SHAHIN SABIH ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα ABDULLA SHAHIN ν. MUNAWAR ZUBI, Αρ. Αγωγής: 595/14, 31/8/2023
print
Τίτλος:
SHAHIN SABIH ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα ABDULLA SHAHIN ν. MUNAWAR ZUBI, Αρ. Αγωγής: 595/14, 31/8/2023

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον:  Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

                                                                                    Αρ. Αγωγής: 595/14

 

Μεταξύ:

 

ΑΝΤΩΝΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ και ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος ABDULLA SHAHIN  

Ενάγοντες

-και-

 

MUNAWAR ZUBI

Εναγόμενης

 

Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/02/2022 

 

Μεταξύ:

 

SHAHIN SABIH  ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα ABDULLA SHAHIN

                                                                                                                        Ενάγοντα

-και-

 

MUNAWAR ZUBI

                                                                                                            Εναγόμενης  

 

Αίτηση ημερομηνίας 27/4/23 για αναστολή εκτέλεσης απόφασης

 

Ημερομηνία: 01 Σεπτεμβρίου, 2023

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα - Αιτητή: κα Έ. Δημητρίου για Μιχαλάκη, Πιτσιλλίδου & Σία ΔΕΠΕ

Για την Εναγόμενη  – Καθ΄ ης η αίτηση: κα Α. Κλαΐδη για TTC Temple Court Chambers  

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μετά από ακροαματική διαδικασία η αγωγή του Ενάγοντα (εφεξής ο αιτητής) απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης. Mε αυτή την αίτηση ο αιτητής ζητά Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 24/02/2023  μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης που έχει καταχωρήσει.

 

Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.59 Θ36, Δ.40 Θ11, Δ.44 Θ.8 (1) (ιι) (ee) , Θ.2,3,4-8 Δ.35 Θ8 και 18, στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρο 47, στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και εκτίμηση) Νόμος και στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση στηρίζεται στην  ένορκη δήλωση του SHAHIN SABIH ο οποίος είναι ο Ενάγοντας υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα ABDULLA SHAHIN στην Αγωγή. Ως αναφέρει, προβαίνει  στην  ένορκη δήλωση εξ’ όσων κάλλιο γνωρίζει ενώ για όσα θέματα άπτονται νομικών θεμάτων έχει λάβει συμβουλή από τους δικηγόρους του. Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα  κατά ή περί την 24/02/2023 εκδόθηκε εναντίον του, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας, απορριπτική απόφαση στην παρούσα υπόθεση. Αντίγραφο της απόφασης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α. Με βάση την απόφαση απορρίφθηκε το αιτητικό της Αγωγής και καταδικάστηκε στα έξοδα της διαδικασίας. Τα έξοδα υπολογίσθηκαν από το Πρωτοκολλητείο και ανέρχονται πέραν των €15.000 συνυπολογίζοντας τους τόκους και το Φ.Π.Α. Αντίγραφο του διατάγματος επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Β. Κατά ή περί την 06/04/2023 η υπό Τεκμήριο Α απόφαση εφεσιβλήθηκε ως φαίνεται στο επισυνημμένο πιστό αντίγραφο Εφέσεως με αριθμό 94/2023, Τεκμήριο Γ. Υπάρχει δε σοβαρή περίπτωση να ανατραπεί η απόφαση αυτή, με αποτέλεσμα η υπόθεση να ακουστεί εκ νέου ή να ανατραπεί. Είναι η θέση του, πως αν επιτραπεί η εκτέλεση της απόφασης αναφορικά με τα έξοδα, αν αργότερα η απόφαση ανατραπεί, θα είναι αδύνατον για τον ίδιο να αποζημιωθεί αφού η Εναγόμενη δεν έχει τη μόνιμη διαμονή της στη Κύπρο και ούτε έχει περιουσία. Περαιτέρω, εξαιτίας του ότι δεν λαμβάνει εισοδήματα ούτε κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία, η Καθ’ ης η Αίτηση είναι σίγουρο πως θα προχωρήσει με πτωχευτική διαδικασία εναντίον του με αποτέλεσμα  να παραλύσει οικονομικά και να μην μπορεί να ασκεί οποιεσδήποτε πράξεις ενώ το αποτέλεσμα της Έφεσης που ενδέχεται να ανατρέψει την απόφαση αυτή θα εκκρεμεί. Εάν η Έφεση επιτύχει και στο μεταξύ η απόφαση αναφορικά με τα έξοδα εκτελεστεί, τότε το Εφετείο δεν θα έχει τη δυνατότητα να διατάξει την επιστροφή του ποσού ή την ακύρωση των μέτρων εκτέλεσης εναντίον του. Το μόνο που θα μπορεί να πράξει είναι να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση οπόταν και θα χρειαστούν ενδεχόμενες νέες διαδικασίες οι οποίες θα είναι χρονοβόρες και το αποτέλεσμα τους δεν θα μπορεί να προδικαστεί. Τούτο θα τον καθηλώσει  οικονομικά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταπεξέλθει. Ως έχει πάρει νομική συμβουλή, δημιουργούνται τεράστιες περιπλοκές οι οποίες είναι επιθυμητό και δίκαιο να αποφευχθούν. Εάν εκτελεσθεί η απόφαση ο ίδιος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία ως πτωχεύσας και υπάρχει δυνατότητα να εξαθλιωθεί οικονομικά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανακάμψει ποτέ. Προσθέτει ότι η Έφεση καθίσταται αναποτελεσματική ή άνευ αντικειμένου εάν δεν ανασταλεί η απόφαση.

 

Είναι η θέση του ότι συντρέχουν  οι ειδικές περιστάσεις για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης αφού αν εκτελεστεί η απόφαση σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης, ο ίδιος  δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί για την οικονομική κατάσταση στην οποία θα έχει περιέλθει μέχρι τότε.

 

Επιπρόσθετα, εισηγείται ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας της Έφεσης, παράγοντας που θα ληφθεί υπόψιν κατά την έκδοση του διατάγματος. Καμία ζημία που δεν αποτιμάται σε χρήμα δεν πρόκειται να υποστεί η Εναγόμενη από τη μη πληρωμή των εξόδων εν αντιθέσει με τον ίδιο που μπορεί να καταλήξει πτωχεύσας. Ως αναφέρει, υπάρχουν ειδικές περιστάσεις και το θέμα είναι κατεπείγον αφού γνωρίζει πως ήδη η Καθ’ ης η Αίτηση έχει εκκινήσει διαδικασίες ώστε να τον καταστήσει πτωχεύσαντα. Είναι έτοιμος να συμμορφωθεί με οιουσδήποτε όρους αναστολής το Δικαστήριο ήθελε θέσει.

 

Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς.

 

Οι συγκεκριμένοι λόγοι της Ενστάσεως είναι αυτούσιοι οι ακόλουθοι:

 

1.    Η υπό εξέταση αίτηση είναι κατά τον τύπο, την δικονομία και τον Νόμο αβάσιμη, παράτυπη, λανθασμένη και αντικανονική.

 

2.     Το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της αίτησης δεν δικαιολογεί την παραχώρηση της αιτούμενης θεραπείας.

 

3.    Ο Αιτητής προωθεί την παρούσα αίτηση καταχρηστικά και για αλλότριους σκοπούς στοχεύοντας στο να αποφύγει να καταβάλει το εξ’αποφάσεως χρέος και τα δικηγορικά έξοδα που έχουν επιδικασθεί εναντίον του.

 

4.    Ο Αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι έχει καλή πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, αντίθετα η καταχωρηθείσα έφεση δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας.

 

5.    Ο Αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν αναστολή εκτέλεσης της εκδοθείσας απόφασης με Μονομερή Αίτηση και/ή αλλιώς δεν συντρέχουν ικανοποιητικοί και επαρκείς λόγοι για την έκδοση διατάγματος αναστολής, το οποίο αποτελεί δικαιοδοτικό μέτρο εξαιρετικό της διαδικασίας.

 

6.    Ο Αιτητής δεν έχει αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν αναστολή εκτέλεσης της εκδοθείσας απόφασης και/ή αλλιώς (special grounds) που να δικαιολογούν τη δυνατότητα παρέκκλισης από την αρχή της εκτελεστότητας δικαστικής απόφασης και/ή την κατ' εξαίρεση χορήγηση αναστολής εκτέλεσης.

 

7.    Ο Αιτητής δεν παρουσίασε καλό λόγο και/ή οποιονδήποτε λόγο ο οποίος να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης και ειδικότερα με Μονομερή Αίτηση.

 

8.    Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ως αυτές καθορίζονται στη Δ.35 Θ.18 και τη σχετική νομολογία επί του θέματος.

 

9.    Τα γεγονότα και περιστατικά της παρούσας Αίτησης δεν αιτιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Διαταγής 35 Θ.18 και η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι ελλιπής και δεν παρουσιάζει οποιανδήποτε αιτιολογία.

 

10. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και/ή η Νομολογία και/ή δεν δικαιολογείται η έκδοση Διατάγματος για αναστολή εκτέλεσης της επίδικης δικαστικής απόφασης.

 

11.  Η υπό εξέταση αίτηση είναι κακόπιστη και καταχρηστική και/ή αλλιώς προωθείται καταχρηστικά και/ή στοχεύει στην παρακώλυση της διαδικασίας εκτέλεσης δικαστικής απόφασης και/ή σκοπεί στο να καθυστερήσει και/ή να καταστήσει ατελέσφορη την περαιτέρω και/ή εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή. 

 

12.  Η υπό εξέταση αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και είναι κακόπιστη και αντιβαίνει στην αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας (interest republicae ut sit finis litium).

 

13. Η υπό εξέταση αίτηση, σκοπό έχει να πλήξει τα συμφέροντα της Καθ' ης η Αίτηση, η οποία ήταν ο επιτυχών διάδικος εις την ως άνω αριθμό και τίτλον αγωγή.

 

14. Ο Αιτητής καταχώρησε και/ή προωθεί την ρηθείσα αίτηση καταχρηστικά και/ή κακόπιστα στοχεύοντας στην παρακώλυση της διαδικασίας λήψης του λαβείν σύμφωνα με την υπέρ της τελεσίδικη Απόφαση και των δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση.

 

15. Ο Αιτητής οφείλει να καταβάλει τα πρωτόδικα έξοδα στην Καθ' ης η Αίτηση, ως έχουν επιδικαστεί εις βάρος του και σε περίπτωση που θεωρηθεί αναγκαίο από το Σεβαστό Δικαστήριο υπό την προϋπόθεση και γραπτή διαβεβαίωση των δικηγόρων της Καθ' ης η Αίτηση, ότι εις περίπτωση ακύρωσης του επιδικασμού των πρωτόδικων εξόδων, αυτά θα επιστραφούν στον Αιτητή. Η καταβολή των δικηγορικών εξόδων θα πρέπει να εξαιρεθούν της οιασδήποτε τυχόν αναστολής.

 

16.  Ουδεμία ανεπανόρθωτη ζημιά αποδεικνύει ο Αιτητής ότι θα υποστεί σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, αντιθέτως δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις διά την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αναστολής.

 

17. Ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει και να παραθέσει οποιεσδήποτε και/ή επαρκείς λεπτομέρειες για τον ισχυρισμό του αναφορικά με την επιτυχία της καταχωρηθείσας έφεσης.

 

18. Ο Αιτητής δεν κατέδειξε ανεπανόρθωτη ζημιά, ως προτάσσει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

19. Η υπό εξέταση αίτηση είναι κακόπιστη και εκδικητική και/ή αλλιώς καταχωρήθηκε μόνο μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας που προωθεί η Καθ’ης η αίτηση εναντίον του. Η καταχώρηση Ειδοποίησης Πτώχευσης και Αίτηση Πτώχευσης δεν συνιστά μέτρο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, ως ισχυρίζεται ο Αιτητής. 

 

20. Η καταχωρηθείσα Έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης, ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης, η οποία παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή από το Εφετείο.

 

21. Η αίτηση είναι καταχρηστική και υπέρ της απόρριψης της ρηθείσας αίτησης, συνηγορεί ως γεγονός ότι ο Αιτητής δεν προσφέρει οποιανδήποτε μορφή εγγύησης προς εξασφάλιση του λαβείν της Καθ' ης η Αίτηση σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε διατάξει αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης υπό όρους.

 

Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση εκτίθενται στην Ένορκη Δήλωση του Ανδρέα Θ. Γιάγκου, ο οποίος, ως αναφέρει είναι δικηγόρος στο Δικηγορικό Γραφείο Temple Court Chambers και γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο της υπόθεσης και από πληροφορίες που συγκέντρωσε από την Καθ’ ης η αίτηση. Είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την Καθ’ ης η αίτηση να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της. Η  Καθ’ ης η αίτηση  διαμένει μόνιμα  στο Ισραήλ και ως εκ τούτου δεν κατέστη δυνατό να προβεί η ίδια σε υπογραφή Ένορκης Δήλωσης προς υποστήριξη της  ένστασης. Αναφορικά με την παρούσα υπόθεση, αναφέρει ότι η πηγή της γνώσης του προέρχεται από προσωπική του εμπλοκή  και από τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του, τα οποία δόθηκαν από την Καθ’ ης η αίτηση. Στις περιπτώσεις που δεν έχει γνώση, αναφέρει την πηγή της πληροφόρησης του. Για όλα τα νομικά θέματα βεβαιώνει ότι είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος στην Κύπρο  και ασκεί το επάγγελμα. 

 

Ως αναφέρει, ο αιτητής, δικαίως και αληθώς οφείλει στην Καθ’ ης η αίτηση το ποσό των €12.630,00 έξοδα της αγωγής και της Ανταπαίτησης, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων συντάξεως της απόφασης, με τόκο προς 5,5% ετησίως επί του ποσού των €12.526 από 27/02/2014 μέχρι 31/12/2014 και με τόκο προς 4% ετησίως από 01/01/2015 μέχρι 31/12/2016 και με τόκο προς 3,5% ετησίως από 01/01/2017 μέχρι 31/12/2018 και με τόκο προς 2% ετησίως από 01/01/2019 μέχρι 31/12/2022 και με τόκο προς 2,5% ετησίως από 01/01/2023 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον ΦΠΑ επί του ποσού €12.388, όπως αυτά υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο και επιδικάστηκαν εναντίον του ως άνω Οφειλέτη από το Δικαστήριο, δυνάμει απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο ‘Α’ Πιστό Αντίγραφο της ως άνω απόφασης ημερομηνίας 24/02/2023. Ο αιτητής μέχρι σήμερα ουδέν ποσόν κατέβαλε και εξακολουθεί να οφείλει ολόκληρο το ποσόν της απόφασης.

 

Επιπρόσθετα είναι η θέση του ότι η υπό κρίση αίτηση δεν υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση, αφού η ένορκη δήλωση του αιτητή υπογράφηκε προγενέστερα της καταχωρηθείσας αίτησης, δηλαδή τρεις (3) ημέρες πριν την καταχώρηση.

 

Περαιτέρω, αρνείται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 5, 6, 7, 8 και 9 της ένορκης δήλωσης του αιτητή και αναφέρει ότι οι λόγοι που επικαλείται ο αιτητής δεν ευσταθούν. Ο αιτητής απέτυχε να παραθέσει επαρκείς λεπτομέρειες για τον ισχυρισμό του αναφορικά με την επιτυχία της Έφεσης του καθώς παραλείπει να εξηγήσει για ποιους λόγους πιστεύει ότι έχει καλή υπόθεση για επιτυχία της Έφεσης. Όπως διαπιστώνεται από την παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης, ο αιτητής περιορίζεται να αναφέρει γενικά και αόριστα ότι πιστεύει ότι θα ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση. Χωρίς επηρεασμό των ως άνω, επισημαίνει ότι η καταχώρηση Έφεσης δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης, ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης, αναστολή μπορεί να εγκριθεί στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο, δυνάμει των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και την Νομολογία. Επίσης, πρέπει να υπάρχουν ειδικές περιστάσεις, ώστε να δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας της καταχωρηθείσας Έφεσης, δεν δίνονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ή νομικά επιχειρήματα, ώστε να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο περί προοπτικής επιτυχίας της Έφεσης. Χωρίς επηρεασμό των ως άνω, ο παράγοντας αυτός δεν είναι αποφασιστικής σημασίας και τούτο γιατί εάν το Δικαστήριο υπεισέλθει στην ουσία της Έφεσης, διατρέχει τον κίνδυνο να καταστεί Εφετείο του εαυτού του και να υπερβεί την εξουσία του υποκαθιστώντας το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

 

Εισηγείται ο ενόρκως δηλών ότι ο αιτητής σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του, ισχυρίζεται ότι η απόφαση θα πρέπει να ανασταλεί, για να αποφευχθούν οι διαδικασίες πληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους και των δικηγορικών εξόδων, χωρίς όμως να εξηγεί το λόγο γιατί δεν είναι διατεθειμένος να παρέχει οποιαδήποτε εγγύηση ή αλλιώς να καταβάλει ολόκληρο το εξ’ αποφάσεως χρέος και τα δικηγορικά έξοδα στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος.

 

Επιπρόσθετα, αρνείται το περιεχόμενο της παραγράφου 7 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση  και εισηγείται ότι καμία σχέση έχει η έναρξη Πτωχευτικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή, δηλαδή η καταχώρηση Ειδοποίησης και Αίτησης Πτώχευσης, δεν αποτελούν ικανούς  λόγους  για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Στην παρούσα αίτηση, είναι η εισήγηση του ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί το αίτημα του αιτητή για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και η ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως διαπιστώνεται από το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης του αιτητή στην αίτηση, έχει περιοριστεί μόνο να αναφέρει, ότι υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας της Έφεσης. Αναφορικά με αυτό το θέμα, η προοπτική επιτυχίας της Έφεσης, είναι οριακής σημασίας και δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την επιτυχία της υπό εξέταση αίτησης αναστολής. Χωρίς επηρεασμό των ως άνω, δεν είναι αντιληπτό που ακριβώς στηρίζει ο αιτητής, ότι θα πετύχει η Έφεση του.

 

Αναφέρει επίσης ότι το βασικό ζήτημα που επικαλείται ο αιτητής στην Ένορκη Δήλωση που υπογράφθηκε προγενέστερα της καταχωρηθείσας υπό κρίσης αίτησης, είναι εάν καταβληθεί στην Καθ’ ης η αίτηση το ποσόν της εκδοθείσας απόφασης θα είναι άγνωστο και αβέβαιο το ενδεχόμενο επιστροφής σε περίπτωση επιτυχίας της καταχωρηθείσας Έφεσης του. Ο αιτητής όμως, παραλείπει να αναφέρει, ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι πρόσωπο με τεράστια περιουσιακά στοιχεία και ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας στην Επαρχία Λάρνακας και εν πάση περιπτώσει ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο και σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης θα είναι σε θέση να επιστρέψει στον αιτητή κάθε ποσό που θα της έχει καταβληθεί. Επίσης, η Καθ’ ης η αίτηση διαθέτει οικονομικούς πόρους και σε περίπτωση που το Εφετείο θα την καταδικάσει με επιπρόσθετα έξοδα, δηλαδή για παράδειγμα τα έξοδα της Έφεσης, η τελευταία διαθέτει την οικονομική ευχέρεια να καταβάλει τέτοια ποσά.

 

H ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των αγορεύσεων των συνηγόρων.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Από τη νομική πτυχή που αναφέρεται, τόσο επί της Αιτήσεως, όσο και επί της Ενστάσεως, προκύπτει ότι η δικονομική διαταγή που τυγχάνει εφαρμογής στην υπό εξέταση αίτηση, είναι η Δ.35 Θ. 18, η οποία και αναφέρει τα ακόλουθα :

 

«An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from the direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given»

 

Προκύπτει, συνεπώς, ότι η έκδοση σχετικού διατάγματος ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου. Θεμελιακή επί του προκείμενου είναι η απόφαση  Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

 

«Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου».

 

Οι πιο πάνω αρχές επαναδιατυπώθηκαν σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ 1978.

 

Η ουσία των σχετικών νομολογιακών αρχών συνοψίσθηκε στην απόφαση Βογαζιανός v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 591, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

 

"Το ορθό κριτήριο για την παροχή δικαστικής αναστολής έγκειται στην εξισορρόπηση δύο παραγόντων. Πρώτον, της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε. Και, δεύτερον, την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς κανένα αντίκρυσμα.»

 

Το πλαίσιο της πιο πάνω στάθμισης έχει επεξηγηθεί την σχετικά πρόσφατη απόφαση Χ''Ιωάννου v. Gordian Holdings Limited, ECLI:CY:AD:2020:A298, Πολιτική Έφεση 273/2019, ημερομηνίας 8.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:A298, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«δεν είναι η προοπτική του επιτυχόντα διάδικου να εισπράξει το ποσό της απόφασης που εξισορροπείται με το ενδεχόμενο να μην μπορέσει ο αποτυχών διάδικος να επανακτήσει το ποσό που θα πληρώσει αν η εκτέλεση της απόφασης δεν ανασταλεί.  Είναι η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή η ικανοποίηση του επιτυχόντα διαδίκου τώρα και όχι στο μέλλον.  Η πληρωμή του ποσού της απόφασης στο Δικαστήριο ή η παροχή άλλης εξασφάλισης μπορεί να τεθεί ως όρος από το Δικαστήριο για την χορήγηση της αναστολής.»

 

Στην πιο πάνω απόφαση τονίστηκε ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η προοπτική επιστροφής του μεγάλου ποσού της απόφασης στον Εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, στη βάση της οικονομικής δυνατότητας της Εφεσίβλητης, στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί. Σε σχέση δε με το βάρος απόδειξης του πιο πάνω ζητήματος το Εφετείο, με παραπομπή στην απόφαση National Industrial Credit Bank Ltd v. Aquinas Francis Wasike and Others, Civil Application No.238/2005 του Εφετείου της Ναϊρόμπι της Κένυας, υπέδειξε πως όταν ο εξ αποφάσεως οφειλέτης προβάλει ένα λογικό φόβο ότι ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν θα μπορέσει να πληρώσει πίσω το ποσό της απόφασης, το μαρτυρικό βάρος απόδειξης πρέπει τότε να μεταφέρεται στον τελευταίο να καταδείξει τι πόρους έχει, εφόσον το ζήτημα βρίσκεται στη δική του αποκλειστική γνώση.

 

Σ΄ όσον αφορά την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης  αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, σελ. 272, παραγρ. 455 όπου αναφέρει τα εξής:

 

«As a rule, a stay of execution as to costs pending an appeal is not granted when the respondent's solicitor undertakes to repay the costs paid to him if the applicant is successful on the appeal but this practice is not invariable.»

 

Στο Annual Practice 1958 στη σελίδα 1698 στην παράγραφο με τον τίτλο "Terms on which a stay is ordered" αναφέρονται τα εξής:

 

«Terms on which a stay is ordered - These are in the discretion of the Court, but in regard to the payment of costs under the judgment or order appealed from they are usually that the costs shall be paid to the solicitor on the other side on his personal undertaking to return them if the appeal is successful (Grant v. Banque Franco-Egyptienne (1878) 3 C. P. D. 202; Hood-Barrs v. Crossman, (1897) A.C. 172; Swyny v. Hardland (1894) 1 Q.B. per Lopes, L.J. at p.709).»

 

Η  υπόθεση Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (πιο πάνω) είναι επίσης διαφωτιστική σε σχέση με το θέμα καταβολής των εξόδων από αποτυχόντα διάδικο :  

 

«Καθόσον αφορά το ζήτημα της μη συμπερίληψης στους όρους αναστολής της καταβολής των εξόδων που έχουν επιδικαστεί υπέρ του εφεσείοντα, είναι γεγονός ότι η πρακτική που ακολουθούν τα Επαρχιακά Δικαστήρια σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι ανάλογη προς ό,τι εφαρμόζεται στην Αγγλία πάνω στο ίδιο θέμα. Βλ. Annual Practice 1956, Ord. 58 r.16. Ο αποτυχών διάδικος καταβάλλει τα έξοδα που το δικαστήριο επιδίκασε εναντίον του και ο δικηγόρος που εισπράττει το ποσό, αναλαμβάνει ρητή υποχρέωση συμμόρφωσης με οποιαδήποτε οδηγία ή διαταγή του Εφετείου αναφορικά με τα έξοδα στα πλαίσια εκδίκασης της έφεσης. Δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη οποιουδήποτε αποχρώντος λόγου γιατί να μην τηρήσει το πρωτόδικο δικαστήριο αυτή την πρακτική και στην παρούσα περίπτωση.»

 

Προχωρώντας στην εδώ εξέταση των σχετικών παραγόντων το μόνο το οποίο μπορεί να λεχθεί, είναι, ότι, είναι αδύνατο να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα σε ότι αφορά την έκβαση της Έφεσης. Δεν πρόκειται για περίπτωση που βοά, έτσι ώστε να είναι πρόδηλο στον καθένα ότι η Έφεση οπωσδήποτε θα πετύχει. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση, θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου αυτός ο παράγοντας, ιδιαίτερα ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως είναι το παρόν Δικαστήριο. Αλλιώς θα μετατρεπόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε Εφετείο, είτε του εαυτού του είτε άλλου πρωτόδικου Δικαστηρίου υπό άλλη σύνθεση. Σημειώνω ότι στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση δεν γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη επεξήγηση του γιατί ο αιτητής θεωρεί βέβαιη την επιτυχία της Έφεσης. Σε ότι αφορά τώρα τον παράγοντα που άπτεται της αποτελεσματικής διασφάλισης του δικαιώματος έφεσης, αβίαστα, καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι, ο αιτητής - αποτυγχάνοντας να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο επωμίζεται - σε καμία περίπτωση δεν έχει παραθέσει στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι, αυτό του το δικαίωμα θα πληγεί εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η περί τούτου θέση του αιτητή, συναρτήθηκε με ισχυρισμό περί αφερεγγυότητας της καθ΄ ης η αίτηση. Σύμφωνα με τη θέση του η τελευταία δεν διαμένει  μόνιμα στην Κύπρο και δεν έχει περιουσία. Η καθ’ ης η αίτηση έχει αντικρούσει τον πιο πάνω ισχυρισμό αναφέροντας ότι είναι φερέγγυα και ότι είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας στην επαρχία Λάρνακας και σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης του αιτητή θα έχει την οικονομική ευχέρεια να του επιστρέψει κάθε ποσό που θα της έχει καταβληθεί. Τα όσα αναφέρει δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον αιτητή. Ο τελευταίος έχει επίσης επικαλεστεί ως παράγοντα που θα πρέπει να λάβει υπόψη το Δικαστήριο το γεγονός ότι αν εκτελεστεί η απόφαση ο ίδιος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά ως πτωχεύσας. Κρίνω ότι ούτε και ο λόγος αυτός μπορεί να προσμετρήσει ως ειδική περίσταση που να  δικαιολογεί την έγκριση του αιτήματος. Η υπόθεση  Βογαζιανός ν. Γενικού Εισαγγελέα (πιο πάνω) είναι ξεκάθαρη επί του θέματος. Λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Οι οικονομικές δυσχέρειες του εξ αποφάσεως οφειλέτη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την απόφαση δεν μπορούν να προβληθούν ως λόγοι για τη χορήγηση αναστολής.  Ιδιαίτερα στην προκείμενη περίπτωση που ο αιτητής διαθέτει και ακίνητη περιουσία.  Αν γινόταν δεκτή αυτή η πρόταση ως θέμα αρχής τότε οι επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε μακρούς δικαστικούς αγώνες, θα ήταν επικίνδυνα αρνητικές στην αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Από την άλλη πρέπει να λεχθεί ότι δεν τίθεται θέμα επιστροφής του ποσού της απόφασης, αν χάσει η Δημοκρατία.»

 

Ο κανόνας, υπενθυμίζω, είναι οι δικαστικές αποφάσεις να εκτελούνται και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις να διατάσσεται αναστολή της εκτέλεσης. Στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως έχει καταδειχθεί ότι θα πρέπει να τύχει εφαρμογής η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.   

 

Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι η αίτηση είναι ολωσδιόλου αβάσιμη και ως τέτοια απορρίπτεται. Τα έξοδα, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της καθ' ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                   (Υπ.):  …………............

                                                        Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο