B2KAPITAL CYPRUS LTD ν. ΚΥΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α., Αριθμός Αγωγής: 223/2017, 15/4/2025
print
Τίτλος:
B2KAPITAL CYPRUS LTD ν. ΚΥΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α., Αριθμός Αγωγής: 223/2017, 15/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ 

Ενώπιον: Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

Κλίμακα: €10.000 - €50.000

                                                                                   Αριθμός Αγωγής: 223/2017

Μεταξύ:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Ενάγουσα

και

 

1.          ΚΥΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

2.          ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

3.          ΘΕΜΟΥΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Εναγομένων

 

Και βάσει ειδοποιήσεως εξαγοράς (άρθρο 18(4) του Ν. 169(Ι)/2015)

 

Μεταξύ:

B2KAPITAL CYPRUS LTD

Ενάγουσα

και

 

1.            ΚΥΠΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

2.            ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

3.            ΘΕΜΟΥΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 15 Απριλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα Μ. Σουρουλλά

Για Εναγομένους: εμφανίζονται αυτοπροσώπως

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Αντικείμενο της παρούσας αγωγής είναι το κατ’ ισχυρισμό χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο προέκυψε συνεπεία της κατ' ισχυρισμό παράβασης σύμβασης παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον Eναγόμενο 1 από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής η «Τράπεζα Κύπρου»).

 

ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, κατά ή περί την 2.6.2011, κατόπιν αίτησης του Eναγομένου 1, η Τράπεζα Κύπρου του παραχώρησε δάνειο για το ποσό των €10.600.- το οποίο κατατέθηκε σε προσωπικό του λογαριασμό. Προς εξασφάλιση της Ενάγουσας, οι Eναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν τον Eναγόμενο 1 αλληλέγγυα ή/και προσωπικά για το ποσό του εν λόγω δανείου, πλέον τόκους και/ή δικαιώματα και/ή προμήθεια και/ή και φόρους και/ή και επιβαρύνσεις και έξοδα δυνάμει εγγυητήριου έγγραφου ενσωματωμένου στη συμφωνία ημερ 2.6.2014.

 

Ενόψει καθυστερήσεων πληρωμής, ως οι όροι της συμφωνίας δανείου, η Ενάγουσα με επιστολή της ημερομηνίας 22.3.2017, η οποία στάλθηκε προς τους Εναγομένους 1, 2 και 3, τερμάτισε τη συμφωνία δανείου και κάλεσε τους Εναγομένους όπως πληρώσουν ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο του αναφερόμενου δανείου. Πάρα τις επανειλημμένες οχλήσεις της Ενάγουσας, ουδέν ποσό καταβλήθηκε έναντι του χρέους τους, ως το οποίο η Ενάγουσα δια της παρούσας αγωγής της διεκδικεί.

 

Δια της Υπεράσπισής τους οι Εναγόμενοι 1 ‑ 3 εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι η αγωγή θα πρέπει να προωθηθεί διότι στον τίτλο της περιέχεται νομικά ανύπαρκτο πρόσωπο, καθώς δεν υφίσταται καθ’ οποιονδήποτε χρόνο νομικό πρόσωπο με την ονομασία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ».

 

Άνευ βλάβης της προδικαστικής τους ένστασης, οι Εναγόμενοι αρνούνται και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και ισχυρίζονται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Ενάγουσα διεξήγαγε την εργασία της υπό τις ονομασίες «Bank of Cyprus Company Ltd» και/ή «Bank of Cyprus Limited» και/ή «Tράπεζα Κύπρου» και/ή «Bank of Cyprus», ενώ ουδέποτε συμφώνησαν να τους παραχωρηθεί το δάνειο που αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης.

 

Επιπρόσθετα οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο Eναγόμενος 1 παρακινήθηκε από τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους της Ενάγουσας να προβεί σε δανειοδότηση με ευνοϊκούς όρους εν όψει της χρόνιας συνεργασίας τους, ενώ κατά το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού δόθηκαν στον Eναγόμενο 1 διάφορα έγγραφα τα οποία είχαν ετοιμαστεί από την Ενάγουσα και του ζητήθηκε να τα υπογράψει. Κατά την ίδια ημέρα, παρόντες ήταν οι Eναγόμενοι 2 και 3, από τους οποίους επίσης ζητήθηκε να υπογράψουν έγγραφα, χωρίς να τους δοθεί κάποια εξήγηση ή να τους δοθεί η ευκαιρία να διαβάσουν το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, ούτε τους κοινοποιήθηκε το δικαίωμα να αναζητήσουν ανεξάρτητη νομική συμβουλή.

 

Επιπρόσθετα, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα υπογραφέντα έγγραφα συνετάχθησαν συνεπεία αθέμιτης πίεσης και/ή ανισοζυγίου διαπραγματευτικής δύναμης και/ή χωρίς οποιανδήποτε ελεύθερη συναίνεση και/ή διαπραγμάτευση και συνεπώς οι επίδικες συμφωνίες δανείου και εγγυήσεως είναι άκυρες και/ή ακυρώσιμες.

 

Οι Εναγόμενοι 2 και 3 αρνούνται ότι εγγυήθηκαν τον Eναγόμενο 1 για το ποσό που η Ενάγουσα απαιτεί και ισχυρίζονται ότι εν πάση περιπτώσει, η Ενάγουσα δεν δικαιούται να διεκδικεί ποσό πέραν αυτού που εγγυήθηκαν, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφουν στην Υπεράσπισή τους.

 

Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό των Εναγομένων, ότι οι συμφωνίες δανείου και εγγυήσεως περιέχουν καταχρηστικούς και/ή παράνομους και/ή ετεροβαρείς όρους, οι οποίοι απολήγουν σε χρέωση παράνομων επιτοκίων και/ή τόκων υπερημερίας, εν αντιθέσει με την ισχύουσα νομοθεσία, οι δε αυξήσεις στο ποσοστό του επιτοκίου αποτελόυν κατάχρηση της θέσης ισχύος της Ενάγουσας και είναι αυθαίρετες και/ή αντισυμβατικές και/ή αδικαιολόγητες και/ή αντιβαίνουν την ισχύουσα νομοθεσία.

 

Οι  Εναγόμενοι ισχυρίζονται ακόμα, ότι σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό προς την Ενάγουσα, τούτο οφείλεται στις ενέργειες και/ή παραλείψεις της Ενάγουσας, η οποία ενώ είχε επαρκείς εξασφαλίσεις, εσκεμμένα και με σκοπό την αύξηση των τόκων επί των οφειλών, για απόκτηση αθέμιτου και/ή υψηλού κέρδους, καθυστέρησε να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες προς είσπραξη του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού.

 

Αποτελεί επίσης ισχυρισμό των Εναγομένων ότι η σύμβαση δανείου δεν έχει τερματιστεί νόμιμα και ότι σε καμία όχληση δεν προέβη η Ενάγουσα προς αυτούς, για σκοπούς ανάκτησης της ισχυριζόμενης οφειλής, καλούν δε το Δικαστήριο όπως απορρίψει την παρούσα αγωγή.

 

Δια της Απάντησής της η Ενάγουσα αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Εναγομένων και επαναλαμβάνει, επί της ουσίας, τους ισχυρισμούς της ως η Έκθεση Απαίτησης της.

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Μέσα στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω έναν μάρτυρα, ο οποίος προσέφερε μαρτυρία εκ μέρους της Ενάγουσας (στο εξής η «ΜΕ1»). Η πλευρά των Eναγoμένων περιορίστηκε σε αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα και δεν προσέφερε μαρτυρία.

 

Με την υπόμνηση ότι  δεν είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της, καθώς είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου, συνοψίζω κατωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία.[1]

 

Μέσα στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής της, η ΜΕ1 υιοθέτησε και κατέθεσε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Α). Σε αυτήν η μάρτυρας αναφέρει ότι είναι ανώτερη δικαστηριακή λειτουργός και εργάζεται στην υπηρεσία της Ενάγουσας, ασχολείται δε με υποθέσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων που οδηγούνται στα Δικαστήρια και γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης λόγω της θέσης της, από τα έγγραφα που έχει στην κατοχή και φύλαξή της, καθώς επίσης και από μελέτη του φακέλου και του ηλεκτρονικού αρχείου που διατηρεί η Ενάγουσα, από την οποία είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί σε δήλωση εκ μέρους και για λογαριασμό της.

 

Έπειτα η μάρτυρας αναφέρεται στην αδειοδότηση της Ενάγουσας ως εταιρείας εξαγοράς πιστώσεων από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, όπως επίσης και στη σύσταση, αδειοδότηση και μετονομασία της Τράπεζας Κύπρου, καταθέτοντας ως Τεκμήρια 1 – 5 τα σχετικά πιστοποιητικά.

 

Ως επίσης η μάρτυρας αναφέρει στη γραπτή της δήλωση, μεταξύ της Τράπεζας Κύπρου και της Ενάγουσας συνήφθη γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 2.1.2020, με σκοπό την πώληση και/ή εκχώρηση και/ή μεταβίβαση προς την Ενάγουσα, χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών διευκολύνσεων, μεταξύ των όποιων περιλαμβάνονται και επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις.

 

Ως εκ τούτου, συνεχίζει η μάρτυρας, η Ενάγουσα αυτόματα αντικατέστησε και απέκτησε από την Τράπεζα Κύπρου όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία απορρέουν από και προς τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συνέχισης της παρούσας αγωγής δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, καταχωρώντας σχετική ειδοποίηση, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 6. Περαιτέρω η ΜΕ1 κατέθεσε ως τεκμήρια τις επιστολές δια των οποίων οι Εναγόμενοι ενημερώθηκαν για την πώληση και μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων προς την Ενάγουσα και την απόκτηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, ως Τεκμήρια 7 ‑ 9.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα όσα η μάρτυρας αναφέρει στη γραπτή της δήλωση, έχει δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στα αρχεία της Τράπεζας Κύπρου και παρακολούθησης του ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας και όλων των πληροφοριών που αφορούν λογαριασμούς των πελατών της Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου του επίδικου λογαριασμού. Έχει επίσης άμεση πρόσβαση και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη και έχει στην κατοχή της και υπό τη φύλαξή της, το ηλεκτρονικό αρχείο.

 

Το τραπεζικό βιβλίο, συνεχίζει η μάρτυρας, που τηρείτο σε ηλεκτρονική μορφή καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή από το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού μέχρι την 8.5.2020, αποτελεί ένα από τα συνήθη τραπεζικά βιβλία της Τράπεζας και καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο ήταν φυλαγμένο στις κτιριακές εγκαταστάσεις της Τράπεζας και υπό τον έλεγχό της.

 

Με την υποκατάσταση της Τράπεζας από την Ενάγουσα, το εν λόγω ηλεκτρονικό αρχείο μεταφέρθηκε αυτούσιο στο ηλεκτρονικό αρχείο που διατηρεί η Ενάγουσα, όπου και καταχωρήθηκαν όλες οι πράξεις που αφορούσαν στον επίδικο λογαριασμό, από το άνοιγμά του μέχρι την ημερομηνία μεταβίβασης, καθώς επίσης και όλες οι πράξεις από την ημερομηνία μεταβίβασης μέχρι και σήμερα, ενώ συνεχίζει να τηρείται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Από 8.5.2020, το εν λόγω ηλεκτρονικό αρχείο βρίσκεται φυλαγμένο στις κτιριακές εγκαταστάσεις της Ενάγουσας.

 

Από το ηλεκτρονικό αρχείο το οποίο διατηρεί πλέον η Ενάγουσα, κατόπιν εντολής της ΜΕ1, παρήχθησαν και εκτυπώθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το αναφερόμενο αρχείο, οι καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που αποτελούν αντίγραφο των καταχωρήσεων σε ηλεκτρονικό αρχείο και οι οποίες συγκρίθηκαν από τη μάρτυρα με την αρχική καταχώρηση των συναλλαγών στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και διαπίστωσε ότι είναι ορθές.

 

Ως Τεκμήριο 10, η ΜΕ1 κατέθεσε κατάσταση του επίδικου λογαριασμού από 30.6.2011 μέχρι 27.5.2020, καθώς επίσης και πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου.

 

Ακολούθως, η μάρτυρας επαναλαμβάνει επί της ουσίας το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και ειδικότερα αναφέρεται στη σύναψη του επίδικου δανείου, το οποίο κατέθεσε ως Τεκμήριο 12, αναφερόμενη στους όρους του, ενώ ως Τεκμήριο 13 κατέθεσε απόδειξη κατάθεσης του προϊόντος του δανείου στον λογαριασμό του Eναγόμενου 1 και ως Τεκμήριο 14 κατέθεσε κατάλογο προμηθειών και χρεώσεων της Τράπεζας για προσωπικούς και εμπορικούς σκοπούς. Κατέθεσε επίσης δέσμη ανακοινώσεων στον ημερήσιο τύπο ως Τεκμήριο 15.

 

Οι Eναγόμενοι 2 και 3, συνεχίζει η μάρτυρας, προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου, εγγυήθηκαν τον Eναγόμενο 1 αλληλέγγυα ή/και προσωπικά, δια το ποσό του δανείου πλέον τόκους, δικαιώματα, προμήθεια, φόρους, επιβαρύνσεις και έξοδα, δυνάμει εγγυητήριου έγγραφου το οποίο υπέγραψαν, για περιορισμένο ποσό, ενσωματωμένο στη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 2.6.2011, αναλαμβάνοντας να πληρώσουν μόλις τους ζητηθεί από την Ενάγουσα, οιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο και απαιτητό, σε σχέση με τις υποχρεώσεις του Εναγομένου 1.

 

Περαιτέρω η ΜΕ1 εξηγεί ότι ενόψει της μη συμμόρφωσης των Eναγομένων με τους όρους της συμφωνίας δανείου, η Ενάγουσα τερμάτισε τη συμφωνία δανείου και ενημέρωσε σχετικά τους Eναγομένους με επιστολές της, τις οποίες κατέθεσε ως Τεκμήρια 16(α) – (γ) και 17, ενώ ως Τεκμήριο 18 κατέθεσε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, σύμφωνα με την οποία το οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σήμερα σε €30.140,26 πλέον τόκοι 7,897% από 26.10.2024 επί ποσού €29.398,12 με κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως κάθε 30/06 και 31/12 εκάστου έτους.

 

Κατά την αντεξέτασή της η μάρτυρας ανέφερε ότι ο λόγος που οι Eναγόμενοι δεν ενημερώθηκαν από το 2011 για τις καθυστερήσεις πληρωμής του επίδικου λογαριασμού, ήταν διότι υπήρξε μια πίστωση στις 8.10.2014 και όταν υπάρχουν πιστώσεις σε κάποιο λογαριασμό και κατά συνέπεια κάποια κίνηση, δεν ενδείκνυται ο λογαριασμός αυτός να τερματίζεται.

 

Ερωτηθείσα εάν προστέθηκαν τόκοι από το 2016 που στάλθηκαν οι ειδοποιήσεις για τα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν, η μάρτυρας απάντησε ότι από το 2016 που οι Εναγόμενοι έλαβαν τις αναφερόμενες ειδοποιήσεις δεν έπραξαν οτιδήποτε, εν αντιθέσει με τα λεγόμενά τους, ότι αν ειδοποιούνταν νωρίτερα θα λάμβαναν διαβήματα. Περαιτέρω η μάρτυρας εξήγησε ότι βάσει της σύμβασης δανείου, είχε συμφωνηθεί ότι στο δάνειο αυτό θα επιβάλλονταν τόκοι, όπως και έγινε. Από τη στιγμή που αποληρώνεται το δάνειο, εξήγησε η μάρτυρας, αυτό τοκίζεται και είναι εύλογο ότι το ποσό αυξήθηκε λόγω του τόκου, εξαιρουμένων των τόκων υπερημερίας.

 

Τέλος, η μάρτυρας κατά την αντεξέτασή της ανέφερε ότι από την ημερομηνία παραχώρισης του δανείου κατατέθηκε το ποσό των €1.157 και η τελευταία κατάθεση έγινε για το ποσό των €77,00 την 8.10.2014.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

Παρακολουθώντας τους μάρτυρες να προσφέρουν δια ζώσης την μαρτυρία τους στο εδώλιο του μάρτυρα, το Δικαστήριο δύναται να αξιολογεί τη συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με βάση, μεταξύ άλλων, τη λογική, την ποιότητα και την πειστικότητα της μαρτυρίας που προσκόμισαν, την αμεσότητα και σαφήνεια των απαντήσεων τους ή την ύπαρξη ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές.[2]

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην αποτίμηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται, μέσα από την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων,[3] η δε αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.[4]

 

Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, λαμβάνεται υπόψη, ότι  με βάση τη νομολογία, είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται μόνο βάσει της εξωτερικής εντύπωσης που προκαλεί ο μάρτυρας.[5] Επουσιώδεις αντιφάσεις δεν πλήττουν την αξιοπιστία ενός μάρτυρα,[6] ενώ ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς και δεν είναι επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[7]

 

Έχοντας κατά νου όλες τις ανωτέρω αρχές, προχωρώ σε αξιολόγηση της μοναδικής μάρτυρος την οποία είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης.

 

Εν πρώτοις, σημειώνω ότι η συγκεκριμένη μάρτυρας έκανε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, καθώς απάντησε με σταθερότητα, επεξηγηματικότητα και ηρεμία στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά την αντεξέτασή της, από την οποία εξήλθε αλώβητη, η δε μαρτυρία της είχε ποιότητα και συνοχή. Επιπρόσθετα, δεν έχω εντοπίσει οποιεσδήποτε ανακολουθίες στη μαρτυρία της ΜΕ1, η οποία συνάδει με το περιεχόμενο των τεκμηρίων τα οποία κατέθεσε στο Δικαστήριο.

 

Σε σχέση με την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού την οποία η ΜΕ1 κατέθεσε ως Τεκμήριο 18, από τη στιγμή που αυτή ετοιμάστηκε στη βάση δεδομένων τα οποία παρήχθησαν από το ηλεκτρονικό αρχείο της Ενάγουσας, ως αυτό μεταφέρθηκε αυτούσιο από την Τράπεζα Κύπρου, αυτή γίνεται αποδεκτή δυνάμει των άρθρων 22 και 35 του Κεφ. 9.[8]

 

Συνεπακόλουθα, θεωρώ ότι μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία της ΜΕ1 εξ’ ολοκλήρου, για σκοπούς εξαγωγής των ευρημάτων μου.

 

 

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, της δικογραφίας και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα, αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση:

 

Η Ενάγουσα αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και είναι εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων, αδειοδοτημένη από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Η Τράπεζα Κύπρου κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν και εξακολουθεί να είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης η οποία διεξάγει τραπεζικές εργασίες και κατέχει σχετική άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, έχει δε  μετονομαστεί από «Bank of Cyprus Limited» σε «Bank of Cyprus Public Company Limited».

 

Κατά ή περί την 2.6.2011, κατόπιν αίτησης του Eναγομένου 1, η Τράπεζα Κύπρου του παραχώρησε προσωπικό δάνειο για το ποσό των €10.600. Ως μηνιαία δόση καθορίστηκε το ποσό των €268,82.

 

Αποτελούσε όρο της συμφωνίας δανείου ότι ο λογαριασμός του Εναγομένου 1 θα χρεωνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, αποτελούμενο από βασικό επιτόκιο 5,750% πλέον προσαύξηση 4,000%. Κατά την υπογραφή της συμφωνίας δανείου το σύνολο επιτοκίου ανερχόταν σε 9,750%. Συμφωνήθηκε επίσης ότι κάθε χρεωστικό υπόλοιπο θα χρεώνεται με τόκο σταθερό ή κυμαινόμενο, με κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως, κάθε 30/6 και 31/12.

 

Προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου, οι Eναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν τον Eναγόμενο 1 αλληλέγγυα ή/και προσωπικά, δια το ποσό του ρηθέντος δανείου πλέον τόκους, δικαιώματα, προμήθεια, φόρους, επιβαρύνσεις και έξοδα, δυνάμει εγγυητήριου έγγραφου το οποίο υπέγραψαν, για περιορισμένο ποσό, ενσωματωμένο με τη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 2.6.2011, αναλαμβάνοντας να πληρώσουν μόλις τους ζητηθεί από την Ενάγουσα, οιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο και απαιτητό, σε σχέση με τις υποχρεώσεις του Εναγομένου 1.

 

Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε σε λογαριασμό του Εναγομένου 1 και οι Εναγόμενοι ενημερώνονταν αναφορικά με τις μεταβολές του επιτοκίου μέσω ανακοινώσεων στον ημερήσιο τύπο.

 

Από την ημερομηνία παραχώρισης του δανείου, οι Εναγόμενοι κατέβαλαν έναντι του χρέους τους το ποσό των €1.157 και η τελευταία κατάθεση έγινε την 8.10.2014 για το ποσό των €77,00. Ενόψει της καθυστέρησης στην αποπληρωμή του δανείου, εν αντιθέσει με τους όρους της συμφωνίας δανείου και αφού προηγήθηκε η αποστολή προειδοποιητικών επιστολών, η Τράπεζα Κύπρου με επιστολή της ημερομηνίας 22.3.2017, η οποία στάλθηκε στους Εναγομένους 1, 2 και 3, τερμάτισε τη συμφωνία δανείου και κάλεσε τους Εναγομένους όπως πληρώσουν ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο του αναφερόμενου δανείου, το οποίο κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ανήρχετο σε €18.216,81 πλέον τόκους.

 

Ενόψει της μη συμμόρφωσης των Εναγομένων, την 27.4.2017 η Τράπεζα Κύπρου καταχώρισε την παρούσα αγωγή.

 

Την 2.1.2020, συνήφθη γραπτή συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Τράπεζας Κύπρου για την πώληση και/ή εκχώρηση και/ή μεταβίβαση προς την Ενάγουσα, χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών διευκολύνσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις. Αναφορικά με την εν λόγω μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων, οι Εναγόμενοι ενημερώθηκαν με σχετικές επιστολές. Παράλληλα, καταχωρήθηκε σχετική ειδοποίηση στον φάκελο του Δικαστηρίου.

 

Το σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο, σύμφωνα με αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, ανέρχεται σε ποσό σε €30.140,26 πλέον τόκοι 7,897% από 26.10.2024 επί ποσού €29.398,12 με κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως κάθε 30/06 και 31/12 εκάστου έτους.

 

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Στην πολιτική δίκη, το γενικό βάρος απόδειξης φέρει ο ενάγων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά όχι» (is more probable than not) και όχι το κατά πόσο είναι «πιο πιθανή παρά ή αντίθετη» από εκείνη του αντιδίκου του.[9]

 

Το ειδικό βάρος απόδειξης, αφορά στην ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας προς υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ισχυρισμού, που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά, για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.[10]

 

Τα βασικά στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν και κατά συνέπεια χρήζουν εξέτασης από το Δικαστήριο, σε περιπτώσεις όπου αξιώνεται οφειλόμενο τραπεζικό χρέος, είναι τα ακόλουθα:[11]

 

(α)      Η σύναψη της σύμβασης δανείου, χρηματοδότησης ή πιστωτικών διευκολύνσεων και οι όροι της.

 

(β)     Η παράβαση όρου της σύμβασης.

 

(γ)     Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.

 

Παρεμβάλλω, ότι έχω διέλθει των θέσεων των δύο πλευρών, ως προωθήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των αγορεύσεων και αναφορά στις θέσεις που υποστηρίχθηκαν μέσω αυτών θα γίνει μέσα στο πλαίσιο αξιολόγησης των εκατέρωθεν θέσεων, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.[12]

 

Σημειώνω, ότι από την αντεξέταση της ΜΕ1 αναδύθηκε ότι το παράπονο των Εναγομένων, ήταν το γεγονός ότι η Ενάγουσα διεκδίκησε το οφειλόμενο ποσό περί το 2016 και όχι ενωρίτερα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο ποσό. Επί τούτου, η ΜΕ1, την μαρτυρία της οποίας έχω αποδεχθεί εξ ολοκλήρου ως αξιόπιστη, ανέφερε ότι όταν υπάρχει πίστωση σε κάποιο λογαριασμό αυτός δεν ενδείκνυται να τερματίζεται, εν πάση δε περιπτώσει, ήταν η θέση της ότι οι Εναγόμενοι έλαβαν προειδοποιητικές επιστολές από το 2016 και ουδέν έπραξαν.

 

Διερχόμενη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι δεν τυγχάνει αμφισβήτησης η συνομολόγηση των επίδικων συμφωνιών, ούτε η εκταμίευση του δανείου, ούτε η μη αποπληρωμή του δανείου, ενώ δεν προωθήθηκαν οι δικογραφημένες θέσεις των Εναγομένων σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό ύπαρξη καταχρηστικών όρων στη σύμβαση δανείου και εγγυήσεως, σε σχέση με τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας δανείου, ούτε και σε σχέση με την προδικαστική τους ένσταση.

 

Η δε θέση επομένως των Εναγομένων περί καθυστέρησης στην ενημέρωσή τους για τις καθυστερήσεις που παρατηρούντο σε σχέση με την πληρωμή του επίδικου δανείου, δεν εξουδετερώνει την οφειλή τους.

 

Συνεπακόλουθα, καταλήγω ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία σε σχέση με την απόδειξη της τραπεζικής οφειλής.[13]

 

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω και έχοντας κατά νου ότι το Δικαστήριο έχει αυτεπάγγελτη υποχρέωση, νοουμένου ότι τίθενται ενώπιόν του τα νομικά και πραγματικά στοιχεία, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν καταχρηστικότητας στους συμβατικούς όρους, προχωρώ σε εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος.

Σχετικά παραπέμπω στην Γεώργιος Γεωργιάδης ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd Πολ. Εφ. Αρ. 195/2018 ημερ. 18.12.2014, όπου αναλύεται με σαφήνεια η νομική πτυχή του θέματος.

 

Σημειώνω, ότι ως αναφέρεται στη γραπτή δήλωση της ΜΕ1, δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 2.6.2011, παραχωρήθηκε στον Εναγόμενο 1 προσωπικό δάνειο, το οποίο διέπεται από τον Περί Συμβάσεως Καταναλωτικής Πίστης Νόμο του 2010. Συνεπακόλουθα, λαμβανομένου υπόψη και του ύψους του παραχωρηθέντος δανείου, δεν αμφισβητείται ότι πρόκειται για καταναλωτή εν τη εννοία του αρ. 2 του Ν. 106(Ι)/2010. Παραπέμπω παράλληλα στο αρ. 2 του περί της Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου του 2021 (112(I)/2021), όπου η έννοια του καταναλωτή αποδίδεται με παρόμοιο τρόπο.

 

Διερχόμενη της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, διαπιστώνω καταρχάς ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε εκ μέρους των Εναγομένων, με την οποία να καταρρίπτεται η απαίτηση της «καλής πίστης» από πλευράς της Ενάγουσας. Ούτε και έχουν υποβληθεί οιεσδήποτε ερωτήσεις ή υποβολές προς τη μάρτυρα της Ενάγουσας σχετικά με το θέμα. Επί τούτου, παραπέμπω στην Πολ. Εφ. αρ. 9/2011 ημερ. 15.6.2016 Frakapor Courier Ltd v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.

 

Ως εκ των άνω, η μαρτυρία της ΜΕ1 παρέμεινε αναντίλεκτη επί του ζητήματος της ορθότητας του υπολογισμού του οφειλόμενου χρέους.

 

Υπενθυμίζεται, ότι σύμφωνα με την παγίως καθιερωμένη νομολογία, δεν αναμένεται το Δικαστήριο να προβαίνει σε λογιστικές και μαθηματικές πράξεις με σκοπό να ελέγξει λεπτομερώς την ορθότητα του οφειλόμενου υπολοίπου, ενώ η αποδοχή του αντιγράφου του τραπεζικού βιβλίου τεκμηριώνει εκ πρώτης όψεως την υπόθεση των Εναγόντων, εκτός εάν η πλευρά των Εναγομένων προσκομίσει ανατρεπτική μαρτυρία, που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων.[14]

 

Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και του γεγονότος ότι ουδεμία μαρτυρία προσέφεραν οι Εναγόμενοι προς αμφισβήτηση των χρεώσεων στις οποίες προέβη η Ενάγουσα, το Δικαστήριο δεν δύναται σε κάθε περίπτωση να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη αποτίμηση τυχόν καταχρηστικής επιβολής επιτοκίου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεσή της εναντίον των Εναγόμενων στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

Συνεπακόλουθα, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €30.140,26 πλεόν τόκο προς 7,897% από 26.10.2024 επί ποσού €29,398.12 με κεφαλαιοποίηση του τόκου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξοφλήσεως.

 

Ως προς τα έξοδα της διαδικασίας, δεν κρίνω ότι συντρέχει οιοσδήποτε λόγος ώστε αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, συνεπώς επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α.

  

 

 

(Υπ.) …….…….................                                                                                                                       

Χρ. Γ. Ππεκρή, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρας (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Σκορδέλλη και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 101/13 ημερ. 6.6.2016 & MOSSA (MUSSA) MOHAMMED MUSTAFA ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165.

 

[4] Αθανασίου κ.α. ν Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

 

[5] Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339.

 

[6] Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 ΑΑΔ 304.

 

[7] Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454.

 

[8] Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.α. ν. Marfin Polpular Bank Public Co Ltd, Πολ. Εφ. αρ. 274/09 ημερ. 27.4.2016, Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1238, Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491.

 

 

[9] Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665, Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ 1858.

 

[10] Θεοδόσης Ιορδάνους ν. Δήμου Ζήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652, Σοφοκλέους ν. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 369.

 

[11] Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ  ν.  Χαραλάμπους  (2010) 1 Α.Α.Δ. 829.

 

[12] Καλλικάς ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

 

[13] Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ  ν.  Χαραλάμπους  (2010) 1 Α.Α.Δ. 829.

 

[14] Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργου Οικονόμου (2014) 1 ΑΑΔ 2287.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο