ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΚΑΪΛΗΣ ν. PricewaterhouseCoopers Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 3107/2015, 13/11/2023
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΚΑΪΛΗΣ ν. PricewaterhouseCoopers Limited κ.α., Αρ. Αγωγής: 3107/2015, 13/11/2023

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3107/2015

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΚΑΪΛΗΣ

Ενάγοντας

-και-

1.PricewaterhouseCoopers Limited

2.Grant Thornton (Cyprus) Limited

Εναγόμενων

 

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/10/2018

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΚΑΪΛΗΣ

Ενάγοντας

-και-

1.PricewaterhouseCoopers Limited

2.Grant Thornton (Cyprus) Limited

3.Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd, δια του Ειδικού Διαχειριστή και Εκτελεστή αυτής, Κλεόβουλου Αλεξάνδρου

 Εναγόμενων

 

Αίτηση ημερομηνίας 21/02/23 για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων

 

Ημερομηνία: 14/11/2023

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγοντες-Αιτητές:  κα Πατσιά για Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ και Γεώργιος Θ. Κούμα

Για Εναγόμενη 1-Καθ΄ ης η Αίτηση: κ. Ν. Κωνσταντινίδης για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη 2-Καθ΄ ης η Αίτηση: κα Χατζησάββα για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με αυτή την αγωγή ο Ενάγοντας ζητά εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αποζημιώσεις για επαγγελματική αμέλεια. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του οι Εναγόμενοι 1 και 2 κατά  τον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της Λαϊκής Τράπεζας είχαν καθήκον να τηρούν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και κατά τον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων να ενεργούν με επιμέλεια και με τον απαιτούμενο επαγγελματισμό. Οι λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμό αμέλειας καταγράφονται αναλυτικά στις παραγράφους 5 και 7 της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι η αγωγή εναντίον της Εναγομένης 3 αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα στις 12/12/2022. Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων για τους σκοπούς της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας Αγωγής.

 

Η αίτηση βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.48  θ.θ. 1 - 4(1)(2), 8, 9, Δ.38, Δ.39, θ.1, 2, Δ.64, στα άρθρα 29 - 31, 32 και 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, στα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, τη Νομολογία, τις γενικές αρχές του Δικαίου, τη σύμφυτη εξουσία, την πρακτική και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγovότα στα oπoία στηρίζεται η αίτηση εκτίθεvται στηv έvoρκη δήλωση της  Χρυστάλλας Πατσιά, δικηγόρου, η οποία εργάζεται στο γραφείο ενός εκ των δικηγόρων του Αιτητή, του κου Γεώργιου Θ. Κούμα. Είναι, ως αναφέρει, δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Αιτητή να προβεί στην ένορκη δήλωση και ορκίζεται στη βάση γεγονότων που γνωρίζει η ίδια, που γνωρίζει από τον Αιτητή και τους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση. Οι όποιες αναφορές της  σε νομικά θέματα προκύπτουν από νομικές συμβουλές που έχει λάβει από τους δικηγόρους του γραφείου τους  που έχουν το νομικό χειρισμό της υπόθεσης. Για τα λοιπά θέματα στα οποία αναφέρεται, η γνώση της  είναι προσωπική και προκύπτει από νομική έρευνα που έχει πραγματοποιήσει.

 

Ως αναφέρει, ενόψει του ότι η παρούσα αγωγή ήταν ορισμένη για Ακρόαση στις 23/02/2023, κατέστη αναγκαία η πλήρης ετοιμασία του Ενάγοντα για την ακροαματική διαδικασία. Ο Ενάγοντας άρχισε εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα την προετοιμασία της υπόθεσης του, η οποία εντάθηκε τον τελευταίο μήνα λόγω της επικείμενης έναρξης της Ακροαματικής διαδικασίας.

 

Εκ των κύριων ισχυρισμών  του Αιτητή είναι ότι κατά την επίδικη περίοδο οι Εναγόμενοι από κοινού και υπό την ιδιότητα τους ως Λογιστές / Ελεγκτές της Λαϊκής Τράπεζας, επέδειξαν επαγγελματική αμέλεια, και ενέργησαν αντιεπαγγελματικά αφού προέβηκαν σε ενέργειες και παραλείψεις μη συνάδουσες προς το λογικά αναμενόμενο για το επάγγελμα του Ελεγκτή επίπεδο, το οποίο όφειλαν να επιδείξουν.  Περαιτέρω, είναι η θέση του Ενάγοντα ότι οι Εναγόμενοι με αμελείς παραστάσεις, με μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, σε παραβίαση επαγγελματικών προτύπων και επιπέδων και παραβιάζοντας σημαντικές υποχρεώσεις τους, παρουσίαζαν προς τους καταθέτες εικόνα φερεγγυότητας αναφορικά με την οικονομική κατάσταση της Λαϊκής Τράπεζας ενώ στην πραγματικότητα η οικονoμική κατάσταση που παρουσίαζαν για την Λαϊκή Τράπεζα δεν ήταν η πραγματική και δεν ήταν η ορθή ή/και δίκαιη και δεν ενεργήσαν ως όφειλαν ως ανεξάρτητοι Λογιστές / Ελεγκτές έτσι ώστε να είναι αντικειμενικοί και αμερόληπτοι έναντι των καταθετών.

 

Σύμφωνα με την ομνύουσα οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Ενάγοντα, εδράζονται κατά κύριο λόγο επί της μαρτυρίας την οποία θα προσκομίσει ο κος Σάββας Τταντής υπό την ιδιότητα του ως εμπειρογνώμονας-ανεξάρτητος εγκεκριμένος λογιστής. Ο πιο πάνω, έχει στην κατοχή του τα έγγραφα τα οποία ο Ενάγοντας επιθυμεί να αποκαλύψει με την προτεινόμενη Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης Εγγράφων, η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1. Τα εν λόγω έγγραφα είναι ζωτικής σημασίας για τη στοιχειοθέτηση των θέσεων και των ισχυρισμών του Ενάγοντα.

 

Ως επίσης αναφέρει η ομνύουσα, κατά την πυρετώδη ετοιμασία του Ενάγοντα και του κου Σάββα Τταντή για την ακροαματική διαδικασία στην αγωγή και αφού ο τελευταίος ολοκλήρωσε μερικές μέρες πριν την ορισμένη ημερομηνία ακροάσεως την μαρτυρία του υπό την μορφή γραπτής δήλωσης, συγκέντρωσε τα ρηθέντα έγγραφα στην ολότητα τους και τα παρέδωσε στον Ενάγοντα και στους δικηγόρους του. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι ο Ενάγοντας και οι δικηγόροι του δεν είχαν προηγουμένως στην κατοχή τους όλα τα ως άνω έγγραφα και ότι τα έλαβαν – ως σύνολο - τις τελευταίες ημέρες από τον κο Τταντή.  Αυτός είναι και ο λόγος που τα συγκεκριμένα, πρόσθετα έγγραφα δεν είχαν συμπεριληφθεί στην προηγούμενη ένορκη αποκάλυψη εγγράφων, αφού αυτά δεν ήταν τότε στην κατοχή του Ενάγοντα ή των δικηγόρων του και περιήλθαν στην κατοχή τους μόλις πρόσφατα όταν τα συνέλεξε και τους τα έδωσε ο μάρτυρας/εμπειρογνώμονας κατά την προετοιμασία της μαρτυρίας του.

 

Με βάση τα πιο πάνω είναι η θέση της ότι υπάρχει καλός λόγος και είναι απαραίτητο όπως επιτραπεί στον Αιτητή να καταχωρήσει την προτεινόμενη Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης Εγγράφων προς εξυπηρέτηση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης για  να δοθεί η δυνατότητα στον Ενάγοντα να στοιχειοθετήσει το νομικό υπόβαθρο της Αγωγής του, να καθορίσει επακριβώς τα επίδικα θέματα και να παραθέσει και να θεμελιώσει πληρέστερα τους ισχυρισμούς του. Στην επιχειρούμενη να κατατεθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση επισυνάπτονται ως «Παράρτημα Α» τα ακόλουθα 95 έγγραφα:

                                                                  

1.    Δίπλωμα  Σάββα Τταντή από Chartered Association of Certified Accountants.

2.    Άδεια άσκησης του επαγγέλματος του ανεξάρτητου λογιστή από το Υπουργείο Οικονομικών της Κύπρου – Σάββα Τταντή.

3.    Επιστολή / ανανέωση της εγγραφής του κ. Σάββα Τταντή  από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στο μητρώο πιστοποιημένων προσώπων.

4.    Δίπλωμα Σάββα Τταντή επί του οποίου αναγράφονται όλες  οι ιδιότητες του ως πιστοποιημένο πρόσωπο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα.

5.    Πιστοποιητικό Σάββα Τταντή ως μέλος του Συνδέσμου Ελεγκτών Κύπρου.

6.    Δημοσιευμένες Οικονομικές Καταστάσεις της Λαϊκής Τράπεζας (ΛΤ) από το 2007 μέχρι 30/09/2012.

7.    Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006, άρθρο 26, παράγραφος 1.

8.    Ανακοίνωση ΛΤ στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) αναφορικά με την εξαγορά μετοχών από την ΛΤ στην  Egnatia Bank SA  και την MFG ημερ. 27/12/2006.

9.    Ανακοίνωση  ΛΤ στο ΧΑΚ αναφορικά με την αύξηση του ποσοστού της ΛΤ στην Λαϊκή Τράπεζα Ελλάδος ημερ. 03/01/07.

10.  Ανακοίνωση  ΛΤ στο ΧΑΚ  αναφορικά με την αγορά επιπρόσθετου 2% της MFG από τη ΛΤ και αύξηση ποσοστού στη Λαϊκή Τράπεζα Ελλάδος ημερ. 19/04/07.

11.  Ανακοίνωση ΛΤ στο ΧΑΚ  για το κόστος εξαγοράς της MFG από την ΛΤ ημερ. 27/12/06.

12.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ 2006, παράγραφος 52, σελίδα 147 για την υπεραξία που προέκυψε από την εξαγορά της  MFG.

13.  Ανακοίνωση εξαγοράς της  MARFIN BANK από την ΛΤ ημερ. 05/04/07.

14.  Παράγραφος 7, σελίδα 101, Οικονομικές Καταστάσεις MIG 31/12/2007 αναφορικά με το κέρδος της MIG από την πώληση της  MARFIN BANK στην ΛΤ.

15.  Παράγραφος 42, σελίδα 127, Οικονομικές Καταστάσεις MFG 31/12/06 αναφορικά με την αξία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της MARFIN BANK  για να υπολογιστεί υπεραξία που  πλήρωσε η ΛΤ για την εξαγορά της. 

16.  Σελίδα 13, Οικονομικές Καταστάσεις MIG την 30/06/2007 αναφορικά με την έκδοση κεφαλαίου της MFG και πληρωμή μερίσματος και επιστροφή κεφαλαίου προς την ΛΤ.

17.  Απόσπασμα από το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IFRS10.

18.  Απόσπασμα από το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο IAS27.

19.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36 παράγραφος 86. 

20.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο IAS27 παράγραφος 41.

21.  Σελίδα 61 από τις Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ 31/12/2007, αναφορικά με το κέρδος της για το έτος το 2007.

22.  Σημείωση 27, από τις Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το έτος 2009 σχετικά με την αξία της θυγατρικής Μarfin Egnatia Bank (MEB).

23.  Σελίδα 126 από τις Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το έτος 2009 σχετικά με την υπεραξία που πλήρωσε η ΛΤ για τη θυγατρική MEB στην Ελλάδα.

24.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36 παράγραφος 6. 

25.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο IAS36, παράγραφος 104. 

26.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36, παράγραφος 12. 

27.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36, παράγραφος 12D.

28.  Ιστορικές τιμές δημοσιευμένες σε ηλεκτρονικό τύπο σχετικά με την χρηματιστηριακή αξία της Ελληνικής θυγατρικής MEB . Πηγή Stockwatch.

29.  Σελίδα 98, Σημείωση 27, Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το έτος 2010.

30.  Άρθρο αναφορικά με τη Παγκόσμια οικονομική κρίση - πηγή Βικιπαίδεια.

31.  Άρθρο αναφορικά με σχετικά με την Ελληνική οικονομική κρίση- πηγή Βικιπαίδεια.

32.  Δηλώσεις κ. Ανδρέα Βγενόπουλου αναφορικά με την οικονομική κρίση ημερ. 29/10/08.

33.  Ανακοινώσεις σχετικά με υποβαθμίσεις των Ελληνικών Τραπεζών από ξένους Οίκους Αξιολόγησης.

34.  Άρθρο σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας από το Ελληνικό κράτος - πηγή Capital.gr

35.  Άρθρο σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας ΑΛΦΑ από το Ελληνικό κράτος - πηγή Stockwatch.

36.  Ανακοίνωση σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ από το Ελληνικό κράτος – πηγή Ιστοσελίδα Τράπεζας Πειραιώς.

37.  Άρθρο σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας  EUROBANK  από το Ελληνικό κράτος - πηγή Stockwatch.

38.  Έκθεση Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου για την ΜΕΒ 06/07/2009, παράγραφοι 2 και 7.

39.  Έκθεση Kεντρικής Tράπεζας Κύπρου για την ΜΕΒ 06/07/2009, παράγραφοw 5.

40.  Έκθεση εμπειρογνώμονα-KPMG επί Κοινού Σχεδίου Διασυνοριακής Συγχώνευσης των 2 τραπεζών, σελίδα 18.

41.  Έκθεση Κεντρικής Τράπεζας 6 Ιουλίου 2009, παράγραφος 1, Σελ. 3.

42.  Σελίδα 46, Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών της Βουλής 2014 και Πίνακας 5 της ίδιας έκθεσης - ανάλυση δανείων με τις ελάχιστες εξασφαλίσεις τους.

43.  Σελίδα 58, Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών της Βουλής 2014.

44.  Σελίδα 51, Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών της Βουλής 2014.

45.  Σελίδες 49 και 50, Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών της Βουλής 2014.

46.  Σελίδα 19, Απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ημερ. 28/04/2014.

47.  Σελίδα 4 έκθεση ΔΣ ΛΤ, Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το έτος 2011.

48.  Ανακοίνωση συγχώνευσης ΛΤ με την Ελληνική θυγατρική ΜΕΒ.

49.  Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών σελίδες 64,65,66 του 2014.

50.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2009 σελίδα 126 και  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2010, σελίδα 98.

51.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36, παράγραφος 44.

52.  Σελίδα 110, Οικονομικών Καταστάσεων της ΛΤ  για το έτος 2011.

53.  Σελίδα 109, Παράγραφος 28, Οικονομικών Καταστάσεων της ΛΤ  για το έτος 2011.

54.  Έκθεση KPMG για την διασυνοριακή συγχώνευση , σελίδα 17.

55.  ΄Έκδοση  Κοινού  Ομολογιακού δανείου  από την Ελληνική θυγατρική. Ανακοίνωση ΜΕΒ ημερ. 22/09/2009

56.  Απόσπασμα από την ΄Έκθεση Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου 06/07/2009 σχετικά με την ανάγκη ενίσχυσης των κεφαλαίων της Ελληνικής θυγατρικής.

57.  Οικονομικές Καταστάσεις παράγραφοι 17 και 23 της ΛΤ για τοι έτος 2009.

58.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS39, τμήμα 9 παράγραφος β.

59.  Οικονομικές Καταστάσεις παράγραφος 17 της ΛΤ για το έτος 2009.

60.  Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ, παράγραφος 9 ημερ. 30/06/2010.

61.  Απόσπασμα (Σελίδα 9) από την απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερ. 28/04/2014.

62.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS34, παράγραφος  15 (h).

63.  Απόσπασμα (Σελίδα 43) από την απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ημερ. 28/04/2014.

64.  Η ΄Έκθεση επισκόπησης ελεγκτών στις συνοπτικές ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για την περίοδο 30/06/2010, ημερ. 31/08/2010

65.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS34 παράγραφοι 23 και 25.

66.  Σημείωση 17 σελ. 59, Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το έτος 2010.

67.  Η ΄Έκθεση ελεγκτών στις Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το έτος 2010.

68.  Απόσπασμα (Σελίδα 96) από την απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 28/04/2014.

69.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IFRS7.

70.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2010, παράγραφος 21.

71.  Απόσπασμα (Σελίδα 50) από την απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 28/04/2014.

72.  Σημείωση 9, ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ ημερ. 30/06/2011.

73.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS39 σελίδες  34 και 35.

74.  Απόσπασμα (Σελίδα 7) από την απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 28/04/2014.

75.  Απόσπασμα (Σελίδα 6) από την απόφαση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 28/04/2014.

76.  Σημείωση 9, Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για το εξάμηνο που έληξε 30/06/2011.

77.  Η ΄Έκθεση επισκόπησης των  Ελεγκτών στις ενδιάμεσες ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις της ΛΤ για την περίοδο που έληξε στις 30/06/2011.

78.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2011, Σελίδα 21.

79.  Απόσπασμα (Παράγραφος 5) από την έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 06/07/2009.

80.  Απόσπασμα (Σελίδα 3, Παράγραφος 1) από την έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, σε σχέση με την Ελληνική θυγατρική, ημερομηνίας 06/07/2009, και απόσπασμα (Σελίδα 45) από την έκθεση Επιτροπής Θεσμών της Κυπριακής Βουλής 2014.

81.  Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών σελίδες 46, 178 έως και 185 του 2014.

82.  Συμπληρωματική Έκθεση Επιτροπής Θεσμών σελίδα 51 του 2014.

83.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2011, Σελίδα 61.

84.  ΄Άρθρο 11 περί Τραπεζών Νόμος, 1997.

85.  Ανακοίνωση ΜΕΒ ημερ. 18/11/2008 – πηγή Capital.gr.

86.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2008, Σελίδα 120, παράγραφος 32.

87.  Ισολογισμός της ΛΤΔ ημερ. 31/12/2008, Σελίδα 58.

88.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2009, Σελίδα 130, Παράγραφος 32.

89.  Οικονομικές Καταστάσεις ΛΤ για το έτος 2010, Σελίδα 110, Παράγραφος 30.

90.  Διεθνές Ελεγκτικό Πρότυπο  ISA200.

91.  Διεθνές Ελεγκτικό Πρότυπο  AS1001.

92.  Εξαμηνιαίες Οικονομικές Καταστάσεις ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και Τράπεζας Κύπρου ημερ. 30/06/2011. 

93.  Αποσπάσματα από την κατάθεση της κ. Αννίτας Φιλιππίδου , οικονομικής διευθύντριας ΛΤ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όπου αναφέρει  ότι θα έπρεπε να γίνει  απομείωση της υπεράξιας εξαγοράς  της ΜΕΒ και των ΟΕΔ  στις οικονομικές καταστάσεις της ΛΤ της περιόδου 30/06/2011. 

94.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36, παράγραφος 87.

95.  Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο  IAS36, παράγραφος 86.

 

H Εναγόμενη /Καθ’ ης η Αίτηση 2 δεν έφερε ένσταση στην αίτηση. Η αίτηση αντιμετώπισε όμως την ένσταση της Εναγόμενης / Καθ’ ης η Αίτηση 1. Οι λόγοι ένστασης που προβλήθηκαν είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:

 

Α.        Η Αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση ή/και σε πολύ καθυστερημένο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας.

 

Β.        Η Αίτηση είναι κακόπιστη και/ή καταχρηστική και/ή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Γ.         Η περαιτέρω και/ή συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης Εγγράφων αφορά έγγραφα που ήταν στην κατοχή του Ενάγοντα και/ή θα μπορούσαν να ήταν στην κατοχή του από την αρχή ή/και θα έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική Ένορκη Δήλωσης Αποκάλυψης Εγγράφων.

 

Δ.        Δεν παρέχεται επαρκής και/ή ικανοποιητική αιτιολογία ως προς την μη αποκάλυψη εκάστου εγγράφου πρωτύτερα και/ή γιατί δεν μερίμνησε να τα αποκαλύψει νωρίτερα.

 

Ε.        Δεν αποκαλύπτεται βάσιμος και/ή εύλογος λόγος και/ή καλός λόγος για να δοθεί σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας άδεια για καταχώρηση Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης Εγγράφων.

 

ΣΤ.      Η Αίτηση στερείται νομικού και/ή πραγματικού ερείσματος.

 

Ζ.         Η νομική βάση που στηρίζεται η Αίτηση είναι ελλιπής και/ή λανθασμένη.

 

Η.        Τυχόν έγκριση των αιτημάτων θα οδηγήσει σε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της Εναγόμενης αρ. 1 σε δίκαιη δίκη.

 

Θ.        Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος

 

Ι.          Το εύρος της προτιθέμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων δεν δικαιολογείται ή/και θα εκτροχιάσει την υπόθεση ή/και περιλαμβάνονται σε αυτήν έγγραφα άσχετα με τα επίδικα ζητήματα.

 

Η Ένσταση στηρίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.28, στη Δ.39, στη Δ.48, θ.θ.1, 2, 3, 4, 8, 9, 11, 12, στη Δ.64, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στο Κοινοδίκαιο, στις Αρχές της Επιείκειας, στη Νομολογία Ανώτατου Δικαστηρίου, στο φάκελο του Δικαστηρίου και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Εμμανουέλας Κυριαζή και στο φάκελο του Δικαστηρίου. Η τελευταία είναι δικηγόρος στην δικηγορική εταιρεία ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., η οποία εκπροσωπεί την Εναγόμενη αρ. 1/Καθ’ ης η Αίτηση αρ. 1 (εφεξής “Εναγόμενη”) στην παρούσα διαδικασία. Είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Εναγόμενη να ορκιστεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης της Εναγόμενης. Γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της  υπόθεσης από έγγραφα που έχει στη κατοχή της  στον φάκελο της υπόθεσης που τηρείται στα γραφεία των δικηγόρων της Εναγόμενης και από πληροφορίες που συνέλεξε από τον δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση, κ. Νικόλα Κωνσταντινίδη. Κατά την 21/02/2023 που ο Ενάγοντας καταχώρησε Αίτηση για λήψη άδειας για καταχώριση Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης Εγγράφων η Αγωγή εκκρεμούσε ήδη περί των 8 χρόνων ενώπιον του Δικαστηρίου και συνεπώς το στάδιο κατά το οποίο επιχειρείται η περαιτέρω αποκάλυψη από πλευράς του Ενάγοντα και μάλιστα 95 επιπλέον εγγράφων ως αυτά καταγράφονται στο Τεκμήριο 1 της Αίτησης, είναι ανεπίτρεπτο, καθώς αιφνιδιάζει την Εναγόμενη και συνεπώς πλήττει τα δικαιώματά της εν γένει αλλά και το δικαίωμά της ειδικότερα σε δίκαιη δίκη, κάτι ανεπίτρεπτο από την ισχύουσα νομολογία και το Σύνταγμα.

 

Είναι η θέση της ότι η αποκάλυψη εγγράφων αποσκοπεί στη λήψη πληροφοριών και στην παρουσίαση εγγράφων που είναι σχετικά με τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των δυο πλευρών για τον σκοπό της προετοιμασίας για την Ακρόαση της αγωγής. Η αποκάλυψη πρέπει να γίνεται στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, ούτως ώστε να μην αιφνιδιάζεται ο οποιοσδήποτε διάδικος της υπόθεσης. Ως αναφέρει, η Εναγόμενη προετοίμασε την υπόθεσή της στη βάση των δικογράφων που έχουν καταχωρηθεί προ πολλών ετών και στη βάση των εγγράφων που έχει αποκαλύψει ο Ενάγοντας στην αρχική του Ένορκη Δήλωση αποκάλυψης εγγράφων που καταχώρησε στις 16/11/2020, ήτοι πριν από δυο και πλέον χρόνια και συγκεκριμένα πέντε χρόνια μετά την καταχώριση της  αγωγής.

 

Σε περίπτωση που επιτρεπόταν η περαιτέρω αποκάλυψη τόσων πολλών εγγράφων και στην παρούσα χρονική συγκυρία, θα σήμαινε την εκ νέου προετοιμασία της Αγωγής, που θα επιφέρει περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και θα επηρεάσει τα δικαιώματα της Εναγόμενης δυσμενώς. Όπως προκύπτει από την περιγραφή των εγγράφων στο Τεκμήριο 1 της Αίτησης, αυτά υπήρχαν πολύ πριν την καταχώριση της Αγωγής και ο Ενάγοντας στην Ένορκη Δήλωση στην αίτηση δεν επεξηγεί για κάθε ένα από αυτά, οποιονδήποτε συγκεκριμένο λόγο που αυτά δεν αποκαλύφθηκαν νωρίτερα. Ειδικότερα, είναι η θέση της ότι αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποκαλυφθεί κατά το στάδιο που είχε διατάξει την εκατέρωθεν Αποκάλυψη Εγγράφων το Δικαστήριο, ήτοι πέντε χρόνια από την καταχώριση της Αγωγής και να αποτελούσαν μέρος της Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης Εγγράφων που καταχώρησε ο Ενάγοντας στις 16/11/2020.

 

Εισηγείται ότι ο Ενάγοντας με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επιχειρεί μετά από δυο και επιπλέον χρόνια από την Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης Εγγράφων του Ενάγοντα, να αποκαλύψει ακόμη 95 έγγραφα, πολλά περισσότερα από αυτά που καταγράφονται στην αρχική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης Εγγράφων που καταχωρήθηκε εκ μέρους του, που σε περίπτωση που επιτραπεί θα εκτροχιάσει εντελώς την δικαστική διαδικασία.

 

Είναι η θέση της ότι τα έγγραφα που επιχειρεί ο Ενάγοντας να αποκαλύψει θα μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να περιέλθουν νωρίτερα στην κατοχή και γνώση του. Ειδικότερα, ο Ενάγοντας θα έπρεπε ως όφειλε, να είχε επικοινωνήσει με τους μάρτυρες του τουλάχιστον κατά το στάδιο που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο η εκατέρωθεν αποκάλυψη εγγράφων προκειμένου να συγκεντρώσει τα έγγραφα στα οποία θα στήριζε την παρουσίαση της υπόθεσής του κατά το στάδιο της ακρόασης της Αγωγής.

 

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι τα έγγραφα που επιχειρεί τώρα να αποκαλύψει δεν ήταν στην κατοχή του ή των δικηγόρων του μέχρι πρόσφατα δεν είναι επαρκής δικαιολογία και σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά καλό λόγο να επιτραπεί από το Δικαστήριο η καταχώριση της υπό αναφορά Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης Εγγράφων.

 

Εισηγείται, περαιτέρω, ότι η  Αίτηση του Ενάγοντα σε αυτό το πολύ καθυστερημένο στάδιο της διαδικασίας γίνεται κακόπιστα και αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και ότι ο Ενάγοντας δεν έχει επεξηγήσει επαρκώς στην Αίτησή του πως το κάθε έγγραφο που επιθυμεί να αποκαλύψει μέσω της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης Εγγράφων είναι «ζωτικής σημασίας»  και πως σχετίζεται έκαστο έγγραφο με τα επίδικα θέματα ως αυτά έχουν δικογραφηθεί.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση, χωρίς οι δύο πλευρές να προβούν σε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου  και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει.

 

NOMIKH ΠΤΥΧΗ

 

Η ένορκη αποκάλυψη εγγράφων γενικότερα, προνοείται  από τη Διαταγή 28 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αποκάλυψη εγγράφων στοχεύει στη λήψη πληροφοριών και στην παρουσίαση εγγράφων που είναι σχετικά με τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων για το σκοπό προετοιμασίας για την ακρόαση και μπορεί να ζητηθεί από οποιονδήποτε από τους διάδικους. Τέτοια έγγραφα είναι τα έγγραφα που περιέχουν πληροφορίες που μπορεί άμεσα ή έμμεσα να βοηθήσουν το μέρος που ζητά την αποκάλυψη είτε να προωθήσει την υπόθεση του, είτε να βλάψει την υπόθεση του αντιδίκου του, είτε που να μπορούν δίκαια να οδηγήσουν στις πιο πάνω συνέπειες και είναι άσχετο με το κατά πόσο μπορούν ή όχι να δοθούν σαν μαρτυρία. Στην υπόθεση The Peruvian Guano Company (1883) 11 Q.B. 55 λέχθηκαν τα ακόλουθα  από τον Brett L.J. στη σελίδα 63:

 

 «It seems to me that every document relates to the matters in question in the action, which not only would be evidence upon any issue, but also which, it is reasonable to suppose, contains in formation which may - not which must - either directly or indirectly enable the party requiring the affidavit either to advance his own case or to damage the case of his adversary. I have put in the words "either directly or indirectly" because, as it seems to me, a document can properly be said to contain information which may enable the party requiring the affidavit either to advance his own case or to damage the case of his adversary, if it is a document which may fairly lead him to a train of inquiry, which may have either of these two consequences.»

 

 Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 13, παράγραφος 1 σελίδα 2, αναφέρονται τα ακόλουθα :

 

«The function of the discovery of documents is to provide the parties with the relevant documentary material before the trial so as to assist them in appraising the strength or weakness of their respective cases, and thus to provide the basis for the fair disposal of the proceedings before or at the trial. Each party is thereby enabled to use before the trial or to adduce in evidence at the trial relevant documentary material to support or rebut the case made by or against him, to eliminate surprise at or before the trial relating to documentary evidence and to reduce the costs of the litigation

 

Η υποχρέωση αποκάλυψης είναι συνεχής και συνεχίζει μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Supreme Court Practice 1987, τόμος 1, παρ. 24/1/2:

 

«Continuing obligation to give discovery - Although one reading of O. 24, r.1 may suggest that discovery need be given only of documents which have come into a party΄s possession before the date of his list of documents, this is not the limit of a party's obligation to give discovery imposed by the rule. The obligation is general, and requires the disclosure of all relevant documents whenever they may come into a party's possession. This requirement is supported by the linked principle that a party must not seek to take his opponent by surprise (cf. O.18, rr. 8 and 9), and that he must not, by withholding relevant documents, mislead his opponent or the Court into believing that the statement in his list that he has given full discovery continues to be true (Mitchell v. Darley Main Colliery Co ((1884) Cab & El 215)). An obvious example is where a plaintiff, who is claiming damages for prospective loss of earnings, obtains new lucrative employment during the course of the action; this fact must be communicated to the defendant and further discovery must be made (or, at all events, offered). In default, the plaintiff may be ordered to pay any costs occasioned by the failure to give discovery promptly.»

 

Η γενικότητα καθώς και το συνεχές της υποχρέωσης αποκάλυψης έχει  ξεκάθαρα τονισθεί στην υπόθεση Oscar Shipping PTE Ltd v. Του φορτίου επί του πλοίου Asphodel (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 2771 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Από τη στιγμή που εκδόθηκε διαταγή αποκάλυψης εγγράφων, η υποχρέωση της αποκάλυψης είναι γενική και δεν περιορίζεται μόνο στα έγγραφα που έχουν αρχικά αποκαλυφθεί αλλά επεκτείνεται και σ' εκείνα που μετέπειτα περιέρχονται στην κατοχή του διάδικου που υπέχει την υποχρέωση. Η συγκεκριμένη υποχρέωση είναι στενά συνδεδεμένη με τη γενική αρχή ότι ο διάδικος δεν πρέπει να επιδιώκει να καταλαμβάνει τον αντίδικο του εξ απροόπτου και συνακόλουθα δεν πρέπει με το να κατακρατεί έγγραφα που είναι σχετικά με την υπόθεση να παραπλανεί το δικαστήριο ή τον αντίδικό του αφήνοντας τους να πιστεύουν ότι η αρχική του δήλωση εξακολουθεί να αποτελεί τη μόνη αληθινή δήλωση πλήρους αποκάλυψης των εγγράφων που έχει στην κατοχή του (βλ. περισσότερα στο Supreme Court Practice 1988, vol. 1, para. 24, σελ. 408)».

 

Στην πιο πάνω υπόθεση δεν επετράπη η συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης λόγω του ότι σχετική αίτηση για περαιτέρω αποκάλυψη εγγράφων έγινε μετά την έναρξη της ακρόασης επί της ουσίας της υπόθεσης και προτού κλείσει η υπόθεση των Εναγόντων και, επομένως ,σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας και επειδή τα προς αποκάλυψη έγγραφα αφορούσαν προσπάθειες για μείωση της ζημιάς η οποία δεν δικογραφείτο ενώ προηγούμενο αίτημα για τροποποίηση είχε απορριφθεί.

 

Η συνεχής υποχρέωση ενός διαδίκου να αποκαλύπτει τα έγγραφα ούτως ώστε να μην παραπλανείται ο αντίδικος του έχει τονισθεί στην υπόθεση Marcegaglia SPA v. Του Πλοίου Vysokagorsk Αγωγή Ναυτοδικείου 31/2013, ημερ. 31/5/2016  από τον έντιμο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τ. Οικονόμου, ο οποίος ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Στην υπόθεση Mitchell v. Darley Main Colliery Co [1884] 1 Cab & El 215 [1886-90] All ER Rep 449 (HL)της οποίας αναφορά γίνεται στην υπόθεση Vernon v. Bosley (No. 2) [1997] 1 All ER 613ελέχθησαν τα ακόλουθα:

 

«Now, in my opinion, a party, who, after filing an affidavit of documents, discovers a document of which his opponent has a right to have inspection, but which is not disclosed in  the schedule because it  has been forgotten, or overlooked, οr  supposed not το exist, is bound to inform his opponent of the discovery either by a supplementary affidavit, which Ι think is the proper course, or at least by notice; and he has no right to keep back all knowledge of the newly-discovered document simply because he was nοt aware of it at the time he swore his affidavit in obedience to the order for discovery».

Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή υποχρέωση την οποία ο διάδικος οφείλει να ασκήσει χωρίς καθυστέρηση με συμπληρωματική ένορκη δήλωση (ή ειδοποίηση) προς τον αντίδικο, χωρίς να χρειάζεται άδεια ή παρέμβαση του Δικαστηρίου.  Δεν νοείται άδεια του Δικαστηρίου για να ασκήσει ο διάδικος την υφιστάμενη υποχρέωσή του. Άλλο είναι το ζήτημα της δικαστικής ευχέρειας για να επιτραπεί ή όχι η κατάθεση ως τεκμηρίου ενός εγγράφου που δεν αποκαλύφθηκε ή που δεν αποκαλύφθηκε εγκαίρως, ζήτημα που στα πλαίσια των Κυπριακών Θεσμών διέπεται από τη Δ.28, κ.3. Σημειώνεται ακόμα ότι η Δ.28, κ. 11 (Ο. 31, r. 19Α(3)), δεν στοχεύει στην εξασφάλιση άδειας από τον αιτητή για περαιτέρω αποκάλυψη από τον ίδιο, αλλά σκοπό έχει τον εξαναγκασμό του αντιδίκου σε αποκάλυψη εγγράφων τα οποία ο τελευταίος δεν απεκάλυψε με την αρχική ένορκη δήλωση αποκάλυψης και ο αιτητής έχει λόγους να θέλει να αποκαλυφθούν (βλ. T.B.F. (Cyprus) Ltd κ.ά. v. Εμπορικής Μελετών Σχεδιασμού και Επιχειρηματικού Κεφαλαίου Ανώνυμης Εταιρείας κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 153Halsbury's, ibid, paras 45-46).»

 

Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και ειδικότερα την υποχρέωση συνεχούς αποκάλυψης και αποφυγής οποιασδήποτε παραπλάνησης στον αντίδικο κατά την κρίση μου είναι ορθή η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Αιτητή ότι με δεδομένο ότι κάποια έγγραφα δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική ένορκη δήλωση του ο Ενάγοντας έχει υποχρέωση να προβεί σε αποκάλυψη των εν λόγω εγγράφων.

 

Η πλευρά των Εναγομένων / Καθ΄ων η Αίτηση ήγειρε θέμα σχετικότητας των προτεινόμενων προς αποκάλυψη εγγράφων. Η πλευρά του Αιτητή ισχυρίζεται ότι τα πρόσθετα έγγραφα είναι ζωτικής σημασίας για την στοιχειοθέτηση της υπόθεσης του ενώ η πλευρά των Καθ΄ ων η Αίτηση ισχυρίζεται ότι δεν έχει επεξηγηθεί η πιο πάνω θέση. Επισημαίνω καταρχάς  ότι το Διάταγμα αποκάλυψης το οποίο είχε εκδοθεί στις 21/01/2020 ήταν γενικό και όχι ειδικό εφόσον μέσω αυτού διατάχθηκαν τόσο ο Ενάγοντας όσο και οι Εναγόμενοι όπως αποκαλύψουν όλα τα έγγραφα τα οποία ευρίσκονταν στην κατοχή τους. Δεν επιζητήθηκε, από μέρους των Εναγομένων, η αποκάλυψη συγκεκριμένων εγγράφων. Περαιτέρω, θεωρώ ότι θα ήταν πρόωρο το Δικαστήριο να κρίνει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σε αυτό το στάδιο κατά πόσο μπορεί να επιτραπεί η κατάθεση εγγράφων ως Τεκμήρια κατά την ακρόαση. Η σχετικότητα των εν λόγω εγγράφων θα κριθεί κατά το στάδιο που ο Αιτητής / Ενάγοντας θα επιχειρήσει να τα παρουσιάσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Προβλήθηκαν από μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση ως κύριοι λόγοι Ένστασης ότι υπήρξε καθυστέρηση εφόσον δεν προηγήθηκε νωρίτερα στη διαδικασία οποιοδήποτε διάβημα για την επιπρόσθετη αποκάλυψη καθώς και ότι δεν δόθηκε επαρκής  δικαιολογία για την μη συμπερίληψη των εγγράφων στην αρχική αποκάλυψη.

 

Παρά το γεγονός ότι στη σχετική με το θέμα νομολογία δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αναφορά περί της αναγκαιότητας παροχής επαρκούς δικαιολογίας για την μη συμπερίληψη στην αρχική ένορκη δήλωση αποκάλυψης των σχετικών εγγράφων, τέτοια αναφορά ίσως να κρίνετο αναγκαία σε περιπτώσεις όπου τέτοιο διάβημα θα επηρέαζε την προώθηση της υπόθεσης ή θα προκαλούσε οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό στον αντίδικο.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν παραβλέπω ότι η υπό κρίση Αίτηση υπεβλήθη 3 χρόνια μετά που είχε προηγηθεί η αρχική αποκάλυψη με την ένορκη δήλωση ημερ. 16/11/2020. Προβλήθηκε, ωστόσο, ως εξήγηση και ή δικαιολογία ότι τα σχετικά έγγραφα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της Αίτησης δεν βρίσκονταν στην κατοχή του Ενάγοντα ή των δικηγόρων του και ότι περιήλθαν στην κατοχή τους κατά την ετοιμασία της ακρόασης από τον ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα τους ο οποίος αφού τα περισυνέλλεξε τους τα παρέδωσε. Εν πάση περιπτώσει δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία για την ενδεχόμενη ύπαρξη από πλευράς Ενάγοντα οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού για τη μη αποκάλυψη των εγγράφων εξ αρχής. Αντίθετα θα έλεγα ότι θα ήταν παράλογο να υποτεθεί ότι ο Αιτητής δεν ήθελε να αποκαλύψει τα έγγραφα που αναφέρονται στην προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι, ανεξαρτήτως του λόγου που δεν είχαν προηγουμένως αποκαλυφθεί, σήμερα ο Αιτητής, εκπληρώνοντας το καθήκον που είχε, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω στη βάση της σχετικής νομολογίας, το πράττει.

 

Εν πάση περιπτώσει και αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης που η πλευρά των Εναγομένων έχει επικαλεστεί στους Λόγους Ένστασης, επισημαίνω ότι η ακρόαση της υπόθεσης η οποία ομολογουμένως είναι παλαιά δεν έχει ακόμη ξεκινήσει και δεν βλέπω πως μπορεί ένεκα του χρόνου που μεσολάβησε να προκληθεί οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός στην πλευρά των Καθ΄ ων η Αίτηση. Ίσως να μπορούσε να είχε επιδειχθεί περισσότερη επιμέλεια από τον Ενάγοντα ο οποίος έχοντας προετοιμαστεί ενωρίτερα να φρόντιζε να περιέλθουν στην κατοχή του τα έγγραφα που επιχειρεί να αποκαλύψει. Όμως θεωρώ ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με το να δοθεί η ευκαιρία στον Ενάγοντα να παρουσιάσει όλη την έγγραφη μαρτυρία που έχει στην κατοχή του. Δεν έχει εξάλλου τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κάτι που να δείχνει ότι η πλευρά των Εναγομένων θα περιέλθει σε δυσμενή θέση αν σε αυτό το στάδιο ο Ενάγοντας προβεί στην επιχειρούμενη αποκάλυψη.

 

Συνεπώς η υπό κρίση Αίτηση επιτυγχάνει. Ως εκ τούτου εκδίδεται Διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται στον Ενάγοντα / Αιτητή να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων. Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης να καταχωρηθεί εντός 14 ημερών από σήμερα.

                               

Όσον αφορά το θέμα των εξόδων της παρούσας Αίτησης θεωρώ πως, υπό τις περιστάσεις, η πιο δίκαιη διαταγή είναι να είναι έξοδα στην πορεία της δίκης.

 

 

 

 

 

(Υπ.):  …………………….

Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο