ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ.Ιεροκηπιώτου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 356/2017
Μεταξύ:
1. Γιώργος Μελάς
2. Λίνος Μελάς
3. Φίνος Μελάς
Εναγόντων
-και-
1. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ αυτοτελώς και σαν αναδόχου και διαδόχου ή και αποκτώντα προσώπου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd
2. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, τελούσας υπό διαχείριση δυνάμει του Ν. 17(Ι)/2013 δια της διαχειρίστριας Άντρης Αντωνιάδου
3. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα
Εναγομένων
Ημερομηνία: 12/7/2024
Εμφανίσεις:
Για τους ενάγοντες: κ Γ. Πιττάτζιης
Για την Εναγόμενη 3: κα Μ. Τσαγκάρη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπο κρίση αγωγή οι ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, εναγόμενης 3 αποζημίωση για το κούρεμα των καταθέσεων τους στην εναγόμενη 2 . Συγκεκριμένα ο ενάγοντας 1 ποσό ύψους €527.218,78, ο ενάγοντας 2 ποσό ύψους €112.163,11 και ο ενάγοντας 3 ποσό €126.122,30 πλέον τόκους από 24/4/2013 επι των πιο πάνω ποσών.
Διαζευκτικά αξιώνουν συμψηφισμό των ποσών που διατηρούσαν στην εναγόμενη 2 με χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών εταιρειών τις υποχρεώσεις των οποίων εγγυήθηκαν στην εναγόμενη 2.
Στην Έκθεση Απαίτησης παρατίθενται Λεπτομέρειες της αμέλειας της εναγόμενης 3 κυρίως όσον αφορά την εποπτεία που δεν άσκησε στην Κεντρική Τράπεζα καθώς και για την παράβαση εκ μέρους της των νόμιμων της καθηκόντων δυνάμει του άρθρου 172 του Συντάγματος. Επιπλέον με το δικόγραφο τους οι ενάγοντες επιρρίπτουν βαρύτατες ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με τον τρόπο που χειρίστηκε την οικονομική κρίση που διένυε ο τόπος από το 2008 μέχρι και τα γνωστά σε όλους γεγονότα που έλαβαν χώρα το 2013.
Με την υπεράσπιση της η εναγόμενη 3 απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων που τίθενται με το δικόγραφο τους και ισχυρίζονται ότι τα γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη μέτρων εξυγίανσης και στην έκδοση των Διαταγμάτων συνιστούσαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Κράτους και λήφθηκαν σύμφωνα με το Ν.17(Ι)/2013. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι όλα τα μέτρα που λήφθηκαν υπο τις περιστάσεις ήταν τα κατάλληλα ενώ αποτελεί βασικό ισχυρισμό της υπεράσπισης πως ουδείς γνωρίζει ποιά θα ήταν η οικονομική κατάσταση της χώρας αν δεν λαμβάνονταν τα μέτρα που λήφθηκαν. Επίσης ισχυρίζεται ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αποτελεί ανεξάρτητα αρχή και δεν υπόκειται στον έλεγχο της κυβέρνησης.
Να λεχθεί ότι αρχικά η αγωγή στρέφετο εναντίον της εναγόμενης 2 τελούσας υπο διαχείριση καθώς και της εναγόμενης 1 στην πορεία ομως η αγωγή αποσύρθηκε έναντι αυτών και παρέμεινε μόνο ως προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ο ΜΕ1 δήλωσε ότι εργάζεται στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από τον Μάρτιο του 2013 και είναι ο προϊστάμενος του Τμήματος Εξυγίανσης. Στο πλαίσιο της μαρτυρίας του αναφέρθηκε στην έκδοση των Κ.Δ.Π. 103/2013 και 104/2013 στη βάση της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της Eναγόμενης 2 μεταβιβάστηκαν στην Eναγόμενη 1. Όπως εξήγησε, η αξία των περιουσιακών στοιχείων αποτιμήθηκε από το συμβούλιο των ελεγκτών KPMG Λονδίνου, ως εμφαίνεται σε σχετική έκθεση της τελευταίας.
Με αναφορά στην έκθεση αυτή, η δίκαιη αξία των περιουσιακών στοιχείων της Eναγόμενης 2 ήταν 16 δισεκατομμύρια ευρώ, οι δε υποχρεώσεις της ανέρχονταν σε 15,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο μάρτυρας ανάφερε, επίσης, πως με βάση την ΚΔΠ 104/13 , μεταφέρθηκαν στην Εναγόμενη 1 όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις και κάποιες καταθέσεις οι οποίες εξαιρέθηκαν σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα. Όλες οι ασφαλισμένες καταθέσεις και αυτές που εξαιρέθηκαν μεταφέρθηκαν για το ποσό της τάξης των 4,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 9,1 δισ.εκατομμυρίων ευρώ αφορούσε σε υποχρέωση της Εναγόμενης 2 έναντι της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου σε σχέση με τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA). Περαιτέρω ποσά αφορούσαν ομόλογα αξίας 1.1 δις ευρώ και κάποια άλλα μικροποσά και άλλες οφειλές.
Στη Λαική Τράπεζα που βρίσκεται υπο εκκαθάριση όπως δήλωσε με διάταγμα Δικαστηρίου είχαν παραμείνει οι επενδύσεις των μετοχικών κεφαλαίων των θυγατρικών εταιρειών εκτός Κύπρου . Για τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία που έλαβε η εναγόμενη 1 απο την εναγομένη 2 και ως αντάλλαγμα εξέδωσε μετοχές. Όλα τα πιο πάνω ποσά υπολογίστηκαν σε €600.000.000.
Να σημειωθεί ότι ο Μ.Ε 1 δεν αντεξετάστηκε από τη συνήγορο υπεράσπισης.
Ο ΜΕ2 ανέφερε στη γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Α ότι κατέχει πτυχίο στα Οικονομικά. Από το 1973 έως το 1980 εργάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου και από το 1980 – 1987 έως το 1989 εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα.Από το 1989 έως το 2014 εργάστηκε σαν Γραμματέας και Διευθυντής της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παραλιμνίου, από την οποία αφυπηρέτησε το 2014 με σύνταξη ορίου ηλικίας. Διετέλεσε επίσης Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας για περίπου 20 χρόνια.
Γνωρίζει καλά τους οικονομικούς νόμους και τα θέματα για τα οποία δίδει μαρτυρία κατωτέρω. Προώθησε τη θέση ότι η κατάρρευση των 2 μεγάλων κυπριακών τραπεζών αλλά και της κυπριακής οικονομίας ήταν το αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεων της τότε κυβέρνησης, της Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Αναφορικά με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η ευθύνη της έγκειται στο γεγονός ότι επέτρεψε ανεξέλεγκτα καταθέσεις στις κυπριακές τράπεζες τεράστιων ποσών χρημάτων από ξένους καταθέτες με απόδοση επιτοκίου σε βαθμό ή/και ύψος και υπό συνθήκες που η κυπριακή οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει, γεγονός που οδήγησε την Eναγόμενη 2 να συνάψει επισφαλείς επενδύσεις που απέδιδαν ψηλότερα επιτόκια και έσοδα για να μπορεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις πληρωμής των τόκων αυτών. Περαιτέρω ισχυρίζεται πως η Κεντρική Τράπεζα επέτρεψε στην Εναγόμενη 2 την παραχώρηση επισφαλών δανείων για μεγάλα χρηματικά ποσά τόσο σε Κύπριους όσο και σε ξένους αγοραστές ακινήτων, με αποτέλεσμα την υπερβολική αύξηση των τιμών των ακινήτων και τη δημιουργία φούσκας και την ταυτόχρονη αδυναμία αποπληρωμής των δανείων αυτών. Επιπρόσθετα, η Κεντρική Τράπεζα παρέλειψε να έχει σωστή και αποτελεσματική συνεργασία με κρατικούς φορείς για προστασία της οικονομίας και των τραπεζών και αγνόησε και δεν εφάρμοσε τις προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και άλλων αρμόδιων παραγόντων για τους κινδύνους που διέτρεχε το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, και τέλος ότι παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για αποφυγή της χρεοκοπίας και καταστροφής της Εναγόμενης 2.
Αναφορικά με τις ευθύνες της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσε θέση του μάρτυρα ότι τα μέτρα που είχαν ληφθεί από την κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση περί το 2008, ήταν ανύπαρκτα, εφόσον, μεταξύ άλλων, αντί να ληφθούν μέτρα περισυλλογής, η κυβέρνηση προχώρησε σε συνεχή και αλόγιστη αύξηση των δημοσίων δαπανών. Ως υπέδειξε, αντί το κράτος να πάρει μέτρα για τη μείωση των κρατικών δαπανών, αύξησε αυτές και προέβηκε σε δυσβάστακτο δανεισμό από το εξωτερικό, ο οποίος προστιθέμενος στο υπόλοιπο δημόσιο χρέος, το κατέστησε μη εξυπηρετούμενο. Περαιτέρω, ο Μ.Ε. 2 υποστήριξε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προέβηκε σε αποδοχή απομείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους, γεγονός που προκάλεσε τεράστιες ζημιές στις κυπριακές τράπεζες, και τούτο προς το σκοπό στήριξης της Eναγόμενης 2, με αποτέλεσμα, όμως, την επιβάρυνση του δημοσίου χρέους. Η δε παράλειψη του κράτους να αποταθεί έγκαιρα στο Μηχανισμό Στήριξης της Ευρώπης και την Τρόικα, είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση της κυπριακής οικονομίας και τον εξαναγκασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας να προβεί σε οδυνηρές υποχωρήσεις με αποτέλεσμα τη ζημιά τόσο της ίδιας της Δημοκρατίας όσο και της Εναγόμενης 2. Συνεχίζοντας σημείωσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία με τα μέτρα της ενεθάρρυνε την εισροή ξένων κεφαλαίων στην Κύπρο με παραχώρηση υψηλών επιτοκίων που δεν μπορούσε να αντέξει το τραπεζικό σύστημα επιλέον ενεθάρρυνε τις ξένες επενδύσεις σε ακίνητα που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών των ακινήτων και την υπερθέρμανση της κυπριακής οικονομίας. Όλα τα πιο πάνω οδήγησαν και/ή συνέδραμαν στον εκμηδενισμό της αξίας των ομολόγων και των αξιογράφων των εναγόντων. Προκειμένου να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, άντλησε πληροφορίες από διάφορες πηγές και μελέτες οι οποίες κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια 1-5, ενώ παραπομπή έγινε και σε απόσπασμα της έκθεσης που ετοίμασε η τριμελής επιτροπή για την κρίση που έπληξε την κυπριακή οικονομία(Τεκμήριο 6) καθώς και σε απόσπασμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τεκμήριο 7).
Ο Ενάγοντας 3 υιοθέτησε την δήλωση του Έγγραφο Β. Σε αυτήν ανέφερε ότι είναι αδέλφια με τους Ενάγοντες 1 και 2. Κατά τον ουσιώδη με την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν πελάτες της Εναγόμενης 2 και είχαν καταθέσεις σημαντικών ποσών. Κατά τον Μάη του 2010 λόγω κακοδιαχείρισης και παρανομιών στις οποίες προέβηκε η Εναγόμενη 2, η Εναγόμενη 3 απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχικών κεφαλαίων της και συνακόλουθα την διεύθυνση και διαχείριση της Εναγόμενης 2. Η Εναγόμενη 3 και η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου τον Απρίλη του 2013 έθεσαν την Εναγόμενη 2 υπό το καθεστώς της εξυγίανσης. Στα πλαίσια αυτά διορίστηκε ειδική διαχειριστής της Εναγόμενης 2 η οποία τώρα έχει αντικατασταθεί και η Εναγόμενη 3 και τα όργανα της έλαβαν μια σειρά αποφάσεων μεταξύ άλλων τα εξής:
α) εκμηδενισμό της αξίας των αξιογράφων που εξέδωσε η Εναγόμενη 2,
β) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 2 στην Τράπεζα Κύπρου,
γ) κούρεμα καταθέσεων πελατών στην Εναγόμενη 2,
δ) συμφωνημένη και συμβατική από όλους μέρους του προσωπικού της Εναγόμενης 2,
ε) προνομιακή καταβολή αποζημιώσεων και του ταμείου προνοίας των υπαλλήλων της Εναγόμενης 2 περιλαμβανομένων και των διευθυντών και προϊσταμένων και εκπροσώπων της Εναγόμενης 2.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ενάγοντας 1 διατηρούσε καταθέσεις στην Εναγόμενη 2 συνολικού ύψους 726,043,86 ευρώ και ο ίδιος καθώς και ο Ενάγων 2 είχαν καταθέσεις ο κάθε ένας ύψους 402.801,50 ευρώ. Τα πιο πάνω ποσά συμψηφίστηκαν με δάνεια και υποχρεώσεις που είχαν στην Εναγόμενη 2. Μετά τον συμψηφισμό τα ποσά διαμορφώθηκαν ως ακολούθως:
α) ποσό 627.218,78 ευρώ για τον Ενάγοντα 1
β) ποσό 212.163,11 ευρώ για τον Ενάγοντα 2
γ) ποσό 226.122,30 ευρώ για τον Ενάγοντα 3
Αποτέλεσε τη θέση του μάρτυρα ότι κατά τον Μάρτιο ή και Απρίλιο του 2013 το αποτέλεσμα των αποφάσεων των Εναγομένων 2 και 3 ήταν οι Ενάγοντες να υποστούν απομείωση και κούρεμα των καταθέσεων τους ως εξής:
α) ποσό 527.218.78 ευρώ για τον Ενάγοντα 1
β) ποσό 112.163,11 ευρώ για τον Ενάγοντα 2
γ) ποσό 126.122,30 ευρώ για τον Ενάγοντα 3
Περαιτέρω ο μάρτυρας ανέφερε ότι λόγω της εκκαθάρισης της Εναγόμενης 2 οι Ενάγοντες προέβηκαν στη διαδικασία επαλήθευσης του χρέους όμως όπως δημοσιεύτηκε και ενημερώθηκαν θα πάρουν 0.6 σεντ του ευρώ σε καθένα από τα ανωτέρω ποσά. Σε σχέση με τα ποσά που οι ίδιοι οι Ενάγοντες απομειώθηκαν κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού από την Εναγόμενη 2 προς απόδειξη της θέση του, Τεκμήρια 8-10 αντίστοιχα για κάθε ένα απο τους ενάγοντες.
Ακολούθως κατέθεσε ο Σωφρόνης Κληρίδης («Μ.Ε.4») ο οποίος είναι μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από το 1998 και κατέχει σήμερα τον τίτλο του Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών. Είναι κάτοχος πτυχίου στα Οικονομικά και Μαθηματικά και Διδακτορικού Τίτλου στα Οικονομικά. Ο μάρτυρας υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Γ. Σε αυτήν ανέφερε ότι έχει συγγράψει και δημοσιεύσει σημαντικό αριθμό επιστημονικών άρθρων, πλήρης κατάλογος των οποίων κατατέθηκε ως μέρος της δήλωσης του. Μεταξύ αυτών είναι και το άρθρο με τίτλο “The Collapse of the Cypriot Banking System: A Bird’s Eye View” (Τεκμήριο 2) που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cyprus Economic Policy Review, και είχε κατατεθεί από τον Μ.Ε. 2 στο πλαίσιο της μαρτυρίας του.
Για τους σκοπούς της κυρίως εξέτασης του υιοθέτησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2.Το άρθρο συντάχθηκε το 2014 και σε αυτό γίνεται καταρχήν αναφορά στον τρόπο δανεισμού των κυπριακών τραπεζών, το τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο και την κυπριακή οικονομία, καθώς επίσης στα γεγονότα που οδήγησαν στη φιλελευθεροποίηση των επιτοκίων, την αύξηση των δανείων που παρέχονταν από τις τράπεζες και την αύξηση των πωλήσεων ακίνητης ιδιοκτησίας, παραθέτοντας σχετικούς πίνακες. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις διάφορες τραπεζικές πρακτικές και τον τρόπο διακυβέρνησης τους και στη στάση της Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο αυτό, όπως και στον τρόπο χειρισμού της κρίσης από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περισσότερη ανάλυση της μαρτυρίας του θα γίνει στο κεφάλαιο αξιολόγηση μαρτυρίας.
Μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Δ.Δ.,ΜΥ1 κάτοχος πτυχίου Οικονομικών Επιστημών και μεταπτυχιακού στη διοίκηση επιχειρήσεων. Διορίστηκε στη θέση του Οικονομικού Λειτουργού στη Διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών από την 1.9.2005 και στις 15.12.2010 προήχθηκε στη θέση του Οικονομικού Λειτουργoύ Α’. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη θέση του Οικονομικού Λειτουργού Α’ και συγκεκριμένα στις 9.9.2013 διορίστηκε, με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών, ως προϊστάμενος της Μονάδας Διαχείρισης, όπου και υπηρέτησε μέχρι τις 15.11.2019. Στις 22.5.2019 τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και παράλληλα με τα καθήκοντα του ως Προϊστάμενος της Μονάδας, με αρμοδιότητα την εξέταση των θεμάτων που άπτονται του τραπεζικού τομέα, συνέχιζε να εκτελεί και τα καθήκοντα του από τη θέση του Ανώτερου Οικονομικού Λειτουργού, στην οποία προάχθηκε στις 15.6.2019. Στις 6.3.2023 έχει τοποθετηθεί ως Επικεφαλής της Μονάδας Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και από την 2.1.2024 ως Επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής και Ευρωπαϊκών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Περαιτέρω, από το 2008 είναι μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων. Από τον Δεκέμβριο του 2015 μέχρι και τον Απρίλιο του 2021 εκπροσωπούσε τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών στην Διαχειριστική Επιτροπή Ανακεφαλαιοποίησης, ενώ από τον Αύγουστο του 2018 και μέχρι σήμερα είναι μη εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων και μη εκτελεστικό μέλος της Επιτροπείας της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων.
Για τους σκοπούς της μαρτυρίας του υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης, Έγγραφο Δ στο οποίο γίνεται αναφορά στα όσα έλαβαν χώρα την περίοδο από την 21.7.2011, ήτοι της συνάντησης του Συμβουλίου Αρχηγών των Χωρών Μελών της Ευρωζώνης, μέχρι και την 26.4.2013, οπότε και ολοκληρώθηκε το τελικό Μνημόνιο Συναντίληψης για συγκεκριμένους όρους οικονομικής πολιτικής. Στη γραπτή του δήλωση, ο Δ.Δ. αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις διάφορες συναντήσεις που έγιναν καθώς και στις αποφάσεις που λήφθηκαν. Τόνισε πως η απόφαση για την απομείωση των ελληνικών κρατικών ομολόγων που λήφθηκε σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής για το ευρώ δρομολόγησε καθοριστικές εξελίξεις στον κυπριακό τραπεζικό τομέα λόγω της μεγάλης έκθεσης των κυπριακών τραπεζών στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Ενδεικτικά σημείωσε πως συνεπεία τούτου οι τράπεζες της Κύπρου υπέστηκαν ζημιές της τάξης των 4,5 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου ή στο 25% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Κύπρου.
Αφού έκανε αναφορά σε διάφορες συναντήσεις, συσκέψεις, διαβουλεύσεις και γεγονότα που ακολούθησαν της απομείωσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων και σε διάφορες νομοθεσίες που θεσπίστηκαν σε σχέση με τους όρους που είχε θέσει η Τρόικα, ο μάρτυρας υπέδειξε πως η Κυπριακή Δημοκρατία αναγκάστηκε να αποδεχθεί τους όρους αυτούς στις 25.3.2013, εξηγώντας πως σε περίπτωση που η πρόταση αυτή δεν γινόταν αποδεκτή, η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η κατάρρευση ολόκληρου του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα και της οικονομίας της Κύπρου, με αποτέλεσμα η Δημοκρατία να μην έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της. Ως εξήγησε, αναπόφευκτα θα ακολουθούσε άμεση έξοδος της Κύπρου από την ευρωζώνη, χωρίς να υπάρχει χρόνος για την προετοιμασία αντικατάστασης του νομίσματος. Επομένως, η ανάγκη για συμφωνία ήταν επιτακτική και απαραίτητη. Προς υποστήριξη των λεχθέντων του κατέθεσε τις Δηλώσεις της Ευρωομάδας ημερομηνίας 16/3/2013 και 25/3/2013, Τεκμήρια 12 και 13.
Στη βάση των όσων αναφέρει στη γραπτή του δήλωση, ήταν η θέση του μάρτυρα ότι τα μέτρα που λήφθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία προς το σκοπό διάσωσης της κυπριακής οικονομίας ήταν απολύτως απαραίτητα και αναπόφευκτα, ενώ, όπως επεσήμανε, πριν τη λήψη τους είχαν εξεταστεί εξαντλητικά όλες οι δυνατές επιλογές. Πρόσθεσε πως στη βάση των μέτρων που λήφθηκαν, οι καταθέτες των δυο επηρεαζόμενων τραπεζών δεν είναι εν τέλει σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν αν δεν λαμβάνονταν τα μέτρα που αναφέρθηκαν, εφόσον, όπως επεσήμανε, η άτακτη κατάρρευση των τραπεζών ήταν αναμενόμενη με δυσμενή αποτελέσματα για όλους τους εμπλεκόμενους.
Κληθείς να τοποθετηθεί αναφορικά με το περιεχόμενο του άρθρου του Μ.Ε.4 (Τεκμήριο 2), ο μάρτυρας υπέδειξε πως αποτελεί μια μελέτη που ετοιμάστηκε μετά τα γεγονότα και συνιστά μια απεικόνιση της τότε κατάστασης. Υποστήριξε πως στη μελέτη γίνεται αναδρομή στα όσα έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια και μια αρκετά περιεκτική ανάλυση, πλην, όμως, θεωρητική. Αν και ο μάρτυρας σημείωσε πως το άρθρο αντικατοπτρίζει, γενικά, την πραγματικότητα, ο ίδιος δεν υιοθετεί κάποια από τα συμπεράσματα του Μ.Ε.4 ως προς τις πολιτικές αποφάσεις και μέτρα που, κατά την άποψη του, έπρεπε να ληφθούν. Σε σχέση με τη μη λήψη δημοσιονομικών μέτρων, ο Μ.Υ. εξήγησε αρχικά πως η οικονομική κρίση κτύπησε την κυπριακή οικονομία περί το 2011, οπότε και λήφθηκαν τα πρώτα δημοσιονομικά μέτρα. Στο πλαίσιο της μείωσης δαπανών, έγινε η παγοποίηση των μισθών των κρατικών υπαλλήλων και της Α.Τ.Α., μείωση κατά 10% των μισθών των νεοεισερχομένων στην κρατική υπηρεσία και αύξηση κατά 2% του συντελεστή Φ.Π.Α. και της συνεισφοράς των δημοσίων υπαλλήλων σε διάφορα ταμεία. Τα μέτρα αυτά είχαν εγκριθεί και καλωσοριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2012. Ο μάρτυρας υπέδειξε πως ορθά αναφέρεται και στο Τεκμήριο 2 πως η κύρια επίπτωση στην κυπριακή οικονομία το 2009 ήταν η μεγάλη μείωση των εσόδων που είχε η Κυπριακή Δημοκρατία από τον κατασκευαστικό τομέα, η δε κυπριακή οικονομία παρουσίαζε τότε ένα έλλειμμα της τάξης του ενός δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο δεν προήλθε μόνο από αύξηση των δαπανών, αλλά και μείωση των εσόδων του Κράτους, κυρίως αυτών που προέρχονταν από τις κατασκευές. Πρόσθεσε πως επίπτωση στα δημοσιονομικά οικονομικά είχε και η αύξηση της ανεργίας.
Σε σχέση με το ποσό του 1.8 δισεκατομμυρίων ευρώ που δόθηκαν στην Εναγόμενη 2, ο μάρτυρας σημείωσε πως δεν συμφωνεί με τη θέση του Μ.Ε.4 επί τω ότι η Εναγόμενη 2 δεν ήταν φερέγγυα κατά το χρόνο παραχώρησης του εν λόγω ποσού. Όπως εξήγησε, το εάν μια τράπεζα είναι φερέγγυα ή όχι, το αποφασίζει ο Επόπτης, σήμερα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τότε της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Επίσης, με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε τότε, το οποιοδήποτε μέτρο στήριξης των τραπεζών ενεργοποιείτο μετά από σχετική αιτιολογημένη εισήγηση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στην εισήγηση αυτή θα έπρεπε να καθορίζεται το ποσό και το είδος της στήριξης. Αυτό προβλέπεται και από τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στο πλαίσιο αυτό, ούτε και αρμοδιότητα.
Ο μάρτυρας απέρριψε τη θέση που προωθείται από τον Ενάγοντα επί τω ότι το κράτος δεν αποτάθηκε έγκαιρα στον Μηχανισμό Στήριξης και εξήγησε πως μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2011 δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι οι κυπριακές τράπεζες θα χρειάζονταν στήριξη. Όταν ανακοινώθηκαν τότε τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης που έδειξε σημαντικά κεφαλαιακά ελλείματα για την Εναγόμενη 1 και 2 με βάση τον ευρωπαϊκό οδικό χάρτη, οι δύο τράπεζες θα έπρεπε να τύχουν ανακεφαλαιοποίησης μέχρι τον Ιούνιο του 2012. Η ανακεφαλαιοποίηση θα έπρεπε να γίνει πρώτα με ίδια μέσα και αν αυτό δεν ήταν δυνατόν, να επέμβει το Κράτος, το οποίο, σε περίπτωση που επίσης αδυνατούσε, θα έπρεπε να αποταθεί στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Αυτή ήταν και η διαδικασία που ακολουθήθηκε, στο χρόνο που αυτό ήταν επιτρεπτό και δυνατό. Λήφθηκαν μέτρα τόσο για κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων όσο και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ η απομείωση των ελληνικών ομολόγων αύξησε περαιτέρω τις ανάγκες των τραπεζών.
Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι η κυβέρνηση όφειλε να πάρει μέτρα από το 2008 τουλάχιστον και πως έλαβε, με καθυστέρηση, μέτρα το 2012, εξηγώντας ότι μέτρα συγκράτησης των κρατικών δαπανών άρχισαν να λαμβάνονται από το Σεπτέμβριο του 2011, ενώ μέτρα για ενίσχυση της οικονομίας από το 2008. Υποστήριξε, περαιτέρω, πως κατά την επίδικη περίοδο, στόχος της κυβερνητικής πολιτικής ήταν να εξέλθει της ύφεσης η Κυπριακή Δημοκρατία και να ενισχυθεί η οικονομία και πως λήφθηκαν όλα τα αναγκαία μέτρα προς τούτο. Υπέδειξε, ταυτόχρονα, πως η κρίση τότε ήταν παγκόσμια και δεν αφορούσε μόνο την Κύπρο, αφού 13 από τις 22 χώρες της τότε Ευρωζώνης αντιμετώπιζαν δημοσιονομικά ελλείμματα. Κληθείς να τοποθετηθεί σε σχέση με την απομείωση των ελληνικών ομολόγων, ο μάρτυρας απάντησε πως η απόφαση αυτή λήφθηκε μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ιδιωτών κατόχων των εν λόγω ομολόγων και η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν είχε λόγο στο όλο θέμα.
Τέλος, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις σταδιακές υποβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας που άρχισαν τον Μάιο του 2011 και κατέληξαν το 2012 οπότε κατηγοριοποιήθηκε στην κατηγορία junk – μη επενδυτική βαθμίδα, εξηγώντας πως ο κυριότερος λόγος που η Κυπριακή Δημοκρατία οδηγήθηκε εκτός αγορών ήταν το μεγάλο μέγεθος του τραπεζικού τομέα και η μεγάλη έκθεση των κυπριακών τραπεζών στην ελληνική αγορά.
Αξιολόγηση
Προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας έχοντας κατα νου τα επίδικα θέματα. Είναι δε καλά γνωστό ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν γίνεται κατά τρόπο μικροσκοπικό (βλέπε Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 221/2017, απόφαση ημερομηνίας 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428 και Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994) ούτε και περιορίζεται στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων οι οποίες θα πρέπει να αντέχουν στη βάσανο της λογικής.
Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 γίνεται αποδεκτή. Ο μάρτυρας κατέθεσε με τρόπο αντικειμενικό όλα όσα γνώριζε σε σχέση με την υπαγωγή της Εναγόμενης 2 σε καθεστώς εξυγίανσης και την μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 1 στην Εναγόμενη 2 με αναφορά στην έκθεση των ελεγκτών που είχαν εμπλακεί, με ακριβοδίκαιο τρόπο και χωρίς να προσπαθήσει να παραλλάξει τα γεγονότα όπως συνέβησαν και/ή να προσπαθήσει να δώσει άλλο νόημα σε αυτά. Η μαρτυρία τού βρίσκεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη μαρτυρία του ΜΥ1. Επαναλαμβάνεται πως ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.
Ο ΜΕ 2 κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας απο τον ενάγοντα να δώσει τη δική του θέση επι του θέματος της ευθύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας. Κατ’αρχήν θα πρέπει να αποφασιστεί κατα πόσο το Δικαστήριο θα δεχθεί τον εν λόγω μάρτυρα ως εμπειρογνώμονα επι του θέματος των αιτιών και ευθύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα η οποία είχε ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό της Λαϊκής σε καλή και κακή τράπεζα καθώς και τη διάσωση της Τράπεζας Κύπρου με ίδια μέσα, καθ’οτι τα δύο είναι αλληλένδετα. Τούτο δε γιατί η εναγόμενη 3 μέσω της συνηγόρου της έθεσε κατα την αντεξέταση του μάρτυρα ότι δεν έχει τις γνώσεις και την πείρα να καταθέσει σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αγωγής.
Το γεγονός ότι ο μάρτυρας κατέχει πτυχίο στα οικονομικά και ότι διετέλεσε γραμματέας και διευθυντής Συνεργατικής Εταιρείας στο Παραλίμνι καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας δεν τον καθιστά απο μόνο του ειδικό για το ζήτημα που εδώ απασχολεί τα αίτια και τυχόν ευθύνες για κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας εκ μέρους της εναγόμενης 3, θέματα εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα ενόψει του ότι το ανωτέρω θέμα είναι ένα πολύ εξειδικευμένο, πολυσχιδές και πολυσύνθετο θέμα για το οποίο απαιτήθηκε απο ειδικούς να ασχοληθούν χρόνια για να καταλήξουν και να εκπονήσουν μελέτες αναφορικά με τα αίτια και τις ευθύνες . Ο μάρτυρας δεν έδωσε καμία περαιτέρω εξήγηση σε ποιούς τομείς κατα τη διάρκεια της εργασίας και εμπειρίας του ασχολήθηκε οι οποίοι του έδωσαν την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για να εκφέρει άποψη για ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα ούτε με ποιό τρόπο η θητεία του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας τον καθιστά ικανό να δίδει μαρτυρία ως ειδικός σε θέμα διαχείρισης οικονομικής κρίσης, κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και λήψης μέτρων εξυγίανσης. Τούτο δε καθίσταται ιδιαίτερα επιτακτικό ακόμη και με βάση το περιεχόμενο των ίδιων μελετών που ο ίδιος παρουσίασε στο Δικαστήριο διαφόρων καθηγητών και οικονομολόγων οι οποίοι ασχολήθηκαν και επεξήγησαν στις μελέτες τους το ζήτημα της «κατάρρευσης» του τραπεζικού συστήματος. Για παράδειγμα η μελέτη του Αθανάσιου Ορφανίδη , Τεκμήριο 4 με τίτλο « What Happened In Cyprus» αναφέρει τα προσόντα του, τις θέσεις τις οποίες υπηρέτησε, τη θέση την οποία βρίσκεται, τα ζητήματα απο τα οποία άντλησε την γνώση του, την εμπειρία που αποκόμισε απο τις διάφορες θέσεις που υπηρέτησε καθώς και τις πηγές απο τις οποίες άντλησε τη γνώση του για να εκπονήσει τη μελέτη του. Στην παρούσα περίπτωση ο μάρτυρας στηρίζει την εμπειρογνωμοσύνη του όπως λέχθηκε ανωτέρω γενικά και αόριστα στην υπηρεσία του στον τραπεζικό τομέα ενώ τη γνώμη και τη γνώση του για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος την άντλησε απο τις μελέτες που παρουσίασε χωρίς ο ίδιος να ετοιμάσει οποιαδήποτε έκθεση επι του θέματος.(βλ. ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΑΒΒΑ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ V MEDCON CONSTRUCTION LTD , Πολιτική Έφεση Αρ 53/2013 ημερ.20/3/2018), ECLI:CY:AD:2018:A124.
Ακόμη όμως και οι μελέτες που ο ίδιος παρουσίασε δεν τον καθιστούν εμπειρογνώμονα . Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί περαιτέρω είναι κατά πόσον το Δικαστήριο μπορεί να προσδώσει οποιοδήποτε βαρύτητα σε αυτές απο τη στιγμή που αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει να αξιολογηθούν ως τέτοιες. Σε τούτες δε τις μελέτες ο μάρτυρας βασίστηκε για να εκφέρει την κρίση του για τους λόγους κατάρρευσης της οικονομίας.
Στην υπόθεση ALI ABDULLAH HAZZAZ ASSAD v.Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 164/2016, ημερ. 6/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B447, τονίσθηκε αναφορικά με την αξιολόγηση της εξ ακοής μαρτυρίας, ότι:
«Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, γίνεται, προσεκτικά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε Πολιτική Έφεση αρ. 6/2011, Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ v. Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου, ημερ. 15.7.2016 και Ανδρέου κ.α. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και, ιδιαίτερα, το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί, ως μάρτυρας στη διαδικασία, το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα (όπως στην παρούσα υπόθεση), το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επ' ακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση, κτλ. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 27(2) του Κεφ. 9, δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί, σύμφωνα με τη Νομολογία μας. Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το Δικαστήριο, είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική είτε από γραπτή μαρτυρία (Δέστε Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.α. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002).»
Στην παρούσα περίπτωση ουδεμία εξήγηση δόθηκε γιατι δεν προσήλθαν τα πρόσωπα που προέβηκαν στις μελέτες για να καταθέσουν πλήν του Τεκμηρίου 2 για το οποίο προσήλθε ο ΜΕ4. Κρίνεται η ανάγκη παρουσίας τους στο Δικαστήριο και επεξήγησης των μελετών τους επιτακτική υπο την έννοια ότι η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και αιτίες αυτής, το 2013 αποτέλεσε και αποτελεί ενα πολυσύνθετο και πολύπλοκο ζήτημα και χρειάζεται ειδική εξειδίκευση και ανάλυση απο τα πρόσωπα που έχουν τεχνική και ακαδημαϊκή κατάρτιση. Δεν ήταν αρκετή η κατάθεση τους στο Δικαστήριο και η παράθεση κάποιων αποσπασμάτων απο αυτές. Για τούτο το λόγο , η τυχόν αποδοχή και απόδοση βαρύτητας τέτοιας μαρτυρίας χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην υπεράσπιση να αντεξετάσει θα παραβίαζε το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη εφόσον όλη η υπόθεση των εναγόντων στηρίζεται στη δική μαρτυρία του ο οποίος βασίστηκε στις εν λόγω μελέτες.
Πρόσφατα στο Εφετείο στην υπόθεση ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. A.CH. TRAVEL & TOURS LTD , Πολιτική Έφεση Αρ.70/11 ημερομηνίας 23/10/2023 που αφορούσε ευθύνη πρόκλησης ατυχήματος απο αμέλεια αποφάσισε παραπέμποντας σε σειρά αποφάσεων ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε κατάθεση προσώπου στην Αστυνομία για την αλήθεια του περιεχόμενου του το οποίο δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει κατα παράβαση των αξιολογικών κριτηρίων του άρθρου 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου. Για τους λόγους που ανέφερα δεν αποδέχομαι το μάρτυρας ως εμπειρογνώμονα ούτε τη μαρτυρία του .
Η μαρτυρία του ΜΕ3 γίνεται αποδεκτή όσον αφορά την απομείωση των καταθέσεων που υπέστησαν οι ενάγοντες. Άλλωστε τούτο δεν αμφισβητήθηκε απο την άλλη πλευρά. Εκείνο που δε μπορεί να γίνει δεκτό είναι η επεξήγηση που έδωσε ο ίδιος ως η αίτια για την κατάρρευση της οικονομίας καθώς και οι ευθύνες που επέρριψε στην εναγόμενη 3 οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να απομειωθούν οι καταθέσεις τους. Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας ως εκ της θέσης του εξέφρασε μια προσωπική άποψη η οποία δεν μπορεί να αξιολογηθεί καθ’οτι δεν αποτελεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα επι του θέματος και κατα δεύτερον εξαιτίας της γενικότητας και της αοριστίας με την οποία τέθηκε. Δεν μπορεί να προβάλλονται σοβαρότατες πράξεις ή παραλείψεις εκ μέρους της κυπριακής δημοκρατίας χωρίς καμία τεκμηρίωση. Η μαρτυρία του στο σημείο αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Περαιτέρω δεν υπήρξε διαφωτιστική η μαρτυρία του αν ο ίδιος και/ή οι ενάγοντες εξέφρασαν πρόθεση να προβούν σε οποιεσδήποτε ενέργειες πλήν όμως δεν προέβηκαν επειδή στηρίχθηκαν στα μέτρα που έλαβε ή θα έπρεπε να λάβει κατα τη θέση τους η εναγόμενη 3.
Ακόμη θα πρέπει να λεχθεί ότι με την αγωγή αξιώνεται πέραν της αποζημιώσης για την απομείωση των καταθέσεων, διαζευκτικά σε περίπτωση επιτυχίας συμψηφισμός του ποσού των αποζημιώσεων με τις υποχρεώσεις που έχουν οι ενάγοντες στην εναγόμενη 2 και μεταβιβάστηκαν στην εναγόμενη 1 ως εγγυητές λογαριασμών δανείου. Τέτοια θέση όμως δεν προωθήθηκε με μαρτυρία κατα την ακροαματική εκδίκαση απο το μάρτυρα οπότε δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Σε σχέση με τον Μ.Ε.4, η εμπειρογνωμοσύνη του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης, σημειώνεται ότι είναι γεγονός, ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές του δεν συσχετίζονται άμεσα με ζητήματα εκκαθάρισης και εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων ή παροχής ELA. Τα εν λόγω, ωστόσο, ζητήματα, για τα οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν τέθηκε ενώπιον μου μαρτυρία ότι αποτελούν ειδικό αντικείμενο πανεπιστημιακών σπουδών, έχουν συνάφεια με τον ευρύτερο τομέα των οικονομικών επιστημών. Το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι πρόκειται για πρόσωπο που κατέχει τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου να θεωρηθεί ειδικός στο συγκεκριμένο τομέα. Τόσο τα ακαδημαϊκά του προσόντα, όσο και η θέση του ως καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου αλλά και ο αριθμός άρθρων που έχει συγγράψει και δημοσιεύσει τον καθιστούν εμπειρογνώμονα στο συγκεκριμένο τομέα.
Με τούτο ως δεδομένο προχωρώ να εξετάσω το περιεχόμενο του άρθρου του σε συνάρτηση με την λοιπή μαρτυρία του, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτή είναι βοηθητική για το Δικαστήριο για την εξαγωγή των δικών του συμπερασμάτων (βλ.Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ.162/2014 ημερομηνίας 2/5/17), ECLI:CY:AD:2017:B154.
Ως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, στο Τεκμήριο 2 αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν στην οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο. Συνοπτικά αναφέρεται ότι αυτή οφείλεται στην επέκταση των Κυπριακών τραπεζών στην ελληνική οικονομία και στη Ρωσία, επέκταση του τραπεζικού συστήματος με πολλά υποκαταστήματα η οποία μετέτρεψε το τραπεζικό σύστημα ως αναποτελεσματικό και πολυέξοδο, η αγορά ομόλογων ελληνικών δημοσίου απο τις 2 μεγαλύτερες κυπριακές τράπεζες καθώς και η αλόγιστη παραχώρηση δανείων σε επιχειρηματίες ανάπτυξης γής που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πλασματικής ανάπτυξης η οποία εμπεριείχε ρίσκα και αρνητικές συνέπεις για την παραγωγικότητα. Περαιτέρω σημειώνεται ότι ένας άλλος λόγος της οικονομικής κρίσης ήταν και οι ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας να επιτρέψει την αλόγιστη επέκταση των τραπεζών σε ξένες οικονομίες όπως τη συγχώνευση της Λαϊκής με τη Marfin και Egnatia στην Ελλάδα και της Τράπεζας Κύπρου στη Ρωσία καθώς και την αγορά ομολόγων ελληνικών δημοσίου. Στις σελίδες 30 και 31,
κάτω από την ενότητα «The government's handling of the crisis», αναφέρεται ότι η κυβέρνηση δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για αντιμετώπιση της κρίσης.
Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η κατα το χρόνο που η οικονομική κρίση ήταν προ των πυλών στην Κύπρο η κυβέρνηση αύξησε τις δαπάνες το 2008 και συνέχισε να τις αυξάνει το 2009 με αποτέλεσμα το 2009 ο δείκτης για το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν να δείχνει αρνητικό παρανομαστή στο 6.1%. και πως η κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα από το 2009 και συνεχιζόταν καθώς και οι επενδύσεις που είχαν προβεί οι Εναγόμενες 1 και 2 στα Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία κουρεύτηκαν το 2011, οδήγησε σε κρίση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εκροή των καταθέσεων απο την εναγόμενη 2 κυρίως οι οποίες αναπληρώθηκαν απο ρευστότητα που παρείχε η Κεντρική Tράπεζα. Παράλληλα υποβαθμίστηκε η πιστωληπτική ικανότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας που είχε επίσης ως επακόλουθο τον αποκλεισμό της Κύπρου απο τις διεθνείς αγορές. Γίνεται επίσης αναφορά σε δάνειο που εξασφάλισε η Κυπριακή Δημοκρατία ύψους 2,5 δις από την Ρωσία τον Οκτώβριο του 2011 και επισημαίνεται πως αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος καθώς συνέχισε να αρνείτο οικονομική βοήθεια απο την Ευρωπαική Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στο άρθρο ο συντάκτης αναφέρεται στο ELA που εξασφάλισε η Εναγόμενη 2, καθώς και στα 1,8 δις που τον Μάιο του 2012 η κυβέρνηση αναγκάστηκε
να δώσει για ανακεφαλαιοποίηση της Εναγόμενης 2 σημειώνοντας πως η παροχή έκτακτης ρευστότητας στην τράπεζα που ήταν αφερέγγυα παραβίαζε τους κανόνες της Ευρωπαικής Κεντρικής τράπεζας που προνοούσαν ότι τέτοια ρευστότητα χορηγείται όταν η τράπεζα είναι φερέγγυα. Περαιτέρω, καταγράφεται πως η κυβέρνηση προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει νέο δάνειο από την Ρωσία και ότι εν τέλει τον Νοέμβριο το 2012 η κυβέρνηση συμφώνησε σε Μνημόνιο Συναντίληψης με την Τρόικα. Σημειώνεται δε ότι η κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη νωρίτερα, ήτοι τον Οκτώβριο του 2011, να αποταθεί στην Τρόικα.
Ο Μ.Ε.4 δέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι το 2011 λήφθηκαν μέτρα μείωσης δαπανών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, καθώς, επίσης, δέχθηκε ότι υπήρχε οδικός χάρτης ο οποίος είχε συμφωνηθεί τον Οκτώβριο του 2011 σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και είχε 3 στάδια:
1. Να γίνει προσπάθεια από τις τράπεζες να ανακεφαλαιοποιηθούν με ίδια μέσα. 2. Εάν δεν πετύχει η ανακεφαλαιοποίηση, η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να στηρίξει τις τράπεζες. 3. Εάν η κυβέρνηση αδυνατούσε να στηρίξει τις τράπεζες, να αποταθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.
Κατά την αντεξέταση του δέχθηκε περαιτέρω, πως, έστω τυπικά, αυτά τα βήματα ακολουθήθηκαν στην περίπτωση της Εναγόμενης 2. Ήταν, βεβαίως, η θέση του Μ.Ε.4 πως το αίτημα στον Μηχανισμό Στήριξης έπρεπε να γινόταν ενωρίτερα και όχι τον Ιούνιο του 2012 όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση. Δέχθηκε
, όμως, ότι η ζημιά των κυπριακών τραπεζών από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, ήτοι τα 4,5 δις, συγκεκριμενοποιήθηκε αργότερα, ήτοι το Φεβρουάριο του 2012. Συμφώνησε, επίσης, ότι πρώτη φορά είχε σημειωθεί κούρεμα ομολόγων κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, δέχθηκε ότι η εξασφάλιση δανείου από την Ρωσία, ήταν ένα μέτρο που λήφθηκε για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Θα πρέπει τούτη η μαρτυρία να συσχετιστεί με τη μαρτυρία που έδωσε ο ΜΥ1. Συγκεριμένα αναφορικά με τη θέση ότι η Κυβέρνηση δεν έλαβε δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση του ελλείματος απο το 2008, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι λήφθηκαν μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών το 2011 που ουσιαστικά η κρίση κτύπησε την Κύπρο. Τα πιο σημαντικά ήταν η μείωση των μισθών των κρατικών υπαλλήλων, η παγοποίηση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για όλους τους υπαλλήλους , η αύξηση του ΦΠΑ και η μείωση των νεοεισερχόμενων υπαλλήλων. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείματος το 2009 οφείλετο όπως δήλωσε ο ΜΥ1 στη μείωση των εσόδων στο κατασκευαστικό τομέα.
Αναφορικά με τη θέση που εκφράστηκε απο το μάρτυρα ότι δόθηκε το 1.8 δις ευρώ στη Λαική ενώ αυτή ήταν αφερέγγυα ο ΜΥ1 δήλωσε ότι η μόνη αρχή που μπορούσε να αξιολογήσει την φερέγγυότητα της τράπεζας ήταν η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου . Οποιαδήποτε παραχώρηση κυβερνητικής στήριξης σε τράπεζα θα έπρεπε να προηγηθεί αιτιολογημένη εισήγηση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας προς το Υπουργικό όπως και έγινε στην παρούσα περίπτωση. Δηλαδή αυτό δεν ήταν υπο την αποφασιστική αρμοδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αναφορικά με τη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν προέβει σε οποιαδήποτε ενέργεια για να αποτρέψει είτε την αγορά ομολόγων ελληνικού δημοσίου είτε το κούρεμα αυτών απο τις 2 μεγάλες κυπριακές τράπεζες σημείωσε ότι η αγορά ομολόγων ελληνικού δημοσίου ήταν απόφαση καθαρά των τραπεζών και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να είχε οποιαδήποτε ανάμειξη. Τούτο φαίνεται και απο το ίδιο το άρθρο του ΜΕ4 όπου αναφέρει ότι ο επικεφαλής της Τράπεζας Κύπρου το 2009 δήλωνε ότι είχε μειωθεί η έκθεση της Τράπεζας Κύπρου σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου απο την άλλη το καλοκαίρι του 2010 η τράπεζα είχε προβεί σε αγορά ομολόγων αξίας 2.5 δις ευρώ. Περαιτέρω ο ΜΥ1 δήλωσε πως οι συζητήσεις για το κούρεμα των ομολόγων ελληνικού δημοσίου διεξάγονταν μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης, των κατόχων ομολόγων , της Ευρωπαικής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Είχαν γίνει προσπάθειες για διαφορετικό χειρισμό των ομολόγων που κατείχαν οι κυπριακές τράπεζες, που όμως δεν είχε γίνει δεκτό αλλά ούτε και στηριζόταν νομικά εφόσον η απόφαση για αγορά ομολόγων ήταν επιχειρηματική απόφαση των κυπριακών τραπεζών. Οι δύο τράπεζες σύμφωνα με τον μάρτυρα κατείχαν ομόλογα αξίας 5.5 δις σε σύνολο αξίας 250 δις που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες οπότε λόγω της μικρής συγκριτικά αξίας των ομολόγων που κατείχαν οι κυπριακές τράπεζες δεν θα λαμβάνετο οποιαδήποτε διαφορετική απόφαση. Η μη συμμόρφωση με την απόφαση θα σήμαινε ουσιαστικά ζημιά αξίας 5.5 δις και όχι 4.5 δις που ήταν τελικά η ζημιά και των δύο τραπεζών.
Αναφορικά με τη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποτάθηκε έγκαιρα στον Ευρωπαικό Μηχανισμό Στήριξης δήλωσε πως η πρώτη απεικόνιση ότι οι τράπεζες αντιμετώπιζαν κεφαλαιουχικά προβλήματα ήταν το 2011. Στις 26/10/11 λήφθηκε μια απόφαση απο το Ευρωπαικό Συμβούλιο που καθόρισε τον οδικό χάρτη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που αντιμετώπιζαν προβλήματα κεφαλαίου . Η τράπεζα θα έπρεπε να τύχει ανακεφαλαιοποίησης μέχρι τις 30/6/2012 στη βάση των 3 πυλώνων που αναλύθηκαν ανωτέρω. Η εναγόμενη 2 ανακεφαλαιοποιήθηκε το Μαίο του 2012 και η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτημα για σύναψη μνημονίου με την Ευρωπαική Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις 25/6/2012. Θα μπορούσε όπως δέχθηκε ο μάρτυρας να ζητήσει βοήθεια η Κυπριακή Δημοκρατία για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος αυτό όμως είχε καλυφθεί προσωρινά απο το δάνειο που συνήψε με τη Ρωσία.
Καταληκτικά σημειώνεται ότι με αναφορά στην μαρτυρία του δεν διαπιστώνεται τάση ανειλικρίνιας άλλωστε το άρθρο συντάχθηκε σε χρόνο αρκετά προγενέστερο προς την παρούσα αγωγή χωρίς να υπάρχει προσπάθεια να εξυπηρετήσει αλλότριο σκοπό. Στη συνέχεια προβαίνοντας σε μία ειδική αποτίμηση της μαρτυρίας του πάντα με κάθε σεβασμό στην εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα είναι ότι αποτελεί μια γενική αναφορά σε κάποιους παράγοντες που οδήγησαν στην κατάσταση την οποία βρέθηκε η κυπριακή οικονομία εντελώς αποσύνδετα απο τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δηλαδή μια μαρτυρία η οποία μέν εξειδικευμένη για το συγκεκριμένο θέμα πλην όμως παρέμεινε και κινήθηκε σε ένα θεωρητικό επίπεδο.
Το πιο σημαντικό όμως κατα την κρίση μου είναι η θέση που εξέφρασε κατα την αντεξέταση του ότι για να φτάσει η Κύπρος στην καταστροφή του 2013 ήταν το αποτέλεσμα μιας συστηματικής αποτυχίας και αποτέλεσμα πολλών λαθών, παραλείψεων και αποφάσεων απο πολλούς και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνεπώς οι θέσεις του παρέμειναν σε ένα θεωρητικό επίπεδο χωρίς σύνδεση μεταξύ τους πως οι συγκεκριμένες παραλείψεις της Κυπριακής Δημοκρατίας που ανέφερε οφείλονταν στην απομείωση των καταθέσεων των εναγόντων. Τούτο προκύπτει απο το ίδιο του το άρθρο όπου σε αυτό γίνεται αναφορά σε πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες που ευθύνονται για την οικονομική κρίση σαν μία αλυσίδα γεγονότων σε βάθος χρόνου. Στην παρούσα περίπτωση ας μη λησμονείται ότι η αγωγή προωθείται μόνο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν αποδέχομαι ότι η πιο πάνω μαρτυρία δυνατόν να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ευθύνη και/ή αποκλειστική ευθύνη για την κατάσταση στην οποία περιήλθε διαχρονικά η οικονομία του κράτους το οποίο τελικά οδηγήθηκε στα γεγονότα του 2013 βρισκόταν επι των ώμων της εναγόμενης 3 που αποτελεί τη βάση προς επιτυχία της αγωγής. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν υποστηρίχθηκε ούτε από τον ίδιο το ΜΕ4.
Προχωρώ στη μαρτυρία του ΜΥ1. Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο μάρτυρας ήταν εμπειρογνώμονας επι των θεμάτων που κατέθεσε ιδιαίτερα ενόψει των προσόντων του και των διαφόρων θέσεων στις οποίες διατέλεσε το κρίσιμο χρονικό διάστημα απο το 2008 μέχρι και σήμερα, όπως αναφέρθηκε στη μαρτυρία του. Αναφορικά με το περιεχόμενο της μαρτυρίας του κρίνω ότι ο μάρτυρας παρείχε στο Δικαστήριο τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λήφθηκαν από την Κυβέρνηση ώστε να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος και κατ’επεκταση της κυπριακής οικονομίας. Με θετική διάθεση για πληροφόρηση και διαφώτιση του Δικαστηρίου για κάθε γεγονός που γνώριζε, είτε προσωπικά είτε από άλλη πηγή γνώσης, κατονομάζοντας την. Χωρίς περιστροφές μετέφερε τις γνώσεις του αλλά και χωρίς δισταγμό. Το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία του δεδομένου ότι αυτή δεν κλονίστηκε από αντιφάσεις ή διάθεση διαστρέβλωσης γεγονότων ή εύλογων εξελίξεων. Κρίνεται αξιόπιστος. Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, με την εξαίρεση της αναφοράς του στην γραπτή του δήλωση περί της επάρκειας και αποτελεσματικότητας των μέτρων που είχαν ληφθεί, το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε από το συνήγορο των Εναγόντων. Σε γενικότερο πλαίσιο, η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από σαφήνεια και λεπτομέρεια. Επεξήγησε όλα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα ώστε κατά την κρίση του πολιτικά η χώρα να καταλήξει στη λιγότερη οδυνηρή υπο τις περιστάσεις συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μετέφερε εμπεριστατωμένα ποια δημοσιονόμικά μέτρα λήφθηκαν το 2011 αλλά και μέτρα που λήφθηκαν το 2009 για τη συγκράτηση αύξησης των κρατικών δαπανών. Επίσης ανέφερε την αλληλουχία των παραγόντων που συνέδραμαν ώστε μια απο τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας το 2013 να τεθεί υπο καθεστώς εξυγίανσης και να εφαρμοστεί στην άλλη μεγάλη τράπεζα ο μηχανισμός διάσωσης με ίδια μέσα. Τέλος εστήριξε εμπεριστατωμένα τους λογους για τους οποίους αν δεν λαμβάνονταν όσα μέτρα λήφθηκαν οι καταθέτες των 2 μεγαλύτερων τραπεζών μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες ως καταθέτες στην εναγόμενη 2 βρέθηκαν σε καλύτερη θέση απο αυτήν που θα ετίθεντο αν γινόταν εκκαθάριση εφόσον αν γινόταν διαφορετικά η άτακτη χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος θα ήταν αναμενόμενη. Περαιτέρω εξήγησε συγκεκριμένα και πειστικά γιατί τα όσα απέδιδε στην εναγόμενη 3, ο ΜΕ4 δεν ήταν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα και αποκλειστικό έλεγχο ειδικά η παροχή ΕLA στην εναγόμενη 2 και το κούρεμα των ομολόγων ελληνικού δημοσίου. Κρίνω ότι ο μάρτυρας παρείχε όλα τα εργαλεία και κριτήρια ώστε το Δικαστήριο να δύναται να καταλήξει σε συμπέρασμα αναφορικά την ορθότητα και νομιμότητα των ενεργειών εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατά πόσο αυτές συνέδραμαν και συνετέλεσαν με οποιοδήποτε τρόπο στη ζημιά των εναγόντων.
Ευρήματα
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή προκύπτουν τα κάτωθι ευρήματα:
Από το 2009 άρχισαν να γίνονται ορατές στην κυπριακή οικονομία οι επιπτώσεις από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ενώ από τα μέσα του 2011 η Δημοκρατία αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές με αποτέλεσμα οι δυνατότητες του κράτους προς εξασφάλιση εξωτερικού δανεισμού να περιοριστούν δραστικά. Την ίδια περίοδο ξεκίνησαν να παρουσιάζονται προβλήματα στα τραπεζικά ιδρύματα της Κύπρου, ενόψει της επιδείνωσης του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και των εκροών καταθέσεων που παρατηρούνταν κυρίως στις εργασίες των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Την ίδια περίοδο η Κυπριακή κυβέρνηση είχε λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές ανάγκες και να συγκρατήσει την αύξηση των κρατικών αναγκών αλλά ταυτόχρονη η χώρα εισερχόταν σε βαθιά οικονομική ύφεση λόγω της υπερβολικής διόγκωσης του κατασκευαστικού τομέα και της ανεργίας θέματα τα οποία και πάλι δεν βρίσκονταν επι του αποκλειστικού ελέγχου της εναγόμενης 3. Τα πιο σημαντικά μέτρα ήταν η μείωση των μισθών των κρατικών υπαλλήλων, η παγοποίηση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για όλους τους υπαλλήλους , η αύξηση του ΦΠΑ και η μείωση των νεοεισερχόμενων υπαλλήλων. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείματος το 2009 οφείλετο όπως δήλωσε ο ΜΥ1 στη μείωση των εσόδων στο κατασκευαστικό τομέα.
Στις 21/07/2011 το Συμβούλιο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των κρατών‑μελών της Ευρωζώνης αποφάσισε όπως υπάρξει εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Η αρχική προσέγγιση ήταν, ότι η συμμετοχή των ιδιωτών θα γινόταν σε εθελοντική βάση και η συνεισφορά τους θα αφορούσε απομείωση της ονομαστικής αξίας των ΟΕΔ που κατείχαν σε ποσοστό 21% περίπου. Η απόφαση για την απομείωση των ΟΕΔ και τη συμμετοχή ιδιωτών επικυρώθηκε τον Οκτώβρη του 2011 σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής. Η συμμετοχή των ιδιωτών κατέστη τελικά υποχρεωτική και το ποσοστό απομείωσης οριστικοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012. Η απομείωση των ΟΕΔ που κατείχε η Λαϊκή έφθασε σε ποσοστό το 76,4% της ονομαστικής αξίας τους με τη χρηματική ζημιά που υπέστη να ανέρχεται στο ποσό των €2,331 δις. Ηταν μια απόφαση για την οποία η εναγόμενη 3 δεν είχε και δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να έχει συμμετοχή και ούτε οποιοδήποτε έλεγχο. Εν τω μεταξύ η Λαϊκή αντιμετώπιζε και προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα από τον Σεπτέμβρη του 2011 να λαμβάνει ELA από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Παράλληλα, στις 27/10/2011 οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησαν κοινή δήλωση με την οποία συμφώνησαν στη λήψη μέτρων προς τον σκοπό αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συμφωνήθηκε όπως τα τραπεζικά ιδρύματα επιτύχουν και διατηρήσουν δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%. Προς τούτο εκδόθηκε και σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών στην οποία παρουσιαζόταν και κατάλογος των τραπεζικών ιδρυμάτων που όφειλαν να συμμορφωθούν με την κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτόν τον κατάλογο περιλαμβανόταν τόσο η Λαϊκή, όσο και η Τράπεζα Κύπρου. Για την επίτευξη του πιο πάνω στόχου παραχωρήθηκε χρόνος μέχρι τις 30/06/2012. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι για υλοποίηση του στόχου του ελάχιστου δείκτη κύριων βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ύψους 9%, οι τράπεζες θα επιχειρούσαν αύξηση των κεφαλαίων μέσω ιδιωτικών πόρων και σε περίπτωση μη ευόδωσης της πιο πάνω προσπάθειας, θα αποτείνονταν στις εθνικές κυβερνήσεις για παροχή στήριξης.
Η προσπάθεια της Λαϊκής για επίτευξη του πιο πάνω στόχου δεν ήταν επιτυχής και ως εκ τούτου αποτάθηκε στο κράτος για στήριξη. Η Δημοκρατία, κατόπιν εισήγησης και σύμφωνης γνώμης της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, και στη βάση των προνοιών της προαναφερόμενης κοινής δήλωσης των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να παράσχει κρατική στήριξη στη Λαϊκή και στις 29/06/2012, μέσω της έκδοσης κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις, αναδέχθηκε τα δικαιώματα προτίμησης της Λαϊκής βάσει διατάγματος του Υπουργού Οικονομικών.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω τα δημόσια οικονομικά από το 2009 παρουσίαζαν διαρκή επιδείνωση. Προς αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών, η Δημοκρατία προέβηκε σε μια σειρά μέτρων που αναφέρθηκαν ανωτέρω και επιπλέον συνήψε συμφωνία δανεισμού από τη Ρωσική Ομοσπονδία τον Νοέμβριο του 2011 δυνάμει της οποίας εξασφάλισε δάνειο ύψους €2,5 δις. Ενόψει, ωστόσο, των αυξημένων πιέσεων των δημοσιονομικών αναγκών, καθώς και των αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα, η Δημοκρατία στις 25/06/2012 υπέβαλε αίτημα στην Τρόικα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας.
Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, άρχισε, παράλληλα, την επεξεργασία νομοσχεδίου αναφορικά με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το πρώτο προσχέδιο νόμου καταρτίστηκε τον Ιούνιο του 2012. Ακολούθως, μετά την κάθοδο της Τρόικα στην Κύπρο για τη συζήτηση των όρων του μνημονιακού δανείου, οι διεθνείς δανειστές ζήτησαν όπως ετοιμαστεί ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για θέματα εξυγίανσης στη βάση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέσπιση Οδηγίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων. Το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο στη συνέχεια ψηφίστηκε ως ο Ν.17(Ι)/2013, διαβιβάστηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για εκφορά γνώμης τον Ιανουάριο του 2013.
Οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα οδήγησαν στην υπογραφή προκαταρκτικού μνημονίου στις 23.11.2012. Στο εν λόγω έγγραφο περιλαμβανόταν πρόνοια για χρηματοδότηση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών μέχρι ποσού €10 δις. Επίσης, αποτελούσε όρο στο προκαταρκτικό μνημόνιο η διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου σε τραπεζικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης της Λαϊκής, προκειμένου να καθοριστούν οι κεφαλαιακές ανάγκες της κάθε τράπεζας που συμπεριλήφθηκε στον διαγνωστικό έλεγχο. Ο εν λόγω διαγνωστικός έλεγχος ανατέθηκε στην εταιρεία PIMCO και τα αποτελέσματά του δημοσιοποιήθηκαν την 01.02.2013.
Μετά τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013, πραγματοποιήθηκε στις 04.03.2013 συνάντηση του Eurogroup στην οποία συμμετείχε η νέα κυβέρνηση. Η Τρόικα, στη βάση των αποτελεσμάτων του διαγνωστικού ελέγχου της PIMCO και των μεγάλων κεφαλαιακών αναγκών που κατέδειξε σε σχέση με τη Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου, αποφάσισε ότι δεν ήταν πρόθυμη να παράσχει χρηματοδότηση στο απαιτούμενο επίπεδο για να καλύψει το κεφαλαιακό έλλειμμα των τραπεζών.
Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, άρχισε από πλευράς της εναγόμενης 3 η επεξεργασία εναλλακτικών σεναρίων και ετοιμασία εκθέσεων προκειμένου να καταδειχθεί ότι η Κύπρος ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει το επίπεδο δανεισμού που αρχικά αιτήθηκε. Παράλληλα, ο ΠτΔ συναντήθηκε με την Καγκελάριο της Γερμανίας σε μια προσπάθεια να την μεταπείσει ως προς το ζήτημα της χρηματοδότησης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.
Στη συνάντηση του Eurogroup ημερ. 16/03/2013 η Δημοκρατία πρότεινε την επιβολή τέλους επί των τόκων στο σύνολο των καταθέσεων που τηρούνταν στις κυπριακές τράπεζες. Η Τρόικα δεν αποδέχθηκε την εν λόγω θέση και εισηγήθηκε την επιβολή εισφοράς επί της αξίας του συνόλου των καταθέσεων. Στη βάση της πιο πάνω πρότασης επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία και ετοιμάστηκε σχετικό νομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή. Στις 19.03.2013 απορρίφθηκε το προαναφερόμενο νομοσχέδιο από τη Βουλή. Στις 21.03.2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε, ότι η παροχή ELA θα ήταν διαθέσιμη στις κυπριακές τράπεζες, μόνο εάν εφαρμοζόταν ένα αποδεκτό πρόγραμμα στήριξης μέχρι τις 25.03.2013.
Μετά την απόρριψη του νομοσχεδίου από τη Βουλή, η κυβέρνηση της Δημοκρατίας συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα προκειμένου να εξευρεθούν τρόποι αύξησης του ορίου χρέους της Δημοκρατίας και επιλογής ενός οικονομικού προγράμματος που θα είχε ήπιο αντίκτυπο στους πιστωτές των τραπεζών. Παράλληλα, στις 22.03.2013, ψηφίστηκε από τη Βουλή ο Ν.17(Ι)/2013 που αφορά την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Στις 25.03.2013 διεξάχθηκε νέο Eurogroup. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τη Δημοκρατία δεν στέφθηκαν με επιτυχία, με αποτέλεσμα να γίνουν αποδεκτοί οι όροι της Τρόικα οι οποίοι, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν την εξυγίανση της Λαϊκής στη βάση των προνοιών του Ν.17(Ι)/2013. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, στις 25.03.2013 η Κ.Δ.Π. 94/13 αναφορικά με την πώληση εργασιών της Λαϊκής, στις 26.03.2013 η Κ.Δ.Π. 97/13 αναφορικά με την πώληση των εν Ελλάδι εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Πειραιώς και στις 29.03.2013 η Κ.Δ.Π. 104/13 αναφορικά με την πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου.
Οι Ενάγοντες διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς στην εναγόμενη 2 κατά το χρόνο που αυτή τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης και λόγω της εφαρμογής του μέτρου της εξυγίανσης της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής, μεταφέρθηκαν στην εναγόμενη 1 οι καταθέσεις τους μέχρι του ποσού των €100.000.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η ευθύνη της εναγόμενης 3 σύμφωνα με την παράγραφο 15 της Έκθεσης Απαίτησης εδράζεται στην αμέλεια και παραβίαση των νόμιμων καθηκόντων της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του άρθρου 172 του Συντάγματος. Περαιτέρω στην παράγραφο 16 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι η εναγόμενη 3 ήταν αμελής διότι παρέλειψε να λάβει μέτρα έγκαιρα για να αποτρέψει την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας και/ή αυτά που έλαβε ήταν ακατάλληλα και αναποτελεσματικά.
Στην παράγραφο 17 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρεται πως τα λάθη και οι παραλείψεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή η αμέλεια αυτής είχαν σαν αποτέλεσμα η εναγόμενη 2 να καταρρεύσει και να τεθεί υπο διαχείριση και να υποστούν απομείωση οι καταθέσεις των εναγόντων.
Μια ενδιαφέρουσα νομική ανάλυση του άρθρου 172 του Συντάγματος αναφορικά με την ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας εντοπίζεται στην μειοψηφούσα απόφαση του έντιμου Δικαστή Γιασεμή στην υπόθεση ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΜΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ και άλλες ν.ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ (2015 1 ΑΑΔ 1593) όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Eν πάση περιπτώσει, με τις εν λόγω αιτίες, προβάλλεται ευθέως η θέση ότι η Δημοκρατία υπήρξε, εν προκειμένω, αμελής ή και ότι παρέβη θέσμιο καθήκον της. Επιχειρείται, έτσι, ουσιαστικά, η εναπόθεση αστικής ευθύνης στη Δημοκρατία, σε σχέση με την απώλεια την οποία οι εφεσείουσες, όπως αυτές ισχυρίζονται, έχουν υποστεί. Η οποιαδήποτε ευθύνη της Δημοκρατίας έναντι οποιουδήποτε προσώπου πρέπει να στοιχειοθετείται, πρωτίστως, στο Άρθρο 172 του Συντάγματος. Το θέμα αυτό, παρ' όλον ότι δε φαίνεται, επίσης, να απασχόλησε ευθέως, τουλάχιστον, κατά τη δίκη, εντούτοις δεν μπορεί, και πάλιν, να παραγνωριστεί. Το Άρθρο 172 προβλέπει τα εξής:-
«Η Δημοκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.
Το εν λόγω άρθρο, ουσιαστικά, αναγνωρίζει δικαίωμα έννομης αναζήτησης δικαστικής προστασίας, δηλαδή δικαίωμα αγωγής, κατά της Δημοκρατίας. Με τους όρους δε «ζημιογόνον» και «άδικον», ο συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται στα εντελώς βασικά στοιχεία υπαιτιότητας, που πρέπει να χαρακτηρίζουν την πράξη ή την παράλειψη, προκειμένου να δικαιολογείται η εναπόθεση ευθύνης σε αυτή. Βέβαια, ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν η πρόθεσή του η ευθύνη της Δημοκρατίας να ήταν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, λιγότερη από την ευθύνη η οποία μπορεί να αποδοθεί, για οποιαδήποτε υπαίτια πράξη ή παράλειψη, είτε σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, κατά το εφαρμοζόμενο γενικό δίκαιο. Τέτοια διάκριση δεν είναι, άλλωστε, επιτρεπτή, λόγω, ακριβώς, της αρχής της κατίσχυσης του κράτους δικαίου επί παντός προσώπου και αρχής. Περαιτέρω, για την ευχερέστερη εφαρμογή του πιο πάνω δικαιώματος, θα έπρεπε, μάλλον, σύμφωνα με το Άρθρο 172, να είχε γίνει νομοθετική ρύθμιση. Με αυτή, θα καθοριζόταν ο τρόπος προσδιορισμού και η έκταση της εν λόγω ευθύνης, καθώς, επίσης, άλλα παρεμφερή θέματα, αφορώντα στην καλύτερη επιδίωξη του υπό αναφορά δικαιώματος, (βλ. Georghiou v. Attorney-General (1982) 1 C.L.R. 938). Όπως δε σημειώνεται στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, ελλείψει τέτοιας ρύθμισης, αποφασίστηκε νομολογιακά ότι, στον τομέα του αστικού δικαίου, εφαρμόζεται, σε σχέση και με τη Δημοκρατία, αν και όχι εξαντλητικά, ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, στο βαθμό που οι πρόνοιές του δεν αντίκεινται προς το Σύνταγμα. Με το Άρθρο δε 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), προβλέπεται ότι, ενώπιον των Δικαστηρίων, η Δημοκρατία εκπροσωπείται από το Γενικό Εισαγγελέα.
Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, έχει, περαιτέρω, αποφασιστεί πως, με τους όρους «ζημιογόνον» και «άδικον», καθορίζεται ότι, για να είναι δυνατή η απόδοση ευθύνης στη Δημοκρατία, η πράξη ή η παράλειψη πρέπει να είναι έκνομη και, βεβαίως, να προέρχεται από υπάλληλό της ή κάποια αρχή, υπαγόμενη σε αυτή, (βλ. Alexandrou v. Attorney-General (1983) 1 C.L.R. 41). Είναι δε σε σχέση με αυτήν, ακριβώς, την πτυχή της υπόθεσης που εντοπίζεται να υπάρχει το δικογραφικό κενό, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Αφού δε δεν εμπλέκονται συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας, όπως γίνεται, τουλάχιστον, αντιληπτό από τα παρατεθέντα πιο πάνω γεγονότα, τα ερωτήματα, τα οποία τίθενται, είναι σε ποιας αρχής την πράξη ή την παράλειψη πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και σε τι, ακριβώς, συνίσταται η ευθύνη αυτή. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι επιτακτική, για να μπορεί, ακολούθως, να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στη Δημοκρατία, (βλ. Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 907).
Με βάση τα ανωτέρω για να κριθεί η Κυπριακή Δημοκρατία υπεύθυνη για τις πράξεις ή παραλείψεις της Κεντρικής Τράπεζας κατ’αρχήν θα πρέπει να στοιχειοθετηθούν οι αξιώσεις που προβάλλονται για αυτή και εδράζονται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και παραβίασης των νόμιμων καθηκόντων τους. Απο τη στιγμή που δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία για την όποια ευθύνη της Κεντρικής Τράπεζας και ή ότι οι εν λόγω ενέργειες υπόκειντο στον έλεγχο και ευθύνη της εναγόμενης 3 δεν μπορεί να αποδοθεί στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής οποιαδήποτε ευθύνη στην εναγόμενη 3 για πράξεις ή παραλείψεις της. Η μαρτυρία του ΜΕ4 παρέμεινε σε ενα θεωρητικό επίπεδο με γενικές αναφορές μέσα απο το άρθρο που όσο αξιοσέβαστες και αν είναι δεν μπορούν να αποτελέσουν μελέτη και/ή έκθεση σχετικά με την παρούσα υπόθεση και τυχόν απόδοση ευθύνης στην Κεντρική Τράπεζα. Η μαρτυρία του ΜΕ2 δεν έγινε καθόλου αποδεκτή εφόσον αυτός δεν κρίθηκε εμπειρονώμονας για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.
Περαιτέρω θα πρέπει να γίνει αναφορά στα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, όπως αυτό κωδικοποιείται στο άρθρο 51 του Κεφ.148. Τα συστατικά στοιχεία που θα πρέπει να αποδειχθούν για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια συνίστανται στην ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, στην έλλειψη της προσήκουσας προσοχής από μέρους ενός μέσου συνετού ανθρώπου, στην πρόκληση ζημιάς ως αποτέλεσμα της αμελούς πράξης ή παράλειψης και στη δυνατότητα πρόβλεψης ότι η τέλεση της εν λόγω πράξης ή παράλειψης μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα (Παπακώστας v. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας,Πολιτική Έφ.214/13 ημερομηνίας 24/6/2019), ECLI:CY:AD:2019:A238.
Το βάρος απόδειξης της υπόθεσης βρίσκεται επι των ώμων των εναγόντων το οποίο και δεν κατάφεραν να αποσείσουν [βλ. ΓΕΩΠΑΝ ΚΟ ΛΤΔ( GEOPAN Co Ltd) ν. ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΗ 1991 1 ΑΑΔ 1879].[1]
Στην εναγόμενη 3 αποδίδεται συγκεκριμένα δεν αντιμετώπισε έγκαιρα με λήψη δημοσιονομικών μέτρων την οικονομική κρίση, αντίθετα αύξησε της δημόσιες δαπάνες και έξοδα, αποδέχτηκε την απομείωση του Ελληνικού δημόσιου χρέους , παρέλειψε να αποταθεί έγκαιρα στον ευρωπαικό μηχανισμό στήριξης και να συμφωνήσει ένα πρόγραμμα στήριξης από την Τρόικα.
Σύμφωνα με την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, η Εναγόμενη 3, ήδη, από τον Αύγουστο του 2011 προχώρησε σε σειρά νομοθετικών μέτρων για περιστολή των δαπανών στον δημόσιο τομέα. Τέτοια μέτρα λήφθηκαν και το 2012, ενώ, παράλληλα υπέβαλε τον Ιούνιο του 2012 το αίτημα στην Τρόικα για παροχή δανείου προς αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών, καθώς και των αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Δεν μπορεί, επίσης, να αποδοθεί αμέλεια είτε για την απόκτηση ΟΕΔ από τις τράπεζες και τον χειρισμό της απομείωσης της αξίας τους, είτε για την απόφαση αναδοχής των δικαιωμάτων προτίμησης της Λαϊκής μέσω της έκδοσης κρατικού ομολόγου ύψους €1,8 δις. Για σκοπούς αποφυγής επανάληψης παραπέμπω στα όσα καταγράφηκαν στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ειδικά των ΜΕ4 και ΜΥ1. Περιορίζομαι να τονίσω, ότι η παροχή κρατικής στήριξης συνιστούσε επί της ουσίας θεσμοθετημένο καθήκον της Εναγόμενης 3.Οι αναφορές των ΜΕ2 και ΜΕ4 ήταν γενικές και αόριστες παρέμειναν σε ενα θεωρητικό επίπεδο εντελώς ασύνδετο και ανεξάρτητο απο τα γεγονότα της υπο εκδίκαση περίπτωσης. .
Με την απόρριψη της μαρτυρίας των ΜΕ2 και ΜΕ4 σφραγίζεται και η τύχη της αξίωσης για αμέλεια της εναγόμενης 3.
Περαιτέρω ούτε η μαρτυρία του ΜΕ3 κρίθηκε και υπήρξε ιδιαίτερα διαφωτιστική. Ο μάρτυρας ακόμη και όταν δήλωσε ότι το Μαιο του 2010 ( μάλλον εννοούσε 2012) η εναγόμενη 3 απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο της εναγόμενης 2 δε φαίνεται να ανησύχησε ούτε να προέβηκε ή να ήθελε να προβεί σε οποιεσδήποτε πράξεις που διαφορετικά δεν θα προέβαινε. Δεν υποστήριξε ότι αυτές τις καταθέσεις επιθυμούσε αυτός και οι άλλοι ενάγοντες να μεταφέρουν σε άλλη τράπεζα σε κάποιο χρονικό σημείο το 2011 ή το 2012 ή ότι έδωσαν κάποιες εντολές για μεταφορά χρημάτων σε άλλες τράπεζες ή απόσυρση αυτών πριν γίνει η απομείωση οι οποίες δεν εκτελέστηκαν επειδή οι αρμόδιοι καθησύχαζαν αυτόν και τους ενάγοντες ότι η απομείωση δεν θα συντελείτο.
Οι ενάγοντες δεν κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν με οποιοδήποτε τρόπο και με σαφή και αποδεκτή μαρτυρία οτι η συμπεριφορά της εναγόμενης 3 ήταν η αιτία της ζημιάς τους. Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό το οποίο θα πρέπει να αποδειχθεί κατά τη δίκη (βλ. Μακρίδης ν.Λουκά 2003 1 ΑΑΔ 447). Κατι τέτοιο δεν συνέβηκε στην παρούσα περίπτωση.
Για τους λόγους που εξήγησα η αγωγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται εναντίον της εναγόμενης 3 με έξοδα υπερ της και εναντίον των εναγόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ)………………………..
Μ.Ιεροκηπιώτου, Α.Ε.Δ
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
[1] « Ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει τα ουσιώδη της αγώγιμης αμέλειας».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο