BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED ν. ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΑΝΤΕΛΗ κ.α., Αρ. Αγωγής: 440/17, 13/1/2025
print
Τίτλος:
BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED ν. ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΑΝΤΕΛΗ κ.α., Αρ. Αγωγής: 440/17, 13/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: M.Iεροκηπιώτου,Α.Ε.Δ

 

                                                                              Αρ. Αγωγής: 440/17

 

Mεταξύ

BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED

 

Εναγόντων

- και -

                                       1. ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΑΝΤΕΛΗ

                                       2. ΧΡΙΣΤΟΥΛΛΑ ΠΑΝΤΕΛΗ

                                      

Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία13/1/2025

Εμφανίσεις:

Για ενάγοντες: κ. Γ. Λουκαΐδης

Για εναγόμενους: κα.Χατζηκωνσταντή

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες με την αγωγή αξιώνουν από τον εναγόμενο 1 ως πρωτοφειλέτη και την εναγόμενη 2 ως εγγυήτρια ποσό ύψους €212.032,67 με τόκο 7.809 % κεφαλαιοποιούμενο 2 φορές το χρόνο δυνάμει συμφωνίας δανείου που υπέγραψε ο εναγόμενος 1 στις 16/3/2009 για το ποσό των €90.000.

O εναγόμενος 1 με την υπεράσπιση του ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός του επιτοκίου στη συμφωνία ήταν ασαφής, η πρόνοια για μονομερή μεταβολή της συμφωνίας και του επιτοκίου συνιστά καταχρηστική ρήτρα, η πρόνοια για το μονομερές δικαίωμα των εναγόντων να χρεώνουν τόκο υπερημερίας αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, καθώς και ότι το δικαίωμα για μονομερή τερματισμό της συμφωνίας εκ μέρους των εναγόντων είναι παράνομο. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες παράνομα απέσπασαν από τον ίδιο €100.000 από τις καταθέσεις του για την πώληση 100.000 αξιογράφων ή χρεογράφων. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο τερματισμός της συμφωνίας δεν ήταν νόμιμος εφόσον ουδέποτε έλαβε επιστολή τερματισμού.

Με την Ανταπαίτηση του εναντίον των εναγόντων προβάλει ότι διατηρούσε σε αυτούς €100.000 κατάθεση και/ή λογαριασμό και/ή γραμμάτιο. Τον Ιούλιο του 2008 οι ενάγοντες παρουσίασαν στον ίδιο σχέδιο για επένδυση χρημάτων το οποίο θα του έφερνε τόκο 7% και με αυτό τον τρόπο πείστηκε να επενδύσει το ποσό νομιζόμενος πως ήταν γραμμάτιο διαρκείας 5 ετών.  Ο ίδιος δεν γνώριζε αν το σχέδιο που υπέγραφε ήταν χρεόγραφα ή/και αξιόγραφα.  Στη συνέχεια οι ενάγοντες τον επείσαν να μετατρέψει την ανωτέρω επένδυση σε νέο σχέδιο ευνοικότερο όπως του το παρουσίασαν για το οποίο ο ίδιος δε γνώριζε αν ήταν χρεόγραφα, αξιόγραφα, μετοχές.

Με την οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το Μάρτιο του 2013 και το γεγονός ότι η εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη 1 τέθηκε υπο καθεστώς εξυγίανσης, αντιλήφθηκε ότι ο ίδιος είχε αγοράσει αξιόγραφα και/ή χρεόγραφα σε τιμή €1 το καθένα τα οποία είχαν χάσει την αξία τους.  Είναι η θέση του ότι εξαπατήθηκε από τους ενάγοντες προβάλλοντας λεπτομέρειες της απάτης. Για τους πιο πάνω λόγους αξιώνει απόφαση για το ποσό των €100.000 , τόκο 7% επι του πιο πάνω ποσού, δήλωση ότι τα έγγραφα που υπέγραψε από τον Ιούλιο του 2008 είναι άκυρα ως προιόν απάτης.

Ανταπαίτηση καταχωρήθηκε και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία τελικώς διακόπηκε κατα την έναρξη της ακροαματικής εκδίκασης.

Η εναγόμενη 2 με την υπεράσπιση της εγείρει ότι η συμφωνία που υπέγραψε παραβιάζει πρόνοιες της περι Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νομοθεσίας. Επίσης προβάλλεται ότι η συμφωνία δανείου περιέχει καταχρηστικούς όρους καθώς και ότι οι ενάγοντες προέβαιναν σε παράνομες χρεώσεις. Ακόμη εγείρεται ότι κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας εγγύησης δεν τηρήθηκαν οι όροι και προϋποθέσεις  που απαιτεί η Νομοθεσία περι Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών.

 

Δόθηκε μαρτυρία για την Απαίτηση, εκ μέρους των εναγόντων κατέθεσε ο Ν.Ν(«ΜΕ1) και ο Α.Σ («ΜΕ2»). Για την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση κατέθεσε ο εναγόμενος 1. Δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για την υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση του εναγόμενου 1.

 

Ο μάρτυρας υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Α.  Γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης απο τη μελέτη του σχετικού φακέλου τον οποίο έχει στην κατοχή του στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του. Δήλωσε ότι στις 16/03/09 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγόμενου 1 με την οποία συμφώνησαν οι Ενάγοντες να παραχωρήσουν στον Εναγόμενο 1 ποσό €90.000 ως δάνειο. Η σχετική συμφωνία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1. Επίσης δόθηκε στον Εναγόμενο 1 κατάλογος προμηθειών και χρεώσεων με το περιεχόμενο του οποίου συμφώνησε ο Εναγόμενος 1 υπογράφοντας το (Τεκμήριο 2).

Η Εναγόμενη 2 στις 16/03/09 εγγυήθηκε γραπτώς προς τους Ενάγοντες για το ποσό των €108.000 πλέον τόκους και άλλα έξοδα ως αυτά φαίνονται στη σχετική συμφωνία Τεκμήριο 3. Στην Εναγόμενη 2 δόθηκε κατάλογος προμηθειών και χρεώσεων τον οποίο υπέγραψε(Τεκμήριο 4).

Για περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 δεσμεύτηκαν 30.000 χρεόγραφα ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 1 αξίας €30.000 και ενεχυριάστηκαν μετατρέψιμα χρεόγραφα αξίας €70.000. Κατόπιν σχετικής αίτησης του Εναγόμενου 1 ημερομηνίας 26/06/09 οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 01/07/09 κοινοποίησαν στον Εναγόμενο 1 την έγκριση τους για αντικατάσταση της υφιστάμενης ενεχυρίασης χρεογράφων με την ενεχυρίαση μετατρέψιμων αξιογράφων ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 1 για €100.000 , την οποία ο Εναγόμενος 1 αποδέχθηκε γραπτώς στις 02/07/09. Το έγγραφο κοινοποίησης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5. Κατόπιν αίτησης του Εναγόμενου 1 ημερομηνίας 07/09/09 οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 11/09/09 κοινοποίησαν στον Εναγόμενο 1 την έγκριση τους για μείωση του περιθωρίου του επιτοκίου από 3% σε 2%. Σχετικά υπογράφηκε γραπτή τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 14/09/09. Το έγγραφο κοινοποίησης και η τροποποιητική συμφωνία κατατέθηκαν Τεκμήρια 6 και 7 αντίστοιχα. Ακολούθως κατόπιν σχετικής αίτησης του Εναγόμενου 1 ημερομηνίας 09/06/11 οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 10/11/11 κοινοποίησαν στον Εναγόμενο 1 την έγκριση τους για ακύρωση της ενεχυρίασης 100.000 μετατρέψιμων αξιογράφων των Εναγόντων ιδιοκτησίας του Εναγόμενου1 και την αποδοχή τους για ενεχυρίαση 100.000 μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου που αποκτήθηκαν με την καταβολή 100.000 μετατρέψιμων αξιογράφων αξίας €100.000  την οποία ο Εναγόμενος 1 αποδέχθηκε στις 02/12/11. Το έγγραφο κοινοποίησης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8. Κατόπιν αίτησης του Εναγόμενου 1 οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 23/04/12 κοινοποίησαν στον Εναγόμενο 1 την έγκριση τους για ακύρωση της ενεχυρίασης 100.000 μετατρέψιμων αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου των Εναγόντων ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 1 και την αποδοχή τους για ενεχυρίαση των 133.333 μετοχών των Εναγόντων ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 1 αξίας €133.333  που αποκτήθηκαν με την καταβολή 100.000 αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου την οποία ο Εναγόμενος 1 αποδέχθηκε γραπτώς στις 08/05/12. Το έγγραφο κοινοποίησης κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9, το έγγραφο ενεχυρίασης κινητών αξιών ως Τεκμήριο 10, το πληρεξούσιο έγγραφο ως Τεκμήριο 11 και η κατάσταση ενεχυριασμένων μετοχών από το ΧΑΚ ημερομηνίας 07/06/12 ως Τεκμήριο 12.

Ο τελικός αριθμός των μετοχών σήμερα είναι 76. Οι 133.333 μετοχές των Εναγόντων με βάση το διάταγμα του Περί Εξυγίανσης και Άλλων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 είχαν διαιρεθεί με το 100 και έμειναν 1333 μετοχές και με την εισαγωγή των Εναγόντων στο χρηματιστήριο του Λονδίνου διαιρέθηκαν ξανά με το 20 και έμειναν 76 μετοχές.

Κατόπιν σχετικής αίτησης του Εναγόμενου 1 ημερομηνίας 14/08/12 οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 24/08/12 κοινοποίησαν στον Εναγόμενο 1 την έγκριση τους για διαγραφή δόσεων και την αναστολή της δόσης ημερομηνίας 01/01/13 και τροποποιήσεις ως φαίνονται στο σχετικό έγγραφο κοινοποίησης, Τεκμήριο 13. Κατά την 04/11/16 υπήρχαν καθυστερήσεις στην πληρωμή των δόσεων του δανείου. Οι Ενάγοντες απέστειλαν στους Εναγόμενους επιστολές ημερομηνίας 14/11/16 (Τεκμήριο 14) με την οποία τους καλούσαν όπως εξοφλήσουν εντός 21 ημερών τις καθυστερημένες δόσεις του δανείου αλλιώς θα τερμάτιζαν την επίδικη συμφωνία. Ο ίδιος προέβηκε σε έλεγχο στον φάκελο που διατηρούν οι Ενάγοντες και επιβεβαίωσε ότι οι πιο πάνω επιστολές αποστάληκαν δέοντος κατά την ημερομηνία που φαίνεται σε αυτές και ουδέποτε επιστράφηκαν ως μη προδοθείσες ή με οποιαδήποτε άλλη ένδειξη. Οι Ενάγοντες λόγω μη συμμόρφωσης των Εναγομένων με τις πιο άνω επιστολές απέστειλαν επιστολές τερματισμού του επίδικου λογαριασμού ημερομηνίας 31/03/17, Τεκμήριο 15. Ο ίδιος προέβηκε σε έλεγχο στον φάκελο που διατηρούν οι Ενάγοντες και επιβεβαίωσε ότι οι πιο πάνω επιστολές αποστάληκαν δεόντως κατά την ημερομηνία που φαίνεται σε αυτές και ουδέποτέ επιστράφηκαν ως μη προδοθείσες.

Ο ίδιος έχει στην κατοχή του καταστάσεις λογαριασμού για το επίδικο δάνειο τις οποίες εκτύπωσε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, Τεκμήριο 16.  Όταν εκτυπώθηκαν έλεγξε τις καταχωρήσεις μια προς μια με τις καταχωρήσεις στο τραπεζικό βιβλίο και διαπίστωσε ότι αυτές που εκτυπώθηκαν αποτελούν ακριβή αναπαραγωγή όλων των σχετικών καταχωρήσεων σε αυτό. Σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τους Εναγόμενους να συμμορφωθούν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ετοίμασε στη  βάση αναλυτικής κατάστασης λογαριασμού αναδομημένη κατάσταση αφαιρώντας κάποιες χρεώσεις και μειώνοντας το επιτόκιο, Τεκμήριο 17. Κατέθεσε επίσης ανακοινώσεις στον ημερήσιο τύπο αναφορικά με τις αυξομειώσεις του βασικού επιτοκίου, Τεκμήριο 18. Οι Εναγόμενοι οφείλουν στους Ενάγοντες το ποσό που φαίνεται στις καταστάσεις λογαριασμού για αυτό και οι Ενάγοντες αξιώνουν ως η έκθεση απαίτησης τους πλήν την απαίτησης για έκδοση διατάγματος αναφορικά με την εκποίηση των ενεχυριασμένων μετοχών το οποίο  και απέσυρε. Τέλος περιόρισε την απαίτηση των εναγόντων σύμφωνα με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 17.

 

Ο ΜΕ2 ανέφερε ότι εργαζόταν στο κατάστημα των εναγόντων στο Αυγόρου από  τον Ιούνιο του 2011 μέχρι και το Νοέμβριο του 2019 που έκλεισε το κατάστημα. Δήλωσε ότι τους εναγόμενους τους γνωρίζει. Η εμπλοκή του στην υπόθεση ήταν η αλλαγή των εξασφαλίσεων του δανείου. Αρχικά ο εναγόμενος 1 είχε χρεόγραφα , αυτά ακολούθως έγιναν αξιόγραφα και τελικώς έγιναν μετοχές με απόφαση των εναγομένων. Στο τέλος ενεχυριάστηκαν οι μετοχές ως εξασφάλιση και η εμπλοκή του αφορούσε την υπογραφή των σχετικών εγγράφων. H αλλαγή αυτή έγινε κατόπιν απόφασης του εναγόμενου 1 . Αναγνώρισε την υπογραφή του, στα Τεκμήρια 10 και 11.

 

O εναγόμενος 1 με τη μαρτυρία του επανέλαβε το δικόγραφο του.  Ανέφερε ότι δεν του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της συμφωνίας δανείου . Επίσης ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία περιλαμβάνει ρήτρες καταχρηστικές. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος καθώς και ότι ο λογαριασμός χρεώθηκε παράνομα τραπεζικά δικαιώματα και υπηρεσίες καθώς και άλλες χρεώσεις.  Γι’αυτό και οι ενάγοντες δεν δικαιούνται να διεκδικούν οποιοδήποτε ποσό.  Αναφορικά με την Ανταπαίτηση αναφέρθηκε στις λεπτομέρειες απάτης  εκ μέρους των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων  ήτοι ότι τον πίεσαν ουσιαστικά να υπογράψει έγγραφα τα οποία δεν γνώριζε τι ήταν παριστάνοντας του ότι η επένδυση των €100.000 ήταν απόλυτα ασφαλής. Ο ίδιος δεν γνώριζε τι υπέγραφε μέσα από τον όγκο των εγγράφων. Τελικά με την κρίση που ξέσπασε το Μάρτιο του 2013 αντιλήφθηκε ότι η επένδυση στην οποία είχε προβεί ήταν χρεόγραφα και αξιόγραφα τα οποία είχαν χάσει την αξία τους.  Δεν του παρείχαν το δικαίωμα να λάβει επενδυτική συμβουλή πριν υπογράψει τα έγγραφα ενώ τον εξαπάτησαν προβάλλοντας του ότι η αγορά χρεογράφων ή αξιογράφων ήταν ασφαλής επένδυση που θα έφερε τόκο 7%. Περαιτέρω ο εναγόμενος 1 προέβαλε πως οι ενάγοντες υπήρξαν αμελείς και παραβίασαν τα νόμιμα τους καθήκοντα μεταξύ άλλων επειδή αγόρασαν ανεξέλεγκτα ομόλογα ελληνικού δημοσίου ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι αυτά συνιστούσαν επισφαλή επένδυση.  Αποδέχθηκαν κούρεμα ελληνικού χρέους κατα 80% γεγονός που μείωσε την αξία των χρεογράφων και/ή τη ρευστότητα των εναγόντων κατά δύο δις ευρώ. Δεν του παρείχαν κατάλληλη και επαρκή πληροφόρηση  σε κατανοητή μορφή  για το τί ήσαν τα αξιόγραφα και /ή χρεόγραφα και δεν τον προειδοποίησαν αναφορικά με τους σχετικούς κινδύνους.

 

 

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας

Ο ΜΕ1 μου έκανε καλή εντύπωση. Ανέφερε ότι κατέθετε από έγγραφα του φακέλου που είχε στην κατοχή του όσον αφορά το δάνειο που παραχωρήθηκε στον εναγόμενο 1 υπο την εγγύηση της εναγόμενης 2 . Τα όσα κατέθεσε ήταν απο τη μελέτη του φακέλου εφόσον μέχρι το 2013 εργαζόταν στη Λαική Τράπεζα. Ήταν η θέση του ότι ο εναγόμενος 1  υπέγραψε τη συμφωνία δανείου η οποία συνομολογήθηκε με σκοπό να εξοφληθεί προγενέστερο δάνειο και άλλες υποχρεώσεις που είχε κατά το χρόνο στη Σπε Αυγόρου.  Δεν μπορεί εκ των υστερών ο εναγόμενος 1 να αμφισβητεί και να ισχυρίζεται ότι δε γνώριζε τους όρους αυτού και τι υπέγραφε.  Επίσης σημείωσε ότι ο εναγόμενος 1 γνώριζε τι υπέγραφε διότι είχε ήδη και άλλους λογαριασμούς και συνεργαζόταν ήδη με τους ενάγοντες. Μάλιστα ο σκοπός του δανείου ήταν η εξόφληση άλλων υποχρεώσεων. Οι πιο πάνω θέσεις κρίνονται ότι ενέχουν λογική και ευθυγραμμίζονται με την υπογραφή του στις συμφωνίες. Δεν μπορεί κατά την κρίση μου να αμφισβητείται εκ των υστέρων ότι ο εναγόμενος 1 δεν είχε γνώση του τι υπέγραφε.  Περαιτέρω υποβλήθηκε στο μάρτυρα  κατά την αντεξέταση ότι εκεί όπου η Τράπεζα μείωνε το βασικό επιτόκιο αύξανε την προσαύξηση προκειμένου να πάρει τα ίδια πίσω. Στην αναδομημένη κατάσταση υποβλήθηκε  πως ουδέποτε το επιτόκιο ήταν 5.75% όπως αναφέρεται. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στην αναδομημένη κατάσταση-Τεκμήριο 17 φαίνεται ότι από τις 21/09/09 που έγινε η αλλαγή και μειώθηκε η προσαύξηση από 3% σε 2%  το επιτόκιο είχε μειωθεί σε 7,25%. Υπήρξε μια αύξηση στις 13/5/2011 σε 7.75% και ακολούθως από το 2013 μέχρι και τον τερματισμό το επιτόκιο ήταν 5.819%.  Κατ’αρχήν να σημειωθεί πως δεν αμφισβητήθηκε η υπογραφή των τροποποιητικών συμφωνιών εκ μέρους του εναγόμενου 1.  Στη συμφωνία δανείου που υπογράφηκε προβλέπετο επιτόκιο βασικό 5.25 % και προσαύξηση 3%. Σύνολο 8.25% Στις 16/3/2009 μειώθηκε κατόπιν συμφωνίας-Τεμήριο 7 η προσαύξηση από 3% σε 2%.  Σύμφωνα με την κατάσταση του λογαριασμού αλλά και την αναδομημένη κατάσταση η προσαύξηση από το χρόνο που μειώθηκε με την τροποποιητική συμφωνία ουδέποτε αυξήθηκε και ο λογαριασμός χρεωνόταν με περιθώριο 2 % . Το βασικό επιτόκιο μέχρι 13/5/2011 ήταν το συμφωνημένο μετά διαφοροποιήθηκε σε 5.75% μέχρι την 31/5/13 ενώ από κείνη τη στιγμή μειωνόταν συνεχώς. Τελικώς  απο τον τερματισμό και μετά χρεώθηκε επιτόκιο 5.89% δηλαδή χαμηλότερο και απο το συμφωνηθέν πλεόν 2% τόκος υπερημερίας.Συνεπώς η θέση του μάρτυρα συμβαδίζει με τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμήρια και γίνεται αποδεκτή.  Περαιτέρω υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι η εναγόμενη 2 εγγυήτρια δεν ενημερώθηκε για τις καθυστερήσεις.  Ο μάρτυρας απάντησε ότι τόσο προειδοποιητικές επιστολές όσο και οι επιστολές τερματισμού είχαν αποσταλεί στην εναγόμενη 2, Τεκμήρια 14 και 15. Σημειώνεται πως το γεγονός πως υπήρχαν καθυστερήσεις στην καταβολή των δόσεων δεν αμφισβητήθηκε. Επίσης δεν αμφισβήτηθηκε η αποστολή των επιστολών το 2016 και 2017.  Για το διάστημα που προηγήθηκε δεν γινεται αντιληπτό ποιό το ζήτημα που εγείρεται. Ουδέποτε η εναγόμενη 2 προσφέρθηκε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι του χρέους ώστε να αποκτά οποιαδήποτε σημασία ο χρόνος που έλαβε γνώση αναφορικά με τις καθυστερήσεις. Κατι δε που αξίζει να σημειωθεί είναι πως o εναγόμενος 1 είναι σύζυγος με την εναγόμενη 2 και έχουν ως δηλωθείσα διεύθυνση την ίδια. Δεν ετέθηκε ότι ο εναγόμενος 1 δεν έλαβε τις καταστάσεις λογαριασμού. Ως εκ τούτου οποιεδήποτε αντιθέτου θέσεις προβλήθηκαν στο μάρτυρα απορρίπτονται. Αναφορικά με τα αξιόγραφα που κάλυπταν το δάνειο ο μάρτυρας κατέθεσε πως δε γνώριζε εφόσον το δεδομένο χρονικό διάστημα δεν εργαζόταν στους ενάγοντες. Κατά τα λοιπά η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.

Ο ΜΕ 2 αναφέρθηκε στην αλλαγή των εξασφαλίσεων του δανείου ήτοι στην ενεχυρίαση  των μετοχών ιδιοκτησίας του εναγόμενου 1 και την ακύρωση της εξασφάλισης των αξιογράφων ενισχυμένου κεφαλαίου. Ο μάρτυρας αναγνώρισε την υπογραφή του επι των Τεκμηρίων 10 και 11. Τα πιο πάνω δεν αμφισβητούνται.  Επίσης δεν αμφισβητείται ότι είναι κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου 1 που έγινε η αλλαγή στην εξασφάλιση.  Στο μάρτυρα υποβλήθηκε πως δεν δόθηκε επενδυτική συμβουλή στον εναγόμενο 1 αρχικά για την μετατροπή της κατάθεσης του σε χρεόγραφα και αργότερα σε αξιόγραφα με το μάρτυρα να απαντά πως δε γνωρίζει διότι στο κατάστημα στο Αυγόρου τοποθετήθηκε το 2019. Η θέση του αυτή δεν αμφισβητήθηκε.  Η μαρτυρία αναφορικά με την υπογραφή των Τεκμηρίων 10 και 11 από τον εναγόμενο 1 κρίνεται αξιόπιστη αν έπρεπε ο εναγόμενος 1 να λάβει συμβουλή και από ποιόν αυτό θα αποφασιστεί κατωτέρω.

Ο εναγόμενος 1 δεν μου έκαμε καλή εντύπωση. Η προσπάθεια του ήταν να αποβάλλει οποιαδήποτε ευθύνη είχε για την καταβολή του ποσού του δανείου με την ακύρωση των εξασφαλίσεων.  Προσπάθησε ανεπιτυχώς να προβάλλει ότι δε γνώριζε τι υπέγραφε και πως δεν του επεξηγήθηκαν οι όροι δανείου ενώ ήταν ξεκάθαρο πως ο ίδιος ζήτησε δάνειο και μάλιστα για να εξοφληθεί προγενέστερο του δάνειο. Δεν μπορεί εκ των υστέρων να ισχυρίζεται ότι δεν είχε αντιληφθεί τι υπέγραφε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο εναγόμενος είχε συνεργαστεί και λάβει διευκολύνσεις απο τους ενάγοντες.  Αναφορικά με την ανταπαίτηση σημειώνεται ότι ουδέποτε τέθηκαν στο Δικαστήριο τα έγγραφα που υπέγραψε αναφορικά με τα χρεόγραφα , αξιόγραφα και αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να γνωρίζει υπο ποιους όρους υπέγραψε και ποιο το περιεχόμενο των εγγράφων παρά μόνο όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκαν. Δεν μπορεί να ελεχθεί η θέση του ότι εξαπατήθηκε κατά την υπογραφή των αξιογράφων. Σε κάθε περίπτωση από τον Ιούνιο του 2012 τα αξιόγραφα είχαν μετατραπεί σε μετοχές όπως φαίνεται από τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, Τεκμήρια 10 και 11. Συνεπώς όλες εκείνες οι λεπτομέρειες και /θέσεις που προέβαλλε περι εξαπάτησης του για την αγορά των αξιογράφων παρέμειναν κένες περιεχομένου και αστήρικτες εν πολλοίς. Ακόμη η θέση του ότι ο ίδιος αντιλήφθηκε το Μάρτιο του 2013 ότι εξαπατήθηκε στην αγορά αξιογράφων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον τα αξιόγραφα του είχαν μετατραπεί σε μετοχές πολύ ενωρίτερα από το Μάρτιο του 2013. Ακόμη όλες εκείνες θέσεις περι παραβίασης των καθηκόντων των εναγόντων παρέμειναν μετέωρες και αστήρικτες . Ο μάρτυρας δεν είναι εμπειρογνώμονας αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση του τραπεζικού σσυτήματος. Όπως δήλωσε ο ίδιος κατέθεσε από τη γνώση που έλαβε από δημοσιεύματα της καθημερινότητας. Στις θέσεις του δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα.  Η μαρτυρία του απορρίπτεται στην ολότητα της.

Από τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη προβαίνω στα πιο κάτω ευρήματα:

O εναγόμενος 1 κατόπιν αιτήματος του υπέγραψε συμφωνία δανείου στις 16/3/2009 για παραχώρηση δανείου ύψους €90.000 με σκοπό την εξόφληση προηγούμενου δανείου και άλλων υποχρεώσεων του προς τους ενάγοντες.  Το δάνειο  με βάση τη συμφωνία χρεωνόταν με βασικό επιτόκιο 5.25% και περιθώριο 3%. Η εναγόμενη 2 υπέγραψε στις 16/3/2009 εγγύηση ύψους €108.000 πλέον τόκους και έξοδα. Επίσης το δάνειο θα εξασφαλίζετο υφιστάμενη δέσμευση χρεογράφων και ενεχυρίαση μετατρέψιμων χρεογράφων.Στις 26/6/2009 κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου 1 έγινε δεκτή ως εξασφάλιση η ενεχυρίαση  μεταρέψιμων αξιογράφων ύψους €100.000 των εναγόντων. Στις 7/9/2009 μειώθηκε κατόπιν αιτήματος του εναγομένου 1 το περιθώριο του επιτοκίου από 3% σε 2%. Εκ τότε ο λογαριασμός δανείου χρεωνόταν με περιθώριο 2%. Στις 3/11/2011 κοινοποιήθηκε η έγκριση του αιτήματος του εναγόμενου 1 για ακύρωση της εξασφάλισης των μετατρέψιμων αξιογράφων και την αντικατάσταση από αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου αξίας €100.000. Στις 9/4/2012 έγινε εκ νέου αντικατάσταση της εξασφάλισης των αξιογράφων με την ενεχυρίαση 133.333 μετοχών του εναγόμενου 1.  Στις 22/8/2012 αποφασίστηκε η διαγραφή των καθυστερήσεων  και καταβολή μιας δόσης την 1/1/2013 και εφάπαξ δόσης στη λήξη του.  Ο εναγόμενος 1 ουδέν ποσό κατέβαλε. Οι ενάγοντες απέστειλαν προειδοποιητικές επιστολές στη τελευταία γνωστή  διεύθυνση των εναγομένων οι οποίες και δεν επιστράφηκαν.  Επειδή δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό οι ενάγοντες τερμάτισαν το λογαριασμό του δανείου με επιστολές ημερομηνίας 31/3/2017 οι οποίες αποστάληκαν στην τελευταία γνωστή διεύθυνση  των εναγομένων και δεν επιστράφηκαν. Οι ενάγοντες με ανακοινώσεις στον ημερήσιο τύπο, Τεκμήριο 18 ενημέρωναν για την αλλαγή του βασικού επιτοκίου. Πλήν της 12/4/2011 όπου το βασικό επιτόκιο αυξήθηκε από 5.25% σε 5.75 % μετέπειτα και μέχρι και τις 16/3/2017 αυτό μειωνόταν συνεχώς.

Αναφορικά με την Ανταπαίτηση προκύπτουν τα εξής, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, ευρήματα:

Κατά ή περι το 2008 ο εναγόμενος 1 προέβηκε σε αγορά χρεογράφων και/ή αξιογράφων των εναγόντων αξίας €100.000. Ακολούθως σε χρόνο άγνωστο τα αξιόγραφα του εναγόμενου 1 κατόπιν αιτήματος του μετατράπηκαν σε αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου αξίας €100.000 και τελικώς μετατράπηκαν κατά ή περι το 2012 σε 133.000 μετοχές των εναγόντων. Τις εν λόγω μετοχές ενεχυρίασε προς όφελος των εναγόντων ως εξασφάλιση του επίδικου δανείου. Τα αξιόγραφα είχαν μετατραπεί σε μετοχές πολύ πρίν το Μάρτιο του 2013.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.

H υπογραφή της συμφωνίας δανείου και εγγύησης.

Αναφορικά με τη θέση του εναγόμενου 1 ότι δε γνώριζε τι υπέγραφε  κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας δανείου και ούτε του επεξηγήθηκαν οι όροι του δανείου, σημειώνεται ότι η γενική αρχή είναι πως η υπογραφή δεσμεύει. Στην υπόθεση ΗΛΙΑΣ ΘΕΟΔΟΤΟΥ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α Πολιτική Έφεση ΑΡ249/19, ημερομηνίας12/4/2024 σχετικά λέχθηκαν τα εξής:

«… τα περιθώρια κάποιος να αποφύγει την ευθύνη που φέρει η υπογραφή του είναι πολύ στενά…το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι με την υπογραφή των αιτήσεων ο εφεσείων αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το σύνολο των όρων που περιέχονται σε αυτές και ως εκ τούτου κωλύετο στην προώθηση της αγωγής, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη λήψη επενδυτικής συμβουλής».

 

Συνεπώς δεν μπορεί να επιτύχει ο ισχυρισμός του εναγόμενου 1 για τη συμφωνία δανείου . Τα ίδια ισχύουν και για την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης για την εναγόμενη 2.

 

Η συμφωνία ήταν αόριστη και ασαφής

Ούτε με αυτή την εισήγηση συμφωνώ. Δεν υποδείχθηκε σε ποιά σημεία η συμφωνία δανείου ήταν αόριστη και ασαφής. Αντίθετα από το κείμενο της προκύπτει ότι περιέχονταν σαφείς όροι ήτοι του ποσού του δανείου, του σκοπού του δανείου, του επιτοκίου , της αποπληρωμής του δανείου κλπ. Επίσης δεν μπορεί κατά τη θέση μου ο εναγόμενος 1 να ισχυρίζεται αφότου υπέγραψε τη συμφωνία, ότι αυτή ήταν ασαφής.

 

Η συμφωνία περιείχε καταχρηστικούς όρους.

Η εν λόγω θέση ηγέρθηκε στο δικόγραφο της υπεράσπισης του εναγόμενου 1 ότι δηλαδή το δικαίωμα των εναγόντων να χρεώνουν τόκους και προμήθειες και/ή να μεταβάλουν μονομερώς το επιτόκιο ήταν καταχρηστική ρήτρα. Το ίδιο και το δικαίωμα τους να τερματίζουν μονομερώς τη συμφωνία όπως και το δικαίωμα για χρέωση τόκου υπερημερίας.

 

Οι λόγοι τούτοι προβλήθηκαν με το δικόγραφο αλλά κατά την ακρόαση δεν προβλήθηκαν συγκεκριμένες θέσεις  Στην ακροαματική εκδίκαση δεν αμφισβητήθηκαν ως παράνομες συγκεκριμένες χρεώσεις.   Επίσης σύμφωνα με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού αφαιρέθηκαν οποιεσδήποτε χρεώσεις προμηθειών. Ο τόκος υπερημερίας επιβλήθηκε σε 2% μετα το τερματισμό.

Η καταχρηστικότητα τέτοιων προνοιών εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ν ΜΑRFIN POPULAR BANK PUBLIC  CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.195/18 ημερομηνίας 18/12/02024 όπου λεχθηκαν με αναφορά στην υπόθεση Frakapor Courier  Ltd κ.α ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ 2016 ΙΒ ΑΑΔ 1487 τα εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 3(1), ο Νόμος τύγχανε εφαρμογής σε κάθε ρήτρα σύμβασης που συναπτόταν μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή και καταναλωτή και η οποία οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με το εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου, ρήτρα θεωρείται ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και ο καταναλωτής εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατό να επηρεάσει το περιεχόμενο της, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προσπάθειά του για τον σκοπό αυτό. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης το φέρει αυτός που επικαλείται κάτι τέτοιο (βλ. εδάφιο 5). Ούτε επί του σημείου αυτού υπήρξε οποιοδήποτε αμφισβήτηση. Οι επίδικες συμφωνίες ως εκ της φύσης τους, αλλά και υπό τις περιστάσεις, δεν επιδέχονταν ατομικής διαπραγμάτευσης, είτε γενικά είτε σε ό,τι αφορούσε επιμέρους όρους των συμφωνιών. Επί τούτου είναι σημαντικό να υποδειχθεί ότι μέρος των συμφωνιών ήταν και οι τυποποιημένοι «Γενικοί Οροί και Κανονισμοί» της εφεσίβλητης (τεκμήριο 4).Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, καταχρηστική θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Στη Frakapor Courier Ltd κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1487, υποδείχθηκε ότι προς κατανόηση της φράσης «παρά την απαίτηση καλής πίστης» καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στο αγγλικό κείμενο της οποίας, ο αντίστοιχος όρος συναντάται ως «contrary to the requirement of good faith". Κρίθηκε κατ' επέκταση ότι για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι ο όρος κάποιας συμφωνίας αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των εναγόντων (βλ. Paget's Law of Banking Malek & Odgers [14η έκδοση] σελ. 101).

Στο εδάφιο 3 του εν λόγω άρθρου απαριθμούνται κάποια από τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν μια ρήτρα ικανοποιεί την απαίτηση καλής πίστης. Αυτά είναι:   

«(α) Η διαπραγµατευτική δύναµη των µερών.

(β) αν ο καταναλωτης δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις, για να συµφωνήσει στη ρήτρα.

(γ) αν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή προµηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή και

(δ) ο βαθµός στον οποίο ο πωλητής ή προµηθευτής χειρίστηκαν δίκαια τον καταναλωτή.»

 Η ύπαρξη επομένως «καλής πίστης» αποτελεί νομοθετική  προϋπόθεση που εξετάζεται και αποτιμάται σφαιρικά, στη βάση κυρίως των ρητών δεδομένων που εξειδικεύονται στο προαναφερθέν εδάφιο. Τέλος, βάσει του άρθρου 7 είναι περαιτέρω υποχρέωση του πωλητή σε γραπτές συμβάσεις να διασφαλίζει ότι οι ρήτρες διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Με αυτά κατά νου ερχόμαστε στα επιμέρους των λόγων έφεσης 1 και 2. Υπενθυμίζουμε για ακόμα μια φορά ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα κριθεί στη βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας του ΜΕ1 και μόνον αφού η μαρτυρία του ΜΥ1 απορρίφθηκε και δεν δικαιολογείται παρέμβαση επί τούτου.

.... …

Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορά τις συνθήκες συνομολόγησης και υπογραφής των δύο δανειακών συμφωνιών, με εξουδετερωμένη (λόγω αναξιοπιστίας) τη μαρτυρία του εφεσείοντος, δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς κατάρριψη της ύπαρξης καλής πίστης από πλευράς εφεσίβλητης, σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα. Η άγνοια που ομολογουμένως εξέφρασε ο ΜΕ1 για τη χρονική αυτή συγκυρία, αλλά και οι διάσπαρτες, ανυποστήρικτες υποβολές που του έγιναν δεν δικαιολογούσαν αντίθετη κατάληξη από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου.   Στην υπόθεση Frakapor Courier Ltd (ανωτέρω) υποστηριζόταν με λόγο έφεσης, ότι ο όρος της δανειακής σύμβασης που επέτρεπε στην τράπεζα να τερματίσει τη συμφωνία κατά την αποκλειστική της ευχέρεια ήταν καταχρηστικός και κατ' επέκταση η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση αυτή,  εσφαλμένη. Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση, σημείωσε τα εξής στη σελ.1490:

 «5. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, τα πιο πάνω οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι, για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι η παράγραφος 3 της Συμφωνίας Τεκμήριο 2 είναι καταχρηστική, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των Εναγόντων. Καμία μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει κάτι τέτοιο δεν τέθηκε επεσήμανε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε καν τέθηκε τέτοια υποβολή ή θέση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Εναγόντων από τον συνήγορο των Εναγομένων.

                        6. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση και ιδιαιτέρως όταν στη βάση του περιεχομένου του εδαφίου (2) του Άρθρου 5 του Νόμου, οι ισχύουσες, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, συνθήκες και οι υπόλοιπες ρήτρες της συμφωνίας, εξετάζονται στο πλέγμα προσδιορισμού της "καλής πίστης".

                    Σημειώνουμε επιπροσθέτως πως ακόμα και αν καταδεικνυόταν σε τούτο το πλαίσιο η καταχρηστικότητα κάποιας ρήτρας ή πράξης - που όπως σωστά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιορίστηκε καν συγκεκριμένη ρήτρα από τον εφεσείοντα - τούτο δεν θα οδηγούσε σε απαλλαγή των υποχρεώσεων του. Θα του έδινε απλώς δικαίωμα είτε τερματισμού των συμβάσεων είτε επιμονής για μη εφαρμογή της ρήτρας, με τη σύμβαση να συνεχίζει να ισχύει, εκτός και αν δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί από την καταχρηστική ρήτρα (βλ. άρθρο 6(2) του Ν.93(1)/1996, Περικλέους v. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2015) 1Α Α.Α.Δ. 513 και Κουλλαπής v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1Γ Α.Α.Δ. 2376).

 

Το Εφετείο αναλύοντας τις πρόνοιες των άρθρων 3, 5 και 7 του Ν.93(Ι)/96 ως είχε πριν την τροποποίηση επεσήμανε ότι προεξάρχον στοιχείο ως προς την καταχρηστικότητα κάποιου όρου είναι η απουσία καλής πίστης. Επισημάνθηκε πως ακόμη και στην περίπτωση που οι ρήτρες κρίνονταν καταχρηστικές τούτο δεν οδηγεί σε απαλλαγή από τις υποχρεώσεις που φέρει η υπογραφή της συμφωνίας αλλά δίδει δικαίωμα είτε για τον τερματισμό της συμφωνίας είτε για απαίτηση μη εφαρμογής της ρήτρας.  Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφηκε η συμφωνία  δεν υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν την ανυπαρξία καλής πίστης εκ μέρους της Τράπεζας. Ως έχει λεχθεί οι θέσεις παρέμειναν στη σφαίρα του γενικού. Ο τερματισμός της συμφωνίας επήλθε αφότου οι εναγόμενοι δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και αφότου ήδη είχαν διαγραφεί μια φορά καθυστερήσεις στο δάνειο  και αναστολή της δόσης. Ετσι οι εναγόμενοι δεν δικαιολογούνται να παραπονιούνται ότι η τράπεζα τερμάτισε μονομερώς το λογαριασμό και/ή ότι το δικαίωμα της να τερματίζει μονομερώς είναι καταχρηστικό.

Περαιτέρω όσον αφορά το επιτόκιο, το συμφωνηθέν ήταν 8.25%. Καθόλη τη διάρκεια του λογαριασμού πλην της περιόδου από 13/5/2011-1/5/2013 όπου το βασικό επιτόκιο είχε αυξηθεί κατόπιν ανακοίνωσης στον ημερήσιο τύπο από 5.25% σε 5.75% σε όλες τις άλλες περιόδους η τράπεζα χρέωνε με βάση τις εκάστοτε ανακοινώσεις στον ημερήσιο τύπο, βασικό επιτόκιο χαμηλότερο από το συμφωνηθέν γεγονός το οποίο προκύπτει από την αναδαμομημένη κατάσταση λογαριασμού. Επίσης οι ενάγοντες από το Σεπτέμβριο του 2009 ενέκριναν μείωση του περιθωρίου από 3% σε 2%, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου 1.

Στην υπόθεση T&Μ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α ν SKYCAC LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ353/18 ημερομηνίας 28/3/2024 αναφέρθηκαν τα εξής:

«Tο πρωτόδικο  Δικαστήριο υπέδειξε ότι το θέμα αυτό εξετάστηκε στις υποθέσεις Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2287 και Ιωαννίδης κ.α. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (ανωτέρω) όπου τονίστηκε πως σχετική εισήγηση όπως η ανωτέρω, δεν ευσταθεί αφού η ίδια η συμφωνία των μερών προέβλεπε επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης. Υπέδειξε επίσης πως, μεταξύ άλλων, με τις αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Α. Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, Αντώνη Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 194 αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα της Τράπεζας, νοουμένου ότι υπήρχε σχετικός περί τούτου όρος στη συμφωνία, να διαφοροποιεί το επιτόκιο, ακόμη και με τις επιστολές τερματισμού των λογαριασμών που απέστειλε προς τον πελάτη της και ότι υπήρχε σχετικός τέτοιος όπως ο όρος 2 του Τεκμηρίου 12 και ο όρος 3 του Τεκμηρίου 13.Ακολούθως το  πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το υπόλοιπο δανείου,  ότι η συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 13)   σε κάθε καθυστέρηση, έδινε το δικαίωμα στην Τράπεζα επιβολής τόκου υπερημερίας. Αντίθετα, έκρινε ότι η συμφωνία που αφορούσε τον τρεχούμενο λογαριασμό (Τεκμήριο 12) δεν προνοούσε κάτι τέτοιο, παρόλο που στην έγκριση (Τεκμήριο 9) που προηγήθηκε, συμφωνήθηκε τέτοιος τόκος. Κρίνουμε, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των νομολογιακών αρχών έχοντας πάντοτε υπόψη την μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του και είχε αποδεχθεί».

 

Συνεπώς και πάλιν οι εναγόμενοι δεν δικαιούνται να παραπονιούνται.

 Περαιτέρω αναφορικά με τον τόκο υπερημερίας αυτός χρεώθηκε 2% μόνο κατά τον τερματισμό γεγονός το οποίο βρισκόταν σε συμφωνία με τον περι Φιλελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμο, άρθρο  3(1)(α) του Ν.160(ι)/99.[1]

 

Τερματισμός Συμφωνίας Δανείου.

Ο τερματισμός κρίνεται νόμιμος εφόσον οι εναγόμενοι δεν συμμορφώθηκαν με τις δανειακές τους υποχρεώσεις.  Έχει κριθεί πως από τη στιγμή που οι επιστολές τερματισμού δεν επεστράφηκαν  ενεργοποιήθηκε το τεκμήριο παραλαβής τους (βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,ανωτέρω)

Τροποποίηση της συμφωνίας δανείου- ενημέρωση της εναγομενης 2.

Τέθηκε το ζήτημα ότι η εναγόμενη 2 ουδέποτε ενημερώθηκε για τις τροποποιητικές συμφωνίες και τις αλλαγές στη συμφωνία . Επίσης προβάλλεται ισχυρισμός περι παραβίασης του περι Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νομοθεσίας,Ν.197(Ι)/2003.

Κατ’αρχήν η συμφωνία δανείου όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου τροποποιήθηκε σε διαφορές περιπτώσεις κυρίως για την αλλαγή των εξασφαλίσεων από χρεόγραφα σε αξιόγραφα ίδιας χρηματικής αξίας και τέλος σε μετοχές. Περαιτέρω τροποποιήθηκε για την μείωση του περιθωρίου, αναστολή δόσης και διαγραφή καθυστερήσεων. 

Αδικαιολόγητα και χωρίς έρεισμα προβάλλονται οι εν λόγω ισχυρισμοί.  Ουδεμία μαρτυρία προβλήθηκε ως προς το ποια δικαιώματα της εναγόμενης 2 παραβλάπτονται με τέτοιο τρόπο που να δικαιολογεί την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις της με βάση το Νόμο.

Άλλωστε  από το τεκμήριο 3 συμφωνία που η εναγόμενη 2 υπέγραψε  με τους ενάγοντες και αποδέχθηκε, ότι  δικαιούνται να μεταβάλλουν τους όρους των διευκολύνσεων, να δίδουν παρατάσεις χρόνου για την εκτέλεση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη, να τροποποιούν τους όρους των εγγράφων , να τροποποιούν τους όρους των εξασφαλίσεων χωρίς τη συγκατάθεση της .Τα πιο πάνω δεσμεύουν την εναγόμενη 2 και η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Σχετικά είναι τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.167/10 ημερομηνίας 21/10/2015:

«Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων και δεν συνιστά ούτε μαρτυρία, ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών (Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, 531 και 533). Δεν είναι δυνατόν καν να συζητηθεί ότι ο εφεσείων δεν έλαβε τις ειδοποιήσεις για τις καθυστερήσεις πληρωμής, από τη στιγμή που δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του κατά την ακροαματική διαδικασία, οι οποίοι παρέμειναν μέχρι τέλους παντελώς αστήρικτοι και κενοί περιεχομένου. Συνεπώς, ορθά, όπως υποστηρίζει και η πλευρά των εφεσιβλήτων, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν απασχόλησαν το Δικαστήριο: ουδεμία θετική μαρτυρία δόθηκε ως προς τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς (Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd (1998) 1(B) A.A.Δ.843). Το αυτό ισχύει και για τον μετέωρο ισχυρισμό του εφεσείοντος: ότι είχε απαλλαγεί της συμφωνίας ως εγγυητής λόγω αλλαγών, τροποποιήσεων και ανανεώσεων επί των συμφωνιών. Και εδώ δεν είναι αρκετή αφ' εαυτής η γενική επίκληση του νομοθετήματος ώστε να οδηγήσει σε απαλλαγή. Απαιτείται θεμελίωση του δικαιώματος που παρέχει ο Νόμος ώστε να αποδοθεί και η ανάλογη προστασία στον επικαλούμενο το δικαίωμα και εδώ τον εφεσείοντα, ως εγγυητή. Θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί με μαρτυρία ούτως ώστε να καταδειχθεί ποιοι όροι της σύμβασης ουσιώδεις ή μη παραβλάφθηκαν και ποια δικαιώματα του εφεσείοντος εγγυητή παραβιάστηκαν κατά τρόπο που να θεωρείται ότι απαλλάσσεται των υποχρεώσεων του, Άρθρο 12 του Νόμου. Άλλωστε, όπως σημειώνει το Δικαστήριο, με το τεκμήριο 2, καταδεικνύεται ότι ο εφεσείων δυνάμει δεσμευτικής συμφωνίας εγγυήσεως, συμφώνησε με τους εφεσίβλητους και απεδέχθη ότι οι τελευταίοι δικαιούνταν να δίδουν παρατάσεις στον πρωτοφειλέτη, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση προς τους εγγυητές, οι οποίοι παρέμειναν υπεύθυνοι υπό την εν λόγω ιδιότητα τους, μέχρι τελείας εξοφλήσεως».

 

 

Όσον αφορά την παραβίαση του άρθρου 5α του Ν.197(Ι)/2003 αναφορικά με την  προηγούμενη γραπτή ενημέρωση αναφορικά με τους όρους του δανείου και περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη αυτός πρώτη φορά προβλήθηκε γενικά και αόριστα με την αγόρευση στο τέλος. Δεν είμαι διατεθειμένη να εξετάσω τέτοιο ισχυρισμό ούτε προβάλλεται με ποιό τρόπο πλήττονται τα συμεφέροντα της εναγόμενης 2 και θα πρέπει να απαλλαγεί εξαιτίας τούτου από τις υποχρέωσεις της αλλα ούτε και προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

Οφειλόμενο υπόλοιπο

Σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις εκτύπωσης και τήρησης των καταστάσεων λογαριασμού της Τράπεζας, αυτές αποτελούν εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την ορθότητα του αξιούμενου ποσού (Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ v. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, Ιωαννίδης κ.α. v. Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491). Στην παρούσα περίπτωση έγινε δεκτή η μαρτυρία του ΜΕ1 οποίος κατέθεσε καταστάσεις λογαριασμού και αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήρια 16 και 17 τις οποίες εκτύπωσε από ηλεκτρονικό υπολογιστή και έλεγξε την ορθότητα των καταχωρήσεων σε αυτές.  Εν όψει της πιο πάνω μαρτυρίας τηρήθηκαν οι πιο πάνω προϋποθέσεις καθώς και το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.

 

Το άρθρο 22(1) του Κεφ.9 έχει ως ακολούθως:

«22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.»   

Δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με το εσφαλμένο καταχωρήσεων και παράνομο των χρεώσεων. Κρίνω ότι οι ενάγοντες απέδειξαν το οφειλόμενο υπόλοιπο.

Καταλήγω ότι οι ενάγοντες κατόρθωσαν να αποδείξουν την απαίτηση τους.

Αναφορικά με την Ανταπαίτηση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Όλες οι θέσεις παρέμειναν στη σφαίρα του γενικού.  Δεν κατέστη γνωστό υπο ποιες προυποθέσεις αγοράστηκαν τα αξιόγραφα, αν ο εναγόμενος είχε κατάθεση προηγουμένως και ποιοί ήσαν οι όροι της αγοράς. Κανένα έγγραφο δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου παρα μόνο οι θεσεις του εναγόμενου 1. Δεν μπορούν να εξεταστούν ισχυρισμοί περι εξαπάτησης του εφόσον ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο.  Το μόνο που καθίσταται σε γνώση του Δικαστηρίου είναι ότι ως εξασφάλιση δανείου χρησιμοποιηθήκαν αξιόγραφα του εναγόμενου 1 χωρίς να καθισταται σαφές οι όροι και το πλαίσιο που τα εν λόγω αξιόγραφα αγοράστηκαν. 

Συνακόλουθα εκδίδεται απόφαση υπερ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2  αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €212.032,67 πλέον τόκος 7.809% από 16/2/2024 κεφαλαιοποιούμενος ο τόκος 2 φορές ετησίως 30/6 και 31/12.

Το διάταγμα υπό στοιχείο Β(α) της Έκθεσης Απαίτησης αποσύρεται και απορρίπτεται ένεκα της δήλωσης του ΜΕ1, χωρίς έξοδα.

Τα έξοδα της απαίτησης επιδικάζονται υπερ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2  , όπως υπολογιστούν από  τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Αναφορικά με την Ανταπαίτηση τα έξοδα επιδικάζονται υπερ των εναγόντων και εναντίον του εναγόμενου 1 όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο πλην όμως επειδή η εκπροσώπηση ήταν κοινή τα έξοδα εναντίον του εναγόμενου 1 να ζητηθούν κοινά με τα έξοδα της απαίτησης.

 

                                                                                 (Υπ)……………………….

                                                                                       Μ.Ιεροκηπιώτου, Α.Ε.Δ

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Η επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν των δύο εκατοστιαίων μονάδων απαγορεύεται:

Νοείται ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, το επιτόκιο υπερημερίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις δύο εκατοστιαίες μονάδες:Νοείται περαιτέρω ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2024 η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο απαγόρευση ισχύει πρόσθετα για αγοραστή πιστώσεων, εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων και μη πιστωτικό ίδρυμα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο