ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ ν. ΝΙΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΤΟΦΑΛΛΗ κ.α., Αγωγή αρ.: 2277/2009, 12/12/2022
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ ν. ΝΙΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΤΟΦΑΛΛΗ κ.α., Αγωγή αρ.: 2277/2009, 12/12/2022

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.

 

                                                                                           Αγωγή αρ.:  2277/2009

Μεταξύ:

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

                                                                                                            Εvαγόvτωv

-και-  

 

1.   ΝΙΚΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΤΟΦΑΛΛΗ

2.   ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΩΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΥΖ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΤΟΦΑΛΛΗ

3.   ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΟΥ ΣΥΖ. ΝΙΚΟΥ ΤΟΦΑΛΛΗ

4.   POLYPHIMOS HOTELS LTD

                                                                                                                              Εvαγoμέvων

 

Αίτηση ημερομηνίας 16/06/2022 για άδεια εκτέλεσης απόφασης

 

Ημερομηνία: 13 Δεκεμβρίου, 2022

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες - Αιτητές:  κ. Κ. Ιωάννου για Χρ. Ιωάννου ΔΕΠΕ

Για την Εναγόμενη 2 – Καθ΄ ης η αίτηση:  κα Ε. Τοφαλλή

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αυτή την αίτηση ζητείται Διάταγμα του Δικαστηρίου για άδεια εκτέλεσης της απόφασης η οποία εκδόθηκε στις  21/10/09 εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3 και της απόφασης η οποία εκδόθηκε  στις 25/06/10 εναντίον των Εναγόμενων 4 λόγω παρέλευσης δώδεκα (12) ετών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, για δώδεκα (12) έτη ή για οποιαδήποτε άλλη περίοδο ήθελε διατάξει το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.40, Θ.1-19, Δ.48, Θ.1, Θ.2, Θ.8(1) (κκ), Δ.57, Δ.64,  στο άρθρο 23 και 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στους Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση της Ανδριάνας Παρασκευοπούλου η οποία εργάζεται στην εταιρεία Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd και είναι εξουσιοδοτημένη από τους Ενάγοντες - Αιτητές  να προβεί στην ένορκη δήλωση. Ως αναφέρει, στα πλαίσια της αγωγής, εκδόθηκε στις 21/10/09 απόφαση υπέρ των Εναγόντων - Αιτητών και εναντίον των Εναγόμενων 1 έως 3 για το ποσό των €129.295,55  πλέον τόκοι και έξοδα. Πρόσθετα, στις 25/06/10 εκδόθηκε απόφαση εναντίον των Εναγόμενων 4 για την εκποίηση της Υποθήκης Υ645/07 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Αμμοχώστου. Για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης, οι Ενάγοντες - Αιτητές προχώρησαν στη λήψη των πιο κάτω μέτρων:

 

i.        Στις 11/05/10 καταχωρήθηκε το MEMO με αρ. 190/10 επί ακίνητης περιουσίας της Εναγόμενης 3.

 

ii.        Στις 31/08/11 καταχωρήθηκε αίτηση για οικονομική εξέταση των Εναγόμενων 1 έως 3, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε στις 09/02/12 διάταγμα όπως ο Εναγόμενος 1 καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των €600 από 01/04/12 και στη συνέχεια το ποσό των €900 από 01/04/13 μέχρι εξοφλήσεως.

 

iii.        Εναντίον του Εναγόμενου 1 καταχωρήθηκε στις 21/02/13 η ποινική υπόθεση με αριθμό 2966/13 στο Ε.Δ. Λάρνακας για παράλειψη καταβολής των μηνιαίων δόσεων ως το διάταγμα ημερομηνίας 09/02/12, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε διάταγμα στις 04/04/13.

 

iv.        Στις 11/02/13 καταχωρήθηκε αίτηση για οικονομική εξέταση των Εναγόμενων 2 και 3, η οποία αποσύρθηκε άνευ βλάβης στις 23/04/13.

 

v.        Στις 25/09/20 καταχωρήθηκε το ένταλμα με αριθμό 099862 για την εκποίηση της κινητής περιουσίας των Εναγόμενων 1 έως 3.

 

vi.        Στις 25/09/20 καταχωρήθηκε αίτηση έρευνας σε σχέση με την Εναγόμενη 2, η οποία ήταν ορισμένη στις 20/06/22.

 

Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα οι λόγοι που οι Ενάγοντες - Αιτητές δεν προχώρησαν σε πρόσθετα μέτρα από το 2013 μέχρι και το 2020 είναι οι συνεχόμενες συγχωνεύσεις και αναδιοργανώσεις του Συνεργατικού Πιστωτικού Τομέα οι οποίες έγιναν κατόπιν ανάληψης δέσμευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι των Ευρωπαϊκών θεσμών και είχαν ως αποτέλεσμα τη συνεχή ανακατανομή του προσωπικού και δημιουργία νέων τμημάτων. Σχετικές με τις συνεχόμενες  συγχωνεύσεις είναι και οι ειδοποιήσεις μετονομασίας που καταχωρήθηκαν στον φάκελο του Δικαστηρίου ημερομηνίας 11/12/13, 24/08/2017 και 25/09/2020. Με την ανάληψη της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου των Εναγόντων - Αιτητών από την Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd ξεκίνησε ουσιαστική προσπάθεια λήψης μέτρων εκτέλεσης για όλες τις υποθέσεις στις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση, όμως λόγω του όγκου των υποθέσεων απαιτείται κάποιος χρόνος μέχρι να αξιολογηθούν και να δοθούν οδηγίες στους δικηγόρους. Πρόσθετα, λόγω των γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Κύπρο το 2013 (απομείωση καταθέσεων, βαθιά οικονομική κρίση) καθώς και της δύσκολης περιόδου που ακολούθησε, οι Ενάγοντες - Αιτητές έδωσαν πίστωση χρόνου στους χρεώστες για να μπορούν να ανταπεξέλθουν. Παράλληλα, οι χρεώστες γνώριζαν περί των οφειλών τους και ότι αυτές έπρεπε να εξοφληθούν.

 

Είναι η θέση της  ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα των Εναγόμενων 1 έως 3, οι οποίοι παραμένουν μέχρι και σήμερα εξ αποφάσεως οφειλέτες για το ποσό των €311.942,48 πλέον τόκοι μέχρι εξοφλήσεως. Αντίθετα, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στους Ενάγοντες - Αιτητές, οι οποίοι δεν θα μπορούν να προχωρήσουν με περαιτέρω μέτρα για είσπραξη του λαβείν τους και διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, τα οποία απορρέουν από μία καθόλα νομότυπη και εκτελεστή εκδοθείσα δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση που η αίτηση εγκριθεί, ως αναφέρει, οι Ενάγοντες - Αιτητές θα προχωρήσουν στα μέτρα τα οποία εξειδικεύει.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση 2 έχοντας λάβει γνώση της αίτησης, καταχώρησε ένσταση. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:

 

1.    Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και/ή άκυρη και/ή αντικανονική καθότι οι Αιτητές θα έπρεπε πριν την καταχώρηση της υπό κρίσης αίτησης να λάβουν διάταγμα με το οποίο να παρατείνεται η καταχώρηση της παρούσας για το λόγο ότι η εκτέλεση της υπό κρίση απόφασης έκπνευσε την 21/10/2019 και/ή 21/10/2021 και οι Αιτητές καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση την 16/06/2022.

 

2.    Το περιεχόμενο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει δεν στοιχειοθετεί και δεν θεμελιώνει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

3.     Η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και κατ' επέκταση η ανανέωση της απόφασης παραβιάζει τη συνταγματικά καταχωρημένη αρχή της δίκαιης δίκης η οποία περιλαμβάνει και καλύπτει και το στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης.

 

4.    Η πολυετής αδράνεια και αδιαφορία που έδειξαν οι Αιτητές σε σχέση με την ανανέωση της απόφασης είναι τέτοια που τους στερεί το δικαίωμα να προωθούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

5.    Η αίτηση υποβάλλεται κακόπιστα.

 

6.    Το αιτούμενο διάταγμα δεν είναι δίκαιο, ούτε ορθό να εγκριθεί.

 

7.    Η καταχώρηση της αίτησης συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος των Εναγόντων - Αιτητών για εκτέλεση της απόφασης μετά την παρέλευση της περιόδου που προβλέπεται από τους Θεσμούς.

 

8.    Οι Ενάγοντες - Αιτητές δεν καταδεικνύουν ειδικό λόγο δια τον οποίο να γίνει παρέκκλιση του γενικού κανόνα ότι μια απόφαση πρέπει να εκτελείται εντός περιόδου που προβλέπεται από τους Θεσμούς.

 

9.    Το εξ αποφάσεως χρέος δεν αφορά τους Αιτητές στην παρούσα διαδικασία και η απόφαση δεν έχει εκδοθεί υπέρ της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, αλλά υπέρ της ΣΠΕ Μακράσυκας.  Ως εκ τούτου η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ δεν νομιμοποιείται να καταχωρήσει και να πετύχει την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος εναντίον της Εναγόμενης 2 – Καθ’ ης η αίτηση 2 και/ή ουδέποτε επιδόθηκε στην Εναγόμενη 2 – Καθ’ ης η αίτηση 2 οιαδήποτε αίτηση μετονομασίας και/ή άλλως πως και σε κάθε περίπτωση οι Ενάγοντες οφείλαν να κοινοποιήσουν την αλλαγή αυτή στην Εναγόμενη 2 – Καθ’ ης η αίτηση 2 και/ή στους Εναγόμενους επιδίδοντας σε όλους ειδοποίησης αλλαγής του ονόματος.

 

10. Η αίτηση είναι παράτυπη καθότι έχει μετονομαστεί η ονομασία των Εναγόντων - Αιτητών και οι Ενάγοντες – Αιτητές παρέλειψαν να καταχωρήσουν σχετική ειδοποίηση.

 

Η ένσταση βασίζεται σε ένορκη δήλωση της  Αναστασίας Ττοφαλλή – Καθ΄ ης η αίτηση 2, η  οποία αναφέρει ότι  το υπόλοιπο που αναγράφεται στην κατάσταση λογαριασμού είναι πλασματικό και  διογκωμένο και υπάρχουν σ’ αυτό παράνομες και αντικανονικές χρεώσεις. Αναφέρει επίσης ότι από την έκδοση της απόφασης έχουν παρέλθει 13 χρόνια με αποτέλεσμα να έχει αλλάξει σημαντικά η οικονομική και προσωπική δυνατότητα και η κατάσταση της, συγκεκριμένα σήμερα είναι 74 ετών, διαμένει μόνη της  καθότι είναι χήρα και το μόνο εισόδημα που λαμβάνει είναι η σύνταξη της. Ισχυρίζεται ότι ουδέποτε η ίδια προσωπικά διαπραγματεύτηκε με τους Αιτητές για την διευθέτηση της παρούσας υπόθεσης και ουδέποτε οι Ενάγοντες την όχλησαν από το 2013. Περαιτέρω υποστηρίζει ότι οι αναφορές της ομνύουσας στην  παράγραφο 4 της  ένορκης δήλωσης της στερούνται λογικής και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν δικαιολογήσουν την αδράνεια που επέδειξαν οι Αιτητές και έρχονται σε σύγκρουση και με τα όσα αναφέρει η ομνύουσα στην παράγραφο 3, όπου φαίνεται ότι οι Ενάγοντες λάμβαναν μέτρα και το έτος 2013 ενώ οι Αιτητές γενικά και αόριστα αναφέρουν τις ενέργειες που θα λάβουν στην παράγραφο 7, χωρίς να εξηγούν γιατί τόσα χρόνια δεν είχαν προβεί στις εν λόγω ενέργειες.

 

Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι εναντίον της Εναγόμενης 2 εκκρεμεί  η αίτηση έρευνας ημερ. 06/10/2020.

 

 H ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των αγορεύσεων των συνηγόρων.

 

Η Διάταξη 40 Θ.8 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας επί της οποίας στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση, διαλαμβάνει αυτολεξεί τα ακόλουθα:

 

«8. Όταν παρέλθουν δώδεκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή. Και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι.» 

 

Σημειώνεται για λόγους πληρότητας πως αρχικά, ο συνολικός χρόνος της ισχύος μιας δικαστικής απόφασης για σκοπούς λήψης μέτρων εκτέλεσης, καθοριζόταν στα 6 έτη. Ακολούθως, με τη θέσπιση του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) (Αρ.1) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2011 στις 9/9/2011, ο χρόνος αυτός αυξήθηκε στα 10 έτη και πιο πρόσφατα με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2020, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 27/3/2020, ο χρόνος αυξήθηκε στα 12 έτη από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της Διαταγής που παραθέτω πιο πάνω η εκτέλεση μίας απόφασης μετά την παρέλευση δώδεκα ετών από την έκδοση της υπόκειται στην άδεια του Δικαστηρίου και ανάγεται στην διακριτική του ευχέρεια.

 

Όπως υποδεικνύεται και στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, (3η έκδοση, Τόμος 16), στην παράγραφο 9,  «the granting of leave is a matter of discretion, and the Court may refuse leave, or postpone it, or impose terms, or direct any necessary question to be tried first.».

 

Η Δ.40 Θ.8 διαλαμβάνει ρυθμίσεις παρόμοιες με αυτές της παλιάς αγγλικής διάταξης Ο.42 r.23 και επομένως το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει καθοδήγηση αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής της διάταξης από αγγλικές αποφάσεις  και συγγράμματα.     

 

Στο σύγγραμμα The Annual Practice (1958) αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελίδα 1020 σε σχέση με τα στοιχεία που πρέπει να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για άδεια εκτέλεσης  της απόφασης λόγω παρέλευσης έξι ετών από την έκδοσή της:

 

«application for leave to issue execution on a judgment more than six years old should be made to a Master in chambers ex parte, on an affidavit of facts by the party applying, or his solicitor, stating (1) the date of the judgment, amount of original judgment debt, and amount still remaining due; (2) showing that the applicant is entitled to execution, i.e. that there has been no change  of parties, or devolution of interest, or, if any such, the precise nature of it, and (3) showing causes of delay.  The Master will, however, generally direct a summons to issue».

 

Στην Duer v. Frazer (2001) 1 All ER 249, λέχθηκε ότι κάθε αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης πρέπει να κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών, αλλά, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη την εξήγηση που δίδεται από τον εξ αποφάσεως πιστωτή γιατί δεν προέβηκε σε μέτρα εκτέλεσης εντός της αρχικής περιόδου των έξι ετών ή εντός οποιασδήποτε περαιτέρω περιόδου, ή το λόγο της καθυστέρησης, μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου, στην καταχώρηση αίτησης για παράταση του χρόνου, καθώς και οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό υπέστη ο εξ αποφάσεως  πιστωτής από την καθυστέρηση, συμπεριλαμβανομένης, ιδιαίτερα, οποιασδήποτε αλλαγής έχει επέλθει στην κατάστασή του από την καθυστέρηση αυτή. 

 

Επίσης, στην υπόθεση W. T. Lamb & Sons v. Rider (1984) 2 All ER 402 τονίσθηκε ότι ο ενάγοντας οφείλει να δώσει στο Δικαστήριο μια ικανοποιητική εξήγηση για την αδράνεια του να προβεί σε μέτρα εκτέλεσης εντός της περιόδου των έξι ετών.

 

Στην πρόσφατη  υπόθεση  Ορφανίδη κ.ά. v. S & G. Securities and General Finance Ltd ΠολΈφ. 302/2013, ημερ. 8/4/2021 συνοψίστηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την εφαρμογή της Δ.40 θ.8 όπως προκύπτουν από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

«Η εμβέλεια της Δ.40 θ.8, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών,  επί της οποίας βασίζετο η αίτηση, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην πρόσφατη υπόθεση Σταυρινίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ECLI:CY:AD:2019:A11,Πολ.Έφ. Αρ. 367/12, ημερ. 17.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:A11κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αίτησης στη βάση της Δ.40 θ.8 ως εξής:

 

«Είναι επίσης θεμελιωμένο πως, είτε μονομερώς καταχωρηθεί η αίτηση είτε δια κλήσεως, ο αιτητής δέον να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δη στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση πρέπει να προσδιορίζεται η ημερομηνία και το αρχικό ποσό της απόφασης καθώς και το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο.   Περαιτέρω πρέπει να τεκμηριώνεται ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης.  Προσθέτως δέον να αιτιολογείται η καθυστέρηση και να διαφαίνεται πως δεν επηρεάζεται δυσμενώς ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης.  (ΒλBiochemie Rose Ltd κ.άνΤράπεζας Κύπρου ECLI:CY:AD:2018:A264,Πολ.Εφ. 11/2013, 1.6.2018).

 

Στη ΣΠΕ Κοντέας vMιχαήλ, (2012)1Β Α.Α.Δ.1604 αναφέρθησαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

"Η ίδια η Δ.40 Κ. 8 δεν απαριθμεί τα κριτήρια που το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη προτού ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να διατάξει την ανανέωση μιας απόφασης. Όμως όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι δικαιούται εκτέλεσης και το όλο πνεύμα της νομολογίας είναι ότι έχει ο αιτητής το βάρος απόδειξης. Επομένως η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το βάρος δεν πρέπει να είναι στον αιτητή για ανανέωση της απόφασης (εδώ τους εφεσείοντες) δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Στην υπόθεση Panaou vChristofi (1963) 2 C.L.R. 19, 23 γενικά με το θέμα εκτέλεσης μιας απόφασης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«The execution of a judgment is a matter under the Court's supervision and control, and cannot be allowed to be used for purposes of unnecessary oppression as the circumstances of the present case would seem to suggest, or, indeed, for any purpose, other than the proper satisfaction of the Court's judgment, under the Court's control."

 

Τα κριτήρια που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αναφέρονται σε αγγλικά συγγράμματα όπου ερμηνεύθηκε παρόμοια πρόνοια των αγγλικών θεσμών. (βλ. The Annual Practice 1958 σελ. 1019-1020). Θα πρέπει η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) Την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση.

 

Από αριθμό αγγλικών αποφάσεων (βλ. μεταξύ άλλων W.T.Lamb & Sons vRider [1948] 2 All E.R. 402, Good Challenger Nevugante SA vMetalexportimport SA [2003] Q.B. 471, Duer vFrazer (2001) 1 All E.R. 249 και Patel vSingh [2002] EWCA 1668) φαίνεται ότι ο κανόνας είναι ότι η διακριτική ευχέρεια πρέπει να είναι ενάντια της έγκρισης της αίτησης μετά την παρέλευση των 6 ετών (τώρα 10) εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης.

 

Στην υπόθεση Pater vSingh (πιο πάνω) λέχθηκε ότι προτού δοθεί άδεια για εκτέλεση μετά τα 6 χρόνια ο εξ αποφάσεως πιστωτής θα πρέπει να δώσει στο δικαστήριο ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση ενώ αντίθετα ο εξ αποφάσεως χρεώστης δεν έχει υποχρέωση να δείξει δυσμενή επηρεασμό εξαιτίας της καθυστέρησης. Με δεδομένο ότι μετά τα 6 χρόνια δεν επιτρέπεται εκτέλεση χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ο αιτητής υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις οι οποίες θέτουν την υπόθεση σε ασύνηθες πλαίσιο (take the case out of the ordinary) ούτως ώστε να είναι δίκαιο όπως δοθεί η άδεια για ανανέωση της απόφασης.

 

 

Στη δε Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.ά. (2012)1Β Α.Α.Δ. 1218 ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες/αιτητές θα έπρεπε να είχαν καταδείξει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, παρατηρώντας ότι «κάτι τέτοιο δεν επιβάλλει, ούτε δικαιολογεί τη Δ.40 θ.8 στην οποία αναγράφεται απλώς ότι ο αιτών διάδικος θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δικαιούται να εκτελέσει την υπέρ του απόφαση». 

 

Σε μεταγενέστερη υπόθεση Κτωρίδης ν. Alpha Bank Cyprus Ltd,πολ.εφ. 290/10, 19.6.2014αφού αναφέρθησαν και αναλύθησαν οι προηγούμενες αποφάσεις καθώς και αριθμός αγγλικών αυθεντιών, το Εφετείο κατέληξε πως «η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη (βλ. Westacre Investments Inc. v. Yugoimport SDPR [2008] EWHC 801 και Good Challenger Navegante SA v. Mineralexportimport SA [2004] 1 Lloyd΄s Rep. 67)».  Ως τέτοιος προσδιορισμός του δυσμενούς επηρεασμού θα πρέπει να θεωρείται πως ο εξ αποφάσεως πιστωτής αφήνει τον εξ αποφάσεως οφειλέτη να πιστεύει πως η απραξία του σημαίνει πως δεν πρόκειται να εκτελέσει.»

 

Η πιο πάνω νομική προσέγγιση υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Astrapi Commission Agents Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ.Εφ. Αρ. Ε107/13, ημερ. 21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:A50, στην οποία τονίστηκε επιπρόσθετα ότι το πιο καθοριστικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην υπόθεση  Ορφανίδη πιο πάνω, επικυρώθηκε ως ορθή η έγκριση αίτησης για άδεια εκτέλεσης απόφασης που είχε καταχωριστεί 22 έτη μετά την ημερομηνία έκδοσης απόφασης, αφού η απόφαση είχε εκδοθεί στις 29/11/1991 και η αίτηση για άδεια καταχωρίστηκε την 1/7/2013. Κρίθηκε ως αποφασιστικής σημασίας στοιχείο που συνηγορούσε υπέρ της έγκρισης του αιτήματος για άδεια εκτέλεσης το γεγονός της καταχώρισης memo επί της ακίνητης περιουσίας της εφεσείουσας που είχε λάβει χώρα μέσα στο έτος 1999 και της εκκρεμότητας του εντάλματος πώλησης της περιουσίας της εναγόμενης 2 στο Κτηματολόγιο, στα πλαίσια διαδικασίας άλλης αγωγής.

 

Στην υπόθεση Astrapi Commission Agents Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ πιο πάνω, οι εφεσείοντες είχαν, μεταξύ άλλων, εισηγηθεί πως η καθυστέρηση από μέρους των εφεσιβλήτων στην προώθηση αίτησης για λήψη άδειας εκτέλεσης σε συνδυασμό με την μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών τους περιστάσεων καταδείκνυαν την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού και θα έπρεπε να οδηγήσουν σε απόρριψη της αίτησης. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό στη βάση του εξής σκεπτικού:

 

«Όπως έχει ήδη λεχθεί, ως απόσταγμα της σχετικής νομολογίας, το κρίσιμο στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και το πιο καθοριστικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη. Ήταν επί του προκειμένου η εισήγηση των Εφεσειόντων, επικαλούμενοι αδράνεια της Εφεσίβλητης, ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος τους έθεσε σε δυσμενή οικονομική θέση και σε αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών τους περιστάσεων και δεδομένων. Προεκτείνοντας, έθεσαν ότι ενώ στο παρελθόν είχαν την οικονομική δυνατότητα προς εξόφληση, τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται πλέον, λόγω ακριβώς της μεταβολής των οικονομικών τους συνθηκών. Είναι ανεδαφική αυτή η προσέγγιση, δεδομένης της υποχρέωσης που είχαν οι Εφεσείοντες να εξοφλήσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους και δη υπό το φως των δυνατοτήτων που, όπως παραδέχονται, είχαν, προτού οι οικονομικές τους συνθήκες, κατ΄ ισχυρισμό, μεταβληθούν. Πολύ περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι κατ΄ επανάληψη, όπως παρέμεινε τελικά αδιαμφισβήτητο, ζήτησαν χρόνο προς διευθέτηση της εξ αποφάσεως  οφειλής»

 

Η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης μετά την παρέλευση του χρόνου της ισχύος της  δεν αποτελεί δικαίωμα του εξ αποφάσεως πιστωτή και ο τελευταίος οφείλει να δώσει εξηγήσεις, στην απουσία ειδικών περιστάσεων, για το λόγο της καθυστέρησης.   Όμως όπως υποδείχθηκε στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Ευσταθίου κ.α.,Πολ.Εφ.47/13,ημερ.10.6.2019: 

 

«Eν προκειμένω υπεισέρχεται και η κυπριακή πραγματικότητα με τις δυσχέρειες εκτέλεσης και τις συνεπαγόμενες μεγάλες καθυστερήσεις, η οποία δεν πρέπει να παραβλέπεται με μηχανιστική μεταφορά της αγγλικής νομολογίας.

 

Ο περιορισμός που θέτει η Δ.40 κ.8 δεν είναι μηχανιστικός ή τυπολατρικός.  Αποβλέπει στην ουσία και η ουσία έγκειται στην άσκηση εποπτείας και ελέγχου από το δικαστήριο προς αποτροπή καταχρηστικής ή άδικης συμπεριφοράς εκ μέρους του εξ αποφάσεως δανειστή.» 

 

Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που παρέθεσα πιο πάνω στα γεγονότα της υπό κρίση αίτησης και έχοντας εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών παρατηρώ τα εξής: Προκύπτει ότι η Αιτήτρια έχει στοιχειοθετήσει με βάση την ένορκη της δήλωση την ημερομηνία  έκδοσης της απόφασης, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο σήμερα ποσό. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η αίτηση ότι το ποσό είναι πλασματικό κρίνω ότι αυτός δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία, αφενός γιατί τέθηκε χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση και αφετέρου γιατί το θέμα ορθού υπολογισμού μπορεί να εγερθεί κατά την εκτέλεση της απόφασης. Βρίσκω, επιπλέον, ότι οι Ενάγοντες  δικαιούνται στην εκτέλεση της απόφασης. Η  αλλαγή και μετονομασία του ονόματος των Εναγόντων - Αιτητών, προκύπτει μέσα από τις σχετικές ειδοποιήσεις μετονομασίας (ημερομηνίας 11/12/2013, 24/08/2017 και 25/09/2020) που καταχωρήθηκαν στο φάκελο της υπόθεσης. Όσον δε αφορά το παράπονο της Καθ' ης η αίτηση ότι δεν ειδοποιήθηκε για τη μετονομασία των Αιτητών και την εισήγηση της ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να ζητά το διάταγμα, κρίνω ότι δεν ευσταθούν. Η απλή αλλαγή ονόματος δεν αλλοίωσε την υπόσταση της Αιτήτριας ως διαδίκου ούτε και το δικαίωμα των Εναγόντων προς εκτέλεση και είσπραξη, νοουμένου ότι εντός του φακέλου καταχωρήθηκαν οι σχετικές ειδοποιήσεις μετονομασίας (Βλ. Σταυρινίδης ν Τράπεζα Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ. 367/2012, ημερ. 17/1/19), ECLI:CY:AD:2019:A11.

 

Ερχόμενη στο ουσιαστικό ερώτημα κατά πόσο οι Ενάγοντες υπέδειξαν αδράνεια σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργείται η εντύπωση ότι εγκατέλειψαν την οποιαδήποτε πρόθεση να προχωρήσουν με μέτρα εκτέλεσης  αναφέρω ότι με βάση τα μέτρα τα οποία προώθησαν κατά τα έτη 2010, 2011, 2013 και 2020 τα οποία προκύπτουν από την  ένορκη δήλωση στην αίτηση και δεν έχουν αμφισβητηθεί δεν έχω διαπιστώσει θέμα αδράνειας.  Με βάση δε τα όσα αναφέρουν στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης  οι Αιτητές παρέχουν επαρκή εξήγηση γιατί δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε πρόσθετα μέτρα. Δεν μπορούν να αγνοηθούν οι συνεχόμενες συγχωνεύσεις και αναδιοργανώσεις του Συνεργατικού Πιστωτικού Τομέα στην Κύπρο με τις επακόλουθες επιπλοκές στη διαχείριση των δικαστικών υποθέσεων οι οποίες, σημειωτέον, δεν αμφισβητήθηκαν από την Καθ΄ ης η αίτηση.  

 

Αναφορικά με το θέμα του κατά πόσον προκύπτει δυσμενής επηρεασμός των Εναγόμενων και ειδικότερα  της Εναγόμενης 2 - Καθ’ ης η αίτηση, η οποία επικαλείται αλλαγή στις οικονομικές της συνθήκες, θα πρέπει να λεχθεί ότι ήταν και παραμένει δεδομένη η υποχρέωση τους να εξοφλήσουν το εξ’ αποφάσεως χρέος. Με βάση δε τα λεχθέντα στην Astrapi Commission Agents Ltd (πιο πάνω) είναι ανεδαφική η επίκληση δυσμενέστερης οικονομικής θέσης λόγω της παρέλευσης χρόνου, δεδομένης της υποχρέωσης που είχαν οι Ενάγοντες να εξοφλήσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους. Προσθέτω στο σημείο αυτό ότι από τα ενώπιον μου γεγονότα προκύπτει ότι οι Ενάγοντες - Αιτητές ουδέποτε τους έδωσαν την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να εκτελέσουν την δικαστική απόφαση. Τούτου λεχθέντος θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η όποια, πλέον, οικονομική δυσχέρεια  της Καθ’ ης η αίτηση 2 να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της θα διαπιστωθεί ευχερέστερα μέσω της διαδικασίας  οικονομικής της εξέτασης.

 

Πέραν των πιο πάνω, παρατηρώ πως σε κανένα σημείο της ένστασης δεν προβάλλεται ευθέως ισχυρισμός περί δυσμενούς επηρεασμού της Καθ' ης η αίτηση 2, λόγω της καθυστέρησης στην εκτέλεση της απόφασης εναντίον της. Κατ΄ ακρίβεια δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία να τίθεται θέμα δυσμενούς επηρεασμού.

 

Τέλος, σε σχέση με το λόγο ένστασης για ακυρότητα της αίτησης επειδή δεν προηγήθηκε αίτηση για παράταση καταχώρησης της λόγω του ότι η ισχύς της απόφασης είχε ήδη λήξει σημειώνω ότι με βάση το λεκτικό της πιο πάνω Διαταγής δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση αφού δεν καθορίζεται χρονικό πλαίσιο υποβολής της αίτησης για άδεια εκτέλεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια καταλήγω πως είναι ορθό και δίκαιο η αίτηση να εγκριθεί. Εκδίδω συνεπώς διάταγμα ως η αίτηση σε σχέση με τους Καθ΄ ων η αίτηση 1, 3 και 4 για 12 χρόνια από σήμερα. Σε σχέση με την Καθ' ης η αίτηση  2 δίδεται άδεια εκτέλεσης για  περιορισμένο χρόνο, συγκεκριμένα 3 χρόνια από σήμερα.  Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον της Καθ' ης η αίτηση 2 ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 

 

 

(Υπ.):  …………………….

Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο