
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1371/2022(i)
Μεταξύ:
LITWAK ARIEL MARIANO
Ενάγοντας/Αιτητής
-και-
1. PLAYHOUSE INTERNATIONAL NURSERY LTD
2. Βαρβάρα Δημοσθένους
Εναγόμενες/Καθ’ ων η Αίτηση
Αίτηση για αντεξέταση ημερ.5/5/23
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22 Σεπτεμβρίου, 2023
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα – Αιτητή: κ. Κωνσταντινίδης για ΤΕΚΚΗΣ & ΜΑΤΣΑΓΚΟΣ Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενες – Καθ΄ ων η αίτηση: κα Ε. Ανδρέα για G.KAIMAKLIOTIS &CO LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 17/10/22 ο Ενάγοντας καταχώρησε μονομερή Αίτηση με την οποία ζητά να τερματιστεί η λειτουργεία του νηπιαγωγείου των Εναγόμενων στο ακίνητο ιδιοκτησίας του Ενάγοντα λόγω μη κατοχής των αναγκαίων για τη λειτουργεία του νηπιαγωγείου αδειών από τις αρμόδιες Αρχές. Διατάχθηκε η επίδοση της Αίτησης, η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 2/10/23. Με αυτή την αίτηση ο αιτητής ζητά:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η κα Βαρβάρα Δημοσθένους να παρουσιαστεί κατά την ημερομηνία που θα οριστεί η αίτηση του Εναγόμενου ημερ. 17.10.2022 για ακρόαση, προς αντεξέτασή της και ακολούθως σε κάθε επόμενη ημερομηνία ορισμού της για ακρόαση ως ήθελε διατάξει το Σεβαστό Δικαστήριο σχετικά με τις παραγράφους 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 13, 14, 15, 17 της ένορκης δήλωσης της ημερομηνίας 04.04.2023.»
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.30 Θ. 5, 6, 7 και 9, Δ.33 Θ.7 (ii)(b), στη Δ.39 ΘΘ 1- 21 και Δ.48, Θ.1-13, Δ.64, στο άρθρο 32 του Νόμου 14/1960, στον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (αρ. 2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2020, στις αρχές της επιείκειας, στο Κοινοδίκαιο και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση φαίνονται στην ένορκη δήλωση της Ξένιας Τέκκη δικηγορικής υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί τον Ενάγοντα - Αιτητή. Ως η ενόρκως δηλούσα αναφέρει, ο τελευταίος ως μόνιμος κάτοικος εξωτερικού (Ισραήλ) όπου και βρίσκεται την παρούσα περίοδο, δεν είναι σε θέση να προχωρήσει σε ένορκη δήλωση, συνεπώς μετά από εξουσιοδότηση του προβαίνει η ίδια στην ένορκη δήλωση. Για θέματα ουσίας της υπόθεσης έχει λάβει γνώση από τον Ενάγοντα και από μελέτη του φακέλου της δικογραφίας ενώ για θέματα αμιγώς νομικά έχει λάβει τη νομική συμβουλή των Δικηγόρων του Ενάγοντα - Αιτητή.
Σύμφωνα με την ομνύουσα στην ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 2 που στηρίζει την ένσταση στην Αίτηση 17/10/22 υπάρχουν ορισμένοι ισχυρισμοί που πρέπει να τύχουν αντεξέτασης λόγω αναλήθειας. Είναι η θέση της ότι η αναγκαιότητα της καταχώρησης της παρούσας κατέστη αφ’ ενός αναπόφευκτη μετά τις ψευδείς και αναληθείς, κατά την θέση του Ενάγοντα, δηλώσεις που περιέχονται στην ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 2 και αφ’ ετέρου αναγκαία καθότι μόνο μέσω της αντεξέτασης θα δοθεί η δυνατότητα να ελεγχθούν οι ισχυρισμοί της Καθ’ ης η Αίτηση 2 και δεν θα καταστούν αναντίλεκτοι με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τους αμφισβητήσει ο Ενάγοντας κατά την ακρόαση της αίτησης. Η τυχόν απόρριψη της παρούσας αίτησης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον Ενάγοντα καθότι δεν θα μπορεί με άλλο τρόπο μετά να αμφισβητήσει και να ελέγξει τους ισχυρισμούς της Καθ’ ης η Αίτηση 2.
Είναι η εισήγηση τους όπως η Καθ’ ης η Αίτηση αντεξεταστεί ως προς την παράγραφο 2 της ένορκης της δήλωσης. Είναι θέση του Ενάγοντα ότι ουδέποτε συμφωνήθηκαν αυτά που ισχυρίζεται η ενόρκως δηλούσα και δεν συμπεριλήφθηκαν στη συμφωνία ενοικίασης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις ρητές αναφορές στην πιο πάνω συμφωνία ότι θα ενοικιαστεί στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 το επίδικο ακίνητο ως υποστατικό 3ων υπνοδωματίων (όρος 4 της συμφωνίας). Ουδεμία άλλη χρήση συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, και θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο αν συμφωνείτο κάτι τέτοιο τόσο ουσιώδες, να αναγραφόταν στο σημείο 7 της συμφωνίας Ενοικίασης. Ο ίδιος ισχυρισμός επαναλαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα και στην παράγραφο 5, 8, 9 και 17 της ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης η Αίτηση. Ως εκ τούτου, εισηγούνται ότι προκύπτει η αναγκαιότητα να διαλευκανθεί η αλήθεια του ισχυρισμού αυτού μέσω της αντεξέτασης.
Είναι επίσης η εισήγηση τους όπως η Καθ’ ης η Αίτηση αντεξεταστεί ως προς την παράγραφο 3 της ένορκης της δήλωσης της ως προς τον ισχυρισμό περί της έγκρισης του Ενάγοντα να γίνουν ενέργειες στο ενοικιαζόμενο υποστατικό, ώστε να είναι κατάλληλο για λειτουργία παιδοκομικού σταθμού. Ουδέποτε δόθηκε τέτοια συγκατάθεση από τον Ενάγοντα.
Εισηγούνται, επίσης όπως η Καθ’ ης η Αίτηση αντεξεταστεί ως προς τον ισχυρισμό της παραγράφου 4 της ένορκης της δήλωσης της ότι δεν συνεργαζόταν ο Ενάγοντας για την υπογραφή και εξασφάλιση της πολεοδομικής άδειας για τη λειτουργία του σταθμού. Είναι σαφής η θέση του Ενάγοντα ότι ουδεμία έγκαιρη ειδοποίηση είχε πριν τερματιστεί η συμφωνία την 01.09.2022 και εν πάση περιπτώσει ουδεμία υποχρέωση είχε ο Ενάγοντας, δυνάμει των συμφωνηθέντων, να συνεργαστεί σε κάτι τέτοιο. Είναι θέση του Ενάγοντα ότι οιαδήποτε μεταγενέστερη του τερματισμού της ενοικίασης τυχόν ειδοποίηση για υπογραφή σχετικών αδειών, θεωρείτο πλέον κενή νοήματος με γνώμονα ότι είχε ήδη τερματιστεί η συμφωνία ενοικίασης και ότι αφ’ ης στιγμής δεν συμφωνήθηκε οτιδήποτε άλλο, μόνο αν το επιθυμούσε θα έδιδε τη συγκατάθεση ο Ενάγοντας για οτιδήποτε δεν συμφωνήθηκε ρητά.
Ζητούν να αντεξεταστεί η Καθ’ ης η Αίτηση ως προς την παράγραφο 6 της της ένορκης δήλωσης της σε συνδυασμό με την παράγραφο 5 ως προς τον ισχυρισμό της ότι τα πιστοποιητικά που εξασφαλίστηκαν είναι επαρκή για να διαβεβαιώσουν την ασφαλή λειτουργία του σταθμού. Είναι επομένως αναγκαίο να αντεξετασθεί η Καθ’ ης η Αίτηση 2 κατά πόσον όντως επαρκεί από μόνη της η εξασφάλιση των εν λόγω πιστοποιητικών, για την ασφαλή λειτουργία ενός σταθμού, όπως ισχυρίζεται ή κατά πόσο το εν λόγω θέμα θα αποφασισθεί, στα πλαίσια της τελικής έκδοσης του πιστοποιητικού λειτουργίας δυνάμει του περί Ιδιωτικών Σχολείων Νόμου του 2019 (147(I)/2019) που απαιτείται για τη νόμιμη λειτουργία ενός σταθμού. Η αναγκαιότητα να αντεξεταστεί επί του εν λόγω ισχυρισμού της η Καθ’ ης η Αίτηση 2 σχετικά με τα επισυνημμένα πιστοποιητικά, αναδεικνύεται σύμφωνα με τη θέση της ομνύουσας ενόψει της ρητής αναγραφής σε ορισμένα από τα πιστοποιητικά που επισυνάπτονται στο τεκμήριο 2 της Ε.Δ. της Καθ’ ης η Αίτηση ότι «δεν δεσμεύουν οποιαδήποτε αρχή να εκδώσει τις αναγκαίες άδειες». Υπάρχει συνεπώς αντίφαση η οποία χρήζει αντεξέτασης.
Ζητούν να αντεξεταστεί η Καθ’ ης η Αίτηση ως προς την παράγραφο της ένορκης δήλωσης της ως προς τον ισχυρισμό της ότι ο Ενάγοντας δεν έχει δείξει ποιο είναι ακριβώς το στοιχείο του κατεπείγοντος. Θα ερωτηθεί, συνεπώς, μέσω της αντεξέτασης κατά πόσο αντιλήφθηκαν οι Καθ’ ων η Αίτηση ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος εντοπίζεται στο γεγονός ότι αφ’ ης στιγμής λειτουργεί ένας παιδοκομικός σταθμός, παράνομα, χωρίς το τελικό πιστοποιητικό λειτουργίας του, στα πλαίσια έκδοσης του οποίου εξετάζονται όλα τα αναγκαία πιστοποιητικά ασφάλειας, τότε, είναι εξ ολοκλήρου και άμεσα και σε όλους τους τομείς, επικίνδυνος ο παράνομος αυτός σταθμός για τα παιδιά που προσέρχονται σ’ αυτόν, αφού δεν ελέγχθηκε και δεν αποφασίσθηκε αρμοδίως ότι είναι ασφαλής.
Ζητούν να αντεξεταστεί η Καθ’ ης η Αίτηση ως προς την παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης της ως προς τον ισχυρισμό για την ανεπανόρθωτη βλάβη που ισχυρίζεται ότι θα υποστεί με ρητή αναφορά ότι αν κλείσει η επιχείρηση θα μείνουν εκτεθειμένα και χωρίς σχολείο τα παιδιά. Ουδεμία αναφορά υπάρχει από την Καθ’ ης η Αίτηση 2, παρόλο που μνημονεύεται ρητά στις παραγράφους 29 και 30 της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα το γεγονός ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 1 λειτουργεί σίγουρα και δεύτερο παιδοκομικό σταθμό στον Δήμο Αραδίππου οπότε θα μπορούσε να συνεχιστεί εκεί η φοίτηση των παιδιών που φοιτούν στον επίδικο παράνομο και επικίνδυνο παιδοκομικό σταθμό. Είναι αναγκαία σύμφωνα με τη θέση τους η αντεξέταση και επ’ αυτού του σημείου για να διαφανεί κατά πόσο οι Καθ’ ων η Αίτηση, με την απόκρυψη τέτοιας ουσιώδους παραμέτρου με ουσιώδη επενέργεια στα επίδικα θέματα, δεν προσέρχονται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια αλλά μεθοδευμένα προσπαθούν να διαμορφώσουν την εσφαλμένη εντύπωση της ανεπανόρθωτης βλάβης τους.
Για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται σε σχέση με την παράγραφο 4 πιο πάνω ζητείται να αντεξεταστεί η Καθ’ ης η Αίτηση ως προς την παράγραφο 17 της ένορκης δήλωσης της στην οποία επαναλαμβάνεται ο ισχυρισμός περί άρνησης του Ενάγοντα να υπογράψει για να λειτουργήσει ο παιδοκομικός σταθμός, για να καταδειχθεί ότι ψεύδεται.
Είναι θέση του Ενάγοντα συνεπώς και θα πρέπει να απαντήσει αντεξεταζόμενη η Καθ’ ης η Αίτηση 2, ότι το ουσιώδες επίδικο ζήτημα της επίδικης αίτησης είναι ότι λειτουργεί παράνομα και επικίνδυνα ένας παιδοκομικός σταθμός, αφού λειτουργεί χωρίς να εξετασθεί από την αρμόδια αρχή η ασφάλεια και επάρκεια των εγκαταστάσεων εντός αυτού ώστε να φοιτούν με ασφάλεια τα παιδιά που προσέρχονται. Γι’ αυτό ακριβώς ζητείται το προσωρινό διάταγμα και σ’ αυτό ακριβώς το επίδικο ζήτημα της επίδικης αίτησης, ουδεμία ουσιώδη επενέργεια έχει αντικειμενικά αν υπήρξε ή όχι άρνηση από τον Ενάγοντα για να εκδοθούν οι αναγκαίες άδειες για νόμιμη λειτουργία. Το μόνο ουσιώδες είναι ότι λειτουργεί παράνομα ένας παιδοκομικός σταθμός, ότι ουδέποτε εξετάσθηκε για την ασφάλειά του από την αρμόδια αρχή και γι’ αυτό πρέπει να τερματιστεί η λειτουργία του, προσωρινά τουλάχιστον, μέχρι να διερευνηθούν όλα τα άλλα επίδικα ζητήματα που αφορούν την κυρίως απαίτηση και διεκδικούμενη θεραπεία, πρωτίστως για την ασφάλεια των παιδιών που φοιτούν εκεί μέχρι την οριστική εκδίκαση.
Είναι σημαντικό, σύμφωνα με τον Αιτητή στο παρόν στάδιο να αντεξετασθεί η Καθ’ ης η Αίτηση 2 για τους ισχυρισμούς της που περιλαμβάνονται στην Ε.Δ. της ούτως ώστε να αποκρυσταλλωθεί η αλήθεια ενώπιον του Δικαστηρίου και να αντιμετωπισθεί το κατεπείγον ζήτημα που εγείρεται με την αίτηση. Είναι αναγκαία η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων προκειμένου να μην μείνουν αναντίλεκτοι οι ψευδείς και αναληθείς ισχυρισμοί της Καθ’ ης η Αίτηση και να μην μπορούν να αμφισβητηθούν στα πλαίσια της ακρόασης.
Όλα τα πιο πάνω αποτελούν σύμφωνα με την ομνύουσα καλό λόγο, εξαιρετικές περιστάσεις και ιδιαίτερα περιστατικά για την έγκριση της Αίτησης ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει γνώση όλων των γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση.
Οι Εναγόμενες - Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην Αίτηση. Οι λόγοι ένστασης που προβάλλονται είναι αυτούσιοι οι ακόλουθοι:
1. Η αίτηση αντίκειται στη μονομερή αίτηση (interim order) ημερομηνίας 17/10/2022 του Ενάγοντα, αφού ουσιαστικά με το να ζητείται η αντεξέταση της Καθ’ ης η Αίτηση 2 η υπόθεση υπεισέρχεται επί της ουσίας και σε κάθε περίπτωση δεν εδράζεται πουθενά το κατεπείγον της αιτήσεως ημερομηνίας 17/10/2022.
2. Η καταχώρηση της αίτησης αντεξέτασης ημερομηνίας 05/05/2023 αποτελεί καταχρηστικό μέσο, αφού ο Ενάγοντας/Αιτητής προσπαθεί δολίως να ακουστεί η υπόθεση του επί της ουσίας, συνεπώς η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή θα καταστεί άνευ αντικειμένου.
3. Η αμφισβήτηση ουσιωδών ισχυρισμών της ενόρκου δηλώσεως της Καθ’ ης η Αίτηση 2, δεν δικαιολογούν την αλλαγή της ροής της πορείας που έχει πάρει η υπόθεση, η οποία δεν έχει αποφασιστεί ακόμη επί τελικού σταδίου όπου θα αποκρυσταλλωθούν τα δικαιώματα των Καθ’ ων η αίτηση. Επιπλέον στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 17/10/2022 το Δικαστήριο δεν καλείται να προβεί σε εξέταση και σε βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, αλλά μόνον εξετάζει για τη διακρίβωση των κριτηρίων που είναι απαραίτητα ως το άρθρο 32 Περί Δικαστηρίων Νόμο για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
4. Με τη καταχώρηση της αίτησης ημερομηνίας 05/05/2023 ο Ενάγοντας/Αιτητής επιδεικνύει εξαιρετική αργοπορία κυρίως προς την εκδίκαση της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 17/10/2022 και σε καμία περίπτωση δεν ενδείκνυται η εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων ή/και η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
5. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και/ή η έκδοση αυτού είναι ενάντια στις γενικές αρχές για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, ενώ με την Αίτηση ημερομηνίας 05/05/2023 και την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει αυτή δεν αποκαλύπτεται ικανοποιητικός λόγος με τον οποίο να δικαιολογείται η παροχή από το Σεβαστό Δικαστήριο της αιτούμενης άδειας και/ή διατάγματος για αντεξέταση. Περαιτέρω, η Αίτηση στερείται του αναγκαίου πραγματικού και νομικού υπόβαθρου για την χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος.
6. Στην αίτηση δεν διευκρινίζονται οι λόγοι γιατί το Δικαστήριο θα πρέπει να κάνει χρήση της διακριτικής του ευχέρειας για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και ούτε υπάρχουν τέτοια ιδιαίτερα και/ή εξαιρετικά περιστατικά που να επιβάλουν την έκδοση του.
7. Ο Ενάγοντας/Αιτητής καταχράται τον χρόνο του δικαστηρίου και/ή έχει αποκρύψει ουσιώδη και βασικά γεγονότα με σκοπό την παραπλάνηση και/ή εξαπάτηση του Δικαστηρίου και την ταυτόχρονη εξασφάλιση με δόλιο τρόπο τελικής θεραπείας, αφού αιτείται να ακουστεί η ουσία αποστερώντας από το Δικαστήριο την άσκηση της κρίσης του και/ή της διακριτικής του ευχέρειας επί αυτών των γεγονότων.
8. Η Ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση, είναι γενική και/ή ασαφής και/ή αναιτιολόγητη και δεν στηρίζει τους περιεχόμενους ισχυρισμούς και/ή προβάλλονται ισχυρισμοί αναληθείς ή και τέτοιοι ισχυρισμοί που σε κάθε περίπτωση αποτελούν επίδικα θέματα και αφορούν την ουσία της αγωγής και/ή ζητήματα τα οποία δεν προσφέρονται στο παρόν στάδιο προς εξέταση για σκοπούς εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης, ενώ το Δικαστήριο αν βασισθεί σε αυτούς τους ισχυρισμούς και εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, συνεπακόλουθα θα αποφασίσει επί της ουσίας της Αγωγής ενώ τέτοια γεγονότα και/ή ισχυρισμοί αποτελούν επίδικα θέματα και/ή ζητήματα επί των οποίων το Δικαστήριο θα αποφασίσει και/ή θα επιληφθεί αυτών μόνο κατά την ακροαματική διαδικασία και όχι στο παρόν στάδιο.
9. Η αίτηση του Αιτητή πάσχει νομικά και/ή είναι παράτυπη και/ή νομικά αστήρικτη και/ή νόμω και ουσία αβάσιμη και το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την Αίτηση.
10. Τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος που αιτείται οι Αιτητής θα στερήσει από τους Καθ’ ων η Αίτηση το δικαίωμα να ακουστούν στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και να παρουσιάσουν όλα τα στοιχεία προς υποστήριξη της θέσης τους και/ή στοιχεία τα οποία ο Αιτητής παραλείπει να παρουσιάσει και/ή δόλια δεν παρουσιάζει.
11. Η έκδοση και/ή απόδοση του αιτούμενου διατάγματος θα σήμαινε την ενασχόληση του Δικαστηρίου µε την ουσία της υπόθεσης, γεγονός ανεπίτρεπτο σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο.
12. Η ζημιά που θα υποστεί ο Εναγόμενος/Καθ’ ου η αίτηση από την έκδοση του διατάγματος είναι τεράστια σε σύγκριση με την ζημιά που πιθανόν να υποστεί ο Ενάγων/ Αιτητής από την μη έκδοση τους.
13. Τα όσα επικαλείται ο Ενάγοντας/Αιτητής στην αίτηση του σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του ως προωθούνται, δεν αποδεικνύουν σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής του, καθώς δεν αναφέρονται εκτενώς τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται αφού δεν έχει καταχωρηθεί ακόμα έκθεση απαίτησης.
14. Η καταχώρηση της παρούσας αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή έκδηλης κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου και/ή η παρούσα έχει καταχωρηθεί καταχρηστικά και κακόπιστα με σκοπό να εξυπηρετήσει αλλότρια κίνητρα και/ή η αίτηση είναι καταχρηστική, παραπλανητική και ανεπίτρεπτη και/ή δεν αποκαλύπτονται όλα τα πραγματικά γεγονότα ενώ ο Ενάγοντας/Αιτητής είναι αυτός που προωθεί ενδιάμεση αίτηση βασιζόμενος στο στοιχείο του κατεπείγοντος.
Η ένσταση στηρίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/60 άρθρα 29, 30 και 32, στα άρθρα 4, 5, 7, 8 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως τροποποιήθηκε, στη Δ.39 Θ.1 και 2, Δ.48 θ.1,2,3,4,8 και 9 και Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, στον περί Συμβάσεων Νόμο άρθρο 10,11, 73,143 και 181 στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο (ΚΕΦ. 148) άρθρο 37 εδάφιο 2, στο άρθρο 30 (2) και (3) του Συντάγματος, στη Νομολογία, στις αρχές της φυσικής Δικαιοσύνης, στις συμφυείς εξουσίες και την πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση φαίνονται στην ένορκο δήλωση της Βαρβάρας Δημοσθένους (ΒΔ), Εναγόμενης 2 στην αγωγή και μοναδικής ιδιοκτήτριας και διευθύντριας της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Γνωρίζει, ως αναφέρει, πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης και για όσα θέματα είναι νομικής φύσης έχει λάβει τη νομική συμβουλή των δικηγόρων τους.
Είναι η θέση της ομνύουσας ότι ο Ενάγοντας/Αιτητής λανθασμένα και παράτυπα καταχώρησε αίτηση αντεξέτασης καθότι η εξέταση των λόγων αυτών ουσιαστικά θα σήμαινε την εξέταση βασικών δεδομένων της αγωγής, στην οποία δεν έχει καταχωρηθεί ακόμα Έκθεση Απαίτησης και Υπεράσπιση. Πέραν των ως άνω η αίτηση είναι αστήριχτη αφού δεν αναγράφεται ή αναλύεται ο εξαιρετικός λόγος που ζητείται αντεξέταση της στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης. Εγείρονται γενικοί λόγοι οι οποίοι αν εξεταστούν στο παρόν στάδιο θα ακουστεί η ουσία της υπόθεσης. Προσθέτει ότι είναι ανεπίτρεπτο γεγονός και νομολογιακά αβάσιμο, να προσπαθεί ο Ενάγοντας μέσω της αίτησης να καταχραστεί το χρόνο του δικαστηρίου και να αιτείται ουσιαστικά να γίνει ακροαματική διαδικασία εφ’ όλης της υπόθεσης, προβάλλοντας μη επιτρεπτούς ισχυρισμούς. Επιπλέον, εισηγείται ότι με την αίτηση ο Ενάγοντας/Αιτητής δεν προωθεί το κατεπείγον της έκδοσης προσωρινού διατάγματος ως αυτό ζητείται στην αίτηση ημερομηνίας 17/10/2022.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Δ.39 Θ.1 που καθορίζει την εξουσία του Δικαστηρίου να επιτρέψει την αντεξέταση ενόρκως δηλούντα, έχει ως εξής:
«Upon an application evidence may be given by affidavit; but the Court or a Judge may, on the request of either party, order the attendance of the deponent for cross-examination».
Η έγκριση αιτήματος αντεξέτασης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. Annual Practice 1958 p.865, Halsbury's Laws of England 3rd ed. Vol 21 p 418,419 par. 878 και Μήλου κα. (2008)1 ΑΑΔ 280).
Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England (ανωτέρω), κάτω από τον τίτλο «Discretionary power of Court as to evidence» αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου:
«The Court has a discretionary power of acting upon such evidence as may be before it at the time, and will not allow a motion to stand over in order to enable a party to examine a witness viva voce, if it considers that the application is made in order to create delay or that there is sufficient evidence before it to enable it to deal with the motion.»
Στο Annual Practice 1958 (ανωτέρω), όπου συναντάται αντίστοιχη πρόνοια με τη δική μας Δ.39, επεξηγείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου με έμφαση στο γεγονός ότι δεν υπάρχει υποχρέωση για έκδοση τέτοιου διατάγματος.
Στην υπόθεση Μήλου (ανωτέρω), όπου εξετάστηκε θέμα απόρριψης αιτήματος για αντεξέταση με βάση τη Δ.39, Θ.1, λέχθηκαν τα εξής:
«Δεν έχει αμφισβητηθεί, και ορθά, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην εκδώσει το διάταγμα για αντεξέταση παρά τη σύμφωνη προς τούτο γνώμη και του ιδίου του καθ' ου η στην αίτηση, με δεδομένο ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.39, Θ.1 η οποία και παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της.»
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η έγκριση αιτήματος για αντεξέταση, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται αφού εξεταστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Βασικό κριτήριο, είναι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η αντεξέταση που θα πρέπει να σχετίζονται, με τις ανάγκες της υπό κρίση διαδικασίας. Με αυτή την έννοια δεν παρέχεται ευχέρεια για έγκριση αιτήματος αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα, το οποίο δεν σχετίζεται αυστηρά με τις προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος στην κυρίως ενδιάμεση διαδικασία.
Στην υπόθεση Rana Wahed Ali (αρ.1) (2004) 1Γ Α.Α.Δ. 1660, τονίστηκε ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για άδεια αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα, ασκείται πολύ σπάνια και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«Το ζήτημα της αντεξέτασης ομνύσαντος διέπεται από τον θ.1 τη Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση των κριτηρίων για τα οποία χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τα κρατούντα στην Αγγλία. Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία άδεια αντεξέτασης επί των ενόρκων δηλώσεων δίδεται πολύ σπάνια και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Η αίτηση για αντεξέταση ομνύσαντος πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους μια υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων.»
Τα θέματα επί των οποίων μπορεί να αντεξετάσει ένας διάδικος θα πρέπει να είναι περιορισμένα και προκαθορισμένα και να εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας και όχι να εκτείνονται επί οποιουδήποτε θέματος υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ή προς το σκοπό της αποδυνάμωσης της γενικότερης αξιοπιστίας ενός διαδίκου ή της ενίσχυσης της αξιοπιστίας άλλου. Η αντεξέταση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε ζητήματα τα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση του θέματος που αφορά η υπό κρίση αίτηση. Δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε επουσιώδη αδιάφορα για την εξέταση της αίτησης ζητήματα. Ούτε είναι επιτρεπτή η αντεξέταση επί θεμάτων που εκφεύγουν της ενδιάμεσης αίτησης και επεκτείνονται σε ζητήματα που αφορούν την ουσία της διαφοράς.
Στις δε περιπτώσεις έκδοσης ή οριστικοποίησης ισχύος προσωρινού διατάγματος, είναι νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν αποφασίζει την ουσία της αγωγής και πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (βλ. Adidas v. Jonitexo (1984) 1 CLR 263). Ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτή αντεξέταση σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, η οποία δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τις προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αλλά αποσκοπεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την ουσία της αγωγής.
Στην υπόθεση Κούππα ν Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.α.(2014)1(Β) Α.Α.Δ.1665 η οποία αφορούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα λέχθηκε ότι σπάνια σε αιτήσεις για προσωρινό διάταγμα δίδεται άδεια για αντεξέταση εφόσον στις διαδικασίες αυτές, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητουμένων γεγονότων και κρίση αξιοπιστίας των διαδίκων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«Θεωρούμε την πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου Δικαστή λανθασμένη. Αφενός γιατί σε διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσης δεν έχει θέση ο χαρακτηρισμός οποιουδήποτε των διαδίκων ως αναξιόπιστου και, αφετέρου, η αναφορά που γίνεται για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα της εφεσίβλητης 1 για τεκμηρίωση του κατεπείγοντος είναι τουλάχιστο ατυχής. Το κατεπείγον, πρέπει να τεκμηριώνεται εξ υπαρχής και η εικόνα που μεταδίδεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί ή αλλοιωθεί μεταγενέστερα (Stavros Georghiou & Son (Scrap Metals) Ltd v. Του πλοίου LIRA (2001) 1 Α.Α.Δ. 1220) είτε με αντεξέταση είτε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Εξάλλου στις υπό συζήτηση διαδικασίες, άδεια για αντεξέταση σπάνια δίδεται (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Rana Wahed Ali (Αρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1660 και σύγγραμμα Injunctions του David Bean, 8η έκδοση, σελ. 70-71) εφόσον στις διαδικασίες αυτές το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητουμένων γεγονότων.»
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Καθοδηγούμενη από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο θα προχωρήσω να εξετάσω την αίτηση σε συνδυασμό με τους λόγους ένστασης.
Προχωρώντας στις συγκεκριμένες παραγράφους σε σχέση με τις οποίες ο Αιτητής επιθυμεί να αντεξετάσει αναφέρω τα ακόλουθα. Η αντεξέταση που ζητείται σε σχέση με την παράγραφο 2 της Ε.Δ. της ΒΔ αναφορικά με το πραγματικό υπόβαθρο της συμφωνίας είναι αχρείαστη και αδικαιολόγητη. Στο Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση ημερ. 17/10/22 επισυνάπτεται η σχετική συμφωνία ενοικίασης. Αδυνατώ, συνεπώς, να δω τι χρήσιμο θα μπορούσε να προσφέρει η επιχειρούμενη αντεξέταση της ΒΔ σε σχέση με τους όρους της συμφωνίας. Ως λογική προέκταση των πιο πάνω και σε συνάρτηση με την δεδομένη άρνηση του Ενάγοντα ότι η συμφωνία αφορούσε την ενοικίαση του επίδικου ακινήτου ως παιδοκομικού σταθμού αχρείαστη κρίνεται και η επιχειρούμενη αντεξέταση σε σχέση με τις παραγράφους 3, 4, 5, 8, 9 και 17 της Ε.Δ. της ΒΔ. Όσον αφορά την αντεξέταση που ζητείται σε σχέση με την παράγραφο 6 της Ε.Δ. ΒΔ έχω την άποψη ότι πέραν του γεγονότος ότι αυτό αποτελεί θέμα ουσίας της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος και όχι θέμα που εξετάζεται, τίποτε δεν θα μπορούσε να προσθέσει στην υπόθεση λόγω αναρμοδιότητας της ΒΔ να τοποθετηθεί για τυχόν επάρκεια των πιστοποιητικών που αναφέρει. Η μη αναγκαιότητα αντεξέτασης επί της τελευταίας παραγράφου προκύπτει εξάλλου και από την παράγραφο 15 του ίδιου του Αιτητή στην παρούσα αίτηση με αναφορά στο περιεχόμενο των πιστοποιητικών που επισυνάπτονται στην Ε.Δ. της ΒΔ. Ερχόμενη στην παράγραφο 13, θα πρέπει να τονιστεί ότι ουδόλως ενδιαφέρει και είναι, θεωρώ, αχρείαστο και ανεπίτρεπτο να ερωτηθεί η ΒΔ κατά πόσο αντιλήφθηκε το στοιχείο του κατεπείγοντος, το οποίο δέον να σημειωθεί έχει εκλείψει εφόσον έχει διαταχθεί η επίδοση της μονομερούς αίτησης. Ούτε και η αντεξέταση που ζητείται σε σχέση με την παράγραφο 14 της Ε.Δ. ΒΔ κρίνεται θεμιτή. Όπως ο ίδιος ο Αιτητής εξάλλου αποδέχεται στην Ε.Δ. που στηρίζει την παρούσα Αίτηση η ΒΔ δεν έχει τοποθετηθεί σε σχέση με τις θέσεις του Ενάγοντα περί της ύπαρξης δεύτερου παιδοκομικού σταθμού της ΒΔ.
Καταληκτικά, οφείλω να παρατηρήσω ότι εξετάζοντας την αίτηση στην ολότητα της, αυτή εμφανώς στοχεύει στο να πλήξει την αξιοπιστία της ΒΔ αφού επιχειρείται ως αναφέρεται ευθέως, να ελεγχθούν οι ισχυρισμοί της ΒΔ ως ψευδείς και αναληθείς. Σαφώς όμως στα πλαίσια της αίτησης για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το Δικαστήριο δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταλήξει σε συμπέρασμα αξιοπιστίας του μάρτυρα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του Αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.): ………………………….
Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο