τον μονομερή τερματισμό της εργασιακής σχέσης από τη μια πλευρά ή την άλλη κατά τον ουσιώδη χρόνο και/ή η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν ασαφής και διφορούμενη[7], (1) η πρόθεση του προσώπου που χρησιμοποίησε αυτή τη γλώσσα και το πώς εξέλαβε κάποιος εργοδότης ή κάποιος εργοδοτούμενος τις διφορούμενες εκφράσεις υπό τις περιστάσεις είναι θέματα υποκειμενικά και δεν θεωρούνται ως σχετικοί παράγοντες και (2) το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό και το ερώτημα είναι πώς ένας μέσος λογικός εργοδότης ή ένας λογικός εργοδοτούμενος υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να αντιληφθεί τί σημαίνουν οι λέξεις και οι εκφράσεις αυτές.
Στις περιπτώσεις που η γλώσσα και οι φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν είναι σαφείς και ξεκάθαρες ως προς το τι σημαίνουν τότε το Δικαστήριο δέχεται ότι οι εν λόγω φράσεις είχαν τη συνήθη γραμματική έννοια τους και καταλήγει στο ανάλογο εύρημα. Όμως σε κάποιες περιπτώσεις όταν υπάρχει κάτι στις περιβάλλουσες συνθήκες που δεικνύει ότι ήταν παράλογο για τον εργοδότη ή τον εργοδοτούμενο να αποδεχτεί τις φράσεις ως ειπώθηκαν τότε ο εργοδότης ή ο εργοδοτούμενος θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι όντως ο εργοδότης ή ο εργοδοτούμενος εννοούσε αυτά που έχει πει[8].
Στο σύγγραμμα Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, December 2018, στην παράγραφο [248] συνοψίζονται οι σχετικές αρχές στο πιο κάτω απόσπασμα:
“To sum up, the preponderance of authority in relation to ambiguous statements is in favour of the objective view, ie that the issue is how a reasonable listener would have construed the words used in all the circumstances of the case. In relation, however, to unambiguous statements, we seem to have a combined test – one starts from the subjective position that the speaker has to take the consequences of clear words being taken at face value, even if a reasonable listener might not have done so, but this is subject to an exception (or ‘cautious reminder’) if there are ‘special circumstances’ in which the words were uttered, in which case a more objective approach may be taken to see what was reasonably meant.”[9]
Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι μια παραίτηση ή μια απόλυση από τη στιγμή που γίνουν, δεν μπορούν μονομερώς να ανακληθούν καθότι μετά τον τερματισμό της απασχόλησης τερματίζεται και η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου η οποία δεν μπορεί να αναβιώσει εκτός με τη συγκατάθεση και τη συμφωνία και των δύο μερών (Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, Tanner v. Kean Ltd [1978] IRLR 110). Γι’ αυτό τον λόγο τα γεγονότα που συνέβησαν μετά τις αμφισβητούμενες πράξεις θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσον αποτελούν γεγονότα που επεξηγούν τις αμφισβητούμενες πράξεις ή κατά πόσον αντικατοπτρίζουν διαφοροποίηση και αλλαγή των προηγούμενων ενεργειών των εμπλεκομένων μερών.
Σημειώνουμε όταν η παραίτηση του εργοδοτούμενου είναι συνέπεια της επίδειξης συμπεριφοράς από τον εργοδότη που κλονίζει το απαραίτητο για τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης κλίμα αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου ή της ουσιώδους παράβασης των όρων εργασίας του εργοδοτούμενου από τον εργοδότη, τότε δεν θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση αλλά ως εξαναγκασμός σε παραίτηση[10] και συνιστά παράνομο τερματισμό της απασχόλησης από την πλευρά του εργοδότη (Βλ. Elbee Co v. Efstathiou (1989) 1 CLR 448, Louis Tourist Agency v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 98, Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp [1978] 2 ALL E.R. 713). Παραβίαση από την πλευρά του εργοδότη ενός ρητού όρου της σύμβασης εργασίας (όπως για παράδειγμα του συμφωνηθέντος ωραρίου εργασίας, της παροχής εργασίας κ.λ.π) που είναι αρκετά σοβαρή ή του εξυπακουόμενου όρου πίστης και εμπιστοσύνης (ο εν λόγω όρος μπορεί να παραβιαστεί π.χ. με την επίδειξη συμπεριφοράς από τον εργοδότη απαράδεκτης και προσβλητικής προς τον εργοδοτούμενο, με την κακόπιστη εξάσκηση από τον εργοδότη ενός διευθυντικού δικαιώματός του), μπορεί να κριθεί ως διαγωγή που δικαιολογεί παραίτηση του εργοδοτουμένου. Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας όταν υπάρχει παραβίαση της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, ο εργοδοτούμενος πρέπει να αποδείξει ότι παραιτήθηκε από την εργασία του εξαιτίας αυτής της παραβίασης για να έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί ότι εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση. Το Δικαστήριο βασιζόμενο στα περιστατικά της κάθε υπόθεσης θα κρίνει κατά πόσον ο εργοδοτούμενος παραιτήθηκε εξαιτίας της καταγγελίας (repudiation) της σύμβασης από τον εργοδότη και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Από την στιγμή που εκδηλώθηκε η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη που θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου από την εργασία του (‘repudiatory breach’), ο εργοδοτούμενος έχει το δικαίωμα είτε να θεωρήσει την παραβίαση των όρων εργασίας του ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, να παραιτηθεί από την εργασία του τερματίζοντας τη σύμβαση εργασίας του με τον εργοδότη και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση, είτε να εμμείνει στη σύμβαση εργασίας και να ζητήσει την τήρηση των συμβατικών όρων. Αυτό το δικαίωμα επιλογής σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης δεν παραμένει ανοιχτό στον εργοδοτούμενο επ’ αόριστον. Αν ο εργοδοτούμενος καθυστερήσει να εγκαταλείψει την εργασία του εκδηλώνοντας ταυτόχρονα συμπεριφορά που να δεικνύει ότι αποδέχεται τις παραβιάσεις της συμφωνίας εργασίας του τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαίωσε (affirm) τη σύμβαση εργασίας του όπως τροποποιήθηκε με τη συμπεριφορά του εργοδότη και ότι παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να τερματίσει τη σύμβαση εργασίας του και να αξιώσει αποζημιώσεις για εξαναγκασμό του σε παραίτηση από τον εργοδότη του. (Βλ. Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp (πιο πάνω)).
Στο σύγγραμμα Ν. Μ. Selwyn, Selwyn’s Laws of Employment, 20th edition, Oxford University Press, στην σελ.402[11] με αναφορά στην απόφαση Alcan Extrusion v. Yates [1996] IRLR 327 σημειώνεται ότι σε περιπτώσεις που ο εργοδότης μονομερώς αλλάζει τους όρους εργασίας του εργοδοτουμένου σε σημείο που οι όροι εργοδότησης είναι πλέον τόσο ουσιαστικά διαφορετικοί ώστε να αλλάζει εντελώς η βάση της σύμβασης εργασίας, τότε ανάλογα με τις περιστάσεις της περίπτωσης, η ενέργεια του εργοδότη μπορεί να συνιστά μονομερή απόλυση του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη.
Σημειώνουμε ότι, εκτός αν υπάρχει συγκεκριμένη ρήτρα στη σύμβαση απασχόλησης που απαγορεύει την παράλληλη απασχόληση[12], δεν απαγορεύεται γενικά κατά τη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησης ο εργοδοτούμενος να ασκεί παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα εκτός του συμφωνημένου ωραρίου εργασίας νοουμένου ότι αυτή δεν είναι ανταγωνιστική προς την επιχείρηση του εργοδότη και δεν θίγει τα συμφέροντα του εργοδότη.
Όπως διαφάνηκε κατά την ακροαματική διαδικασία το επίδικο ζήτημα στην παρούσα περίπτωση είναι κατά πόσον η Αιτήτρια αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της ή εάν η Εργοδότρια Εταιρεία την απέλυσε διώχνοντας την από την εργασία της αφού η Αιτήτρια κατά τη μαρτυρία της περιορίστηκε στο να δώσει μαρτυρία σχετικά με το εν λόγω ζήτημα και δεν προώθησε τους διαζευκτικούς δικογραφημένους ισχυρισμούς της ότι αυτή υπέβαλε παραίτηση εξαιτίας της διαγωγής της Εργοδότριας Εταιρείας και των εκπροσώπων της και την διαζευκτική αξίωσή της για αποζημιώσεις λόγω εξαναγκασμού της σε παραίτηση. Στη βάση των πιο πάνω το Δικαστήριο θα εξετάσει και θα αποφανθεί επί του επίδικου ζητήματος που τέθηκε ενώπιόν του κατά την ακροαματική διαδικασία.
Αξιολογώντας το ενώπιόν μας μαρτυρικό υλικό παρατηρούμε ότι:
A. Δεν τέθηκε ενώπιόν μας οποιαδήποτε μαρτυρία που να δεικνύει ότι η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Αιτήτριας και της Εργοδότριας Εταιρείας απαγόρευε στην Αιτήτρια να ασκεί άλλη εργασία εκτός του ωραρίου εργασίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Ούτε τέθηκε ενώπιόν μας μαρτυρία που να δεικνύει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία είχε το συμβατικό δικαίωμα, με βάση τους όρους της σύμβασης εργασίας που είχε με την Αιτήτρια, να τροποποιήσει μονομερώς το συμφωνηθέν ωράριο εργασίας της Αιτήτριας.
Β. (1) Η μαρτυρία της Αιτήτριας σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο 16/01/2018 μέχρι και την 01/02/2018 ήταν σταθερή χωρίς ουσιαστικές αντιφάσεις. Περαιτέρω η Αιτήτρια, εξήγησε πειστικά για ποιο λόγο (α) πήγε στην εργασία της στις 19/01/2018 ενώ ο ιατρός στις 17/01/2018 της είχε χορηγήσει άδεια ασθενείας από τις 17/01/2018 μέχρι και τις 20/01/2018 και (β) δεν επιθυμούσε μετά την 01/02/2018 να επιστρέψει στην εργασία της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Λαμβάνοντας υπόψη (α) ότι οι θέσεις της ότι το πρόγραμμα εργασίας για την επόμενη εβδομάδα δεν έβγαινε πάντα την ίδια μέρα της εβδομάδας δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέτασή της και (β) το σύνολο της μαρτυρίας της, δεν θεωρούμε τα γεγονότα (α) ότι δεν θυμόταν ακριβώς πότε αναγράφηκε στο πρόγραμμα εργασίας στη θέση του ονόματός της το όνομα νεοπροσληφθέντα υπαλλήλου και (β) δεν ανέφερε ακριβώς πότε διαπίστωσε ότι στη θέση του ονόματός της στο πρόγραμμα εργασίας αναγράφηκε το όνομα νεοπροσληφθέντα υπαλλήλου σε συνάρτηση με αυτά που ισχυρίστηκε ότι συνέβησαν την 01/02/2018, ως στοιχεία ικανά να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Δεχόμαστε λοιπόν την εν λόγω μαρτυρία της Αιτήτριας ως αξιόπιστη και προβαίνουμε.στα ανάλογα ευρήματα.
(2) Η υπόλοιπη μαρτυρία της Αιτήτριας, η οποία αφορούσε την Μ.Κ.Α.1 και τη συμπεριφορά που επιδείκνυε γενικά στον χώρο εργασίας και ενέργειες άλλων εκπροσώπων της Εργοδότριας Εταιρείας, τέθηκε ενώπιόν μας με τόση γενικότητα και αοριστία η οποία, κατά την κρίση μας, την καθιστά ως μη στέρεη βάση για εξαγωγή ευρημάτων γεγονότων από το Δικαστήριο. Συνακόλουθα η εν λόγω μαρτυρία της Αιτήτριας δεν γίνεται αποδεκτή.
Γ. (1) Οι θέσεις της Μ.Κ.Α.1 ότι η Αιτήτρια (α) επιδείκνυε προβληματική απόδοση και (β) πολλές φορές λόγω υπερκόπωσης αποχωρούσε πριν τη λήξη του ωραρίου εργασίας της τέθηκαν ενώπιόν μας γενικά και αόριστα χωρίς οποιεσδήποτε λεπτομέρειες.
(2) Η Μ.Κ.Α.1, ενώ στην κυρίως εξέτασή της ισχυρίστηκε ότι στις 21/01/2018 η Αιτήτρια, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι έπαθε υπερκόπωση εξαιτίας των δύο εργασιών που είχε, ζήτησε κάποιο χρόνο να σκεφτεί την επισήμανση της Εργοδότριας Εταιρείας προς αυτήν ότι λόγω της υπερκόπωσής της δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στα καθήκοντα της εργασίας της και γι’ αυτόν τον λόγο η Εργοδότρια Εταιρεία της έδωσε άδεια μέχρι τις 31/01/2018, κατά την αντεξέτασή της αρχικά είπε ότι στις 21/01/2018 της έδωσε άδεια για να σκεφτεί τόσο αυτή όσο και η Αιτήτρια τι θα έπρεπε να γίνει ώστε να μπορεί η Αιτήτρια να ανταπεξέλθει στα καθήκοντα της εργασίας της καθότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί η κατάσταση αυτή, στη συνέχεια σε ερώτηση κατά πόσον στις 21/01/2018 η Αιτήτρια της είπε ότι καλά κάνει που της δίνει άδεια, απάντησε ότι η Αιτήτρια δεν της είπε ότι κάνει καλά που της δίνει άδεια και συνέχισε λέγοντας ότι (α) τότε είχε δύο επιλογές είτε να διώξει την Αιτήτρια δίνοντας της τρεις επιστολές για όσες φορές αργούσε να έρθει στην εργασία της αφού τον τελευταίο καιρό αντί να προσέλθει η ώρα 03.00 π.μ. στην εργασία της ερχόταν η ώρα 03.30 π.μ., είτε να της δώσει άδεια να ξεκουραστεί και να σκεφτεί και η ίδια τι ήταν καλύτερο γι’ αυτήν, αν θα μείνει στην Εργοδότρια Εταιρεία, αν θα μειώσει τις ώρες της στο ξενοδοχείο και (β) αυτή πρότεινε στην Αιτήτρια να αλλάξει το ωράριο εργασίας της στην Εργοδότρια Εταιρεία ώστε να μπορεί να κοιμάται και να ξεκουράζεται. Ακολούθως σε ερώτηση του δικηγόρου της Αιτήτριας κατά πόσον στις 21/01/2018 όταν έβαλε την Αιτήτρια στο πρόγραμμα με άδεια είχε διαπληχτιστεί με την Αιτήτρια για την εν λόγω ενέργειά της, απάντησε με υπεκφυγές επαναλαμβάνοντας ότι στις 21/01/2018 είπε στην Αιτήτρια ότι θα την βάλει με άδεια μέχρι τέλος του μήνα να δει τι θέλει να κάνει και να δει και αυτή τι μπορούσε να κάνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Όταν της υποβλήθηκε ακόμα δύο φορές η ερώτηση, παραδέχτηκε (σε διάσταση με τους ισχυρισμούς που προέβαλε στην κυρίως εξέτασή της) ότι επέβαλε στην Αιτήτρια την άδεια και ότι η Αιτήτρια της είπε ότι δεν θέλει την άδεια και ότι θέλει να δουλέψει.
(3) Κατά την αντεξέτασή της η Μ.Κ.Α.1 όταν ερωτήθηκε εάν όταν η Αιτήτρια της ανέφερε ότι θα παραιτηθεί αυτή «την έβαλε» να υπογράψει κάποιο χαρτί, απάντησε ότι «δεν την έβαλε να υπογράψει τίποτε». Στη συνέχεια, σε υποβολή ότι επειδή η Αιτήτρια δεν ήθελε να φύγει από την εργασία της στην Εργοδότρια Εταιρεία και αυτή την έδιωξε δεν ήθελε να υπογράψει το έγγραφο που της παρουσίασε, διαφοροποιήθηκε λέγοντας ότι η Αιτήτρια δεν ήθελε να υπογράψει γιατί σκέφτηκε να ισχυριστεί ότι την έδιωξε και να ζητήσει αποζημίωση και ακολούθως παραδέχτηκε ευθαρσώς ότι ζήτησε από την Αιτήτρια να υπογράψει έγγραφο ότι φεύγει από μόνη της δικαιολογώντας την εν λόγω ενέργεια λέγοντας ότι δεν έδιωξε αυτή την Αιτήτρια αλλά η Αιτήτρια έφυγε από μόνη της.
(4) Αρνητική εντύπωση για την αξιοπιστία της Μ.Κ.Α.1 μας προκάλεσε το γεγονός ότι ενώ η Μ.Κ.Α.1 ισχυριζόταν ότι δεν ήθελε «να χάσει» την Αιτήτρια η οποία ήταν εκπαιδευμένη υπάλληλος και ότι μετά που έφυγε η Αιτήτρια χρειάστηκε να αλλάξει το πρόγραμμα εργασίας του φούρνου, να βοηθά αυτή πολύ για να βγει η εργασία και να αγοράζει κάποια πράγματα έτοιμα, δεν θυμόταν το όνομα του υπαλλήλου που είπε ότι εργοδότησε στον φούρνο μετά από κάποιο καιρό στη θέση της Αιτήτριας. Περαιτέρω, ενώ ισχυρίστηκε ότι το πρόσωπο, του οποίου το όνομά του αναγράφεται στο πρόγραμμα εργασίας του φούρνου από τις 05/02/2018 μέχρι τις 11/02/2018 (Τεκμήριο 5) στη θέση που αναγραφόταν προηγουμένως το όνομα της Αιτήτριας, προσλήφθηκε σε άλλη θέση εργασίας διαφορετική από αυτήν της Αιτήτριας, μετά από κάποιες επιδοτήσεις που έλαβε η Εργοδότρια Εταιρεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση για παρασκευή νέων προϊόντων, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε απτά στοιχεία τα οποία να επιβεβαιώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό της, όπως π.χ. γραπτή σύμβαση εργασίας του νέου υπαλλήλου, δήλωση της θέσης εργασίας του νέου υπαλλήλου στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύμβαση επιχορήγησης/επιδότησης της Εργοδότριας Εταιρείας από την Ευρωπαϊκή Ένωση για παρασκευή νέων προϊόντων, δηλώσεις από εξωτερικούς συνεργάτες της Εργοδότριας Εταιρείας ότι σταμάτησαν τη συνεργασία τους με την Εργοδότρια Εταιρεία μετά τις αρχές Φεβρουαρίου του 2018, γεγονός που μας προβληματίζει.
(5) Ουσιαστικοί ισχυρισμοί της Μ.Κ.Α.1 δεν τέθηκαν κατά την αντεξέταση της Αιτήτριας στερώντας από την Αιτήτρια τη δυνατότητα να απαντήσει στους εν λόγω ισχυρισμούς και να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τη δική της εκδοχή σχετικά με τους εν λόγω ισχυρισμούς της Μ.Κ.Α.1. Το εν λόγω γεγονός εξασθενεί ουσιαστικά τη βαρύτητα των εν λόγω ισχυρισμών της Μ.Κ.Α.1 (Fredericou Schools Co ltd v. Acuac Inc [2002]1 (Γ) Α.Α.Δ.1527, Adidas v. The Jonitexo Ltd [1987] 1 CLR 383). Πιο συγκεκριμένα, δεν τέθηκαν στην Αιτήτρια οι θέσεις της Μ.Κ.Α.1 (i) σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 16/01/2018, (ii) σχετικά με το πώς της δόθηκε η άδεια από τις 22/01/2018 μέχρι τις 31/01/2018, (iii) για τη θέση εργασίας του προσώπου που το όνομα του οποίου αναγράφεται στο πρόγραμμα εργασίας του φούρνου από τις 05/02/2018 μέχρι τις 11/02/2018 στη θέση που αναγραφόταν το όνομα της Αιτήτριας, (iv) για το πότε ακριβώς βγαίνει το εβδομαδιαίο πρόγραμμα εργασίας των υπαλλήλων στον φούρνο και (v) σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες, σύμφωνα με αυτήν, υπέβαλε η Αιτήτρια την παραίτησή της την 01/02/2018.
(6) Ενώ στην κυρίως εξέτασή της η Μ.Κ.Α.1 απλώς ανέφερε ότι την 01/02/2018 η Αιτήτρια προσήλθε στα γραφεία της Εργοδότριας Εταιρείας και προφορικά υπέβαλε την παραίτησή της χωρίς να αναφέρει κατά πόσον η Αιτήτρια θα εργαζόταν ή εργαζόταν εκείνη την ημερομηνία, κατά την αντεξέτασή της όταν της υποδείχτηκε το πρόγραμμα εργασίας του φούρνου για την εβδομάδα 29/01/2018 - 04/02/2018 (μέρος του Τεκμηρίου 7) στο οποίο (i) αναγράφεται ότι από 29/01/2018 μέχρι 31/01/2018 η Αιτήτρια είναι με άδεια και (ii) δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναγραφή (όπως ωράριο εργασίας, οφφ, άδεια, άδεια ασθενείας) δίπλα από το όνομα της Αιτήτριας από 01/02/2018 μέχρι 04/02/2018, παραδέχτηκε ότι την 01/02/2018 η Αιτήτρια κλήθηκε στο γραφείο της για να συμφωνήσουν τις ώρες εργασίας της γιατί δεν μπορούσε να την βάλει στο πρόγραμμα άλλες ώρες να εργαστεί πριν συμφωνήσει η Αιτήτρια μαζί της με το νέο ωράριο εργασίας της και ότι η Αιτήτρια την 01/02/2018 δεν πήγε για να εργαστεί. Σε ερώτηση του δικηγόρου αν η Αιτήτρια ήθελε να εργαστεί εκείνη την ημέρα απάντησε με υπεκφυγή λέγοντας ότι «με αυτό προσπαθούσα να έβρουμε μια χρυσή τομή για να εργαστεί». Σε ερώτηση κατά πόσον βρέθηκε η χρυσή τομή απάντησε ότι η Αιτήτρια παραιτήθηκε και δεν βρέθηκε η χρυσή τομή. Η Μ.Κ.Α.1 ενώ παραδέχτηκε ότι με το ωράριο εργασίας που πρότεινε στην Αιτήτρια έπρεπε η Αιτήτρια να μειώσει τις ώρες που εργαζόταν στο ξενοδοχείο για να μπορεί να εργάζεται και στην Εργοδότρια Εταιρεία, σε ερώτηση κατά πόσον αυτή γνώριζε εάν η Αιτήτρια μπορούσε να μειώσει τις ώρες εργασίας της στο ξενοδοχείο απάντησε «Δεν…. αλλά δεν μπήκε σε καμία διαδικασία να το ελέγξει …. η ίδια. Αποφάσισε όταν έμεινε τις μέρες που έμεινε στο σπίτι να ξεκουραστεί. Επειδή καταλάβαινε και η ίδια ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει με αυτό το καθεστώς, να δουλεύει 16 ώρες την μέρα, κουράστηκε πλέον δεν μπορούσε να συνεχίσει. Φαντάζομαι αποφάσισε από πριν ότι ήθελε να μείνει στο ξενοδοχείο.». Δεν έθεσε ενώπιόν μας οποιεσδήποτε λεπτομέρειες που να στηρίζουν τη θέση της ότι η Αιτήτρια κατάλαβε και η ίδια ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει με το να εργάζεται 16 ώρες. Περαιτέρω η τελευταία απάντησή της δεν είναι σε συμφωνία με τη θέση που προέβαλε (όταν ερωτήθηκε τι ακριβώς έγινε την 01/02/2018) ότι εκείνη τη μέρα αυτή είπε στην Αιτήτρια όταν ήρθε στο γραφείο της ότι πρέπει να αλλάξει το πρόγραμμα εργασίας της στον φούρνο για να μπορεί να ξεκουράζεται και να είναι πιο αποδοτική στην εργασία της και να μειώσει τις ώρες της στο ξενοδοχείο ώστε να μην εξαντλείται και η Αιτήτρια της είπε ότι δεν το δέχεται και ότι αφού της ανέφερε ότι θέλει να παραμείνει στο ξενοδοχείο της είπε ότι θα σταματήσει από την εργασία της στην Εργοδότρια Εταιρεία. Σε υποβολή ότι πρότεινε στην Αιτήτρια ένα ωράριο εργασίας, το οποίο γνώριζε από πριν ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε να το αποδεχτεί, με σκοπό να την υποχρεώσει να φύγει και ότι όταν η Αιτήτρια της είπε ότι δεν μπορούσε να δουλέψει αυτό το ωράριο την έδιωξε, απάντησε ότι διαφωνεί και ότι έχει πει πώς έχουν γίνει τα γεγονότα χωρίς να μας εξηγήσει πειστικά για ποιο λόγο πρότεινε στην Αιτήτρια ένα ωράριο εργασίας το οποίο δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το ωράριο εργασίας της στο ξενοδοχείο και περίμενε να το αποδεχτεί η Αιτήτρια. Δεν μας φαίνεται φυσικό το γεγονός ότι, ενώ από τις αναφορές της Μ.Κ.Α.1 (1) δεν διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια δεν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται στον φούρνο με το καθεστώς που εργαζόταν μέχρι τις 21/01/2018 και (2) διαφάνηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήθελε να πάει με άδεια μετά τις 22/01/2018 αλλά ήθελε να εργαστεί, η Μ.Κ.Α.1 ισχυρίστηκε μόνο ότι με το που πρότεινε στην Αιτήτρια το νέο ωράριο εργασίας της στον φούρνο (το οποίο ήξερε ότι δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το ωράριο εργασίας της στο ξενοδοχείο) η Αιτήτρια της είπε απλώς ότι δεν το δέχεται, ότι προτιμά να συνεχίσει στο ξενοδοχείο και ότι παραιτείται. Περαιτέρω μας δημιουργείται η, εύλογη, κατά την κρίση μας, απορία εφόσον η Μ.Κ.Α.1 δεν ήθελε να χάσει την Αιτήτρια από υπάλληλο στον φούρνο και ήθελε να βρεθεί μια χρυσή τομή για να συνεχίσει να εργάζεται για ποιο λόγο δεν πρότεινε κάποια άλλη λύση στην Αιτήτρια με την οποία να μην επηρεάζεται τόσο δραστικά η απασχόλησή της στο ξενοδοχείο.
(7) Μας ξενίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ενώ η Μ.Κ.Α.1 στη γραπτή δήλωσή της παραδέχεται ότι η Εργοδότρια Εταιρεία απάντησε γραπτώς με δύο επιστολές της στις επιστολές του δικηγόρου της Αιτήτριας (Τεκμήρια 2 και 3) που της απέστειλε τον Φεβρουάριο του 2018, οι εν λόγω επιστολές της Εργοδότριας Εταιρείας δεν κατατέθηκαν ενώπιόν μας. Σημειώνουμε ότι ενώ επικαλέστηκε την επιστολή του δικηγόρου της Αιτήτριας ημερ. 22/02/2018 (Τεκμήριο 3), η οποία στάληκε προς απάντηση επιστολής της Εργοδότριας Εταιρείας ημερ. 21/02/2018 προς τον δικηγόρο της Αιτήτριας και σημείωσε ότι σε αυτή την επιστολή η Αιτήτρια δήλωνε ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται στην Εργοδότρια Εταιρεία προβαίνοντας σε διάφορες ερμηνείες της θέσης της Αιτήτριας στην εν λόγω επιστολή, (α) δεν κατάθεσε την επιστολή της Εργοδότριας Εταιρίας ημερ. 21/02/2018 και (β) δεν αναφέρθηκε στους υπόλοιπους ισχυρισμούς του δικηγόρου της Αιτήτριας στην εν λόγω επιστολή που δεικνύουν μια άλλη εικόνα σχετικά με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση από αυτήν που μας ανέφερε η Μ.Κ.Α.1.
Θεωρούμε οι πιο πάνω αδυναμίες στη μαρτυρία της Μ.Κ.Α.1 πλήττουν ουσιαστικά την αξιοπιστία της και ως εκ τούτου η εν λόγω μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή και να αποτελέσει υπόβαθρο εξαγωγής ευρημάτων που να στηρίζουν την εκδοχή που προέβαλε ενώπιόν μας η Εργοδότρια Εταιρεία. Αντίθετα από τις παραδοχές της Μ.Κ.Α.1 προκύπτει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία δεν άφησε την Αιτήτρια να εργαστεί κατά την περίοδο 21/01/2018 μέχρι 31/01/2018 χωρίς τη θέληση και τη σύμφωνη γνώμη της Αιτήτριας, δεν είχε ορίσει στο πρόγραμμα εργασίας την Αιτήτρια να εργαστεί από την 01/02/2018 και μετά και ότι γνώριζε ότι με το νέο ωράριο εργασίας που πρότεινε μονομερώς στην Αιτήτρια την 01/02/2018 η Αιτήτρια θα έπρεπε να μειώσει τις ώρες εργασίας της στην άλλη εργασία της.
Συνακόλουθα με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και θέτοντας τα στη βάση των πιο πάνω νομικών αρχών, βρίσκουμε ότι (α) η Αιτήτρια δεν υπέβαλε παραίτηση την 01/02/2018 και (β) η συμπεριφορά που επέδειξε η Εργοδότρια Εταιρεία από τις 21/01/2018 μέχρι και την 01/02/2018 συνιστούσε απόλυση της Αιτήτριας. Η Εργοδότρια Εταιρεία με το να ζητήσει από την Αιτήτρια στις 21/01/2018 να αποχωρήσει από τον χώρο εργασίας της λέγοντας της ότι θα σκεφτεί τι θα κάνει και ότι θα πρέπει να μείνει στο σπίτι της μέχρι να της ανακοινωθεί τι θα γίνει με την απασχόλησή της, με το να μην της επιτρέψει να εργαστεί από τις 22/01/2018 μέχρι και τις 31/01/2018 και με το να αναγράψει στο πρόγραμμα εργασίας ότι κατά την εν λόγω περίοδο βρισκόταν με άδεια τη στιγμή που η Αιτήτρια δεν ζήτησε άδεια, με το να μην τοποθετήσει την Αιτήτρια στο πρόγραμμα εργασίας από την 01/02/2018 και μετά, με το να προτείνει στην Αιτήτρια την 01/02/2018 ένα νέο ωράριο εργασίας (τη στιγμή που δεν είχε δικαίωμα να τροποποιήσει μονομερώς το ωράριο εργασίας της) το οποίο, εκτός του ότι ήταν διαφορετικό από το υφιστάμενο ωράριο εργασίας της, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με άλλες εργασιακές διευθετήσεις που είχε η Αιτήτρια (οι οποίες ήταν σε γνώση της Εργοδότριας Εταιρείας) με την επισήμανση ότι αν δεν αποδεχθεί την εν λόγω πρόταση να φύγει από την υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας, επέδειξε ξεκάθαρα τη βούλησή της τόσο να μην συνεχίσει να απασχολεί την Αιτήτρια με τους υφιστάμενους όρους εργασίας της όσο και να τερματίσει μονομερώς την απασχόληση της Αιτήτριας την 01/02/2018. Ένας μέσος λογικός εργοδοτούμενος αυτό θα αντιλαμβανόταν.
Κατά συνέπεια και επειδή ο πιο πάνω τερματισμός δεν έγινε νόμιμα και για κάποιο ή κάποιους από τους λόγους που εκτίθενται στο άρθρο 5 του Νόμου είναι παράνομος και αδικαιολόγητος. Συνακόλουθα η Αιτήτρια δικαιούται σε πληρωμή αντί προειδοποίησης και, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Νόμου, σε αποζημιώσεις.
Η παράγραφος 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, προβλέπει ότι το Δικαστήριο έχει απόλυτη διακριτική εξουσία ως προς το ποσό αποζημίωσης που θα επιδικαστεί. Το Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης οφείλει να λάβει υπόψη την ηλικία, τα ημερομίσθια, τη διάρκεια της υπηρεσίας, την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας και τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου. Στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 98 σελ. 104-105 σημειώνονται τ΄ ακόλουθα:
«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Ν.24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το ΚΕΦ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη της διάρρηξης της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών (Ν 92/79). Η υλική ζημιά την οποία υφίσταται από τον τερματισμό ο εργοδοτούμενος είναι αναμφίβολα παράγοντας σχετικός, αλλά όχι ο μόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη.
Η διαγωγή των μερών είναι άλλος σχετικός παράγοντας, όπως συνάγεται από την παράγραφο 4(δ) του Πίνακα. Η απαρίθμηση των παραγόντων, που είναι σχετικοί με την αποζημίωση, θα ήταν αντινομική προς τον απόλυτο χαρακτήρα της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό που θα επιδικάσει ως αποζημίωση κρίνεται με βάση τα ενώπιόν του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα ημερομίσθια δύο ετών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζον.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι η Αιτήτρια για σκοπούς του Νόμου λάμβανε €207,70 εβδομαδιαίως (€900 x 12[13]/ 52) και εργάστηκε στην υπηρεσία της Εργοδότριας Εταιρείας για 6 συναπτά έτη (από τον Νοέμβριο του 2011 μέχρι την 01/02/2018).
Η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε κατά τη μαρτυρία της στις επιπτώσεις που είχε η απόλυσή της από την Εργοδότρια Εταιρεία στην οικογενειακή και επαγγελματική ζωή της. Δεν αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε για εξεύρεση άλλης κατάλληλης απασχόλησης και στην απασχόληση και τα εισοδήματα που είχε μετά την απόλυσή της από την Εργοδότρια Εταιρεία. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε στη μαρτυρία της κατά πόσον είχε προοπτικές περαιτέρω ανέλιξης στην Εργοδότρια Εταιρεία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του Πρώτου Πίνακα του Νόμου και με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μας σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της Αιτήτριας, την ηλικία της Αιτήτριας κατά τον χρόνο απόλυσής της (46 χρονών - ηλικία που δεν μπορεί από μόνη της να θεωρηθεί ιδιαίτερα δύσκολη για εξεύρεση άλλης εργασίας) και την απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας σχετικά με τις προσπάθειες που έκανε η Αιτήτρια για εξεύρεση άλλης εργασίας και τα εισοδήματα που έχει μετά την απόλυσή της από την Εργοδότρια Εταιρεία και με την οποιαδήποτε απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας της Αιτήτριας, κρίνουμε ότι σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου σε συνδυασμό με τον Τέταρτο Πίνακα του Νόμου και σε συνάρτηση με την περίοδο απασχόλησης της Αιτήτριας είναι εύλογο και δίκαιο να επιδικάσουμε στην Αιτήτρια υπό μορφή δίκαιης αποζημίωσης το ποσό που αντιστοιχεί με τις απολαβές 13 εβδομάδων (που είναι το ποσό που θα δικαιούτο αν απολυόταν για λόγους πλεονασμού), ήτοι €2.700,10 (13 x €207,70).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9(1)(ζ) του Νόμου, η Αιτήτρια με βάση την πιο πάνω περίοδο απασχόλησής της στην Εργοδότρια Εταιρεία, δικαιούται προειδοποίηση 8 εβδομάδων. Εφόσον δεν της δόθηκε προειδοποίηση, δικαιούται πληρωμή αντί προειδοποίησης που αντιστοιχεί σε ημερομίσθια 8 εβδομάδων, ήτοι ποσό €1.661,60 (8 x €207,70).
Κατάληξη
Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση για το συνολικό ποσό των €4.361,70 με νόμιμο τόκο.
Επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εις βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση δικηγορικά έξοδα €2.000,00 πλέον Φ.Π.Α.
(Υπ.) ………………………………………….
Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής
(Υπ.) ………………………………….. (Υπ.) .………………………………….
Μ. Σμίλας, Μέλος Π. Δημοσθένους, Μέλος
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] «7.(1) Όταν ο εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ΄ εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότη, τότε ο τερματισμός ούτως θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοια του άρθρου 3.
(2) Καθ΄ οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως.»
[2] Γιώργος Αριστείδου ν. R. K. Super Beton Ltd [1999] 1 Α.Α.Δ. 114, Επί τοις αφορώσι την αίτηση των Λούης Τούριστ Έϊτσενσυ Λτδ για έκδοση διατάγματος Certiorari [1990] 1 A.A.Δ. 315.
[3] Στο σύγγραμμα D. Lockton, “Employment Law,” 5th Edition, Palgrave Machillan Law Master στην σελ.242, αναφέρονται τ΄ ακόλουθα: “If the parties mutually agree that the contract should come to an end, then neither party has ended the agreement and as such there will be no dismissal (employer termination) or resignation (employee termination)” Στο σύγγραμμα Ν. Μ. Selwyn, Selwyn’s Laws of Employment, 14th edition, Oxford University Press, στην σελ.400, αναφέρονται τ’ ακόλουθα: «Α consensual termination arises where the employment is terminated by mutual agreement and the reason for that agreement is generally irrelevant. Since there is no dismissal, no statutory rights ensue……The distinction between resignation and a termination by mutual agreement is that the former is a unilateral act by the employee, whereas the latter requires the consent of both parties, because otherwise there may be a breach of contract of one party».
[4] Στο σύγγραμμα Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, December 2018, paragraph [225] αναφέρονται τα πιο κάτω: “…… the situation not infrequently arises where the employer uses language which he did not intend to constitute a dismissal but which the employee interpreted as a dismissal. Similarly, the reverse can occur, i.e the employee being treated by the employer as having resigned even though he had not meant to do so. Sometimes the employer merely intends to rebuke the employee, or he may use words of abuse in a moment of irritation, and yet the employee might construe them as words of dismissal. If the employee acts on the words used and leaves, this will be a dismissal if the words did indeed constitute a termination by the employer, but a resignation by the employee if they did not….”
[5] Στο σύγγραμμα Ν. Μ. Selwyn, Selwyn’s Laws of Employment, 14th edition, Oxford University Press, στην σελ.405, αναφέρονται τ’ ακόλουθα: “…there may be circumstances of implied resignation or resignation by conduct. Thus, if an employee disappears, and does not respond to the employer’s communications, or if it is discovered that is working for another employer, it may not be difficult to infer that he has resigned his employment. The point was made by Sir John Donaldson in Harrison v George Wimpey & Co Ltd ‘Where an employee so conducts himself as to lead a reasonable employer to believe that the employee has terminated the contract, the contract is then terminated.’
[6] Στο σύγγραμμα St. D. Anderman, The Law of Unfair Dismissal, 3rd Edition, Butterworths στις σελίδες 58-61 σημειώνονται τα πιο κάτω: “..there are cases in which the employer’s actions in terminating the contract have been completely unambiguous…..Similarly there are many cases where the employee has quite unambiguously resigned. Yet the circumstances of some cases raise a basic question as to who really terminated the contract…… in looking at the language used by an employee or an employer, employment tribunals have a wide discretion on the issue of what weight to give the circumstances in which the words are uttered.… Where however a statement is ambiguous, because it has been made in the heat of the moment or where the statement is clear but the context makes it ambiguous, the effect of the statement is a question of fact and the tribunal will be entitled to conclude that there is no real resignation. The test of how the other party understood the language must be objective, i.e. what the ‘reasonable’ employer or employee might have understood the words to mean.”
[7] Στο σύγγραμμα Harvey on Industrial Relations and Employment Law, Lexis Nexis, December 2018 paragraphs [229-230] αναφέρονται τα πιο κάτω: “ Where the language used is ambiguous, what are the principles to apply in determining how the words should be interpreted?................ It is submitted that the following propositions can be drawn from these cases: (1) The intention of the speaker is not the relevant test. ……As Arnold J commented in the case BG Gale Ltd v Gilbert [1978] ICR 1149: “It is of course well – known that the undisclosed intention of a person using language whether orally or in writing as to its intended meaning is not properly to be taken into account in concluding what tis true meaning is. That has to be decided from the language used and from the circumstances in which it was used.” …….. If the words used by the speaker are on their face ambiguous, then the test is how the words would have been understood by a reasonable listener. Provided the listener honestly and reasonably construed them as a dismissal or resignation, he or she should be permitted to rely upon that construction even if that was the intention of the speaker…..it is submitted that the genuine understanding of the listener is not the test here, for why should his possibly unreasonable construction of the words bind the speaker? In other words, the test is objective rather than subjective and the question of whether or not there has been a dismissal or resignation must be considered in the light of all the surrounding circumstances…………In [ J & J Stern v Simpson [1983] IRLR 52] the EAT preferred to state the test as being ‘to construe the words in all the circumstances of the case in order to decide whether or not there has been a dismissal’ rather than as being to apply an objective test to ambiguous words. But with respect, there would appear to be no distinction between these formulations: by focusing on the surrounding circumstances rather than seeking to discover the actual intention of the speaker or the honest understanding of the listener, an objective test is inevitably involved. This can be seen as confirmed in the East Kent Hospitals University NHS Foundation Trust v Levy, Appeal No. UKEAT/0232/17/LA where the EAT held that, although the claimant had given ‘notice’ to the employer had actually understood this to refer (as she had intended) to ending her work at department A before a mooted transfer to department B; In these rather unusual circumstances her wording was ambiguous and the tribunal had properly applied the objective test and held that this was what the employer has honestly and reasonably understood. Its belief was relevant evidence. But ultimately the test was objective.”
[8] Barclay v. City of Glasgow District Council [1983] IRLR 313, Sovereign House Security Services Ltd v. Savage [1989] IRLR 115, Kwit- Fit (GB) Ltd v. Lineham [1992] IRLR 156. Στην υπόθεση Willoughby v. CF Capital [2012] ICR 1038 λέχθηκαν τα εξής:”The “rule” is that a notice of resignation or dismissal (whether oral or in writing) has effect according to the ordinary interpretation of its terms. Moreover, once such a notice is given it cannot be withdrawn except by consent. The “special circumstances” exception as explained and illustrated in the authorities is I consider, not strictly a true exception to the rule. It is rather in the nature of a cautionary reminder to the recipient of the notice that before accepting or otherwise acting upon it, the circumstances in which it is given may require him first to satisfy himself that the giver of the notice did in fact really intend what he had apparently said by it.”
[9] Στο σύγγραμμα Ν. Μ. Selwyn, Selwyn’s Laws of Employment, 14th edition, Oxford University Press, στην σελ.405, αναφέρονται τ’ ακόλουθα: “If an employee resigns, then (unless it is a constructive dismissal) he has not been dismissed. If the words used by the employee are clear and unambiguous (e.g. ‘I am leaving, I want my cards’) then there are no grounds for the employment tribunal to find that the words have a significance other than their plain meaning (BG Gale Ltd v Gilbert [1978] ICR1149). If the words are ambiguous, then the test is, what would a reasonable employer have understood by those words in that context (Tanner v Kean Ltd [1978] IRLR 110).”
[10] Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th edition, Vol. 41 (2021) para.770 αναφέρονται τα εξής:
“An employee1 who terminates the contract of employment2, with or without notice, may still claim to have been dismissed3 if the circumstances are such that he is entitled4 to terminate it without notice by reason of the employer's5 conduct ('constructive dismissal')6.
The employee must leave in response to the breach of contract7. While, as a matter of fact, the employee may usually be expected to indicate that he is treating the contract as repudiated8, there is no rule of law that the employee must always inform the employer of the true reason for leaving9. Delay in so doing may amount to waiver of the breach and affirmation of the contract10, though this will depend on the facts of the case, and a realistic approach must be taken, so that it may be reasonable for the employee to work on for a period under protest11, especially if trying to resolve matters without leaving12 or seeking other work before leaving13.
Whether there has been a repudiatory breach by the employer entitling the employee to leave is essentially a question of fact for a tribunal in the circumstances of the individual case; an appellate court will rarely interfere with the tribunal's decision on the point14 and reported cases should not be regarded as precedents. Among the types of breach of contract by the employer that may support a finding of constructive dismissal15 are:
- (1) a failure to pay wages16 or unilateral decision to cut pay17;
- (2) demotion or other change in status18;
- (3) a change of job content not permitted or envisaged by the contract19;
- (4) undermining a senior employee's position20;
- (5) change of the place of work, or breach of a mobility clause, whether express or implied21;
- (6) unilateral change of hours22;
- (7) failure to ensure the employee's safety23;
- (8) breach of the term of trust and respect24;
- (9) failure to follow a contractually binding disciplinary procedure25;
- (10) imposition of a disciplinary measure in a disproportionate manner26;
- (11) failure to provide a reasonably suitable working environment27;
- (12) failure to deal with grievances properly and timeously28.”
[11] “17.12. A dismissal takes place if an employer unilaterally imposes radically different terms of employment, which are so substantially different as to have the effect of destroying the basis of the old contract. In Alcan Extrusions v Yates (…….) the employers unilaterally made changes in working hours, shift systems, weekend and bank holiday workings, shift premiums, etc. The employees agreed to work the new system under protest, reserving their rights to claim unfair dismissal and/or redundancy payments, which they subsequently did. An employment tribunal chairman held that they had been dismissed, and the decision was upheld by the EAT. It was not correct to argue that the imposition of contractual changes can only be characterised as a potentially repudiatory breach, giving the employee an option to resign and claim constructive dismissal. Substantial departure from the original contract constitutes dismissal in its own right.”
[12] Π. Γ. Πολυβίου, ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Θεωρία και Πράξη, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου 2018, σελ. 252-254.
[13] Η Αιτήτρια δεν κατέθεσε ενώπιόν μας ότι λάμβανε 13ο μισθό.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο