ΝΙΚΟΣ ΒΛΤ ΑΕ ν. ΑΚΟΥΑ ΣΟΛ MYTHOS TΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε. κ.α., Αρ. Αγωγής: 1182/15, 19/6/2023
print
Τίτλος:
ΝΙΚΟΣ ΒΛΤ ΑΕ ν. ΑΚΟΥΑ ΣΟΛ MYTHOS TΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε. κ.α., Αρ. Αγωγής: 1182/15, 19/6/2023

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον:  Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

                                                  Αρ. Αγωγής: 1182/15

Mεταξύ:-

ΝΙΚΟΣ ΒΑΛΤ ΑΕ

                        Εναγόντων

-και-

 

1.    ΑΚΟΥΑ ΣΟΛ MYTHOS TΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.

2.    ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΗ

3.    ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΜΠΟΥΡΝΗΣ

      Εναγόμενων

 

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 19/10/2013

 

Mεταξύ:-

ΝΙΚΟΣ ΒΛΤ ΑΕ

                        Εναγόντων

-και-

 

1.    ΑΚΟΥΑ ΣΟΛ MYTHOS TΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.

2.    ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΗ

3.    ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΜΠΟΥΡΝΗΣ

      Εναγόμενων

 

Αίτηση ημερ. 3.2.23

 

Ημερομηνία:  20.6.23

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές:  κ. Α. Σωτηρίου για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για τους Καθ΄ ων η αίτηση: κ. Γ. Διογένους για Γιώργος Διογένους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αυτή την αίτηση οι Αιτητές ζητούν:

 

Α)      Όπως το ακόλουθο νομικό σημείο ως εκτίθεται στην παράγραφο 1 της τροποποιημένης Υπεράσπισης των εναγόμενων 1 και 2, προδικαστεί και/ή αποφασιστεί από το Σεβαστό Δικαστήριο πρώτα και/ή προ της ακρόασης ολόκληρης της αγωγής.

 

          «1. Η εναγόμενη αρ. 1 εταιρεία εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι το Δικαστήριο Λάρνακας στερείται τοπικής αρμοδιότητας να εκδικάσει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή».

 

Β)    Διάταγμα που να διατάσσεται η αναστολή και/ή η απόρριψη της αγωγής λόγω ακαταλληλότητας των Κυπριακών Δικαστηρίων και ειδικότερα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσουν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και επί του ότι τα επίδικα θέματα ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Ρόδου.

 

Η αίτηση βασίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.27 Θ1-3 και Δ.29, θ.2 και Δ.48 Θεσμοί 1-9 στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, Άρθρο 21,22, στον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 44/2001 και στον Κανονισμό 1215/12 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ημερ. 12/12/2012, στις αρχές της επιείκειας, στις συμφυείς εξουσίες καθώς και στη διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα αίτηση φαίνονται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή, Εναγόμενου  2  και  διευθυντή της Εναγόμενης 1 εταιρείας στην οποία ως αναφέρει είναι  δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αποκαλύπτει, για όσα γεγονότα δεν έχει προσωπική γνώση αποκαλύπτει την πηγή των γνώσεων του ενώ για θέματα αμιγώς νομικά έχει λάβει προς τούτο νομική συμβουλή από τους δικηγόρους τους. Η Εναγόμενη 1 αποτελεί Ελληνική Ανώνυμο Εταιρεία με έδρα τη Ρόδο.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα η Ενάγουσα στις 27/4/15 του επέδωσε προσωπικά αλλά και για την εναγόμενη 1 επιστολή με θέμα «Απλήρωτες οφειλές προς την εταιρεία ΝΙΚΟΣ ΒΛΤ ΑΕ δυνάμει ιδιωτικού Συμφωνητικού εξόφλησης λογαριασμού». Στη συνέχεια, στις 7/7/2015 τους  επιδόθηκε η παρούσα  αγωγή στην οποία καταχώρησαν εμφάνιση και στην πορεία Τροποποιημένη Υπεράσπιση, αφού η Ενάγουσα με άδεια του δικαστηρίου τροποποίησε τον τίτλο της αγωγής. Οι αξιώσεις της Ενάγουσας στηρίζονται σε μία γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 26/10/2012, «Ιδιωτικό συμφωνητικό εξόφλησης λογαριασμού» όπως τιτλοφορείται, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α το οποίο επικαλείται και η Ενάγουσα στις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης (παρ. 8). Η Ενάγουσα  σύμφωνα με την παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης τροφοδοτούσε και/ή παρείχε σκυρόδεμα στον Εναγόμενο  3 για την ανέγερση ξενοδοχείων στην Ρόδο, ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 δυνάμει τιμολογίων, για την εξόφληση των οποίων ήταν υπόλογος ο Εναγόμενος 3. Ο Εναγόμενος 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο πρόσφερε υπηρεσίες στην Εναγόμενη 1, ήτοι ανέλαβε την ανέγερση των ξενοδοχείων της Εναγόμενης  1.

 

Στα πλαίσια διευθέτησης της οφειλής του Εναγόμενου  3 προς την Ενάγουσα, στις 26/10/12, υπογράφτηκε το συμφωνητικό εξόφλησης λογαριασμού το οποίο επικαλείται και η Ενάγουσα, και το οποίο εκτός των άλλων καθορίζει ως αρμόδια δικαστήρια για κάθε διένεξη των συμβαλλομένων, τα δικαστήρια της Ρόδου. Στις 12/2/13 η Δ.Ο.Ε Ρόδου, άρχισε έρευνα προκειμένου να εντοπίσει άτομα που είχαν συναλλαγές με τον Εναγόμενο 3, Ευτύχιο Μπουρνή ο οποίος όφειλε χρηματικά ποσά στο κράτος για να προβεί σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου.  Λειτουργοί της ΔΟΕ επισκέφθηκαν τα γραφεία τους  στη Ρόδο και κατά τον έλεγχο που έγινε, διαπιστώθηκε ότι για την καταχωρημένη στα βιβλία της εταιρείας τους οφειλή προς τον Εναγόμενο 3 ήτοι το συνολικό ποσό των €621.963,02 είχαν εκδοθεί επ΄ονόματι του Εναγόμενου 3 μεταχρονολογημένες επιταγές, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας του ΔΟΕ στις 13/5/13 επιδόθηκε στην Εναγόμενη 1 διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Αντίγραφο κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Β.  

 

Η Εναγόμενη 1 στις 21/5/2013 καταχώρησε στο Ειρηνοδικείο Ρόδου τη λεγόμενη «Δήλωση τρίτου» με την οποία ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε ουδεμία οφειλή προς τον Ευτύχιο Μπούρνη (Εναγόμενο 3) καθ’ ότι εξοφλήθηκε με την παράδοση επιταγών, τις οποίες ο Εναγόμενος 3 οπισθογράφησε και παρέδωσε στην Ενάγουσα. Αντίγραφο Δήλωσης τρίτου επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Γ.

 

Στη δίκη που άρχισε μετά το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε Ανακοπή ενώ η Ενάγουσα εταιρεία ΝΙΚΟΣ ΒΛΤ ΑΕ άσκησε Κύρια Παρέμβαση, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί από το Δικαστήριο ότι το ποσό που ενσωματώνουν οι επιταγές με εκδότη την Εναγόμενη 1 που δόθηκαν, στον οφειλέτη του Δημοσίου Ευτύχιο Μπουρνή, πρέπει να πληρωθούν στην ίδια. Αντίγραφο Κύριας Παρέμβασης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Δ.

 

Στις 16/3/17 το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση με την οποία επανέφερε το αίτημα του προκειμένου η Εναγόμενη 1 να υποχρεωθεί να καταβάλει προς το Δημόσιο ολόκληρο το ποσό της κατάσχεσης στο οποίο συμπεριλαμβάνετο και το ποσό το οποίο ενσωμάτωναν οι επίδικες επιταγές που οπισθογραφήθηκαν από τον Εναγόμενο 3 προς όφελος της Ενάγουσας και μάλιστα νομιμοτόκως.  Κατά τη συζήτηση της έφεσης η Ενάγουσα δεν παρουσιάστηκε.

 

Στις 19/6/19 εξεδόθη απόφαση από το Εφετείο Δωδεκανήσου με την οποία το Εφετείο επανέλαβε την Πρωτόδικη απόφαση. Η απόφαση του Εφετείου είναι εκτελεστή και το Ελληνικό Δημόσιο δια μέσου της ΔΟΕ Ρόδου βεβαίωσε το ποσό σε βάρος της εναγόμενης 1.

 

Είναι η θέση τους ότι το Δικαστήριο Λάρνακας στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή λόγω της ιδιότητας των διαδίκων, αλλά και λόγω του ότι τα πλείστα γεγονότα εξελίχθηκαν στη Ρόδο. Τόσο η Ενάγουσα, όσο και Εναγόμενη 1 είναι εταιρείες εγγεγραμμένες εκτός Κύπρου με έδρα τη Ρόδο και από το περιεχόμενο της συμφωνίας ημερομηνίας 26/10/2012 προέκυπτε ξεκάθαρα ότι οι συμβληθέντες συμφώνησαν ότι σε περίπτωση που προέκυπτε οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους, η εν λόγω διαφορά θα εκδικάζετο από το Δικαστήριο της Ρόδου. («Αρμόδια για κάθε διένεξη ορίζονται τα Δικαστήρια της Ρόδου»).  Θεωρεί και υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου, ότι η δίκη στη Ρόδο θα είναι λιγότερο δαπανηρή και θα επιφέρει λιγότερη ταλαιπωρία  στους μάρτυρες της Εναγόμενης αλλά και της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά και ταλαιπωρία από την εκδίκαση της υπόθεσης στη Ρόδο. Ο ίδιος προσωπικά από τις 30 μέρες εκάστου μήνα, τις 15 μέρες βρίσκεται και εργάζεται στη Ρόδο.

 

Όπως πιστεύει οι παράγοντες συνηγορούν η αίτηση τους να εγκριθεί. Όλοι οι βασικοί μάρτυρες είναι κάτοικοι Ρόδου και στην απίθανη περίπτωση, που η Ενάγουσα επιτύχει και εκδοθεί απόφαση εναντίον της Εναγόμενης 1, αυτή θα πρέπει να εκτελεστεί στην Ρόδο που είναι η έδρα της. Για τους πιο πάνω λόγους αιτούνται όπως εκδικαστεί η προδικαστική ένσταση που προβάλλεται στην Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης για να αξιολογηθεί κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή. Η θέση τους  είναι ότι δεν καταδεικνύεται η βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή του Forum non conveniens, όταν οι διάδικοι συμφώνησαν ως εφαρμοστέο δίκαιο το Δίκαιο της Ελλάδας. Ο εντοπισμός των μαρτύρων, η ευχερέστερη γενικά διεξαγωγή της δίκης και οι δαπάνες που συνεπάγονται σε μια δίκη συνηγορούν η αίτηση να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο.

 

 Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην Αίτηση.

 

Η ένσταση βασίζεται στις Δ.27 ΘΘ. 1-3, Δ.29 Θ.2, Δ.39 Δ.48 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στα άρθρα 21, 22, 29, 31, 32 και 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 30 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Κύπρου, στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ως έχει κυρωθεί στην Κύπρο, στον Κανονισμό 44/2001 ευρύτερα και ειδικότερα στα άρθρα αυτού 17 και 18, στον Κανονισμό 1215/12 ευρύτερα και ειδικότερα στα άρθρα 25 και 26, στο κοινό δίκαιο, στο δίκαιο της επιείκειας και στις εγγενείς/συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης είναι οι ακόλουθοι:

 

1.    Δεν πληρούνται οι αρχές της δικονομίας και/ή των Δ.27 και/ή Δ.29 και της νομολογίας για την προδικαστική εκδίκαση της ένστασης που εγείρεται στην παρ. 1 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ως η τελευταία έχει τροποποιηθεί.

 

2.    Η παρούσα αίτηση έχει καταχωριστεί με υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση και/ή καταχωρίστηκε αναιτιολόγητα και/ή καταχρηστικά κατά την ημερομηνία που η εν θέματι υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, τα δε δικόγραφα είχαν συμπληρωθεί από το 2016, και οι μάρτυρες για την πλευρά της Ενάγουσας, εξ Ελλάδος, παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για να μαρτυρήσουν.

 

3.    Η παρούσα αίτηση αποσκοπεί στην σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και σε στοχευμένη και επί σκοπώ καθυστέρησης της ακροαματικής διαδικασίας. 

 

4.    Όσον αφορά την εγειρόμενη ένσταση στην παρ. 1 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ήτοι πως το Δικαστήριο δεν έχει «κατά τόπον αρμοδιότητα», δεν υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο γεγονότων και/ή κοινώς παραδεκτών γεγονότων, στη βάση των δικογράφων ή άλλως πως, που να επιτρέπει την επίλυση της ένστασης προδικαστικά και έξω από την σφαίρα της ακροαματικής διαδικασίας.

 

5.    Τα γεγονότα στις έγγραφες προτάσεις της εν θέματι υπόθεσης δεν είναι παραδεκτά και/ή είναι ασαφή ή αμφισβητούμενα και συνεπώς είναι αδύνατο να αποφασισθεί προδικαστικά η ένσταση στην παρ. 1 της Έκθεσης Υπεράσπισης.

 

6.    Το αξιούμενο διάταγμα της παρούσας αίτησης υπό σημείο «Β» πάσχει δικονομικά και/ή ουσιαστικά καθότι δεν εγείρεται στην Έκθεση Υπεράσπισης ως ένσταση ή άλλως πως και/ή δεν ζητήθηκε - και δεν δύναται να ζητηθεί - η προδικαστική εκδίκαση αυτού.

 

7.    Το αξιούμενο διάταγμα της παρούσας αίτησης υπό σημείο «Β» δεν μπορεί να εκδοθεί και/ή εξεταστεί προδικαστικά καθότι τα γεγονότα στις έγγραφες προτάσεις της εν θέματι υπόθεσης δεν είναι παραδεκτά και/ή είναι ασαφή ή αμφισβητούμενα.

 

8.    Η αρχή του καταλληλότερου φόρουμ και/ή η αρχή forum non conveniens και/ή οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη βάση των ανωτέρω αρχών δεν εφαρμόζονται στην εν θέματι υπόθεση ούτε και πρέπει να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου καθότι τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν δικαιοδοσία βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

 

9.    Οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν απέσεισαν το βάρος που φέρουν και/ή δεν παρουσίασαν ικανή μαρτυρία πως η ισχυριζόμενη ρήτρα δικαιοδοσίας/συμφωνία δικαιοδοσίας που σημειώνεται ως «έγγραφο Α» στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση - και στην οποία βασίζουν τη θέση τους περί αναρμοδιότητας των Κυπριακών Δικαστηρίων (αξιούμενο διάταγμα υπό σημείο «Β» της παρούσας αίτησης) - είναι ουσιαστικά και/ή τυπικά νόμιμη κατά την έννοια της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

 

10. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 έχουν δεχθεί τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων και/ή έχουν παραστεί ενώπιον των τελευταίων και συνεπώς αποδέχθηκαν τη δικαιοδοσία τους και/ή ουδέποτε αμφισβήτησαν την διεθνή δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

11. Η ισχυριζόμενη ρήτρα δικαιοδοσίας/συμφωνία δικαιοδοσίας δεν δίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στα Δικαστήρια της Ελλάδας.

 

12. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση είναι αντικανονική και/ή παράτυπη και/ή δεν συνάδει με τον κανονισμό πολιτικής δικονομίας.

 

13.  Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση δεν συνάδει με την Δ.39 και/ή τον Θεσμό 21 αυτής.

 

14. Η νομική βάση της παρούσας αίτησης είναι γενική και/ή ασαφής και/ή πάσχει και/ή είναι λανθασμένη.

 

15. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο της Λάρνακας έχει διεθνή δικαιοδοσία (δωσιδικία) για την εν θέματι υπόθεση και κατά τόπο αρμοδιότητα κατά την έννοια του νόμου.

 

16. Η αιτία αγωγής στην εν θέματι υπόθεση δεν περιορίζεται στην παράβαση συμφωνίας αλλά περιλαμβάνει και τη μη τίμηση συναλλαγματικής και/ή επιταγών, και περί της τελευταίας δεν προωθείται κάποια προδικαστική ένσταση και/ή ένσταση για την δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

17. Η εν θέματι απόφαση, όσα προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις και τα επίδικα θέματα δεν κατατείνουν πως η πρώτη είναι «απλή» και/ή «καθαρή» και/ή δεν ενδείκνυται ν’ αποφασιστεί προδικαστικά η κατά τόπο αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

 

18. Το τεκμήριο Α στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση δεν συνιστά στέρεο υπόβαθρο επί του οποίου θα κριθεί η διεθνής δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφού το εν λόγω τεκμήριο δεν έγινε παραδεχτό μέσω των έγγραφων προτάσεων και/ή υπάρχει ασάφεια στην Έκθεση Υπεράσπισης ως τροποποιήθηκε αναφορικά με την παραδοχή του εν λόγω τεκμηρίου και/ή δεν συνιστά μέρος δέσμης εγγράφων κοινώς καταχωρισμένων ως παραδεκτών γεγονότων.

 

Η ένσταση βασίζεται σε ένορκη δήλωση του Σοφοκλή Περατικού, δικηγόρου ο οποίος ως αναφέρει εργάζεται στο Δικηγορικό Γραφείο Γεώργιος Διογένους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. το οποίο αντιπροσωπεύει την Ενάγουσα και ορκίζεται την παρούσα καθότι οι αντιπρόσωποι της Ενάγουσας διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά εκεί και συνεπώς δεν είναι εφικτό για αυτούς να παρευρεθούν στην Κύπρο, καθώς επίσης πλείστα εγειρόμενα ζητήματα είναι νομικής φύσης. Είναι δε εξουσιοδοτημένος από την Ενάγουσα να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

Γνωρίζει τα γεγονότα που αναφέρει προσωπικά από την μελέτη των εγγράφων και του φακέλου της υπόθεσης και για αυτά που δεν γνωρίζει προσωπικά τυγχάνει ενημέρωσης από την Ενάγουσα και δη τον αντιπρόσωπο αυτής κο Μαστρογιαννάκη. Για τις αναφερόμενες νομικές θέσεις, έχει ίδια γνώση και δέχεται συμβουλή από τους δικηγόρους της Ενάγουσας.

 

Δέχεται το περιεχόμενο των παραγράφων 1-4 στην ένορκη δήλωση του κου Παναγή (στο εξής η «ΕΔ Παναγή»)  και αναφέρει ότι ο Εναγόμενος 2 είναι κύπριος πολίτης και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο είχε και έχει την διαμονή του στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην επαρχία Λάρνακας.

 

Δέχεται την παράγραφο 5 της ΕΔ Παναγή και αναφέρει επίσης πως, όπως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου, αφενός η εμφάνιση των Εναγόμενων 1 και 2 ήταν χωρίς διαμαρτυρία (unconditional) και αφετέρου οι Εναγόμενοι 1 και 2 ουδέποτε ήγειραν ένσταση μέσω της Υπεράσπισης τους και ακολούθως της Τροποποιημένης Υπεράσπισής τους για την διεθνή δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Αντιθέτως, το μόνο που ισχυρίζονται είναι πως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στερείται κατά τόπο αρμοδιότητας, θέση με την οποία διαφωνεί η Ενάγουσα αφού με το δικόγραφο της Απάντησης αυτή αναφέρει πως «το Δικαστήριο Λάρνακας σε καμία περίπτωση δεν στερείται τοπικής αρμοδιότητας να εκδικάσει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή». Η διαφορά των δύο είναι εμφανής και για τους Εναγόμενους 1-2 αφού στην αίτηση ημερ. 3/2/2023 περιέχονται δύο διαφορετικά αιτητικά, ήτοι το υπό Α) για την προδικαστική εκδίκαση της ένστασης περί της κατά τόπο αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου και το υπό Β) για την έλλειψη της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Σημειώνει δε πως η αίτηση ημερ.3/2/2023 καταχωρίστηκε αφού με οδηγίες του Δικαστηρίου θα άρχιζε η ακροαματική διαδικασία και ενώ η Ενάγουσα ήταν έτοιμη για να ξεκινήσει η ακρόαση, ήτοι είχαν έρθει προς υποστήριξη της υπόθεσης της κάποιοι από τους μάρτυρες εξ Ελλάδος. 

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα κατά ή περί τα έτη 2011-2013, η Ενάγουσα τροφοδοτούσε ή/και παρείχε σκυρόδεμα στον Εναγόμενο Αρ. 3 για την ανέγερση ξενοδοχείων που  βρίσκονται στη Ρόδο και αποτελούν ιδιοκτησία της Εναγόμενης 1 ή και του Εναγόμενου 2. Ως εκ των ανωτέρω, η Ενάγουσα διατηρούσε ημερίδα λογαριασμού του Εναγόμενου 3 και η συνήθης τακτική που ακολουθείτο ήταν να χρεοπιστώνονται ποσά στην εν λόγω ημερίδα λογαριασμού για την ποσότητα σκυροδέματος την οποία παρείχε στον Εναγόμενο 3, μετά την έκδοση τιμολογίων από την Ενάγουσα. Ο Εναγόμενος 3 ήταν υπεύθυνος για την χρεοπίστωση διαφόρων ποσών στην εν λόγω ημερίδα λογαριασμού, αφού πρώτα λάμβανε αυτά τα ποσά από την Εναγόμενη 1, για τις οικοδομικές υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε, ήτοι την ανέγερση ξενοδοχείων. Ο συνήθης τρόπος πληρωμής των πιο πάνω υπηρεσιών ήταν να εκδίδονται τιμολόγια από την Ενάγουσα εταιρεία και κάθε τακτά χρονικά διαστήματα ο Εναγόμενος 3 απευθυνόταν στους  Εναγόμενους 1 και 2 όπου οι τελευταίοι έκδιδαν επιταγές επ’ ονόματι του Εναγόμενου 3 για το οφειλόμενο ποσό στους Ενάγοντες,  και έπειτα ο Εναγόμενος 3 τις   οπισθογραφούσε προς όφελος των Εναγόντων.  

 

Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας των Εναγόντων με τον Εναγόμενο 3, παρατηρήθηκε ότι εκκρεμούσε απλήρωτο το ποσό των €220.000 δυνάμει των τιμολογίων που καταγράφονται στην παρ. 6 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης.

 

Αρχικά, ο Εναγόμενος 3 πρότεινε στην Ενάγουσα να λάβει πληρωμή για τις πιο πάνω υπηρεσίες της σε είδος, ήτοι με την παραχώρηση και/ή μεταβίβαση ακινήτου αξίας €220.000, το οποίο θα δινόταν από εταιρεία συμφερόντων του Εναγόμενου  2 προς τον Εναγόμενο  3 ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσέφερε ο Εναγόμενος  3 στον Εναγόμενο 1 στην ανέγερση του ξενοδοχείου στην Ρόδο.  Η Ενάγουσα δεν αποδέχθηκε την εν λόγω πρόταση και ζήτησε όπως το οφειλόμενο ποσό εξοφληθεί με την καταβολή μετρητών.

 

Ως εκ των ανωτέρω, κατά ή περί τις 26/10/2012, η Ενάγουσα, δια μέσω του νόμιμου αντιπροσώπου της υπέγραψε μαζί με τον Εναγόμενο 2, Ιδιωτικό Συμφωνητικό Εξόφλησης Λογαριασμού, στα γραφεία του Εναγόμενου 2 στην Λάρνακα. Η εν λόγω συμφωνία ετοιμάστηκε από τον Εναγόμενο 2 και αφού ο τελευταίος κάλεσε τον αντιπρόσωπο των Εναγόντων να έρθει στην Κύπρο υπογράφτηκε η πιο πάνω συμφωνία Τεκμήριο Α στην ΕΔ. Παναγή. Αυτό έχει αναφερθεί στις άλλες υποθέσεις ήτοι τις δύο ποινικές 1836 και 1837/2015. Σημειώνει ότι το γεγονός πως  η συμφωνία υπογράφτηκε στην Κύπρο το επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο κύριος Παναγή στα πλαίσια των πιο ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων. Επιπλέον σημειώνει ότι στην υπεράσπιση των Εναγόμενων ψευδώς δεν αποδέχονται ότι η συμφωνία υπογράφτηκε στην Κύπρο και δη στη Λάρνακα. Περαιτέρω σημειώνει ότι μέσα από την ΕΔ. Παναγή, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, δεν αναφέρθηκε πουθενά ότι η συμφωνία υπογράφτηκε στην Κύπρο, προφανώς σκόπιμα. Στην συνέχεια η εν λόγω συμφωνία υπογράφτηκε από τον  Εναγόμενο  3.

 

Ρητοί και/ή εξυπακουόμενοι όροι του Ιδιωτικού Συμφωνητικού ήταν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι:

 

α) Επειδή, ο Εναγόμενος  3 και Χαράλαμπος Μπουρνής οφείλουν συνολικά το ποσό των €220.000 προς την Ενάγουσα.

 

β)  Επειδή ο Εναγόμενος 3 και Χαράλαμπος Μπουρνής αποδέχτηκαν όπως, έναντι των εργασιών τους σε έργα εταιρειών συμφερόντων του Εναγόμενου 2,  λάβουν πληρωμή σε είδος, ήτοι ακίνητο αξίας €220.000 από εταιρεία συμφερόντων του Εναγόμενου  2.

 

γ) Επειδή, οι κ.κ. Εναγόμενος 2 και Ιωάννης Μαστρογιαννάκης (νόμιμος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας) συγκατατίθενται όπως, λόγω των αρνητικών τρεχουσών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά της Ελλάδος, αντί της πληρωμής σε είδος (ακίνητο) η Ενάγουσα να λάβει το ποσό των €142.000 σε μεταχρονολογημένες επιταγές ως η συνημμένη κατάσταση στο εν λόγω Ιδιωτικό Συμφωνητικό για πλήρη και τελεία εξόφληση των €220.000, ήτοι δηλαδή ότι ο Ενάγοντας θα παραχωρήσει έκπτωση €78.000 στον Εναγόμενο  1 χωρίς αυτό να γεννά υποχρέωση στον Εναγόμενο  1 ή των εταιρειών του έναντι του Εναγόμενου 3 και Χαράλαμπου Μπουρνή αλλά ούτε και των τελευταίων προς την Ενάγουσα.

 

Ως εκ των ανωτέρω, κατά ή περί τις 26/10/2012 στην Επαρχία Λάρνακας, μετά την υπογραφή του Ιδιωτικού Συμφωνητικού, ο Εναγόμενος 2 εξέδωσε μεταχρονολογημένες επιταγές, συνολικά ανερχόμενες στο ποσό των €142.000 προς όφελος του Εναγόμενου 3 και στην παρουσία του αντιπροσώπου της Ενάγουσας υπό της Συνεργατικής Πιστωτικής εταιρείας Κοντέας σε σχέση με την αποπληρωμή των τιμολογίων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης.

 

Περαιτέρω, κατά ή περί τις 26/10/2015, οι εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν και υπογράφτηκαν από τους Εναγόμενους 1 και 2  προς όφελος του Εναγόμενου 3, στην παρουσία του αντιπροσώπου της Ενάγουσας και ακολούθως παραδόθηκαν σε αυτόν από τον Εναγόμενο 2. Στη συνέχεια, ο κ. Ιωάννης Μαστρογιαννάκης παρέδωσε τις επιταγές στον Εναγόμενο  3, ο οποίος αφού τις οπισθογράφησε προς όφελος της Ενάγουσας τις παρέδωσε πίσω στον κ. Ματρογιαννάκη. Ως εκ τούτου η Ενάγουσα παρέλαβε τις εν λόγω επιταγές και εξέδωσε αποδείξεις πληρωμής τις οποίες παρέδωσε στον Εναγόμενο 3. Κατά τον χρόνο πληρωμής των επιταγών, αυτές δεν τιμήθηκαν είτε λόγω ανάκλησης τους από τον εκδότη της επιταγής είτε γιατί τα υπόλοιπα ήταν ανεπαρκή είτε γιατί η επιταγές ήταν ακάλυπτες, παρόλο που είχαν παρουσιαστεί δεόντως επί του Τραπεζικού Ιδρύματος όπου εκδόθηκαν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

 

Αναφορικά με τις παραγράφους 9 έως και 16 της ΕΔ Παναγή, αναφέρει πως το περιεχόμενο τους συνιστά επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής, ήτοι δεν είναι παραδεκτά δια των εγγράφων προτάσεων / δικογράφων και άρα θα επιλυθούν και θα αποφασισθούν από το Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία και δεν μπορούν να επιλυθούν έξω από αυτήν.  Επιπλέον αναφέρει ότι εάν ακόμα αυτά ληφθούν υπόψη αυτά αφορούν την Εναγόμενη 1 αφού όλες οι διαδικασίες που αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους εμπλέκεται το δημόσιο και η Εναγόμενη 1 και όχι ο Εναγόμενος 2 . Τονίζει ότι ο Εναγόμενος 2 υπόγραψε το ιδιωτικό συμφωνητικό υπό την προσωπική του ιδιότητα και όχι εκ μέρους της Εταιρείας Εναγόμενης 1. Παράλληλα τονίζει ότι οι επιταγές που είχε δώσει εκδόθηκαν από Κυπριακό λογαριασμό Κυπριακής Τράπεζας ήτοι της ΣΠΕ ΚΟΝΤΕΑΣ και ως εκ τούτου στα πλαίσια αυτά έχουν ήδη δικαστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας  οι υποθέσεις με αριθμό 1836 και 1837/2015. Την παρούσα φάση εκκρεμεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου έφεση στην υπόθεση 1836/2015.

 

Σε σχέση με την παράγραφο 16 της ΕΔ Παναγή αναφέρει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν στερείται δικαιοδοσίας, αντιθέτως απολαμβάνει τέτοια, να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση, στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών/εγγράφων προτάσεων. Αναφέρει επίσης πως (α) οι περιγραφόμενοι παράγοντες στην παράγραφο 16 της ΕΔ Παναγή όπως φέρ’ ειπείν η δαπάνη και η ταλαιπωρία των μαρτύρων δεν διαδραματίζουν ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου αφού η διεθνής δικαιοδοσία (δωσιδικία) αυτού καθορίζεται με την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία και (β) οι Εναγόμενοι 1 και 2 έχουν δεχθεί την δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Λάρνακας μέσω της συμπεριφοράς τους και των διαβημάτων που έκαναν στο πλαίσιο της εν θέματι υπόθεσης, καθώς και λόγω του ότι μέχρι και την καταχώριση της παρούσας αίτησης ημερ.3/2/2023 ουδέποτε ήγειραν νωρίτερα ένσταση για την διεθνή δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Επιπλέον αναφέρει ότι μέσα στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, θα καλεστούν μάρτυρες που βρίσκονται στην Κύπρο όπως τραπεζικοί υπάλληλοι και ο Πρωτοκολλητής Λάρνακας προκειμένου να δώσουν μαρτυρία σε σχέση με την παρούσα υπόθεση. Πρόσθετα τονίζει ότι η παρούσα αγωγή βασίζεται τόσο στην παράβαση σύμβασης εναντίον του Εναγόμενου 2 και στις απλήρωτες επιταγές Εναντίον της Εναγόμενης  1 που έχουν εκδοθεί δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας . 

 

Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση, χωρίς οι δύο πλευρές να προβούν σε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου  και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει.

 

Αποτέλεσε βασικό και ουσιαστικά μοναδικό επιχείρημα των Αιτητών ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 25(1) του Ε.Κ.1215/12  το οποίο προσδίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στο Δικαστήριο της Ρόδου εφόσον στην επίδικη συμφωνία Τεκμήριο Α καθορίζεται ότι «Αρμόδια για κάθε διένεξη ορίζονται τα Δικαστήρια της Ρόδου». Ότι εμμέσως πλην σαφώς οι Εναγόμενοι δέχονται ότι η βάση των διαφορών τους είναι η πιο πάνω συμφωνία και ότι στη βάση της σύμφυτης του εξουσίας το Δικαστήριο θα διαγνώσει το καταλληλότερο forum υπό τις συνθήκες της υπόθεσης και μπορεί να αναστείλει την υπόθεση. 

 

Αναντίλεκτα στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο ΕΚ 1215/12  καθότι η παρούσα Αγωγή καταχωρίστηκε μετά τις 10.1.15, και συγκεκριμένα στις 24.6.15. Ο συγκεκριμένος Κανονισμός εφαρμόζεται στην Κύπρο και ως πράξη ευρωπαϊκού δικαίου υπερισχύει κάθε αντίθετης νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης του κυπριακού δικαίου, περιλαμβανομένων και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σχετική είναι η   υπόθεση Ironhold Estates Ltd v. Travelworld Vacation Ltd (2010) 1(A) A.A.Δ. 452.

 

Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω τους λόγους ένστασης που έχουν προβληθεί από τους Καθ’ ων η αίτηση σε συνάρτηση με τις πιο πάνω θέσεις των Αιτητών.

 

Είναι η θέση  των Αιτητών ότι η αρχή του καταλληλότερου φόρουμ και/ή η αρχή forum non conveniens και/ή οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη βάση των πιο πάνω αρχών δεν εφαρμόζονται στην παρούσα  υπόθεση  καθότι τα Δικαστήρια της Κύπρου έχουν δικαιοδοσία βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

 

Ο ΕΚ 1215/12, τυγχάνει εφαρμογής σε «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (άρθρο 1).  Το άρθρο 4 του ΕΚ1215/2012 το προνοεί τα ακόλουθα:

 

«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

 

Προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι ο Εναγόμενος 2 είναι κάτοικος Κύπρου. Ως έχει νομολογηθεί Δικαστήριο κράτους-μέλους που έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 4 του Κανονισμού, δεν μπορεί να αποποιηθεί τη δικαιοδοσία του, στη βάση ενστάσεως που προβάλλεται ότι άλλο Δικαστήριο, μη κράτους-μέλους, είναι καταλληλότερο, για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς (βλ. Owusu vJackson (case C-281/02) του ΔΕΕ ημερομηνίας 01/03/2005). Συνάγεται ότι όπου ένα Δικαστήριο κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί μιας υπόθεσης, αυτό το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την άσκηση της δικαιοδοσίας του επειδή άλλο δικαστήριο είναι πιο κατάλληλο (convenient forum) να επιλύσει τη διαφορά.  Στην υπόθεση Owusu αναφέρθηκε επίσης ότι το προαναφερθέν ισχύει ακόμα και αν δεν τίθεται ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας Δικαστηρίου άλλου κράτους-μέλους ή αν η επίδικη διαφορά δεν έχει κανένα άλλο συνδετικό στοιχείο με άλλο κράτος-μέλος.

 

Διαφωτιστική είναι και η  υπόθεση Hampton Advisory Group S.A., v. Bost Ad κ.ά. Πολ. Έφ. 13/2009 ημερ. 27.3.2012 στην οποία το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Περαιτέρω, όπως ορθά υποδεικνύει η εταιρεία στο περίγραμμα της, η γνωμάτευση αυτή παρέλειψε να αναφέρει ότι η Βουλγαρία αποτελεί κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2007 και παρέλειψε να λάβει υπόψιν τον Κανονισμό 44/2001, περιλαμβανόμενης και της απόφασης Owusu vJacksonτου Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία τονίστηκε το επιτακτικό της πρόνοιας του άρθρου 2 του Κανονισμού 44/2001 και ότι οι συντάκτες της Σύμβασης των Βρυξελλών δεν πρόβλεψαν για εξαίρεση στη βάση του forum non conveniens. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ζητήματα δικαιοδοσίας Δικαστηρίου ρυθμίζονται με το δικαιοδοτικό Νόμο και τη ρητή γραπτή συμφωνία των μερών ».

 

Επίσης στην  υπόθεση ΤΗΕ CYPRUS PHASSOURI PLANTATIONS CO LTD ν. HAPAG-LLOYD AG, Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 38/2016, ECLI:CY:AD:2018:D299, ημερ.21/6/18 ECLI:CY:AD:2018:D299, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

 

«Σε κάθε περίπτωση ο κανόνας της κατοικίας του εναγόμενου εφαρμόζεται υποχρεωτικά ως βάση διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε κάθε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τουΑκόμα και εκεί όπου η διαφορά εμφανίζει συνδετικά στοιχεία με τρίτο κράτος, απαγορεύεται σε Δικαστήριο κράτους μέλους να αποποιηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία του με το σκεπτικό ότι Δικαστήριο μη συμβαλλόμενου κράτους είναι καταλληλότερο για την εκδίκαση της διαφοράς.»

 

Σε συμφωνία με τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ΄ ων η Αίτηση ανέφερε, μόνο στις περιπτώσεις που καθορίζονται στον εν λόγω Ευρωπαϊκό Κανονισμό μπορεί Δικαστήριο Κράτους Μέλους στην επαρχία του οποίου διαμένει ο Εναγόμενος, να αρνηθεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του προς όφελος δικαιοδοσίας άλλου Δικαστηρίου Κράτους Μέλους (αποκλειστικής δικαιοδοσίας που καθορίζονται στο άρθρο 24 ή στις περιπτώσεις Ειδικής Δικαιοδοσίας που απαριθμούνται στο Τμήμα 2 του Κανονισμού). Οι παράγοντες που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση Παναγή, στη βάση των οποίων στηρίζεται το αιτητικό Β της Αίτησης, όπως το γεγονός ότι η Ενάγουσα και η Εναγόμενη 1 έχουν την έδρα τους στην Ρόδο, ότι οι βασικοί μάρτυρες είναι κάτοικοι Ρόδου κ.λ.π. συνιστούν παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με το forum non conveniens και δεν αναιρούν τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου η οποία ως προαναφέρθηκε καθορίζεται με βάση την κοινοτική νομοθεσία.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται επίσης ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 έχουν δεχθεί τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων και/ή έχουν παραστεί ενώπιον των τελευταίων και συνεπώς αποδέχθηκαν τη δικαιοδοσία τους και ουδέποτε αμφισβήτησαν την διεθνή δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Για τους σκοπούς της παρούσας, μας ενδιαφέρει η εξαίρεση του άρθρου 25 στις περιπτώσεις που καθορίζεται συμβατική ρήτρα δικαιοδοσίας μεταξύ συμβαλλομένων. Το άρθρο 25.1 που προσδιορίζει την πιο πάνω ρήτρα με τον όρο «παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», έχει ως εξής:

 

1.    Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσίας είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 26 :

 

«Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24.»

 

Καθοδηγητικό για τις πρόνοιες που εδώ ενδιαφέρουν είναι το σύγγραμμα των Chesire, North & Fawcett, Private International Law, 15η έκδοση. Στη σελίδα 226 υπό τον υπότιτλο «Prorogation of jurisdiction» αναφέρονται τα εξής:

 

«Jurisdiction selected by the parties may take the form of either an agreement on jurisdiction (Article 25), or the defendant’s submission to the forum by appearing before its courts (Article 26). In both cases the Brussels I Recast respects the wishes of the parties, subject to exclusive jurisdiction under Article 24 which trumps jurisdiction under Article 25 and 26. Article 26 is in practice hierarchically superior to Article 25, because submission essentially constitutes a waiver of any prior rights under a jurisdiction agreement and so will be considered first».

 

Στον υπότιτλο «(a) Submission to the forum» αναφέρονται στη συνέχεια τα ακόλουθα (στην σελ. 226 – 228):

 

«Article 26 provides that “a court of a Member State before which a defendant enters an appearance shall have jurisdiction”. This means that where the defendant submits to the courts of a Member State, he will give those courts jurisdiction even though they would not otherwise have had it under the Brussels I Recast, and regardless of whether there is any connection between the parties or their dispute and that Member State. Once the defendant has submitted, this covers the whole of the proceedings, including any earlier orders or decisions in the proceedings. Because of the lis pendens rules under the Brussels I Recast, the effect of the submission to a particular court is to give that court exclusive jurisdiction- once a Member State court has been seized of the dispute, no other Member State court may hear it.

For Article 26 to apply there are two conditions. First, it is strongly arguable that in principle the defendant must be domiciled in a Member State. There is nothing in the wording of Article 26 to indicate that it is intended to apply regardless of domicile.

Secondly, the defendant must enter an appearance before a court of a Member State. The Brussels I Recast does not define the meaning of entering an appearance. According to the Jenard Report, referring to the Brussels Convention, it will be for the Court seized of the proceeding to determine this in accordance with its own procedure, although the Court of Justice has suggested that this is subject to EU limitations.

 

There are two limits on the application of Article 26.

 

First, Article 26 does not apply where the appearance was entered to contest jurisdiction. The defendant must be extremely careful as to how he conducts his defence where proceedings are commenced against him in a Member State. When the defendant enters an appearance and fights the action on its merits (eg denies he is in breach of contract), the court of the Member State before which he appears will have jurisdiction. Where the defendant merely denies that the court of a Member State has jurisdiction over him (eg he points out that it is using a traditional exorbitant basis of jurisdiction against him and that it is prohibited by the Brussels I Recast), the court of the Member State before which he appears will not have jurisdiction. A defendant does not submit to the jurisdiction of the English court merely by acknowledging service and applying to stay the action.

 

 

Secondly, Article 26 also does not apply where another court has exclusive jurisdiction by virtue of Article 24. The Court of Justice has confirmed that Article 26 is not, however, subject to Article 25 by holding that an appearance under Article 18 of the Brussels Convention (Article 26 of the Brussels I Recast) overrides an agreement conferring jurisdiction under Article 17 of the Convention (Article 25 of the Brussels I Recast). This is only right and proper; both Article 25 and Article 26 are dealing with selection of jurisdiction by the parties and a later selection by appearance should take precedence over an earlier selection by agreement. Submission under Article 26 thus equally establishes jurisdiction even if there is an exclusive jurisdiction agreement in favour of the courts of a non-Member State.»   

 

Στην απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Elefanten Schuh Gmbh v. Pierre Jacqmain (case 150/80) ημερ. 24.6.1981 ερμηνεύτηκε το άρθρο 18 της Συνθήκης των Βρυξελλών το οποίο έχει αναπαραχθεί με το άρθρο 24 του Κανονισμού 44/2001 (τώρα άρθρο 26 του Κανονισμού 1215/12). Αποφασίστηκε ότι το άρθρο 18:

 

«. must be interpreted as meaning that the rule on jurisdiction which that provision lays down does not apply where the defendant not only contests jurisdiction but also makes submissions on the substance of the action, provided that, if the challenge to jurisdiction is not preliminary to any defence as to the substance, it does not occur after the making of the submissions which under national procedural law are considered to be the first defence addresses to the court seized»

 

Ανάλογη προσέγγιση ακολούθησε και το ΔΕΕ στην Spitzley v Sommer Exploitation SA (C48/84), με το ακόλουθο λεκτικό:

 

«There is no doubt that if a plaintiff sues in a court other than one stipulated in an agreement as to jurisdiction, within the meaning of Article 17, the other party to the agreement may as defendant submit to the jurisdiction by entering an unconditional appearance. That court then has jurisdiction (Elefanten Schuh ruling paragraph 1).»

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομικών αρχών πρωτίστως παρατηρώ ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις αποκλειστικής δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 24 του ΕΚ1215/12 ενόψει του ότι είναι εμφανές ότι δεν αφορά ακίνητη ιδιοκτησία, εταιρικά ζητήματα, εγγραφές στα δημόσια μητρώα, ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και εκτέλεση αποφάσεων.

 

Παρατηρώ περαιτέρω ότι όλοι οι διάδικοι είναι άτομα νομικά και/ή φυσικά από χώρες που είναι μέλη της ΕΕ, ήτοι την Ελλάδα και την Κύπρο ούτως ώστε να μπορεί να τύχει εφαρμογής  το άρθρο 26 του ΕΚ 1215/12. Έχω δε την άποψη ότι οι Αιτητές καταχωρώντας σημείωμα εμφάνισης ανεπιφύλακτα στις 21.7.15,  Τροποποιημένη Υπεράσπιση στις 11/2/2016, και εμφανιζόμενοι κατά την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης κατά τα τελευταία 8 χρόνια  αποδέχτηκαν την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΕΚ 1215/12 και  δεν αμφισβήτησαν τη «διεθνή δικαιοδοσία» του Δικαστηρίου εντός της έννοιας του άρθρου 26 του ΕΚ 1215/12.

 

Τείνω δε να συμφωνήσω με το συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση ότι μέσω της Υπεράσπισης τους  οι Εναγόμενοι 1 και 2  δεν προέβαλαν  ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία, αλλά αμύνθηκαν επί της ουσίας της διαφοράς και παράλληλα ήγειραν δύο ενστάσεις, η μία πως το Δικαστήριο στερείται τοπικής (και όχι διεθνούς) αρμοδιότητας και η άλλη πως η απαίτηση εγείρεται καταχρηστικά. Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση δεν παραπέμπει σε αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η οποία  θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε οι Ενάγοντες  και το Δικαστήριο να αντιλαμβάνονται αυτή την πρόθεση με την πρώτη υπεράσπιση του εναγόμενου.(Βλ. Bayerische Motoren Werke AG V Acacia Srl, C-433/16,13.7.17)

 

Τέλος, η θέση ότι, λόγω ρήτρας δικαιοδοσίας τα Δικαστήρια της Ρόδου είναι αρμόδια για την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς με βάση το άρθρο 25 του ΕΚ1215/12 είναι έκθετη σε απόρριψη. Όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω  «both Article 25 and Article 26 are dealing with selection of jurisdiction by the parties and a later selection by appearance should take precedence over an earlier selection by agreement.». Με την αποδοχή της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου στη βάση του άρθρου 26 μεταγενέστερα της όποιας συμφωνίας μεταξύ των μερών στη βάση του άρθρου 25, υπερισχύει το άρθρο 26.

 

 Έχω δε την άποψη πως αν οι Αιτητές, επιθυμούσαν να αμφισβητήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου όφειλαν να είχαν προχωρήσει με αίτηση  άμεσα  πριν ή κατά το κλείσιμο των δικογράφων ή  κατά το στάδιο των οδηγιών.  Στην προκείμενη περίπτωση το θέμα αυτό ηγέρθηκε για πρώτη φορά με την παρούσα αίτηση, 6 και πλέον χρόνια μετά που η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση για πρώτη φορά στις 20.2.17. Χρήσιμη αναφορά επί του θέματος μπορεί να γίνει στην υπόθεση   ΡΕΑΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ κ.α. ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΜΑΤΩΝ ΣΕ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 168/2010, 24/2/2016 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:  


«….Στην υπόθεση ΧʺΟικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949, υπό παρόμοιες περιστάσεις όπως στην παρούσα, κρίθηκε, ευθέως και επί τούτου, ότι η αίτηση για εκδίκαση νομικού σημείου δυνάμει της Δ.27 που καταχωρίστηκε μετά που η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση δεν μπορούσε να επιτύχει και λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, επί της αρχής ότι τέτοιες αιτήσεις καταχωρούνται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα και ότι κανονικά η προκαταρκτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες. Το έγκαιρο ως προϋπόθεση υφίσταται κατά πάγια αρχή (βλ. Annual Practice 1958, ανωτέρω και Russian Commercial and Industrial Bank, ανωτέρω) προκύπτει δε από τον ίδιο το σκοπό της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας που έγκειται στην συνοπτική και προδικαστική επίλυση της διαφοράς άπαξ και δια παντός προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων.  Τέτοιος σκοπός δεν εξυπηρετείται και, αντιθέτως, ανατρέπεται, όταν με καθυστερημένες αιτήσεις όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται η συνοπτική επίλυση της όλης υπόθεσης στο προδικαστικό στάδιο, αλλά, ως αποτέλεσμα της προδικαστικής αίτησης, στην πράξη ανατρέπεται αυτή τούτη η κανονική πορεία της δίκης.  Η ανάγκη δε για περιορισμό της υπό συζήτηση εξαιρετικής διαδικασίας στο αρχικό, υπό την παραπάνω έννοια, στάδιο, καθίσταται στις μέρες μας περισσότερο επίκαιρη και επιτακτική, λόγω της επίτασης του φαινομένου να παραμερίζεται η εκδίκαση της αγωγής, χάριν ενδιαμέσων διαδικασιών.»

 

Στη βάση όλων  των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των Αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.):  ………………………..

Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο