AL-KHATTAB HUSSEIN ALADDIN HUSSEIN ν. ALI AL ABBAS κ.α., Αρ. Αγωγής: 1004/2019, 8/6/2023
print
Τίτλος:
AL-KHATTAB HUSSEIN ALADDIN HUSSEIN ν. ALI AL ABBAS κ.α., Αρ. Αγωγής: 1004/2019, 8/6/2023

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον:  Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.

               Αρ. Αγωγής: 1004/2019

Μεταξύ:

                      

AL-KHATTAB HUSSEIN ALADDIN HUSSEIN

                                                                                                                                                            

                                                                                                                                     Eνάγοντα

και

 

1.    ALI AL ABBAS

2.    A.C. EUROPA PROPERTIES LIMITED

3.    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ

4.    ΙΑΚΩΒΟΣ ΧΑΣΑΠΗΣ

5.    ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΣΣΑΠΗΣ

                                                                                                                                Εvαγoμέvων

 

Αίτηση ημερ. 19/7/22 για προσθήκη διαδίκων και τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης

 

Ημερομηνία: 9.6.23

Εμφανίσεις:

Για ενάγοντα -Αιτητή: κος Ν. Θρασυβούλου

Για προτεινόμενους εναγόμενους 6 και 7 – Καθ΄ ων η αίτηση: κα Ε. Χριστοφόρου

Για προτεινόμενη εναγόμενη 8 – Καθ΄ ης  η αίτηση: κα Ε. Κινοσίδου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αυτή την Αίτηση ο Αιτητής  ζητά  Διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου δια του οποίου να επιτρέπεται η προσθήκη των i) Χριστόφορος Λάρκου ως Εναγόμενου 6 ii) CHR. LARCOU & ASSOCIATES LLC ως Εναγόμενης 7 και iii) Ανδριανή Παναγιώτου, ως Εναγόμενης 8, Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να τροποποιείται το Κλητήριο Ένταλμα δια της προσθήκης των πιο πάνω και Διάταγμα δια του οποίου να τροποποιείται η Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα δια της αντικατάστασης της με την Έκθεση Απαίτησης, Παράρτημα Α στην Αίτηση.

 

Η  Αίτηση βασίζεται στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.9 Θ.Θ. 10 και 11, Δ.25 Θ.Θ. 1- 4, Δ.48 Θ.Θ.1-9, Δ.63 Θ.Θ.1-2, Δ.64, ως επίσης στη  συμφυή εξουσία  και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η Αίτηση βασίζεται σε ένορκη δήλωση της Χριστιάνας Κωνσταντίνου, Χ.Κ.,  δικηγόρου στη δικηγορική Εταιρεία Νικόλας Θρασυβούλου Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόρων του Ενάγοντα η οποία, ως αναφέρει είναι εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση για λογαριασμό του. Προβαίνει στη Ένορκη Δήλωση εκ μέρους του Ενάγοντα καθώς ο τελευταίος απουσιάζει στο εξωτερικό, ενώ επιπρόσθετα τα πλείστα από τα θέματα αφορούν νομικά ζητήματα.

 

Τα γεγονότα που αναφέρει, εκτός και αν αναφέρεται ρητά σε άλλη πηγή γνώσης προέρχονται από πληροφορίες που έλαβε και έγγραφα που παραδόθηκαν από τον Ενάγοντα στους Νικόλας Θρασυβούλου ΔΕΠΕ και βρίσκονται στον φάκελο της υπόθεσης που διατηρούν σε σχέση με την υπόθεση στον οποίο έχει πρόσβαση. Για τα όσα ορκίζεται και δεν είναι εντός της προσωπικής της γνώσης αναφέρει την πηγή  γνώσης της. Όσον αφορά τη νομική πτυχή της Αίτησης λαμβάνει συμβουλή και από τον Νικόλα Θρασυβούλου εκ των δικηγόρων του Ενάγοντα.

 

Σύμφωνα με την ομνύουσα, ο Ενάγοντας υπήρξε μέτοχος κατά 50% μαζί με τον Εναγόμενο 1 στην Εναγόμενη 2 η οποία ήταν ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 6/[ ], Φ./ΣΧ.41/570401, Τμήμα 6, Τεμάχιο [ ], στη Λάρνακα (το «ακίνητο») ενώ για τη συμμετοχή του στην Εναγόμενη 2 ο Ενάγοντας είχε καταβάλει στον Εναγόμενο 1 κατά ή περί το 2018 το ποσό των €120.000. Ο Ενάγοντας ήταν επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2 μαζί με τον Εναγόμενο 1 και τον Χριστόφορο Λάρκου (προτεινόμενο Εναγόμενο 6).

 

Ο Χριστόφορος Λάρκου είναι δικηγόρος και διευθυντής και μέτοχος της δικηγορικής εταιρείας CHR. LARCOU & ASSOCIATES LLC (προτεινόμενης Εναγόμενης 7) και ενεργούσε προσωπικά και/ή μέσω της CHR. LARCOU & ASSOCIATES LLC ως δικηγόρος του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 2.

 

Ο Ενάγοντας ανακάλυψε ότι δεν ήταν πλέον μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο πλέον απαρτιζόταν από τους Εναγόμενους 3 και 4, και ότι οι μετοχές που κατείχε τόσο αυτός όσο και ο Εναγόμενος 1 στην Εναγόμενη 2 είχαν μεταβιβαστεί στους Εναγόμενους 3, 4 και 5 χωρίς ο ίδιος να συμφωνήσει, υπογράψει ή εγκρίνει την πώληση των εν λόγων μετοχών και χωρίς να έχει οποτεδήποτε παραιτηθεί ή παυθεί από την θέση του Διοικητικού Συμβούλου στην Εναγόμενη 2.

 

Επιπλέον ο Ενάγοντας πληροφορήθηκε ότι η Εναγόμενη 2 είχε πωλήσει το ακίνητο και ως αποτέλεσμα ο Ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αγωγή μαζί με αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων που σχετίζονταν με τη μη αποξένωση του ακινήτου και του 50% των μετοχών της Εναγόμενης 2 («αίτηση για προσωρινό διάταγμα»).

 

Κατά την εκδίκαση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα διαφάνηκε από τα όσα ισχυρίστηκαν οι Εναγόμενοι 3 - 5  και τα έγγραφα που προσκόμισαν ότι οι αλλαγές που έγιναν και αφορούσαν τη μετοχική και διοικητική δομή της Εναγόμενης 2 πραγματοποιήθηκαν μέσω του δικηγορικού γραφείου της CHR. LARCOU & ASSOCIATES LLC, το οποίο εξέδωσε τιμολόγιο στο όνομα της Εναγόμενης 2 το οποίο πληρώθηκε από τους Εναγόμενους 3 ή/και 4 και/ή 5. Διαφάνηκε επίσης ότι στην βάση πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 11.02.2019 (το «πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 11.02.2019») η Εναγόμενη 2 πώλησε στους Εναγόμενους 3 και 4 το Ακίνητο για το συνολικό ποσό των €75.000 και ότι  το πιο πάνω πωλητήριο έγγραφο υπογράφηκε από τον Εναγόμενο 1 εκ μέρους της Εναγόμενης 2 και σε αυτό επισυνάπτεται Ειδικό Πληρεξούσιο Έγγραφο ημερομηνίας 25/10/2018 («το Πληρεξούσιο Έγγραφο») βάσει του οποίου δήθεν εξουσιοδοτείται ο Εναγόμενος 1 να πωλήσει το Ακίνητο σε οποιοδήποτε και σε οποιαδήποτε τιμή και φαίνεται να υπογράφεται από όλα τα μέλη του τότε Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2 περιλαμβανομένου και του Ενάγοντα και να πιστοποιείται η υπογραφή τους από την Ανδριανή Παναγιώτου, ως η πιστοποιών υπάλληλος (προτεινόμενη Εναγόμενη 8).

 

O Ενάγοντας σε σχέση με την πώληση του ακινήτου από την Εναγόμενη 2 στους Εναγόμενους 3 και 4 ισχυρίζεται ότι το Πληρεξούσιο Έγγραφο είναι πλαστό με δεδομένο ότι ο ίδιος ουδέποτε το υπέγραψε και/ή εν πάση περιπτώσει ουδέποτε έδωσε την συγκατάθεση του στον Εναγόμενο 1 για να πωλήσει το Ακίνητο και ουδέποτε ενέκρινε την πώληση του ακινήτου και μάλιστα στη συγκεκριμένη τιμή. Ο Ενάγοντας ακολούθως και σε σχέση με τα πιο πάνω προχώρησε σε καταγγελία στις αστυνομικές αρχές ενώ πριν από λίγες μέρες η υπεύθυνη αστυνομικός τον πληροφόρησε ότι από τις έρευνες που διεξήγαγαν επιβεβαιώθηκε ότι δεν ήταν η υπογραφή του στο Πληρεξούσιο Έγγραφο και ότι πλέον η υπόθεση έχει σταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα για περαιτέρω χειρισμό.

 

Ως η ενόρκως δηλούσα αναφέρει, ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης ο Ενάγοντας προβαίνει στην παρούσα αίτηση για προσθήκη των Χριστόφορου Λάρκου, της CHR. LARCOU & ASSOCIATES LLC και της Ανδριανής Παναγιώτου ως Εναγόμενων στην παρούσα αγωγή.

 

Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι η εμπλοκή τόσο του Χριστόφορου Λάρκου όσο και της Δικηγορικής του Εταιρείας ήταν καθοριστική για την αποξένωση των μετοχών που ο Ενάγοντας κατείχε στην Εναγόμενη 2 πάντα σε συνεργασία με τους Εναγόμενους 2 - 5 αλλά και με την Ανδριανή Παναγιώτου (προτεινόμενη Εναγόμενη 8) για την πώληση του ακινήτου στους Εναγόμενους 3 και 4. Ως επίσης αναφέρει, ο Χριστόφορος Λάρκου και η CHR. LARCOU & ASSOCIATES LLC δεν τήρησαν τις διατάξεις του Καταστατικού της Εναγόμενης 2 όταν προχώρησαν στην απομάκρυνση και/ή διαγραφή του Ενάγοντα ως αξιωματούχου και μετόχου της Εναγόμενης 2 ενώ την ίδια στιγμή βρίσκονταν σε σύγκρουση συμφερόντων υπό την ιδιότητα των δικηγόρων της Εναγόμενης 2 και/ή των Εναγόμενων 3 - 5 και/ή του διοικητικού σύμβουλου της Εναγόμενης 2. Η Ανδριανή Παναγιώτου, προτεινόμενη Εναγόμενη 8, κατά τον επίδικο χρόνο ασκούσε την εργασία του πιστοποιούντος υπαλλήλου και ήταν το πρόσωπο που πιστοποίησε το Πληρεξούσιο χωρίς ο Ενάγοντας να το έχει υπογράψει στην παρουσία της, χωρίς να έχει γνώση του Πληρεξουσίου και χωρίς να είναι προσωπικά γνωστός της παραβαίνοντας έτσι τα καθήκοντα της ως πιστοποιούντα υπαλλήλου.

 

Είναι η θέση τους ότι οι προτεινόμενοι Εναγόμενοι ξεχωριστά και/ή μαζί με τους υφιστάμενους εναγόμενους ενήργησαν σε βάρος των συμφερόντων του Ενάγοντα και/ή της Εναγόμενης 2 με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να ζημιωθεί. Η όλη εμπλοκή των προτεινόμενων εναγόμενων φαίνεται ξεκάθαρα και στην προτεινόμενη Έκθεση Απαίτησης που επισυνάπτεται ως παράρτημα Α στην Αίτηση. Είναι επομένως, δίκαιο και απαραίτητο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της ομνύουσας να γίνουν οι αιτούμενες προσθήκες και η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, για σκοπούς αποπεράτωσης των πραγματικών ζητημάτων που είναι αμφισβητούμενα μεταξύ των διαδίκων και είναι κομβικής σημασίας όπως επιτραπεί στα παρόν στάδιο όπου η εκδίκαση της αγωγής δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, δίδοντας έτσι την ευκαιρία και τον χρόνο τόσο στους υφιστάμενους διαδίκους όσο και στους προτεινόμενους διαδίκους να απαντήσουν εγκαίρως και επαρκώς να προετοιμάσουν την Υπεράσπισή τους.

 

Είναι η εισήγηση της ότι δεν υφίσταται ζήτημα ενδεχόμενης καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής, δεδομένου ότι η αγωγή ευρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και δη πολύ πριν την έναρξη της Ακροαματικής διαδικασίας και το κλείσιμο της δικογραφίας αφού οι Εναγόμενοι 2 - 5 ακόμη δεν έχουν καταχωρήσει Έκθεση Υπεράσπισης. Απεναντίας η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα διαλευκάνει τα γεγονότα αλλά και τα νομικά ζητήματα που εγείρονται. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις και προσθήκες επιβάλλονται και είναι απαραίτητες για την τελική έκβαση της υπόθεσης ενώ σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα τα δικαιώματα του Ενάγοντα θα επηρεαστούν και/ή δεν θα αποκατασταθούν. Είναι αναγκαίο να γίνουν οι αιτούμενες τροποποιήσεις έτσι ώστε να βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα γεγονότα αλλά και οι ορθοί διάδικοι, ούτως ώστε να συμβαδίζει η μαρτυρία που θα δοθεί κατά την ακρόαση με την Έκθεση Απαίτησης.

 

Επιπλέον οι προσθήκη των προτεινόμενων Εναγόμενων ως αναγκαίων διαδίκων και η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης θα αποτρέψει την πολλαπλότητα των νομικών διαδικασιών και σε καμία περίπτωση δεν θα καθυστερήσει τη δικαστική διαδικασία και θα απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μια μόνο διαδικασία, θα εξοικονομηθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος, έξοδα και θα αποφευχθεί η πολλαπλότητα δικαστικών διαβημάτων μεταξύ των εμπλεκομένων μερών για τα ίδια ακριβώς επίδικα θέματα. Προσθέτει ότι με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα αποκρυσταλλωθούν αξιώσεις οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα επίδικα ζητήματα.

 

Οι προτεινόμενοι Εναγόμενοι καταχώρησαν ενστάσεις στην Αίτηση.

 

H ένσταση τους βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.9 Θ.Θ. 10 και 11, Δ.25 Θ.Θ.1-4, Δ.38. Δ.48 Θ.Θ.1-9, Δ.63 Θ.Θ.1-2, Δ.64, άρθρο 30.2 του Συντάγματος, στην Πρακτική  και στις Γενικές και Συμφυείς  εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Οι λόγοι ένστασης στις δύο ενστάσεις είναι ταυτόσημοι και τους παραθέτω αυτούσιους :

 

1.    Η αίτηση γίνεται καταχρηστικά και/ή κακόπιστα και/ή είναι παράτυπη και/ή ανυπόστατη και/ή δεν πληροί τις νομοθετικές και/ή νομολογιακές προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

2.    Η Ενόρκως Δηλούσα Χριστιάνα Κωνσταντίνου είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα – Αιτητή και δεν είναι άτομο που να μπορεί να ορκισθεί για τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης.

 

3.    Η Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι γενική και/ή αόριστη και/ή παραπλανητική και/ή περιέχει ψευδούς ισχυρισμούς και/ή ουδέν απτό στοιχείο και/ή πληροφορία και/ή γεγονός καταγράφεται σε αυτήν που να αιτιολογεί το καθυστερημένο στάδιο κατά το οποίο καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση και/ή που να αιτιολογεί την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων.

 

4.    Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε περισσότερα από τρία έτη μετά από την καταχώρηση της πιο πάνω αγωγής και/ή δεν γίνεται καλόπιστα και/ή θα επηρεάσει ανεπανόρθωτα τα συνταγματικά δικαιώματα των προτεινόμενων Εναγόμενων, καθώς θα επιφέρει ζημιά και επιπλέον έξοδα στη διαδικασία.

 

5.    Τα γεγονότα που θεμελιώνουν την αίτηση ήταν γνωστά και/ή εύλογα μπορούσαν να εντοπιστούν από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας και συνεπώς δεν δικαιολογείται η καθυστερημένη υποβολή του αιτήματος του Αιτητή.

 

6.    Οι αιτούμενες τροποποιήσεις και/ή γεγονότα των οποίων ο Αιτητής αιτείται την συμπερίληψή τους στην Έκθεση Απαίτησης δεν ανάγονται σε θέματα που προέκυψαν πρόσφατα και/ή σε θέματα που δεν ήταν σε γνώση του και/ή δεν μπορούσε να εντοπίσει πριν και/ή μετά την καταχώρηση της αγωγής καθώς και σε όλο το χρονικό διάστημα που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή.

 

7.    Οι αιτούμενες τροποποιήσεις και/ή γεγονότα των οποίων ο Αιτητής αιτείται την συμπερίληψή τους στην Έκθεση Απαίτησης αλλάζουν την βάση της αγωγής και εισάγεται νέα βάση αγωγής

 

8.    Η υποβολή και προώθηση της παρούσας αίτησης εκτρέπει και επηρεάζει τη διαδικασία και/ή εκτρέπει την διαδικασία από τη φυσιολογική της πορεία, προκαλώντας κατασπατάληση του δικαστικού χρόνου και έξοδα και/ή αλλοίωση του πυρήνα της υπόθεσης, μεταβάλλει τη βάση της Αγωγής, εισάγει νέα επίδικα θέματα, προκαλεί καταστροφικά χρονοβόρες συνέπειες και περιπλέκει την εκδίκαση των επίδικων θεμάτων και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

9.    Οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι εντελώς αδικαιολόγητοι και/ή ανεπαρκείς και/ή αστήρικτοι και/ή χωρίς κανένα νομικό και/ή πραγματικό έρεισμα και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την ανάγκη των αιτούμενων τροποποιήσεων και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

10. Η αίτηση υποβάλλεται κακόπιστα και/ή κακόβουλα και/ή εκδικητικά και συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (abuse of process).

 

11. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων θα είναι αντίθετη προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

12. Ο Αιτητής δεν δικαιούνται σε κανένα από τα ζητούμενα διατάγματα και η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί με έξοδα εις βάρος του Αιτητή.

 

Η ένσταση των προτεινόμενων  Εναγόμενων 6 και 7 στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Χριστόφορου Λάρκου ο οποίος αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Είναι ο προτεινόμενος Εναγόμενος 6 και διευθυντής της προτεινόμενης Εναγόμενης 7 στην αγωγή. Γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και όπου αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία δεν γνωρίζει προσωπικά, αναφέρει την πηγή των γνώσεων του. Ουδέποτε επιδόθηκε η Αίτηση προσωπικά στον ίδιο και προβαίνει στην παρούσα ένσταση υπό διαμαρτυρία και εν πάση περιπτώσει αναφέρει ότι η Αίτηση γίνεται καταχρηστικά και κακόπιστα, είναι παράτυπη και ανυπόστατη και δεν πληροί τις νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Αρνείται τις παραγράφους 1, 2 και 3 της Ένορκης Δήλωσης της Χ.Κ. η οποία είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα – Αιτητή. Είναι η θέση του ότι κωλύεται και δεν είναι άτομο που μπορεί να ορκισθεί αναφορικά με τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης καθότι δεν γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της  αγωγής αλλά όπως αναφέρει στην ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 19/07/2022, τα γνωρίζει από έγγραφα τα οποία έχει στην κατοχή της όσο και από πληροφορίες που συγκέντρωσε από την άσκηση των καθηκόντων της. Αρνείται επίσης  την παράγραφο 4 της Ενόρκου Δήλωσης στην Αίτηση και περαιτέρω αναφέρει ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν καταβλήθηκε το ποσό και το ύψος του ποσού το οποίο ισχυρίζεται ο Ενάγοντας ότι προσέφερε στον Εναγόμενο 1 για τη συμμετοχή του στην Εναγόμενη 2.

 

Παραδέχεται στην παράγραφο 6 μόνο ότι είναι διευθυντής της προτεινόμενης Εναγόμενης 7. Αρνείται ότι ενεργούσε ως δικηγόρος προσωπικά ή μέσω της προτεινόμενης Εναγόμενης 7. Ο Ενάγοντας είχε διάφορες υποθέσεις αστικού, οικογενειακού και ποινικού δικαίου (Βία στην Οικογένεια) τις οποίες πριν αναλάβει και διοριστεί η προτεινόμενη Εναγόμενη 7 ήταν προηγουμένως σε τρία διαφορετικά δικηγορικά γραφεία. Επομένως, ήταν αδύνατον να τον εκπροσωπεί προσωπικά σε όλες του τις υποθέσεις. Ο Ενάγοντας εκπροσωπείτο από άλλα μέλη ή εργοδοτουμένους της προτεινόμενης Εναγόμενης 7. Περαιτέρω αναφέρει ότι ο Ενάγοντας προσήλθε στο δικηγορικό του γραφείο (προτεινόμενη Εναγόμενη 7) μέσω του τότε στενού του φίλου και Εναγόμενου 1.

 

Σε σχέση με την παράγραφο 7 της Ένορκης Δήλωσης στην  Αίτηση  αναφέρει ότι δεν γνωρίζει τα όσα αναφέρει ο Ενάγοντας. Ο Εναγόμενος 1 ήτο γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2 και είχε την εξουσία που απορρέει από την σχετική Νομοθεσία να εγκρίνει και να υπογράφει οιεσδήποτε αλλαγές αξιωματούχων και οιονδήποτε έγγραφο αφορούσε την Εναγόμενη 2. Αρνείται τις παραγράφους 9 και 10 της Ένορκης Δήλωσης στην Αίτηση και περαιτέρω αναφέρει ότι η προτεινόμενη Εναγόμενη 7 ενεργούσε πάντοτε μετά από οδηγίες των πελατών της και συνεπώς του Ενάγοντα και Εναγόμενου 1 και πάντοτε με καλή πίστη. Ουδέποτε η προτεινόμενη Εναγόμενη 7 ενήργησε κακόπιστα και χωρίς την προηγούμενη άδεια και οδηγίες του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 1. Αναφορικά με το ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 25/10/2018 αναφέρει ότι ουδέποτε περιήλθε στην αντίληψη του ιδίου ή του δικηγορικού του γραφείου και αγνοεί την παράγραφο 10 στο σημείο το οποίο αναφέρεται ότι το ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο είναι πλαστό καθότι ο ενάγοντας αρκετές φορές εισερχόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία από τα κατεχόμενα και όχι από τα ελεγχόμενα αεροδρόμια ή λιμάνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ισχυρίζεται ότι τα όσα αναφέρει η εξουσιοδοτημένη από τον Ενάγοντα ενόρκως δηλούσα είναι τέχνασμα και μια προσπάθεια του Ενάγοντα για να βλάψει το πρόσωπο του και την προτεινόμενη Εναγόμενη 7 στον βωμό μιας διαμάχης προσωπικών και επαγγελματικών διαφορών που είχε με τον Εναγόμενο 1. Περαιτέρω είναι η θέση του ότι οι ενέργειες και τα όσα αναφέρονται στην Ένορκη Δήλωση στην Αίτηση αποσκοπούν στην καταστρατήγηση της Νομοθεσίας και καμία σχέση δεν έχουν με τον ίδιο ή την προτεινόμενη Εναγόμενη 7.

 

Αρνείται την παράγραφο 11 της Ένορκης Δήλωσης και περαιτέρω αναφέρει ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να επιβεβαιώνει ότι έγινε εξέταση και σύγκριση των υπογραφών του Ενάγοντα και ούτε ότι προωθήθηκε οποιαδήποτε σχετική υπόθεση ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα. Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, περαιτέρω αναφέρει ότι κατά η περί το 2019 κλήθηκε τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι εργοδοτούμενοι της προτεινόμενης Εναγόμενης 7 ως και η προτεινόμενη Εναγόμενη 8 από την αστυνομία με σκοπό να καταθέσουν  αναφορικά με το ως άνω ζήτημα. Αφού έδωσαν  κατάθεση, εκ των υστέρων πληροφορήθηκαν και επίσημα ότι η υπόθεση δεν προχώρησε και ουδέποτε καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση από το 2019 μέχρι και σήμερα καθότι δεν προέκυπτε οιονδήποτε ποινικό αδίκημα σε σχέση με την καταγγελία στην οποία προέβηκε ο Ενάγοντας και ουσιαστικά η καταγγελία απεδείχθη αβάσιμη και ανυπόστατη.

 

Αναφέρει περαιτέρω ο ομνύων ότι με την αιτούμενη θεραπεία δεν επιδιώκεται προσθήκη διαδίκου και τροποποίηση της καταχωρηθείσας αγωγής αλλά η εκ βάθρων αντικατάστασή της και διόρθωση ουσιαστικού σφάλματος της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα και ότι η παρούσα αίτηση γίνεται κακόπιστα, κακόβουλα, εκδικητικά και αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου καθ’ ότι ο Ενάγοντας προσπαθεί να προσθέσει γεγονότα τα οποία δεν τέθηκαν εξ’ υπαρχής και τα οποία αποτελούν προϊόν ύστερης σκέψης. Ο Ενάγοντας με τα όσα αναφέρει μέσω της εξουσιοδοτημένης Ενόρκως Δηλούσας, το 2019 χρονολογία όπου προχώρησε σε καταγγελία στην αστυνομία και συνεπώς γνώριζε τα κατά τον ισχυρισμό του γεγονότα της υπόθεσης, εντούτοις το 2019 όπου εγέρθηκε η παρούσα αγωγή, οι προτεινόμενοι Εναγόμενοι δεν συμπεριλήφθηκαν στην αγωγή. Το συγκεκριμένο γεγονός αποδεικνύει ότι οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις σε μια προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών του. Οι ισχυρισμοί του είναι αβάσιμοι και απαράδεκτοι. 

 

Περεταίρω ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας από την έγερση της αγωγής δεν έλαβε οιανδήποτε ανταπόκριση από τον Εναγόμενο 1, καθότι απ’ ότι πληροφορήθηκαν  ο Εναγόμενος 1 σίγουρα δεν διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ανευρεθεί. Τόσο οι δικές του προσπάθειες όσο και της προτεινόμενης Εναγόμενης 7 να τον εντοπίσουν για να ικανοποιήσουν απαιτήσεις αρκετών πιστωτών του, αποδείχτηκαν άκαρπες. Περαιτέρω αναφέρει ότι περίπου για χρονικό διάστημα έξι μηνών πριν αποχωρήσει ο Εναγόμενος 1 δια παντός από την Κυπριακή Δημοκρατία διέμενε σε οικία στην Λεμεσό μαζί με την σύντροφο του η οποία εργαζόταν σε Τραπεζικό Ίδρυμα με έδρα την Λεμεσό. Ως εκ τούτου, ο Ενάγοντας εκδικητικά, κακόβουλα και στην προσπάθεια του να προσάψει σε κάποιον ευθύνες, προχώρησε στην παρούσα αίτηση και μετά την παρέλευση τριών ετών ζητώντας την προσθήκη του στην αγωγή, της προτεινόμενης Εναγόμενης 7 και 8.

 

Το γεγονός ότι από την πληροφόρηση που έχει  ο Εναγόμενος 1 δεν βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία και ουδείς γνωρίζει που βρίσκεται είναι ένας από τους λόγους που ο Ενάγοντας προσπαθεί για τρία ολόκληρα έτη μετά την έγερση της αγωγής και αφότου γνώριζε όλα τα γεγονότα από το 2019, με την παρούσα αίτηση να προσθέσει τον ίδιο και την προτεινόμενη Εναγόμενη 7 και 8.

 

Η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος ήτοι τρία έτη από την έγερση της παρούσας αγωγής δείχνει ότι παρόλο που ισχυρίζετο τα ως άνω από το έτος 2019 εν τούτοις δεν συμπεριλήφθηκαν στην έγερση της ως άνω αγωγής και αυτό δεν του αφήνει άλλη επιλογή από το να επιβεβαιώσει τις ως άνω σκέψεις και ισχυρισμούς του. Περαιτέρω η καθυστέρηση πέραν των τριών ετών από την ημερομηνία έγερσης της αγωγής μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αίτησης είναι ένας ισχυρός παράγοντας για απόρριψη της αίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση η καθυστέρηση όχι μόνο δεν δικαιολογήθηκε αλλά εμφανώς παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα του για εκδίκαση της υπόθεσης του εντός εύλογου χρόνου.

 

Αρνείται την παράγραφο 14 της Ένορκης Δήλωσης και αναφέρει ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να παρέχει έστω και την υποψία ότι τόσο αυτός όσο και η προτεινόμενη Εναγόμενη 7 είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή σε παράνομη αποξένωση των μετοχών που κατείχε ο Ενάγοντας. Τόσο προσωπικά όσο και η δικηγορική του εταιρεία Chr. Larcou & Associates LLC (προτεινόμενη Εναγόμενη 7) προέβαιναν πάντοτε σε νόμιμες ενέργειες με στόχο την διασφάλιση των συμφερόντων των προσώπων που εκπροσωπούσαν και ασκούσαν τα καθήκοντα τους νομότυπα και νόμιμα. Αγνοεί και συνεπώς αρνείται τις παραγράφους 15 και 16 της Ένορκης Δήλωσης και αναφέρει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο Ενάγοντας υπέγραφε τα σχετικά έγγραφα στην παρουσία διάφορων υπαλλήλων της προτεινόμενης Εναγόμενης 7 και προτεινόμενης Εναγόμενης 8 και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του της παραγράφου 12 (1)-(6). Αρνείται επίσης  τις παραγράφους 17 – 24 της Ένορκης Δήλωσης και περαιτέρω αναφέρει ότι η παρούσα αίτηση είναι εκδικητική και εκβιαστική και αποτελεί κατάχρηση των εξουσιών του Δικαστηρίου και δεν έχει καταχωρηθεί για τους σκοπούς που θέτουν οι σχετικοί νόμοι και κανονισμοί. Η αιτούμενη τροποποίηση είναι καταχρηστική και κατατέθηκε κακόπιστα, όχι επειδή η αναγκαιότητα της προκύπτει από τα γεγονότα, αλλά κυρίως για να συμπεριλάβει γεγονότα τα οποία εκ παραδρομής του Ενάγοντα δεν συμπεριλήφθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης και περαιτέρω είναι τέτοια η φύση των γεγονότων που προσπαθούν να εισαχθούν με την πιο πάνω αίτηση τροποποίησης που ο ενάγοντας όφειλε να τα γνωρίζει προτού εγείρει την αγωγή.

 

Περαιτέρω οι τροποποιήσεις γίνονται με σκοπό την κατάχρηση της διαδικασίας και σε προσπάθεια του Ενάγοντα και των δικηγόρων του να εξεύρουν νέες αξιώσεις για να στηρίξουν την αγωγή τους και να διορθώσουν σφάλματα της αρχικής τους Έκθεσης Απαίτησης περισσότερα τα τρία ολόκληρα χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής.

 

Οι αιτούμενες τροποποιήσεις και γεγονότα των οποίων ο Αιτητής αιτείται την συμπερίληψή στην Έκθεση Απαίτησης δεν ανάγονται σε θέματα που προέκυψαν πρόσφατα και που δεν ήταν σε γνώση του και δεν μπορούσε να εντοπίσει πριν ή μετά την καταχώρηση της αγωγής καθώς και σε όλο το χρονικό διάστημα που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου η παρούσα αγωγή. Επίσης  αλλάζουν τη βάση της αγωγής και εισάγεται νέα βάση αγωγής και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από το  Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση του η υποβολή και προώθηση της παρούσας Αίτησης εκτρέπει την διαδικασία από τη φυσιολογική της πορεία, προκαλώντας κατασπατάληση του δικαστικού χρόνου και έξοδα και αλλοίωση του πυρήνα της υπόθεσης, μεταβάλλει τη βάση της Αγωγής, εισάγει νέα επίδικα θέματα, προκαλεί καταστροφικά χρονοβόρες συνέπειες και περιπλέκει την εκδίκαση των επίδικων θεμάτων και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επίσης  δεν παρουσιάζονται αρκετά στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος εναντίον του και της δικηγορικής του Εταιρείας (προτεινόμενης Εναγόμενης 7).

 

Η ένσταση  της προτεινόμενης Εναγόμενης 8, Ανδριανής Παναγιώτου, στηρίζεται σε ένορκη δήλωση της στην  οποία αναφέρει ότι γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και όπου αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία δεν γνωρίζει προσωπικά, αναφέρει την πηγή των γνώσεων της, τα όσα δε αναφέρει είναι εξ’ όσων κάλλιο γνωρίζει και πιστεύει αληθή και αναφορικά με τα νομικά σημεία την συμβουλεύει η δικηγόρος της. Η Αίτηση κατά τη θέση της γίνεται καταχρηστικά και κακόπιστα, είναι παράτυπη και ανυπόστατη και δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Αρνείται τις παραγράφους 1 και 2 της Ένορκης Δήλωσης της Χ.Κ. και αναφέρει ότι δεν είναι άτομο που να μπορεί να ορκισθεί για τα γεγονότα της υπόθεσης. Είναι επίσης η θέση της ότι η  ένορκη δήλωση στην Αίτηση είναι γενική, αόριστη, παραπλανητική και περιέχει ψευδείς ισχυρισμούς και  ότι κανένα  απτό στοιχείο,  πληροφορία ή γεγονός δεν καταγράφεται σε αυτήν που να αιτιολογεί το καθυστερημένο στάδιο κατά το οποίο καταχωρήθηκε.

 

Αγνοεί και συνεπώς αρνείται τις παραγράφους 3 – 8 της ένορκης δήλωσης και αναφέρει ότι η Αίτηση  είναι αντικανονική και αβάσιμη καθότι οι πιο πάνω παράγραφοι αφορούν τους Εναγόμενους 1 - 5 και όχι την ίδια. Αναφορικά με την παράγραφο 9 και 10  είναι η θέση της ότι πιστοποίησε διάφορα έγγραφα του Ενάγοντα και σε όλες τις περιπτώσεις πιστοποίησε την υπογραφή του και αυτός ήταν παρών και υπέγραφε στην παρουσία της.   

 

Αρνείται την παράγραφο 11 της Ένορκης Δήλωσης και λέγει ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να επιβεβαιώνει ότι έγινε εξέταση- σύγκριση υπογραφών του Ενάγοντα και ότι δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε σχετική υπόθεση ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα. Περαιτέρω αναφέρει ότι κατά ή περί το έτος 2019 ο Ενάγοντας είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον του Εναγόμενου 1. Κατά ή περί τον Μάιο του 2020 η ομνύουσα κλήθηκε από την Αστυνομία Λάρνακας στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης να προβεί σε κατάθεση. Δεν καταχωρήθηκε  ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο καθότι δεν στοιχειοθετήθηκε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα.

 

Είναι η θέση της ότι με την αιτούμενη θεραπεία δεν επιδιώκεται προσθήκη διαδίκου και τροποποίηση της αγωγής αλλά η εκ βάθρων αντικατάστασή της και διόρθωση ουσιαστικού σφάλματος της Έκθεσης Απαίτησης  και ότι η Αίτηση γίνεται κακόπιστα, κακόβουλα, εκδικητικά και αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας καθ’ ότι ο Αιτητής προσπαθεί να προσθέσει γεγονότα τα οποία δεν τέθηκαν εξ’ υπαρχής και τα οποία αποτελούν προϊόν ύστερης σκέψης. Ο Αιτητής όφειλε να γνωρίζει τα γεγονότα τα οποία προσπαθεί τώρα να εισάξει στην υπόθεση από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας και όχι μετά από την παρέλευση περισσότερων από τρία έτη μετά την ημερομηνία έγερσης της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τη θέση της η καθυστέρηση όχι μόνο δεν δικαιολογήθηκε αλλά εμφανώς παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα της για εκδίκαση της υπόθεσης της  εντός εύλογου χρόνου.

 

Αρνείται τις παραγράφους 13 και 14 και  της ένορκης δήλωσης και αναφέρει ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να παρέχει έστω και την υποψία ότι τόσο η ίδια  όσο και ο Χριστόφορος Λάρκου και η δικηγορική του εταιρεία είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή σε παράνομη αποξένωση των μετοχών που κατείχε ο Ενάγοντας. Εξ’ όσων γνωρίζει, οι πιο πάνω προέβαιναν πάντοτε σε νόμιμες ενέργειες με στόχο την διασφάλιση των συμφερόντων των προσώπων που εκπροσωπούσαν.

 

Αρνείται τις παραγράφους 15 και 16 της ένορκης δήλωσης και αναφέρει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο Ενάγοντας υπέγραφε τα σχετικά έγγραφα στην παρουσία της και δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν είχε γνώση του περιεχόμενου τους. Περαιτέρω, αναφέρει ότι υπό την ιδιότητα της ως πιστοποιών υπάλληλος γνωρίζει πολύ καλά τα καθήκοντα της που απορρέουν από τον περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμο και ως εκ τούτου ουδέποτε πιστοποίησε την υπογραφή ή σφραγίδα οιουδήποτε προσώπου στην απουσία του. Αρνείται επίσης τις παραγράφους 17 – 24 της Ένορκης Δήλωσης και αναφέρει ότι η Αίτηση είναι εκδικητική και εκβιαστική, αποτελεί κατάχρηση των εξουσιών του Δικαστηρίου και δεν έχει καταχωρηθεί για τους σκοπούς που θέτουν οι σχετικοί νόμοι και κανονισμοί.

 

Η αιτούμενη τροποποίηση είναι καταχρηστική και κατατέθηκε κακόπιστα κυρίως για να συμπεριλάβει γεγονότα τα οποία εκ παραδρομής του Ενάγοντα δεν συμπεριλήφθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης και περαιτέρω είναι τέτοια η φύση των γεγονότων που προσπαθούν να εισαχθούν με την Αίτηση  που ο ενάγοντας όφειλε να τα γνωρίζει προτού εγείρει την αγωγή.

 

Περαιτέρω γίνεται προσπάθεια του Ενάγοντα και των δικηγόρων του να εξεύρουν νέες αξιώσεις για να στηρίξουν την αγωγή  και να διορθώσουν σφάλματα της αρχικής του Έκθεσης Απαίτησης περισσότερα από τρία ολόκληρα έτη μετά την καταχώριση της αγωγής.

 

Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι οι Εναγόμενοι 2 - 5 δεν καταχώρησαν ένσταση στην Αίτηση.

 

Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση γραπτών αγορεύσεων.

 

Στα πλαίσια της Αίτησης, το πρώτο ζήτημα το οποίο χρήζει εξέτασης είναι η εισήγηση των συνηγόρων των προτεινόμενων Εναγόμενων 6,7 και 8 ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι αντικανονική  και επομένως η Αίτηση υπόκειται σε απόρριψη.

Σύμφωνα με τη Δ.39 Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, μια ένορκη δήλωση θα πρέπει να περιλαμβάνει γεγονότα τα οποία ο ενόρκως δηλών είναι σε θέση να αναφέρει από προσωπική γνώση και σε ενδιάμεσες αιτήσεις η ένορκη δήλωση δυνατό να περιέχει δηλώσεις πληροφοριών ή γνώμης νοουμένου ότι αποκαλύπτεται η πηγή της γνώσης του ενόρκως δηλούντος γι’ αυτές.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Χ.Κ. αναφέρει την ιδιότητα της, ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Ενάγοντα να προβεί στην ένορκη της δήλωση και δηλώνει ότι γνωρίζει τα όσα αναφέρει από πληροφορίες που έλαβε από τον Ενάγοντα, τον Νικόλα Θρασυβούλου, εκ των δικηγόρων του και τον φάκελο της υπόθεσης. 

 

Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η ένορκη δήλωση της Χ.Κ. που συνοδεύει την Αίτηση βρίσκεται σε πλήρη συμμόρφωση με τη σχετική δικονομική πρόνοια, είναι καθόλα νομότυπη και ως τέτοια δύναται να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο για σκοπούς εξέτασης της Αίτησης.

 

Η Αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων στη Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ενόψει του ότι η Αγωγή καταχωρίστηκε με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο στις 19.7.19, εφαρμόζεται η νέα Δ.25.  Ειδικότερα, εφαρμόζεται η Δ.25 θ.1(2) η οποία διέπει το θέμα της τροποποίησης μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση Κλήσης για Οδηγίες, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. Σύμφωνα με τη Δ.25 θ.1(2) :

 

«Μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση του χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη:

Νοείται ότι, όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση, ανάλογα με την περίπτωση, τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης. Όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση του, τροποποιημένη απάντηση, όπου χρειάζεται.»

 

Σαφώς εφόσον ισχύει η εν λόγω πρόνοια, δεν απαιτείται η άδεια του Δικαστηρίου για την τροποποίηση. Παραταύτα είναι εμφανές πως με βάση το τροποποιημένο δικόγραφο που επισυνάπτει στην Αίτηση του ο Αιτητής επιδιώκεται παράλληλα με την αιτούμενη τροποποίηση του δικογράφου και η προσθήκη διαδίκων. Είναι για τούτο το λόγο που παρά το γεγονός ότι με βάση τα πιο πάνω ο Ενάγοντας θα μπορούσε να προχωρήσει με την σκοπούμενη τροποποίηση χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, καταχώρισε και προωθεί την υπό κρίση Αίτηση. Σε σχέση με την παράλληλη αίτηση προσθήκης διαδίκου και τροποποίησης, λέχθηκαν τα ακόλουθα διαφωτιστικά από την κα Έ. Εφραίμ, ΠΕΔ. στην αγωγή 137/20, ημερ.10.2.22 :   

 

«Το θέμα όμως δεν είναι τόσο ξεκάθαρο και απλό. Και τούτο καθότι η Δ.25 θα πρέπει να ιδωθεί και σε συνδυασμό με τη Δ.9 θ.10 η οποία διέπει ειδικά το θέμα της προσθήκης διαδίκου η οποία επιχειρείται μέσω της αιτούμενης τροποποίησης. Θα μπορούσε ενδεχομένως να λεχθεί ότι η νέα Δ.25 παρέχει πλέον τη δυνατότητα ελεύθερης τροποποίησης στο αρχικό αυτό στάδιο της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης και της προσθήκης διαδίκου, πλην όμως οι μετέπειτα πρόνοιες της Δ.25 οι οποίες καθορίζουν τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες δικαιολογείται η τροποποίηση μετά το στάδιο της έκδοσης Κλήσης για Οδηγίες, ήτοι το καλόπιστο λάθος ή νέα γεγονότα, είναι διαφορετικές από αυτές που διέπουν το ζήτημα προσθήκης διαδίκου, βάσει της Δ.9 θ.10, ήτοι όπου αυτό κρίνεται δίκαιο ούτως ώστε να βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι για την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων της υπόθεσης. Επομένως, συνάγεται το εύλογο συμπέρασμα ότι η Δ.25 φαίνεται να αφορά και περιορίζεται σε οποιαδήποτε τροποποίηση του κλητηρίου και των δικογράφων επί της ουσίας και του περιεχόμενου τους και όχι την τροποποίηση του τίτλου με την προσθήκη διαδίκου η οποία διέπεται από ξεχωριστή δικονομική πρόνοια. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα, στην περίπτωση προσθήκης διαδίκου πριν την έκδοση Κλήσης για Οδηγίες, αυτό να επιτρέπεται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ενώ όταν επιχειρείται προσθήκη διαδίκου μετά την έκδοση Κλήσης για Οδηγίες θα απαιτείτο άδεια του Δικαστηρίου το οποίο πλέον θα τίθετο ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές δικονομικές πρόνοιες που θέτουν διαφορετικά κριτήρια για το κατά πόσο το Δικαστήριο θα χορηγήσει τέτοια άδεια. Σαφώς κάτι τέτοιο είναι οξύμωρο και δεν ανταποκρίνεται στη λογική των πραγμάτων αλλά ούτε και στον σκοπό της Δ.25 ο οποίος προφανώς δεν ήταν να υπερφαλαγγίσει τη χρήση και εφαρμογή της Δ.9 θ.10 η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και να είναι σε ισχύ. Εξ ου και προφανώς οι Εναγόμενες 3, 5 και 11, επικαλούνται μόνο τη Δ.9 θ.10, αγνοώντας πλήρως τις πρόνοιες της Δ.25.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η πιο πάνω προσέγγιση αφορά αποκλειστικά την προσθήκη διαδίκου (την οποία ούτως ή άλλως δύναται να διατάξει και αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η υπό κρίση Αίτηση η οποία βασικά αποσκοπεί στην προσθήκη διαδίκου, και δη της ΡΜ ως Εναγομένης 12, θα πρέπει να εξεταστεί δυνάμει της Δ.9. θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.»

 

Η Δ.9 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία στηρίζεται η Αίτηση, προνοεί μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:           

 

«The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Courtγ effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added .»

 

Όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1958, σελ. 345, για την αντίστοιχη Αγγλική Ο.16 r.11, η έκδοση ή όχι διαταγής για προσθήκη διαδίκου, συμπεριλαμβανομένου εναγόμενου, επαφίεται στη δικαστική διακριτική ευχέρεια και το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να εκδώσει τέτοια διαταγή όπου το κρίνει αναγκαίο για να επιτύχει την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων. Στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ. 348, υπό τον τίτλο «Adding defendants», αναφέρονται οι βασικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη εναγόμενων.

 

Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν αποσαφηνιστεί από την νομολογία. Διαφωτιστική είναι η υπόθεση Korkut ή Perihan v. Γεωργίου κ.ά. (Αρ.1) (2007)1(Β) Α.Α.Δ.1213  στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Για να προστεθεί ένα πρόσωπο ως διάδικος δυνάμει της Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών θα πρέπει να κριθεί ως αναγκαίος διάδικος. Βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη διαδίκου, είναι κατά πόσο θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν υπό αμφισβήτηση ή επηρεάζονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή συμφέροντα σε περιουσία όπου οι νόμιμοι ιδιοκτήτες πρέπει να αντιπροσωπεύονται.»

 

Στην υπόθεση Οδυσσέως v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ.1372 τονίστηκε πως η επιλογή των εναγόμενων προσώπων σε μια αγωγή βασικά ανήκει στον ενάγοντα και πως η απόφαση ως προς το κατά πόσο βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου είναι συναρτώμενη προς τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις γραπτές προτάσεις.

Η υπόθεση PT Kiani Kertas v Interorient Nagivation Company Limited κ.ά. (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 300 επίσης περιέχει χρήσιμη ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα προσθήκης εναγόμενου, παρόλο που εκείνη αφορούσε περίπτωση αίτησης από συνεναγόμενο. Η βασική αρχή που πηγάζει από την εν λόγω απόφαση είναι ότι αν «η προσθήκη είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικά και πλήρως όλα τα εγειρόμενα στην αγωγή θέματα, και δεν υπάρχει βαρύνων λόγος γιατί να μην διαταχθεί, το Δικαστήριο μπορεί να πράξει ανάλογα». Λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να διατάξει προσθήκη είναι η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής, η ενδεχόμενη προσθήκη νέας αιτίας αγωγής και η δυνατότητα έγερσης από τον προτεινόμενο εναγόμενο θέματος παραγραφής της εναντίον του απαίτησης.

 

Με βάση το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης καταχωρήθηκε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο στις 19.7.19 και έκτοτε ακολούθησε η καταχώρηση διάφορων ενδιάμεσων αιτήσεων και η συνακόλουθη έκδοση ενδιάμεσων αποφάσεων. Η Ε/Α του Ενάγοντα καταχωρήθηκε στις 6.12.21 ενώ η παρούσα αίτηση στις 19.7.22.

 

Υπό το φως των νομικών αρχών που αναφέρονται πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω τα υπόλοιπα θέματα που έχουν εγερθεί, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αναδύονται από την ένορκη δήλωση στην Αίτηση ο Ενάγοντας υπήρξε μέτοχος κατά 50% μαζί με τον Εναγόμενο 1 στην Εναγόμενη 2 και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2 μαζί με τον Εναγόμενο 1 και τον προτεινόμενο Εναγόμενο 6 ο οποίος είναι δικηγόρος και διευθυντής και μέτοχος της προτεινόμενης Εναγόμενης 7 και ενεργούσε προσωπικά και/ή μέσω της τελευταίας ως δικηγόρος του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 2.  

 

Ο Ενάγοντας ανακάλυψε ότι έπαψε να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2, το οποίο πλέον απαρτιζόταν από τους Εναγόμενους 3 και 4 και ότι οι μετοχές που κατείχε τόσο αυτός όσο και ο Εναγόμενος 1 στην Εναγόμενη 2 είχαν μεταβιβαστεί στους Εναγόμενους 3, 4 και 5 χωρίς ο ίδιος να συμφωνήσει, υπογράψει ή εγκρίνει την πώληση των εν λόγων μετοχών και χωρίς να έχει οποτεδήποτε παραιτηθεί ή παυθεί από την θέση του Διοικητικού Συμβούλου στην Εναγόμενη 2. Οι αλλαγές που έγιναν και αφορούσαν την μετοχική και διοικητική δομή της Εναγόμενης 2 πραγματοποιήθηκαν μέσω του δικηγορικού γραφείου της προτεινόμενης Εναγόμενης 7. Επιπλέον ο Ενάγοντας πληροφορήθηκε ότι η Εναγόμενη 2 είχε πωλήσει το ακίνητο στην βάση πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 11.02.2019 στους Εναγόμενους 3 και 4 για το συνολικό ποσό των €75.000. Το πιο πάνω πωλητήριο έγγραφο υπογράφηκε από τον Εναγόμενο 1 εκ μέρους της Εναγόμενης 2 και σε αυτό επισυνάπτεται Ειδικό Πληρεξούσιο Έγγραφο ημερομηνίας 25/10/2018 βάσει του οποίου εξουσιοδοτείται ο Εναγόμενος 1 να πωλήσει το Ακίνητο και φαίνεται να υπογράφεται από όλα τα μέλη του τότε Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 2 περιλαμβανομένου και του Ενάγοντα και φαίνεται να πιστοποιείται η υπογραφή τους από την προτεινόμενη Εναγόμενη 8 ως η πιστοποιών υπάλληλος. O Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι το Πληρεξούσιο Έγγραφο είναι πλαστό με δεδομένο ότι ο ίδιος ουδέποτε το υπέγραψε και/ή ουδέποτε έδωσε την συγκατάθεση του στον Εναγόμενο 1 για να πωλήσει το Ακίνητο και ουδέποτε ενέκρινε την πώληση του Ακινήτου και μάλιστα στην συγκεκριμένη τιμή. Ο Ενάγοντας σε σχέση με τα πιο πάνω προχώρησε σε καταγγελία στις αστυνομικές αρχές ενώ πριν από λίγες μέρες η υπεύθυνη αστυνομικός τον πληροφόρησε ότι από τις έρευνες που διεξήγαγαν επιβεβαιώθηκε ότι δεν ήταν η υπογραφή του στο Πληρεξούσιο Έγγραφο και ότι πλέον η υπόθεση έχει σταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα για περαιτέρω χειρισμό. Η εμπλοκή των προτεινόμενων Εναγόμενων 6 και 7 ήταν καθοριστική για την αποξένωση των μετοχών του Ενάγοντα στην Εναγόμενη 2 σε συνεργασία με τους Εναγόμενους 2 - 5 αλλά και με την προτεινόμενη Εναγόμενη 8 για την πώληση του Ακινήτου. Προβάλλεται επίσης ότι οι προτεινόμενοι Εναγόμενοι 6 και 7 δεν τήρησαν τις διατάξεις του Καταστατικού της Εναγόμενης 2 όταν προχώρησαν στην απομάκρυνση και/ή διαγραφή του Ενάγοντα ως αξιωματούχου και μετόχου της Εναγόμενης 2 ενώ την ίδια στιγμή βρίσκονταν σε σύγκρουση συμφερόντων υπό την ιδιότητα των δικηγόρων της Εναγόμενης 2 και/ή των Εναγόμενων 3-5 και/ή του διοικητικού σύμβουλου της Εναγόμενης 2. Η προτεινόμενη Εναγόμενη 8 ήταν το πρόσωπο που πιστοποίησε το Πληρεξούσιο χωρίς ο Ενάγοντας να το έχει υπογράψει στην παρουσία της, χωρίς να έχει γνώση του Πληρεξουσίου και χωρίς ο Ενάγοντας να είναι προσωπικά γνωστός της.

 

Χωρίς να υπεισέρχομαι σε αξιολόγηση των πιο πάνω ισχυρισμών θεωρώ ότι αυτοί δεν έτυχαν επαρκούς  αντίκρουσης από την πλευρά των προτεινόμενων Εναγόμενων, και για σκοπούς τουλάχιστον της Αίτησης τείνουν να καταδείξουν καθοριστική συμμετοχή ως προς την αποξένωση των μετοχών του Ενάγοντα και υλοποίηση της πώλησης του ακινήτου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, θεωρώ πως ο Αιτητής  έχει προβάλει τέτοιους ισχυρισμούς οι οποίοι καταδεικνύουν  συμμετοχή των προτεινόμενων Εναγόμενων στα υπό κρίση γεγονότα και στη συνομωσία, δόλο και απάτη σε σχέση με την παύση του  από το Διοικητικό συμβούλιο της Εναγόμενης 2, τη μεταβίβαση των μετοχών του και την πώληση του επίδικου ακινήτου οι οποίες αποτελούν τη βάση της απαίτησης και των αξιώσεων του. Ως εκ τούτου, ικανοποιούμαι πως η αποδιδόμενη σε αυτούς εμπλοκή είναι επαρκής για να δικαιολογήσει τη συμπερίληψη τους ως διαδίκων ούτως ώστε ώστε να εξεταστεί η δική τους συμμετοχή και ενδεχομένως να διεκδικηθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία αποτελεί προϊόν της πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό συνομωσίας, δόλου και απάτης. Εξετάζοντας επίσης τα πιο πάνω σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα όπως παρουσιάζονται στην Ε/Α στο  Παράρτημα Α στην Αίτηση (ειδικότερα τις παραγράφους 26-28 και 30)  διαφαίνεται ότι οι πιο πάνω αδικοπραξίες είναι άμεσα συναρτώμενες με τα επίδικα θέματα. Από την άλλη, οι πλείστοι ισχυρισμοί των προτεινόμενων εναγόμενων στην ένορκη δήλωση τους δεν σχετίζονται με τα επίδικα γεγονότα. Στέκομαι ειδικότερα στην παράγραφο 13(4) και (5) της ένορκης δήλωσης στην ένσταση τους σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι ο Ενάγοντας δεν εντόπισε τον Εναγόμενο 1 της οποίας αδυνατώ να δω τη σχετικότητα.

 

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, ικανοποιούμαι πως οι πιο πάνω είναι αναγκαίοι διάδικοι στα πλαίσια της παρούσας Αγωγής ούτως ώστε να συμπεριληφθούν όλα τα κατ’ ισχυρισμό εμπλεκόμενα πρόσωπα και έτσι να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης και να αποφασιστεί ενδεχομένως ο ρόλος του καθενός και συναφώς η ευθύνη του. Επί τούτου το Δικαστήριο αντλεί καθοδήγηση από την υπόθεση Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 772, στην οποία λέχθηκε πως «αυτό που πρωτίστως εξετάζεται από το δικαστήριο στη διαδικασία προσθήκης εναγομένου είναι κατά πόσο ο προτεινόμενος εναγόμενος είναι ένας αναγκαίος διάδικος». 

 

Κατά τα άλλα, δεν θεωρώ ότι ευσταθεί η  εισήγηση των συνηγόρων των Καθ’ ων η αίτηση για αλλαγή της βάσης της  αγωγής αφού η εισαγωγή των αιτουμένων τροποποιήσεων δεν θα μετατρέψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ουσία, τη φύση ή το χαρακτήρα της αγωγής. Σημειώνω συναφώς ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τις ενστάσεις δεν εξειδικεύεται αυτός ο λόγος ένστασης.

 

Υπό το φως δε των πιο πάνω δεδομένων, κρίνω πως δεν παρατηρείται τέτοια καθυστέρηση στην υποβολή της Αίτησης η οποία να την οδηγεί δίχως άλλο σε απόρριψη. Αντιθέτως, με βάση το ιστορικό της διαδικασίας, η Αγωγή δεν έχει ακόμα οριστεί για ακρόαση, επομένως δεν παρατηρείται ούτε και θα προκληθεί τέτοια καθυστέρηση από τυχόν έγκριση της αιτούμενης προσθήκης  και τροποποίησης που να επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των Εναγόμενων και ή των προτεινόμενων διαδίκων. Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι υπάρχει επαρκής δικαιολόγηση για τον χρόνο καταχώρησης της Αίτησης. Συγκεκριμένα η παράγραφος 11 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή σε σχέση με το πρόσφατο αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης  δεν αμφισβητήθηκε ή διαψεύσθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τους Καθ’ ων η αίτηση. 

 

Τέλος, δεν έχει διαφανεί πως η Αίτηση είναι καταχρηστική ή κακόπιστη. Αντιθέτως διαφαίνεται πως η Αίτηση καταχωρίστηκε σε μια γνήσια προσπάθεια του  Ενάγοντα να συμπεριλάβει όλα τα κατ’ ισχυρισμό εμπλεκόμενα πρόσωπα και συνακόλουθα για την ολοκληρωμένη και αποτελεσματική επίλυση όλων των επίδικων ζητημάτων στην επίδικη διαφορά.

 

Ως εκ τούτου, εκδίδονται διατάγματα ως η παράγραφοι Α - Γ  της Αίτησης.

 

Περαιτέρω, δίδονται οδηγίες όπως τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα καταχωριστεί εντός 15 ημερών από σήμερα. Μετά να ακολουθηθούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Τα έξοδα της Αίτησης όσο και αυτά που σπαταλούνται λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων - Καθ΄ ων η Αίτηση και εναντίον του Ενάγοντα - Αιτητή όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ..............................

Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο