
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.
Αρ. αγωγής: 821/2015
Μεταξύ:
BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD
Ενάγοντες
και
1. ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
2. ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Εναγόμενοι
Αίτηση ημερ. 21.11.22 για τροποποίηση της Έκθεσης Υπεράσπισης
Ημερομηνία: 22 Μαρτίου, 2023
Εμφανίσεις:
Για Εναγόμενους – Αιτητές: κα Ε. Ασσιώτου για ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ
Για Ενάγοντες – Καθ΄ ων η αίτηση: κ. Ι. Κολιαντρής για PYRGOU VAKIS LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με αυτή την Αίτηση οι Αιτητές ζητούν Διάταγμα του Δικαστηρίου για τροποποίηση της Υπεράσπισης στην αγωγή ως εξής:
i. Δια της προσθήκης μετά την παράγραφο 34 της υπεράσπισης της κάτωθι παραγράφου:
34Α. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 1 αναφέρει ότι κατά ή περί τις 03/07/13, με επιστολή του προς τους Ενάγοντες, αναφέρθηκε στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε και εισηγήθηκε την παραχώρηση προς την τράπεζα του ενυπόθηκου ακινήτου με σκοπό την εξόφληση όλων των υποχρεώσεων του, προσωπικών και επαγγελματικών (στις οποίες ήταν εγγυητής). Ο Εναγόμενος αναφέρει επίσης ότι κατά τον χρόνο που υπέβαλε την πρόταση για παραχώρηση του ακινήτου, αυτό ήταν εκτιμημένο για το ποσό των €700.000. Λεπτομέρειες αναφορικά με την εκτιμημένη αξία του ενυπόθηκου ακινήτου θα δοθούν στην δίκη. Ο Εναγόμενος αναφέρει ότι οι Ενάγοντες απέρριψαν την πρόταση του, ισχυριζόμενοι ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά υπέρ του. Ο Εναγόμενος επέμενε στην πρόταση του για παραχώρηση του ακινήτου προς τους Ενάγοντες προς πλήρη και τελεία εξόφληση όλων των υποχρεώσεων του, χωρίς να υποβάλλει αξίωση για επιστροφή προς αυτόν οποιουδήποτε ποσού, χωρίς όμως να υπάρχει η ανάλογη συνεργασία από τους Ενάγοντες.
34 Β. Πέραν των πιο πάνω, ο Εναγόμενος αναφέρει ότι κατά ή περί τα μέσα Μαΐου 2018, είχε συνάντηση με του Ενάγοντες στα κεντρικά τους γραφεία στην Λευκωσία όπου και πάλιν εισηγήθηκε την παραχώρηση του ενυπόθηκου ακινήτου με σκοπό την εξόφληση του χρέους και των άλλων οφειλών για τις οποίες ήταν εγγυητής. Οι ενάγοντες αρνήθηκαν να συνεργαστούν. Οι Εναγόμενοι αναφέρουν πως εάν οι Ενάγοντες συνεργάζονταν και/ή επιδείκνυαν καλόπιστη συμπεριφορά και/ή αποδέχονταν την παραχώρηση του επίδικου ακινήτου, σήμερα δεν θα εκκρεμούσε καμία οφειλή τους προς αυτούς.
ii. Δια της προσθήκης μετά την παράγραφο 36 της υπεράσπισης της κάτωθι παραγράφου:
36 A. Κατά ή περί τις αρχές του 2020, οι ενάγοντες, προώθησαν την διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου και με επιστολή τους ημερομηνίας 27/02/2020 ενημέρωσαν τον εναγόμενο 1 περί της αγοράς του από τους ίδιους. Το ακίνητο εξαγοράστηκε για το συνολικό ποσό των €488.500,00, εκ των οποίων, ποσό ύψους €412.706,35 κατατέθηκε έναντι των υποθηκών Υ4844/2008, Υ5409/2009 και Υ2556/2010.
Η Αίτηση βασίζεται στους Περί Πoλιτικής Δικovoμίας Θεσμoύς Διαταγή 25 Θεσμοί 1-5, Διαταγή 48 Θεσμoί 2-4 και επί της πρακτικής και τωv γεvικώv εξoυσιώv τoυ Δικαστηρίoυ.
Τα γεγovότα στα οποία στηρίζεται η Αίτηση εκτίθεvται στηv έvoρκη δήλωση του Εναγόμενου 1 ο οποίος αναφέρει ότι γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Εναγόμενη 2 που είναι η σύζυγος του για να προβεί στην ένορκη δήλωση στην οποία προβαίνει μετά από νομική συμβουλή που έλαβε από τους δικηγόρους του που χειρίζονται την υπόθεση του.
Όπως τον πληροφόρησε ο δικηγόρος του, είναι σημαντικό να δικογραφηθούν οι πιο πάνω θέσεις τους παρόλο που υπάρχει γενική αναφορά στην Υπεράσπιση για τις δικές τους προσπάθειες αναδιάρθρωσης προκειμένου να μην τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα κατά την ακρόαση περί μη δικογράφησης των συγκεκριμένων θέσεων. Επίσης, το ζήτημα αυτό, δηλαδή το ότι είχε προσφέρει προς τους Ενάγοντες το ενυπόθηκο ακίνητο σε μια περίοδο που η αξία του υπερκάλυπτε το όποιο οφειλόμενο ποσό, είναι πολύ σημαντικό καθώς δυνατόν να επιδράσει στο τελικό υπόλοιπο που οι ενάγοντες διεκδικούν, καθώς εάν ελάμβαναν το ακίνητο από το 2013, σήμερα δεν θα τους οφείλετο κανένα ποσό.
Ως επίσης του αναφέρουν οι δικηγόροι του, η αιτούμενη τροποποίηση επιβάλλεται αφού η προσθήκη των πιο πάνω παραγράφων είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής παρουσίασης της υπόθεσης τους και απονομής της δικαιοσύνης αλλά και για να έχει το Δικαστήριο ενώπιον του όλα τα δεδομένα της υπόθεσης με τις συγκεκριμένες προσπάθειες που γίνονταν από μέρους τους με σκοπό την εξεύρεση λύσης.
Η αιτούμενη τροποποίηση σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας γίνεται καλόπιστα με σκοπό την ορθή παρουσίαση της υπόθεσης τους και δεν θα επιφέρει αδικία ή ζημιά που να μην μπορεί να αποκατασταθεί με έξοδα στους Ενάγοντες αφού δεν έχει αρχίσει ακόμη η ακρόαση της υπόθεσης και ούτε επιδιώκεται να προστεθεί κάποιος ισχυρισμός που να αλλάζει την βάση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Αντίθετα, εάν δεν προστεθούν οι αιτούμενες παραγράφοι, δυνατόν να εμποδιστούν κατά το στάδιο της ακρόασης να αναφερθούν στα συγκεκριμένα γεγονότα και αυτό να επηρεάσει την παρουσίαση της υπόθεσης τους. Για τους πιο πάνω λόγους, ως ισχυρίζεται, η αιτούμενη τροποποίηση είναι απόλυτα αναγκαία για να καταστεί δυνατή η πλήρης και ορθή παρουσίαση της υπόθεσής στο Δικαστήριο και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση – Ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση στην Αίτηση.
Η ένσταση βασίζεται στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.19, 25, 28, 39, 48 και 64, στη Νομολογία, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και στην πρακτική του Δικαστηρίου και στις αρχές τις επιείκειας.
Οι λόγοι ένστασης είναι αυτούσιοι οι ακόλουθοι:-
(α) Οι Αιτητές/Εναγόμενοι μέσω της Αίτησης τους ημερομηνίας 21/11/2022 για τροποποίηση της υφιστάμενης Υπεράσπισης τους, προβαίνουν σε κατάχρηση του χρόνου του Σεβαστού Δικαστηρίου καθώς η παρούσα αίτηση προωθήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και εφόσον το Δικαστήριο έχει ορίσει την υπόθεση για την έναρξη της Ακροαματικής Διαδικασίας.
(β) Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και/ή ανεπίτρεπτη και/ή αντίθετη και/ή κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών και της πρακτικής του Δικαστηρίου.
(γ) Η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε χωρίς να συντρέχουν καμία από τις προϋποθέσεις της Διαταγής 25 και/ή δεν στηρίζεται σε ορθή νομική βάση και/ή είναι Νόμο και ουσία αβάσιμη.
(δ) Η καταχώρηση της παρούσας αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και έκδηλη κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the Court).
(ε) Υπάρχει υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση (latches) στην υποβολή της παρούσας αίτησης με την οποία ζητείται ουσιαστικά η αντικατάσταση της υφιστάμενης Υπεράσπισης, αναφορικά με γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά και/ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στους Αιτητές/Εναγόμενους πολύ πριν από την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης τους. Δεν δίδεται καμία σοβαρή εξήγηση για την επιδειχθείσα καθυστέρηση.
(στ) Με την παρούσα αίτηση οι Αιτητές/Εναγόμενοι εισαγάγουν νέους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα να μεταβάλουν την ουσία της υφιστάμενης Υπεράσπισης με νέους αβάσιμους και/ή λανθασμένους και/ή ανυποστήρικτους ισχυρισμούς που αναπόφευκτα συνεπάγονται επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και την μετατροπή όλων των ήδη καταχωρησθέντων δικογράφων.
(ζ) Η παρούσα αίτηση έχει ως μόνο σκοπό να καθυστερήσει και/ή εκτροχιάσει και/ή δυσχεράνει και/ή επιβραδύνει την όλη διαδικασία και/ή κατά συνέπεια να παρεμποδίσει την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
(η) Καμία προϋπόθεση δεν φαίνεται στην παρούσα να πληρείται που να καθιστά απαραίτητη την τροποποίηση για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
(θ) Η παρούσα αίτηση τροποποίησης προωθείται κακή τη πίστει.
(ι) Σε περίπτωση που θα επιτύχει η παρούσα αίτηση θα επηρεασθούν δυσμενώς τα δικαιώματα των Καθ’ ων η Αίτηση – Εναγόντων και ειδικότερα θα παραβιαστεί το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη αλλά και το δικαίωμα τους να εκδικαστεί η παρούσα υπόθεση εντός εύλογου χρόνου αφού είχε ήδη προγραμματιστεί η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
(κ) Η προώθηση της παρούσας αίτησης και ειδικότερα σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας οδηγεί σε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και/ή κατασπατάληση του πολύτιμου δικαστικού χρόνου και/ή είναι κακόπιστη.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση φαίνονται στο φάκελο της δικογραφίας και στην Ένορκη Δήλωση του Παναγιώτη Παντελή ο οποίος, όπως αναφέρει είναι στην υπηρεσία των Εναγόντων, γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης, έχει στην κατοχή του το φάκελο της υπόθεσης και είναι εξουσιοδοτημένος από τους Ενάγοντες να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.
Όπως αντιλαμβάνεται αλλά και όπως τον ενημερώνουν οι δικηγόροι που χειρίζονται την υπόθεση εκ μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση – Εναγόντων, η Αίτηση είναι αντικανονική και αντίθετη προς τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή τη σχετική νομολογία.
Η αγωγή καταχωρήθηκε την 06/05/2015. Η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση των Αιτητών-Εναγομένων καταχωρήθηκε την 11/01/2016. Από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης των Αιτητών-Εναγομένων μέχρι και σήμερα έχουν παρέλθει έξι (6) χρόνια.
Όπως τον συμβουλεύουν οι δικηγόροι τους, δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις της Διαταγής 25 ήτοι δεν φαίνεται να υπάρχει οιανδήποτε εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος το οποίο οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται και θέλουν να διορθώσουν και περαιτέρω δεν φαίνεται να προέκυψαν νέα γεγονότα και/ή να ήταν μην ήταν υπαρκτά σε αυτούς κατά την καταχώρηση της παρούσας αγωγής και/ή της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους. Αντιθέτως με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές/Εναγόμενοι προσπαθούν να προσθέσουν ισχυρισμούς οι οποίοι ήταν εις γνώση τους από την καταχώρηση της Αγωγής αλλά δεν τους συμπεριέλαβαν στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση τους. Δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστο λάθος η συμπερίληψη ισχυρισμών που ήταν εις γνώση των Αιτητών/Εναγομένων και ειδικότερα στο προχωρημένο στάδιο που βρίσκεται η παρούσα αγωγή. Ως επίσης προσθέτει, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η τροποποιημένη Διαταγή 25.
Περαιτέρω όπως τον συμβουλεύουν οι δικηγόροι του, η παρούσα Αίτηση πάσχει καθώς δεν στηρίζεται σε ορθή νομική βάση. Συγκεκριμένα, τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται οι Αιτητές/Εναγόμενοι και έλαβαν χώρα το 2013 ήταν σε γνώση τους όταν καταχωρούσαν την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους. Επίσης τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και έλαβαν χώρα το έτος 2018 δεν είναι νέα γεγονότα αλλά αποτελούν επανάληψη των γεγονότων που έλαβαν χώρα το έτος 2013. Εν πάση περίπτωση, οι Εναγόμενοι αν και εφόσον ήθελαν να διευθετήσουν τις οφειλές τους και/ή να παραδώσουν το ακίνητο στους Καθ’ ων η αίτηση/Ενάγοντες θα μπορούσαν να το πράξουν αρκετά χρόνια πριν και αυτό να ήταν δικογραφημένο δεόντως και έγκαιρα.
Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι καμία σοβαρή επεξήγηση δεν φαίνεται να δίνεται για την καθυστέρηση στη προώθηση της παρούσας Αίτησης και ειδικότερα αφού ήδη η υπόθεση έχει τροχιοδρομηθεί για την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Φαίνεται να υπάρχει υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση (latches) στην υποβολή της Αίτησης με την οποία ζητείται ουσιαστικά η προσθήκη ισχυρισμών, αναφορικά με γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά και/ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στους Αιτητές/Εναγόμενους πολύ πριν από την καταχώρηση της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους. Τόσο στην Αίτηση όσο και στην Ένορκη Δήλωση που τη συνοδεύει δεν δίδεται καμία σοβαρή επεξήγηση για την επιδειχθείσα καθυστέρηση. Η καταχώρηση της Αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και έκδηλη κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the Court).
Εισηγείται επίσης ότι οι Αιτητές/Εναγόμενοι εισαγάγουν νέα θέματα με αποτέλεσμα να μεταβάλουν την ουσία της υφιστάμενης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους, με νέους αβάσιμους και/ή λανθασμένους και/ή ανυποστήρικτους ισχυρισμούς που αναπόφευκτα συνεπάγονται επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και την μετατροπή όλων των ήδη καταχωρησθέντων δικογράφων.
Αναφέρει επίσης ότι η Αίτηση έχει ως μόνο σκοπό να καθυστερήσει και/ή εκτροχιάσει και/ή δυσχεράνει και/ή επιβραδύνει την όλη διαδικασία και/ή κατά συνέπεια να παρεμποδίσει την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Περαιτέρω καμία προϋπόθεση της Διαταγής 25, δεν φαίνεται να πληρείται που να καθιστά απαραίτητη την τροποποίηση για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και/ή δεν φαίνεται να υπάρχει εφαρμογή της τροποποιημένης Διαταγής 25 που προωθούν οι Αιτητές/Εναγόμενοι με τον ισχυρισμό του καλόπιστου λάθους.
Προσθέτει, ότι σε περίπτωση που θα επιτύχει η Αίτηση θα επηρεασθούν δυσμενώς τα δικαιώματα των Καθ’ ων η Αίτηση – Εναγόντων και ειδικότερα το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη αλλά και το δικαίωμα τους να εκδικαστεί η παρούσα υπόθεση εντός σύντομου χρόνου, αφού είχε ήδη προγραμματιστεί η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων. Στις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι υποστήριξαν τις θέσεις τους με αναφορά στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα. Έχω θέσει ενώπιον μου όσα ανέφεραν και θα σταθώ σε αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η εξουσία του Δικαστηρίου να επιτρέπει τροποποίηση δικογράφων απορρέει από τη Δ.25 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε ριζικά με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό)(Αρ.2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015. Οι διατάξεις της Δ.25 εφαρμόζονται σε αγωγές που καταχωρίστηκαν από 01.01.15 αναστέλλεται όμως η εφαρμογή τους αναφορικά και μόνο με αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 μέχρι 31.12.15. Εφόσον η παρούσα υπόθεση που είναι κλίμακας €100.000- €500.000 καταχωρίστηκε στις 6.5.2015 το καθεστώς που διέπει την εξέταση της Αίτησης αυτής είναι αυτό που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του πιο πάνω τροποποιητικού διαδικαστικού κανονισμού.
Από τη θεώρηση της νομολογίας προκύπτει ότι η τροποποίηση των δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση όπου κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών (βλ. The Annual Practice 1958, στη σελίδα 622). Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση (βλέπε IKOS CIF LTD v. Marin Coward κ.α., Πολ. Έφεση αρ. 137/13 και 138/13, απόφαση ημερομηνίας 20.3.2014). Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις όπου η τροποποίηση δυνατόν να επιφέρει βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά, η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί σε χρήμα ή εκεί όπου κρίνεται ότι ο αιτητής έχει ενεργήσει κακόπιστα (βλέπε Περικτιόνη Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704 και σύγγραμμα Bullen & Leake (121 έκδοση, Sweet & Maxwell) στη σελίδα 128). Η σύγχρονη τάση, όπως προβάλλει μέσα από τη νομολογία, είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις στις κατάλληλες περιπτώσεις ακόμα και όταν τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί σε χρήμα (Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934).
Στις περιπτώσεις όπου παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος ο αιτητής οφείλει να δίδει εξηγήσεις για τους λόγους της καθυστέρησης. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, μεγαλύτερη είναι και η ανάγκη για παροχή επαρκών εξηγήσεων, τόσο για την καθυστέρηση όσο και για την αναγκαιότητα της αιτούμενης τροποποίησης. Όπως εξηγήθηκε στην Saba & Co (Τ.Μ.Ρ.) v. Τ.Μ.Ρ. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426, η σημασία του θέματος της αιτιολόγησης της καθυστέρησης συναρτάται με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.
Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων. Στο στάδιο όμως αυτό η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου (βλέπε επίσης Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ. 33, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (πιο πάνω), Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. A.G. Leventis κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 223, Jamal Y. Khan κ.α. v. Δημοκρατίας του Πακιστάν (2011) 1 Α.Α.Δ. 1211, Kayat Trading Ltd. v. Genzyme Corporation, Πολιτική Έφεση αρ. 58/2012, απόφαση ημερομηνίας 4.3.2013, Clive Preece κ.ά. ν. Νάσου Θεοφίλου Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138 και Αρτέμιος Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστα Γρηγοριάδη και Συνεταίροι (2012) 1 Α.Α.Δ. 817).
Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Ν. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, η αγωγή καταχωρήθηκε στις 23/1/86 και η αίτηση τροποποίησης 12 χρόνια μετά. Το Εφετείο έκρινε πως υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. Έκρινε, περαιτέρω, πως υπήρξε σφάλμα αφού ο συνήγορος θα έπρεπε εξ αρχής να γνωρίζει τη δικονομική ανάγκη για την παροχή λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου. Η αίτηση για τροποποίηση εγκρίθηκε. Η εξήγηση που δόθηκε ότι ο συνήγορος τελούσε με την αντίληψη ότι δεν χρειαζόταν η έκθεση λεπτομερειών ήταν ικανοποιητική στην απουσία ένδειξης ότι η καθυστέρηση δεν ήταν καλόπιστη.
Υπό το φως των νομικών αρχών που αναφέρονται πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω τα θέματα που έχουν εγερθεί, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των δύο πλευρών.
Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης – αιτιολόγησή της
Σε σχέση με αυτό το θέμα διαφωτιστικά ήταν όσα αναφέρθηκαν στη F.B.L. v. Σιακόλα (πιο πάνω). Η καθυστέρηση προσμετρά σε συνάρτηση με το στάδιο κατά το οποίο επιχειρείται η τροποποίηση, αρχίζοντας όμως από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπιστώθηκε η ανάγκη για τροποποίηση. Με αυτή την έννοια δεν μπορώ να διαγνώσω υπέρμετρη και/ή αναιτιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους των Εναγομένων-Αιτητών. Τα γεγονότα που επιχειρούν να συμπεριλάβουν στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους διαπιστώθηκαν κατά το στάδιο προετοιμασίας της υπόθεσης για την ακρόαση. Συγκεκριμένα δεν συμπεριλήφθηκε στην Υπεράσπιση ότι ο Εναγόμενος 1 από το 2013 είχε εισηγηθεί στους Ενάγοντες την παραχώρηση προς αυτούς του ενυπόθηκου ακινήτου, παρά το ότι στο παράρτημα που συνοδεύει την ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, έχει συμπεριλάβει την εν λόγω επιστολή. Επίσης, δεν έγινε αναφορά στην συνάντηση που είχε με τους Ενάγοντες τον Μάιο 2018 όπου επανέλαβε την ίδια πιο πάνω πρόταση του για παραχώρηση του ακινήτου.
Είναι γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στην ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση οι ισχυρισμοί που επιχειρούν να προσθέσουν οι Εναγόμενοι σε σχέση με τη συνάντηση του 2013 ήταν γνωστοί σε αυτούς πριν την καταχώρηση της Αίτησης, ήταν δε γνωστοί σε σχέση με τη συνάντηση που επακολούθησε, από το 2018 και σε σχέση με την εκποίηση από το 2020. Παρατηρείται όντως ολιγωρία από τους Εναγόμενους, ωστόσο θα πρέπει να λεχθεί ότι η όποια καθυστέρηση δεν εξετάζεται μεμονωμένα από απόψεως μόνο χρονικής διάστασης αλλά θα πρέπει να συναρτάται με την γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.
Η αλήθεια της εξήγησης που δόθηκε σε σχέση με την καθυστέρηση δεν διαψεύσθηκε ή αμφισβητήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τους Καθ’ ων η αίτηση (βλ. Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (πιο πάνω). Υπό το φως των πιο πάνω και της εξήγησης που δόθηκε θεωρώ ότι πρόκειται για ειλικρινή παραδοχή αργοπορημένης διαπίστωσης γεγονότων και αδυνατώ να διαγνώσω μη καλόπιστη καθυστέρηση ή αργοπορία ή τέτοια υπέρμετρη καθυστέρηση που να ισοδυναμεί με πρόθεση πρόκλησης καθυστέρησης ή κακοπιστία. Ο χρόνος που έχει παρέλθει από το κλείσιμο των δικογράφων δεν συνιστά τέτοια καθυστέρηση που να καθιστά την Αίτηση ανεδαφική έχοντας υπόψη το ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί με έξοδα.
Η κατ’ ισχυρισμό αλλαγή της βάσης της Υπεράσπισης
Σύμφωνα με την εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση, με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιχειρείται στην ουσία η εισαγωγή νέων πραγματικών ισχυρισμών που μεταβάλλουν την ουσία της υφιστάμενης Υπεράσπισης, με αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων και τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις μετατρέπουν την ουσία, τη φύση ή τον χαρακτήρα της αγωγής, αφού ακόμα και η προσθήκη μιας νέας βάσης αγωγής η υπεράσπισης, δεν είναι από μόνη της λόγος άρνησης αιτούμενης τροποποίησης. Όπως προκύπτει από τη νομολογία και σχετικές αυθεντίες, ακόμα και η προσθήκη μιας νέας βάσης αγωγής ή υπεράσπισης, δεν είναι αφ’ εαυτής λόγος άρνησης αιτούμενης τροποποίησης. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα Annual Practice (1950) στη σελ. 627, το Δικαστήριο δεν πρέπει να αρνηθεί να επιτρέψει μια τροποποίηση απλά επειδή μέσω αυτής εισάγεται μια νέα υπόθεση. Θα αρνηθεί μόνο εκεί όπου η τροποποίηση θα άλλαζε την αγωγή μετατρέποντας την σε αγωγή ουσιωδώς διαφορετικού χαρακτήρα, η οποία θα μπορούσε με περισσότερη ευχέρεια ν’ αποτελέσει αντικείμενο νέας αγωγής (βλ. επίσης Χρίστου v. Στυλιανού (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 704).
Δεν θεωρώ ότι ευσταθεί η πιο πάνω εισήγηση για αλλαγή της αγωγής αφού η εισαγωγή των αιτουμένων τροποποιήσεων δεν θα μετατρέψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ουσία, τη φύση ή το χαρακτήρα της αγωγής ή της Υπεράσπισης. Σημειώνω συναφώς ότι στην ένορκη δήλωση στην ένσταση δεν εξειδικεύεται αυτός ο λόγος ένστασης.
Τα όσα επιχειρούνται να προστεθούν με τις παραγράφους 34 Α και Β συνδέονται άμεσα με τις υφιστάμενες παραγράφους 19 και 33-35. Ειδικότερα στην παράγραφο 19 γίνεται αναφορά στις οχλήσεις του Εναγόμενου 1 προς τους Ενάγοντες για εξεύρεση λύσης. Ούτε και η παράγραφος 36 Α μετατρέπει τη φύση της αγωγής αφού αφορά άμεσα την εκποίηση της εξασφάλισης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων. Κρίνω ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις συνιστούν ολοκληρωμένη δικογράφηση των ισχυρισμών των Εναγόμενων ώστε να συνάδει με το μαρτυρικό υλικό που σκοπεύουν να παρουσιάσουν κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Βασικά αποτελούν προέκταση του υφιστάμενου περιεχόμενου και συμπληρώνουν το πλαίσιο εκδοχής των Εναγόμενων. Με την εισαγωγή των νέων ισχυρισμών δίνεται μια ολοκληρωμένη εικόνα της εκδοχής των Εναγόμενων. Εξίσου χρήσιμη δε για την υπόθεση θεωρώ την προσθήκη του ισχυρισμού περί αγοράς του ενυπόθηκου ακινήτου από τους Ενάγοντες η οποία συμπληρώνει την εικόνα των επίδικων θεμάτων για να είναι ευχερέστερη η εξέταση τους στη βάση του μαρτυρικού υλικού που θα προσκομιστεί κατά την ακρόαση. Συνοψίζοντας, οι πιο πάνω ισχυρισμοί αφορούν τα ίδια επίδικα θέματα και συνεπώς δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί δικονομικά ή νομικά να μην μπορούν να προστεθούν ούτε και θεωρώ ότι η διαδικασία θα εκτροχιαστεί σε τέτοιο βαθμό που να παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Εξάλλου η πλευρά των εναγόντων θα έχει κάθε ευκαιρία να τους αντιμετωπίσει αφού η ακρόαση της υπόθεσης δεν έχει ακόμη αρχίσει.
Η κατ’ ισχυρισμό κακοπιστία των Αιτητών
Από το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε σαφές στοιχείο που να καταδεικνύει κακοπιστία όπως η νομολογία έχει ερμηνεύσει τον όρο αυτό. Οι εισηγήσεις των Καθ’ ων η αίτηση περί ύπαρξης κακοπιστίας παρέμειναν στο επίπεδο ισχυρισμών και δεν έχουν εξειδικευθεί ή τεκμηριωθεί μέσω της ένορκης δήλωσης τους.
Η θέση ότι η Αίτηση προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου
Από τα ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Πρόκειται για ένα γενικό και αόριστο ισχυρισμό που στερείται τεκμηρίωσης. Οι Εναγόμενοι προωθούν την παρούσα Αίτηση ασκώντας το δικαίωμα που τους παρέχουν οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας το οποίο έχει αναγνωριστεί με βάση τη νομολογία που παρατίθεται πιο πάνω.
Συνοψίζοντας, καταλήγω ότι η έγκριση της Αίτησης δεν θα προκαλέσει αδικία ή βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με έξοδα. Κατά συνέπεια εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Υπεράσπισης ως η Αίτηση. Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος Διατάγματος και τροποποιημένη Απάντηση εντός 15 ημερών από την επίδοση της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης και επιπλέον όσα έξοδα χαθούν (costs thrown away) λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων-Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Εναγόμενων - Αιτητών, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.): ……………………………
Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο