PARPARESHIS NICOLAS CONSTRUCTIONS LTD ν. A.K. CONSULTUS LTD, Αρ. Απαίτησης: 524/2023, 13/5/2025
print
Τίτλος:
PARPARESHIS NICOLAS CONSTRUCTIONS LTD ν. A.K. CONSULTUS LTD, Αρ. Απαίτησης: 524/2023, 13/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.                   

                                                         Κλίμακα: €500 - €2.000                                                               Αρ. Απαίτησης: 524/2023

 

PARPARESHIS NICOLAS CONSTRUCTIONS LTD

Ενάγουσα

και

 

A.K. CONSULTUS LTD

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 13.5.2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτούσα: κ. Ν. Νικολάου για Ν.Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση: κ. Στ. Ιερωνυμίδης για ΣΤΕΛΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Ex Tempore)

(Αίτηση για αντεξέταση ημερ. 5.12.2024)

 

Εισαγωγή

 

Έναυσμα για την έκδοση της παρούσας αποτέλεσε η ενδιάμεση αίτηση της ενάγουσας, με την οποία αιτείται όπως αντεξετάσει τη μάρτυρα της εναγομένης.

 

Δικογραφία

 

Δια της αγωγής της η ενάγουσα αξιοί την επιδίκαση του ποσού των €1224,24 έναντι πώλησης προϊόντων επί πιστώσει στην εναγομένη, αναφορικά με τα οποία εξέδιδε σχετικά τιμολόγια, πλέον γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η παραγγελία και αγορά των εν λόγω προϊόντων έγινε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης, κατόπιν συμφωνίας που συνομολογήθηκε μέσω του Χ.Α., ο οποίος ανέφερε στους ενάγοντες ότι ενεργούσε για λογαριασμό των εναγομένων.

 

Δια της Υπεράσπισης της η Εναγόμενη απορρίπτει τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συνεβλήθη η ίδια με την ενάγουσα και ουδέποτε εξουσιοδότησε τον Χ.Α. ώστε να ενεργεί εκ μέρους της. Η εναγόμενη παραδέχεται ότι έλαβε επιστολή από τους δικηγόρους της ενάγουσας αναφορικά με το ποσό που αυτή αξιοί, πλην όμως ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο εκδόθηκαν τιμολόγια επ’ ονόματί της, εφόσον είναι η εταιρεία ELYTE STYLE LTD, ιδιοκτησίας του Χ.Α., που παρήγγειλε και/ή παρέλαβε και/ή κατέβαλε ποσά αναφορικά με τα προϊόντα που αφορά η αγωγή των εναγόντων.

 

Η υπό κρίση Αίτηση και η Ένσταση

 

Μετά την καταχώριση γραπτής μαρτυρίας, συμφώνως των οδηγιών του Δικαστηρίου και λαμβανομένου υπόψη του ότι η παρούσα απαίτηση ταξινομήθηκε ως μικρή απαίτηση, η πλευρά των εναγόντων υπέβαλε την υπό κρίση Αίτηση, δια της οποίας αιτείται όπως της επιτραπεί να αντεξετάσει την ενόρκως δηλούσα, στην ένορκη δήλωση η οποία καταχωρίστηκε από πλευράς εναγομένης.

 

Συγκεκριμένα, αιτείται όπως αντεξετάσει την μάρτυρα της εναγομένης σε σχέση με το περιεχόμενο των παραγράφων 6, 7 και 9 (α), (β) και (δ) της έγγραφης μαρτυρίας της, προτάσσοντας, με βάση τα όσα επεξηγούνται στην έγγραφη μαρτυρία η οποία συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, ότι τούτο θα εξυπηρετήσει τη διαδικασία, καθότι πρόκειται για ζητήματα τα οποία χρήζουν διευκρίνισης, ενώ το ξεκαθάρισμά τους, άπτεται κυρίως της αξιοπιστίας των θέσεων της μάρτυρος. Επιπρόσθετα, με την αντεξέταση της μάρτυρος το Δικαστήριο θα σχηματίσει ξεκάθαρη εικόνα αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, σε αντίθετη δε περίπτωση, οι ενάγοντες θα αποστερηθούν του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

 

Η Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση της εναγομένης, η οποία προβάλλει αριθμό λόγων ένστασης τους οποίους διήλθα και δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Εν συντομία, αποτελεί θέση της εναγομένης, με βάση το περιεχόμενο της έγγραφης μαρτυρίας που συνοδεύει την Ένσταση, ότι δεν συντρέχει καλός λόγος επίτρεψης της αιτούμενης αντεξέτασης, καθώς ούτε η διάσταση απόψεων μεταξύ διαδίκων συνιστά καλό λόγο για την έκδοση διατάγματος αντεξέτασης, ούτε η μείωση της αξιοπιστίας της μάρτυρος. Επιπρόσθετα, αποτελεί θέση της εναγομένης ότι η ενάγουσα επιδιώκει να αντεξετάσει την μάρτυρα επικαλούμενη δόλο, τον οποίο ουδόλως δικογραφεί, ενώ δεν κατέδειξε παραβίαση του δικαιώματός της σε δίκαιη δίκη, σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Τέλος, είναι η θέση της ότι όλα τα γεγονότα και οι ισχυρισμοί είναι ξεκάθαροι και αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η αξιολόγησή τους.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην Αίτηση και την Ένσταση.

 

Περαιτέρω, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διάδικων κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις και προέβησαν σε προφορικές διευκρινίσεις. Αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει μέσα στο πλαίσιο αξιολόγησης των εκατέρωθεν θέσεων των μερών, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο.[1]

 

Νομική Πτυχή

 

H υπό κρίση Αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στα Μέρη 23 και 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 23.13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας:

 

«(1) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση.

 

(2) Το δικαστήριο δύναται για καλό λόγο να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου η αντεξέταση του οποίου επιτρέπεται από οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο».

 

Σημειώνεται, ότι ως «γραπτή μαρτυρία», ορίζεται η ένορκη δήλωση ή όπου κανονισμός το επιτρέπει, δήλωση μάρτυρα και οποιαδήποτε τεκμήρια συνοδεύουν αυτή (Μέρος 23.1(1)).

 

Περαιτέρω, ο Κανονισμός 32.6 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(1) Όταν σε ακρόαση άλλη από δίκη δίδεται γραπτή μαρτυρία, οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο άδεια αντεξέτασης του προσώπου το οποίο δίδει τη μαρτυρία.

 

(2) Αν το δικαστήριο δώσει άδεια, δυνάμει της παραγράφου (1) αλλά το εν λόγω πρόσωπο δεν παραστεί όπως απαιτεί το διάταγμα, η μαρτυρία του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια».

 

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, εφόσον ικανοποιηθεί ότι συντρέχει καλός λόγος, να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία.

 

Σημειώνω ότι στον Κανονισμό 32.6 δεν καθορίζονται οποιαδήποτε κριτήρια σε σχέση με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, πέραν του ότι ο διάδικος, που επιδιώκει την αντεξέταση προσώπου που έδωσε γραπτή μαρτυρία, καταδείξει «καλό λόγο», με το βάρος απόδειξης να βαρύνει τον αιτούντα την εν λόγω αντεξέταση (Κανονισμός 23.13(2)).

Ως προς την έννοια του «καλού λόγου», κατ’ αναλογία παραπέμπω στην Κοκκίνου ν. Κοκκίνου, (2016) 1 ΑΑΔ 2523, όπου αναγέρθηκε ότι «Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης».

 

Ως εκ των άνω, ελλείψει σχετικής με το θέμα νομολογίας και αντλώντας καθοδήγηση από την υφιστάμενη νομολογία σε σχέση με το τι σημαίνει «καλός λόγος», αλλά και σε συνάρτηση με τον τρόπο εκδίκασης που είχε θεσπιστεί με τη Διαταγή 30 Θ. 7 των προηγούμενων θεσμών πολιτικής Δικονομίας, θεωρώ ότι τα θέματα επί των οποίων ένας διάδικος μπορεί να αντεξετάσει πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στην αίτηση του και να περιορίζονται, έτσι ώστε η αντεξέταση να  εξυπηρετεί τις ανάγκες της διαδικασίας.

 

Ως δε λέχθηκε στην Hunt vAnnolight Ltd and others (2022) 2 All ER 649, άδεια για αντεξέταση παραχωρείται ως η εξαίρεση του κανόνα.

 

Σε αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτροχιασμού της διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με τον πρωταρχικό σκοπό που το Δικαστήριο καλείται να έχει κατά νου με βάση το νέο πλαίσιο, ήτοι του χειρισμού της υπόθεσης  κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος, λαμβανομένου βεβαίως υπόψη του είδους και της φύσης της διαδικασίας.

 

Κατ’ αναλογία, θεωρώ ότι αίτημα αντεξέτασης μπορεί να υποβληθεί και μέσα στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει τροχοδρομηθεί έτσι ώστε να εκδικασθεί στη βάση γραπτής μαρτυρίας, ως ίσχυε με τους προηγούμενους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας δυνάμει της Δ.30. Σχετικός είναι ο Κανονισμός 32.1.(γ) σύμφωνα με τον οποίο, το Δικαστήριο έχει εξουσία να ελέγχει τη μαρτυρία και ο οποίος εφαρμόζεται σε μικρές απαιτήσεις (βλ. Μέρος 29, Κ.29.2(1)(γ)).

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Κ.29.7:

 

(1)To δικαστήριο δύναται να υιοθετήσει οποιαδήποτε μέθοδο διαδικασίας κατά την ακρόαση, την οποία θεωρεί δίκαιη.

(2) Το δικαστήριο δύναται να περιορίσει την αντεξέταση.

 

(3) Το δικαστήριο δύναται να περιορίσει τον επιτρεπόμενο χρόνο για την ακρόαση και δύναται να περιορίσει τον χρόνο για την παρουσίαση μαρτυρίας και για τις αγορεύσεις.

 

(4) Το δικαστήριο δίδει λόγους για την απόφασή του.

 

Τέλος, σύμφωνα με τον Κ.29.9.(1), το δικαστήριο δύναται, αν όλοι οι διάδικοι συμφωνούν, να χειριστεί απαίτηση χωρίς ακρόαση.

 

Η ανωτέρω προσέγγιση, συνάδει κατά την κρίση μου και με την εξυπηρέτηση του πρωταρχικού σκοπού, καθότι αφενός μεν δίδεται η ευχέρεια εκδίκασης των μικρών απαιτήσεων με τρόπο ταχύτερο, αφετέρου δε, παρέχεται η δυνατότητα αντεξέτασης, όταν τούτο εξυπηρετεί τη διαδικασία. Συνεπακόλουθα, η κάθε περίπτωση εξετάζεται στη βάση των περιστατικών της και η απόρριψη αιτήματος αντεξέτασης, δεν εξυπακούει παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης και κατάληξη Δικαστηρίου

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω και έχοντας μελετήσει με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, σε συνάρτηση με τις εισηγήσεις των συνηγόρων, κρίνω ότι η αιτούμενη αντεξέταση δεν θα προσφέρει οτιδήποτε στη διαδικασία, καθώς οι θέσεις της μάρτυρος τέθηκαν με σαφήνεια στη γραπτή της δήλωση και δεν προκύπτει να χρήζουν διασαφήνισης.

 

Η μάρτυρας της οποίας ζητείται η αντεξέταση εξηγεί με απλό και ξεκάθαρο τρόπο από που αντλεί τη γνώση της σε σχέση με τα όσα αναφέρει στην έγγραφη μαρτυρία της και ρητά δηλώνει ότι ο Χ.Α. δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να ενεργεί εκ μέρους της εναγομένης. Ομοίως, είναι ξεκάθαρη η άρνηση της ότι η εναγόμενη συμβλήθηκε με την ενάγουσα, όπως επίσης και η θέση της σε σχέση με το χρονικό σημείο που γίνονταν οι κατ’ ισχυρισμό δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων.

Υπενθυμίζεται, ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του Δικαστηρίου με βάση τις παγίως καθιερωμένες αρχές της νομολογίας και του αποδεικτικού δικαίου.

 

Ως εκ των άνω, δεν θεωρώ ότι έχει καταδειχθεί καλός λόγος, ώστε να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της Αίτησης, η δε εξέταση οιουδήποτε άλλου ισχυρισμού παρέλκει.

 

Όσον αφορά τα έξοδα δεν βρίσκω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας.  Συνεπώς, τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η αίτηση/Εναγομένης και εναντίον της Αιτήτριας/Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

( Υπ.) ................................

                                                                                   Χρ. Ππεκρή, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο