ΕΛΕΝΑ – ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ν. Αντώνης Αντωνίου, Αρ. Αγ.:1184/18, 18/7/2023
print
Τίτλος:
ΕΛΕΝΑ – ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ν. Αντώνης Αντωνίου, Αρ. Αγ.:1184/18, 18/7/2023

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον:  Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγ.:1184/18

Μεταξύ:

                   

ΕΛΕΝΑ – ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

 

Ενάγουσα – Καθ΄ ης η αίτηση

-και-

 

Αντώνης Αντωνίου

 

Εναγόμενος – Αιτητής

 

Αίτηση ημερ. 24.3.23

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  19 Ιουλίου, 2023

Εμφανίσεις: 

Για την Ενάγουσα – Καθ΄ ης η αίτηση:  κ. Θ. Ποσνακίδης

Για τον Εναγόμενο – Αιτητή:  κα Β. Σταυρινού για Σπ. Ιωάννου ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα Αίτηση ο Εναγόμενος - Αιτητής ζητά Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την Τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και των λεπτομερειών της  αγωγής ως ακολούθως:

 

Δια της προσθήκης μετά την παράγραφο 7 ως υποπαράγραφο 7(Α) την ακόλουθη παράγραφο:  «Άνευ βλάβης των ως άνω αρνήσεων του ο Εναγόμενος επαναλαμβάνει και εμμένει σε όλα όσα σχετικά ανωτέρω αναφέρει ως επίσης αναφέρει ότι τα όσα αναληθώς και ανεπιτυχώς προβάλλει η Ενάγουσα γκρεμίζονται ως χάρτινος πύργος με ευρήματα ειδικού δικαστικού εμπειρογνώμονα, συγκεκριμένα του κ. Μάριου Μαρκίδη ο οποίος κατόπιν άδειας μετέβη στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων στη Λάρνακα και προέβη στις απαραίτητες γραφολογικές εξετάσεις όλων των εγγράφων που βρίσκονται εντός του σχετικού φακέλου της αστυνομίας, ευρήματα τα οποία περιλαμβάνονται εντός σχετικών εκθέσεων ημερ. 20/08/2020 και 12/09/2020 υπό του ειδικού εμπειρογνώμονα, όπου κατόπιν επιστημονικής μεθόδου διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε ότι όλες οι υπογραφές των εγγράφων που φέρουν τη υπογραφή της Ενάγουσας (ως περιλαμβάνονται εντός του φακέλου της Αστυνομίας) είναι γνήσιες υπογραφές της ίδιας της Ενάγουσας.

 

Ο Εναγόμενος επιφυλάσσει το δικαίωμα του ίνα προσκομίσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες κατά τη ακροαματική διαδικασία.»

 

Η Αίτηση βασίζεται επί των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών Δ.25 ΘΘ 1 - 5,  Δ.48 ΘΘ 1, 2, 3 και 9, επί των Συμφυών Εξουσιών και της Πρακτικής των Δικαστηρίων.

 

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση του Σάββα Καλοπετρίδη, ασκούμενου δικηγόρου ο οποίος αναφέρει ότι γνωρίζει προσωπικά όλα όσα αφορούν την πιο πάνω υπόθεση τόσο από το φάκελο της δικογραφίας που τηρείται στο γραφείο ως επίσης και από προσωπική ενημέρωση που έλαβε από τον πελάτη τους και από τους δικηγόρους που χειρίζονται προσωπικά την υπόθεση. Για όσα θέματα είναι νομικής φύσεως έχει λάβει συμβουλή από τους δικηγόρους του Εναγόμενου – Αιτητή, κ.κ. Σπύρος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ως αναφέρει προβαίνει ο ίδιος στη  Ένορκη Δήλωση έχοντας την πλήρη εξουσιοδότηση του Εναγόμενου – Αιτητή ενόψει του ότι ο τελευταίος είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.

Η Έκθεση Υπεράσπισης καταχωρήθηκε αρχικά από άλλο δικηγόρο ο οποίος έχει αντικατασταθεί λόγω διαφωνίας που προέκυψε με τον Εναγόμενο – Αιτητή ως προς το χειρισμό της υπόθεσης και στη συνέχεια η  υπόθεση ανατέθηκε στο δικηγορικό γραφείο Σπύρος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε. Μετά από ενδελεχή μελέτη της υπόθεσης από τους νέους δικηγόρους κρίθηκε ορθό, απαραίτητο και αναγκαίο όπως περιληφθούν στην Έκθεση Υπεράσπισης κάποια νέα στοιχεία τα οποία δεν ήταν υπαρκτά κατά την ετοιμασία και καταχώρηση του δικογράφου της Έκθεσης Υπεράσπισης.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση έγινε μεταγενέστερα της καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης από τον προηγούμενο δικηγόρο του Εναγόμενου - Αιτητή και δεν ήταν δυνατό να καταχωρηθεί κατά το έτος 2020 καθότι ήταν δυστυχώς η έναρξη και το ξέσπασμα της παγκόσμιας πανδημίας του κορονοϊού που, ως αναφέρει «στην ουσία παγιοποίησε και καθήλωσε τα πάντα και όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου, αναστολή εργασιών και βιώναμε πρωτόγνωρες καταστάσεις με περιορισμούς και λοκντάουν ανά το παγκόσμιο συμπεριλαμβανομένου και στην Κυπριακή Δημοκρατία με την «καθημερινότητα» μας πλέον σε «δεύτερη μοίρα». Ακολούθησε η διαφωνία μεταξύ της τότε δικηγόρου του Εναγομένου – Αιτητή και του τελευταίου και η αλλαγή δικηγόρου.

 

Σημειώνει ότι η παρούσα είναι η δεύτερη αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Υπεράσπισης η οποία κατά τον ισχυρισμό του γίνεται καλόπιστα, και ότι μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης στην προηγούμενη αίτηση τροποποίησης, υπήρξε αδυναμία επικοινωνίας με τον Εναγόμενο – Αιτητή μέχρι πριν μερικές βδομάδες επειδή ο τελευταίος είχε αλλάξει τα στοιχεία επικοινωνίας του, ως εκ των υστέρων τους  ενημέρωσε, με αποτέλεσμα να ήταν ανέφικτη η οιανδήποτε επικοινωνία μαζί του παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες τους. Μετά που επικοινώνησε μαζί τους, έλαβαν  τα αναγκαία και απαραίτητα διαβήματα για την ετοιμασία και καταχώρηση της αίτησης. 

 

Σύμφωνα με τη θέση του τυχόν καθυστέρηση είναι πλήρως δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις και εν πάση περιπτώσει δεν είναι καταλυτικής σημασίας και δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να αποστερηθεί ο Εναγόμενος – Αιτητής τη δυνατότητα να παρουσιάσει ορθά και δίκαια την υπόθεσή του καθώς και να τεθεί η Υπεράσπιση του  ολοκληρωμένα ενώπιον του Δικαστηρίου. Υπάρχει ανάγκη τροποποίησης της Έκθεσης Υπεράσπισης  ώστε να δικογραφηθούν ορθά και να συμπεριληφθούν όλα τα γεγονότα που αφορούν την Υπεράσπιση του Εναγόμενου - Αιτητή για σκοπούς προβολής και προώθησης κατά την ακροαματική διαδικασία και για σκοπούς δίκαιης δίκης. Επίσης αναφέρει ότι η αίτηση γίνεται καλόπιστα και στον κατάλληλο χρόνο αφού ακόμα δεν έχει ξεκινήσει η ακρόαση της υπόθεσης και ότι η με  την αιτούμενη τροποποίηση δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα της Ενάγουσας, αφού μπορεί να εκδοθεί η κατάλληλη διαταγή σε σχέση με τα έξοδα. Σε αντίθετη περίπτωση ο Εναγόμενος – Αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια και ζημιά αφού δεν θα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα γεγονότα τα οποία δεν ήταν υπαρκτά κατά την ετοιμασία και καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και δεν συμπεριλήφθηκαν στην Έκθεση Υπεράσπισης από τον προηγούμενο δικηγόρο ενόψει του ότι η επιδιωκόμενη τροποποίηση αφορά γεγονότα, δεδομένα και στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η Έκθεση Υπεράσπισης από αυτόν και προέκυψαν σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Οι  λόγοι  ένστασης είναι  αυτούσιοι οι ακόλουθοι:

 

  1. Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε καταχρηστικά και/ή υφίσταται από την πλευρά του Αιτητή ορισμός της κατάχρησης της διαδικασίας καθότι ο Αιτητής στα πλαίσια της πρώτης αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 18/03/2022 και συγκεκριμένα με την παράγραφο 6 της αίτησης ζητούσε ακριβώς την ίδια θεραπεία και/ή τροποποίηση με την παρούσα.

 

  1. Η στάση του Αιτητή, ήτοι να καταχωρήσει δεύτερη αίτηση τροποποίησης κατόπιν απόρριψης της πρώτης αίτησης τροποποίησης από το Σεβαστό Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 16/08/2022 καταδεικνύει περιφρόνηση του Δικαστηρίου.

 

  1. Δεν μπορεί να επιτύχει η παρούσα αίτηση καθότι, ως αναφέρεται πιο πάνω, η αιτούμενη τροποποίηση περιεχόταν και στην αίτηση ημερομηνίας 18/03/2022 η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/08/2022 και το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει για το ίδιο αιτητικό ωσάν να είναι Εφετείο. 

 

  1. Η απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/08/2022 δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

  1. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

  1. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν είναι αποτέλεσμα καλόπιστου τυπογραφικού λάθους εκ μέρους του Εναγόμενου – Αιτητή.

 

  1. Δεν δίδεται κανένας λόγος και/ή επαρκής λόγος ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι συνεπεία καλόπιστου τυπογραφικού λάθους.

 

  1. Ο Αιτητής καθυστερημένα υπέβαλε την παρούσα αίτηση καθότι τα γεγονότα που προσπαθεί να εισάγει ο Εναγόμενος – Αιτητής ήταν γνωστά σε αυτόν από το 2020 και η τυχόν αίτηση θα έπρεπε να καταχωρηθεί το 2020 και όχι το 2023.

 

  1. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφου μετά την έκδοση οδηγιών και η παρούσα αίτηση δεν υπάγεται σε αυτή την εξαίρεση.

 

  1. Η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική.

 

  1. Η αίτηση εκτροχιάζει την εκδίκαση της υπόθεσης και τα δικαιώματα της Ενάγουσας σε εκδίκαση της δίκης εντός εύλογου χρόνου και η τυχόν έγκριση της αίτησης θα καθυστέρηση της εκδίκαση της.

 

  1. Η αίτηση υποβλήθηκε και/ή καταχωρήθηκε κακόπιστα και αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και η τυχόν έγκριση της δεν θα είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης.

 

  1. Η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και δεν στηρίζεται πάνω σε γεγονότα που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

  1. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η Νομολογία επί του θέματος για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Η ένσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.19, Δ.25 Θ.1-6, Δ.39, Δ.48 Θ1-4, Δ.63 Θ.2, Δ.64 και στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος όπως επίσης και στην  συμφυή εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου και στο φάκελο της υπόθεσης.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση φαίνονται στην ένορκη δήλωση της  Ενάγουσας η οποία ως αναφέρει γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και όπου αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία δεν γνωρίζει προσωπικά, αναφέρει την πηγή των γνώσεων της. Αναφορικά με νομικά ζητήματα έχει λάβει νομική συμβουλή των δικηγόρων της. Είναι η θέση της ότι η αίτηση καταχωρήθηκε καταχρηστικά καθότι ο Αιτητής στα πλαίσια της αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 18/03/2022 και συγκεκριμένα με την παράγραφο 6 της αίτησης ζητούσε ακριβώς την ίδια θεραπεία και τροποποίηση με την παρούσα και το Δικαστήριο στις 16/08/2022, κατόπιν ακρόασης της, απέρριψε την αίτηση με έξοδα εναντίον του. Η στάση αυτή του Αιτητή καταδεικνύει περιφρόνηση και ασέβεια στις αποφάσεις του Δικαστηρίου ποσό μάλλον όταν η απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/08/2022 δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

Είναι η θέση της ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν είναι αποτέλεσμα καλόπιστου τυπογραφικού λάθους εκ μέρους του Αιτητή και παραλείψεις προηγούμενου δικηγόρου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καλόπιστο τυπογραφικό λάθος. Επίσης σύμφωνα με τη θέση της  ο Αιτητής καθυστερημένα υπέβαλε την παρούσα αίτηση καθότι τα γεγονότα που προσπαθεί να εισάγει του ήταν γνωστά από το 2020 και η τυχόν αίτηση θα έπρεπε να καταχωρηθεί το 2020 και όχι το 2023. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφου στο στάδιο που βρίσκεται η παρούσα αγωγή και η παρούσα αίτηση δεν υπάγεται σε αυτή την εξαίρεση. Προσθέτει ότι η αίτηση παραβιάζει τα δικαιώματα της για εκδίκαση της δίκης εντός εύλογου χρόνου και ότι η τυχόν έγκριση της αίτησης θα καθυστέρηση της εκδίκαση της υπόθεσης καθώς και ότι η αίτηση υποβλήθηκε και καταχωρήθηκε κακόπιστα και αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Η ακρόαση διεξήχθη στην βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν τις θέσεις του διαδίκου που ο καθένας εκπροσωπεί. 

 

Σε σχέση με το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι ο αιτητής στις 18/3/22 είχε καταχωρίσει ξανά αίτηση τροποποίησης η οποία απορρίφθηκε με βάση απόφαση του Δικαστηρίου με άλλη σύνθεση ημερομηνίας 16/8/22. Το αιτητικό της παρούσας αίτησης, αυτολεξεί, αποτέλεσε μέρος του αιτητικού της αίτησης ημερομηνίας 18/3/22. Ήταν η εισήγηση της συνηγόρου του αιτητή ότι εκ του πιο πάνω λόγου δεν υφίσταται κατάχρηση αφού η κάθε αίτηση εξετάζεται στη βάση των δικών της δεδομένων και ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται με βάση το συμφέρον της δικαιοσύνης κατά την εξέταση αίτησης τροποποίησης. Παρέπεμψε σε απόφαση του Ε.Δ Πάφου στην αγωγή 2904/2009 προς υποστήριξη της θέσης της. Αντίθετη ήταν η θέση του κου Ποσνακίδη ο οποίος υποστήριξε ότι η καταχώρηση της παρούσας αίτησης συνιστά κατάχρηση διαδικασίας και ότι η πιο πάνω απόφαση διαφοροποιείται λόγω του ότι εκεί δεν εξετάστηκε η ουσία της πρώτης  αίτησης. Προτού προχωρήσω να εξετάσω το θέμα της κατάχρησης αναφέρω πως πράγματι στην πιο πάνω απόφαση ο βασικός λόγος που απορρίφθηκε η πρώτη αίτηση ήταν η διατύπωση της προτεινόμενης τροποποίησης, με βάση την οποία θα εισαγόταν μαρτυρία. Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί η ουσία της.

 

Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο τίθεται θέμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και/ή δεδικασμένου λόγω του ότι ο αιτητής συμπεριέλαβε πανομοιότυπο αιτητικό στην προηγούμενη αίτηση του για τροποποίηση η οποία απορρίφθηκε.

 

Για να υφίσταται δεδικασμένο υπό την αυστηρή νομική έννοια θα πρέπει να πληρούνται τέσσερεις προϋποθέσεις. Πρώτον, η απόφαση να είναι τελεσίδικη. Δεύτερον, να υπάρχει ταύτιση διαδίκων. Επίσης θα πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων. (βλ. σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές (2014), σελ.928, των Ηλιάδη και Σάντη). Σκοπός της αρχής του δεδικασμένου είναι να διασφαλιστεί η αρχή της τελεσιδικίας και να αποτραπεί το φαινόμενο ένας διάδικος να υποχρεωθεί να προστατεύσει τον εαυτό του δύο φορές για το ίδιο θέμα (βλ. Παπέττα v. Σ. & Μ.Φλόκκας Λτδ κ.α (2001) 1 Α.Α.Δ. 1703).

 

Η αρχή του δεδικασμένου δεν τυγχάνει εφαρμογής σε ενδιάμεσες αιτήσεις παρά μόνο όταν υπάρχει απόφαση κατά τρόπο καθοριστικό επί της ουσίας των επιδίκων θεμάτων. Σχετική επί του ζητήματος είναι η υπόθεση Recnex Trading Limited κ.α v. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, (2014) 1 ΑΑΔ 866, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία. Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώρηση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει, ελλείψει νέων στοιχείων.

 

… Εξαρτάται πάντοτε από το κατά πόσο η απορριπτική απόφαση επεκτάθηκε σε ζητήματα επί της ουσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, σε ενδιάμεσες αιτήσεις και εκεί όπου δεν αποφασίζεται οτιδήποτε, εκτός από το γεγονός ότι το Δικαστήριο για άλλους λόγους αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θεραπεία που ο διάδικος ζήτησε, τότε το δεδικασμένο δεν καλύπτει την περίπτωση».

 

Σε ότι αφορά το ζήτημα της κατάχρησης σχετική είναι η υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R 348 στην οποία επισημαίνεται ότι κάθε Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να παρεμποδίζει κατάχρηση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας. Η εξουσία αποβλέπει στην αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η όποια διαδικασία μπορεί να κατασταλεί όποτε η προσεπίκληση της μολύνεται από αλλότρια κίνητρα (βλ. επίσης Βασιλείου v. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133, M & M Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717 και Χαραλαμπίδης v. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522).

 

Στην Πολιτική Αίτηση 147/17, η οποία αφορούσε σε Αίτηση του Κυριάκου Γεωργιάδη για έκδοση εντάλματος habeas corpus, εξετάστηκε κατά πόσο δεύτερη Αίτηση του Αιτητή για αποφυλάκιση του, συνιστούσε δεδικασμένο και/ή κατάχρηση διαδικασίας. Σημειώνεται ότι η προηγούμενη αίτηση του Αιτητή είχε απορριφθεί ενώ Έφεση που καταχώρισε κατά της απορριπτικής απόφασης, απεσύρθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την Απόφασή του ημερ. 22.11.17, αποφάσισε, σε συμφωνία με την συνήγορο της Δημοκρατίας, ότι υπήρχε δεδικασμένο τόσο με την πρώτη Απόφαση όσο και με την απόσυρση της Έφεσης.  Στη δεύτερη Αίτηση ο Αιτητής είχε εγείρει με γενικό τρόπο και θέμα αντισυνταγματικότητας, κάτι που δεν είχε εγείρει στην πρώτη Αίτηση. Για το θέμα αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο (Δικαστής κα Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου), ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Περαιτέρω, είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα της αντισυνταγματικότητας εγείρεται με τρόπο γενικό και χωρίς τις απαιτούμενες λεπτομέρειες που επιτάσσουν οι αρχές επί έγερσης αντισυνταγματικότητας, ώστε απλώς να επανέλθει το θέμα ενώπιον Δικαστηρίου.  Η ενέργεια αυτή, εκτός του ότι αποτελεί δεδικασμένο, θα έλεγα ότι έχει στοιχεία κατάχρησης που θα έπρεπε να οδηγήσουν επίσης την αίτηση σε απόρριψη.» 

 

        (Η υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο).

 

Έχω την άποψη ότι ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση έχει επανέλθει με το ίδιο αίτημα  που είχε συμπεριλάβει και στην προηγούμενη του αίτηση, η οποία απορρίφθηκε με κρίση επί της ουσίας με σκοπό να πετύχει διαφορετικό αποτέλεσμα. Επιχειρείται, με άλλα λόγια, ανατροπή της προηγούμενης απορριπτικής  ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου. Η ενέργεια του αυτή συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, εκτός του ότι συνιστά και δεδικασμένο. Κρίνω συνεπώς ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί για αυτό το λόγο.

 

Εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, αναφέρω ότι η Δ.25 θ. 3 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»

 

Από το λεκτικό της νέας Δ.25 προκύπτει ότι η δυνατότητα τροποποίησης δικογράφου παρέχεται σε τρία διαφορετικά στάδια της διαδικασίας. Όσο προχωρά η διαδικασία, το εύρος της ευχέρειας τροποποίησης στενεύει. Έτσι στο στάδιο πριν την επίδοση του κλητηρίου, ο ενάγοντας μπορεί, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, όποτε επιθυμεί και όσες φορές επιθυμεί να προβεί σε τροποποίηση αυτού. Στο επόμενο στάδιο, μετά την ανταλλαγή δικογράφων, και πριν την έκδοση κλήσεως για οδηγίες, επιτρέπεται για μια φορά (άπαξ) η τροποποίηση δικογράφου χωρίς και πάλι την άδεια του Δικαστηρίου. Μετά όμως την έκδοση της κλήσεως για οδηγίες δεν επιτρέπεται τροποποίηση δικογράφων εκτός κατ' εξαίρεση και κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου. 

 

Από το λεκτικό της Δ.25 θ.3 προκύπτει ότι η τροποποίηση δικογράφου, μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες, δεν επιτρέπεται, με εξαίρεση την τροποποίηση που σκοπεί στη διόρθωση εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας και στην περίπτωση που η τροποποίηση είναι αναγκαία, λόγω του ότι έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά την καταχώρηση του δικογράφου του οποίου σκοπείται η τροποποίηση.

 

Σκοπός της νέας Δ.25 και της νέας Δ.30 είναι να σταματήσουν οι ανεξέλεγκτες τροποποιήσεις δικογράφων επιβάλλοντας στους συντάξαντες τα δικόγραφα πολύ μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια και περιορίζοντας ουσιαστικά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε αιτήματα τροποποίησης. Υπάρχουν αρκετές πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες δεν είναι μεν δεσμευτικές, αλλά έχουν ερμηνεύσει την έννοια του «καλόπιστου λάθους και/ή αβλεψίας».

 

Παραπέμπω ενδεικτικά στην απόφαση της  Προέδρου του Ε.Δ. Λευκωσίας, ως ήταν τότε, Λ. Δημητριάδου ημερ. 30.12.2019 στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ813/2017 Οδυσσέως ν. Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ κ.α. όπου ο Αιτητής προβάλλοντας λόγους ύπαρξης καλόπιστου λάθους και αβλεψίας, δεν το υποστήριξε με τον αναγκαίο βαθμό μαρτυρίας. Αναφέρονται τα εξής διαφωτιστικά:

 

«Η παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση της Αγωγής ή συνιστούν αναγκαίες λεπτομέρειες προς υποστήριξη των δικογραφημένων ισχυρισμών δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους.    

 

Στη βάση των πιο πάνω, είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί κατά το στάδιο σύνταξης της Έκθεσης Απαίτησης στον απαιτούμενο βαθμό εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος και/ή νέα δεδομένα τα οποία δεν ήταν γνωστά κατά τον ουσιώδη χρόνο».

 

Ίδια γραμμή ακολούθησε και η Πρόεδρος, ως ήταν τότε, Ρ. Λιμνατίτου στην Αγωγή αρ. 911/2016 Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ ν. Χλόης Ιωάννου Νεοφύτου κ.α., ημερ. 28.7.2017. Εκεί ο Αιτητής επικαλέστηκε το καλόπιστο λάθος και/ή την αβλεψία λόγω αλλαγής του δικηγόρου του.

 

«Τόσο το περιεχόμενο της προτεινόμενης Έκθεσης Υπεράσπισης όσο και της Ανταπαίτησης δεν μπορεί να αφορούν καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της Έκθεσης Υπεράσπισης αφού με την αίτηση επιζητείται μια ριζική τροποποίηση. Καλόπιστο λάθος θα ήταν μια μικρή παράλειψη ή ασάφεια και όχι προσθήκη ισχυρισμών σε τέτοια έκταση.

 

Ούτε όμως και ως νέα γεγονότα μπορεί να χαρακτηριστούν τα όσα ζητείται να προστεθούν αφού οι εναγόμενοι ανέφεραν όπως ο ίδιος ο ενόρκως δηλών αναφέρει, τα γεγονότα στον πρώτο δικηγόρο τους όταν τον επισκέφθηκαν και του παρέδωσαν όλα τα σχετικά έγγραφα.

 

Η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε όπως φαίνεται μέσα από την ένορκη δήλωση μετά που ο νέος δικηγόρος των εναγομένων ανέλαβε την υπόθεση και εισηγήθηκε την τροποποίηση με τον τρόπο που περιλαμβάνεται στην αίτηση και όπως ο ίδιος την επιθυμεί. Είναι η κρίση μου ότι τα πιο πάνω δεν μπορεί να ερμηνευθούν ως οι προϋποθέσεις της Δ.25 θ. 1(3). Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία εκτός από την αυστηρή ερμηνεία της Διαταγής όπως αναφέρω πιο πάνω, θα ήταν αντίθετη τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα και τον σκοπό της Δ.25 και ιδιαίτερα το θ.1(3) που αφορά την παρούσα υπόθεση.

 

Ως εκ τούτου και για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται».

 

Στην Αγωγή Αrizona Trading Ltd ν. Μοντεξυλ Λτδ, αρ.15/2017,ημερ. 31.5.2018, ο  Δικαστής κ. Χριστοδούλου προχώρησε ακόμα ένα βήμα αναφορικά με την ερμηνεία που πρέπει να δίδεται στο λεκτικό της Διαταγής 25 για το «καλόπιστο λάθος». Σχετικό το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας αναμένεται να συνδέεται με λεκτικά ή τυπογραφικά ή εκφραστικά λάθη που εμφιλοχωρούν κατά τη σύνταξη της δικογραφίας και όχι στην παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση αγωγής. Περαιτέρω, κρίνω ότι η παράλειψη του διαδίκου, να προμηθεύσει τον δικηγόρο του με όλα τα αναγκαία έγγραφα, τα οποία συγκροτούν τη βάση της απαίτησης του, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας».

 

Κρίνω ότι με βάση τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του αιτητή η τροποποίηση δεν αποτελεί καλόπιστο λάθος ούτε και αφορά νέα δεδομένα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών και που προέκυψαν αργότερα. Τα γεγονότα που αναφέρονται στη Ε/Δ  αφορούν γεγονότα του 2020 τα οποία θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε μια τροποποίηση το 2020 και όχι το 2023. Η πανδημία και η επακόλουθη αλλαγή δικηγόρου λόγω διαφωνίας με τον αιτητή (λόγοι οι οποίοι δεν ταυτίζονται με τους λόγους που παρατέθηκαν στην προηγούμενη αίτηση) δεν δικαιολογούν απόκλιση από την καθορισμένη διαδικασία. Διαφαίνεται ότι ξεκάθαρα ο αιτητής προσπαθεί να προσθέσει ισχυρισμούς που ήταν σε γνώση του. Η μη συμπερίληψη της παραγράφου που επιχειρείται να προστεθεί δεν συνιστά ούτε καλόπιστο λάθος ούτε μεταγενέστερα γεγονότα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.):  ……………………….

Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο